Powered By Blogger

7.10.15

Ένα βιβλίο-σταθμός για τη μεταπολεμική λογοτεχνία: Ο ξένος, Αλμπέρ Καμύ




«Στην κοινωνία μας, κάθε άνθρωπος που δεν κλαίει στην κηδεία της μάνας του ρισκάρει να καταδικαστεί σε θάνατο»
Δήλωση του Αλμπέρ Καμύ σε μια τελευταία συνέντευξή του πριν βρει θάνατο το 1960 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Τρία χρόνια νωρίτερα, στις 17 Οκτωβρίου του 1957 βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του που φέρνει στην επιφάνεια τα προβλήματα που στις μέρες μας έχουν τεθεί στη συνείδηση των ανθρώπων.
Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ο Ξένος είναι η μυθιστορηματική απεικόνιση του φιλοσοφικού συστήματος του παράλογου, όπως διατυπώθηκε στο «Μύθο του Σίσυφου»: ο άνθρωπος τη στιγμή που πρόκειται να κάνει κάτι, παρατηρεί συχνά ότι μπορεί να κάνει το ένα ή το άλλο και του είναι αδιάφορο ποιο τελικά δρόμο θα ακολουθήσει. Δεν έχει ψευδαισθήσεις για τις καθιερωμένες αξίες και φέρεται σαν η ζωή να μην έχει νόημα.
Ο Καμύ προβάλλει μέσα από το πρόσωπο που δημιουργεί τη συνειδητοποίηση του α-νόητου και ανώφελου της ζωής που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην αναζήτηση της προσωπικής του ευτυχίας.
Απάντησα ότι δεν αλλάζεις ποτέ ζωή, ότι εν πάση περιπτώσει όλες άξιζαν κι ότι η δική μου εδώ πέρα δε μου ήταν καθόλου δυσάρεστη (50)// Με συνέπαιρνε πάντα αυτό που επρόκειτο να συμβεί, το σήμερα ή το αύριο (103) // Εν πάση περιπτώσει δεν ήμουνα σίγουρος για το τι μ’ ενδιέφερε πραγματικά, αλλά ήμουνα απολύτως σίγουρος γι’ αυτό που δε μ’ ενδιέφερε (117).
Ο ήρωας και αφηγητής Μερσώ, είναι ένας υπάλληλος γραφείου στο Αλγέρι. Είναι έξυπνος (του δίνεται η ευκαιρία να διαπρέψει επαγγελματικά στο Παρίσι και την αρνείται), εμφανίσιμος κι ελκυστικός (δεν είναι λίγες οι σκηνές που διαφαίνεται έντονα ο ερωτισμός και η  σεξουαλικότητα με την σύντροφό του Μαρί στη θάλασσα). Ωστόσο, ο ίδιος φαίνεται να είναι αδιάφορος και ταυτόχρονα παθητικός απέναντι σε καθετί που αφορά τον ίδιο και δεν έχει διάθεση να βελτιώσει ή να αλλάξει κάτι στη ζωή του
Ήθελα να της πω ότι δεν έφταιγα εγώ, αλλά κρατήθηκα γιατί σκέφτηκα ότι το είχα ήδη πει στον προϊστάμενό μου. Αυτό δε σήμαινε τίποτα. Όπως και να ’χει το πράγμα πάντα είσαι λίγο πολύ φταίχτης// Κι όπως δεν έλεγα τίποτα, με ρώτησε αν θα μ’ ενοχλούσε να το κάνω αμέσως κι εγώ απάντησα πως όχι (30).
Όσο αδιάφορος παρουσιάζεται σε σχέση με την ύπαρξή του, άλλο τόσο αποδεικνύεται απέναντι στην κοινωνία και τους θεσμούς της από τους οποίους δεν πείθεται σαν ένας ξένος : 
-Οικογένεια: Το άσυλο μου είχε φανεί κάτι το φυσικό αφού δεν είχα αρκετά χρήματα για να πάρω κάποιον να περιποιείται τη μαμά. «Εξάλλου» πρόσθεσα, «είχε περάσει πολύς καιρός που εκείνη δεν είχε τίποτα πια να μου πει και μόνη της βαριότανε (54) // Όλα τα υγιή άτομα είχαν λίγο πολύ ευχηθεί το θάνατο εκείνων που αγαπούσαν (71)
-Γάμος: Είπα ότι μου ήταν αδιάφορο και θα μπορούσαμε να το κάνουμε αν το ήθελε […] Εξάλλου, εκείνη ήταν που ήταν που το ζητούσε κι εγώ είπα ευχαρίστως ναι. Τότε εκείνη παρατήρησε πως ο γάμος ήταν κάτι σοβαρό. Εγώ απάντησα «όχι» (50) 
-Φιλία: Μου ήταν αδιάφορο αν ήμουνα φίλος του, αυτός όμως, με το ύφος του, έδειχνε στ’ αλήθεια ότι το ήθελε πολύ (42)
-Θρησκεία: Όμως με διέκοψε και με παρότρυνε για τελευταία φορά στητός και ολόρθος, να πω αν πίστευα στο Θεό. Απάντησα όχι […] «Θέλετε» φώναξε, «να μην έχει η ζωή μου νόημα»; Κατά τη γνώμη μου αυτό δε μετρούσε και του το είπα (72) //Του είπα ότι δεν ήξερα τι σήμαινε αμαρτία (119) 
-Δικαιοσύνη: Πάντα κατά τη γνώμη του, ένας άνθρωπος που σκότωνε ηθικά τη μητέρα του, έπρεπε να αποκοπεί από την κοινωνία των ανθρώπων[..] (104) //Άλλες φορές, παραδείγματος χάρη, έφτιαχνα νομοσχέδια. Αναμόρφωνα τις ποινές. Είχα παρατηρήσει ότι το ουσιαστικό ήταν να δοθεί μια ευκαιρία στον καταδικασμένο. Ακόμα και μία στις χίλιες αυτό θ’ αρκούσε για να διορθώσει τα πράγματα (112).
Ο Ξένος αποτελείται από δύο μέρη: στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η ζωή του κεντρικού ήρωα Μερσώ πριν το έγκλημα, ενώ στο δεύτερο η ζωή μετά από αυτό.
Το πρώτο μέρος ξεκινά με το τηλεγράφημα του θανάτου της μητέρας του αφηγητή στο γηροκομείο όπου διέμενε. Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής ζητά άδεια από τη δουλειά του και παίρνει το λεωφορείο για να παρευρεθεί στη κηδεία. Φτάνοντας στο άσυλο αρνείται να δει το πτώμα της γυναίκας προκαλώντας την εντύπωση του θυρωρού, του διευθυντή και αργότερα των υπαλλήλων του γραφείου κηδειών. Μαζί με το θυρωρό και δέκα τροφίμους ξενυχτάνε τη νεκρή. Το πρωί  ο Μερσώ μαζί με τον διευθυντή του γηροκομείου, την προϊσταμένη νοσοκόμα, τον αγαπητικό της μητέρας γέρο Περέζ, τον ιερέα και τους νεκροθάφτες κατευθύνονται σε πομπή, για να κηδέψουν τη μητέρα. Ωστόσο, εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι οι σκέψεις του ήρωα: φαίνεται να αντιμετωπίζει το θάνατο της μητέρας του σαν κάτι το λογικό και αναμενόμενο με αποτέλεσμα το μυαλό του να βρίσκεται σε δευτερεύουσες σκέψεις, όπως για παράδειγμα την αντίδραση του προϊστάμενού του για την χορήγηση της άδειας, το περπάτημα μέσα στο καυτό πρωινό, τη γρήγορη πορεία του Περέζ μέχρι την εκκλησία και τη λιποθυμία του, τα λόγια της προϊσταμένης για τυχόν κρύωμα από τον ιδρώτα που έριξαν μέχρι να φτάσουν στην εκκλησία. Την επόμενη μέρα της επιστροφής του στο Αλγέρι αποφασίζει να πάει για μπάνιο στη θάλασσα. Εκεί συναντά μια παλιά δακτυλογράφο του γραφείου, τη Μαρί Καρντόνα, και συνδέεται μαζί της ερωτικά. Το ίδιο βράδυ πηγαίνουν στο σινεμά για να παρακολουθήσουν μια κωμωδία. Έπειτα, όλα επιστρέφουν στην κανονικότητα τους: η δουλειά στο γραφείο, η έξοδος για φαγητό στου Σελέστ, η γειτνίαση με τον γέρο-Σαλαμάνο και το σκύλο του αλλά και τον προαγωγό Ραιημόν Σιντές. Για χάρη του τελευταίου ο Μερσώ συντάσσει ένα ερωτικό γράμμα προς την πρώην Μαυριτανή ερωμένη του. Μετά τον ξυλοδαρμό της από τον Ραιημόν και σε συνεννόηση μαζί του, θα βρεθεί στο αστυνομικό τμήμα όπου θα δηλώσει πως η κοπέλα τον απάτησε. Αργότερα, στην εκδρομή που κάνουν ο Μερσώ, η Μαρί και ο Ραιημόν στο εξοχικό που διατηρούσε ο φίλος του τελευταίου Μασόν με τη σύζυγό του όλο το πρωί μοιάζει ειδυλλιακό και ο ήρωας περνά στιγμές ευτυχίας μαζί με τη σύντροφό του στη θάλασσα. Οι δυο τους επιστρέφουν στο σπίτι, όπου τρώνε και πίνουν κρασί και μετά καφέ μαζί με τους άλλους. Έπειτα οι άντρες πηγαίνουν βόλτα στη θάλασσα, όπου εκεί πραγματοποιείται συμπλοκή με τους Άραβες που παρακολουθούσαν τον Ραιημόν. Ο προαγωγός εμπιστεύεται το όπλο του στον Μερσώ κι ο ίδιος δε θα διστάσει λίγο αργότερα, όταν θ’ αναζητήσει μόνος του σκιά μετά από πολύωρο περπάτημα κάτω από τον καυτό ήλιο, να το χρησιμοποιήσει αντικρίζοντας το μαχαίρι ενός ξαπλωμένου Άραβα. Πυροβολεί τέσσερις φορές.
Ακολουθεί το β΄ μέρος της αφήγησης, όπου παρακολουθούμε τη ζωή του αφηγητή μετά το έγκλημα. Γινόμαστε μάρτυρες της ανακριτικής διαδικασίας όπου ο ήρωας δηλώνει την αθεΐα του και την άρνηση μεταμέλειας του για τον φόνο που διέπραξε. Οι ώρες μέσα στη φυλακή περνούν μέσα από τη λειτουργία της μνήμης και των αναμνήσεων, της ανάγνωσης μιας ιστορίας για το φόνο ενός Τσεχοσλοβάκου και τον ύπνο. Στη δίκη του απαγγέλλεται η θανατική ποινή με δημόσιο αποκεφαλισμό. Μπροστά στο φόβο του θανάτου ο ήρωας αναλογίζεται την αδικία της τελεσίδικης ποινής και στήνει εναλλακτικά σενάρια απόδοσης της δικαιοσύνης σε περιπτώσεις εγκλημάτων αλλά και διαφυγής του ίδιου τη στιγμή της εκτέλεσης. Το έργο ολοκληρώνεται με την οργή και το ξέσπασμα του Μερσώ εναντίον του παπά που επιμένει να τον επισκέπτεται παρά την άρνησή του, προκειμένου να τον φέρει πιο κοντά στο Θεό, τη μετάνοια και τη συγχώρεση. Κοντά στο θάνατο, μακριά από κάθε ελπίδα, ο ήρωας νιώθει τόσο απελευθερωμένος, ώστε είναι έτοιμος να γράψει τη ζωή του από την αρχή.
Δε γνωρίζουμε τελικά αν πράγματι του επιβλήθηκε η θανατική ποινή. Αυτό είναι κάτι που ο συγγραφέας το αφήνει ανοιχτό στη σκέψη μας.
Εκείνο που είναι αξιοσημείωτο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Καμύ στήνει την αφήγησή του, ακολουθώντας τη δομή της αρχαίας τραγωδίας: στο β΄ μέρος βρισκόμαστε μέσα στο μυαλό του Μερσώ και παρακολουθούμε τις σκέψεις του για το παράλογο της ποινής που του επιβλήθηκε, το φόβο του απέναντι στον επερχόμενο θάνατο αλλά και την αγωνία του για την τυχόν αναίρεση της ποινής του δημόσιου αποκεφαλισμού. Προκαλώντας ο συγγραφέας τον έλεο και τον φόβο φτιάχνει μια παγίδα στην οποία εύκολα μπορεί ο αναγνώστης να πέσει, δηλαδή να ξεχάσει ότι ο άνθρωπος αυτός έχει διαπράξει ένα βαρύ έγκλημα, την αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής.
Κορύφωση->Έλεος-> Φόβος->Λύσις=Τέλος=Σκοπός=>Ολοκλήρωση
#Ο συγγραφέας θ’ ακολουθήσει το ίδιο σχήμα και στην Πτώση, χωρίζοντας την αφήγηση σε α΄ και β΄μέρος και στήνοντας μέσω της εξομολόγησης του ήρωά του μια παγίδα που εύκολα ο αναγνώστης μπορεί να πέσει μέσα.
Για περισσότερα σχετικά με την Πτώση: Η Πτώση του Αλμπέρ Καμύ 
                                                                    Η Πτώση, Αλμπέρ Καμύ

Το τελευταίο απόσπασμα του α΄μέρους ενδεικτικό της κορύφωσης του έργου:
[…] Κι αυτή την φορά, δίχως να σηκωθεί, ο Άραβας τράβηξε το μαχαίρι του και μου το έδειξε μέσα στον ήλιο. Το φως έπεσε πάνω στο ατσάλι κι ήταν σα μια μακριά αστραφτερή λεπίδα που με χτυπούσε κατακούτελα. Την ίδια στιγμή ο ιδρώτας που είχε μαζευτεί μέσα στα φρύδια μου κύλησε μονομιάς πάνω στα βλέφαρά μου και τα σκέπασε μ’ ένα χλιαρό και πυκνό πέπλο. Τα μάτια μου τυφλώθηκαν πίσω απ’ αυτό το παραπέτασμα από δάκρυα κι αλάτι. Δεν ένιωθα πια, παρά τα κύμβαλα του ήλιου πάνω στο μέτωπό μου, και πιο αμυδρά, το αστραφτερό λόγχισμα απ’ το μαχαίρι που ήταν συνέχεια στραμμένο καταπάνω μου. Αυτό το πυρωμένο ξίφος ροκάνιζε τις βλεφαρίδες μου και χωνόταν μέσα στα πονεμένα μάτια μου. Τότε ήταν πού όλα σαν να τρεμόσβησαν. Η θάλασσα έφερε μια πνοή πυκνή και διάπυρη. Μου φάνηκε πώς ο ουρανός άνοιγε ολόκληρος πέρα ως πέρα για να πέσει μια βροχή από φωτιά. Ολόκληρη η ύπαρξή μου τεντώθηκε κι έσφιξα σπασμωδικά το χέρι μου πάνω στο περίστροφο. Η σκανδάλη υποχώρησε, άγγιξα την γυαλιστερή κοιλιά της κάνης, κι εκεί, μέσα στον κρότο τον ξερό μαζί κι υπόκωφο, άρχισαν όλα. Τίναξα από πάνω και τον ήλιο. Κατάλαβα ότι είχα καταστρέψει την ισορροπία της μέρας, την έξοχη σιωπή μιας παραλίας όπου ήμουν ευτυχισμένος. Τότε, τράβηξα άλλες τέσσερις φορές πάνω σ’ ένα κορμί ακίνητο όπου οι σφαίρες βυθιζόντουσαν χωρίς να φαίνεται τίποτα. Κι ήταν σα να χτυπούσα, με τέσσερις σύντομους χτύπους, την πόρτα της δυστυχίας (66).
Ολοκληρώνοντας αυτήν εδώ την ανάρτηση θα ήθελα να πω πως λατρεύω τον Καμύ. Για την πάντοτε σωστή χρήση της λέξης που διαλέγει, για την ελευθεριότητά του, για το στοιχείο της διαφορετικότητας που προβάλλει ως δείκτη ταυτότητας του καθενός από εμάς.

Καμύ Αλμπέρ, Ο ξένος, μτφ. Λίλα Παπαδούλη-Γκινάκα, εκδ. γράμματα, σελ.125.

 

 ******************

Ο «Ξένος» στο ντιβάνι!

Ο Αλμπέρ Καμί έζησε μόλις 47 χρόνια, αλλά ο αιώνας που συμπληρώνεται σήμερα από τη γέννησή του, προικίστηκε με το ριζοσπαστισμό του έργου του, το ανθρωπιστικό του όραμα και τη δίψα του για δικαιοσύνη, όπως τα εξέφρασε με όλες του τις ιδιότητες: ως λογοτέχνης, δημοσιογράφος, δραματουργός, σκηνοθέτης, δοκιμιογράφος, ως πολίτης, πάντα μάχιμος και ανήσυχος.
Ενας αιώνας συμπληρώνεται από την γέννηση του Αλμπέρ Καμί Ενας αιώνας συμπληρώνεται από την γέννηση του Αλμπέρ Καμί Ταπεινής καταγωγής, γεννημένος στο Αλγέρι από έναν έμπορο κρασιού που δεν πρόλαβε να γνωρίσει και μια αγράμματη καθαρίστρια, ο νομπελίστας συγγραφέας του «Ξένου», της «Πανούκλας», του «Μύθου του Σισύφου», του «Επαναστατημένου ανθρώπου», βίωσε ώς το μεδούλι μια εποχή έντονων ανακατατάξεων και αντιπαραθέσεων. Ο Καμί όρθωσε ανάστημα απέναντι στο φασισμό και το ναζισμό, συστρατεύτηκε για λίγο με τον κουμμουνισμό αλλά εναντιώθηκε στον ολοκληρωτισμό της πρώην ΕΣΣΔ, πήρε αποστάσεις από την τρομοκρατία που θέριεψε κατά τον πόλεμο της Αλγερίας, κι όσο δημοφιλής υπήρξε εν ζωή, ακόμα περισσότερο παραμένει πάνω από πέντε δεκαετίες έπειτα από το μοιραίο τροχαίο δυστύχημα που προκάλεσε το θάνατό του το 1960.
Ελληνική μελέτη
Παραμονές της σημερινής επετείου, ο κριτικός Αλέξης Ζήρας μάς έκανε κοινωνούς μιας «ενδιαφέρουσας, πρωτότυπης» ελληνικής μελέτης για τον «Ξένο», μυθιστόρημα που από το 1942 έχει μεταφραστεί σε σαράντα γλώσσες, έχει σημειώσει πωλήσεις άνω των 8 εκατ. αντιτύπων και διαβάζεται αμείωτα από τις νεότερες γενιές. Τι παραπάνω θα μπορούσε να ειπωθεί, άραγε, γι' αυτήν την «ηθική αλληγορία για το παράλογο», σύμφωνα με τον Μαλρό, η οποία έχει περάσει στη συλλογική μας συνείδηση ως η ιστορία ενός ανθρώπου -«του μόνου Χριστού που μας αξίζει», κατά τον Καμί- καταδικασμένου από την κοινωνία επειδή δεν τηρεί τις συμβάσεις και τους κανόνες της;
Ε, λοιπόν, η φιλόλογος Αννα Αφεντουλίδου διάβασε τον «Ξένο» επιχειρώντας μια «καταβύθιση στον κόσμο του αυτισμού»! Εξετάζοντας κεφάλαιο-κεφάλαιο το λόγο, τη σκέψη και την κοινωνικότητα του Μερσό υπό ψυχιατρικό πρίσμα, υποστηρίζει πως ο ήρωας του Καμί αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο πάσχοντος από σύνδρομο Ασπεργκερ. Τι κι αν η συγκεκριμένη νευροαναπτυξιακή διαταραχή πρωτοεπισημάνθηκε το 1944, ενώ η γραφή του «Ξένου» είχε ολοκληρωθεί; Ο Καμί, λέει η Αφεντουλίδου, «μ' έναν ενορατικό τρόπο διαισθάνεται τον ψυχισμό του αυτιστικού και η οπτική του δεν ξεγλιστράει πουθενά. Εδώ δεν έχουμε μια απλή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά ένα ψυχογράφημα ιδιοφυές σε συνέπεια και βάθος, που συνιστά την πρώτη σκιαγράφηση του πνευματικού και συναισθηματικού κόσμου του αυτιστικού ανθρώπου, ιδιαίτερα αυτού που δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμος, γιατί διαθέτει δημιουργικό λόγο και υψηλό νοητικό οπλισμό».
 
Κάτι αντίστοιχο επισήμανε το 2010 κι ο ψυχίατρος Christopher Badcock, γεγονός που για την ίδια ήρθε να λειτουργήσει υποστηρικτικά. «Απ' όσο μπόρεσα να ελέγξω, πάντως, δεν υπάρχει άλλη προσπάθεια τεκμηρίωσης». Με σπουδές μεσαιωνικής και νεοελληνικής λογοτεχνίας στο ΑΠΘ, η Αφεντουλίδου έχει μελετήσει τον Εμπειρίκο και τη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία σε μεταπτυχιακό επίπεδο και σήμερα εργάζεται ως φιλόλογος στην Πρέβεζα, γράφοντας παράλληλα ποίηση και διηγήματα.
Το ενδιαφέρον της για τον αυτισμό οφείλεται σε προσωπικούς λόγους και στην -υπό έκδοση- μελέτη της κάνει ιδιαίτερη μνεία στη μητέρα του Γάλλου συγγραφέα, εικάζοντας ότι στο ψυχογράφημα του Μερσό έχουν ενσωματωθεί και δικά της χαρακτηριστικά. Μέσα από την παραπάνω ανάγνωση του «Ξένου», πέρα από το πάντρεμα της επιστήμης με τη λογοτεχνία, η Αφεντουλίδου προτείνει ουσιαστικά «μια διεύρυνση της διαφορετικότητας προς το καθολικότερο». «Η σύγκρουση ενός ανθρώπου με το περιβάλλον και την εποχή του», λέει, «μπορεί να μην οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, μπορεί να είναι και ακούσια. Η διαφορετικότητα δεν είναι αναγκαστικά αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής».
Σύμφωνα με τον Αλέξη Ζήρα, «η πεποίθηση του Καμί, ότι το άτομο είναι αθώο μπροστά στην πολυπλοκότητα και το παράδοξο του κόσμου, τον οδηγεί στη σκέψη ότι η μοναδική διέξοδος από την εμπλοκή βρίσκεται στο γεγονός της εξέγερσης. Η εξέγερση για τον Γάλλο συγγραφέα ισοδυναμεί με κατάφαση στο γεγονός της ζωής». Τα παραπάνω, ισχυρίζεται με τον τρόπο της η Αφεντουλίδου, προβάλλουν ακόμα δραστικότερα αν τα θεωρήσουμε μέσα από τη ματιά ενός αυτιστικού, η εξέγερση του οποίου ισοδυναμεί με κατάφαση στο δικαίωμα της διαφορετικότητας. Κι όπως καταλήγει, «η ανάγνωση του "Ξένου", μ' όποιον τρόπο κι αν γίνει, αποτελεί μια σπουδή στον ανθρώπινο ψυχισμό, μια πολύσημη μελέτη της σχέσης του ατόμου με την κοινωνία, αυτού του άλυτου αλγόριθμου της αναζήτησης της τελείωσης και της ευτυχίας».

 Διαβάστε επίσης:

«Ο Ξένος» του Καμύ και το σύνδρομο Άσπεργκερ

 *************************

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ-«Ο ΞΕΝΟΣ»

 Μορφές Θανάτου (Μία ανάλυση)


Σύμφωνα με τη θέση του Μπάρτ, ως λέξη-μάννα στο έργο του Καμύ, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η λέξη θάνατος. Ο θάνατος διατρέχει όλο το έργο, άλλοτε κυριολεκτικά και άλλοτε ανιχνεύεται με διαφορετικά προσωπεία: είναι ο θάνατος-ήλιος, ο θάνατος-τραγωδία, ο θάνατος-μάνα. Είναι το σημαίνον που κάθε φορά όμως καταδεικνύει το σημαινόμενο, που δεν είναι τίποτε άλλο από την έννοια του παράλογου.
Ο «ξένος» είναι η μυθιστορηματική απεικόνιση του φιλοσοφικού συστήματος του παραλόγου, που διατύπωσε ο Καμύ στο βιβλίο του: «Ο μύθος του Σίσυφου». Στη θεωρία αυτή ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος τη στιγμή που πρόκειται να κάνει κάτι, παρατηρεί συχνά ότι μπορεί να κάνει το ένα ή το άλλο και ότι του είναι αδιάφορο ποιον τελικά δρόμο θα ακολουθήσει. Ο άνθρωπος δεν έχει  ψευδαισθήσεις για τις καθιερωμένες αξίες και φέρεται σα να μην έχει η ζωή κανένα νόημα.
Ο πρωταγωνιστής Μερσώ σ’ όλη τη διάρκεια του έργου δεν φαίνεται διατεθειμένος να πάρει καμία απόφαση. Όταν ο διευθυντής του ασύλου του ανακοινώνει ότι θα θάψει τη μητέρα του με θρησκευτική τελετή, ο ίδιος διστάζει να του το αρνηθεί, αν και ξέρει ότι η μητέρα του δεν ήταν θρήσκα. Ο φίλος του Ραιημόν του προτείνει να γράψει ένα γράμμα και ο ίδιος πάλι φαίνεται διστακτικός στο να εκφράσει τη δική του θέση και απαντάει σύμφωνα με τις επιλογές που ο φίλος του είχε θέσει. Η ερωμένη του Μαρί του προτείνει να παντρευτούν και ενώ ο ίδιος δεν φαίνεται να είχε τέτοια διάθεση, παρουσιάζεται συγκαταβατικός στην προοπτική αυτή. Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην του και ο ίδιος ακολουθεί το ρεύμα. Πουθενά δεν χαράζει το δικό του δρόμο. Η συνειδητοποίηση του ήρωα συντελείται στη μόνη πράξη που ολοκληρώνει ο ίδιος: με το φόνο του Άραβα, τον οποίο μάλιστα τον σκοτώνει όχι μόνο μία φορά, αλλά ρίχνει και άλλες τέσσερις σφαίρες. Είναι λες και με αυτή την πράξη θέλει να ανατρέψει και τη μόνη μέρα που παρουσιαζόταν ολοκληρωτικά ευτυχισμένος, θέλει να καταστρέψει αυτή την αρμονία που για πρώτη φορά αισθάνθηκε.
Ο Μερσώ, η μυθιστορηματική-φιλοσοφική περσόνα του Καμύ ξαφνιάζει τον αναγνώστη. Μα πως μπορεί να είναι τόσο αδιάφορος, τόσο αυτοκαταστροφικός, τόσο ανίκανος να πιαστεί από κάπου για να δώσει νόημα στη ζωή του; Ο ήρωας παρουσιάζεται σχεδόν κυνικός και εξατομικευμένος δηλώνοντας ότι η μητέρα του δεν περίμενε τίποτε περισσότερο απ’ αυτόν. Η σκέψη αυτή δεν εκφράζεται όταν κάποιος πονά, θα πρέπει κάποιος να αποτινάξει το ανθρώπινο περίβλημά του, να βγει από την συγκεκριμένη κατάσταση και να εντάξει αυτό που του συμβαίνει σε μια γενικότερη φιλοσοφική κοσμοθεωρία.
Η ίδια του όμως η ζωή είναι σαν ένας θάνατος. Το έργο ξεκινάει μ’ έναν φυσικό θάνατο. Δύο μέρες μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Μερσώ δέχεται ένα τηλεγράφημα, που του γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και κατευθύνεται προς το Μαρένγκο, στην περιοχή που βρίσκεται το γηροκομείο, στο οποίο βρισκόταν η μητέρα του για να παραστεί στην κηδεία της.
Ο ήρωας δεν φαίνεται συγκλονισμένος από την είδηση, το αντίθετο μάλιστα καθώς οι σκέψεις που τον διαπερνούν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είναι μάλλον αδιάφορες, τον απασχολεί περισσότερο η δυσαρέσκεια του προϊσταμένου του, που φάνηκε μάλλον απρόθυμος να του χορηγήσει την απαραίτητη άδεια.
Παρευρισκόμενος στο τυπικό της κηδείας, τα συναισθήματά του δεν αλλάζουν. Δεν αισθάνεται περισσότερο κοντά της και ακόμα πιο παράξενα αισθάνεται με την παρουσία των φίλων της μητέρας του, που ξενυχτούν πλάι στο πτώμα της. Στο σημείο αυτό μάλιστα, ενυπάρχει η έννοια της προοικονομίας, καθώς νιώθει ότι οι άνθρωποι αυτοί τον κοιτούν λες και τον δικάζουν.
Η αιτία της αποξένωσής του από την όλη διαδικασία αναφέρεται λίγο αργότερα, όταν ο Μερσώ υποστηρίζει πως «η μητέρα μου δεν περίμενε τίποτε περισσότερο από μένα, αλλά ούτε και εγώ ο ίδιος από αυτήν». Αντιμετωπίζει την κηδεία σαν κάτι που του ανατρέπει τις έως τώρα συνήθειές του.
Ο θάνατος ανιχνεύεται στη συνέχεια με τη μορφή του φόνου ενός Άραβα. Ο ήρωας περνάει μία Κυριακή με τους φίλους του σ’ ένα εξοχικό σπίτι πλάι στη θάλασσα. Ενώ η μέρα φαίνεται ειδυλλιακή και ο ήρωας παρουσιάζεται σχεδόν ολοκληρωτικά ευτυχισμένος, ένα γεγονός έρχεται να ανατρέψει την εικόνα αυτή. Ο Μερσώ ξεκόβοντας από τους φίλους του και ενώ θα μπορούσε να επιστρέψει μαζί τους στην παράγκα, αναζητά απεγνωσμένα σκιά και κατευθύνεται προς τα βράχια στο τέλος της παραλίας. Γνωρίζει πως εκεί ενδεχομένως να έχει βρει καταφύγιο μία παρέα από Άραβες, που λίγο νωρίτερα είχαν συμπλακεί με τον φίλο του Ραιημόν. Προχωρεί όμως ακάθεκτος καθώς αισθάνεται ότι δεν έχει την επιλογή να γυρίσει πίσω. Σχεδόν φαταλιστικά ένας από τους Άραβες βρίσκεται ξαπλωμένος εκεί. Ενώ δεν απειλείται, κάνει μία κίνηση προς τα εμπρός και τότε βλέπει μπροστά του το μαχαίρι στο χέρι του Άραβα. Αντιδρά σπασμωδικά. Οι δράσεις, αντιδράσεις και διαντιδράσεις που μάχονται μέσα του τον καθιστούν παιχνίδι στα χέρια της μοίρας. Βγάζει το πιστόλι του φίλου του από την τσέπη του και πυροβολεί. Συνειδητοποιώντας τη σημασία της πράξης, συνεχίζει να πυροβολεί άλλες τέσσερις φορές, χτυπώντας ταυτόχρονα την πόρτα της δυστυχίας του.
Ο θάνατος επίσης, υπονοείται στο τέλος του έργου. Ο Μερσώ δικάζεται για την πράξη του, βρίσκεται έγκλειστος στις φυλακές και η ποινή που του έχει απαγγελθεί είναι η θανατική ποινή. Ο φόβος μπροστά στον επικείμενο θάνατό του τον κάνει να σκεφτεί την αδικία της τελεσίδικης αυτής ποινής. Θεωρεί ότι σε κάθε κατηγορούμενο οφείλεται μία τουλάχιστον ευκαιρία να ξεφύγει από τον θάνατο. Το αν όμως τελικά  επιβλήθηκε ή όχι η θανατική ποινή στον ήρωα μένει ανοιχτό.
Το παράδοξο που γεννάται στον αναγνώστη είναι, ότι όλη αυτή η αγωνία του Μερσώ μπροστά στο θάνατο, το γεγονός ότι δικάστηκε από μεροληπτικούς δικαστές και ότι του επιβλήθηκε μία ποινή που αντιστρατεύεται κάθε ανθρώπινο δίκαιο, τον κάνει να ξεχνά ότι ο ήρωας είναι ένοχος για τη διάπραξη ενός φόνου. Η αδικία μίας πράξης σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να απομακρύνει τη σκέψη του αναγνώστη από το άδικο γεγονός της αφαίρεσης μίας ζωής.
Με αφετηρία τις σκέψεις του για την θανατική ποινή, ο Μερσώ θυμάται για πρώτη φορά τον πατέρα του, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας του είχε παρακολουθήσει την εκτέλεση μίας θανατικής ποινής. Δέχεται ακόμα την επίσκεψη ενός παπά, που του δίνει την ευκαιρία να ξεσπάσει και να εκφράσει τον αγνωστικισμό του. Το έργο τελειώνει με την ευχή του ήρωα να παρευρεθούν πολλοί άνθρωποι στην εκτέλεση της ποινής του και να τον υποδεχτούν με κραυγές μίσους. Ο θάνατος είναι διάχυτος και εδώ.
Ο θάνατος- ήλιος:
 Ο ήλιος που είναι η πηγή ζωής, παίζει εδώ το ρόλο του θανάτου. Και εδώ επομένως έγκειται η θεωρία του παραλόγου. Ο ήλιος διατρέχει όλο το έργο. Στην ακολουθία της πομπής της μητέρας του ο ήλιος είναι τόσο διαπεραστικός, που δυσκολεύει όλους αυτούς που την ακολουθούν.
Λίγο πριν τον φόνο του Άραβα, ο ήλιος είναι αυτός που αποκλείει την επιλογή της επιστροφής του ήρωα στη σωτηρία του. Παρουσιάζεται ως ο αναπόδραστος παράγοντας για το αναπόφευκτο. Πυρώνει το βλέμμα του και τυφλώνει την σκέψη του. Η κυριολεκτική τύφλωσή του γίνεται και μεταφορική. Ο ήλιος είναι τόσο κυρίαρχος και η παρουσία του είναι τόσο καταλυτική που εύλογα κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι αν το έργο διαδραματιζόταν χειμώνα, τίποτα απ’ αυτά δεν θα συνέβαιναν στον ήρωα.
Η λάμψη του ήλιου είναι αυτή τέλος, που ο ήρωας αναζητά μέσα στη φυλακή. Εκεί πλέον ως σωτηρία, ως αίσθηση ελευθερίας.
Ο θάνατος-τραγωδία:
Πουθενά δεν αναφέρεται αυτή η λέξη και όμως κατακλύζει όλη τη δομή του έργου.
Όταν βρίσκεται κλεισμένος στη φυλακή ο Μερσώ διαβάζει μία είδηση για το φόνο ενός Τσεχοσλοβάκου. Ο νέος αυτός αποκρύπτοντας την ταυτότητά του δολοφονείται από τη μητέρα του και την αδελφή του. Η μητέρα του τον σκοτώνει με κίνητρο τα χρήματα και όταν αποκαλύπτεται ότι σκότωσε τον γιο της κρεμιέται και η αδελφή του ρίχνεται σ’ ένα πηγάδι. Η ιστορία αυτή θα μπορούσε να είναι επηρεασμένη από το μύθο του Οιδίποδα. Η πατροκτονία του μυθικού ήρωα αντιστρέφεται σε φόνο της μητέρας προς το ίδιο της το παιδί.
Η τραγωδία όμως με την έννοια της τελείωσης, βρίσκεται και στο τέλος του έργου. Ο ήρωας αισθάνεται τελειωμένος μετά το βίαιο ξέσπασμά του απέναντι στον παπά, συναισθάνεται ότι ολοκληρώνεται και ότι είναι έτοιμος να ξαναζήσει όλη του τη ζωή όπως νιώθει ότι και η μητέρα ήθελε να κάνει το ίδιο πράγμα, όταν στο άσυλο λίγο πριν το μοιραίο συμβάν είχε συνάψει φιλικούς δεσμούς μ’ έναν από τους συντρόφους της εκεί. Προφανώς ο ήρωας Μερσώ βλέπει σημεία ταύτισης.
Ο θάνατος-μάνα:
Το έργο ξεκινά με τον θάνατό της μητέρας από φυσικά αίτια. Ο Μερσώ νιώθει ατάραχος μπροστά στο γεγονός.
Κατά τη διάρκεια της δίκης για το φόνο του Άραβα η τροπή της υπόθεσής του αλλάζει και οι δικαστές τον δικάζουν περισσότερο ως κάποιον που έθαψε τη μητέρα του με ένοχη τη συνείδησή του, παρά για το ίδιο το έγκλημα που διέπραξε εναντίον του ίδιου του Άραβα.
Η μάνα επιστρέφει στο τέλος του έργου με το φαινόμενο του κύκλου. Εκεί ο ήρωας αισθάνεται για πρώτη φορά τόσο κοντά της συναισθανόμενος τις επιθυμίες της και την ανάγκη της ν’ αρχίσει να ξαναζεί. Μόνο σ’ αυτό το σημείο η μάνα αντιπροσωπεύει τη ζωή. Είναι αμφίβολο όμως αν πρόκειται για μία εξέλιξη του ήρωα ή αυτό σχετίζεται με το φόβο του Μερσώ μπροστά στον ίδιο το θάνατο.
Ποιός είναι τελικά αυτός ο ήρωας;  Ο Μερσώ  είναι ξένος προς τον εαυτό του και ξένος προς την κοινωνία. Δεν έχει κάποιο ιδεολογικό σχήμα πάνω στο οποίο να κρατηθεί, δεν πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή και μόνο ο φόβος του θανάτου τον ταρακουνά. Το έργο είναι γραμμένο (1942) σε μία εποχή που οι συγγραφείς αισθάνονται ανίσχυροι μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου και στις φρικαλεότητες που μπορεί να προξενήσει ένας άνθρωπος. Ο Καμύ μαζί με τον Σάρτρ θέτουν τις βάσεις για τον υπαρξισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια ζωή που του προκαλεί ανασφάλεια, δεν αισθάνεται ότι μπορεί ν’ αλλάξει την γύρω του κατάσταση με την δική του επέμβαση και πρέπει να αντιπαρατεθεί με την ίδια του την ύπαρξη για να βρει έναν αυτόνομο τρόπο σωτηρίας. Το ρεύμα του υπαρξισμού άσκησε μεγάλη επιρροή στην εποχή του ψυχρού πολέμου, αλλά δεν (;) θα πάψει ποτέ να είναι επίκαιρο.
Ο  Καμύ θέλει να διακηρύξει μέσα από την αδράνεια του ήρωα του, την κατάφαση στη ζωή και την ανάγκη αναζήτησης της ευτυχίας μέσα από ένα απλό χάδι ή την ζεστή αγκαλιά της θάλασσας.

Έφη Παυλογεωργάτου 
Πηγή:  http://logotexnia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου