ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΙΔΕΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ ... ESPRESSIONE LIBERA DI IDEE POLITICA SCIENZA ΕD ARTE...
30.9.14
Ελλάδα: “Η χώρα με τον δεύτερο αυξανόμενο πληθυσμό πολυεκατομμυριούχων στην Ευρώπη”!
Γράφει: Ο Νίκος Μπογιόπουλος
Μέσω "Ρεσάλτο"
Στοιχείο πρώτο: Σύμφωνα με τα στοιχεία-σοκ που ανακοίνωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής οι Έλληνες που ζουν σε συνθήκες ένδειας, φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχονται στα 6,3 εκατομμύρια!
Στοιχείο δεύτερο: Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μόνο μέσα σε ένα χρόνο, από το 2012 στο 2013, τα νοικοκυριά που είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν θέρμανση για τα σπίτια τους μειώθηκαν κατά 31,3%...
Στοιχείο τρίτο: Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ το ποσοστό ανεργίας των...
νέων ανήλθε μεσοσταθμικά το 2013 στο 58,3%...
Τα προηγούμενα δεδομένα αξίζει να συγκριθούν με ένα ακόμα στοιχείο. Προέρχεται από την έρευνα της εταιρείας «Wealth-Χ» με έδρα τη Σιγκαπούρη και της ελβετικής τράπεζας UBS. Η έρευνα αφορά στην καταγραφή των υπερδισεκατομμυριούχων ανά τον κόσμο. Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Στοιχείο τέταρτο: Στην Ελλάδα το 2014 είχαμε 11 τον αριθμό Έλληνες κροίσους από 9 που είχαν καταγραφεί το 2013, οι οποίοι αύξησαν την περιουσία τους από τα 16 δισ. δολάρια στα 18 δισ. δολάρια (14,2 δισ. ευρώ). Σύμφωνα με την ίδια έρευνα επιβεβαιώνεται η τάση που είχε καταγραφεί από πέρσι στην αντίστοιχη έκθεση της «Wealth-Χ» στην οποία τονιζόταν ότι όσον αφορά τα άτομα με περιουσία μεγαλύτερη των 30 εκατ. δολαρίων η Ελλάδα έχει αναδειχτεί «η χώρα με τον δεύτερο αυξανόμενο πληθυσμό πολυεκατομμυριούχων στην Ευρώπη» (A. Γιαννίκος, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=447986) …
Από τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής:
Συμπέρασμα πρώτο: Η Ελλάδα έχει μετατραπεί παγκοσμίως σε ένα ανελέητο πειραματικό εργαστήριο του πιο αδυσώπητου καπιταλισμού. Στο όνομα της κρίσης και της τάχα μου «αντιμετώπισής της» ο μοναδικός νόμος που βασιλεύει είναι ο κεφαλαιοκρατικός νόμος της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στα χέρια των πολυεθνικών και των μονοπωλίων. Παίρνουν από τους πολλούς τα πάντα και τα δίνουν όλα στους λίγους!
Στην Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων ανθρώπων, τα 6,3 εκατομμύρια έχουν περιπέσει στην ένδεια, αλλά την ίδια ώρα τα θησαυροφυλάκια της ολιγαρχίας μεγεθύνονται κατά ρυθμό ευθέως ανάλογο των κοινωνικών ερειπίων. Στην Ελλάδα των 6,3 εκατομμυρίων φτωχών, μόλις 11 άνθρωποι, ποσοστό 0,00011% του πληθυσμού, κατέχει πλούτο που αντιστοιχεί σχεδόν στο 10% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας! Η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε «υπόδειγμα» χώρας που οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι.
Συμπέρασμα δεύτερο: Αυτοί που κυβέρνησαν, που επί δεκαετίες διαχειρίστηκαν τα κοινά για λογαριασμό βιομηχάνων, τραπεζιτών, εργολάβων, «νταβατζήδων», τοκογλύφων και κερδοσκόπων, είναι εκείνοι που χρεοκόπησαν, που ξεφτίλισαν και κατάντησαν τον ελληνικό λαό εδώ που τον κατάντησαν. Αλλά είναι οι ίδιοι που παριστάνουν τους «σωτήρες». Και ενώ καμώνονται τους «σωτήρες» το αποτέλεσμα της «σωτηρίας» είναι η αποθέωση των αβυσσαλέων κοινωνικών ανισοτήτων ανάμεσα στην συντριπτική πλειοψηφία του λαού και σε μια απειροελάχιστη «κάστα» εκπροσώπων της χρηματιστικής ολιγαρχίας.
Συνεπώς: Αν οι «σωτήρες» μας αν γνώριζαν τι σημαίνει πολιτική τσίπα και πολιτικό φιλότιμο (στα οποία συχνά αναφέρονται), θα είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο επιλογές:
α) Ή θα έβαζαν μια πέτρα στο λαιμό τους και θα εκλιπαρούσαν γονατιστοί να ανοίξει η γη και η θάλασσα για να τους καταπιεί ή β) θα εμφανίζονταν ενώπιον των εκατομμυρίων μισθοσυντήρητων, χαμηλοσυνταξιούχων, ανέργων, πτωχευμένων, και θα τους έλεγαν ένα και μόνο πράγμα:
«Ελληνίδες και Έλληνες, σας ζητάμε συγνώμη, αλλά ξέρουμε ότι με το κακό που σας προκαλέσαμε είναι αδύνατο να μας συγχωρήσετε. Γι' αυτό ως ελάχιστη ένδειξη ντροπής και ανάληψης των ευθυνών μας, σας δηλώνουμε ότι εξαφανιζόμαστε από προσώπου Γης και ότι το μόνο πια που σας ζητάμε είναι, αν μπορείτε, να μας ξεχάσετε».
Αυτό θα έκαναν!
Φυσικά, δεν μας διαφεύγει ότι μια τέτοια προσέγγιση ακούγεται πολύ… «λαϊκιστική» στα ευερέθιστα αυτάκια των δυναστών του λαού. Όπως, επίσης, δεν μας διαφεύγει το κυριότερο: Ότι η πολιτική, ως έκφραση συμφερόντων, ταξικών συμφερόντων, δεν διεξάγεται ούτε με όρους τσίπας, ούτε με όρους φιλότιμου, ειδικά μάλιστα όταν μιλάμε για εκείνη την πολιτική που υπηρετεί τους λίγους, βασανίζοντας τους πολλούς.
Αντίθετα, στον πραγματικό κόσμο, εδώ που η «αυτοκριτική» είναι το συγχωροχάρτι για τις νέες αγιοαμαρτίες, έχουμε την πολιτική κάστα των δήθεν «σωτήρων», όλους αυτούς που οι Ηρόστρατοι και οι Γουλιμήδες δεν πιάνουν μπροστά τους χαρτωσιά, οι οποίοι διαθέτουν από πάνω και το απερίγραπτο θράσος να ποζάρουν σαν «σοφοί», σαν «Μεσσίες»!
Θα ’λεγε κανείς ότι είναι πραγματικά απίθανο να παριστάνουν τους «σωτήρες» οι Ηρόστρατοι. Το πιο απίθανο, όμως, είναι ότι ο ελληνικός λαός τους ανέχεται – ακόμα – να δίνουν τέτοιου είδους παραστάσεις και να βαφτίζουν «μονόδρομο» την παραμονή του κόσμου της εργασίας σε ένα πολιτικό και οικονομικό καθεστώς που τον εξανδραποδίζει…
ΠΗΓΗ: http://www.enikos.gr/mpogiopoulos/266537,Ellada:_%E2%80%9CH_xwra_me_ton_deytero_ayxanomen.html
Συνέντευξη Γιώργου Καραμπελιά στην ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
by diaxeiristis
Η Νέα Πολιτική τ. 10
Συνέντευξη Γιώργου Καραμπελιά στην ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στο περιοδικό Νέα Πολιτική, τεύχος 10, δημοσιεύεται μια εκτενής συνέντευξη του Γιώργου Καραμπελιά στον Γιάννη Σακιώτη, τον Αντώνη Παπαγιαννίδη και τον Μελέτη Μελετόπουλο. Από αυτή την συνέντευξη, που διαγράφει όλη την πορεία της χώρας στη μεταπολίτευση και τα σύγχρονα προβλήματα του κόσμου μας, δημοσιεύουμε ένα μικρό μέρος. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να την βρει ολόκληρη στη Νέα Πολιτική που κυκλοφορεί.
Άρδην
Ερωτήσεις Γιάννη Σακιώτη
Είσαστε μία εμβληματική φυσιογνωμία στην κοινωνία πολιτών και στον πολιτικό κόσμο, με αναγνωρισιμότητα και αποδοχή πολύ πέραν της εμβέλειας των πάλαι ποτέ Οικολόγων Εναλλακτικών, το τελευταίο πολιτικό σχήμα με το οποίο συμμετείχατε σε εκλογές και στο οποίο υπήρξατε ηγετικό ιδρυτικό μέλος (την περίοδο 1989-1990). Γιατί από τότε δεν συμμετείχατε ενεργά σε άλλο πολιτικό σχήμα, με εξαίρεση την Σπίθα, από την οποία πάντως φύγατε νωρίς; Δεν σας πρότεινε καμία δύναμη της Αριστεράς ή του πατριωτικού χώρου να συμμετάσχετε; Ή είχατε επιφυλάξεις βλέποντας ότι στην μεν Αριστερά οι πατριωτικές ιδέες αποτελούσαν μειοψηφικό ρεύμα και το πολιτικό παιχνίδι ήταν στημένο, στον δε πατριωτικό χώρο επικρατούσαν συντηρητικές ιδεολογίες;
Το εγχείρημα των Οικολόγων Εναλλακτικών
……
Η «κατάδυση» στην ελληνική ιδιοπροσωπία
Μετά το 1993 και αφού διαλύθηκαν οι Οικολόγοι-Εναλλακτικοί, αρχίζει μια μακρά περίοδος «κατάδυσης» στην ελληνική ιδιοπροσωπία και την ιστορία της, ως μοναδική απάντηση στον διογκούμενο με εκπληκτική ταχύτητα εθνομηδενισμό και την παγκοσμιοποιητική ιδεολογία. Αρκεί να δούμε την ταχύτατη συρρίκνωση του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, με τη σταδιακή περιθωριοποίηση όλων των εκδοχών του (Τσοβόλας, Παπαθεμελής, Χαραλαμπίδης) και την επικράτηση του λεγόμενου εκσυχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, με εμβληματική φυσιογνωμία του τον Σημίτη. Ανάλογες υπήρξαν οι εξελίξεις και στον χώρο της Αριστεράς. Το ΚΚΕεσωτ., που είχε κάποτε ως σύμβολό του το σφυροδρέπανο με την ελληνική σημαία, μεταβάλλεται στον οιονεί συλλογικό διανοούμενο του εκσυγχρονιστικού στρατοπέδου, τροφοδοτώντας με εκατοντάδες στελέχη και διανοουμένους το σημιτικό ΠΑΣΟΚ, «καταλαμβάνοντας» τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, τους χώρους της πνευματικής και πολιτισμικής αναπαραγωγής (εκδοτικούς οίκους, γκαλερί, θέατρα κ.λπ.), «επεκτεινόμενο» τέλος, μέσω της περεστρόικα και της συγκρότησης του «Συνασπισμού», και σε ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του ΚΚΕ.
Με τη συμβολή του πακτωλού χρημάτων που διοχετεύεται μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, την ανάπτυξη των ΜΚΟ και τον νέο πλούτο που φέρνει η παρασιτική διόγκωση του ΑΕΠ, διαμορφώνεται ένα ευρύτατο στρώμα διανοουμένων που, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, έχει ως σημείο αναφοράς –και παρεμπιπτόντως και χρηματοδότησης– όχι πια το ελληνικό έθνος-κράτος αλλά το ευρωπαϊκό μετα-έθνος/κράτος και τη Δύση συνολικότερα. Γι’ αυτό ο εθνομηδενισμός, από δευτερεύουσα ιδεολογική διάσταση της συγκρότησης αυτών των ρευμάτων, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεταβάλλεται στον ηγεμονικό ιδεολογικό άξονα τους.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι λίγοι άνθρωποι που συνεχίζαμε την πορεία των προηγούμενων δεκαετιών, βρεθήκαμε κυριολεκτικώς σε «πόλεμο» με τον ίδιο τον χώρο μας, καθώς και με το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς. Γι’ αυτό και το περιοδικό Άρδην, που εκδίδεται από το 1995, ενώ αρχικώς είχε ως στόχο του μια παρέμβαση στο σύνολο των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, επικεντρώνεται σταδιακώς στα ζητήματα της ταυτότητας, της γεωπολιτικής, της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι αποφάσισε η ίδια η πραγματικότητα διότι όσοι ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σ’ αυτό, ή να συνεργαστούν μαζί μας, στρέφονταν κατ’ εξοχήν προς αυτή τη θεματική, ενώ, αντίστροφα, οι ασχολούμενοι με τα οικολογικά και «κοινωνικά» ζητήματα διέπονταν όλο και πιο έντονα από εθνομηδενιστικές αντιλήψεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να έρθουμε σε ρήξη τόσο με τον δυτικό μαρξισμό όσο και με τον κοσμοπολίτικο οικολογισμό, πραγματοποιώντας μια κυριολεκτική ιδεολογική επανάσταση. Έπρεπε να ανακαλύψουμε εξ αρχής τη σημασία της ορθοδοξίας στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού λαού, που αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα ισχυρότατο ταμπού για τους προερχόμενους από την Αριστερά. Εξάλλου, η ίδια η Εκκλησία, που σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, μέχρι και τη δικτατορία, είχε ταυτιστεί με την κυρίαρχη Δεξιά και τη Δύση, έμπαινε σε μια νέα εποχή διότι η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων είχε ως προαπαιτούμενο και την απίσχνασή της. Εξ ου και η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ του Σημίτη και του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για το θέμα των ταυτοτήτων και όχι μόνον. Παράλληλα, η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων ξανάφερε σε επαφή την ελληνική με τη σλαβική ορθοδοξία (στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Ρωσία κ.λπ.) και έτσι ενίσχυσε εκ νέου την έννοια της ορθόδοξης κοινότητας, απέναντι στη δυτικόστροφη ελληνική Εκκλησία του ψυχρού πολέμου.
Είναι η στιγμή κατά την οποία η «μεταπολίτευση» ερχόταν να συναντήσει την ελληνική παράδοση. Ένα μεγάλο και αρχικώς αδιαφοροποίητο ρεύμα θα στραφεί προς την αρχαία ελληνική παράδοση, που βίωνε μια νέα άνοιξη μέσα από την αρχαιολατρία και η οποία οδηγούσε είτε στην παγκοσμιοποιητική αντίληψη του Δαυλού ή εν μέρει του Κορνήλιου Καστοριάδη (με το σκεπτικό ότι η αρχαία ελληνική παράδοση έχει μεταβληθεί σήμερα σε ιδεολογικό και πολιτιστικό υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού), είτε στις νεοναζιστικές ονειροφαντασίες των χρυσαυγιτών, στην κατεύθυνση που είχε χαράξει ο Κωνσταντίνος Πλεύρης.
Εμείς, προερχόμενοι από την Αριστερά, χωρίς πρότερη θρησκευτική ή μεταφυσική αναφορά, στην προσπάθεια της σύνδεσής μας με την εθνική ιδιοπροσωπία, ερχόμαστε να συναντήσουμε την ορθοδοξία ως αποφασιστικό στοιχείο της σύγχρονης ταυτότητας των Ελλήνων και ως ευρεία λαϊκή βάση αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση. Σε αυτή την περίοδο, λοιπόν, θα έρθω σε επαφή με το νεο-ορθόδοξο ρεύμα, ξανασυναντώντας παλιούς φίλους, όπως τον Κώστα Ζουράρι, ή συναντώντας για πρώτη φορά τον Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη ή τον π. Γεώργιο Μεταλληνό κ.ά.
Το Άρδην μεταβάλλεται έτσι σε ένα πολιτικό και ιδεολογικό εργαστήριο που φέρνει σε επαφή οικολογικές ευαισθησίες, κοινωνικά ζητήματα, ορθοδοξία, εθνοτικές ταυτότητες του ελληνισμού, Πόντιους, Κύπριους κ.λπ., προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα νέο ιδεολογικό και οραματικό πρόταγμα που έχουμε επιχειρήσει να διατυπώσουμε σ’ ένα πεντάπτυχο. Πατριωτισμός και εθνική ιδιοπροσωπία, κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική ευαισθησία και οικολογική ταυτότητα, άμεση δημοκρατία και πολιτιστική αναγέννηση.
……
Η «κατάδυση» στην ελληνική ιδιοπροσωπία
Μετά το 1993 και αφού διαλύθηκαν οι Οικολόγοι-Εναλλακτικοί, αρχίζει μια μακρά περίοδος «κατάδυσης» στην ελληνική ιδιοπροσωπία και την ιστορία της, ως μοναδική απάντηση στον διογκούμενο με εκπληκτική ταχύτητα εθνομηδενισμό και την παγκοσμιοποιητική ιδεολογία. Αρκεί να δούμε την ταχύτατη συρρίκνωση του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, με τη σταδιακή περιθωριοποίηση όλων των εκδοχών του (Τσοβόλας, Παπαθεμελής, Χαραλαμπίδης) και την επικράτηση του λεγόμενου εκσυχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, με εμβληματική φυσιογνωμία του τον Σημίτη. Ανάλογες υπήρξαν οι εξελίξεις και στον χώρο της Αριστεράς. Το ΚΚΕεσωτ., που είχε κάποτε ως σύμβολό του το σφυροδρέπανο με την ελληνική σημαία, μεταβάλλεται στον οιονεί συλλογικό διανοούμενο του εκσυγχρονιστικού στρατοπέδου, τροφοδοτώντας με εκατοντάδες στελέχη και διανοουμένους το σημιτικό ΠΑΣΟΚ, «καταλαμβάνοντας» τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, τους χώρους της πνευματικής και πολιτισμικής αναπαραγωγής (εκδοτικούς οίκους, γκαλερί, θέατρα κ.λπ.), «επεκτεινόμενο» τέλος, μέσω της περεστρόικα και της συγκρότησης του «Συνασπισμού», και σε ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του ΚΚΕ.
Με τη συμβολή του πακτωλού χρημάτων που διοχετεύεται μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, την ανάπτυξη των ΜΚΟ και τον νέο πλούτο που φέρνει η παρασιτική διόγκωση του ΑΕΠ, διαμορφώνεται ένα ευρύτατο στρώμα διανοουμένων που, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, έχει ως σημείο αναφοράς –και παρεμπιπτόντως και χρηματοδότησης– όχι πια το ελληνικό έθνος-κράτος αλλά το ευρωπαϊκό μετα-έθνος/κράτος και τη Δύση συνολικότερα. Γι’ αυτό ο εθνομηδενισμός, από δευτερεύουσα ιδεολογική διάσταση της συγκρότησης αυτών των ρευμάτων, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεταβάλλεται στον ηγεμονικό ιδεολογικό άξονα τους.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι λίγοι άνθρωποι που συνεχίζαμε την πορεία των προηγούμενων δεκαετιών, βρεθήκαμε κυριολεκτικώς σε «πόλεμο» με τον ίδιο τον χώρο μας, καθώς και με το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς. Γι’ αυτό και το περιοδικό Άρδην, που εκδίδεται από το 1995, ενώ αρχικώς είχε ως στόχο του μια παρέμβαση στο σύνολο των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, επικεντρώνεται σταδιακώς στα ζητήματα της ταυτότητας, της γεωπολιτικής, της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι αποφάσισε η ίδια η πραγματικότητα διότι όσοι ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σ’ αυτό, ή να συνεργαστούν μαζί μας, στρέφονταν κατ’ εξοχήν προς αυτή τη θεματική, ενώ, αντίστροφα, οι ασχολούμενοι με τα οικολογικά και «κοινωνικά» ζητήματα διέπονταν όλο και πιο έντονα από εθνομηδενιστικές αντιλήψεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να έρθουμε σε ρήξη τόσο με τον δυτικό μαρξισμό όσο και με τον κοσμοπολίτικο οικολογισμό, πραγματοποιώντας μια κυριολεκτική ιδεολογική επανάσταση. Έπρεπε να ανακαλύψουμε εξ αρχής τη σημασία της ορθοδοξίας στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού λαού, που αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα ισχυρότατο ταμπού για τους προερχόμενους από την Αριστερά. Εξάλλου, η ίδια η Εκκλησία, που σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, μέχρι και τη δικτατορία, είχε ταυτιστεί με την κυρίαρχη Δεξιά και τη Δύση, έμπαινε σε μια νέα εποχή διότι η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων είχε ως προαπαιτούμενο και την απίσχνασή της. Εξ ου και η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ του Σημίτη και του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για το θέμα των ταυτοτήτων και όχι μόνον. Παράλληλα, η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων ξανάφερε σε επαφή την ελληνική με τη σλαβική ορθοδοξία (στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Ρωσία κ.λπ.) και έτσι ενίσχυσε εκ νέου την έννοια της ορθόδοξης κοινότητας, απέναντι στη δυτικόστροφη ελληνική Εκκλησία του ψυχρού πολέμου.
Είναι η στιγμή κατά την οποία η «μεταπολίτευση» ερχόταν να συναντήσει την ελληνική παράδοση. Ένα μεγάλο και αρχικώς αδιαφοροποίητο ρεύμα θα στραφεί προς την αρχαία ελληνική παράδοση, που βίωνε μια νέα άνοιξη μέσα από την αρχαιολατρία και η οποία οδηγούσε είτε στην παγκοσμιοποιητική αντίληψη του Δαυλού ή εν μέρει του Κορνήλιου Καστοριάδη (με το σκεπτικό ότι η αρχαία ελληνική παράδοση έχει μεταβληθεί σήμερα σε ιδεολογικό και πολιτιστικό υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού), είτε στις νεοναζιστικές ονειροφαντασίες των χρυσαυγιτών, στην κατεύθυνση που είχε χαράξει ο Κωνσταντίνος Πλεύρης.
Εμείς, προερχόμενοι από την Αριστερά, χωρίς πρότερη θρησκευτική ή μεταφυσική αναφορά, στην προσπάθεια της σύνδεσής μας με την εθνική ιδιοπροσωπία, ερχόμαστε να συναντήσουμε την ορθοδοξία ως αποφασιστικό στοιχείο της σύγχρονης ταυτότητας των Ελλήνων και ως ευρεία λαϊκή βάση αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση. Σε αυτή την περίοδο, λοιπόν, θα έρθω σε επαφή με το νεο-ορθόδοξο ρεύμα, ξανασυναντώντας παλιούς φίλους, όπως τον Κώστα Ζουράρι, ή συναντώντας για πρώτη φορά τον Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη ή τον π. Γεώργιο Μεταλληνό κ.ά.
Το Άρδην μεταβάλλεται έτσι σε ένα πολιτικό και ιδεολογικό εργαστήριο που φέρνει σε επαφή οικολογικές ευαισθησίες, κοινωνικά ζητήματα, ορθοδοξία, εθνοτικές ταυτότητες του ελληνισμού, Πόντιους, Κύπριους κ.λπ., προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα νέο ιδεολογικό και οραματικό πρόταγμα που έχουμε επιχειρήσει να διατυπώσουμε σ’ ένα πεντάπτυχο. Πατριωτισμός και εθνική ιδιοπροσωπία, κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική ευαισθησία και οικολογική ταυτότητα, άμεση δημοκρατία και πολιτιστική αναγέννηση.
Η διατύπωση ενός νέου προτάγματος
Με όλες βέβαια τις ιδεολογικές και πνευματικές «επαναστάσεις» που απαιτεί και προϋποθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα. Κατ’ εξοχήν την υπέρβαση της δυτικής νοησιαρχίας και του διαφωτισμού σε μια νέα σύνθεση νόησης και συναισθήματος, διαφωτισμού και ρομαντισμού, μεταφυσικής και ορθού λόγου. Δεύτερον, την απόρριψη των μονοδιάστατων και μονοπαραγοντικών ιδεολογιών όπως ο μαρξισμός, ο εθνικισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός ή ο οικολογισμός, που επιλέγουν ένα και μόνο κλειδί για την ερμηνεία της ιστορίας και των ανθρώπινων αντιθέσεων. Ο πρώτος, ο μαρξισμός, την πάλη των τάξεων. Ο δεύτερος, ο εθνικισμός και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός τα έθνη και τις θρησκευτικές ταυτότητες αποκλειστικά (όπως ο ναζισμός παλαιότερα ή ο ισλαμικός φονταμενταλισμός). Τέλος, ο τελευταίος, την αντίθεση άνθρωπος-φύση και μόνο. Εμείς, τόσο μέσα από το Άρδην όσο και μέσα από τις Εναλλακτικές εκδόσεις, προσπαθήσαμε να διατυπώσουμε ένα πολυπαραγοντικό σύστημα αντιθέσεων, στο οποίο η μία αντίθεση δεν ανάγεται στις άλλες. Δηλαδή, η πάλη των τάξεων δεν μπορεί μόνη της να ερμηνεύσει όλη την ανθρώπινη ιστορία, ούτε τα έθνη και οι θρησκείες, ενώ προφανώς, εκτός από την αντίθεση άνθρωπος-φύση υπάρχουν και διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο οι αντιθέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι κάποια από αυτές τις αντιθέσεις να καταστεί συγκυριακά ηγεμονική, χωρίς όμως να μπορεί να απορροφήσει τις υπόλοιπες. Αυτή η αναγωγική θεωρία είναι η πηγή όλων των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα και όχι μόνον.
Αυτή τη νέα πορεία την είχαμε ήδη εγκαινιάσει ουσιαστικώς από το 1985 (όταν εγώ, τουλάχιστον, έπαψα να αποδέχομαι τη γραμμική μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, όπως καταγράφεται και στο σχετικό δοκίμιο που εξέδωσα εκείνη την εποχή, Ούτε Θεός ούτε Ιστορία) και την εμβαθύνουμε στη συνέχεια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και στο εξής, κατανοούμε σταδιακώς ένα νέο αποφασιστικό δεδομένο: επειδή ο ελληνισμός διανύει την κρισιμότερη φάση του, απειλούμενος με κυριολεκτική εξαφάνιση ως συλλογικό ιστορικό υποκείμενο (η δημογραφική κατάρρευση, η πολιτισμική συρρίκνωση, η παραγωγική απίσχναση και η γεωγραφική μας θέση ως «συνόρου» των κόσμων καθιστούν τον 21ο αιώνα τον κρισιμότερο της ιστορικής μας διαδρομής), γι’ αυτό και αντιληφθήκαμε πως η επιβίωσή μας απαιτεί μια επανάσταση σε όλα τα επίπεδα και κυριολεκτικώς προς όλα τα αζιμούθια. Και όχι μόνον πνευματική, πολιτισμική, πολιτική αλλά και πρωτίστως παραγωγική.
Η επιβίωσή μας προϋποθέτει έναν νέο κόσμο, όπου το τοπικό και το «μικρό», σύμφωνα με την έκφραση του Σουμάχερ, θα καταστεί αποδοτικότερο από το μεγάλο και παγκοσμιοποιημένο (κατά τον ίδιο τρόπο που τα μικρά θηλαστικά επέζησαν των δεινοσαύρων). Μέσα στις συνθήκες μιας διευρυνόμενης οικολογικής και οικονομικής κρίσης, το πολυκαλλιεργητικό μοντέλο της βιολογικής γεωργίας θα αντικαταστήσει τη βιομηχανική γεωργία, οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας θα επιτρέψουν αυτονομία σε μικρά νησιά, περιφέρειες και έθνη, ενώ οι νέες δυνατότητες της ηλεκτρονικής θα κάνουν δυνατή την παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους των προϊόντων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τέλος, οι μικρές συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα αντικαταστήσουν εν πολλοίς τις μεγάλες ενεργοβόρες και αναποτελεσματικές μονάδες παραγωγής. Στην εποχή της ηλεκτρονικής και μικροηλεκτρονικής, οι οικονομίες «κλίμακας» μπορούν να έχουν αντίθετη φορά από εκείνη της βιομηχανικής εποχής και των τεράστιων μονάδων παραγωγής.
Σε αυτό το νέο στοίχημα, το οποίο αποκαλέσαμε εκσυγχρονισμό της παράδοσης, δηλαδή άρνηση του διπόλου: εισαγόμενος εκσυγχρονισμός και παρελθοντολογική παράδοση, που για αιώνες κατατρύχει το γένος μας, θελήσαμε να στηρίξουμε την ιδεολογική επανάσταση που θεωρούμε αναγκαία για οποιαδήποτε αυθεντική και «βιώσιμη» αλλαγή στη χώρα μας. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση σε πολλά άλλα ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Γιατί και πώς δεν ταυτιστήκαμε στο παρελθόν με πατριωτικές απόπειρες που έβγαιναν κατ’ εξοχήν από το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ ή πρόσφατα και από τη «λαϊκή δεξιά»; Διότι, δυστυχώς, είναι δυνάμεις που αντλούν κυρίως από το παρελθόν, έχουν μία αντίληψη για το έθνος που αρνείται να συναρθρώσει την παράδοση και την ταυτότητα με τον σύγχρονο κόσμο, τον οποίο χαρίζει έτσι στον εθνομηδενιστικό εκσυγχρονισμό. Έτσι, επί παραδείγματι, προτάσσει τα εθνικά ζητήματα, χωρίς να τα συνδέει με την οικονομική αυτεξουσιότητα, απαραίτητο όρο για να διαθέτεις αυτόνομη υπόσταση και η οποία σήμερα είναι δυνατή μόνο εάν επενδύσουμε σ’ έναν μετασχηματισμό του οικονομικού υποδείγματος.
Δηλαδή, η Ελλάδα, αν θέλει να είναι ανεξάρτητη, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα περιβαλλοντικά βιώσιμη, οικονομικά αυτοδύναμη (αυτό δεν ταυτίζεται με κάποια μυθική αυτάρκεια) και κοινωνικά δίκαιη και ισορροπημένη. Διαφορετικά, είτε θα είναι απόλυτα εξαρτημένη, όπως σήμερα που έχει μετατραπεί σε αποικία χρέους, είτε/και θα οδηγηθεί σε μια πλήρη ιστορική έκλειψη. Παρ’ όλο λοιπόν που κάθε φορά ενισχύαμε τις πατριωτικές δυνάμεις που εμφανίζονταν στο πατριωτικό προσκήνιο, ακόμα και στις πρόσφατες ευρωεκλογές ψήφισα τον Κώστα Ζουράρι, που ήταν υποψήφιος με τους ΑΝΕΛ, αρνήθηκα να ενταχθώ σε πολιτικά σχήματα, πιστεύοντας πως μια τέτοια ένταξη θα υπονόμευε και θα νόθευε την προσπάθεια ενός ιδεολογικού Risorgimento, που θεωρώ προϋπόθεση για ένα νέο πολιτικό κίνημα που σκοπεύει ψηλά και μακριά.
Παράλληλα, βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια, παρέμενα πολιτικά ενεργός συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, για την απελευθέρωση του Οτσαλάν, ή για τις ταυτότητες, κατ’ εξοχήν για την Κύπρο και ενάντια στο σχέδιο Ανάν, πρωτοστατώντας στις σχετικές κινητοποιήσεις. Τέλος, συμμετείχα στη μεγάλη ιδεολογική και πολιτική μάχη ενάντια στον εθνομηδενισμό στην ιστορία και την εκπαίδευση, που έχει ταυτιστεί εν μέρει με την κινητοποίηση για το βιβλίο της 6ης Δημοτικού της κ. Ρεπούση.
Η επιμονή μου από το 1974 για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε θετικής εξέλιξης που θα επιτρέψει την επιβίωση του ελληνισμού στη μεγαλόνησο, έχει σφραγίσει την προσωπική και πολιτική μου διαδρομή. Όλα αυτά τα χρόνια, είμαι παρών στην Κύπρο, αρχίζοντας το 1975 από τους καταυλισμούς των προσφύγων μέχρι πρόσφατα όταν το Άρδην οργάνωσε στην Κύπρο την πρώτη κοινή ομιλία μεταξύ του Νικόλα Παπαδόπουλου και του Γιώργου Λιλλήκα. Και αυτό επειδή πιστεύω πως η οριστική απώλεια της Κύπρου θα σημάνει για τον ελληνισμό μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, επειδή θα τον αποκόψει οριστικά και τελεσίδικα από το ιστορικό του υπόβαθρο, στην ανατολική Μεσόγειο, και θα τον περιορίσει σε ένα μικρό υπό εξαφάνιση κρατίδιο.
Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, επικέντρωσα τη συγγραφική και ερευνητική μου δραστηριότητα στη «διαμάχη για την ιστορία», έχοντας εκδώσει ήδη έξι βιβλία που αφορούν τη γένεση του νεώτερου ελληνισμού. Σε αυτά προσπαθώ να αντιμετωπίσω ιστορικά και θεωρητικά την εθνομηδενιστική θεωρία για την κατασκευή του έθνους μέσω του κράτους. Πρώτος την διετύπωσε ο Φαλμεράιερ ενώ, σήμερα, υποστηρίζεται από τον Χομπσμπάουμ, τον Μάνγκο και τους Έλληνες ζηλωτές τους (από τον Αντώνη Λιάκο έως τη Μαρία Ρεπούση). Και όντως εάν το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του ελληνικού κράτους, η σημερινή του ένταξή σε υπερεθνικούς κρατικούς οργανισμούς, όπως η Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ, συνεπάγεται και την υποβάθμιση ή την έκλειψη του ελληνικού έθνους. Γι’ αυτό και η τόση επιμονή από μέρους τους στη θεωρία της ασυνέχειας ανάμεσα στους σημερινούς και τους παλαιότερους Έλληνες.
[ ]
Το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι κάποια από αυτές τις αντιθέσεις να καταστεί συγκυριακά ηγεμονική, χωρίς όμως να μπορεί να απορροφήσει τις υπόλοιπες. Αυτή η αναγωγική θεωρία είναι η πηγή όλων των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα και όχι μόνον.
Αυτή τη νέα πορεία την είχαμε ήδη εγκαινιάσει ουσιαστικώς από το 1985 (όταν εγώ, τουλάχιστον, έπαψα να αποδέχομαι τη γραμμική μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, όπως καταγράφεται και στο σχετικό δοκίμιο που εξέδωσα εκείνη την εποχή, Ούτε Θεός ούτε Ιστορία) και την εμβαθύνουμε στη συνέχεια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και στο εξής, κατανοούμε σταδιακώς ένα νέο αποφασιστικό δεδομένο: επειδή ο ελληνισμός διανύει την κρισιμότερη φάση του, απειλούμενος με κυριολεκτική εξαφάνιση ως συλλογικό ιστορικό υποκείμενο (η δημογραφική κατάρρευση, η πολιτισμική συρρίκνωση, η παραγωγική απίσχναση και η γεωγραφική μας θέση ως «συνόρου» των κόσμων καθιστούν τον 21ο αιώνα τον κρισιμότερο της ιστορικής μας διαδρομής), γι’ αυτό και αντιληφθήκαμε πως η επιβίωσή μας απαιτεί μια επανάσταση σε όλα τα επίπεδα και κυριολεκτικώς προς όλα τα αζιμούθια. Και όχι μόνον πνευματική, πολιτισμική, πολιτική αλλά και πρωτίστως παραγωγική.
Η επιβίωσή μας προϋποθέτει έναν νέο κόσμο, όπου το τοπικό και το «μικρό», σύμφωνα με την έκφραση του Σουμάχερ, θα καταστεί αποδοτικότερο από το μεγάλο και παγκοσμιοποιημένο (κατά τον ίδιο τρόπο που τα μικρά θηλαστικά επέζησαν των δεινοσαύρων). Μέσα στις συνθήκες μιας διευρυνόμενης οικολογικής και οικονομικής κρίσης, το πολυκαλλιεργητικό μοντέλο της βιολογικής γεωργίας θα αντικαταστήσει τη βιομηχανική γεωργία, οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας θα επιτρέψουν αυτονομία σε μικρά νησιά, περιφέρειες και έθνη, ενώ οι νέες δυνατότητες της ηλεκτρονικής θα κάνουν δυνατή την παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους των προϊόντων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τέλος, οι μικρές συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα αντικαταστήσουν εν πολλοίς τις μεγάλες ενεργοβόρες και αναποτελεσματικές μονάδες παραγωγής. Στην εποχή της ηλεκτρονικής και μικροηλεκτρονικής, οι οικονομίες «κλίμακας» μπορούν να έχουν αντίθετη φορά από εκείνη της βιομηχανικής εποχής και των τεράστιων μονάδων παραγωγής.
Σε αυτό το νέο στοίχημα, το οποίο αποκαλέσαμε εκσυγχρονισμό της παράδοσης, δηλαδή άρνηση του διπόλου: εισαγόμενος εκσυγχρονισμός και παρελθοντολογική παράδοση, που για αιώνες κατατρύχει το γένος μας, θελήσαμε να στηρίξουμε την ιδεολογική επανάσταση που θεωρούμε αναγκαία για οποιαδήποτε αυθεντική και «βιώσιμη» αλλαγή στη χώρα μας. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση σε πολλά άλλα ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Γιατί και πώς δεν ταυτιστήκαμε στο παρελθόν με πατριωτικές απόπειρες που έβγαιναν κατ’ εξοχήν από το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ ή πρόσφατα και από τη «λαϊκή δεξιά»; Διότι, δυστυχώς, είναι δυνάμεις που αντλούν κυρίως από το παρελθόν, έχουν μία αντίληψη για το έθνος που αρνείται να συναρθρώσει την παράδοση και την ταυτότητα με τον σύγχρονο κόσμο, τον οποίο χαρίζει έτσι στον εθνομηδενιστικό εκσυγχρονισμό. Έτσι, επί παραδείγματι, προτάσσει τα εθνικά ζητήματα, χωρίς να τα συνδέει με την οικονομική αυτεξουσιότητα, απαραίτητο όρο για να διαθέτεις αυτόνομη υπόσταση και η οποία σήμερα είναι δυνατή μόνο εάν επενδύσουμε σ’ έναν μετασχηματισμό του οικονομικού υποδείγματος.
Δηλαδή, η Ελλάδα, αν θέλει να είναι ανεξάρτητη, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα περιβαλλοντικά βιώσιμη, οικονομικά αυτοδύναμη (αυτό δεν ταυτίζεται με κάποια μυθική αυτάρκεια) και κοινωνικά δίκαιη και ισορροπημένη. Διαφορετικά, είτε θα είναι απόλυτα εξαρτημένη, όπως σήμερα που έχει μετατραπεί σε αποικία χρέους, είτε/και θα οδηγηθεί σε μια πλήρη ιστορική έκλειψη. Παρ’ όλο λοιπόν που κάθε φορά ενισχύαμε τις πατριωτικές δυνάμεις που εμφανίζονταν στο πατριωτικό προσκήνιο, ακόμα και στις πρόσφατες ευρωεκλογές ψήφισα τον Κώστα Ζουράρι, που ήταν υποψήφιος με τους ΑΝΕΛ, αρνήθηκα να ενταχθώ σε πολιτικά σχήματα, πιστεύοντας πως μια τέτοια ένταξη θα υπονόμευε και θα νόθευε την προσπάθεια ενός ιδεολογικού Risorgimento, που θεωρώ προϋπόθεση για ένα νέο πολιτικό κίνημα που σκοπεύει ψηλά και μακριά.
Παράλληλα, βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια, παρέμενα πολιτικά ενεργός συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, για την απελευθέρωση του Οτσαλάν, ή για τις ταυτότητες, κατ’ εξοχήν για την Κύπρο και ενάντια στο σχέδιο Ανάν, πρωτοστατώντας στις σχετικές κινητοποιήσεις. Τέλος, συμμετείχα στη μεγάλη ιδεολογική και πολιτική μάχη ενάντια στον εθνομηδενισμό στην ιστορία και την εκπαίδευση, που έχει ταυτιστεί εν μέρει με την κινητοποίηση για το βιβλίο της 6ης Δημοτικού της κ. Ρεπούση.
Η επιμονή μου από το 1974 για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε θετικής εξέλιξης που θα επιτρέψει την επιβίωση του ελληνισμού στη μεγαλόνησο, έχει σφραγίσει την προσωπική και πολιτική μου διαδρομή. Όλα αυτά τα χρόνια, είμαι παρών στην Κύπρο, αρχίζοντας το 1975 από τους καταυλισμούς των προσφύγων μέχρι πρόσφατα όταν το Άρδην οργάνωσε στην Κύπρο την πρώτη κοινή ομιλία μεταξύ του Νικόλα Παπαδόπουλου και του Γιώργου Λιλλήκα. Και αυτό επειδή πιστεύω πως η οριστική απώλεια της Κύπρου θα σημάνει για τον ελληνισμό μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, επειδή θα τον αποκόψει οριστικά και τελεσίδικα από το ιστορικό του υπόβαθρο, στην ανατολική Μεσόγειο, και θα τον περιορίσει σε ένα μικρό υπό εξαφάνιση κρατίδιο.
Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, επικέντρωσα τη συγγραφική και ερευνητική μου δραστηριότητα στη «διαμάχη για την ιστορία», έχοντας εκδώσει ήδη έξι βιβλία που αφορούν τη γένεση του νεώτερου ελληνισμού. Σε αυτά προσπαθώ να αντιμετωπίσω ιστορικά και θεωρητικά την εθνομηδενιστική θεωρία για την κατασκευή του έθνους μέσω του κράτους. Πρώτος την διετύπωσε ο Φαλμεράιερ ενώ, σήμερα, υποστηρίζεται από τον Χομπσμπάουμ, τον Μάνγκο και τους Έλληνες ζηλωτές τους (από τον Αντώνη Λιάκο έως τη Μαρία Ρεπούση). Και όντως εάν το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του ελληνικού κράτους, η σημερινή του ένταξή σε υπερεθνικούς κρατικούς οργανισμούς, όπως η Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ, συνεπάγεται και την υποβάθμιση ή την έκλειψη του ελληνικού έθνους. Γι’ αυτό και η τόση επιμονή από μέρους τους στη θεωρία της ασυνέχειας ανάμεσα στους σημερινούς και τους παλαιότερους Έλληνες.
[ ]
Οι προσπάθειες για τη διαμόρφωση ενός πολιτικού υποκειμένου
Έσχατο, αλλά όχι ελάχιστο, είναι το εγχείρημα που εγκαινιάζεται από το 2007 με την έκδοση της εφημερίδας Ρήξη, για τον σταδιακό μετασχηματισμό ενός ιδεολογικού εγχειρήματος σε πολιτικό επιχειρώντας, ίσως, τον τετραγωνισμό του κύκλου, δηλαδή να περάσουμε από τη σπορά στον θερισμό, πράγμα που σπανίως επιτυγχάνεται από τους ίδιους ανθρώπους στην ιστορία, διότι συνήθως άλλος ο καιρός του σπείρειν και άλλος του θερίζειν. Όμως οι άνθρωποι έλκονται πάντα από το δυσκολότερο αν όχι το ακατόρθωτο! Το πώς δηλαδή ένα ιδεολογικό πρόταγμα θα μεταβληθεί και σε ένα σχετικά ολοκληρωμένο πολιτικό εγχείρημα. Από τη στιγμή και πέρα όπου ένα μίνιμουμ ανθρώπων άρχισαν να συγκλίνουν προς αυτή την κατεύθυνση –εξάλλου ποτέ δεν πάψαμε να είμαστε πολιτικά ενεργοί–, δημιουργώντας την «Κίνηση Πολιτών Άρδην», το 2008, αρχίσαμε μια «μακρά πορεία» μετασχηματισμού σε πολιτικό πόλο, παράλληλα με την επιμονή στην ιδεολογική και θεωρητική επεξεργασία (όλα αυτά τα χρόνια έχουμε οργανώσει και έχουμε παρέμβει σε εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες συζητήσεις, εκδηλώσεις, διαδηλώσεις κ.λπ.).
Η κρίση του 2010 επιτάχυνε και ταυτόχρονα μετασχημάτισε το σκηνικό, υποχρεώνοντας όλους μας σε μια ταχύτερη «πολιτικοποίηση», μια και πλέον δεν υπήρχε ο χρόνος και η πολυτέλεια ενός σταδιακού μετασχηματισμού. Από τη συμμετοχή μας στις «πλατείες» και στις κινητοποιήσεις των Αγανακτισμένων, υπό την πίεση του επείγοντος χαρακτήρα μιας άμεσης απάντησης, παρ’ ότι γνωρίζαμε ότι αυτή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη απόλυτα ικανοποιητική, φθάσαμε και στη συμμετοχή μας στη «Σπίθα».
Η άποψή μου για τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ της χώρας, όσες πρωταγωνίστησαν στην περίοδο 1974-2010, ήταν και εξακολουθεί να παραμένει πως, στην καλύτερη περίπτωση, είναι βαθύτατα φθαρμένες, όταν δεν είναι διεφθαρμένες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πίστευα κατά βάθος ότι η πρωτοβουλία που πήρε ο Μίκης Θεοδωράκης θα μπορούσε να είναι αποδοτική και να οδηγήσει στη συγκρότηση του ελλείποντος πολιτικού πόλου. Εξάλλου, στο παρελθόν, παρά τις εκκλήσεις μου, ο άλλος «μεγάλος γέρων» της Αριστεράς, ο Μανώλης Γλέζος, είχε αποτύχει και αυτός να εκφράσει τις ανάγκες της χώρας, στη νέα περίοδο μετά το 1990, παρά την εμβληματική και χαρισματική του προσωπικότητα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν είχε εξαντληθεί το εγχείρημα των Οικολόγων-Εναλλακτικών, προσπαθούσα να πείσω τον Μ. Γλέζο, με το κύρος που διέθετε, να απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία και, με άξονα το πεντάπτυχο που προανέφερα –το συμμερίζονταν και άλλοι όπως και ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) με τον οποίο είχαμε ξεκινήσει την έκδοση του Άρδην αλλά χάθηκε δυστυχώς πριν καν τυπωθεί το πρώτο τεύχος του– να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση ενός νέου ιδεολογικοπολιτικού πόλου. Ενός πόλου που δεν θα χώριζε τους Έλληνες σε δεξιούς και αριστερούς, αλλά θα εκκινούσε από τη συμφωνία γύρω από τις κατευθύνσεις και όχι από τις πολιτικές ταμπέλες του ενός ή του άλλου τύπου. Διότι η εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση και της υπαρκτής οικολογίας στη Γερμανία, είχε καταδείξει πως οι παλιοί όροι δεν αντιστοιχούν στα κοινωνικά υποκείμενα και τα προτάγματα της εποχής μας. Συνεπώς, θα ήταν λανθασμένη μια απόπειρα που θα επανέφερε στο προσκήνιο τα ιστορικά φαντάσματα της παλιάς αριστεράς και της παλιάς δεξιάς, ιδιαίτερα σε μια χώρα με βεβαρυμένη εμφυλιοπολεμική παράδοση.
Ο Μανώλης Γλέζος όμως προτίμησε την πεπατημένη, την απεύθυνση στην «Αριστερά» και τη συγκρότηση μιας ομάδας διαλόγου ανάμεσα σε αριστερές ομαδοποιήσεις, απόληξη της οποίας, μέσα από διαδοχικούς μετασχηματισμούς και διευρύνσεις, είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν ο Μ. Γλέζος, με την επιμονή του, κατόρθωσε να εγκαινιάσει τη διαδικασία της συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου, μόνο που αυτός δεν βρίσκεται πλέον στην πολιτική γραμμή που ο ίδιος επιθυμούσε αρχικώς! Αντίθετα, τόσο ο ίδιος όσο και στη συνέχεια ο Π. Λαφαζάνης ή ο Α. Αλαβάνος, για να προσαρμοστούν στον εθνομηδενιστικό μέσο όρο της υπαρκτής αριστεράς, υπέστειλαν οι ίδιοι τη πατριωτική διάσταση της άποψής τους και έφθασαν, οι δύο τελευταίοι, να υπογράφουν προσωπικά, κείμενα υπέρ της …. Μαρίας Ρεπούση!
Τώρα λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια μετά, στις συνθήκες της κρίσης, ένα άλλο ιστορικό στέλεχος της αριστεράς και βάρδος του ελληνικού πολιτισμού, ο Μίκης Θεοδωράκης, ανελάμβανε να αναπληρώσει τον ρόλο που δεν είχε παίξει ο Μ. Γλέζος, απευθυνόμενος σε όλους τους Έλληνες, αδιακρίτως ιδεολογικής και πολιτικής προέλευσης. Ωστόσο, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η έκκληση του, έφερε τις υποθήκες του παρελθόντος και της ιστορίας του. Είχε συμμετάσχει σε κυβερνήσεις και κόμματα, ήταν ένας από τους πιο προβεβλημένους Έλληνες, διαθέτει μεγάλη οξυδέρκεια ταυτόχρονα, όμως, είναι μεγάλο το βάρος μιας διαδρομής στα δώματα και τους προθαλάμους της εξουσίας: από το περιβόητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του 1974 έως τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και την επιμονή του στα βραβεία Ιπεκτσί και την «ελληνοτουρκική φιλία». Όλα αυτά με έκαναν να δυσπιστώ προκαταβολικά, αλλά δέχτηκα να αναστείλω αυτές μου τις επιφυλάξεις, διότι, απέναντι στο κύμα της αγανάκτησης που φούντωνε, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, θα ήμουν ανεπίτρεπτα επιφυλακτικός. Έτσι, για μια περίοδο έξι μηνών και μετά από κάλεσμα του ίδιου του Μίκη, εγώ και οι φίλοι μου του Άρδην ανταποκριθήκαμε σε αυτό. Δεν είναι της ώρας να περιγράψω το πώς και γιατί απέτυχε και αυτό το εγχείρημα, που συνεπήρε και συνήγειρε τόσους και τόσους συμπατριώτες μας. Εν τέλει, ο πυρετός της «Σπίθας» έπεσε, μαζί με τον πυρετό της αγανάκτησης, για να οδηγήσει στην επιβεβαίωση δύο άλλων πολιτικών σχημάτων τα οποία επένδυαν ακριβώς στην αντίθεση Αριστερά¬¬-Δεξιά, παρότι ήθελαν και αυτά να εκφράσουν τους αγανακτισμένους και τους αντιμνημονιακούς. Από τη μια πλευρά, της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, και από την πλευρά της Δεξιάς, η Χ.Α. Η απόπειρα μιας ιστορικής επιτάχυνσης, μέσω της κρίσης που θα αναδείκνυε έναν πατριωτικό, κοινωνικό, οικολογικό, πολιτικό πόλο, όπως είχαμε φανταστεί και δοκιμάσαμε να κάνουμε με τη «Σπίθα», απέτυχε. Το θαύμα απεδείχθη βραχύβιο.
Δυστυχώς, η εμπειρία της «Σπίθας» ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνώριζα: πως όχι μόνο δεν υπάρχουν συστημικές μορφές και φυσιογνωμίες, ικανές να εκφράσουν δημιουργικά την αγανάκτηση των Ελλήνων και τις νέες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για μία ριζική και καθολική επ-ανάσταση, αλλά πως είναι τεράστια και η σύγχυση που βασιλεύει μέσα στους αγανακτισμένους Έλληνες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι έχει φθαρεί όχι μόνο το πολιτικό προσωπικό και οι κάθε είδους ελίτ αλλά και το ίδιο το λαϊκό σώμα, που μέσα από την παρασιτική ενσωμάτωση στη Δύση, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει απολέσει αντιστασιακά αντανακλαστικά και οράματα. Θα πρέπει, λοιπόν, από αυτό το υπαρκτό λαϊκό σώμα και πρωτίστως από τους «ανώνυμους», μέσα από την επίπονη και οδυνηρή διαδικασία της κρίσης και της καταστροφής, να αναδειχθούν τα νέα πολιτικά υποκείμενα που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Αποφασιστικός παράγοντας αυτής της σχετικά επίπονης διαδικασίας μετασχηματισμού είναι η δημογραφική εξασθένιση του ελληνισμού και η γήρανση του πληθυσμού (ο μέσος όρος ηλικίας των Ελλήνων φθάνει το 42 χρόνια όταν στην Τουρκία είναι 26-27 και στην Αίγυπτο 23). Η γήρανση αυτή κάνει τους μετασχηματισμούς πιο αργούς, ενώ οι ιδεολογικές μετατοπίσεις γίνονται πιο δύσκολες και εκφράζονται αρχικώς μάλλον με την απαξίωση της πολιτικής και όχι με μια επαναστατική και οραματική ανατροπή. Όποιοι ζήσαμε το κίνημα των Αγανακτισμένων, γνωρίζουμε καλά πως επρόκειτο κυρίως για ένα κίνημα μεσήλικων κατεστραμμένων οικονομικά μικροϊδιοκτητών, μισθωτών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ανέργων, και όχι για ένα κίνημα νέων με καινούργια οράματα και αξίες.
Αντίθετα, οι σχετικά λίγοι νέοι της χώρας μας είχαν παραδοθεί, τα τελευταία χρόνια, σχεδόν ολοκληρωτικά στις εισαγόμενες με παρασιτικό τρόπο αξίες του καταναλωτισμού. Γι’ αυτό και η μόνη «επανάσταση» που αποπειράθηκαν τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν κυριολεκτικά μια μηδενιστική επανάσταση, χωρίς άλλο όραμα εκτός από μια καταστροφή που υποκαθιστούσε τα τηλεοπτικά παιχνίδια στα οποία ήταν εθισμένοι. Αυτή λοιπόν η βαθιά κρίση της ελληνικής κοινωνίας εξηγεί και γιατί εν τέλει προσέφυγε είτε σε δοκιμασμένες συνταγές είτε στον εμφυλιακό παροξυσμό της Χ.Α. και όχι βέβαια, τουλάχιστον ακόμα, στη διατύπωση ενός νέου προτάγματος με όρους πολιτικού κινήματος.
Η κρίση του 2010 επιτάχυνε και ταυτόχρονα μετασχημάτισε το σκηνικό, υποχρεώνοντας όλους μας σε μια ταχύτερη «πολιτικοποίηση», μια και πλέον δεν υπήρχε ο χρόνος και η πολυτέλεια ενός σταδιακού μετασχηματισμού. Από τη συμμετοχή μας στις «πλατείες» και στις κινητοποιήσεις των Αγανακτισμένων, υπό την πίεση του επείγοντος χαρακτήρα μιας άμεσης απάντησης, παρ’ ότι γνωρίζαμε ότι αυτή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη απόλυτα ικανοποιητική, φθάσαμε και στη συμμετοχή μας στη «Σπίθα».
Η άποψή μου για τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ της χώρας, όσες πρωταγωνίστησαν στην περίοδο 1974-2010, ήταν και εξακολουθεί να παραμένει πως, στην καλύτερη περίπτωση, είναι βαθύτατα φθαρμένες, όταν δεν είναι διεφθαρμένες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πίστευα κατά βάθος ότι η πρωτοβουλία που πήρε ο Μίκης Θεοδωράκης θα μπορούσε να είναι αποδοτική και να οδηγήσει στη συγκρότηση του ελλείποντος πολιτικού πόλου. Εξάλλου, στο παρελθόν, παρά τις εκκλήσεις μου, ο άλλος «μεγάλος γέρων» της Αριστεράς, ο Μανώλης Γλέζος, είχε αποτύχει και αυτός να εκφράσει τις ανάγκες της χώρας, στη νέα περίοδο μετά το 1990, παρά την εμβληματική και χαρισματική του προσωπικότητα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν είχε εξαντληθεί το εγχείρημα των Οικολόγων-Εναλλακτικών, προσπαθούσα να πείσω τον Μ. Γλέζο, με το κύρος που διέθετε, να απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία και, με άξονα το πεντάπτυχο που προανέφερα –το συμμερίζονταν και άλλοι όπως και ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) με τον οποίο είχαμε ξεκινήσει την έκδοση του Άρδην αλλά χάθηκε δυστυχώς πριν καν τυπωθεί το πρώτο τεύχος του– να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση ενός νέου ιδεολογικοπολιτικού πόλου. Ενός πόλου που δεν θα χώριζε τους Έλληνες σε δεξιούς και αριστερούς, αλλά θα εκκινούσε από τη συμφωνία γύρω από τις κατευθύνσεις και όχι από τις πολιτικές ταμπέλες του ενός ή του άλλου τύπου. Διότι η εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση και της υπαρκτής οικολογίας στη Γερμανία, είχε καταδείξει πως οι παλιοί όροι δεν αντιστοιχούν στα κοινωνικά υποκείμενα και τα προτάγματα της εποχής μας. Συνεπώς, θα ήταν λανθασμένη μια απόπειρα που θα επανέφερε στο προσκήνιο τα ιστορικά φαντάσματα της παλιάς αριστεράς και της παλιάς δεξιάς, ιδιαίτερα σε μια χώρα με βεβαρυμένη εμφυλιοπολεμική παράδοση.
Ο Μανώλης Γλέζος όμως προτίμησε την πεπατημένη, την απεύθυνση στην «Αριστερά» και τη συγκρότηση μιας ομάδας διαλόγου ανάμεσα σε αριστερές ομαδοποιήσεις, απόληξη της οποίας, μέσα από διαδοχικούς μετασχηματισμούς και διευρύνσεις, είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν ο Μ. Γλέζος, με την επιμονή του, κατόρθωσε να εγκαινιάσει τη διαδικασία της συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου, μόνο που αυτός δεν βρίσκεται πλέον στην πολιτική γραμμή που ο ίδιος επιθυμούσε αρχικώς! Αντίθετα, τόσο ο ίδιος όσο και στη συνέχεια ο Π. Λαφαζάνης ή ο Α. Αλαβάνος, για να προσαρμοστούν στον εθνομηδενιστικό μέσο όρο της υπαρκτής αριστεράς, υπέστειλαν οι ίδιοι τη πατριωτική διάσταση της άποψής τους και έφθασαν, οι δύο τελευταίοι, να υπογράφουν προσωπικά, κείμενα υπέρ της …. Μαρίας Ρεπούση!
Τώρα λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια μετά, στις συνθήκες της κρίσης, ένα άλλο ιστορικό στέλεχος της αριστεράς και βάρδος του ελληνικού πολιτισμού, ο Μίκης Θεοδωράκης, ανελάμβανε να αναπληρώσει τον ρόλο που δεν είχε παίξει ο Μ. Γλέζος, απευθυνόμενος σε όλους τους Έλληνες, αδιακρίτως ιδεολογικής και πολιτικής προέλευσης. Ωστόσο, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η έκκληση του, έφερε τις υποθήκες του παρελθόντος και της ιστορίας του. Είχε συμμετάσχει σε κυβερνήσεις και κόμματα, ήταν ένας από τους πιο προβεβλημένους Έλληνες, διαθέτει μεγάλη οξυδέρκεια ταυτόχρονα, όμως, είναι μεγάλο το βάρος μιας διαδρομής στα δώματα και τους προθαλάμους της εξουσίας: από το περιβόητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του 1974 έως τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και την επιμονή του στα βραβεία Ιπεκτσί και την «ελληνοτουρκική φιλία». Όλα αυτά με έκαναν να δυσπιστώ προκαταβολικά, αλλά δέχτηκα να αναστείλω αυτές μου τις επιφυλάξεις, διότι, απέναντι στο κύμα της αγανάκτησης που φούντωνε, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, θα ήμουν ανεπίτρεπτα επιφυλακτικός. Έτσι, για μια περίοδο έξι μηνών και μετά από κάλεσμα του ίδιου του Μίκη, εγώ και οι φίλοι μου του Άρδην ανταποκριθήκαμε σε αυτό. Δεν είναι της ώρας να περιγράψω το πώς και γιατί απέτυχε και αυτό το εγχείρημα, που συνεπήρε και συνήγειρε τόσους και τόσους συμπατριώτες μας. Εν τέλει, ο πυρετός της «Σπίθας» έπεσε, μαζί με τον πυρετό της αγανάκτησης, για να οδηγήσει στην επιβεβαίωση δύο άλλων πολιτικών σχημάτων τα οποία επένδυαν ακριβώς στην αντίθεση Αριστερά¬¬-Δεξιά, παρότι ήθελαν και αυτά να εκφράσουν τους αγανακτισμένους και τους αντιμνημονιακούς. Από τη μια πλευρά, της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, και από την πλευρά της Δεξιάς, η Χ.Α. Η απόπειρα μιας ιστορικής επιτάχυνσης, μέσω της κρίσης που θα αναδείκνυε έναν πατριωτικό, κοινωνικό, οικολογικό, πολιτικό πόλο, όπως είχαμε φανταστεί και δοκιμάσαμε να κάνουμε με τη «Σπίθα», απέτυχε. Το θαύμα απεδείχθη βραχύβιο.
Δυστυχώς, η εμπειρία της «Σπίθας» ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνώριζα: πως όχι μόνο δεν υπάρχουν συστημικές μορφές και φυσιογνωμίες, ικανές να εκφράσουν δημιουργικά την αγανάκτηση των Ελλήνων και τις νέες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για μία ριζική και καθολική επ-ανάσταση, αλλά πως είναι τεράστια και η σύγχυση που βασιλεύει μέσα στους αγανακτισμένους Έλληνες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι έχει φθαρεί όχι μόνο το πολιτικό προσωπικό και οι κάθε είδους ελίτ αλλά και το ίδιο το λαϊκό σώμα, που μέσα από την παρασιτική ενσωμάτωση στη Δύση, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει απολέσει αντιστασιακά αντανακλαστικά και οράματα. Θα πρέπει, λοιπόν, από αυτό το υπαρκτό λαϊκό σώμα και πρωτίστως από τους «ανώνυμους», μέσα από την επίπονη και οδυνηρή διαδικασία της κρίσης και της καταστροφής, να αναδειχθούν τα νέα πολιτικά υποκείμενα που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Αποφασιστικός παράγοντας αυτής της σχετικά επίπονης διαδικασίας μετασχηματισμού είναι η δημογραφική εξασθένιση του ελληνισμού και η γήρανση του πληθυσμού (ο μέσος όρος ηλικίας των Ελλήνων φθάνει το 42 χρόνια όταν στην Τουρκία είναι 26-27 και στην Αίγυπτο 23). Η γήρανση αυτή κάνει τους μετασχηματισμούς πιο αργούς, ενώ οι ιδεολογικές μετατοπίσεις γίνονται πιο δύσκολες και εκφράζονται αρχικώς μάλλον με την απαξίωση της πολιτικής και όχι με μια επαναστατική και οραματική ανατροπή. Όποιοι ζήσαμε το κίνημα των Αγανακτισμένων, γνωρίζουμε καλά πως επρόκειτο κυρίως για ένα κίνημα μεσήλικων κατεστραμμένων οικονομικά μικροϊδιοκτητών, μισθωτών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ανέργων, και όχι για ένα κίνημα νέων με καινούργια οράματα και αξίες.
Αντίθετα, οι σχετικά λίγοι νέοι της χώρας μας είχαν παραδοθεί, τα τελευταία χρόνια, σχεδόν ολοκληρωτικά στις εισαγόμενες με παρασιτικό τρόπο αξίες του καταναλωτισμού. Γι’ αυτό και η μόνη «επανάσταση» που αποπειράθηκαν τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν κυριολεκτικά μια μηδενιστική επανάσταση, χωρίς άλλο όραμα εκτός από μια καταστροφή που υποκαθιστούσε τα τηλεοπτικά παιχνίδια στα οποία ήταν εθισμένοι. Αυτή λοιπόν η βαθιά κρίση της ελληνικής κοινωνίας εξηγεί και γιατί εν τέλει προσέφυγε είτε σε δοκιμασμένες συνταγές είτε στον εμφυλιακό παροξυσμό της Χ.Α. και όχι βέβαια, τουλάχιστον ακόμα, στη διατύπωση ενός νέου προτάγματος με όρους πολιτικού κινήματος.
Ο «Ισλαμικός Χειμώνας» και η σύγκρουση των πολιτισμών
Γράφει ο Χρήστος Ιακώβου
Το καλοκαίρι του 1993, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, Σάμιουελ Χάντινγκτον, παρουσίασε, με ένα άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs, την άποψη του σχετικά με τον μέλλον των διεθνών σχέσεων και τον επαναπροσδιορισμό της παγκόσμιας τάξης στην εποχή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, την παρουσίασε ολοκληρωμένη στο βιβλίο του «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών» (The Clash of Civilizations). Έκτοτε, η άποψη αυτή υπήρξε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στο επιστημονικό πεδίο των διεθνών σχέσεων.
Αφετηρία της άποψης του Χάντινγκτον είναι ότι ο κόσμος έχει νόημα μόνο ως πεδίο συγκρούσεων γιατί η «φυσική αρμονία» αποτελεί επικίνδυνο όραμα και τα κενά εξουσίας αναπόφευκτα πληρούνται απ’ αυτούς που διαθέτουν τα μέσα, τη θέληση, την ταχύτητα και την κατάλληλη ηγεσία. Το κεντρικό σημείο της άποψης Χάντινγκτον είναι ότι τα γεωπολιτικά ρήγματα μεταξύ πολιτισμών αντικαθιστούν τα πολιτικά και ιδεολογικά σύνορα του Ψυχρού Πολέμου, ως έναυσμα κρίσεων. Για τον Χάντινγκτον, ο κόσμος είναι ένα σύνολο σεισμικών ζωνών στις οποίες «πολιτισμικές περιοχές» συγκρούονται με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα σεισμικής δράσης, για να καταλήξει με την πρόβλεψη ότι «…ο επόμενος παγκόσμιος πόλεμος, αν συμβεί, θα είναι πόλεμος μεταξύ πολιτισμών».
Πολλοί έσπευσαν, τη δεκαετία του 1990 να χαρακτηρίσουν την άποψη του Χάντινγκτον ως ένα επιφανειακά ευφάνταστο συμπέρασμα, πλην όμως εγκεφαλικό κατασκεύασμα, το οποίο πάσχει από υπεραπλουστεύσεις, γενικεύσεις και ιστορικές παρερμηνείες. Οι επικριτές κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η άποψη αυτή περιείχε αξιώματα που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, αν γίνονταν πολιτικές επιλογές με δυσμενείς επιπτώσεις στο διεθνές σύστημα.
Συμφωνώ με το Χάντινγκτον ότι ο πολιτισμός καθορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια όπως: η γλώσσα, η ιστορία, η θρησκεία, τα έθιμα οι θεσμοί καθώς και από υποκειμενικά, όπως το πως αντιλαμβάνεται ο κάθε λαός την ταυτότητά του. Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο κάποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει είναι ο συγκεχυμένος τρόπος με τον οποίο χωρίζει τους πολιτισμούς, ιδιαίτερα η γεωπολιτιστική κατανομή Δύσης-Ανατολής.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι ερευνητές των διεθνών σχέσεων σήμερα, είναι ότι η ιστορία δεν πρόκειται να τελειώσει στην μεταψυχροπολεμική περίοδο.
Τι είναι, όμως εκείνο που καθιστά τον Χάντινγκτον, σήμερα επίκαιρο; Ενώ οι διεθνείς συγκρούσεις συνεχίζουν να είναι ανάμικτης ποικιλίας, μετά την «Αραβική Άνοιξη» ολοένα και περισσότερο η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ισλάμ και Δύσης γίνεται πιο ευδιάκριτη. Μέχρι προσφάτως, πολλοί θεωρούσαν ότι τα κυριότερα προβλήματα του 21ου αιώνα θα εμφανιστούν από την ανισότητα μεταξύ Βορρά-Νότου. Mία ενδελεχής ανάλυση, όμως, των ποιοτικών στοιχείων που βαθμιαία και σταθερά κυριαρχούν στη Μέση Ανατολή, μετά το πρώτο κύμα της «Αραβικής Άνοιξης», καταδεικνύει ότι η περιοχή βαδίζει, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, προς ένα συντηρητικό ισλαμικό χειμώνα, ο οποίος εκλαμβάνει το Δυτικό πολιτισμό ως απειλή. Γιατί όμως;
Στη σύγχρονη Μέση Ανατολή, η οποία διαμορφώθηκε μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο πρυτανεύων παράγοντας στη συνείδηση της πλειοψηφίας των κατοίκων υπήρξε η διείσδυση και επιρροή της Ευρώπης, και αργότερα της Αμερικής, ως προέκτασης της Ευρώπης, καθώς επίσης ο μετασχηματισμός που προκάλεσε στις μουσουλμανικές κοινωνίες της περιοχής. Στην ουσία, ιστορία της Μέσης Ανατολής κατά τον 20ο αιώνα είναι μια ιστορία ταχυτάτης μεταβολής, η οποία προκλήθηκε εκ των έξω καθώς επίσης και του τρόπου που εσωτερικεύθηκε η μεταβολή αυτή, μοιράζοντας τους ανθρώπους σε αυτούς που την αποδέχθηκαν και σε αυτούς που την απέρριψαν. Αν και η μεταβολή επέφερε σαρωτικές αλλαγές, η υπόγεια αντιπαράθεση μεταξύ αυτών που επιθυμούν οι αλλαγές να συνεχιστούν και σε αυτούς που τις απορρίπτουν, εν ονόματι του Ισλάμ, υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει.
Η «Αραβική Άνοιξη» δείχνει πως αυτή η αντιπαράθεση γέρνει προς το μέρος των δευτέρων.
Για τους συντηρητικούς και ριζοσπάστες ισλαμιστές, η «Αραβική Άνοιξη» είναι κατά βάθος μία εκπεφρασμένη επιθυμία να συνεχίσει η αναστροφή της επιρροής του δυτικού πολιτισμού, όπου στη θεολογική και φιλοσοφική τους σκέψη αποτελεί τη μεγαλύτερη καταστροφή που έλαβε χώρα στον κόσμο του Ισλάμ. Κατά το παρελθόν, ο όρος «ιμπεριαλισμός» χρησιμοποιείτο για να προσδιορίσει τη Δυτική επιρροή. Σήμερα, ο όρος αυτός εγκατελείφθη, αφού πλέον δεν γίνεται πειστικός λόγω του ότι η βραχεία περίοδος της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην περιοχή έχει καταστεί μακρινό παρελθόν, με μοναδική εξαίρεση την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Τον όρο «Ιμπεριαλισμός», ως μορφή δυτικής επιρροής, αντικατέστησε ένας άλλος, τον οποίο εφηύρε ο Αγιατόλαχ Χομείνι τη δεκαετία του 1980 για τις ΗΠΑ: «Μεγάλος Σατανάς».
Ο «Μεγάλος Σατανάς», γι΄ αυτούς, δεν είναι πλέον ο εδαφικός κατακτητής αλλά ο πολιτιστικός ισοπεδωτής του Ισλάμ. Εδώ αξίζει κάποιος να διαβάσει το θρησκευτικό λόγο που αναπτύχθηκε επ’ εσχάτων από τους ριζοσπάστες ισλαμιστές σε σχέση με τις δημόσιες καρατομήσεις δυτικών ομήρων. Ένας λόγος, που έχει τη βάση του στη σύγκρουση δύο πολιτισμών, όπου στα μάτια των απορριπτικών μουσουλμάνων αυτή η μάχη έχει το χαρακτήρα μίσους και φόβου για την δελεαστική, μα πάνω απ’ όλα διαβρωτική δύναμη του δυτικού τρόπου ζωής.
Αυτή η πάλη στη Μουσουλμανικό Κόσμο, στην παρούσα ιστορική φάση, βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Βρίσκεται στο στάδιο της σταθεροποίησης. Αλλάζουν σταδιακά οι πηγές της πολιτικής και κοινωνικής νομιμότητας, με το Ισλάμ να αποκτά ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο. Όταν πλέον ολοκληρωθεί το μεταβατικό στάδιο από την «Αραβική Άνοιξη» στον «Ισλαμικό Χειμώνα», τότε μόνο θα αντιληφθούμε αυτό που ο Χάντινγκτον έγραψε τη δεκαετία του 1990, ότι δηλαδή οι πολιτισμικές περιοχές θα γίνουν πιο ευδιάκριτες λόγω του συγκρουσιακού χαρακτήρα που θα λάβουν.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου ΜελετώνΠηγή mIgnatiou
“Ανάπτυξη”… γαλέρας!
Του Δημήτρη Τσιμούρα
Αφού οι κυβερνήσεις τους φρόντισαν να μας καταχρεώσουν, παίρνοντας δάνεια που δεν μας αφορούσαν,
αφού έφτιαξαν υποδομές που δεν μας αφορούν,αφού μας πούλησαν μπόλικο πατριωτισμό και περηφάνια με τους Ολυμπιακούς και όχι μόνο, αφού τα έφαγαν «νόμιμα» και παράνομα -συνήθως κάποια από τα παράνομα τα παραδέχονται, ενώ τα «νόμιμα» που είναι και τα ιλιγγιώδη δεν τα συζητούν- μας εμφάνισαν έναν υπέρογκο λογαριασμό χρέους 350 δις ευρώ, που δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς προέκυψε.
Έναν λογαριασμό που σημαίνει, με απλή αριθμητική, ένα κατά κεφαλήν χρέος γύρω στα 35 χιλ. ευρώ ή 140 χιλ. ευρώ ανά τετραμελή οικογένεια. Και όλα αυτά τη στιγμή που ένας στους πέντε Έλληνες τότε ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας και αυτοί απτόητοι συνέχιζαν να δανείζονται και να μας υπόσχονται… «λαγούς με πετραχήλια για το μέλλον μας στον… παράδεισο της ΟΝΕ»!
Έναν λογαριασμό που σημαίνει, με απλή αριθμητική, ένα κατά κεφαλήν χρέος γύρω στα 35 χιλ. ευρώ ή 140 χιλ. ευρώ ανά τετραμελή οικογένεια. Και όλα αυτά τη στιγμή που ένας στους πέντε Έλληνες τότε ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας και αυτοί απτόητοι συνέχιζαν να δανείζονται και να μας υπόσχονται… «λαγούς με πετραχήλια για το μέλλον μας στον… παράδεισο της ΟΝΕ»!
Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, ενώ ο λαός ήταν αγανακτισμένος με την κυβέρνηση της ΝΔ, ήρθε το ΠΑΣΟΚ, δια του αρχηγού του, να υποσχεθεί ότι υπάρχουν λεφτά και, συνεπικουρούμενο από όλους τους μηχανισμούς της εξουσίας, κατάφερε να υφαρπάξει την ψήφο μας. Το σενάριο από εκεί και πέρα είναι γνωστό. Παίχτηκε πολύ θέατρο με πρωταγωνιστή αρχικά τον Παπανδρέου. Μας δένουν στο άρμα της Τρόικας. Παίρνουν δάνεια τάχα για μισθούς και συντάξεις, για να τα επιστρέψουν πάλι στους δανειστές και να ενισχύσουν τράπεζες και άλλους επιχειρηματικούς ομίλους! Μνημόνια, συγκυβερνήσεις, μεσοπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα, εφαρμοστικοί νόμοι κλπ. Μέσα απ’ αυτές τις «συμφωνίες» -για τις οποίες φέρουν σοβαρότατες ευθύνες και όσοι βουλευτές τις ψήφισαν και μια μέρα θα λογοδοτήσουν κι αυτοί- οδηγούν στην εξαθλίωση το 90% του Ελληνικού Λαού, υποθηκεύουν το μέλλον πολλών επόμενων γενεών, ξεπουλούν-χαρίζουν τη δημόσια περιουσία, παραδίνουν στους δανειστές ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, την ίδια την εθνική μας κυριαρχία!
«Η ανάπτυξη θα φέρει τη λύση». Αυτή καθημερινά εξακολουθεί να είναι και τώρα η επωδός των κυβερνώντων. Και φυσικά, για να έχουμε ανάπτυξη, μας λένε, πρέπει να είμαστε ανταγωνιστικοί. Για να είμαστε ανταγωνιστικοί, πάλι μας λένε, πρέπει να σας μειώσουμε τους μισθούς. Δεν μας λένε όμως μέχρι ποιο βαθμό. Αυτό το αφήνουν να εννοηθεί. Όπως αφήνουν να εννοηθεί και το σε σχέση με ποιους θα είμαστε ανταγωνιστικοί. Δηλαδή με τους βόρειους γείτονές μας, με τους Ινδούς, Πακιστανούς, Κινέζους και άλλους τριτοκοσμικούς, όπου γης!
Από την παραπάνω συνεπαγωγή προκύπτει άμεσα ότι το μεροκάματό μας πρέπει να προσεγγίζει στην καλύτερη των περιπτώσεων το μεροκάματο αυτών! Δηλαδή τρία με πέντε ευρώ! Ο μισθός δε, για όσους θα είναι «τυχεροί» και θα έχουν μισθό, θα είναι 150 με 200 ευρώ! Και φυσικά οι μικρές και μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις θα κλείσουν! Αυτό δεν χρειάζεται να το πουν, το βλέπουμε. Καθημερινά κλείνουν κατά χιλιάδες και η ανεργία τινάζεται στα ύψη! Αυτή είναι η ελεύθερη αγορά τους!
Όμως, συνεχίζουν, για να είμαστε ανταγωνιστικοί, δεν φτάνει μόνο αυτό. Μας λένε, με τα δικούς τους -ακατανόητους για τον πολύ κόσμο- οικονομικούς όρους, ότι πρέπει να μειωθούν και οι συντάξεις σε ανάλογα επίπεδα, όπως ανάλογη με αυτών πρέπει να είναι και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ανύπαρκτη δηλαδή.
Και ενώ οι ίδιοι λήστεψαν τα ταμεία μέσω PSI, τώρα για να μειώσουν τις συντάξεις θα μας πουν σαν… επιχείρημα ότι τα ταμεία δεν έχουν λεφτά!
Και ενώ οι ίδιοι λήστεψαν τα ταμεία μέσω PSI, τώρα για να μειώσουν τις συντάξεις θα μας πουν σαν… επιχείρημα ότι τα ταμεία δεν έχουν λεφτά!
Και βέβαια, για να σιγουρέψουνε τα πράγματα με την ανταγωνιστικότητα και για να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των… φίλων «επενδυτών» πρέπει να μας έχουν στο χέρι. Εκεί στοχεύουν λοιπόν τα πάσης φύσεως χαράτσια, ΕΝΦΙΑ κλπ, τα οποία, ακόμη και να ήθελες δεν θα μπορούσες να τους τα πληρώσεις, τη στιγμή μάλιστα που σου κόβουν δραματικά τις πηγές εσόδων και σου αυξάνουν το κόστος ζωής.
Ήδη βέβαια έχουν έτοιμο και το επόμενο βήμα. Ανακοίνωσαν κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων(!) για… «χρέη» που στην ουσία δεν χρωστάς! Βέβαια, αν το πετύχουν και αυτό, τότε θα σε έχουν, θα μας έχουν, εκατό τοις εκατό στο χέρι, για να μας πετάξουν στη συνέχεια με άνεση στο λάκκο των λεόντων!
Πριν όμως φρόντισαν να αποψιλώσουν και τις τελευταίες εργατικές κατακτήσεις. Να μην έχεις το παραμικρό έρεισμα, για να στηριχτείς. Φροντίζουν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, να σου στερήσουν κάθε περιθώριο αντίδρασης. Δεν τολμούν, φυσικά ευθέως να το πουν, τολμούν όμως να το κάνουν. Νομοθετούν προφανώς πάντα με τη λογική «νόμος είναι το κέρδος του καπιταλιστή», δηλαδή της συντριπτικής μειοψηφίας! Και φυσικά τους δημιουργεί απέχθεια και αποτροπιασμό το… «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», δηλαδή της πλειοψηφίας. Έτσι εννοούν αυτοί οι… «δημοκράτες» τη δημοκρατία!
Όμως δεν σταματά το πράγμα εδώ. «Στο καφενείον η Ελλάς… περάστε κόσμε…»,
ο,τι πάρεις τζάμπα! Και πάντα στο… όνομα της «ανάπτυξης»! Σας παρέχουμε τα πάντα, δούλους, δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια, ορυκτό πλούτο, πετρέλαια, χρυσό, ήλιο, αέρα, γη, παραλίες, αρχαία μνημεία! Ό,τι τραβάει η όρεξή σας! Και φυσικά τα της… ανάπτυξης όλα δικά σας! Η Ελλάδα ένας ξεχωριστός παράδεισος! Η… Γουατεμάλα της Ευρώπης! Εκεί ένα στα δυο παιδιά πεθαίνει από την ασιτία και όσα… τολμούν να μην πεθάνουν η ασιτία φροντίζει να τα κάνει να μην σκέφτονται. Να θεωρούν ότι ο θεός… έπλασε χωριστά πλούσιους και φτωχούς. Μαγικές οι… ευκαιρίες που σας προσφέρουμε. Περάστε κόσμε…!
ο,τι πάρεις τζάμπα! Και πάντα στο… όνομα της «ανάπτυξης»! Σας παρέχουμε τα πάντα, δούλους, δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια, ορυκτό πλούτο, πετρέλαια, χρυσό, ήλιο, αέρα, γη, παραλίες, αρχαία μνημεία! Ό,τι τραβάει η όρεξή σας! Και φυσικά τα της… ανάπτυξης όλα δικά σας! Η Ελλάδα ένας ξεχωριστός παράδεισος! Η… Γουατεμάλα της Ευρώπης! Εκεί ένα στα δυο παιδιά πεθαίνει από την ασιτία και όσα… τολμούν να μην πεθάνουν η ασιτία φροντίζει να τα κάνει να μην σκέφτονται. Να θεωρούν ότι ο θεός… έπλασε χωριστά πλούσιους και φτωχούς. Μαγικές οι… ευκαιρίες που σας προσφέρουμε. Περάστε κόσμε…!
Υπάρχουν κάποιοι ακόμη που νομίζουν ότι θα περάσει η κρίση και τα πράγματα θα… διορθωθούν. Η κρίση όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα πορθμείο, που τους βοηθά να περάσουν -προς το παρόν- στην… «απέναντι όχθη», ό,τι θέλουν!
Όπως υπάρχουν και κάποιοι από εμάς που νομίζουν ότι η… «ανάπτυξη» που σχεδιάζεται από αυτούς θα βελτιώσει το δικό μας βιοτικό επίπεδο. Κάνουν μεγάλο λάθος. Θα πρόκειται για ανάπτυξη γαλέρας! Όλοι αυτοί που σήμερα κυβερνούν, ερήμην μας, τα έχουν παραδώσει όλα. Σε εμάς η ανάπτυξή τους θα… «εξασφαλίσει» το πολύ ένα κομμάτι ψωμί, για να ζούμε –όπως αυτοί το φαντάζονται και προσπαθούν- σε καθεστώς δουλοκτητικού τύπου. Εκεί θα έχουν περίσσεια προσφοράς εργασίας –νύχτα με νύχτα- για να εξασφαλίζουν τα αμύθητα κέρδη, για τον επίγειο… ευρωπαϊκό τους παράδεισό, μέσα στη δική μας κόλαση!
Ίσως όμως παραβλέπουν κάποια από τα σημαντικά στοιχεία, που είναι ικανά να ανατρέψουν τα σχέδιά τους.
Το πρώτο είναι ότι ακόμα η σκέψη μας λειτουργεί. Δεν έχουν καταφέρει να την διαλύσουν, όσα τεχνάσματα και αν έχουν εφεύρει, όση κινδυνολογία και τρομοκρατία και αν ασκούν, όσους κομπάρσους και αν έχουν βάλει στο παιχνίδι, όση σαχλαμάρα, παραπληροφόρηση και ψέμα χρησιμοποιούν, για να μας βομβαρδίζουν.
Το δεύτερο είναι η ιστορία και οι αγώνες μας. Αγώνες για την ελευθερία, την ανεξαρτησία, για το δίκιο ενάντια στην αδικία!
Ας μην θριαμβολογούν λοιπόν για τις μάχες που ύπουλα κέρδισαν. Ο πόλεμος δεν έχει κριθεί ακόμα και ας είναι σίγουροι ότι τίποτα δεν πρόκειται να τους χαρίσουμε από όλα, όσα μας ανήκουν!
ΥΓ. Βλέποντας ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου, ΥΠΕΡΟΧΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ – Εξάντας, για τη Γουατεμάλα, μπορεί να δει κανείς τους στόχους τους σε όλη τους την έκταση και να καταλάβει το ποια ανάπτυξη μας… περιμένει!
Απόσπασμα:
https://www.youtube.com/watch?v=Ph7wOzaDHGYΟλόκληρο:
https://www.youtube.com/watch?v=GOSj7f4BtjQ
faretra
Φιλελληνικές “Μεγάλες Προσδοκίες” των ξένων κερδοσκόπων, 1824-1825 (μια άλλη οπτική για τα δάνεια της ανεξαρτησίας)
γράφει ο κ. Ιωάννης Δ. Παπακωνσταντίνου* (σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στα “Θέματα Ελληνικής Ιστορίας”)
Πολλά έχουν γραφεί από πολλούς ιστορικούς για τα δύο “θαλασσοδάνεια” τής Ανεξαρτησίας. Όχι όμως αρκετά, ούτως ώστε οι πολιτικοί μας ταγοί να μπορέσουν να συνάγουν χρήσιμα συμπεράσματα για το σήμερα από τις θλιβερές δανειακές επιδόσεις τής εμπολέμου νεοφυούς Ελληνικής Πολιτείας στις διεθνείς χρηματαγορές το 1824-1825. Συνοπτικά, τρεις εβδομάδες πριν την εισβολή των αιγυπτιοαφρικανικών στρατευμάτων τού Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο (12/2/1825), η Ελλάδα είχε ήδη (αυτο)καταστραφεί οικονομικώς αφού είχε καταστεί μία υπερχρεωμένη χώρα: Παρότι το Ελληνικό Κράτος διέθετε τότε μεγάλη ταμειακή ρευστότητα σε συναλλαγματικά διαθέσιμα, και μάλιστα σε χρυσές λίρες Αγγλίας, εντούτοις η Ελλάδα τότε, τον Φεβρουάριο 1825, ήταν μία χώρα που ήταν οικονομικώς χρεωκοπημένη, κοινωνικώς διαλυμένη και στρατιωτικώς “ανοχύρωτη” (ήδη από την 26/1/1825).
Ι. Η “βρεφική” υπερχρέωση τής Ελληνικής Πολιτείας
Ι. Η “βρεφική” υπερχρέωση τής Ελληνικής Πολιτείας
Στο τέλος τού 1825, το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος4 τής Ελλάδος συμποσούτο σε 2.220.800 χρυσές λίρες Αγγλίας5 ως αποτέλεσμα τής έκδοσης και αναχρηματοδότησης στο Χρηματιστήριο τού Λονδίνου των δύο πρώτων εξωτερικών ομολογιακών δανείων τής νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Το ποσό αυτό ήταν ισόποσο προς 111 εκατομ. γρόσια.
—————————————————————————————————————–
—————————————————————————————————————–
Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ)
απελευθερωθείσης Ελλάδος, οικ. έτος 1823-1824W
(εκατομμύρια γρόσια)
- Γεωργοκτηνοτροφικός τομέας1
(> 78% τού πληθυσμού)
1.1. Πελοπόννησος
(μετά Μεγαρίδος) 48,1
1.2. Στερεά Ελλάδα
(άνευ Μεγαρίδος και Ακαρνανίας) 12,3
1.3. Νήσοι . 5,5 65,9
- Ναυτικός Τομέας (ναυτιλία κ.τ.λ.)2
(~ 8% τού πληθυσμού): 9,1
- Αστικός-περιαστικός τομέας3
(< 14% τού πληθυσμού) 12,9
. .
Συνολικό ΑΕΠ: 87,1
W Πελοπόννησος + Στερεά Ελλάδα (πλήν Ακαρνανίας)
+ Νήσοι (Εύβοια, Κυκλάδες, Αίγινα, Πόρος, Ύδρα, Σπέτσες).
Πίνακας 1
—————————————————————————————————————–
Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) τής απελευθερωθείσης Ελλάδος, που τότε
συμπεριελάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και τις εγγύς νήσους (Αίγινα, Πόρος, Ύδρα, Σπέτσες κ.τ.λ.), ήταν τότε λιγότεροαπό 88 εκατομ. γρόσια (Πίνακας 1).
συμπεριελάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και τις εγγύς νήσους (Αίγινα, Πόρος, Ύδρα, Σπέτσες κ.τ.λ.), ήταν τότε λιγότεροαπό 88 εκατομ. γρόσια (Πίνακας 1).
Εάν διαιρέσουμε τα ως άνω δύο νούμερα [111 εκατομ. / 88 εκατομ.], συνάγουμε ότι το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος τής Ελλάδος το 1825 εκτινάχθηκε πάνω από το 127% τού ΑΕΠ. Επομένως το 1822-1825, η Ελληνική Πολιτεία ξεκίνησε την πορεία της στον ιστορικό χρόνο, ήδη “από γεννησιμιού της”, ως ένα υπερχρεωμένο κράτος.
Συγκριτικά, μόλις το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος τής σύγχρονης Ελλάδος ανήλθε στο 86% τού ΑΕΠ (και το συνολικό Δημόσιο Χρέος στο 127%) το 2009, η Ελληνική Οικονομία πρακτικά χρεωκόπησε, ήτοι αμέσως στη συνέχεια αποκλείσθηκε από τις διεθνείς χρηματαγορές επί σειρά ετών, με αποτέλεσμα η Ελληνική Κυβέρνηση να (εξ)αναγκασθεί να προσφύγει στο ΔΝΤ και στους λοιπούς Τροϊκανούς “σωτήρες” (2010) ως άπελπις ικέτις. Όπως σήμερα (από το 2009), έτσι και τότε (από το 1825), το ελληνικό εξωτερικό Δημόσιο Χρέος ήταν προφανώς μη βιώσιμο λόγω τού δυσθεώρατου ύψους του σε σχέση με το ΑΕΠ τής χώρας.
Ακόμη χειρότερα, εκείνο το αρχικό εξωτερικό Δημόσιο Χρέος (το 1825) δεν ήταν απλώς μη βιώσιμο μακροχρονίως, αλλά επίσης διεφαίνετο, με τραπεζικά τουλάχιστον κριτήρια, ως μη εξυπηρετήσιμο έστω και κατ’ ελάχιστον, οποτεδήποτε: Η καταβολή των τόκων εκείνου τού εξωτερικούχρέους θα επεβάρρυνε (θεωρητικώς) τον κρατικό προϋπολογισμό με ποσό ίσο προς 111.040 λίρες κατ’ έτος, ισόποσο προς 5.552.000 γρόσια κατ’ έτος, που αντιστοιχούσε σε ονομαστικό (συμβατικό) επιτόκιο 5% επί τού ονομαστικού κεφαλαίου και σε πραγματικό (τοκογλυφικό) επιτόκιο 11,7%επί τού πραγματικού κεφαλαίου.6 Εκείνος όμως ο (ετήσιος) τόκος υπερέβαινε κατά πολύ το σύνολο των (ετησίων) εσόδων τού τακτικού προϋπολογισμού τής Ελληνικής Πολιτείας!
Συγκεκριμένα, για το οικονομικό έτος 1823-1824 η Εθνοσυνέλευση τού Άστρους (1823) προϋπολόγισε ετήσια έσοδα τού Κρατικού Προϋπολογισμού 5.462.600 γρόσια από την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τις Κυκλάδες — ήτοι από ολόκληρη την πρώτη επικράτεια τής μετέπειτα αναγνωρισθείσης Ελλάδος (1830). Δηλαδή από το 1825 η εμπόλεμη Ελλάδα ενεφάνιζε ένα μοναδικό φαινόμενο στην Παγκόσμια Οικονομική Ιστορία: Οι ξένοι κερδοσκόποι χορηγούσαν στην Ελληνική Πολιτεία δάνεια τα οποία ήσαν κολοσσιαία για τα οικονομικά της μεγέθη, αφού μόνον οι τόκοι (χωρίς χρεωλύσια) υπερέβαιναν το… 101% των συνολικών εσόδων τού κράτους!!!
Ακόμη χειρότερα, εκείνα τα κρατικά έσοδα τής νεοφυούς Ελληνικής Πολιτείας μόλις και “μετά βίας” μπορούσαν να καλύπτουν τις δοικητικές και λειτουργικές δαπάνες για (μόνον) 15.000 δοικητικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς (προς 400 γρόσια ετησίως ανά υπάλληλο ή στρατιωτικό κατά μέσο όρο). Δηλαδή η Ελλάδα ευρίσκετο εξ αρχής σε πλήρη αδυναμία να εξυπηρετήσει εκείνο το χρέος, ή οποιοδήποτε χρέος, ακόμη και εάν τοπραγματικό επιτόκιο τού χρέους τής χώρας δεν ήταν τοκογλυφικό (11,7%) αλλά “κανονικό” (3% – 5%), ή και “συμβολικό” (π.χ. 1%), αφού η τότε ηεμπόλεμη “Προσωρινή Κυβέρνηση τής Ελλάδος” δεν μπορούσε να διαθέσειούτε ένα γρόσι είτε για τόκους είτε για χρεολύσια από τον ισχνό και ελλειμματικό πολεμικό προϋπολογισμό της τότε.
Ακόμη χειρότερα, εκείνο το αρχικό εξωτερικό Δημόσιο Χρέος (το 1825) δεν ήταν απλώς μη βιώσιμο μακροχρονίως, αλλά επίσης διεφαίνετο, με τραπεζικά τουλάχιστον κριτήρια, ως μη εξυπηρετήσιμο έστω και κατ’ ελάχιστον, οποτεδήποτε: Η καταβολή των τόκων εκείνου τού εξωτερικούχρέους θα επεβάρρυνε (θεωρητικώς) τον κρατικό προϋπολογισμό με ποσό ίσο προς 111.040 λίρες κατ’ έτος, ισόποσο προς 5.552.000 γρόσια κατ’ έτος, που αντιστοιχούσε σε ονομαστικό (συμβατικό) επιτόκιο 5% επί τού ονομαστικού κεφαλαίου και σε πραγματικό (τοκογλυφικό) επιτόκιο 11,7%επί τού πραγματικού κεφαλαίου.6 Εκείνος όμως ο (ετήσιος) τόκος υπερέβαινε κατά πολύ το σύνολο των (ετησίων) εσόδων τού τακτικού προϋπολογισμού τής Ελληνικής Πολιτείας!
Συγκεκριμένα, για το οικονομικό έτος 1823-1824 η Εθνοσυνέλευση τού Άστρους (1823) προϋπολόγισε ετήσια έσοδα τού Κρατικού Προϋπολογισμού 5.462.600 γρόσια από την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τις Κυκλάδες — ήτοι από ολόκληρη την πρώτη επικράτεια τής μετέπειτα αναγνωρισθείσης Ελλάδος (1830). Δηλαδή από το 1825 η εμπόλεμη Ελλάδα ενεφάνιζε ένα μοναδικό φαινόμενο στην Παγκόσμια Οικονομική Ιστορία: Οι ξένοι κερδοσκόποι χορηγούσαν στην Ελληνική Πολιτεία δάνεια τα οποία ήσαν κολοσσιαία για τα οικονομικά της μεγέθη, αφού μόνον οι τόκοι (χωρίς χρεωλύσια) υπερέβαιναν το… 101% των συνολικών εσόδων τού κράτους!!!
Ακόμη χειρότερα, εκείνα τα κρατικά έσοδα τής νεοφυούς Ελληνικής Πολιτείας μόλις και “μετά βίας” μπορούσαν να καλύπτουν τις δοικητικές και λειτουργικές δαπάνες για (μόνον) 15.000 δοικητικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς (προς 400 γρόσια ετησίως ανά υπάλληλο ή στρατιωτικό κατά μέσο όρο). Δηλαδή η Ελλάδα ευρίσκετο εξ αρχής σε πλήρη αδυναμία να εξυπηρετήσει εκείνο το χρέος, ή οποιοδήποτε χρέος, ακόμη και εάν τοπραγματικό επιτόκιο τού χρέους τής χώρας δεν ήταν τοκογλυφικό (11,7%) αλλά “κανονικό” (3% – 5%), ή και “συμβολικό” (π.χ. 1%), αφού η τότε ηεμπόλεμη “Προσωρινή Κυβέρνηση τής Ελλάδος” δεν μπορούσε να διαθέσειούτε ένα γρόσι είτε για τόκους είτε για χρεολύσια από τον ισχνό και ελλειμματικό πολεμικό προϋπολογισμό της τότε.
ΙΙ. Το μυστήριο των κερδοσκοπικών προσδοκιών
Επομένως, εγείρονται κατ’ αρχήν τα εξής τρία προφανή ερωτήματα:
- Κερδοσκόποι. Βάσει ποιάς ελλόγου προσδοκίας οι (Άγγλοι και Ολλανδοί) κερδοσκόποι πείσθηκαν να επενδύσουν τα χρήματά τους σε ένα νεοφυές και μάλιστα εμπόλεμο κράτος που εξ υπαρχής αδυνατούσε λογιστικώς να καταβάλει έστω και μία λίρα έναντι τοκοχρεωλυσίων για εκείνα τα δάνεια;
Οποιαδήποτε και εάν ήταν η “λογική” των κερδοσκόπων και οι συναφείς υπολογιστικές ή εκτιμησιακές μέθοδοι (τραπεζολογιστικές ή οικονομολογικές) των χρηματιστηριακών τους συμβούλων το 1824, ήταν προφανές τότε ότι η “ακαριαία” εκτίναξη τού εξωτερικού Δημοσίου Χρέους τής Ελλάδος από το 0% στο δυσθεώρατο 127% τού ΑΕΠ το 1824-1825, και η συνακόλουθη εκτίναξη των καταβλητέων ετησίων τόκων τού εξωτερικού χρέους από το 0% στο σουρεαλιστικό 101% των ετησίων εσόδων τού προϋπολογισμού δι΄ εκείνων των δύο δανείων, θα καθιστούσαν αφ’ εαυτών τότε την εμπόλεμη Ελληνική Πολιτεία ένα χρεωκοπημένο και επομένως αφερέγγυο κράτος αμέσως, ήδη από το 1825.
Τίθεται επομένως το ερώτημα: Είχαν παραφρονήσει συλλογικώς οι ξένοι κερδοσκόποι τότε, αφού διεφαίνετο όχι απλώς η πιθανότητα αλλά η βεβαιότητα ότι μία προδήλως χρεωκοπημένη Ελλάδα αδυνατούσε όχι απλώς να πληρώσει οποιουσδήποτε τόκους, αλλά ακόμη και να επιστρέψει έστω και το κεφάλαιο στους κερδοσκόπους στο προβλέψιμο μέλλον, πριν δηλαδή οι εν λόγω ξένοι δανειστές τής Ελλάδος αποδημήσουν όλοι “εις Κύριον” (η “εις μαμωνά”) απλήρωτοι, ανεξόφλητοι και “φεσωμένοι”;
- Ελληνικό Κράτος. Δεν γνώριζε άραγε η Ελληνική Κυβέρνηση ότι η εκτίναξη τού εξωτερικού Δημοσίου Χρέους τής Ελλάδος στα ως άνω “ανεμοδαρμένα ύψη” ισοδυναμούσε με ουσιαστική (αν όχι και τεχνική) χρεωκοπία, ήτοι με οικονομολογική καταστροφή, με συνακόλουθο διεθνή διασυρμό τής “νηπιακής” Ελληνικής Πολιτείας και με επακόλουθη γεωστρατηγική ήττα τής εμπολέμου Ελλάδος τότε;
Ασφαλώς και τα εγνώριζε όλα αυτά η Ελληνική Κυβέρνηση, διότι στους κόλπους της συμπεριελάμβανε έμπειρους Φαναριώτες (Μαυροκορδάτος, Νέγρης κ.τ.λ.), που είχαν εκπαιδευτεί παραδοσιακά και είχαν μάθει μεθοδικά πώς να διαφεντεύουν (οικονομικώς) όχι απλώς μία μικρή χώρα (όπως η εγειρόμενη Ελλάδα) αλλά επί πλέον μια ολάκερη αυτοκρατορία (όπως η Οθωμανική).
Επομένως πώς σχεδίαζε η Ελληνική Πολιτεία να εξυπηρετήσει και αποπληρώσει εκείνα τα “θαλασσοδάνεια”, έστω και πιθανολογικώς, όταν εξέδιδε τα ομόλογά της στο Χρηματιστήρο τού Λονδίνου;
- Ξένοι οίκοι. Με ποια λογική οι δύο έγκυροι επενδυτικοτραπεζικοί οίκοι — Loughnan, Son and O’ Brien και J. & S. Ricardo —διακινδύνευσαν το κύρος τους αναλαμβάνοντας ως ανάδοχοι(“underwriters”) το έργο τής προώθησης, διάθεσης και διαχειριστικής εκκαθάρισης των δύο ελληνικών ομολογιακών δανείων, δεδομένου ότι εκείνα τα δάνεια εφαίνοντο, με τραπεζικά κριτήρια, όχι απλώς επισφαλή αλλά παντελώς ανασφαλή (“τζούφια” ή “φούσκες”) λόγω τήςπροκαταγεγραμμένης αδυναμίας τού Ελληνικού Κράτους να καταβάλει έστω και μία λίρα για τοκοχρεωλύσια, σύμφωνα τουλάχιστον με την άκαμπτη λογική τής απλής αριθμητικής;
————————————————————————————————————–
Συγκεντρωτικά έσοδα κρατικού προϋπολογισμού
της Ελλάδος, οικ. έτος 1823-1824
(γρόσια)
- Έσοδα απελευθερωθείσης Ελλάδος:
1.1. Έσοδα Πελοποννήσου 2.605.800
1.2. Έσοδα Στερεάς Ελλάδας 1.437.700
1.3. Έσοδα Νήσων 1.410.100 5.462.600
- Έσοδα Κρήτης: 7.383.620
Συνολικά έσοδα: 12.846.220
——————————————————————————————————————————————
Πίνακας 2
Πίνακας 2
Το κλειδί στη λύση τού μυστηρίου, που συντίθεται από τα παραπάνω τρία ερωτήματα, βρίσκεται στον προϋπολογισμό τού Ελληνικού Κράτους, ο οποίος καταρτίσθηκε από τη Εθνοσυνέλευση τού Άστρους (1823). Εκείνος ο προϋπολογισμός συμπεριελήφθηκε στη μακροοικονομική και εθνοστρατηγική έκθεση τού Φιλέλληνα EdwardBlaquière (ενεργούντος ως εντολοδόχου τής Φιλελληνικής Επιτροπήςτού Λονδίνου), η οποία δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο την 13/9/1823 προς θετικό επηρεασμό των κερδοσκόπων υπέρ τής Ελλάδος, όπως αναλύεται συνοπτικά παρακάτω.
ΙΙΙ. α΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας
Όπως αναγράφεται σε εκείνον τον προϋπολογισμό τού 1823-1824 (Πίνακας 2), πέραν των ως άνω εσόδων από την Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Κυκλάδες και εγγύς νήσους (5.462.000 γρόσια), η Ελληνική Κυβέρνηση προσδοκούσε, καθ’ όν χρόνο προωθούσε την έκδοση τού πρώτου της ομολογιακού δανείου στο Λονδίνο, επιπρόσθετα έσοδα7.383.620 γροσίων από την Κρήτη:7 Η Μεγαλόνησος συνέχιζε να μάχεται κατά στρατευμάτων και στόλων από τρεις ηπείρους — Ασία, Αφρική και Ευρώπη — όταν συνήφθη το α΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας (9/2/1824).
Ειδικότερα, όπως αναλύεται στο άρθρο η Μάχη τής Κρήτης 1821-1824, (στα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας), οι Ελληνοκρήτες κατόρθωσαν με τρομακτικές θυσίες να κρατήσουν το πολεμικό μέτωπο στη Μεγαλόνησο “ανοιχτό” και “εν εξελίξει” για αρκετούς μήνες κατά την κρίσιμη περίοδο Σεπτέμβριο 1823 – Μάρτιο 1824, ενώ δηλαδή η Φιλελληνική Επιτροπή τού Λονδίνου, η Ελληνική Κυβέρνηση, και προσωπικά ο Λόρδος Βύρων ως Αρχιεπίτροπος τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, διεξήγαγαν τον εναγώνιο κοινό τους αγώνα προς εξασφάλιση τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, παρότι οι Ελληνοκρήτες είχαν ηττηθεί ήδη από τον Αύγουστο τού 1823 (στη Μάχη στις Αρμουγέλλες) από τον αιγυπτιοαφρικανικό τακτικό στρατό εισβολής. Τελικά, οι Ελληνοκρήτες κατέθεσαν τα όπλα μόνον αφού το δάνειο είχε εκδοθεί και διασφαλισθεί υπέρ τής Ελλάδος, και “συμπτωματικά” την ημέρα ακριβώς που η πρώτη δόση τού δανείου (£40.000) έφθασε στη Ζάκυνθο, ήτοι την 12 Απριλίου 1824.
Θεωρητικά δηλαδή οι ξένοι κερδοσκόποι-ομολογιούχοι τού α΄Δανείου τής
Άγγλος τραπεζίτης |
Ανεξαρτησίας, όπως επίσης και η Ελληνική Κυβέρνηση και οι ξένοι οίκοι, “πόνταραν” στην απελευθέρωση τής Κρήτης και στην ενσωμάτωσή της με την Ελλάδα που θα υπερδιπλασίαζε τα έσοδα τού κρατικού προϋπολογισμού τής Ελλάδος. Επιπλέον “πόνταραν” σε επιπρόσθετα έσοδα (περί τα 2,5 εκατομμύρια γρόσια) από την ενσωμάτωση των περισσοτέρων νήσων τού ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα, αφού η καταστροφές τής Κάσσου και των Ψαρών (αμφότερες τον Ιούνιο 1824) δεν είχαν επισυμβεί όταν οι κερδοσκόποι αγόρασαν τα ομόλογα τού Ελληνικού Δημοσίου (Φεβρουάριος 1824). Τέλος “πόνταραν” στην ενσωμάτωση και των Επτανήσων στην Ελλάδα, ως πιθανολογούμενη “προίκα” τής Αγγλίας στην ελεύθερη Ελλάδα.
Δηλαδή μία ισχυρή Ελλάδα που θα συμπεριλάμβανε τις περισσότερες ελληνικές νήσους (Κυκλάδες, νήσοι ανατολικού Αιγαίου, Κρήτη και Ιόνιοι νήσοι), θα είχε κρατικό προϋπολογισμό με έσοδα που θα ξεπερνούσαν τα 17 εκατομμύρια γρόσια και θα έτεινε προς τα 20 εκατομμύρια γρόσια, με Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) που θα ξεπερνούσε τα 250 εκατομύρια γρόσια. Τότε, με μία τέτοια γεωγραφική διεύρυνση (τής επικρατείας) και τη συνακόλουθη οικονομική μεγένθυση (τού ΑΕΠ) τής χώρας, το εξωτερικόΔημόσιο Χρέος της θα περιορίζετο αυτόματα σε επίπεδο χαμηλότερο από το50% τού ΑΕΠ (αντί τού 127% ως άνω), και η Ελλάδα θα μπορούσε τότε να το εξυπηρετήσει με συνέπεια, διότι θα επεβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό το πολύ με 28% – 33% των διευρυμένων εσόδων (αντί τού 111% ως άνω). Επομένως, σε ένα τέτοιο πλαίσιο δραστικής διόγκωσης τού ελληνικού ΑΕΠ στο προβλέψιμο μέλλον, το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος τής χώρας θα καθίστατο βιώσιμο, ακόμα και στο (ληστρικό) επίπεδο τούπραγματικού επιτοκίου (12%) των Δανείων τής Ανεξαρτησίας. Επί πλέον, σχετικά σύντομα (μετά τη διεθνή αναγνώριση τής Ελλάδος), η ετήσια επιβάρυνση τού προϋπολογισμού για την εξυπηρέτηση τού εξωτερικού Δημοσίου Χρέους θα μπορούσε να μειωθεί σταδιακά πολύ πιο κάτω από το 28% – 33% των εσόδων, ήτοι στα επίπεδα τού 10% – 12%, μέσω διαδοχικών και συστηματικών αναδιαρθρώσεων τού χρέους, όπως μεσταδιακή επαναγορά ομολόγων σε (χαμηλότερες) τιμές αγοράς με χρηματοδότηση από ευνοϊκότερα δάνεια κ.τ.λ., και επίσης λόγω τής αναμενόμενης οικονομικής ανάπτυξης αμέσως μετά τον πόλεμο.
Δηλαδή μία ισχυρή Ελλάδα που θα συμπεριλάμβανε τις περισσότερες ελληνικές νήσους (Κυκλάδες, νήσοι ανατολικού Αιγαίου, Κρήτη και Ιόνιοι νήσοι), θα είχε κρατικό προϋπολογισμό με έσοδα που θα ξεπερνούσαν τα 17 εκατομμύρια γρόσια και θα έτεινε προς τα 20 εκατομμύρια γρόσια, με Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) που θα ξεπερνούσε τα 250 εκατομύρια γρόσια. Τότε, με μία τέτοια γεωγραφική διεύρυνση (τής επικρατείας) και τη συνακόλουθη οικονομική μεγένθυση (τού ΑΕΠ) τής χώρας, το εξωτερικόΔημόσιο Χρέος της θα περιορίζετο αυτόματα σε επίπεδο χαμηλότερο από το50% τού ΑΕΠ (αντί τού 127% ως άνω), και η Ελλάδα θα μπορούσε τότε να το εξυπηρετήσει με συνέπεια, διότι θα επεβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό το πολύ με 28% – 33% των διευρυμένων εσόδων (αντί τού 111% ως άνω). Επομένως, σε ένα τέτοιο πλαίσιο δραστικής διόγκωσης τού ελληνικού ΑΕΠ στο προβλέψιμο μέλλον, το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος τής χώρας θα καθίστατο βιώσιμο, ακόμα και στο (ληστρικό) επίπεδο τούπραγματικού επιτοκίου (12%) των Δανείων τής Ανεξαρτησίας. Επί πλέον, σχετικά σύντομα (μετά τη διεθνή αναγνώριση τής Ελλάδος), η ετήσια επιβάρυνση τού προϋπολογισμού για την εξυπηρέτηση τού εξωτερικού Δημοσίου Χρέους θα μπορούσε να μειωθεί σταδιακά πολύ πιο κάτω από το 28% – 33% των εσόδων, ήτοι στα επίπεδα τού 10% – 12%, μέσω διαδοχικών και συστηματικών αναδιαρθρώσεων τού χρέους, όπως μεσταδιακή επαναγορά ομολόγων σε (χαμηλότερες) τιμές αγοράς με χρηματοδότηση από ευνοϊκότερα δάνεια κ.τ.λ., και επίσης λόγω τής αναμενόμενης οικονομικής ανάπτυξης αμέσως μετά τον πόλεμο.
Στο μεταξύ η αξία των ομολόγων εις χείρας των κερδοσκόπων θα αυξάνετο αμέσως μετά την επίσημη ενσωμάτωση τής νησιωτικής Ελλάδος στην επικράτεια τής Ελληνικής Πολιτείας, και τότε οι κερδοσκόποι θα απεκόμιζαν κεφαλαιουχικά (υπερ)κέρδη. Δηλαδή τότε θα έκαναν “μεγάλο πάρτυ” στο Χρηματιστήριο τού Λονδίνου πουλώντας τα εις χείρας τους (υπερτιμημένα) ομόλογα τού Ελληνικού Δημοσίου.
|
ΙV. Ελληνική Στρατιά
Ο Λόρδος Βύρων, ωςΑρχιεπίτροπος τού α΄Δανείου τής Ανεξαρτησίας— ήτοι προϊστάμενος τής πενταμελούς επιτροπής8προς επιτόπιο έλεγχο τής αξιοποίησης τού δανείου, αντίστοιχη με τη σημερινή (3μελή)“Τρόϊκα” — κατέβαλε άοκνες προσπάθειες για μία “γενναία” δανειοδότηση τής εμπολέμου Ελλάδος, βάσει ενόςστρατηγικού πλαισίου αναφοράς, που ήταν συγκεκριμένο καιποσοτικοποιημένο: Στην Εθνοσυνέλευση τού Άστρους (1823) οι Έλληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες προσδιόρισαν συναινετικώς ότι μία εθνοαπελευθερωτική εκστρατεία προς βορράν θα απαιτούσε εκστρατευτικό σώμα 26.650 ανδρών και σύνολο ενόπλων δυνάμεων 58.000 ανδρών. Σε εκείνη τη βάση, ο Λόρδος Βύρων επεδίωκε την άμεση δανειοδότηση τής Ελλάδος ώστε να συγκροτηθεί η εθνική στρατιά των Ελλήνων, η οποία όχι μόνον θα απελευθέρωνε την Ελλάδα το 1825-1826 αλλά και θα προκαλούσε τη διάλυση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επί λέξει ως εξής, σύμφωνα με τα λόγια τού ίδιου τού Λόρδου Βύρωνα:9
“Φαίνεται ότι αυτή η εκστρατεία [προς βορράν] θα θέσει τα θεμέλια για την Ελληνική ανεξαρτησία, και τότε ένα ένδοξο πεδίο προόδου θα διανοιχθή ενώπιόν μας. […] Το έδαφος είναι εξαιρετικό. Με επιδέξεια καλλιέργεια και καλούς σπόρους, πρόκειται να διαπιστώσουμε σύντομα πόσο γρήγορα και σε ποιό επίπεδο τελειότητας οι καρποί τού πολιτισμού μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ μας.
Στην παρούσα κατάσταση τής ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, φαίνεται να υπάρχει στην Ανατολή ένα είδος κενού, το οποίο είναι σκόπιμο να το καλύψουμε, ώστε να αντισταθμίσουμε την κυριαρχία τού Βορρά [αυτοκρατορίες τής Ρωσίας και τής Αυστρίας]. Η Αγγλική κυβέρνηση αυταπατήθηκε αρχικά με το να σκεφθή ότι ήταν δυνατόν να διατηρήσει την ακεραιότητα τής Τουρκικής Αυτοκρατορίας: Αλλά κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, διότι αυτή η ακατέργαστη μάζα έχει ήδη πετροποιηθεί, και πρέπει να διαλυθεί. Εάν οποιαδήποτε ισορροπίαπρόκειται να αποκατασταθή, η Ελλάδα πρέπει να υποστηριχθή…”
Οι κερδοσκόποι επηρρεάσθηκαν ευμενώς από τη γενικότερη γεωστρατηγική διορατικότητα και την ειδικότερη στρατηγική στόχευση τού Αρχιεπιτρόπου τους προς άμεση απελευθέρωση τής Θεσσαλίας και τής Ηπείρου και μεταφορά τού πολεμικού μετώπου προς βορράν, στην αμυντική γραμμή Βέρμιο-Όλυμπος-Κίσσαβος (Τέμπη), σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο των Μπότσαρη-Περραιβού (που είχε υιοθετήσει και ο Μαυροκορδάτος από τον Ιούνιο 1823): Όσον μεγαλύτερη καθίστατο η Ελλάδα γεωγραφικά και οικονομικά, τόσο μεγαλύτερη αξία θα αποκτούσαν τα ομόλογα τού Ελληνικού Δημοσίου εις χείρας των κερδοσκόπων.
Όμως η χρηματοδότηση ενόπλων δυνάμεων αυτού τού επιπέδου απαιτούσε 3.620.000 γρόσια (£ 72.400) ανά μήνα για την εαρινή περίοδο (Μάϊος-Οκτώβριος), ήτοι συνολικά 21.720.000 γρόσια για μία 6μηνη εαρινή εκστρατεία (Πίνακας 3). Και αυτό ακριβώς το ποσό, που αντιστοιχούσε σε £ 434.400, καλούντο να δανείσουν οι ξένοι κερδοσκόποι στην Ελληνική Πολιτεία, προκειμένου να απελευθερώσει με ίδιεςδυνάμεις10 τη Θεσσαλία και την ‘Ηπειρο, ή και μέρος τής Μακεδονίας, ώστε να τελειώσει ο πόλεμος εντός τού 1825 ή το αργότερο το 1826: Γι΄ αυτό εξ άλλου προεβλέπετο ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα άρχιζε να πληρώνει τόκους για τα Δάνεια τής Ανεξαρτησίας μετά από δύο χρόνια πολέμου, ήτοι από την 1/6/1826 και την 1/1/1827 για το α’ και β΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας αντίστοιχα, και γι’ αυτό παρακρατήθηκαν προκαταβολικώς τόκοι δύο ετών από εκείνα τα δάνεια.6
Σε κάθε περίπτωση, υπήρχαν σημαντικά αντικειμενικά γεγονότα που ο έκαναν τούς κερδοσκόπους ενθουσιώδεις (αν και ιδιοτελείς) υποστηρικτές τού Αρχιεπιτρόπου τους, όπως π.χ.: (α) οι Έλληνες είχαν συντρίψει όλα τα στρατεύματα που ο Σουλτάνος εξακόντισε κατά τού Μωριά και τής Ρούμελης το 1821-1823, (β) ο Ελληνικός Στόλος θαλασσοκρατούσε στο Αιγαίο, και (γ) ο Λόρδος Βύρων είχε μεταβεί στο Μεσολόγγι από το τέλος τού 1823, προκειμένου να εγγυηθεί προσωπικά, με τη θεσμικήπαρουσία του στην πρώτη γραμμή τού πυρός, ως Αρχιεπίτροπος των δανείων, την πολεμική αξιοποίηση των δανείων προς ταχύτατη διεύρυνση τής επικρατείας και τής οικονομίας τής δανειολήπτριας χώρας.
Επιγραμματικά, ο (ανιδιοτελής) γεωστρατηγικός μεγαλοϊδεατισμός τού Αρχιεπιτρόπου των Δανείων τής Ανεξαρτησίας, τού ποιητή Λόρδου Βύρωνα, και τα (ιδιοτελή) συμφέροντα των ξένων κερδοσκόπων ταυτίζοντο τότε πλήρως όσον αφορά στη στόχευσή τους: τη Μεγαλοσύνη τής Ελλάδος.
- V. β΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας
Όσον αφορά στο β΄ ομολογιακό δάνειο (Ιανουάριος 1825), οι παραπάνω προσδοκίες των τριών συντελεστών του (κερδοσκόποι, Ελληνική Πολιτεία και ξένοι οίκοι) όχι μόνον παρέμειναν αμετάβλητες αλλά ενισχύθηκαν ακόμη και μετά την συνθηκολόγηση των Ελληνοκρητών, τον αιφνίδιο θάνατο τού Λόρδου Βύρωνα (Απρίλιος 1824) και τις καταστροφές τής Κάσσου και των Ψαρρών (Ιούνιος 1824), λόγω των εξής σημαντικών και αντισταθμιστικών πολεμικών και διπλωματικών εξελίξεων κατά το β΄ εξάμηνο τού 1824:
- Ρούμελη. Όλα τα τουρκικά στρατεύματα που εισέβαλαν στην Ρούμελη το 1824 (με συνολική δύναμη περί τούς 18.000 άνδρες) είτε ανασχέθησαν είτε συνετρίβησαν από τούς Έλληνες.
- Πελοπόννησος. Ούτε ένας Οθωμανός στρατιώτης δεν εισέβαλε ή αποβιβάσθηκε στην Πελοπόννησο το 1824.
- Κρήτη. Δύο μήνες μετά τη συνθηκολόγηση των Ελληνοκρητών, η Ρωσία υπέβαλε στις Μεγάλες Δυνάμεις επείγον ειρηνευτικό σχέδιο (Ιούνιος 1824) που επέτασσε την άμεση εκκένωση τής Κρήτης από τα αιγυπτιοαφρικανικά στρατεύματα και στην αυτονόμησή της, κατ’ αρχήν ως φόρου υποτελής στον Σουλτάνο κατά το πρότυπο τής Σερβίας και τής Μολδοβλαχίας.
Οι κερδοσκόποι εξέλαβαν ότι εκείνο το σχέδιο, το οποίο συνυπέγραψαν οι εκπρόσωποι όλων των Μεγάλων Δυνάμεων (Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία, Αγγλία και Γαλλία), καταδείκνυε τη δυναμική γεωγραφικής μεγένθυσης τής ελληνικής εποκρατείας διότι:
(α) Το σχέδιο καταδείκνυε αφ’ εαυτό ότι οι Ελληνοκρήτες ήσαν “άξιοι τής ελευθερίας”, δηλαδή πληρούσαν μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις (την δι’ αίματος αποδεδειγμένη “άξιοσύνη” τους) για χειραφέτηση, όπως είχε προσδιορίσει ρητά ο Άγγλος Υπουργός Εξωτερικών George Canningσχετικά με τις νέες χώρες που θα αναγνώριζε η Αγγλία,
(β) Το σχέδιο υποδήλωνε ότι η Κρήτη είχε “κατακυρωθεί” απόόλες τις Μεγάλες Δυνάμεις οριστικά στην Ελλάδα. Μετά από εκείνες τις εξελίξεις οι κερδοσκόποι πιθανολογούσαν ευλόγως ότι η Μεγαλόννησος θα ενσωματώνετο στην Ελλάδα μετά από μία σύντομη περίοδο αυτονομίας και την επακόλουθη άσκηση τού δικαιώματος τής αυτοδιαθέσεωςτων κατοίκων της.
- Αιγαίο. Αμέσως μετά την Καταστροφή των Ψαρών (20-24 Ιουνίου 1824), ο Ελληνικός Στόλος, υπό την εμπνευσμένη ναυαρχία τού Μιαούλη, ανακατέλαβε τα Ψαρά, έστω και προσωρινά στις 3-7 Ιουλίου 1824, και στη συνέχεια, αμέσως μετά από την αρχική χρηματοδότηση τού Ελληνικού Στόλου με ένα μικρό μέρος (£ 18.000 λίρες) τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, κατεναυμάχησε αμφοτέρους τούς οθωμανικούς στόλους, ήτοι τον αυτοκρατορικό (υπό τον ναύαρχοΜεχμέτ Αλή) και τον Αιγυπτιοαφρικανικό (υπό τον Ιμπραήμ Πασά), σε 10 διαδοχικές ναυμαχίες στο ανατολικό και νότιο Αιγαίο κατά την περίοδο 30 Ιουλίου – 2 Νοεμβρίου 1824. Στην τελευταία (10η) ναυμαχία, τη Ναυμαχία τής Κρήτης, 12 ναυτικά μίλια Β.Α. τού Ηρακλείου την 1-2 Νοεμβρίου 1824, ο Ελληνικός Στόλος κατόρθωσε να ανασχέσει τον Αιγυπτιοαφρικανικό Στόλο στο Αιγαίο, ώστε να μη διενεργήσει αποβάσεις στην Πελοπόννησο το 1824 πριν την έκδοση τού β‘ Δανείου τής Ανεξαρτησίας (Ιανουάριος 1825).
- Αγγλική Κυβέρνηση. Αμέσως μετά τον θρίαμβο τού Ελληνικού Στόλου στο Αιγαίο στο β΄ εξάμηνο τού 1824, και συγκεκριμένα μόλις πέντε (5) μέρες μετά τη Ναυμαχία τής Κρήτης, η Αγγλική Κυβέρνηση έσπευσε να αναγνωρίσει πρώτη την Ελληνική Κυβέρνηση την 7 Νοεμβρίου 1824, διόμισυ μήνες πριν από την έκδοση τού β΄Δανείου τής Ανεξαρτησίας (26 Ιανουαρίου 1825), αποσκοπώντας σε πολλαπλούς (τρεις) στόχους:
(α) Ελληνοαγγλική Αιγαιοκρατορία. Με εκείνη την αναγνώριση, η Αγγλία έσπευδε πρώτη να υποδηλώσει τηγεωστρατηγική καταξίωση τής Ελλάδος ως Αιγαιοκράτειρας τότε (και έκτοτε), ούτως ώστε η Αγγλία να αποκτήσει το διπλωματικό προβάδισμα έναντι των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων όσον αφορά στην επιρροή της στην αναδυόμενη Νέα Ελλάδα τότε, και κατ΄ ακολουθία όσον αφορά και στον γεωπολιτικό έλεγχο τού Αιγαίου δια τού Ελληνικού Στόλου έκτοτε.
(β) Ιερά Συμμαχία. Με εκείνη την αναγνώριση, η Αγγλία εξουδετέρωσε τα ρωσικά σχέδια και τις συναφείς επιδιώξεις τής Ιεράς Συμμαχίας για πολυδιάσπαση τής Ελλάδος σε τρεις αυτόνομες ηγεμονίες φόρου υποτελείς στον Σουλτάνο, δηλαδή σχέδια που απέβλεπαν στην κατάλυση τής (ενιαίας)δημοκρατικής Ελληνικής Πολιτείας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ιερά Συμμαχία παρέλυσε στο τέλος τού 1824, αφού τα σχέδιά της προς κατάλυση τής Ελληνικής Δημοκρατίας ματαιώθηκαν οριστικά, και άρχισε να καταρρέει από τις αρχές τού 1825.
Δηλαδή οι κερδοσκόποι έβλεπαν, προς δόξα τής Ελλάδος, ότι αυτός που διασπάσθηκε και κατέρρεε ήταν τελικά όχι η εμπόλεμη Ελληνική Πολιτεία, αλλά η στρατοκρατική Ιερά Συμμαχία (κάτι σαν το ΝΑΤΟ τής μεταναπολεοντείου εποχής). Στο τέλος τού 1824, η (διπλωματικώς δικαιωθείσα) μικρή και δημοκρατική Ελλάδα προεβάλλετο στους χρηματιστηριακούς κύκλους ως έχουσα λαμπρό μέλλον, ενώ η (διπλωματικώς αποδυναμωθείσα) κολοσσιαία και ηγεμονική Ιερά Συμμαχία φαινόταν τότε ότι αποτελούσε πλέον ένα παραπαίον και φυλλοροούν μεταμεσαιωνικό απολιφάδι τού παρελθόντος.
(γ) Κερδοσκόποι. Με την αναγνώριση τής Ελληνικής Πολιτείας, και μάλιστα με φρασεολογία των ελληνικών εθνοσυνελεύσεων — στη συναφή επιστολή της η Αγγλική Κυβέρνηση προσφωνούσε την Ελληνική ως “Προσωρινή Κυβέρνηση τής Ελλάδος”, σε πλήρη δηλαδή ευθυγράμμιση με τα (δημοκρατικά) συντάγματα τής Επιδαύρου και τού Άστρους — η Αγγλία απέβλεπε και πέτυχε να καθησυχάσει τούς κερδοσκόπους στο Χρηματιστήριο τού Λονδίνου ότι η Ελληνική Πολιτεία θα παρέμενε μία, αδιάσπαστη και αδιαίρετη, που ως τέτοια θα μπορούσε να διασφαλίσει και αποπληρώσει τα δάνεια.
- Τέλος εμφυλίων διαμαχών. Η β΄εμφύλια διαμάχη έληξε την 14 Δεκεμβρίου 1824, με πλήρη κατίσχυση τής Κυβέρνησης τού Υδραίου/Κρανιδιώτη Λάζαρου Κουντουριώτη και των περί αυτόν Φαναριωτών, ένα μήνα πριν από την έκδοση τού β΄ ομολογιακού δανείου. Οι κερδοσκόποι εξέλαβαν την τελική έκβαση τής β΄εμφύλιας διαμάχης ως θετική εξέλιξη, διότι η Ελληνική Κυβέρνησηενεφανίζετο πλέον ως ισχυρή και επομένως ικανή να διασφαλίσει τα κεφάλαια των κερδοσκόπων — οι οποίοι όμως αδυνατούσαν να διαγνώσουν, πέρα από τα επιφαινόμενα, το τεράστιο στρατηγικό κόστος τής β΄ εμφύλιας διαμάχης, ήτοι την πλήρη αυτοδιάλυση των ενόπλων δυνάμεων τού Μωριά από κάθε άποψη (επάνδρωσης, οργάνωσης, εξοπλισμού και κυρίως πολεμικού ηθικού) ήτοι την αποσύνθεση των (πρώην) ακαταμάχητων στρατευμάτων εξ 6.700 επιλέκτων και μπαρουτοκαπνισμένων στρατιωτών που πρίν δύο χρόνια (1822) συνέτριψαν τη στρατιά τού Δράμαλη…
Επιγραμματικά, στις αρχές τού 1825 οι ξένοι κερδοσκόποι είχαν σχηματίσει την εντύπωση ότι το α΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας αξιοποιήθηκε επαρκώς (“έπιασε τόπο”) κατά το προηγούμενο έτος (1824), παρά τον πρόωρο θάνατο τού Λόρδου Βύρωνα. Ως αποτέλεσμα, όταν το β΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας εξεδόθη στο Χρηματιστήριο τού Λονδίνου, καλύφθηκε εις το υπερδιπλάσιο!
|
- VI. Κερδοσκοπικός πυρετός
Κατ’ εκείνη την “επαναστατική” εποχή, ήδη από το 1822 αλλά κυρίως το 1824, είχε αναπυχθεί (ή μάλλον “εκραγεί”) μία κερδοσκοπική μανία στους τραπεζικούς κύκλους τού Λονδίνου για αγορές ομολογιών νέων “φερέλπιδων” κρατών, ανεξάρτητα από το εάν ήσαν διεθνώς αναγνωρισμένα ή όχι.
Ενδεικτικά, η Κολομβία στην περίοδο 1822-1824 έλαβε δάνεια συνολικού ονομαστικού κεφαλαίου £ 6.500.000 (δυόμισυ φορές περισσότερα από την Ελλάδα) με πραγματική τιμή 87.12%, παρότι δεν ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη ως ανεξάρτητη χώρα (όπως και η Ελλάδα) κατά την έκδοση των ομολογιακών της δανείων. Όπως καταδεικνύεται στον Πίνακα 4, και άλλες χώρες μη εισέτι αναγνωρισθείσες, ήτοι η Βραζιλία, η Χιλή και το Περού, εξέδωσαν με επιτυχία ομολογιακά δάνεια στην αγορά τού Λονδίνου. Αμέσως μετά τούς Ναπολεοντείους πολέμους ανεδύθη μία μεγαλοαστική τάξη νεόπλουτων στην Αγγλία, Γαλλία και Ολλανδία, οι οποίοι είχαν πλουτίσει από εκείνους ακριβώς τούς πολέμους, και αναζητούσαν (κερδοσκοπικούς) τρόπους ή “γεωπολιτικές ευκαιρίες” για να επενδύσουν όπως-όπως (και πολλάκις αφρόνως) τα συσσωρευθέντα υπερβολικά τους κεφάλαια.
Ενδεικτικά, η Κολομβία στην περίοδο 1822-1824 έλαβε δάνεια συνολικού ονομαστικού κεφαλαίου £ 6.500.000 (δυόμισυ φορές περισσότερα από την Ελλάδα) με πραγματική τιμή 87.12%, παρότι δεν ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη ως ανεξάρτητη χώρα (όπως και η Ελλάδα) κατά την έκδοση των ομολογιακών της δανείων. Όπως καταδεικνύεται στον Πίνακα 4, και άλλες χώρες μη εισέτι αναγνωρισθείσες, ήτοι η Βραζιλία, η Χιλή και το Περού, εξέδωσαν με επιτυχία ομολογιακά δάνεια στην αγορά τού Λονδίνου. Αμέσως μετά τούς Ναπολεοντείους πολέμους ανεδύθη μία μεγαλοαστική τάξη νεόπλουτων στην Αγγλία, Γαλλία και Ολλανδία, οι οποίοι είχαν πλουτίσει από εκείνους ακριβώς τούς πολέμους, και αναζητούσαν (κερδοσκοπικούς) τρόπους ή “γεωπολιτικές ευκαιρίες” για να επενδύσουν όπως-όπως (και πολλάκις αφρόνως) τα συσσωρευθέντα υπερβολικά τους κεφάλαια.
Η κατά περίπτωση κερδοσκοπική επιπολαιότητα (και συχνάκις αφροσύνη) ενισχύετο τότε από τη μειωμένη αυτεπίγνωση των κερδοσκόπων, η οποία κατά κανόνα διέπει περιόδους χρηματιστηριακού πυρετού: Τότε (1822-1825) πολλοί κερδοσκόποι στο Χρηματιστήριο τού Λονδίνου θεωρούσαν εαυτούς μυωπικώς ως “ειδικούς” ή και “ιδιοφυείς” σε γεωπολιτικά θέματα (όσον αφορά στις μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις εκείνη την περίοδο στη Ν. Αμερική και στη Ν. Ευρώπη), κατά ανάλογο τρόπο όπως σχετικά πρόσφατα (1988-2001) εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας, που “έπαιζαν” το βιός τους για πρώτη φορά στο Χρηματιστήριο Αθηνών, θεωρούσαν εαυτούς εξ ίσου μυωπικώς ως “ειδικούς” ή και “ιδιοφυείς” σε επιχειρηματικά ή και σε μακροοικονομικά θέματα. Μέχρις ότου όλοι αυτοί, και οι μεν και οι δε, έχασαν τα κεφάλαιά τους και προσγειώθηκαν αργά στην (πολυδιάστατη) πραγματικότητα, ως μη κατανοήσαντες επαρκώς και εγκαίρως τη Σοφόκλεια ρήση “τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ᾽ ἐσθλὸν τῷδ᾽ ἔμμεν’ ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν” (Αντιγόνη, 620-623), τουτέστιν μωραίνει Κύριος όν βούλεται απωλέσαι.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Ελλάδα ήταν επόμενο να προσελκύσει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον πολλών κερδοσκόπων, ειδικά μετά από την επίσημη αναγνώριση τής Ελλάδος ως εμπολέμου έθνους από την Αγγλία την 25 Μαρτίου 1823, και ειδικά μετά την αναγνώριση τής Ελληνικής Πολιτείας από την Αγγλία την 7 Νοεμβρίου 1824: Αν μη τι άλλο, η μικρή Ελλάδα ενεφάνιζε τεράστιες (κερδοσκοπικές) ευκαιρίες το 1823-1825, σύμφωνα με εκτιμήσεις και προβλέψεις χρηματιστηριακών “ειδημόνων” και κερδοσκόπων: Η Ελλάδα ήταν η μοναδική εμπόλεμη χώρα που ανήκε γεωγραφικά στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και μάλιστα προμαχούσε απάντων των Ευρωπαίων ως το Ν.Α. προπύργιο τής Ευρώπης κατά στρατευμάτων από την Ασία και την Αφρική.
VΙI. Φιλελληνικός χρηματιστηριακός ενθουσιασμός
Στο παραπάνω οπορτουνιστικό πλαίσιο, στις εφημερίδες και στο Χρηματιστήριο τού Λονδίνου ήταν διάχυτη μία όλο και μεγαλύτερη αισιοδοξία για τη θετική έκβαση τού Πολέμου τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας υπέρ των Ελλήνων.
Η “λογική” βάση, ή το κερδοσκοπικό άλλοθι, για εκείνη την αισιοδοξία το 1824-1825 ήταν η αναφερθείσα ευνοϊκή έκθεση τού Φιλέλληνα Blaquière υπέρ τής εμπολέμου Ελλάδος το 1823. Ο Blaquière είχε αναχωρήσει από το Λονδίνο για την Ελλάδα την 4 Μαρτίου 1823, σχεδόν αμέσως μετά την ίδρυση τήςΕλληνικής Επιτροπής τού Λονδίνου (28 Φεβρουαρίου 1823), συνοδευόμενος από τον Ανδρέα Λουριώτη, ειδικό απεσταλμένο τής Ελληνικής Κυβέρνησης, προκειμένου να εκτιμήσει τη φερεγγυότητα τής Ελληνικής Πολιτείας. Μετά από πολύμηνη παραμονή στην Ελλάδα, ο Blaquière επέστρεψε στην Αγγλία, όπου συνέταξε την ευνοϊκή έκθεσή του για το οικονομικό μέλλον τής Ελλάδος και τη σταθερότητα τής Ελληνικής Πολιτείας (υπό τον τίτλο Report of the present state of the Greek federation). Η έκθεση τού Blaquière υπεβλήθη στην Ελληνική Επιτροπή τού Λονδίνου (23 Σεπτεμβρίου 1823) και ανατυπώθηκε με έξοδα τής επιτροπής σε πολλά αντίτυπα προς διανομή σε ενδιαφερόμενους επενδυτές.
Προηγουμένως, ο Blaquière είχε συναντηθεί με τον Λόρδο Βύρωνα στη Γένουα και τού πρότεινε να μεταβεί αμέσως στην Ελλάδα ως επίτροπος τής διάθεσης τού δανείου. Η (προφορική) αποδοχή από τον Λόρδο Βύρωνα τής πρότασης τού Blaquière, προσέδωσε κύρος στη φιλελληνική του έκθεση και αύξησε δραστικά τις πιθανότητες για την επιτυχία τής διεθνούς έκδοσης τού πρώτου ομολογιακού δανείου τής Ελλάδος.
Καταλυτική συμβολή στην ευόδωση τής αποστολής τού Blaquière σε Ελλάδα-Γένουα-Λονδίνο είχε ο Ελληνικός Στόλος: Η Ελληνική Κυβέρνηση διέθεσε ένα πολεμικό πλοίο τού οποίου αποστολή ήταν να διαμετακομίσει τον Blaquière πίσω στο Λονδίνο τον Ιούνιο 1823. Έτσι όταν ο Blaquière επισκέφθηκε τον Λόρδο Βύρωνα στη Γένουα, η πρόταση τού πρώτου προς τον δεύτερο έγινε κάτω από το ιστίο όπου κυμάτιζε η πολεμική σημαία στην οποία ανεγράφετο το ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ, που ασφαλώς υπέβαλε τον ποιητή Λόρδο Βύρωνα στο να αποδεχθεί αμέσωςτην “τραπεζική” αποστολή του στην Ελλάδα, και επομένως την άμεση χρησιμοποίηση τού ονόματος και τού τίτλου του στην πολιτικοοικονομική έκθεση τού Blaquière.
Όταν δε το πλοίο τού πολεμικού στόλου τής Ελλάδος κατέπλευσε στο Λονδίνο,
Νομισματοκοπείο στην Αγγλία το 1820 |
προξένησε τέτοιο ενθουσιασμό στους εκεί Φιλελληνικούς κύκλους που παρέμεινε αγκυροβολημένο επί μέρες στον Τάμεση όπου κατέστη… αξιοθέατο τού Λονδίνου: Η αριστοκρατία τής πόλεως συνέρρεε στο αγκυροβόλιο για να δει από κοντά την εθνική σημαία τής Ελλάδος (τη γαλανόλευκη) και τις πρωτοφανείς πολεμικές σημαίες με τις δύο πορφυρόχρωμες και πολυθρύλητες επιταγές ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ και Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ. Η πολυήμερη δηλαδή παρουσία τού λαμπρά σημαιοστολισμένου πολεμικού πλοίου στον Τάμεση υπέβαλε το κοινό και τον Τύπο τού Λονδίνου: Το ελληνικό πλοίο αποτέλεσε ζωντανή βιωματική απόδειξη ότι τα όσα ενθουσιώδη έγραφε ο Blaquière στην έκθεσή του δεν αποτελούσαν αποκυήματα τής φαντασίας του αλλά αντικατόπτριζαν μία ηρωϊκή πραγματικότητα τόσον τής Ελλάδος όσον και τής Ευρώπης.
Δεν έχει επιβεβαιωθεί (από την μέχρι τούδε ιστορική έρευνα) ποιανού ήταν εκείνη η εξαιρετική ιδέα για επιστροφή τού Blaquière στο Λονδίνο επί ελληνικού πολεμικού πλοίου. Πιθανολογείται όμως ότι ήταν τού Λουριώτη. Γεγονός είναι πάντως ότι ο συνδυασμός τής ανάμειξης τού ονόματος τού Λόρδου Βύρωνα και τής παρουσίας τού ελληνικού πολεμικού πλοίου στον Τάμεση προσέδωσαν τότε μεγάλο κύρος και άριστη φήμη στην έκθεση τού Blaquière.
VΙΙI. Γεωστρατηγικό παρασκήνιο των δανείων
Αυτά στη θεωρία. Στην πράξη όμως, όλοι οι συντελεστές των δύο Δανείων τής Ανεξαρτησίας (κερδοσκόποι, Ελληνική Πολιτεία και ξένοι οίκοι) “λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο”, ήτοι χωρίς να αναλύσουν επαρκώς τα μείζονα γεωπολιτικά συμφέροντα και τις σκοπιμότητες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ειδικότερα, όλες οι Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις (ακόμη και η Αυστρία τού Μέττερνιχ!) επεδίωκαν την μερική ισχυροποίηση τής Ελλάδος το 1824-1825, προκειμένου οι Έλληνες, είτε (κατ’ ευχήν) μόνοι τους, είτε (εάν δεν γινόταν αλλιώς) με την πολεμική σύμπραξη των Μεγάλων Δυνάμεων, να ανασχέσουν την αιγυπτιοαφρικανική προέλαση στη Ν.Α. Ευρώπη (Κρήτη, Πελοπόννησος, Στερεά) και γενικά στον ευρύτερο χώρο τής ανατολικής Μεσογείου. Ταυτόχρονα όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις — όλες ανεξαιρέτως, παρότι με διαφορετικό τρόπο η κάθε μία — επεδίωκαν να αποτρέψουν τη συγκρότηση μιας ενιαίας, ανεξάρτητης, γεωγραφικά μεγάλης και οικονομικά ισχυρής Ελλάδος. Και αυτό οι κερδοσκόποι ούτε το είχαν πληροφορηθεί, ούτε το είχαν διαγνώσει εγκαίρως. Κατά συνέπεια κατέστησαν εκόντες χρηματοδότες τής εμπολέμου Ελλάδος, αλλά ταυτόχρονα και άκοντα (αδαή) υποχείρια τής Αγγλικής Κυβέρνησης.
Ειδικότερα, η έκθεση τού Blaquière συνιστούσε μία παραπλανητική αναλυτική βάση για λήψη δανειακών-κερδοσκοπικών αποφάσεων, διότι ουδαμού συμπεριελάμβανε οποιαδήποτε αναφορά ή ρητή επιφύλαξη, έστω και σε πιθανολογική βάση, για το σοβαρότατο ενδεχόμενο (ανθελληνικής) προδιάθεσης ή και (προ)συναπόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων όσον αφορά στο όραμα για μια μεγάλη και ισχυρή Ελλάδα.
Συνοπτικά, οι εθνικοί πόθοι τού εμπόλεμου ελληνικού λαού και οι παράλληλες και σχεδόν ταυτόσημες “Μεγάλες Προσδοκίες” των ξένων κερδοσκόπων για μία γεωγραφικά μεγάλη και οικονομικά ισχυρή Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκαν το 1830, αλλά πολύ-πολύ αργότερα, μετά από τρεις-τέσσερεις… γενεές, δηλαδή μετά από τρεις-τέσσερεις… 25ετίες σκληρών διπλωματικών αγώνων, ρηξικέλευθων (και ενίοτε εμφυλιακών) πολιτικών ανακατατάξεων, και πολυετών αιματηρών πολεμικών εμπλοκών τής Ελλάδος μέχρι το 1923.
Στην πραγματικότητα, οι μοναδικοί πραγματικοί “φυσικοί” σύμμαχοι τής εμπολέμου Ελλάδος, ήτοι αυτοί που εναγωνίως καιενθουσιωδώς οραματίζοντο μία Μεγάλη Ελλάδα, ήσαν αφενός μεν (ανιδιοτελώς) οι Φιλέλληνες και οι λόγιοι τής Ευρώπης και αφετέρου (ιδιοτελώς) οι ξένοι κερδοσκόποι, και καμμία απολύτως από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ενδεικτικά, ακόμη και στην (ακραία) περίπτωση που η Οθωμανική Αυτοκρατορία διελύετο — όπως οραματίζετο και επεδίωκεεμπράκτως (με στρατιωτικές προετοιμασίες) ο Αρχιεπίτροπος των Δανείων τής Ανεξαρτησίας, ο Λόρδος Βύρων — και οι Έλληνες επανασυγκροτούσαν την Βυζαντινή τους Αυτοκρατορία, τότε τόσο το καλύτερο όχι μόνον για τούς Έλληνες αλλά και για τούς κερδοσκόπους: Η αξία των ελληνικών ομολόγων εις χείρας των ξένων κερδοσκόπων θα εκτοξεύετο τότε στο “άπειρο”…
Ως αποτέλεσμα όμως των επιτυχημένων διπλωματικών και πολεμικών μεθοδεύσεων των Μεγάλων Δυνάμεων προς ανάσχεση τής μεγένθυσης τής Ελλάδος και προς διατήρηση τής ακεραιότητας τής παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1825-1833, οι ξένοι κερδοσκόποι τελικά “έμειναν με τα ομόλογα στο χέρι”, η αξία των οποίων κατέρρευσε ήδη από τον Φεβρουάριο τού 1825 (κάτω από το 10% τής ονομαστικής τους αξίας), αμέσως μετά την απόβαση τού Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο: Τα δύο Δάνεια τής Ανεξαρτησίας απεδείχθησαν“θαλασσοδάνεια” υπέρ τής εμπολέμου Ελλάδος (χρηματοδοτικώς) και σε βάρος των ξένων δανειστών (κερδοσκοπικώς). Επιγραμματικά, οι περισσότεροι κερδοσκόποι που δάνεισαν την Ελλάδα δεν αποκόμισαν απολύτως τίποτα από την επένδυσή τους καθ’ όλη τη διάρκεια τής ζωής τους: Η Ελληνική Πολιτεία χρεωκόπησε το 1827 και δεν εκταμίευσε ούτε ένα γρόσι προς εξυπηρέτηση εκείνων των δανείων το 1827-1833.
Στην πραγματικότητα, οι μοναδικοί πραγματικοί “φυσικοί” σύμμαχοι τής εμπολέμου Ελλάδος, ήτοι αυτοί που εναγωνίως καιενθουσιωδώς οραματίζοντο μία Μεγάλη Ελλάδα, ήσαν αφενός μεν (ανιδιοτελώς) οι Φιλέλληνες και οι λόγιοι τής Ευρώπης και αφετέρου (ιδιοτελώς) οι ξένοι κερδοσκόποι, και καμμία απολύτως από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ενδεικτικά, ακόμη και στην (ακραία) περίπτωση που η Οθωμανική Αυτοκρατορία διελύετο — όπως οραματίζετο και επεδίωκεεμπράκτως (με στρατιωτικές προετοιμασίες) ο Αρχιεπίτροπος των Δανείων τής Ανεξαρτησίας, ο Λόρδος Βύρων — και οι Έλληνες επανασυγκροτούσαν την Βυζαντινή τους Αυτοκρατορία, τότε τόσο το καλύτερο όχι μόνον για τούς Έλληνες αλλά και για τούς κερδοσκόπους: Η αξία των ελληνικών ομολόγων εις χείρας των ξένων κερδοσκόπων θα εκτοξεύετο τότε στο “άπειρο”…
Ως αποτέλεσμα όμως των επιτυχημένων διπλωματικών και πολεμικών μεθοδεύσεων των Μεγάλων Δυνάμεων προς ανάσχεση τής μεγένθυσης τής Ελλάδος και προς διατήρηση τής ακεραιότητας τής παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1825-1833, οι ξένοι κερδοσκόποι τελικά “έμειναν με τα ομόλογα στο χέρι”, η αξία των οποίων κατέρρευσε ήδη από τον Φεβρουάριο τού 1825 (κάτω από το 10% τής ονομαστικής τους αξίας), αμέσως μετά την απόβαση τού Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο: Τα δύο Δάνεια τής Ανεξαρτησίας απεδείχθησαν“θαλασσοδάνεια” υπέρ τής εμπολέμου Ελλάδος (χρηματοδοτικώς) και σε βάρος των ξένων δανειστών (κερδοσκοπικώς). Επιγραμματικά, οι περισσότεροι κερδοσκόποι που δάνεισαν την Ελλάδα δεν αποκόμισαν απολύτως τίποτα από την επένδυσή τους καθ’ όλη τη διάρκεια τής ζωής τους: Η Ελληνική Πολιτεία χρεωκόπησε το 1827 και δεν εκταμίευσε ούτε ένα γρόσι προς εξυπηρέτηση εκείνων των δανείων το 1827-1833.
Στη συνέχεια ο βασιλεύς Όθων (1833-1862) θεώρησε εκείνα τα δάνεια επαχθή, ήτοι
Βασιλιάς Όθων |
διαμφισβητούμενα από την Ελληνική Πολιτεία, και ουδέποτε τα αναγνώρισε ως μέρος τού Δημοσίου Χρέους τής Ελλάδος. Οι λόγοι που ο Όθων είπε το μεγάλο ΟΧΙ στους ξένους κερδοσκόπους και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τους ήσαν νομικώς, πολιτικώς και ηθικώς βάσιμοι, και αναλύονται στο επόμενο άρθρο μας στα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας υπό τον τίτλο “Το ΤΡΙΣάθλιο Παρασκήνιο των Δανείων τής Ανεξαρτησίας”.
Για τα δύο Δάνεια τής Ανεξαρτησίας η Ελλάδα ουδέποτε εκταμίευσε για τούς χρεωθέντες τόκους το οτιδήποτε επί 50 χρόνια. Ούτε μία λίρα. Ούτε ένα γρόσι. Ούτε καν δυό παράδες. Τίποτε. Απολύτως τίποτε. Επρόκειτο για ένα ιστορικό και “μεγαλοπρεπές” (βασιλικό) ελληνογερμανικό “φέσι” στους αδαείς Άγγλους κερδοσκόπους,11 που κάποτε δάνεισαν την εμπόλεμη Ελλάδα, χωρίς να γνωρίζουν τότε (όταν αγόραζαν τα ελληνικά ομόλογα) ότι η (Αγγλική) κυβέρνησή τους και όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν προαποφασίσει να αποτρέψουν τη συγκρότηση μιας γεωγραφικά μεγάληςκαι οικονομικά ισχυρής Ελλάδος, τουλάχιστον για 50 χρόνια, παρότι ως τέτοια και μόνον η Ελλάδα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει εκείνα τα δάνεια.
Τελικά ο γερμανοτραφής και εξελληνισθείς πρώτος βασιλεύς των Ελλήνων (Otto ή Όθων) πλήρωσε το μεγάλο του ΟΧΙ με την απώλεια τού θρόνου του το 1862. Στο μεταξύ όμως, η σθεναρή στάση του επί τρείς δεκαετίες έναντι των ξένων κερδοσκόπων και τής Αγγλικής Κυβέρνησης, όσον αφορά στα Δάνεια τής Ανεξαρτησίας, είχε δημιουργήσει το κλίμα και τις προϋποθέσεις ώστε η Ελληνική Πολιτεία, με τη συναίνεση των δανειστών το 1878, να μην καταβάλει τελικά ούτε μία λίρα για τούς σουρεαλιστικώς συσσωρευθέντες τόκους12 των Δανείων τής Ανεξαρτησίας.
Για τα δύο Δάνεια τής Ανεξαρτησίας η Ελλάδα ουδέποτε εκταμίευσε για τούς χρεωθέντες τόκους το οτιδήποτε επί 50 χρόνια. Ούτε μία λίρα. Ούτε ένα γρόσι. Ούτε καν δυό παράδες. Τίποτε. Απολύτως τίποτε. Επρόκειτο για ένα ιστορικό και “μεγαλοπρεπές” (βασιλικό) ελληνογερμανικό “φέσι” στους αδαείς Άγγλους κερδοσκόπους,11 που κάποτε δάνεισαν την εμπόλεμη Ελλάδα, χωρίς να γνωρίζουν τότε (όταν αγόραζαν τα ελληνικά ομόλογα) ότι η (Αγγλική) κυβέρνησή τους και όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν προαποφασίσει να αποτρέψουν τη συγκρότηση μιας γεωγραφικά μεγάληςκαι οικονομικά ισχυρής Ελλάδος, τουλάχιστον για 50 χρόνια, παρότι ως τέτοια και μόνον η Ελλάδα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει εκείνα τα δάνεια.
Τελικά ο γερμανοτραφής και εξελληνισθείς πρώτος βασιλεύς των Ελλήνων (Otto ή Όθων) πλήρωσε το μεγάλο του ΟΧΙ με την απώλεια τού θρόνου του το 1862. Στο μεταξύ όμως, η σθεναρή στάση του επί τρείς δεκαετίες έναντι των ξένων κερδοσκόπων και τής Αγγλικής Κυβέρνησης, όσον αφορά στα Δάνεια τής Ανεξαρτησίας, είχε δημιουργήσει το κλίμα και τις προϋποθέσεις ώστε η Ελληνική Πολιτεία, με τη συναίνεση των δανειστών το 1878, να μην καταβάλει τελικά ούτε μία λίρα για τούς σουρεαλιστικώς συσσωρευθέντες τόκους12 των Δανείων τής Ανεξαρτησίας.
Παρεπιπτόντως, όσον αφορά στους τοκογλυφικούς τόκους των δύο δανείων, πολλοί οικονομολογούντες και ιστοριογραφούντες συνέλληνές μαςδιατύπωσαν κατ’ επανάληψη την ατεκμηρίωτη άποψη ότι τα δύο Δάνεια τής Ανεξαρτησίας (δήθεν) “κατέστρεψαν” την Ελληνική Οικονομία διότι (δήθεν) τα “χρυσοπληρώσαμε” εις το (δήθεν) “πολλαπλάσιο”, αφού (δήθεν) αναγκαστήκαμε να πληρώνουμε τούς τοκογλυφικούς τόκους των δανείων επί (δήθεν) πολλές δεκαετίες χρόνια. Όλα αυτά όμως είναι φαιδρολογήματα. Διότι δεν μπορεί κάποιος δανειολήπτης να διατείνεται [ψευδο-ισχυρίζεται] ότι (δήθεν) τον κατέστρεψε ένα τοκογλυφικό δάνειο, εφ’ όσον ο (δήθεν) τοκογλυφικώς καταστραφείς δανειολήπτης “φέσωσε” τον τοκογλύφο, αφού βέβαια προηγουμένως τού πήρε τα χρήματά του ως “δανεικά και αγύριστα” επί δεκαετίες, μέχρι (και πολύ μετά) την αναχώρηση τού τοκογλύφου “εις αιωνίας μονάς”.
Απεναντίας, το “επαχθές” των δύο Δανείων τής Ανεξαρτησίας δενέγκειτο στο (τοκογλυφικό) ύψος τού τόκου, αφού ούτως ή άλλως το Ελληνικό Κράτος δεν θα μπορούσε να φανεί συνεπές στην εξυπηρέτηση τού Δημοσίου Χρέους ανεξαρτήτως επιτοκίου (χαμηλού ή υψηλού) εάν η Κρήτη και τα άλλα νησιά δεν ενσωματώνοντο εξ αρχής στην ανεξάρτητη ελληνική επικράτεια. Αυτό όμως ήταν κάτι που προϋπέθετε την εκ βάθρωνανασυγκρότηση και τον επαρκή εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων τού έθνους, όπως προσπάθησε με αυτοθυσία να επιτύχει ο Λόρδος Βύρων, ως Αρχιεπίτροπος των Δανείων τής Ανεξαρτησίας.
Ενδεικτικά, ο Νίκος Μπελογιάννης, στο βιβλίο του υπό τον τίτλο Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα, χαρακτήρισε τα Δάνεια τής Ανεξαρτησίας ως επιτακτικώς αναγκαία (“τόσο αναγκαία”), υποδηλώνοντας ότι το ουσιαστικόπρόβλημα με το Δημόσιο Χρέος τής χώρας το 1824-1825 δεν έγκειτο ούτε στο δυσθεώρατο ύψος του ούτε στα (τοκογλυφικά) επιτόκιά του, αλλά στο ότι εκείνα τα δάνεια δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς, όπως και όταν έπρεπε, ήτοι αποκλειστικά και ταχύτατα για πολεμικούς εξοπλισμούς και εφόδια των ενόπλων δυνάμεων (“στρατού” και “στόλου” ) τού εμπολέμου ελληνικούέθνους, επί λέξει ως εξής:
“Πόσο περίλαμπρο θα ήταν το τέλος τού εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα το 1821, αν τα δάνεια τής ανεξαρτησίας, τόσο αναγκαία για τη διεξαγωγή τής πάλης, τα ’παιρνε πραγματικά στα χέρια του το αγωνιζόμενο έθνος και τα διέθετε για τον εξοπλισμό και επισιτισμό τού στρατού, την οργάνωση τού στόλου και την ενίσχυση γενικά των επαναστατικών δυνάμεων!” 13
Το ότι εκείνα τα δάνεια δεν αξιοποιήθηκαν, στην έκταση και στον χρόνοπου έπρεπε, για τον σκοπό που προσδιόρισε με παρρησία ο Νίκος Μπελογιάννης, οφείλεται στο γεωπολιτικό παρασκήνιο εκείνων των εξωτερικών δανείων. Ήταν ένα “ΤΡΙΣάθλιο” παρασκήνιο συνυφασμένο με τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες των (ΤΡΙΩΝ) “Προστάτιδων Δυνάμεων” (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) με αποτελέσματα που ήσαν καταστροφικώς επαχθή για την εγειρόμενη Ελλάδα και ιδιαιτέρως ζημιογόνα για τούς ξένους δανειστές της, ήτοι ένα άθλιο παρασκήνιο που θύματά του δεν ήταν μόνον η εμπόλεμη Ελλάδα αλλά και οι κερδοσκοπήσαντες δανειστές της.
- IX. Συμπεράσματα για το σήμερα
Σήμερα, μετά από 190 χρόνια, η ιστορική έρευνα αρχίζει να αναδεικνύει μία “άλλη αλήθεια” από αυτή που ξέραμε για τα Δάνεια τής Ανεξαρτησίας: Οι “κακοί” που οδήγησαν την Ελληνική Οικονομία σε μόνιμη κατάσταση χρεωκοπίας και αποκλεισμού της από τις διεθνείς αγορές επί μισό αιώνα (1827-1878) τότε, δεν ήσαν ούτε οι (δήθεν “μπαταχτζήδες”) Έλληνες ως υπερδανεισθέντες, ούτε οι (αφελώς κερδοσκοπήσαντες) ξένοι πιστωτές μας ως υπερδανείσαντες, αφού και οι μεν και οι δε έτρεφαν εμπράκτως τις ίδιες “Μεγάλες Προσδοκίες” για μία (γεωγραφικώς και οικονομικώς) Μεγάλη Ελλάδα — οι μεν Έλληνες εμπράκτως με αίμα και υλικές θυσίες, οι δε ξένοι πιστωτές επίσης εμπράκτως με τα κεφάλαιά τους προς εξοπλισμό τής μαχομένης Ελλάδος, προμαχούσης υπέρ πάντων Ευρωπαίων τότε.
Οι πραγματικοί “κακοί” ήσαν υποχθονίως οι μεγάλοι γεωπολιτικοί παίκτες, ήτοι οι Μεγάλες Δυνάμεις, και πρωτίστως η Αγγλία, με τη διαχρονικώς “σημαδεμένη” γεωστρατηγική “τράπουλά” τους, που με παρασκηνιακές μεθόδους εμπόδισαν την Ελλάδα να αποκτήσει εξ αρχήςτην ελάχιστη γεωγραφική έκταση που θα καθιστούσε την οικονομία της βιώσιμη και συνακολούθως το μεν εξωτερικό δημόσιο πολεμικό της χρέος εξυπηρετήσιμο, τη δε χώρα πραγματικά κυρίαρχη και ανεξάρτητη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έγκυρη εφημερίδα Times τού Λονδίνου έγραψε επιγραμματικά στις 26 Οκτωβρίου 1825 επί λέξει ότι:
“H Ελληνική Υπόθεση προδόθηκε, και προδόθηκε στην Αγγλία, ενώ χωρίς την Αγγλία και το αγγλικό χρηματιστήριο η Ελλάδα θα είχε θριαμβεύσει σήμερα.”
Όπως κατέδειξαν τόσον το προσκήνιο όσον και (κυρίως) το παρασκήνιο των Δανείων τής Ανεξαρτησίας, η Ελλάδα γεωπολιτικώς δεν είναι Βέλγιο ή Σουηδία. Η Ελλάδα βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, με τεράστια γεωστρατηγική σημασία για τις Μεγάλες Δυνάμεις. Κατά συνέπεια, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται όσον αφορά στο εξωτερικό Δημόσιο Χρέος τής χώρας μας. Οποιαδήποτε ανάλυση περί τού εκάστοτε εξωτερικούΔημοσίου Χρέους τής Ελλάδος που περιορίζεται σε (μονοδιάστατη) τραπεζική ή σε (ολιγοδιάστατη) οικονομικίστικη ανάλυση των επί μέρους μεγεθών του, είναι επιεικώς ελλειπής και κατά κανόνα εκτός θέματος : Το Δημόσιο Χρέος τής Ελλάδος είχε, έχει και θα έχει πάντοτε μία μείζοναγεωστρατηγική διάσταση, χωρίς επαρκή ανάλυση τής οποίας είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τι εκάστοτε συμβαίνει με το μονίμως “μυστηριώδες” (λερναίο) Δημόσιο Χρέος μας. Η δε διεξοδική και πλήρης (οικονομολογική και γεωστρατηγική) κατανόηση τής πραγματικής ιστορίας και τής δυναμικής τού Δημοσίου Χρέους μας από όλους τούς πολιτικούς ταγούς μας, αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για να διαπραγματευθούμεεν γνώσει και ως κυρίαρχη χώρα τη δραστική απομείωσή του (κούρεμα) στο εγγύς ή στο προβλέψιμο μέλλον, όπως παραδειγματικώς έκαναν οι πρόγονοί μας με τα Δάνεια τής Ανεξαρτησίας.
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- 1. Αναλυτικοί πίνακες για τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή τής Ελλάδος περιλαμβάνονται στην Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως τούΤhomas Gordon (The History of the Greek Revolution).
Εν καιρώ ειρήνης (1815-1820), η πραγματική ετήσια αξία τής γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής προσήγγιζε και ενίοτε ξεπερνούσε την αναγραφομένη στον Πίνακα 1 (ήτοι τα 65,9 εκατομ. γρόσια). Αλλά για την ακολουθήσασα πολεμική περίοδο (1821-1829) η αναγραφομένη αξία πρέπει να εκληφθεί μόνον ως ενδεικτικό μέγιστο, λόγω των υλικών καταστροφών και των ανθρωπίνων απωλειών κατά τη διάρκεια τού πολέμου.
- 2. Το 1821 απασχολούντο στα (170) πλοία των τριών ναυτικών νήσων (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρρά) 7.000 ναύτες και περί τούς 220 καπετάνιους για τη μισθοδοσία των οποίων διετίθεντο 3.050.000 εκατομμύρια γρόσια κατ’ έτος [ήτοι κατά μέσο όρο 400 γρόσια/ναύτη και περί τα 1.200 γρόσια/καπετάνιο το μήνα]. Άλλα τόσα (το παραδοσιακό 50% των συνολικών εισπράξεων, ήτοι 050.000) “πήγαιναν στο πλοίο”, δηλαδή στους καραβοκύρηδες (πλοιοκτήτες) ως κέρδη και αποσβέσεις, όπως επίσης και προς συντήρηση και ασφάλιση τού πλοίου.
Επίσης άλλοι 10.000 ναυτικοί και ψαράδες απασχολούντοπεριστασιακά σε (430) μικρότερα πλοία και πλοιάρια σε πολλά άλλα μέρη τής Ελλάδος (Γαλαξείδι, Τρίκερι, Λίμνη Ευβοίας, κ.τ.λ.) με συνολική αξία τής εργασίας και των εν γένει ναυτικών υπηρεσιών τους περί τα3.000.000 εκατομμύρια γρόσια το χρόνο [ήτοι κατά μέσο όρο 300 γρόσια/ναυτικό κατ' έτος].
Επομένως η συνολική αξία των προσφερομένων υπηρεσιών από τη ναυτιλία τής εποχής ήταν τής τάξεως των 9,1 εκατομμυρίων γροσίων κατ’ έτος. Στο ποσό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται τυχόν (άγνωστα) έσοδα και υπερκέρδη από την “παραοικονομία” τής εποχής (πειρατεία κ.τ.λ.).
Οι παραπάνω εκτιμήσεις βασίζονται συνδυαστικώς στα επί μέρους συναφή στοιχεία που παρατίθενται αποσπασματικώς στο ως άνω έργο τού Thomas Gordon, στο ομότιτλο έργο τού George Finlay [History ofthe Greek Revolution], και στο επίσης ομότιτλο έργο τού Σπυρίδωνα Τρικούπη [Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοση Α. Ασλάνη (1888)].
- 3. Για μία μαξιμαλιστική εκτίμηση (κατά μέγιστο) τής συνολικής αξίας των προϊόντων και υπηρεσιών τού αστικού/ημιαστικού τομέα τής Οικονομίας, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι το 1821 ο αστικός και ημιαστικός πληθυσμός τής Ελλάδος δεν ξεπερνούσε το 22% ενώ ο πληθυσμός που απασχολείτο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία υπερέβαινε το 78% σε εκείνη την καταφανώς αγροτική (προβιομηχανική) οικονομία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο συνολικός πληθυσμός τής απελευθερωθείσης Ελλάδος (Πελοπόννησος, Στερεά, Κυκλάδες) ανήλθε σε 753.000 κατοίκους το 1828, εκ των οποίων τουλάχιστον οι 587.000 (78%) στον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα τής οικονομίας, περί τούς 64.000 (8%) στον ναυτικό τομέα (εμπορική ναυτιλία κ.τ.λ.), και λιγότεροι από102.000 (14%) στον (μη ναυτικό) αστικό/ημιαστικό τομέα τής οικονομίας (κατασκευές, χειροτεχνία, βιοτεχνία, μη ναυτικές υπηρεσίες κ.τ.λ.).
Εάν επομένως ευλόγως θεωρήσουμε ότι το κατά κεφαλήν προϊόν στον (μη ναυτικό) αστικό-ημιαστικό τομέα ήταν (το πολύ) ο μέσος όρος (127γρόσια κατ’ έτος) τού κατά κεφαλήν προϊόντος στον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα (112 γρόσια κατ’ έτος) και τού κατά κεφαλήν προϊόντος στον ναυτικό τομέα (142 γρόσια κατ’ έτος), τότε η συνολική αξία των υπηρεσιών και προϊόντων κατ’ έτος από τον (μη ναυτικό) αστικό-ημιαστικό τομέα τής οικονομίας συμποσούντο σε λιγότερο από [102.000 κάτοικοι Χ 127 γρόσια ανά κάτοικο =] 12.900.000 γρόσια.
Τα παραπάνω πληθυσμιακά στοιχεία τής Ελλάδος αναφέρονται στο έτος 1828 επί τη βάσει τής μελέτης των Β. Κοτζαµάνη και Ε. Ανδρουλάκη υπό τον τίτλο Οι δηµογραφικές εξελίξεις στην νεώτερη Ελλάδα (1830-2007), η οποία είναι ανηρτημένη στο διαδίκτυο.
- 4. Στην παρούσα μονογραφία, τα οικονομικά στοιχεία για τα δύο Δάνεια τής Ανεξαρτησίας ελήφθησαν κυρίως από το βιβλίο τού Ανδρέα Μ. Ανδρεάδη, υπό τον τίτλο Ιστορία των Εθνικών Δανείων: Τα δάνεια τής Ανεξαρτησίας (1824-1825) – το Δημόσιον Χρέος επί τής Βαυαρικής Δυναστείας (Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 1904).
- 5. Το α΄ δάνειο τής ανεξαρτησίας συνομολογήθηκε με τον οίκο Loughnan,Son and O’ Brien, την 9/2/1824, με ονομαστική αξία £ 000 καιπραγματική £ 472.000 (59%), με επιτόκιο 5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια.
Το β΄ δάνειο τής ανεξαρτησίας συνομολογήθηκε με τον οίκο J. & S.Ricardo, την 26/1/1825, με ονομαστική αξία £ 2.000.000 καιπραγματική £ 1.100.000 (55%), με ίδιο επιτόκιο και περίοδο αποπληρωμής.
Το δάνεια αναδιαρθρώθηκαν το 1825 δια τής μεθόδου τής μερικής αναχρηματοδοτήσεως. Ως αποτέλεσμα, η ονομαστική αξία τού εξωτερικού Δημοσίου Χρέους τής Ελλάδος μειώθηκε σημαντικά το 1825 (κατά 20,7%), από £ 2.800.000 σε £ 2.220.800, δι’ εξαγοράς από την Ελληνική Κυβέρνηση ελληνικών ομολόγων ονομαστικής αξίας£ 579.200.
Ειδικότερα, η Ελληνική Κυβέρνηση χρηματοδότησε την εξαγορά των ομολόγων δια τού ποσού των £ 248.200 (ήτοι στο 43% τής ονομαστικής αξίας τους κατά μ.ο.), το οποίο πρέκυψε πρωτίστως από την εις χρεωλυσία διάθεση μεγάλου μέρους τού β΄ δανείου (£ 212.120)και δευτερευόντως από συμβατικώς προβλεφθείσες εις χρεωλυσίακρατήσεις (£ 16.000 και £ 20.000 από το α΄ και β΄ δάνειο αντιστοίχως).
Επομένως μετά από εκείνη την αναδιάρθρωση, ο ετήσιος τόκος μειώθηκε (επίσης κατά 20,7%) από [£ 2.800.000 Χ 5% =] £ 140.000σε [£ 2.220.800 Χ 5% =] £ 111.040.
- 6. Το πραγματικό κεφάλαιο των δύο δανείων, δηλαδή αυτό που πιστώθηκετελικά στον λογαριασμό τής Ελληνικής Κυβέρνησης, ανήλθε σε £780, ήτοι μόλις 42,86% τού ονομαστικού κεφαλαίου μετά την ως άνω μείωσή του (από £ 2.800.000 σε £ 2.220.800).
Επομένως το πραγματικό επιτόκιο των Δανείων τής Ανεξαρτησίας ήταν [£ 111.040 / £ 951.780 =] 11.67% από το τέλος τού 1825.
Ειδικότερα, στο Ελληνικό Κράτος εκκαθαρίσθηκαν τελικά £348.000 και £ 603.8780 από το α΄ και β΄ δάνειο αντιστοίχως (ήτοι σύνολο £ 951.780 ως άνω), επί μέρους ως εξής:
- α΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας. Από την πραγματική αξία τού α΄δανείου, (£ 472.000), αφαιρέθηκαν £ 80.000 ως προκαταβολές τόκων δύο ετών, £ 16.000 εις (μελλοντική) χρεωλυσία, και £28.000 ως προμήθειες μεσιτειών, ήτοι σύνολο £ 124.000. Επομένως στο ελληνικό κράτος εκκαθαρίσθηκαν [£ 472.000 - £124.000 =] £ 348.000.
Σημειωτέον ότι από αυτό το ποσό, το ελληνικό κράτος διέθεσε αμέσως £ 11.900 για αγορά πολεμοφοδίων στην Αγγλία, £ 5.045 για έξοδα τής ελληνικής αντιπροσωπείας, £ 9.274 για ασφάλιστρα και έξοδα μεταφοράς των χρημάτων στην Ελλάδα, ενώ £ 23.065 πιστώθηκαν σε λογαριασμό υπέρ τής Ελλάδος στο Λονδίνο. Το υπόλοιπο, £ 298.726, μεταφέρθηκε δια θαλάσσης στη Ζάκυνθο,απ’ όπου ρευστοποιήθηκε σταδιακά από την κυβέρνηση το 1824.
- β΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας. Από την πραγματική αξία τού β΄δανείου, (£ 1.100.000), αφαιρέθηκαν κατ’ αρχήν £ 200.000 ως προκαταβολές τόκων δύο ετών, £ 20.000 εις (μελλοντική) χρεωλυσία, και £ 64.000 ως προμήθειες μεσιτειών και τόκων, ήτοι σύνολο £ 284.000. Επιπλέον διετέθησαν £ 212.220 για εξαγορά μετοχών (σημ. 5). Επομένως στο ελληνικό κράτος εκκαθαρίσθηκαν αρχικά [£ 1.100.000 - £ 284.000 - £ 212.220 =] £ 603.780.
Σημειωτέον ότι από αυτό το ποσόν, £ 392.600 διατέθηκαν για εξοπλιστικά προγράμματα (εν πολλοίς “ατυχήσαντα”), ενώ £28.780 διατέθηκαν για διάφορα έξοδα και ζημίες (εκπροσώπων κ.τ.λ.). Μετά την αφαίρεση και αυτών των ποσών, το υπόλοιπο, ήτοι [£ 603.780 - £ 392.600 - £ 28.780 =] £ 182.400, απεστάλη τελικά στην Ελληνική Κυβέρνηση.
Σημειωτέον ότι πολλοί ιστορικοί αναφέρουν ότι στην Ελληνική Κυβέρνηση απεστάλησαν £ 232.555 από το β΄ Δάνειο τής Ανεξαρτησίας. Αυτό όμως είναι ανακριβές: Το πραγματικό ποσό από το β΄ δάνειο καθεαυτό ήταν £ 182.400, ως άνω. Η διαφορά (£ 50.155), που όντως περιήλθε εις χείρας τής Ελληνικής Κυβέρνησης, προήλθε από άλλες πηγές χρηματοδότησης — όπως £ 18.100 από υπόλοιπο τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, £ 10.500 από τόκους εξαγορασθεισών μετοχών, £2.200 από έρανο Φιλελλήνων στην Ινδία, κ.ο.κ. — και όχι από το κεφάλαιο (καθεαυτό) τού β΄ δανείου.
- 7. Η επιτροπή που συνέταξε τον προϋπολογισμό τής Ελληνικής Πολιτείας στην Εθνοσυνέλευση τού Άστρους, προσδιόρισε έξοδα 38,6 εκατομ. γροσίων έναντι εσόδων 12,8 εκατομ. γροσίων, ήτοι μεγάλο έλλειμμα πρϋπολογισμού: 25,8 εκατομ. γρόσια (30% τού ΑΕΠ). Για την κάλυψη εκείνου τού ελλείμματος, που αντιστοιχούσε σε μισό εκατομμύριο λίρες, η Εθνοσυνέλευση αποφάσισε την προσφυγή τής Ελλάδος σε (έκτατο) δανεισμό από το εξωτερικό.
Προφανώς εκείνο το έλλειμμα είχε προσωρινό και όχι δομικό χαρακτήρα, αφού η διόγκωση των εξόδων σε τόσο υψηλό επίπεδο (44% τού ΑΕΠ) προέκυψε από τις επιτακτικές ανάγκες για επαρκή χρηματοδότηση τού πολέμου με 32,6 εκατομ. γρόσια (Πίνακας 3).
Επομένως, ως προσωρινό φαινόμενο, εκείνο το έλλειμμα δεν επηρέασε αρνητικά τούς ξένους κερδοσκόπους: Αυτό που είχε σημασία για τούς ξένους δανειστές τής “Προσωρινής Κυβερνήσεως τής Ελλάδος”ήταν η αυξητική τάση των εσόδων τής (γεωγραφικώς και οικονομικώς) μεγενθυνόμενης Ελλάδος και όχι το (προσωρινό) πρόβλημα τού ελλείμματος τού πολεμικού προϋπολογισμού της.
- 8. Για τη ρευστοποίηση των δόσεων τού α΄ Δανείου τής Ανεξαρτησίας, η συναφής δανειακή σύμβαση προέβλεπε την κατά περίπτωση συναίνεση και συνυπογραφή πέντε (5) ατόμων, ήτοι τού Λόρδου Βύρωνα, τού αντισυνταγματάρχη Leicester Stanhope, των Ζακυνθίων τραπεζιτώνΚαίσαρα Λογοθέτη και Σαμουήλ Βάρφου (που θα παρελάμβαναν αρχικώς τα χρήματα τού δανείου), και επίσης τού Λάζαρου Κουντουριώτη, προέδρου τής τότε (εμφυλιακής) Ελληνικής Κυβερνήσεως.
- 9. “This campaign, it seems, will lay the foundations of Grecian independence; and then a glorious field for improvement will naturally be opened before us. […] The soil is excellent; with skilful tillage and good seeds, we should soon see how rapidly, and in what perfection, the fruits of civilisation would rise around us.
In the present state of European politics, there seems in the East a sort of vacuum, which it is advisable to supply, in order to counterbalance the preponderance of the North. The English government deceived itself at first in thinking it possible to maintain the Turkish empire in its integrity: but it cannot be done; that unwieldy mass is already putrefied, and must dissolve. If any thing like an equilibrium is to be upheld, Greece must be supported.”
- 10. Ο Λόρδος Βύρων θεωρούσε ότι η παράταση τού πολέμου θα εξασθενούσε την Ελλάδα και επομένως θα εξυπηρετούσε τα σχέδια των Οθωμανών, όπως επίσης και τις εξουσιαστικές επιδιώξεις των συνοδοιπορούντων ηγεμόνων τής Ευρώπης. Επομένως, σύμφωνα με τονΛόρδο Βύρωνα, ακόμη και ένα υψηλό κόστος δανεισμού ήταν πολύ χαμηλότερο, απείρως χαμηλότερο, από εκείνο το οποίο θα κατέβαλε η Ελλάδα κατά τις επόμενες δεκαετίες ή και αιώνες εάν απελευθερώνετο τελικά όχι πλήρως δι’ ίδίων στρατιωτικών δυνάμεων, αλλά μερικώς δια ξένων πολεμικών επεμβάσεων.
Επιπλέον ο δανεισμός από ιδιώτες είναι εξ ορισμού διαχειρίσιμος (χρηματοοικονομικώς) από ένα κυρίαρχο κράτος, ενώ η εξάρτηση από Μεγάλες Δυνάμεις, δεν είναι πάντα διαχειρίσιμη (γεωστρατηγικώς) από ένα κράτος περιορισμένης κυριαρχίας.
Σε αυτή τη βάση, ο Λόρδος Βύρων επεδίωκε την άμεση δανειοδότηση τής Ελλάδος από ιδιώτες (και όχι κράτη) με δύο πρωταρχικούς σκοπούς: τη δραστική διεύρυνση τής απελευθερωμένης επικράτειας τής Ελλάδος και τη στρατηγική ανεξαρτησία της από κράτη(Μεγάλες Δυνάμεις).
- 11. Στην παρούσα μονογραφία, ως (αδαείς) Φιλέλληνες “κερδοσκόποι” ονοματοδοτούνται όλοι οι αγοραστές ελληνικών ομολόγων το 1824-1825, εκτός από την εταιρεία J. & S. Ricardo, ανάδοχο και διαχειριστή τού β΄δανείου, η οποία δια (ιδιοτελών) πράξεων και (ασυγνώστων) παραλείψεών της διέπραξε πολλά οικονομικά εγκλήματα, και μάλιστα σε κακουργηματικό επίπεδο όσον αφορά στα αποτελέσματά τους, σε βάρος τής μαχομένης Ελλάδος και σε βάρος των ξένων δανειστών της.
- 12. Κατά την 50ετή περίοδο 1827-1878 οι (απλήρωτοι) τόκοι των Δανείων τής Ανεξαρτησίας ανήλθαν στο σουρεαλιστικό επίπεδο των £ 3 εκατομμυρίων, ήτοι 7 φορές (745%) περισσότεροι από το κεφάλαιο (£951.780) που είχε “λάβει” (πιστωθεί) η εμπόλεμη Ελληνική Κυβέρνηση και από τα δύο δάνεια το 1824-1825, ως άνω (Σημείωση 6).
- 13. Η λαμπρή αναγωγή τού Μπελογιάννη είναι ενδεικτική τής επιστημονικής ακεραιότητας και τού εθνικού φρονήματος τού ανδρός [Νίκος Μπελογιάννης, Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα (εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα, 2009) σελ. 332].
Εν τούτοις οι ακραίες συνθήκες υπό τις οποίες συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος τού βιβλίου του το 1938-1943 — φυλακίσεις, διωγμοί και συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση ως “αντάρτης τού βουνού” κατά των γερμανοϊταλικών δυνάμεων κατοχής — δεν άφησαν τότε στον Μπελογιάννη τα στοιχειώδη περιθώρια είτε για αριθμητική ακρίβεια στα δανειακά μεγέθη που παραθέτει είτε για διεξοδική ανάλυση τούγεωπολιτικού παρασκηνίου εκείνων των δανείων, το οποίο ήταν δυστυχώς πολύ χειρότερο από αυτό πού ο Μπελογιάννης σκιαγράφησε στο βιβλίο του.
* Στη διεθνή τραπεζική-χρηματιστηριακή αγορά, ο Ιωάννης Δ. Παπακωνσταντίνου διετέλεσε M.I.S. Director στο Στρατηγείο τής επενδυτικής τράπεζας JPMorgan στη Νέα Υόρκη (ΜΗΤ/JPMorgan Tower,Treasury Division) με αρμοδιότητα τον σχεδιασμό και διαχείριση τού συστήματος εκτίμησης επενδυτικού κινδύνου (credit risk exposure) τού επενδυτικού χαρτοφυλακίου “swaps & futures”, προς στρατηγική πληροφόρηση τής Διεύθυνσης υπό τον Don Layton (Διευθύνοντα Σύμβουλο τής JPMorgan).
Τούς οικονομικούς πίνακες και τα στατιστικά στοιχεία, όπως επίσης και την εν γένει επιμέλεια και απλοποίηση τού κειμένου στην παρούσα μονογραφία, επεξεργάσθηκε ο Χρήστος Α. Ασημακόπουλος, καθηγητής Μαθηματικών (πτυχιούχος τού Πανεπιστημίου Πατρών).
istorikathemata
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)