Powered By Blogger

28.1.19

Στου Όθωνα τα χρόνια




Παρίσι, 26 Ιουνίου 1848: τα πρώτα οδοφράγματα που αποτυπώθηκαν ποτέ από τον φωτογραφικό φακό. Η καταστολή των ιταλικών επαναστάσεων της ίδιας διετίας τροφοδότησε το πρώτο ρεύμα πολιτικών προσφύγων προς το ελληνικό κράτος.
Παρίσι, 26 Ιουνίου 1848: τα πρώτα οδοφράγματα που αποτυπώθηκαν ποτέ από τον φωτογραφικό φακό. Η καταστολή των ιταλικών επαναστάσεων της ίδιας διετίας τροφοδότησε το πρώτο ρεύμα πολιτικών προσφύγων προς το ελληνικό κράτος. 
«Πολλοί τω όντι απέμενον ακόμη εις την Σύραν Ιταλοί πατριώται
εκ των φιλοξενηθέντων μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 1848»
Εμμανουήλ Ροΐδης («Ιστορία ενός σκύλου», 1893)
Η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή τα προηγούμενα χρόνια, ως συνέπεια ευρύτερων αποσταθεροποιητικών τάσεων στην περιοχή, αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία σειράς προβλημάτων για τις ελληνικές αρχές και την κοινωνία.
Εντούτοις δεν ήταν η πρώτη φορά που η χώρα κλήθηκε να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους απρόσμενες προσφυγικές κρίσεις.
Ηδη από τον 19ο αιώνα, επαναλαμβανόμενες επαναστάσεις και πολεμικές συρράξεις στην Ευρώπη δημιούργησαν πλήθος ηττημένων στασιαστών που, όντας πλέον ανεπιθύμητοι στις πατρίδες τους, αναζητούσαν πολιτικό άσυλο σε συγκριτικά πιο φιλελεύθερα κράτη όπως η Ελλάδα.
Οι πρώτοι πρόσφυγες
Η εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830-32 συνέπεσε χρονικά με την Ιουλιανή Επανάσταση και τη δυναστική μεταβολή στη Γαλλία, με εθνικές εξεγέρσεις στην τότε πολιτικά κατακερματισμένη Ιταλία και με επανάσταση των Πολωνών κατά της ρωσικής κυριαρχίας.
Η κατάπνιξη των κινημάτων αυτών ώθησε τουλάχιστον ορισμένους Πολωνούς και Ιταλούς αγωνιστές, όπως και Γάλλους εκδιωχθέντες σοσιαλιστές (σενσιμονιστές), να καταφύγουν σε ελληνικό έδαφος, όπου ήλπιζαν πως θα τύγχαναν ευνοϊκής υποδοχής.
Ο νωπός ακόμα δεκαετής πόλεμος της ανεξαρτησίας (1821-1830) είχε ανυψώσει την Ελλάδα σε περίοπτη θέση στα μάτια των ανά την Ευρώπη επαναστατών, που αντιλαμβάνονταν το νεότευκτο κράτος ως τον πρώτο τριγμό στο συντηρητικό μεταναπολεόντειο status quo.
Στην Ελλάδα η βαυαρική Αντιβασιλεία (1833-35) όντως διόρισε κάποιους φυγάδες στον νεοσύστατο κρατικό μηχανισμό λόγω της έλλειψης κατάλληλα κατηρτισμένων γηγενών, όπως τους Γάλλους Γκιστάβ ντ’ Εϊστάλ (ως στέλεχος του γραφείου δημόσιας οικονομίας) και Φρανσουά Γκραγιάρ (ως πρώτο διοικητή της χωροφυλακής). Μολαταύτα η περίοδος της συνεργασίας αποδείχθηκε εφήμερη.
Το 1835 ο νεαρός Οθων, ενθαρρυμένος από την αυστριακή και τη ρωσική πρεσβεία, προχώρησε στην απόλυση και απέλαση των Γάλλων σενσιμονιστών λόγω των υποτιθέμενων ανατρεπτικών «πιστεύω» τους.
Το απολυταρχικό καθεστώς του Οθωνα δεν ήταν συμβατό με την προστασία ξένων επαναστατών, τάση η οποία ταίριαζε ιδεολογικά με τη γαλλική, την αυστριακή και τις λοιπές γερμανικές και ιταλικές μοναρχίες, που επίσης τάσσονταν εναντίον κινημάτων με εθνικά ή κοινωνικά αιτήματα.
Το πανευρωπαϊκό 1848
Στιγμιότυπο από το ιταλικό 1848 στο Μιλάνο Στιγμιότυπο από το ιταλικό 1848 στο Μιλάνο |
Το σύστημα της Παλινόρθωσης που είχε ισχύσει μετά το 1815 κλυδωνίστηκε σοβαρά εξαιτίας των επαναστάσεων του 1848-1849 στη Γαλλία, τα γερμανικά και ιταλικά κράτη και τις επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αψβούργων.
Η ιουλιανή μοναρχία στη Γαλλία κατέρρευσε τον Φεβρουάριο του 1848, ενώ ανατολικά και νότια του Ρήνου οι Γερμανοί και Ιταλοί επαναστάτες απαίτησαν παραχώρηση Συνταγμάτων και εθνική ενοποίηση, στοιχείο που τους έφερε σε αντίθεση με την Αυστρία. Παρά το γεγονός ότι οι «δυνάμεις της τάξης» ήταν σε θέση να ανακτήσουν τον έλεγχο (ειδικά στη Γαλλία, την Πρωσία και την Αυστρία) ώς το καλοκαίρι του 1848, η πανευρωπαϊκή αναταραχή δεν είχε λάβει ακόμα τέλος.
Στα μέσα του 1849 ξέσπασε ένας δεύτερος κύκλος ακόμη ριζοσπαστικότερων επαναστάσεων, οδηγώντας στη σύσταση βραχύβιων επαναστατικών δημοκρατιών στη Ρώμη και την Ουγγαρία (αλλά και στη Βενετία ήδη από την άνοιξη του 1848), οι οποίες ωστόσο σύντομα καταλύθηκαν βίαια από γαλλικά, αυστριακά και ρωσικά στρατεύματα.
Η αμείλικτη αυτή καταστολή είχε ως απότοκο τη δημιουργία κυμάτων πολιτικών προσφύγων που στράφηκαν σε χώρες όπως η Βρετανία, οι ΗΠΑ, το Βέλγιο, η Ελβετία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε αναζήτηση ασύλου.
Οι αριθμοί των προσφύγων, παρότι θα φάνταζαν μικροί με τα μέτρα του 21ου αιώνα, εντούτοις συγκροτούσαν τις πλέον ευμεγέθεις και συνεκτικές ομάδες πολιτικών εξόριστων που η Ευρώπη είχε μέχρι τότε αντικρίσει: ώς 4.400 φυγάδες πάτησαν σε αγγλικό έδαφος, περί τους 1.500 και 5.500 πέρασαν αντίστοιχα τα ελβετικά και οθωμανικά σύνορα, ενώ μαζικότερη εισροή παρατηρήθηκε μόνο στις ΗΠΑ, όπου οι επήλυδες ξεπέρασαν τους 30.000.
Ο επαναστατικός πυρετός του 1848-1849 δεν επηρέασε άμεσα το ελληνικό βασίλειο. Παρά τους ισχυρισμούς παλαιότερων ιστορικών πως οι σποραδικές ταραχές του 1847-1848 στην ελληνική επικράτεια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το «ελληνικό 1848», τα επεισόδια αυτά μοιάζουν περισσότερο με σπασμωδικές, τοπικιστικές αντιδράσεις εναντίον της σχετικά νεαρής ακόμα οθωνικής συγκεντρωτικής εξουσίας.
Η συνταύτιση του Οθωνα με τη Μεγάλη Ιδέα, η απουσία φεουδαρχικών υποχρεώσεων και κυρίως το Σύνταγμα του 1844 με την (πρωτοφανή για την εποχή) σχεδόν καθολική αντρική ψηφοφορία που θέσπισε, λειτούργησαν σαν βαλβίδες αποσυμπίεσης για φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, τα οποία αλλού οδήγησαν σε αιματηρές συγκρούσεις.
Η σύνδεση της Ελλάδας με τα τεκταινόμενα του 1848 θα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον εμμέσως στα κύματα των πολιτικών προσφύγων από την Ιταλία που εμφανίστηκαν στις ελληνικές πόλεις το θέρος του 1849 και υπερέβαιναν κατά πολύ τους ελάχιστους ξένους πρόσφυγες του παρελθόντος.
Από την Ιταλία στην Ελλάδα
Κρατούμενοι στις παπικές φυλακές του Σαν Μικέλε μετά την καταστολή της επανάστασης Κρατούμενοι στις παπικές φυλακές του Σαν Μικέλε μετά την καταστολή της επανάστασης |
Τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1849, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (Φεβρουάριος-Ιούλιος 1849), περίπου 280 ηττημένοι Ρωμαίοι και Ανκονέζοι επαναστάτες αποβιβάστηκαν κυρίως στην Πάτρα αλλά και στο Μεσολόγγι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, οι πρόσφυγες ήταν στη συντριπτική πλειονότητά τους άρρενες ηλικίας 16-50 ετών, ασκούσαν αστικά επαγγέλματα (τεχνίτες, επαγγελματίες, φοιτητές), έφεραν οπλισμό και ήταν ως επί το πλείστον εθνοτικά Ιταλοί, αν και μεταξύ τους υπήρχαν και λίγοι «διεθνείς επαναστάτες» (Ούγγροι, Πολωνοί, Γερμανοί) που είχαν πολεμήσει στην Ιταλία.
Ως τα μέσα Αυγούστου έφτασαν τους 450 κι ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός πρέπει να μετοίκησε αυτοβούλως στην Αθήνα σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών εργασίας και διαβίωσης.
Τα ανώτερα στρώματα των ελληνικών πόλεων πήραν συστηματικές φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες (συγκρότηση προσφυγικών συλλόγων, συγκέντρωση χρημάτων μέσω εράνων και δωρεών), ενώ και οι κεντρικές και περιφερειάκές αρχές διατάχθηκαν να περιθάλψουν τους νεοαφιχθέντες. Μολαταύτα οι ασθενικές ακόμα κρατικές υποδομές δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στην πίεση του ολοένα διογκούμενου προσφυγικού ρεύματος.
Στα τέλη Αυγούστου 1849 η επαναστατική Βενετική Δημοκρατία κατελήφθη από τους Αυστριακούς, με αποτέλεσμα ένα νέο κύμα προσφυγικών αφίξεων. Ως τα μέσα Σεπτεμβρίου περίπου 300 Βενετοί πρόσφυγες ζήτησαν άσυλο στην Πάτρα και το γεγονός ότι έπασχαν από χολέρα (εξαιτίας της πολύμηνης πολιορκίας της Βενετίας) δημιούργησε συν τοις άλλοις και πιεστικές υγειονομικές συνθήκες, τόσο για τις ελληνικές αρχές όσο και για τους κατοίκους της πόλης.
Παρά τις ηχηρές διακηρύξεις του Τύπου πως η φιλελεύθερη Ελλάδα είχε υποχρέωση να παρασταθεί στους κατατρεγμένους επαναστάτες, τα όρια της κρατικής μηχανής υπαγόρευαν διαφορετικούς χειρισμούς. Ηδη μετά την άφιξη των πρώτων εξόριστων τον Ιούλιο, το υπουργείο Εξωτερικών είχε υποδείξει στους Ελληνες προξένους να χορηγούν διαβατήρια εισόδου στη χώρα μόνο σε όσους διέθεταν επαρκή μέσα βιοπορισμού. Σύντομα ωστόσο η οδηγία αυτή κατέληξε κενό γράμμα, εφόσον τα πλοία που μετέφεραν τους πρόσφυγες προσέγγιζαν τις ελληνικές ακτές δίχως να έχουν λάβει προηγούμενη έγκριση.
Η εξέλιξη αυτή ώθησε την ελληνική κυβέρνηση να πάρει έκτακτα μέτρα. Με σειρά εγκυκλίων στα μέσα Σεπτεμβρίου 1849 ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτριος Χρηστίδης απαγόρευσε την έλευση και εγκατάσταση περαιτέρω προσφύγων στην Αθήνα, προειδοποιώντας τους κρατικούς αξιωματούχους με αυστηρές ποινές σε περίπτωση ανυπακοής. Παρ' όλα αυτά, η συνεχιζόμενη πρακτική των νομαρχών σε Αχαΐα, Αιτωλία και Αργολίδα να ανακουφίσουν τις περιφέρειές τους αποστέλλοντας πρόσφυγες στην Αθήνα χωρίς εξουσιοδότηση αποδεικνύει πως και τα μικρότερα αστικά κέντρα αντιμετώπιζαν παρόμοιες δυσχέρειες.
Λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη κατάσταση, φαντάζει ειρωνικό το γεγονός ότι οι προσφυγικές ελεύσεις κορυφώθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου υπό ιδιάζουσες συνθήκες.
Οι αφίξεις από τη Ρώμη και τη Βενετία μπορούν να χαρακτηριστούν «φυσικές» υπό την έννοια ότι επρόκειτο για το άμεσο απότοκο της κατάρρευσης του επαναστατικού μετώπου. Στα τέλη Σεπτεμβρίου ωστόσο οι αρχές του βασιλείου της Σαρδηνίας-Πεδεμόντιου μίσθωσαν πλοία προκειμένου να μεταφέρουν σχεδόν 600 ανεπιθύμητους από τη Γένοβα στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Σύρο, που ώς τότε δεν είχε δεχτεί παρά ελάχιστους πρόσφυγες.
Ο μονομερής οστρακισμός «προβληματικών στοιχείων» ιδίως προς τις ΗΠΑ αποτελούσε οικεία πρακτική διάφορων ευρωπαϊκών χωρών τον 19ο αιώνα. Είναι συνεπώς πιθανό πως το Πεδεμόντιο επέλεξε διακριτικά την ίδια τακτική, παρατηρώντας την ευκολία με την οποία η Ελλάδα προσέφερε άσυλο σε φυγάδες επαναστάτες.
Ανεξαρτήτως των πραγματικών αιτιών του, το «τεχνητό» αυτό κύμα προσφύγων αποβιβάστηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις αρχές Οκτωβρίου. Οι κάτοικοι της πόλης, πρόσφυγες οι ίδιοι ή απόγονοι προσφύγων της σφαγής της Χίου (1822), υποδέχτηκαν τους Ιταλούς προσφέροντας πόρους από το δημοτικό ταμείο για τη φροντίδα τους.
Μολαταύτα η δημοτική αρχή προέβλεπε πως αυτή η πολιτική στήριξης δεν θα μπορούσε να διαρκέσει. Το υγρό ελληνικό κλίμα και το χαμηλό επίπεδο σίτισης και στέγασης των προσφύγων καθήλωσε σύντομα πολλούς εξ αυτών στο νοσοκομείο της Ερμούπολης, ενώ και στην Πάτρα σημειώθηκαν οι πρώτοι θάνατοι προσφύγων σε συνθήκες απόλυτης ένδειας.
Αλλαγή πολιτικής
Χάρη στο πρόσφατο επαναστατικό παρελθόν της, η Ελλάδα του Oθωνα (αριστερά) φάνταζε φιλόξενος τόπος προορισμού για τους Ευρωπαίους πολιτικούς πρόσφυγες. Πύλες εισόδου αποτελούσαν τα μεγάλα λιμάνια: ο Πειραιάς (πάνω δεξιά), η Πάτρα και η Ερμούπολη (κάτω) Χάρη στο πρόσφατο επαναστατικό παρελθόν της, η Ελλάδα του Oθωνα (αριστερά) φάνταζε φιλόξενος τόπος προορισμού για τους Ευρωπαίους πολιτικούς πρόσφυγες. Πύλες εισόδου αποτελούσαν τα μεγάλα λιμάνια: ο Πειραιάς (πάνω δεξιά), η Πάτρα και η Ερμούπολη (κάτω) |
Πέραν της ανθρωπιστικής παραμέτρου, η κυβέρνηση του Οθωνα ανησυχούσε και για τις πολιτικές περιπλοκές της άφιξης τόσων μαχητών με ριζοσπαστικές ρεπουμπλικανικές ιδέες.
Σύμφωνα με τις εγκυκλίους του υπουργείου Εσωτερικών, 1.109 πρόσφυγες πάτησαν σε ελληνικό έδαφος μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου 1849, ενώ αν υπολογιστεί και η παράνομη μετανάστευση ο συνολικός αριθμός τους ανέρχεται σε περίπου 2.000 κατά τους ισχυρισμούς αυτοπτών μαρτύρων και της αυστριακής πρεσβείας. Σε αντίθεση με τις διασπαρμένες στην ύπαιθρο ληστρικές συμμορίες, οι επαναστάτες ήταν συγκεντρωμένοι στα αστικά κέντρα συνιστώντας δυνητική απειλή στην καρδιά του οθωνικού διοικητικού ιστού.
Ο συνδυασμός αυτών των πολιτικών, ιδεολογικών και υγειονομικών προκλήσεων οδήγησε την ελληνική ηγεσία σε ολοκληρωτική αλλαγή πλεύσης. Στις αρχές Οκτωβρίου η εγκατάσταση επιπλέον προσφύγων στην Πάτρα και τη Σύρο απαγορεύτηκε και οι ήδη εγκαταστημένοι πρόσφυγες αφοπλίστηκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ταυτόχρονα ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Γλαράκης διέταξε τις ελληνικές πρεσβείες και προξενεία στο εξωτερικό να διακόψουν πάραυτα τη χορήγηση διαβατηρίων σε ξένους αντιφρονούντες, κλείνοντας έτσι ολοκληρωτικά τα ελληνικά σύνορα.
Τους επόμενους μήνες η νέα πολιτική έδειξε σημεία υλοποίησης. Οι πρόξενοι πληροφόρησαν την Αθήνα πως δεν είχαν κάνει δεκτές αιτήσεις έκδοσης διαβατηρίων, ενώ οι ελληνικές λιμενικές αρχές είχαν επίσης αποπέμψει καράβια που μετέφεραν πρόσφυγες. Η γενικότερη ειρήνευση της Ευρώπης μετά το 1850, πιθανότατα και η απογοήτευση των ανά τη Μεσόγειο ριζοσπαστών πως η Ελλάδα δεν αποτελούσε πια φιλόξενο προορισμό, συντέλεσαν στην ανακοπή των ιταλικών προσφυγικών ροών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω πολιτική του ελληνικού κράτους ακολουθούσε ευρύτερες τάσεις, ειδικά στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Χώρες όπως η Σερβία, πολλά γερμανικά κράτη, οι παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρωσία ήταν επίσης αντίθετες με τη μαζική είσοδο φυγάδων για παραπλήσιους λόγους, περιορίζοντας τη χορήγηση διαβατηρίων και εντείνοντας την αστυνομική επιτήρηση κατά ύποπτων ομάδων.
Τα δίχτυα των προξένων
Οι πρόσφυγες που παρέμειναν σε ελληνικό έδαφος μετά το 1850 είδαν τον κλοιό να στενεύει γύρω τους. Υπαίτιος δεν ήταν μόνο το ελληνικό κράτος αλλά και ξένες δυνάμεις όπως η Αυστρία, το βασίλειο των δύο Σικελιών και ο Πάπας, οι οποίοι παρακολουθούσαν στενά τους εξόριστους που είχαν προξενήσει ταραχές στα εδάφη τους προκειμένου να αποτρέψουν την οργάνωση νέων επαναστατικών πρωτοβουλιών.
Η αυτοκρατορία των Αψβούργων είχε στήσει τον πυκνότερο κατασκοπευτικό μηχανισμό κατά των προσφύγων. Εκτεινόταν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και επανδρωνόταν από τους Αυστριακούς πρέσβεις και προξένους, όπως και από μυστικούς πληροφοριοδότες που συχνά προέρχονταν από τις τάξεις των ίδιων των προσφύγων.
Η αυστριακή κυβέρνηση, διαβλέποντας τις επικείμενες προσφυγικές αφίξεις, πίεσε την Αθήνα για μια διμερή συνθήκη απελάσεων, η οποία υπογράφτηκε τον Απρίλιο του 1849. Εκμεταλλευόμενοι τη συνθήκη, οι Αυστριακοί διπλωματικοί αξιωματούχοι στην Ελλάδα προσείλκυαν πρόσφυγες στα κατά τόπους προξενεία αποβλέποντας στη σύλληψη και τη μεταφορά τους σε αυστριακό έδαφος με σκοπό να δικαστούν.
Ιδιαίτερα δραστήριοι σε τοπικό επίπεδο αποδείχτηκαν οι πρόξενοι στη Σύρο, Τζιουζέπε Νιτσόλι και Γιόχαν Γκέοργκ φον Χαν, οι οποίοι συνέλεγαν συστηματικά στοιχεία για τους πρόσφυγες και αντάλλασσαν πληροφορίες με τον Ρώσο και τον Ναπολιτάνο πρόξενο στο νησί, βρισκόμενοι σε διαρκή επικοινωνία και με τις δημοτικές αρχές της Ερμούπολης. Σύμφωνα με μαρτυρίες προσφύγων, ο Νιτσόλι ήταν υπεύθυνος για τη σύλληψη μεγάλου -αν και απροσδιόριστου- αριθμού προσφύγων.
Η σχέση των προσφύγων με τους προξένους ήταν πάντως αντιφατική: μια μεγάλη μερίδα εξόριστων επιδίωκε την αμνήστευση και τον επαναπατρισμό τους και υπέβαλλε αιτήσεις χορήγησης αυστριακών διαβατηρίων στους αρμόδιους προξένους, οι οποίοι αποφαίνονταν βάσει των στοιχείων που διέθεταν για τους αιτούντες.
Ο Αυστριακός πρέσβης και οι πρόξενοι είχαν πρόσβαση σε εξαιρετικά αναλυτικές πληροφορίες, τις οποίες εν πολλοίς παρείχαν οι ποικίλοι μυστικοί πράκτορες. Λίγα είναι γνωστά για τις ταυτότητες των κατώτερων αυτών μελών της αυστριακής κατασκοπευτικής μηχανής, που σε γενικές γραμμές απέβλεπαν σε αμοιβές σε χρήμα ή σε είδος (δηλαδή αμνήστευση, αν ήταν και οι ίδιοι πρόσφυγες).
Επικεφαλής του δικτύου των πρακτόρων μετά το 1848 ήταν ο Βιεννέζος διερμηνέας ουγγρο-λεβαντίνικης καταγωγής Γκάμπριελ Γιασμάγκι, που επίσημα εργαζόταν στο γενικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης. Μεταξύ 1849 και 1853 οργάνωσε ένα δίκτυο πρακτόρων που προσκολλήθηκε στις προσφυγικές κοινότητες και εκτεινόταν από την Κέρκυρα ώς το Χαλέπι στη Συρία (μεταξύ αυτών στην Αθήνα και τη Σύρο).
Πέραν της Αυστρίας, κι άλλες δυνάμεις ακολούθησαν παρόμοιες πρακτικές. Ο Ρώσος επιτετραμμένος στην Αθήνα ενημέρωσε τον Οθωνα πως ο τσάρος δεν θα ανεχόταν η Ελλάδα να γίνει καταφύγιο φυγάδων επαναστατών. Σε διαφορετική περίπτωση, ο πρέσβης απείλησε πως η Ρωσία θα απαιτούσε την άμεση αποπληρωμή του μέρους του δανείου των εξήντα εκατομμυρίων φράγκων που της αναλογούσε. Το οικονομικά ασθενικό ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτό το τελεσίγραφο.
Οι Ναπολιτάνοι πάλι πρόξενοι συνεργάζονταν με τους Αυστριακούς συναδέλφους τους και συνέτασσαν λίστες με τους πλέον πολιτικοποιημένους πρόσφυγες που διέμεναν στην Αθήνα, το Ναύπλιο, τη Σύρο και τη Νάξο.
Τέλος, ο παπικός νούντσιος παρεμπόδιζε συστηματικά τις απόπειρες εύρεσης εργασίας των προσφύγων στην Αθήνα, ενώ οι καπουτσίνοι μοναχοί της Σύρου ασκούσαν παρασκηνιακά πιέσεις στον Οθωνα να απελάσει τους κατά βάση αντικληρικαλιστές πρόσφυγες που είχαν κατακλύσει το νησί.
Ανέχεια και καταστολή
Οι φόβοι Αυστριακών, Ναπολιτάνων και Ρώσων ότι οι επαναστάτες θα εκμεταλλεύονταν τη χαλαρότερη κρατική επιτήρηση και τις συνταγματικές ελευθερίες της Ελλάδας για να ανασυνταχτούν αποδείχτηκαν εν τέλει υπερβολικοί. Οι πρόσφυγες στόχευαν πρωταρχικά στην εξασφάλιση των προς το ζην και όχι στον σχεδιασμό επαναστατικών κινήσεων. Ωστόσο η άγνοια της ελληνικής και η αδυναμία πρόσβασης σε τοπικά δίκτυα συνιστούσαν ουσιαστική τροχοπέδη σ’ αυτές τους τις προσπάθειες.
Οπως ανακαλούσε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, οι Ιταλοί φυγάδες παρέκαμψαν αυτές τις αντιξοότητες εργαζόμενοι ως χειρώνακτες, τεχνίτες (ειδικά μεταλλουργοί ή ζωγράφοι) και δάσκαλοι ξένων γλωσσών. Εκμεταλλευόμενοι την εμπειρία τους στα όπλα, κάποιοι προσπάθησαν -ανεπιτυχώς- να ενταχθούν στον ελληνικό στρατό, ενώ ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός (πάνω από εκατό) υπέβαλαν αίτηση απόκτησης της ελληνικής υπηκοότητας.
Ο Βενετός Μάρκο Αντόνιο Κανίνι συνέλαβε το 1849 το πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο συγκρότησης ανώνυμης εταιρείας με σκοπό τη διάνοιξή της διώρυγας της Κορίνθου και τη σύσταση ιταλικής αγροτικής αποικίας στον Ισθμό, το όραμα του ωστόσο ναυάγησε λόγω έλλειψης πόρων.
Η επαγγελματική ανασφάλεια, οι πενιχροί πόροι, οι ασθένειες και η εγκληματικότητα αποτελούσαν την πραγματικότητα της πλειονότητας των προσφύγων. Ως απάντηση σε αυτές τις συνθήκες, ομάδα Ιταλών συνέστησε μια εταιρεία αλληλοβοήθειας τον Νοέμβριο του 1850 στην Αθήνα με επικεφαλής τον Πολωνό στρατιωτικό Αλεξάντερ Μίλμπιτς και τον Ιταλό Φρανσίσκο Γκεράρντι-Ντραγκομάνι, που αμφότεροι είχαν πολεμήσει στη Ρώμη. Αναμφισβήτητα η εξασφάλιση μέσων βιοπορισμού συνιστούσε την κύρια προτεραιότητα της εταιρείας.
Πολιτικές συζητήσεις μολαταύτα θα πρέπει επίσης να λάμβαναν χώρα, στοιχείο που θορύβησε την αυστριακή πρεσβεία και την ώθησε να ασκήσει πιέσεις στον Ελληνα υπουργό Εσωτερικών, Γεωργαντά Νοταρά, ώστε να απαγορεύσει την εταιρεία, ενώ σε ανάλογα διαβήματα προχώρησαν και οι πρέσβεις Ρωσίας, Νάπολης, Ρώμης και Τοσκάνης.
Οι ελληνικές αρχές είχαν αρχίσει να υιοθετούν ολοένα και πιο επιφυλακτική στάση έναντι των προσφύγων.
Η αντικατάσταση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Κανάρη (αριστερά) από εκείνη του Αντώνιου Κριεζή (δεξιά) σηματοδότησε σαφή σκλήρυνση της κρατικής πολιτικής απέναντι στους πρόσφυγες. Η αντικατάσταση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Κανάρη (αριστερά) από εκείνη του Αντώνιου Κριεζή (δεξιά) σηματοδότησε σαφή σκλήρυνση της κρατικής πολιτικής απέναντι στους πρόσφυγες. |
Τα αδιέξοδα που είχε διαμορφώσει η έλευση των προσφύγων οδήγησαν τον Οθωνα να απολύσει την κυβέρνηση Κανάρη τον Δεκέμβριο του 1849 και να διορίσει πρωθυπουργό τον συντηρητικό ναύαρχο Αντώνιο Κριεζή. Οπως ανέφερε ικανοποιημένος ο Αυστριακός πρέσβης, η νέα κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να δώσει τέλος στα συνεχή προβλήματα που οι πρόσφυγες είχαν προκαλέσει.
Η απαγόρευση εισόδου στη χώρα συνεχίστηκε, ενώ οι αρχές άρχισαν να χορηγούν μικρά βοηθήματα στους εν Ελλάδι πρόσφυγες ενθαρρύνοντάς τους να μεταναστεύσουν (ιδιαίτερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όπου οι επαγγελματικές προοπτικές φάνταζαν καλύτερες).
Παράλληλα το υπουργείο Εσωτερικών πολλαπλασίασε τις αστυνομικές περιπόλους και τοποθέτησε μυστικούς πράκτορες στις περιοχές όπου παρέμεναν πρόσφυγες. Επιπλέον ξεκίνησε τη διενέργεια απογραφών στις μεγαλύτερες προσφυγικές κοινότητες, με σκοπό την αποθάρρυνση πολιτικών δραστηριοτήτων, τη μείωση της εγκληματικότητας και τη λεπτομερή πληροφόρησή του για το υπόβαθρο, την ηλικία και την επαγγελματική απασχόληση των νεοαφιχθέντων.
Αυτή η πολιτική αυστηρότερου ελέγχου έδειξε να αποφέρει καρπούς σε πόλεις με μικρότερη προσφυγική παρουσία, όπως η Κόρινθος. Η κατάσταση ωστόσο παρέμεινε προβληματική στις πολυπληθέστερες κοινότητες της Πάτρας και της Αθήνας, όπου η αστυνομία ανέφερε συχνές φιλονικίες, τόσο ανάμεσα σε ενδεείς εξόριστους και ντόπιους όσο και μεταξύ των εξόριστων, παρά τις επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις των αρχών.
Οι περιορισμένες επιλογές βιοπορισμού και η δυνατότητα περαιτέρω μετοίκησης έφεραν αποτέλεσμα, καθώς οι προσφυγικές κοινότητες άρχισαν να φυλλορροούν το 1850-1851. Η αριθμητική τους παρακμή σε συνδυασμό με τη συνολικότερη επικράτηση συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη στα τέλη του 1851 (επάνοδος της απολυταρχίας σε Γαλλία και Αυστρία) ώθησαν τον Οθωνα να πάρει πιο δραστικές πρωτοβουλίες.
Τον Φεβρουάριο του 1852 ορισμένοι από τους πιο γνωστούς πρόσφυγες, όπως ο Μίλμπιτς και ο Γκεράρντι-Ντραγκομάνι, που είχαν καλλιεργήσει σχέσεις με Ελληνες ριζοσπάστες, όπως ο Ιωάννης Μακρυγιάννης και ο Παύλος Καλλέργης, συνελήφθησαν με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του Θρόνου. Στη Σύρο πάλι ορισμένοι Ιταλοί, με προεξάρχοντα τον Αλεσάντρο Φουμαγκάλι από τη Λομβαρδία, τέθηκαν επίσης υπό κράτηση παρά τις εκκλήσεις επιφανών Ερμουπολιτών υπέρ τους.
Οι έρευνες στην οικία τού Μίλμπιτς στην Αθήνα όντως έφεραν στο φως επαναστατικά φυλλάδια που διακήρυτταν την ίδρυση μιας ρεπουμπλικανικής ομοσπονδίας στα Βαλκάνια. Η δυνατότητα όμως υλοποίησης αυτών των σχεδίων ήταν μηδαμινή και ο κύκλος του Μίλμπιτς δεν ήταν παρά μία από τις πολλές ριζοσπαστικές πλην όμως ανίσχυρες οργανώσεις στην Αθήνα της εποχής, που υποστήριζαν ποικίλες εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας.
Συνολικά 36 ξένοι συνελήφθησαν και απελάθηκαν από τη χώρα σε διάστημα λίγων εβδομάδων, κατηγορούμενοι για αντιδυναστική συνωμοσία, ενώ η αστυνομία έκλεισε και την ιταλική εταιρεία αλληλοβοήθειας. Η επιχείρηση αυτή, εντυπωσιακής αποτελεσματικότητας για τα μέτρα της Οθωνικής Ελλάδας, πραγματοποιήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη φυλάκιση του Μακρυγιάννη (με παρόμοια αιτιολογία), τη διάλυση της υπερσυντηρητικής Φιλορθοδόξου Εταιρείας και την κατάπνιξη της εξέγερσης του μοναχού Παπουλάκου στην ύπαιθρο της Πελοποννήσου.
Η χρονική αλληλουχία των παραπάνω εξελίξεων μοιάζει υπερβολικά στενή για να είναι συμπτωματική, μαρτυρά δε συνολικά μια συντονισμένη προσπάθεια διεύρυνσης και διείσδυσης του οθωνικού διοικητικού μηχανισμού σε κοινωνικές ομάδες και περιοχές πρωτύτερα ανέγγιχτες από την κρατική εξουσία.
Μετά τις απελάσεις του 1852 οι προσφυγικές κοινότητες στην Ελλάδα απέμειναν συρρικνωμένες και πολιτικά αποκεφαλισμένες. Σποραδικές διώξεις μεμονωμένων προσώπων επαναλήφθηκαν, όπως του Ναπολιτάνου Ορόνζιο Σπινατσόλα και του Ανκονέζου Λίβιο Ζαμπεκάρι που το 1853 κατηγορήθηκαν για σχέδιο δολοφονίας του Οθωνα και απελάθηκαν, ωστόσο οι επαναστάτες πρόσφυγες του 1848 σταδιακά έπαψαν να αποτελούν μείζον πολιτικό ζήτημα.
Τα επόμενα χρόνια ο Κριμαϊκός Πόλεμος, η εξέγερση σε ΗπειροΘεσσαλία (1854) και η αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά (1854-57) μονοπώλησαν το ενδιαφέρον τόσο του ελληνικού Τύπου όσο και των ξένων πρεσβευτών, καθώς το ενδεχόμενο μιας νέας επαναστατικής έκρηξης στην Ευρώπη έδειχνε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο.
Ακόμα κι αν δεν συνέβη μια συντονισμένη έξοδος των προσφύγων από την Ελλάδα, είναι περίπου βέβαιο πως, όσοι δεν μετοίκησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επέστρεψαν στις πατρίδες τους σταδιακά μετά την ιταλική ενοποίηση (1859-70), όπως εξάλλου έπραξαν και οι πολιτικοί πρόσφυγες στη δυτική Ευρώπη.
Ενας άγνωστος εκσυγχρονισμός
Η οριστική αποχώρηση των προσφύγων γεννά ερωτήματα για την μακροπρόθεσμη συμβολή τους στη διαμόρφωση ελληνικού κράτους και κοινωνίας. Σε όμορες χώρες η παραμονή του Λάγιος Κόσουθ και άλλων Ούγγρων προσφύγων μετά το 1849 συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στη Βουλγαρία και στις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στην Ελλάδα παλαιότεροι συγγραφείς είχαν υποστηρίξει πως οι επαναστάτες πρόσφυγες είχαν αποτελέσει δίαυλο μετάδοσης των πρώιμων ακόμα σοσιαλιστικών ιδεών στον ελλαδικό χώρο. Η άποψη αυτή δεν αντέχει στην κριτική. Οπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι επαφές μεταξύ Ελλήνων και προσφύγων ήταν συχνά προβληματικές, ενώ οι περισσότεροι Ιταλοί δεν διαπνέονταν ούτως ή άλλως από σοσιαλιστικά ιδεώδη.
Η έμμεση «συμβολή» των προσφύγων θα πρέπει ν’ αναζητηθεί κυρίως στη συγκρότηση της νεοελληνικής κρατικής μηχανής. Τα μέτρα που εξωθήθηκε να πάρει το ελληνικό κράτος αναφορικά με τους πρόσφυγες οδήγησαν σε αυστηρότερη φύλαξη των συνόρων (με εξαίρεση τα θεσσαλικά), συστηματικότερους ελέγχους στην εσωτερική μετακίνηση πληθυσμών και μεθοδικότερη επιτήρηση των δυνάμει επικίνδυνων πολιτικά στοιχείων ειδικά στα αστικά κέντρα.
Από το 1849 και εξής, μια σειρά εγκυκλίων του υπουργείου Εσωτερικών περιόριζε την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση ιδίως προς την πρωτεύουσα και ρύθμιζε τις προϋποθέσεις έκδοσης διαβατηρίων. Οι νέοι αυτοί κανονισμοί, που διατηρήθηκαν και στην εποχή του Γεωργίου Α’ (1863-1913), αντλούσαν την καταγωγή τους ρητώς από τα «προσφυγικά» μέτρα του 1849-1852.
Το σύνολο αυτών των διατάξεων εφαρμόστηκε τουλάχιστον εν μέρει, στον βαθμό που επέτρεπε η εκτελεστική δυνατότητα του ελληνικού κράτους του 19ου αιώνα, με συνέπεια η αποτελεσματικότητά τους να παραμένει συζητήσιμη. Ωστόσο η ίδια η θέσπιση ενός πλαισίου συστηματικότερου ελέγχου του πληθυσμού και παρείσφρησης του κράτους σε χώρους παλαιότερα απρόσιτους, αποτελεί ισχυρή ένδειξη υπέρ μιας βαθμιαίας αλλά αδιάλειπτης πορείας μεγέθυνσης και επιβολής του ελληνικού κρατικού μηχανισμού στον πληθυσμό, η οποία ξεκίνησε στην οθωνική εποχή και συνεχίστηκε στον ύστερο 19ο και στον 20ό αιώνα.
*υποψήφιος διδάκτορας Ευρωπαϊκής Ιστορίας σττο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
ΠΗΓΗ: http://www.efsyn.gr/arthro/stoy-othona-ta-hronia

27.1.19

Μακεδονικό: Από την βουλγαρική Εξαρχία στη Βόρεια Μακεδονία



© Παρέχεται από: 24 Media Digital S.A
Το Μακεδονικό ως ζήτημα, η αλήθεια είναι ότι ξεκινάει πολύ πριν τη δημιουργία του βόρειου γείτονα ως ανεξάρτητου κράτους, το 1991. Ήδη, από το 1870 με τη δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας και ιδίως μετά τη συγκρότηση βουλγαρικού κράτους το 1878, το Μακεδονικό ζήτημα είναι θέμα τριβής, μιας και τα εμπλεκόμενα μέρη ποτέ δεν συμφώνησαν τον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων της Μακεδονίας. Κάθε πλευρά ανάλογα μετά συμφέροντά της, τοποθετούσε τις συντεταγμένες της γεωγραφικής Μακεδονίας όπως τη βόλευε. Για αυτό λοιπόν οι "Μακεδονίες" διέφεραν κάπως μεταξύ τους, στους χάρτες της εποχής εκείνης. Η Ελλάδα περιέγραφε ως Μακεδονία τον ιστορικό χώρο της Αρχαίας Μακεδονίας που περιελάμβανε εδάφη και βορειότερα των σημερινών ελληνικών συνόρων αποκλείοντας περιοχές όμως όπου επικρατούσε το Βουλγαρικό στοιχείο. Αντιστοίχως, η Βουλγαρία περιελάμβανε και βορειότερα εδάφη αποκλείοντας περιοχές νοτιότερα με έντονο ελληνικό στοιχείο. Η τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία περιελάμβανε και το βιλαέτι του Κοσόβου στο οποίο επικρατούσε το αλβανικό και μουσουλμανικό στοιχείο. Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία», ο οποίος, σημειωτέον, είναι ελληνική λέξη, αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.

Από τον 20ο αιώνα βέβαια γίνεται διεθνώς αποδεκτό πως η γεωγραφική Μακεδονία αναφέρεται στα εδάφη της Ελληνικής Μακεδονίας, στο κομμάτι που κατέχει το βουλγαρικό κράτος (Μακεδονία του Πιρίν) και στο σημερινό κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, όπως αυτό ονομάστηκε μετά την Συμφωνία των Πρεσπών.

Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1913 το μεγαλύτερο μέρος (60%) της Μακεδονίας είχε περιέλθει στην Ελλάδα (Μακεδονία του Αιγαίου), ένα μικρότερο (30%) στη Σερβία (Μακεδονία του Βαρδάρη) και το έλασσον (10%) στη Βουλγαρία (Μακεδονία του Πιρίν). Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν βεβαίως «Μακεδόνες» με διακριτή εθνική συνείδηση. Αυτό ξεκίνησε να συμβαίνει ως αποτέλεσμα πολιτικών ζυμώσεων, όταν το Μακεδονικό πέρασε σε νέα φάση την περίοδο 1919-1943. Τότε ήταν που Σέρβοι και Βούλγαροι ανταγωνίζονταν για την εθνότητα των κατοίκων του συνόλου της Μακεδονίας, με τους δεύτερους να υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί Βουλγάρων οι οποίοι ομιλούν ένα βουλγαρικό ιδίωμα (τη σλαβομακεδονική διάλεκτο).

Για να αντιμετωπίσει ο Τίτο τον εδαφικό ανταγωνισμό, το 1944 ίδρυσε τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΛΔΜ) ως ομόσπονδο κρατίδιο της Γιουγκοσλαβίας, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους όχι μόνο σε αυτή αλλά και στις γύρω βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία και Ελλάδα) – αυτή ήταν η τρίτη φάση. Η τέταρτη φάση του Μακεδονικού ξεκίνησε το 1991 όταν η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και η νέα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ανακήρυξε την ανεξαρτησίας της με καθαρές αλυτρωτικές και αναθεωρητικές αναφορές στο Σύνταγμά της, κατάλοιπα του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού.

Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».

Ο Στρατάρχης Τίτο είχε βεβαίως πολλούς λόγους να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, με κυριότερο την πρόθεσή του να θεμελιώσει μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και να εξασφαλίσει διέξοδο στο Αιγαίο. Οι βλέψεις του Στρατάρχη Τίτο στην ευρύτερη Μακεδονία είχαν επιβεβαιωθεί ήδη από το 1944, όταν ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».

Τον Δεκέμβριο του 1944 τηλεγράφημα του State Department προς αμερικανικές Αρχές, με υπογραφή του τότε αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Stettinius, έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι: « Η (αμερικανική) Κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου μακεδονικό «έθνος», μακεδονική «Μητέρα Πατρίδα» ή μακεδονική «εθνική συνείδηση» αποτελούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».

Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991, βασίζοντας την ύπαρξη της ως ανεξάρτητο κράτος στην τεχνητή και ψευδεπίγραφη έννοια του «μακεδονικού έθνους», η οποία καλλιεργήθηκε συστηματικά μέσω της πλαστογράφησης της ιστορίας και της καπηλείας της αρχαίας Μακεδονίας, για λόγους καθαρής πολιτικής σκοπιμότητας.

Η Ελλάδα αντέδρασε έντονα στην υποκλοπή της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς και στις υφέρπουσες εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και το θέμα ήλθε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με δύο αποφάσεις του 817(1993) και 845(1993) συνιστά την εξεύρεση ταχείας διευθέτησης για το καλό των ειρηνικών σχέσεων και της καλής γειτονίας στην περιοχή.

Την 13η Απριλίου του 1992 έγινε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή που κατέληξε στο εξής κείμενο: "Η πολιτική ηγεσία της χώρας, με εξαίρεση το ΚΚΕ συμφώνησε ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει το ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων μόνο εάν τηρηθούν και οι τρεις όροι που έθεσε η ΕΟΚ στις 16 Δεκεμβρίου του 1991, με την αυτονόητη διευκρίνιση ότι στο όνομα του κράτους αυτού δεν υπάρχει η λέξη Μακεδονία".

Το 1993, κατόπιν της σύστασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε δεκτή, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, στα Ηνωμένα Έθνη με αυτήν την προσωρινή ονομασία έως ότου εξευρεθεί μια συμφωνημένη λύση.

Το 1995, η Ελλάδα και η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας συνομολόγησαν μια Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία επέβαλε έναν δεσμευτικό «κώδικα συμπεριφοράς». Επί τη βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας τα δύο μέρη άρχισαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 2018.

Η Ελλάδα είναι σταθερή στην ειλικρινή επιθυμία της για την επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας στο ζήτημα του ονόματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει προτείνει ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο πλαίσιο διευθέτησης, το οποίο στοχεύει στην εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα του ονόματος. Η θέση μας ήταν σαφής: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή.

Κατά τη Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 τα μέλη της Συμμαχίας αποφάσισαν με συλλογική και ομόφωνη απόφαση ότι θα απευθυνθεί πρόσκληση στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ένταξή της εφόσον λυθεί το ζήτημα του ονόματος, κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε και επαναλήφθηκε σε όλες τις μεταγενέστερες Συνόδους Κορυφής της Συμμαχίας στο Στρασβούργο (2009), στη Λισσαβώνα (2010) και στο Σικάγο (2012).

Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας την 17η Νοεμβρίου 2008, ισχυριζόμενη ότι η χώρα μας πρόβαλε αντίρρηση στην ένταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση αυτή δεν υπεισήλθε στην ουσία της ονοματολογικής διαφοράς, σημειώνοντας ότι δεν έχει τη σχετική δικαιοδοσία και ότι η διαφορά πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο που ορίζουν οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Κάλεσε, επίσης, τα δύο μέρη να εμπλακούν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των ΗΕ.

Οι δύο πλευρές μετά από αυτή την διαδρομή κατέληξαν τελικά στη Συμφωνία των Πρεσπών, αφού προηγήθηκαν μήνες συζητήσεων.

Τα κέρδη της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι πρωθυπουργοί Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ και οι υπουργοί Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς και Νικολά Ντιμιτρόφ, είναι, σύμφωνα με το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών:

1) Η γειτονική μας χώρα ονοματίζεται Βόρεια Μακεδονία και τερματίζεται η σταθερή δυναμική διεθνούς αναγνώρισης της ΠΓΔΜ με την συνταγματική της ονομασία (πάνω από 130 χώρες). Στο εξής, όχι μόνον το όνομα της χώρας παύει να είναι «Μακεδονία», αλλά δεν μπορούν να ονομάζονται «μακεδονικοί», χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό «Βόρεια» όλοι οι κρατικοί θεσμοί, τα δημόσια κτίρια ή ακόμη και ιδιωτικοί φορείς, εφόσον χρηματοδοτούνται από το κράτος ή έχουν συσταθεί με νόμο (άρθρο 1 παρ. 3 εδ. ζ΄)

2) Ενισχύεται η ευρωπαϊκή προοπτική και η σταθερότητα στην γειτονική χώρα και έτσι περιορίζεται ο κίνδυνος επιρροής τρίτων δυνάμεων με αλλότριους σχεδιασμούς στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας.

3) Όχι μόνο διαφυλάσσεται σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο για την αντιμετώπιση άλλων, αυξανόμενων, προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, αλλά ενισχύεται ο ρόλος της στην περιοχή ως ευρωπαϊκός πυλώνας ειρήνης και ασφάλειας και αποδυναμώνεται ο επιθετικός εθνικισμός άλλων δυνάμεων.

4) Αναβαθμίζεται ο ρόλος της Μακεδονίας και της Θράκης σε περιφερειακό οικονομικό κόμβο. Η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ, εκκρεμούντος του ονοματολογικού, έχουν ένα συμβατικό πλαίσιο διμερών σχέσεων απολύτως ανεπαρκές, το συμβατικό πλαίσιο σχέσεων της Ελλάδας με την τότε Γιουγκοσλαβία. Απουσιάζουν βασικές συμφωνίες, όπως Συμφωνία Προστασίας Επενδύσεων και Αποφυγής Διπλής Φορολογίας και όλες οι άλλες σύγχρονες οικονομικές συμφωνίες και συμφωνίες οδικών και σιδηροδρομικών συγκοινωνιών, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η έλλειψη για τις επενδύσεις μας στη γείτονα, για τις εξαγωγές μας, για την οδική, σιδηροδρομική και ενεργειακή διασυνδεσιμότητα, για το λιμένα Θεσσαλονίκης και τη φυσική του οικονομική ενδοχώρα.

5) Για πρώτη φορά η γειτονική χώρα αναγνωρίζει ότι δεν έχει σχέση με τον «αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρoνομιά» της Μακεδονίας (άρθρο 7(3),(4)). Επιπλέον δεσμεύεται (άρθρο 8 (2),(3)) για αποδόμηση του διαβόητου προγράμματος εξαρχαϊσμού (οτιδήποτε «αναφέρεται με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχαία Ελληνική ιστορία και πολιτισμό που συνιστούν αναπόσπαστο συστατικό της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας» σε υποδομές/κτίρια/μνημεία) και για αφαίρεση του Ήλιου της Βεργίνας από όλους τους δημόσιους χώρους και απόσυρση από κάθε δημόσια χρήση. Η διαδικασία αυτή μάλιστα έχει αρχίσει, με την ήδη συντελεσθείσα μετονομασία του Αεροδρομίου της γείτονος, καθώς και της Εθνικής Οδού προς τα Σκόπια.

Σημειώνεται ότι, βεβαίως, ουδέποτε τέθηκε ζήτημα περιορισμού χρήσης του όρου Μακεδονία ως προς την Ελλάδα, η οποία το διατηρεί στο ακέραιο (π.χ. Αεροδρόμιο «Μακεδονία»).

6) Η ΠΓΔΜ τροποποιεί τους επιθετικούς προσδιορισμούς όλων των κρατικών οργάνων και δημόσιων θεσμών/οργανισμών/οργανώσεων της, καθώς και όσων ιδιωτικών θεσμών/οργανισμών/οργανώσεων επιχορηγούνται από το Κράτος ή έχουν συσταθεί με νόμο, ώστε να ανταποκρίνονται στη σύνθετη ονομασία («της Βορειας Μακεδονίας» και όχι πλέον «μακεδονικός/ή/ό»).

7) Η γειτονική χώρα δεσμεύεται από την Συμφωνία (άρθρα 4, 6) και την τροποποίηση του Συντάγματός της (άρθρα 3 και 49) για την εξάλειψη οιασδήποτε μορφής αναθεωρητισμού και αλυτρωτισμού (από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς), με σεβασμό στην κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας και στην αρχή της μη ανάμιξης στις εσωτερικές μας υποθέσεις.

8) Προβλέπεται επίσης η συγκρότηση της Μεικτής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, η οποία θα εξετάσει μεταξύ άλλων και τα σχολικά εγχειρίδια, ώστε να απαλειφθούν, όπως συγκεκριμένα ορίζεται, οι αλυτρωτικές αναφορές (π.χ. χάρτες «Μεγάλης Μακεδονίας», των οποίων την απάλειψη επιδιώκαμε ανεπιτυχώς εδώ και χρόνια).

9) Απαλείφεται οποιαδήποτε, έστω έμμεση, δυνατότητα διεκδίκησης «δικαιωμάτων» για δήθεν μειονότητα στη χώρα μας. Η γειτονική μας χώρα δεσμεύεται ότι «τίποτα στο Σύνταγμα της όπως ισχύει σήμερα ή θα τροποποιηθεί στο μέλλον» δεν θα μπορεί να αποτελέσει βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας «περιλαμβανομένης της προστασίας του καθεστώτος και των δικαιωμάτων οιωνδήποτε προσώπων δεν είναι πολίτες της» (άρθρο 4(3)). Το Σύνταγμά της τροποποιείται με τρόπο που εξασφαλίζεται η στήριξη μόνο στους πολίτες της και στη Διασπορά της (και όχι «στο μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες», όπως αναφέρεται έως σήμερα).

Ως προς τα ζητήματα του έθνους, εθνικότητας και ιθαγένειας τονίζει:

1) Η Συμφωνία ορίζει αποκλειστικά και μόνο την «ιθαγένεια» των πολιτών της γείτονος, που είναι ο νομικός δεσμός του πολίτη με το κράτος. Άλλωστε η ΠΓΔΜ επιβεβαίωσε επισήμως την Ελλάδα μέσω της από 16/1/2019 Ρηματικής της Διακοίνωσης, και η οποία είναι νομικά δεσμευτική για την ΠΓΔΜ, ότι η χρήση του όρου «nationality» στo αγγλικό κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών αναφέρεται αποκλειστικά στην «ιθαγένεια». Μάλιστα, τόσο η Ελλάδα όσο και η ΠΓΔΜ στις επίσημες μεταφράσεις τους της Συμφωνίας έχουν αποδώσει τον αγγλικό όρο «nationality» με τη λέξη «ιθαγένεια» (ήτοι «υπηκοότητα»). Εξάλλου και σε όλα τα διεθνή κείμενα (συμβατικά και μη) ο όρος «nationality» υποδηλώνει την ιθαγένεια και όχι την εθνική καταγωγή.

2) Σήμερα, και εδώ και πάνω από 25 χρόνια, στα διαβατήρια των πολιτών της ΠΓΔΜ, η ιθαγένεια ορίζεται με τη λέξη «Μακεδονική» («Macedonian»). Το 2009 χορηγήθηκε μάλιστα στην ΠΓΔΜ η απελευθέρωση από το καθεστώς θεωρήσεων για τα διαβατήρια των πολιτών της, όσον αφορά την είσοδό τους στον χώρο Schengen.

3) Από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα θα προστίθεται η ένδειξη «/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» στην ιθαγένεια, στον όρο που ήδη χρησιμοποιείται.

4) Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μνημονεύει και δεν ρυθμίζει θέματα εθνότητας. Άλλωστε στην τροποποίηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, διευκρινίζεται ότι «η ιθαγένεια δεν προσδιορίζει, ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποίαν ανήκουν οι πολίτες της χώρας». Αυτό αναφέρεται ρητά και δεσμευτικά για την ΠΓΔΜ και στη ρηματική διακοίνωση που απεστάλη από τα Σκόπια.

5) Η Συμφωνία, συνεπώς, δεν αναγνωρίζει «μακεδονικό λαό» ή «μακεδονικό έθνος». Η Συμφωνία, άλλωστε, δεν αμφισβητεί το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να αποκαλούν τους πολίτες της γειτονικής μας χώρας με τον/τους όρους που χρησιμοποιούν σήμερα (άρθρο 7).

Για το θέμα της γλώσσας, το υπουργείο Εξωτερικών επισημαίνει:

1) Από την Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων που πραγματοποιήθηκε το 1977 στην Αθήνα, αναγνωρίστηκε η «Μακεδονική» ως επίσημη γλώσσα. Ήδη όμως παλαιότερα, με παρέμβασή του στην Βουλή τον Σεπτέμβριο 1959, ο τότε ΥΠΕΞ Ε. Αβέρωφ υπογράμμιζε: «Eις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν».

2) Η αναφορά σε μακεδονική γλώσσα, με τους κωδικούς «MK, MKD», χρησιμοποιείται από το 1994, χωρίς αστερίσκους, όπως αποτυπώνεται στην επίσημη ιστοσελίδα του ΟΗΕ (βλ. σελ. 1 και 94)

3) Με τη Συμφωνία καθορίζεται ρητά ότι η επίσημη γλώσσα της γείτονος ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών, «δεν έχει σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό" της Μακεδονίας και "δεν έχει σχέση με [...]την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά» της Μακεδονίας (άρθρο 7(4)).

4) Επίσης, σύμφωνα με την Συμφωνία, οι Έλληνες πολίτες διατηρούν το δικαίωμα να συνεχίσουν να αναφέρονται στην ανωτέρω γλώσσα με τους όρους που χρησιμοποιούν σήμερα (άρθρο 75).

Καταργείται η συμφωνία; Πώς διασφαλίζεται η Ελλάδα;

1) Στη Συμφωνία προβλέπεται σαφώς: «οι διατάξεις της Συμφωνίας είναι αμετάκλητες» και «δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της» (άρθρο 20) ως προς τα σημαντικά ουσιαστικά και διαδικαστικά άρθρα της (άρθρο 1(3), (4)). Επίσης, η ίδια η Συμφωνία ρητά ορίζει στο άρθρο 1(1) ότι είναι τελική, ενώ στην παράγραφο (2) του ίδιου άρθρου τα μέρη αναγνωρίζουν ως δεσμευτικό το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

2) Παράλληλα, επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε η ενσωμάτωση των συμφωνηθέντων στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, ούτως ώστε, με την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της γείτονος και με τις συνταγματικές τροποποιήσεις ως προς τα άρθρα των οποίων η διατύπωση θα ήταν δυνατό να υποκρύπτει αλυτρωτισμό, οιαδήποτε παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών να συνιστά, επίσης, παραβίαση του ίδιου του Συντάγματος της γείτονος. Η ΠΓΔΜ γνωστοποίησε επισήμως στην Ελλάδα (Ρηματική Διακοίνωση ΥΠΕΞ ΠΓΔΜ προς ΥΠΕΞ Ελλάδας από 16/1/2019) ότι ολοκλήρωσε όλες τις εσωτερικές της διαδικασίες, «βάσει του Συντάγματός της».

3) Η χώρα θα γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ αποκλειστικά με την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» και τις νέες ορολογίες και με σαφή επίκληση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο ανάγεται σε «κεκτημένο» της ίδιας της Συμμαχίας. Εφόσον διαπιστωθεί από ελληνικής πλευράς ότι δεν πληρούνται οι όροι της Συμφωνίας, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί από το ΝΑΤΟ η ενταξιακή διαδικασία. Το Πρωτόκολλο Ένταξης θα πρέπει άλλωστε να υπογραφεί από όλα τα Κράτη-Μέλη, ενώ απαιτείται και η επικύρωσή του από όλες τις Συμμάχους χώρες. Όσον αφορά τις μελλοντικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ, η Ελλάδα θα μπορεί να διακόψει τη διαδικασία σε κάθε στάδιο της σχετικής διαδικασίας (33 κεφάλαια) εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια της Συμφωνίας.

4) Τέλος, τυχόν παραβίαση της Συμφωνίας θα ενεργοποιούσε για την Ελλάδα τον σαφώς προβλεπόμενο από τη Συμφωνία (άρθρο 19) μηχανισμό επίλυσης διαφορών, με τον οποίο προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και, στη συνέχεια, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Το δημοψήφισμα στα Σκόπια

Ο Ζόραν Ζάεφ αποφάσισε να φέρει την Συμφωνία των Πρεσπών σε δημοψήφισμα. Και πώς θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά άλλωστε, όταν αυτή υπαγορεύει τεκτονικές αλλαγές που φτάνουν μέχρι την ονομασία αλλά και το Σύνταγμα της χώρας.

«Υποστηρίζετε την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ στηρίζοντας τη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και της Δημοκρατίας της Ελλάδας;» ήταν το ερώτημα που έθεσε ο Ζόραν Ζάεφ στον λαό της γειτονικής χώρας, ζητώντας τη μέγιστη δυνατή προσέλευση στις κάλπες. Η απόφαση της εθνικιστικής αντιπολίτευσης να στηρίξει την αποχή αλλά και του VMRO-DPMNEνα καλέσει σε ψήφο κατά συνείδηση, δεν λειτούργησε υπέρ της συμμετοχής. Τελικά, από τους 1.8 εκατομμύρια εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους, στις κάλπες προσήλθαν 666.344 πολίτες, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 36,89%. Εξ’ αυτών το 91,46%, δηλαδή 609.427 ψηφοφόροι, επέλεξαν το ΝΑΙ και 5,66%, δηλαδή 37.687 πολίτες επέλεξαν το ΟΧΙ.

Το κλίμα στα Σκόπια, την πρωτεύουσα της γειτονικής χώρας, δεν θύμιζε σε τίποτα την ένταση και την πόλωση που έχουν απαντηθεί παλιότερα σε δημοψηφίσματα όπως το βρετανικό ή και το ελληνικό. Όπως είχε καταγράψει τότε η αποστολή του News 24/7, τις ημέρες πριν το δημοψήφισμα, μακριά από την πρωτεύουσα, λίγα πράγματα θύμιζαν πως πρόκειται να ληφθεί μια πολύ σημαντική για τη χώρα απόφαση. Ο κόσμος στεκόταν μάλλον αδιάφορος απέναντι στις αλλαγές και απογοητευμένος από την κυβέρνηση. Οι αντιδράσεις ωστόσο, ήταν επίσης υποτονικές, με μια μικρή μόνο μερίδα να αποφασίζει να βγει στους δρόμους.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και η αποχή της τάξης του 63,11% δεν άφησε πολλά περιθώρια ενθουσιασμού στον Ζόραν Ζάεφ. «Η θέληση των πολιτών πρέπει να γίνει σεβαστή από όλους. Εγώ προχωρώ με την πλειοψηφία η οποία τάχθηκε υπέρ του "ναι"» δήλωνε μια ώρα μετά το κλείσιμο της κάλπης και με τα αποτελέσματα ήδη να διαφαίνονται. «Οι πολίτες που ψήφισαν ενέκριναν σε μεγάλο ποσοστό τη συμφωνία των Πρεσπών και την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Οι ψηφοφόροι ψήφισαν με υπερηφάνεια. Περιμένω πως η πλειοψηφία των πολιτών που ψήφισε, ψήφισε υπέρ της συμφωνίας, παρά το κάλεσμα της αντιπολίτευσης για μποϊκοτάζ. Πρέπει το VMRO να στηρίξει τις συνταγματικές αλλαγές διαφορετικά άλλος δημοκρατικός δρόμος δεν υπάρχει, παρά η προσφυγή στις κάλπες. Πρέπει να περάσουμε πλέον στην πολιτική δραστηριότητα στο κοινοβούλιο».

Η ψηφοφορία στη Βουλή των Σκοπίων και η αγωνία για την πλειοψηφία

Και η πολιτική δραστηριότητα στο κοινοβούλιο ήρθε λίγους μήνες αργότερα. Το απόγευμα της 12ης Δεκεμβρίου 2018, το υπουργικό συμβούλιο της πΓΔΜ, υιοθετούσε και κατέθετε στη Βουλή τα τελικά κείμενα των τεσσάρων τροπολογιών του Συντάγματος, στη βάση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ ημέρες, μέχρι την 20η Δεκεμβρίου, ώστε η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου της ΠΓΔΜ να ολοκληρώσει τις εργασίες της σχετικά με τις τέσσερις τελικές και τις επτά τροπολογίες επί του εφαρμοστικού νόμου του Συντάγματος που κατέθεσαν βουλευτές κομμάτων. Συγκεκριμένα, πέραν των τεσσάρων που κατέθεσε η κυβέρνηση Ζάεφ, οι επτά τροπολογίες των κομμάτων αφορούσαν την υπηκοότητα, την διαδικασία κύρωσης και τα σύνορα.

Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή ενέκρινε την τροπολογία στην οποία αναφέρεται ότι από τη στιγμή που τεθεί σε ισχύ η αλλαγή της ονομασίας της χώρας (σ.σ. Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) «η υπηκοότητα θα είναι μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, το οποίο δεν προσδιορίζει ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν οι πολίτες».Όπως αναφέρθηκε «με την τροπολογία αυτή γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της υπηκοότητας και της εθνότητας» των πολιτών της χώρας.

Ακόμη, η Επιτροπή ενέκρινε τροπολογία σύμφωνα με την οποία οι αλλαγές στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ δεν τίθενται σε ισχύ εάν η Ελλάδα δεν κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών και το πρωτόκολλο προσχώρησης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Τέλος, ενέκρινε τροπολογία που κατέθεσαν Αλβανοί βουλευτές, στην οποία αναφέρεται ότι τα κρατικά σύνορα της χώρας είναι τα υφιστάμενα σύνορά της με την Αλβανία, την Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Σερβία και το Κόσοβο». Από τις εργασίες της Επιτροπής απείχαν οι βουλευτές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης VMRO-DPMNE. Πλέον, ο λόγος περνούσε στην Ολομέλεια και η αγωνία για την εύρεση της πλειοψηφίας των δύο τρίτων κορυφωνόταν.

Λίγες ημέρες πριν ξεκινήσει η κρίσιμη συζήτηση στην Ολομέλεια, ο Ζόραν Ζάεφ δήλωνε πως υπάρχουν τουλάχιστον 76 βουλευτές που θα υπερψηφίσουν σίγουρα τις προτάσεις της κυβέρνησής του, ωστόσο ο αριθμός που έπρεπε να επιτευχθεί ήταν αυτός των 80 ψήφων στο σύνολο των 120 βουλευτών. Οι παρασκηνιακές επαφές του πρωθυπουργού της γείτονος, με τον ηγέτη του αλβανόφωνου κόμματος BESA, Μπιλάλ Κασάμι, ήταν συνεχόμενες, με τον Ζάεφ να επιχειρεί να εξασφαλίσει την στήριξη από τους δύο βουλευτές του BESA. Ο Κασάμι, ζητούσε επίμονα διασφαλίσεις για την ταυτότητα των υπόλοιπων εθνοτήτων της χώρας, πέραν της σλαβομακεδονικής.

Στις 19:00 το απόγευμα της 11ης Ιανουαρίου 2019, μετά από δύο αναβολές, ξεκινούσε η συνεδρίαση της Ολομέλειας, η οποία έμελλε ν διαρκέσει λιγότερο από εξήντα λεπτά. Έγιναν συνολικά έξι ψηφοφορίες, μία για κάθε τροπολογία, μία για το σύνολό τους και η έκτη για την προκήρυξη της συνταγματικής αναθεώρησης.Οι 39 βουλευτές του αντιπολιτευόμενου VMRO δεν παρευρέθησαν καν στη Βουλή, προτιμώντας να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις που έγιναν έξω από το κτίριο του κοινοβουλίου.

Με τη στήριξη του αλβανόφωνου BESA, με το οποίο τελικά ήρθε σε συμφωνία ο Ζάεφ, αλλά και των ανταρτών πρώην βουλευτών του VMRO, διαμορφώθηκε πλειοψηφία 81 βουλευτών, η οποία άνοιγε μια νέα σελίδα στην ιστορία της χώρας και ταυτόχρονα πετούσε, πλέον, το μπαλάκι στην Αθήνα.

Αναταράξεις στην Αθήνα και παραίτηση Καμένου

Το ωστικό κύμα της επικύρωσης, στο κοινοβούλιο των Σκοπίων, έφερε τον Πάνο Καμένο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες εκτός της ελληνικής κυβέρνησης, ανοίγοντας εκ νέου την συζήτηση για πιθανή προσφυγή στις κάλπες. Μόλις δύο ημέρες μετά την εξασφάλιση των 81 βουλευτών από τον Ζόραν Ζάεφ, ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας και πρόεδρος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων βρέθηκε αντιμέτωπος με όσα δήλωνε το προηγούμενο διάστημα, ότι δηλαδή σε περίπτωση που η συμφωνία φτάσει στο ελληνικό κοινοβούλιο θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Η Κυριακή, 13 Ιανουαρίου, έμελλε να είναι η τελευταία ημέρα μιας συγκυβέρνησης που σε δέκα πέντε ημέρες θα συμπλήρωνε 4 χρόνια.

Η συνάντηση μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμένου στο Μέγαρο Μαξίμου το πρωί εκείνης της ημέρας, κράτησε λιγότερο από μια ώρα και μετά την ολοκλήρωσή της, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ, ανακοίνωνε: «Συναντήθηκα με τον πρωθυπουργό και κάναμε μια αρκετά μεγάλη συζήτηση. Υπήρξε μια συνεργασία επι τέσσερα ολόκληρα χρόνια, σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, μια κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης. Δυο κόμματα από διαφορετικούς χώρους βρεθήκαμε και καταφέραμε να βγάλουμε την Ελλάδα μας από τα μνημόνια, ο πρώτος στόχος επευτεύχθη. Το θέμα της Μακεδονίας, θέμα για το οποίο έπεσαν χιλιάδες νεκροί δεν μου επιτρέπει να μην θυσιάσω την καρέκλα. Θα γίνουν αναλυτικές ανακοινώσεις στη συνέντευξη τύπου σε λίγο. Ευχαρίστησα τον πρωθυπουργό για τη συνεργασία και του εξήγησα, ότι για το θέμα το εθνικό δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η συνεργασία. Οι ΑΝΕΛ, αποχωρούν από την κυβέρνηση».

Ο Αλέξης Τσίπρας, έπρεπε πλέον να αναζητήσει τουλάχιστον έξι βουλευτές, πέραν της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, που θα ήταν διατεθειμένοι να στηρίξουν την Συμφωνία στην Βουλή και να συγκεντρωθούν έτσι οι 151 ψήφοι. Μην έχοντας όμως πλέον κυβέρνηση πλειοψηφίας, ο πρωθυπουργός αποφάσισε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του από το ελληνικό κοινοβούλιο. «Επί σχεδόν τέσσερα χρόνια είχα μία έντιμη και ειλικρινή συνεργασία με τον Πάνο Καμένο και είναι γνωστό ότι προερχόμαστε από διαφορετικές πολιτικές οικογένειες» δήλωνε εξερχόμενος από το Μέγαρο Μαξίμου, ενημερώνοντας πως έχει ήδη επικοινωνήσει με τον Πρόεδρο της Βουλής, ώστε να προχωρήσουν οι διαδικασίες για την ψήφο εμπιστοσύνης.

Η εβδομάδα που θα ακολουθούσε, περιείχε τα πάντα. Εντός της Βουλής και στα τηλεοπτικά παράθυρα η πολιτική κόντρα άγγιζε πρωτοφανή επίπεδα πόλωσης. Εκτός της Βουλής, πολίτες που ήταν εναντίον της Συμφωνίας, μαζί με αρκετούς πατριδοκάπηλους που βρήκαν ευκαιρία να ψαρέψουν ψήφους στα θολά νερά των Πρεσπών, ετοίμαζαν το δεύτερο μεγάλο συλλαλητήριο για το θέμα της Μακεδονίας στην πλατεία Συντάγματος.

Η συγκέντρωση των απαραίτητων ψήφων για την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, ήταν πλέον δυσκολότερη από την αντίστοιχη για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Με ορισμένους ανεξάρτητους βουλευτές αλλά και κάποιους από το Ποτάμι να έχουν δηλώσει πως θα στηρίξουν τη Συμφωνία, το μεγάλο στοίχημα ήταν η εξασφάλιση των 151 που θα έδιναν τη νομιμοποίηση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει το έργο της. Η συζήτηση ξεκίνησε άμεσα και πλέον, εκτός της Κατερίνας Παπακώστα, της Έλενας Κουντουρά, του Θανάση Παπαχριστόπουλου και του Βασίλη Κόκκαλη που ξεκαθάρισαν γρήγορα ότι στηρίζουν την κυβέρνηση, τα βλέμματα όλων επικεντρώθηκαν στον Κώστα Ζουράρι που είχε ταχθεί κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών και τον Σπύρο Δανέλλη που ήταν υπέρ της Συμφωνίας αλλά ανήκε στην κοινοβουλευτική ομάδα του Ποταμιού. Τελικώς, αμφότεροι αποφάσισαν να δώσουν την ψήφο τους στην κυβέρνηση η οποία εξασφάλισε τους 151 βουλευτές. 

Συλλαλητήρια, ακροδεξιά και απόπειρα εφόδου στη Βουλή

Όμως και η Κυριακή 20 Ιανουαρίου, δεν ήταν μια ήρεμη ημέρα για την Αθήνα. Οι διοργανωτές της επιτροπής Αγώνα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, μαζί με πλήθος φορέων και συλλόγων, τη στήριξη της ΚΕΔΕ και της Εκκλησίας, είχαν προγραμματίσει το δεύτερο μεγάλο συλλαλητήριο ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών, μπροστά στη Βουλή. Το πρώτο, στις 4 Φεβρουαρίου 2018, οι διαδηλωτές έφτασαν τους 140.000 σύμφωνα με την εκτίμηση της Αστυνομίας, γεμίζοντας την πλατεία Συντάγματος. Με δεδομένη την συμμετοχή της προηγούμενης χρονιάς και με την συμφωνία να είναι πλέον προ των πυλών, οι διοργανωτές περίμεναν σαφώς περισσότερο κόσμο. Οι εκτιμήσεις τους ωστόσο δεν επαληθεύτηκαν, με το πλήθος να είναι μεγάλο, φτάνοντας ωστόσο τις 60.000, σύμφωνα πάντα με την Αστυνομία.

Στο συλλαλητήριο του Φεβρουαρίου του 2018, είχε προκαλέσει αίσθηση η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ σε αυτό του Γενάρη του 2019, μόλις πέντε ημέρες πριν την ψήφιση της συμφωνίας, κύριο αίτημα ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος, με μέλη του καλλιτεχνικού χώρου να συνυπογράφουν, μαζί με πολίτες.

Ανάμεσα στους χιλιάδες διαδηλωτές που έσπευσαν να διαδηλώσουν ενάντια στη συμφωνία, βρέθηκαν και εκατοντάδες ακροδεξιοί, μαζί με τους υπόδικους βουλευτές του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής με σκοπό την εισβολή στο κοινοβούλιο.

Τα επεισόδια δεν άργησαν να ξεσπάσουν και ενώ η συγκέντρωση στην κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος εξελισσόταν, οι ακροδεξιές ομάδες, φορώντας κράνη και κουκούλες και κρατώντας φωτοβολίδες, βόμβες ΑΚ, λοστούς, μεταλλικά αντικείμενα, πέτρες και μάρμαρα ξεκίνησαν τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις των ΜΑΤ που βρίσκονταν στα σκαλιά πίσω από τον Άγνωστο Στρατιώτη, στις πλαϊνές εισόδους της Βουλής, αλλά και στην είσοδο του γκαράζ. Η αστυνομία έκανε εκτεταμένη χρήση χημικών προσπαθώντας να απωθήσει τους επιτιθέμενους, ενώ η κάμερα του News 24/7 συνέλαβε τον υπόδικο χρυσαυγίτη βουλευτή Γιάννη Λαγό να βρίσκεται μαζί με τους ακροδεξιούς στον χώρο των επεισοδίων.

Η συγκέντρωση ολοκληρώθηκε, με τον κόσμο να αποχωρεί μετά τα επεισόδια, αφού πρώτα οι ομάδες των νεοναζί επιτέθηκαν σε φωτογράφους και δημοσιογράφους που κάλυπταν το συλλαλητήριο χτυπώντας βάναυσα ορισμένους από αυτούς. Το Σύνταγμα έμεινε βεβηλωμένο με ναζιστικά σύμβολα και συνθήματα.

Πολύ μικρότερης συμμετοχής συλλαλητήρια, διεξήχθησαν και την τελευταία ημέρα συζήτησης της συμφωνίας στη Βουλή, αλλά και την ημέρα της ψήφισης, την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2019. Μάλιστα σε αυτές τις δύο συγκεντρώσεις, το χρώμα ήταν πλέον ξεκάθαρα εθνικιστικό, με τα συνθήματα που ακούγονταν να είναι υβριστικά προς τον πολιτικό κόσμο και το κοινοβούλιο. Ανάμεσα στη συνθηματολογία, εμφανίστηκε ένα παλιό ξεχασμένο σύνθημα της δεκαετίας του 1990, το οποίο τότε απευθυνόταν στους Αλβανούς, πλέον όμως στράφηκε εναντίον των γειτόνων και μετατράπηκε σε "Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Σκοπιανέ", δείχνοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις ακραίες εθνικιστικές αντιλήψεις των συμμετεχόντων.

Και εγένετο Βόρεια Μακεδονία

Το τριήμερο 23 με 25 Ιανουαρίου, ήταν και η τελευταία φάση για τη λύση ενός θέματος που ταλάνιζε τα Βαλκάνια για δεκαετίες. Η ελληνική Βουλή ήταν εκείνη που είχε τον τελευταίο λόγο.

«Ειλικρινά, θα προτιμούσα να μην είχε γίνει αυτή η συνεδρίαση, ούτε και να μιλώ, τώρα, για το σημερινό θέμα» είπε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στην Βουλή, επιμένοντας στη θέση πως η Συμφωνία αποτελεί ήττα, αναγνωρίζοντας στους γείτονες μακεδονική υπηκοότητα και γλώσσα. «Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε υπογραφεί και, βέβαια, δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε φτάσει στη Βουλή των Ελλήνων προς κύρωση. Γιατί αποτελεί εθνική ήττα, που έχει ήδη ακυρωθεί στη συνείδηση του λαού. Και εθνικό λάθος, που προσβάλλει την αλήθεια και την Ιστορία της χώρας»

«Η ιστορία δεν θα δικαιώσει εμάς» απάντησε ο Αλέξης Τσίπρας, κατά την ομιλία του. «Η ιστορία θα δικαιώσει την Ελλάδα. Την Ελλάδα που τόλμησε, την Ελλάδα που πάλεψε, την Ελλάδα που γίνεται ο εγγυητής της σταθερότητας και της συνανάπτυξης στα Βαλκάνια. Την Ελλάδα που η βαριά της ιστορία και το πολύτιμο αξιακό της φορτίο, δεν της επιτρέπουν να γίνει ο κομπάρσος των εξελίξεων. Όταν η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να γίνουν αποδεκτές όλες οι καίριες και κομβικές διαπραγματευτικές θέσεις της χώρας, τότε ο κ. Μητσοτάκης άρχισε να μιλά για εκχώρηση γλώσσας και εθνότητας και όταν οι ίδιοι οι γείτονές μας διευκρίνισαν στη ρηματική διακοίνωση ότι η Συμφωνία δεν αναγνωρίζει εθνότητα αλλά ιθαγένεια και η γλώσσα τους είναι Σλαβική, τότε ανακάλυψε το οξύμωρο ότι παραχωρούμε λαό».

Μετά από ένα τριήμερο έντονων συζητήσεων, η Συμφωνία των Πρεσπών, υπερψηφίστηκε από 153 βουλευτές και συγκεκριμένα τους 145 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τους Κατερίνα Παπακώστα, Έλενα Κουντουρά, Θανάση Παπαχριστόπουλου, Σπύρο Δανέλλη, Σπύρο Λυκούδη, Γιώργο Μαυρωτά, Θανάση Θεοχαρόπουλο -που για αυτή του την απόφαση διεγράφη από το Κίνημα Αλλαγής- και Σταύρο Θεοδωράκη, στον οποίο η Συμφωνία των Πρεσπών κόστισε την ύπαρξη κοινοβουλευτικής ομάδας, καθώς λίγες ημέρες πριν, αποχώρησαν από αυτήν ο Γιώργος Αμυράς και ο Γρηγόρης Ψαριανός, κατηγορώντας τον για την απόφασή του να μην αντιταχθεί στη συμφωνία.

Στις 15:25 της Παρασκευής, 25 Ιανουαρίου 2019, η Συμφωνία των Πρεσπών είχε πλέον εξασφαλίσει την έγκριση και των δύο κοινοβουλίων και η Βόρεια Μακεδονία είχε μόλις γεννηθεί.