Powered By Blogger

31.8.18

Σπυρίδων, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής - "Η Μοναξιά ενός Ασυμβίβαστου"


















































































































































































































Ο Μητροπολίτης πρ. Χαλδίας, Χεροιάνων και Κερασούντος Σπυρίδων Παπαγεωργίου υπήρξε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής από τον Σεπτέμβριο του 1996 έως τον Αύγουστο του 1999 καθώς και Μητροπολίτη Ιταλίας και Μελίτης απο το 1991 - 1996

















Ο Μητροπολίτης Σπυρίδων, γιος της Καλής και του δρος Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1944 στην πόλη Γουόρεν του Οχάιο. Ξεκίνησε το δημοτικό στο Στούμπενβιλ του Οχάιο και σε ηλικία 9 ετών μετακόμισε με την πολυμελή οικογένειά του στη Ρόδο όπου ολοκλήρωσε το δημοτικό και τέσσερις τάξεις του γυμνασίου. Αποφοίτησε το 1962 από το Γυμνάσιο του Τάρπον Σπρίνγκς στη Φλόριντα.
Σπούδασε ορθόδοξη θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ' όπου αποφοίτησε αριστούχος το 1966. Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης στην Ελβετία, με ειδικότητα στην Ιστορία των Προτεσταντικών Εκκλησιών. Από το 1969 ως το 1973 φοίτησε στο τμήμα Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ στη Γερμανία με υποτροφία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Υπηρέτησε στη γραμματεία της Μόνιμης Αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (Γενεύη 1966-1967) και αργότερα χρημάτισε Γραμματέας του Ορθόδοξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζί της Γενεύης, όπου διεύθυνε την εκκλησιαστική επιθεώρηση Επίσκεψις (1973-1976). Το 1976 χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου και διορίσθηκε ιερατικώς προϊστάμενος στην Ελληνική Κοινότητα του Αγίου Ανδρέα στη Ρώμη όπου υπηρέτησε μέχρι το 1985.
Η εξοικείωσή του με τη ρωμαιοκαθολική πραγματικότητα της Ιταλίας οδήγησε το 1984 στο διορισμό του ως εκτελεστικού γραμματέα στη Διορθόδοξη Επιτροπή για το Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Το 1985 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου τον εξέλεξε τον Αρχιμ. Σπυρίδων Παπαγεωργίου Τιτουλάριο Επίσκοπο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Απαμείας, τοποθετώντας τον ως βοηθό Επίσκοπο στην Μητρόπολη Αυστρίας και Εξαρχία Ιταλίας και Ουγγαρίας, όπως τότε ήταν γνωστή.
Το Νοέμβριο του 1991, με την ίδρυση της Ιεράς Μητροπόλεως Ιταλίας, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε τον Σπυρίδωνα ως τον πρώτο Μητροπολίτη Ιταλίας και Μελίτης.
Στά τέσσερα χρόνια της υπηρεσίας του ως Μητροπολίτης Ιταλίας, αύξησε σημαντικά τον αριθμό των ενοριών, ενίσχυσε τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου συσπειρώνοντας κάτω από τη νέα Μητρόπολη διάφορες ιταλικές ορθόδοξες κοινότητες, έδωσε έμφαση στη νεολαία οργανώνοντας την Ενωση Ελλήνων Ορθοδόξων Φοιτητών της Ιταλίας και αναβίωσε τον ορθόδοξο μοναχισμό στην Ιταλία με την ανασύσταση της βυζαντινής Μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεριστή στην Καλαβρία.
Το 1992 διορίσθηκε πρόεδρος τη Διορθόδοξης Επιτροπής του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ τη Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Λουθηρανών. Εκπροσώπησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε διάφορες διεκκλησιαστικές συναντήσεις, ενώ υπήρξε απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ειδική Σύνοδο των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων της Ευρώπης στη Ρώμη το 1991. Ο λόγος του στην Σύνοδο εστιάστηκε επί της διαρκώς εξαπλούμενης Ουνίας στις χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης.
Η 20ετής προϋπηρεσία του στην Ιταλία, η συμμετοχή του στους διεκκλησιαστικούς διαλόγους, η συχνή παρουσία του στη διεθνή εκκλησιαστική σκηνή, αλλά και η αμερικάνικη καταγωγή του αποτέλεσαν τη βάση γιά την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αμερικής στις 30 Ιουλίου 1996. Ως Αρχιεπίσκοπος Αμερικής εργάστηκε για το μεγάλο ζήτημα της επιβίωσης της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στη διασπορά της Αμερικής. Ανέλαβε πρωτοβουλίες σε καίρια θέματα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ελληνική παιδεία, στην ορθόδοξη θεολογική εκπαίδευση, στην οργάνωση του ελληνοαμερικανικού λόμπι και στη διοίκηση της Αρχιεπισκοπής.
Ο Σπυρίδων παραιτήθηκε από Αρχιεπίσκοπος Αμερικής στις 19 Αυγούστου 1999 και εν συνεχεία η Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξελέγη Μητροπολίτης της Ιστορικής Ιεράς Μητροπόλεως Χαλδίας, Χεροιάνων και Κερασούντος μη αποδεχθείς την μετάθεση αυτή. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1999 εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη, και έκτοτε διαμένει ως σχολάζων Μητροπολίτης στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας, όπου κατά καιρούς παραχωρεί συνεντεύξεις ή γράφει άρθρα για τον ελληνικό και ομογενειακό τύπο της Αμερικής.
Το Φεβρουάριο του 2003 συστάθηκε το Ίδρυμα «Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων γιά την Ελληνική Παιδεία και τον Πολιτισμό», το οποίο έχει έδρα την Νέα Υόρκη.
























Γράφει ο Κωστής Νικολάκης

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις "Εξάντας" το βιβλίο της δημοσιογράφου Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη με την βιογραφία του συμπολίτη μας πρώην αρχιεπικόπου Αμερικής Σπυρίδωνα, κατά κόσμον Γεώργιο Παπαγεωργίου, και φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο "Η Μοναξιά ενός Ασυμβίβαστου".

Ο αρχιεπισκοπος Σπυρίδωνας γεννήθηκε το 1944 στο Οχάιο της Αμερικής και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο νησί μας. Σπούδασε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, και διετέλεσε μητροπολίτης Ιταλίας πριν διορισθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999).

"Και η βιογραφία του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος είναι μια κριτική αναφορά στα έργα και τις ημέρες του ιεράρχη που έφθασε στο ύπατο αξίωμα του προκαθήμενου της Εκκλησίας της Αμερικής μετά από αγώνες και πολυετή προσφορά στην Εκκλησία για να εκπαραθυρωθεί μέσα σε μια τριετία, όταν φάνηκε ότι δεν εξυπηρετούσε τα σχέδια του κέντρου της Ορθοδοξίας στην Κωνσταντινούπολη.


Πέρα από μια προσπάθεια για διείσδυση στην πορεία του ιεράρχη που βαπτίσθηκε στην εκκλησιαστική ζωή από τα παιδικά του χρόνου χάρη στη λευιτική καταγωγή του, το βιβλίο επιχειρεί να ρίξει φως στη διαδρομή του αγοριού που γεννήθηκε στην Αμερική, μεγάλωσε στην Ελλάδα, μορφώθηκε στην Ευρώπη και επέστρεψε τελικά στη γενέτειρα του Αμερική ως Αρχιεπίσκοπος.

Το παιχνίδι της έξωσης του Σπυρίδωνος μετά από μια θυελλώδη τριετία διαπλέχθηκε σε πολλά επίπεδα σχέσεων της Εκκλησίας της Αμερικής, τραυματίζοντας την ίδια την οντότητα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμό. Παιχνίδια εξουσίας, πολιτικές σκοπιμότητες, προσωπικές φιλοδοξίες, οικονομικά συμφέροντα και εκδικητικές τάσεις, συνέθεσαν τον ιστό της ίντριγκας που διέσυρε τον αρχιεπίσκοπο και τον άνθρωπο Σπυρίδωνα. Όταν εκείνος, τον Αύγουστο του 1999 αποχώρησε μονάχος από τη σκηνή με ασυνήθη αξιοπρέπεια, άφηνε πίσω του για πάντα το παρακμιακό τοπίο της Αρχιεπισκοπής..."


26.8.18

Η ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ Η ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ.


ΑΠΟ ΤΟ ΙΑΤΡΟΚΟΙΚΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ: «Ανάλεκτα μικρών Αγίων της κοινωνίας της φθίσης»

Η φυματίωση αποτέλεσε ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα για τις υγειονομικές υπηρεσίες της χώρας μας για τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Θεωρούνταν ασθένεια που αποδιοργάνωνε τις κοινωνικές δομές: «είναι η κατ’ εξοχήν κοινωνική νόσος, τουτέστιν η νόσος της οποίας η ανάπτυξις είναι συνυφασμένη με τας συνθήκας της κοινωνικής διαβιώσεως… Εξ όλων των νόσων είναι η περισσότερον θίγουσα την κατ’ εξοχήν δύναμιν της κοινωνίας, την εγασίαν».
Ο αριθμός των ασθενών από την ασθένεια αυτή αύξανε σταθερά στις αρχές του 20ου αιώνα και επομένως θιγόταν η κινητήρια δύναμη – «τα εργατικά χέρια» - που αναμένονταν να αποφέρει την ανάπτυξη του κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου της εισαγόμενης στη χώρα βιομηχανικής επανάστασης.
Η απόδοση κέρδους και επομένως πλουτισμού και ισχύος δια μέσου της εργασίας «ετίθετο εν κινδύνω». Επίσης η εκπλήρωση των αλυτρωτικών σχεδίων, ο Μεγαλοϊδεατισμός και οι πολεμικές εμπλοκές της χώρας μας από τον «ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897», τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τους Βαλκανικούς Πολέμους, μέχρι  και το μεσοπόλεμο, απαιτούσαν Στρατό και μάλιστα υγιή. Οι  Έλληνες Κοινωνιστές Υγιεινολόγοι γιατροί, διά της δυτικοτραφούς και ριζοσπαστικής τους ιατρικής παιδείας, πίεζαν από τις αρχές του αιώνα τη συντηρητική  οικονομική, κοινωνική και πολιτική ελίτ της χώρας να υιοθετήσουν θεσμικά - νομοθετικά μέτρα ως μόνα και ικανά για να δημιουργηθούν τα «κοινωνικά αντίδοτα», αντίπαλο δέος της νόσου.
Ταυτόχρονα ο αιχμηρός τους Ιατροκοινωνικός λόγος παρενέβη διαφωτιστικά  και καταλυτικά στην Ελληνική κοινωνία, ώστε αυτή να συνειδητοποιήσει αλλά και να διεκδικήσει οργανωμένα και ενεργά  από το «αδρανές» κράτος της «μικράς αλλά εντίμου Ελλάδος», τα κοινωνικά αντίδοτα, «…την δημιουργίαν υπό του Κράτους, καθιδρυμάτων ειδικών, προς θεραπεία των πασχόντων». «Έχομεν δ’ εν Ελλάδι πλείστας επί τούτω λαμπράς τοποθεσίας, ίνα ιδρυθώσι εις ορισμένα σημεία,
πλησίον των χωρίων ή των κωμοπόλεων οικίσκοι υγιεινοί κατάλληλοι  να δέχονται τοιούτους ασθενείς».
Διαφωνίες για την αντιμετώπιση της φθίσης, σε Ιατροεπιστημονικό και κοινωνιολογικό επίπεδο υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, διαφωνίες που αφορούσαν όχι μόνο την αναγκαία θεσμοθέτηση και οργάνωση του Αντιφυματικού αγώνα αλλά και τη συμμετοχή ή μη του κράτους στη σύσταση Νοσοκομείων. Υπήρχαν πολιτικοί ως υποστηρικτές της αποχής του κράτους από τα ζητήματα που αφορούσαν την ανάπτυξη των Νοσοκομείων αλλά και Ιατροί εκφραστές των ίδιων αντιλήψεων. «Πώς να ανταπεξέλθη το πτωχόν μας Κράτος εις τοιαύτας θυσίας;». Αυτό ήταν το βασικό επιχείρημα τόσο της κοινωνικοπολιτικής ελίτ της εποχής, όσο και των συντηρητικής ιατροκοινωνιολογικής άποψης. «Δι’ ημάς ο φυματικός, απωλέσας ήδη την υγείαν, είνε άχρηστον κεφάλαιον, ζη δε το λοιπόν του βίου αναλώμασι των υγιών… να συντηρώμεν αυτόν λελογισμένως, χωρίς να εκτρεπώμεθα χάριν αυτού εις πολυτέλειαν και εις σπατάλην αδικαιολόγητον».  

Ο Ι. Αθανασάκης, Υφυπουργός Υγειονομίας του Στρατού στο διάστημα 1918-1920 και εισηγητής του νομοσχεδίου «Περί ιδρύσεως αντιφυματικών ιατρείων, νοσοκομείων, αναρρωτηρίων και ορεινών θεραπευτηρίων», έγραψε ότι αυτό το νομοσχέδιο ψηφίστηκε δια βοής αλλά και από τα πρακτικά της συζήτησης στη Βουλή της 17ης Δεκεμβρίου 1919 ότι: υπήρξαν βουλευτές  που υποστήριξαν (παρά το γεγονός ότι είχε γίνει πλέον αποδεκτή η θεωρία για τη μεταδοτικότητα της φυματίωσης), ότι είναι νόσος κληρονομική, υπήρξε δε και πρόταση να απαγορευτεί ο γάμος σε φυματικούς και να επιβληθεί υποχρεωτικά η στείρωσή τους.
Πολιτικά στελέχη του συντηρητικού πουριτανισμού της εποχής, υποστήριζαν μια μορφή «ευγονικής», υπονοώντας την επικράτηση της «επιλογής του φυσικού νόμου»και για τη καθαρότητα της φυλής την «φυσική επιλογή», περιλαμβάνοντας και τους πάσχοντες από φυματίωση. Αντιλήψεις  που δυστυχώς υιοθετούσαν εκτός ορισμένων πολιτικών και ιατροί, τονίζοντας το μάταιο της δημιουργίας ειδικών Νοσοκομείων και Σανατορίων, προτείνοντας στην ιατρική κοινότητα και στο κράτος εκτός των ανωτέρω, επιπλέον και την δημόσια αστυνόμευση των φυματιώντων με την ενίσχυση της Υγειονομικής Αστυνομίας.
Πίστευαν ότι το Νοσοκομείο είναι ένας τόπος όπου παρέχονταν ιατρικές υπηρεσίες μόνο σε απόρους, χωρίς οικογενειακό περιβάλλον, οι οποίοι αδυνατούσαν να νοσηλευθούν στο σπίτι τους.
Ακόμη ότι: ο φθισικός «υπό το κράτος όθεν ψυχοβόρου αθυμίας και μετά σχετικήν βελτίωσιν της εαυτού υγείας, εξέρχεται του φθισιατρείου, συναποκομίζων ο τάλας πικρίαν και απογοήτευσιν εκ της αυστηράς πειθαρχίας εις ην επεβλήθη κατά την νοσηλείαν και με τον αέναον κίνδυνον της μεταδόσεως της νόσου του , ρίπτεται άπελπις, ει μη μισάνθρωπος, εις τους κόλπους της κοινωνίας ίνα εκεί συνεχίση τον αβίωτον βίον του».
Υποστήριζαν επίσης ότι το Νοσοκομείο είναι ένα άσυλο για το εγκλεισμό και την απομόνωση των πασχόντων από ψυχικά νοσήματα ή από ανίατες για την εποχή και «μολυσματικές», μεταδοτικές ασθένειες όπως η φυματίωση. Αυτό το είδος του ιδρύματος, που ουσιαστικά δεν απαιτούσε έξοδα παρά μόνο για τη διατροφή και τη φύλαξη των ασθενών, αποτελούσε φροντίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης και των φιλανθρώπων ευεργετών, που αφθονούσαν την εποχή εκείνη στη χώρα μας και όχι της πολιτείας, η οποία θα μπορούσε περιοδικά να χρηματοδοτεί ορισμένα από αυτά τα ιδρύματα.
Ο γενικός προϋπολογισμός της χώρας μέχρι το 1914 είχε επταπλασιαστεί για όλες τις άλλες κρατικές ανάγκες αλλά οι δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν κατά 15%.
Μόλις τον Ιανουάριο του 1920 δημοσιεύθηκε ο νόμος 1979 «Περί Ιδρύσεως Αντιφυματικών Ιατρείων, Νοσοκομείων, Αναρρωτηρίων και Ορεινών Θεραπευτηρίων», που προέβλεπε τη πλήρη κρατική μέριμνα του αντιφυματικού
αγώνα. Την ουσιαστική όμως ανατροπή της κατάστασης αυτής επέφερε η Μικρασιατική καταστροφή του 1922.
Η μετακίνηση πληθυσμών που είχε αρχίσει το 1912 δημιουργώντας πολλά υγειονομικά προβλήματα, κορυφώθηκε μετά το 1922 και ανάγκασε το κράτος να ιδρύσει ορισμένα νοσοκομεία, αλλά στα πλαίσια ενός αρχέγονου κρατικού νοσοκομειακού συστήματος. Τα νοσοκομεία παρέμεναν ασυντόνιστα, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς ικανοποιητικό νομικό πλαίσιο και προπάντων με συχνή αμφισβήτησή τους από τις συνεχώς εναλλασσόμενες κυβερνήσεις. 
Το 1928 η Ελληνική Κυβέρνηση καλεί την Υγειονομική επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών προκειμένου να βοηθήσει στην επιδημία του δάγκειου πυρετού με 1.320.000 θύματα στα μέσα του 1928, αποκαλύπτοντας και διεθνώς την κακή κατάσταση της δημόσιας Υγείας στη χώρα μας. Μόνο μετά το 1937 και το νομικό πλαίσιο του Ι. Μεταξά το Ελληνικό Κρατικό Νοσοκομείο αποκτά σταθερό υπόβαθρο για την ανάπτυξη και το ρόλο του.
Πολύ σημαντικό στοιχείο επίσης των πρώτων δεκαετιών της περιόδου του 20ου αιώνα αποτέλεσε και η εμφάνιση του Ιδιωτικού νοσοκομείου με κερδοσκοπικό χαρακτήρα, που έλαβε από τότε την ονομασία: Ιδιωτική Κλινική.
Ήταν φυσικό επακόλουθο των ελλήνων ιατρών, που παρακολουθούσαν τις εξελίξεις και μεθόδους της σύγχρονης Ευρωπαϊκής  ιατρικής, να ακολουθήσουν τα βήματα των άλλων χωρών, στην ίδρυση ιδιωτικών θεραπευτηρίων, υποσχόμενοι την εφαρμογή των νεοτέρων θεραπευτικών μεθόδων και καλύτερες υπηρεσίες στους ασθενείς τους. Οι ιδιωτικές κλινικές, έως το 1940, δεν έπαιξαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη κλειστή περίθαλψη, λόγω του μικρού αριθμού διαθέσιμων κρεβατιών.
Στην αρχή της ανάπτυξης της ιδιωτικής κλινικής, τα πολλά φιλανθρωπικά νοσοκομεία που είχαν ιδρυθεί κατά το 19ο αιώνα και κορύφωσαν τη δράση τους στις αρχές του 20ου, έφταναν στο τέλος των δραστηριοτήτων τους. Οι παροχές από τους φιλάνθρωπους - ευεργέτες δεν μπορούσαν να καλύψουν τα διαρκώς αυξανόμενα έξοδα που δημιουργούσε η νέα μορφή του νοσοκομείου.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τη φιλανθρωπική πρωτοβουλία των δήμων και κοινοτήτων, που κατά καιρούς συντήρησαν πολλά νοσοκομεία με την ενίοτε κρατική χρηματοδότηση. Το συγκεντρωτικό, νομοθετικά και διοικητικά, κράτος που δημιουργήθηκε μετά το 1920-1922, δεν άφηνε πόρους, στελέχη και αρμοδιότητες στη τοπική αυτοδιοίκηση.
Ωστόσο στο διάστημα 1909-1940, παρ’ όλο που οδεύαμε προς το κρατικό νοσοκομείο, πρακτικά αυτό υλοποιήθηκε κυρίως στα νοσοκομεία ειδικών παθήσεων: στα Αντιφυματικά, Ψυχιατρικά, Δερματολογικά κ.ά. Τα γενικά νοσοκομεία παρέμεναν ακόμη σε μεγάλο βαθμό, αρμοδιότητα των δήμων και των φιλανθρωπικών σωματείων, με σημαντική στήριξη από το κράτος.
Τελικά από άσυλο φτωχών και απόρων άρχισαν να γίνονται χώρος παροχής ιατρικών υπηρεσιών, όμως χωρίς την προβλεπόμενη στελέχωση ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, σε άθλιες κτηριακές υποδομές και με ανεπαρκείς τις διαθέσιμες πιστώσεις.
Μετά το 1936, επί καθεστώτος της 4ης  Αυγούστου, δημοσιεύθηκε το μεγαλόπνοο σχέδιο «Βαθμιαία Ιδρυματική Αντιφυματική Οργάνωσις του Αντιφυματικού Αγώνος εν Ελλάδι», με στόχους του σχεδίου αυτού την ίδρυση πολλών σανατορίων και αντιφυματικών ιατρείων, που όμως δεν υλοποιήθηκε λόγω του πολέμου.
Τα δύο κυριότερα χαρακτηριστικά της εποχής αυτής είναι: η έναρξη της συμμετοχής του κράτους στην ανάπτυξη του νοσοκομειακού συστήματος και η σύσταση Αντιφυματικών Νοσοκομείων.
Το 1940 υπήρχαν 28 σανατόρια με 4.159 κρεβάτια και 6 τμήματα σε γενικά νοσοκομεία με ακόμη 200 κρεβάτια για φυματικούς. Με το τέλος του 1940 υπολογιζόταν να διατεθούν άλλα 3.000 κρεβάτια για την ίδια ασθένεια. Είναι προφανές ότι το μεγαλύτερο βάρος των προσπαθειών του καθεστώτος, δινόταν στην ανάπτυξη της υποδομής στα αντιφυματικά νοσοκομεία, για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους. Ένα ακόμη σημαντικό γεγονός της εποχής αποτέλεσε και η δημιουργία του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1939, παρέχοντας δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη μόνο στους άμεσα ασφαλισμένους, ενώ για τις οικογένειές τους προβλεπόταν μειωμένο νοσήλιο.

Η «Νόσος της πείνης και φυματίασης»…
«Το καθεστώς της συνταγματικής εκτροπής του 1936 δεν αρκέστηκε στην αναμόρφωση της «Σωτηρίας», αλλά την επιβάρυνε με τη λειτουργία μιας κλινικής – φυλακής, που σύντομα μετατράπηκε σε τόπο κράτησης των κομμουνιστών και άλλων πολιτικών αντιπάλων του. Ο πόλεμος, η Κατοχή και ο εμφύλιος θα περάσουν μέσα από τη «Σωτηρία»… κατά το λιμό του 1942, από τους 5058 νοσηλευθέντες πέθαναν οι 2171. Η φυματίωση δεν έκανε διακρίσεις. Οι κρατικές φυλακές ανεπαρκούσαν για τη φροντίδα των φυματικών κρατουμένων. Το βλέμμα του κράτους στράφηκε ακόμη μια φορά στη «Σωτηρία». …δημιουργήθηκε μέσα στο ίδρυμα ένα μέτωπο καθημερινής συνύπαρξης πολιτικών αντιπάλων… μεσούσης της Κατοχής εγκαταστάθηκαν ανάπηροι Πολέμου στο κτήριο του Οίκου Αδελφών… Τάγματα Ασφαλείας… φυματικοί κομμουνιστές από την Ακροναυπλία…  και γίνονται εκτελέσεις «επικίνδυνων ασθενών» και προσωπικού από τα Τάγματα Ασφαλείας, ενώ  αργότερα στις 30 Μάρτη του 1952, ημέρα Κυριακή, στον ανατολικό περίβολο της «Σωτηρίας» έπεφτε νεκρός ο Νίκος Μπελογιάννης…».   
Τελικά το ελληνικό νοσοκομείο στη περίοδο 1909-1940 ξεπέρασε το πλαίσιο της αποκλειστικής χρήσης του από απόρους και κατέκτησε όλο τον ελληνικό πληθυσμό, που πλέον έκανε χρήση των υπηρεσιών του, μη ικανοποιημένος όμως από τη ποιότητά του. Η γενίκευση της νοσοκομειακής περίθαλψης μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, έδωσε στην ιατρική μία κυρίαρχη θέση στην οικονομική και πολιτική σκηνή. Τα νοσοκομειακά συστήματα αποτέλεσαν και για την Ελλάδα, αντικείμενο μελέτης από όλους τους κοινωνικούς παράγοντες αφού αναγνωρίστηκε εκτός από την αναγκαιότητά τους, η οικονομική και η κοινωνική τους διάσταση. Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου ο γράφων κρίνει ως απαραίτητη, την «αναφορά μνήμης» στο Νοσοκομείο στο οποίο ειδικεύθηκε και σήμερα υπηρετεί, στη «Σωτηρία». Παραθέτει ένα σύντομο, περιεκτικό και «ζωντανό» κείμενο, που σε λίγες γραμμές τα λέει όλα, του Γ. Σεφεριάδη: 

«Το πρώτο ελληνικό Σανατόριο λαϊκό νοσοκομείο»:
Το Νοσοκομείο «Σωτηρία» αποτελεί ένα φορτισμένο ιστορικά χώρο. Από το πρώτο κτίριο του Σανατορίου το 1905, έως το μεγαλύτερο πνευμονολογικό κέντρο στην Ελλάδα, που είναι σήμερα, η ιστορία της «Σωτηρίας» επικοινωνεί με την ιστορία των Αθηνών. Από άσυλο για τους «Άθλιους των Αθηνών», ύστερα Φυματιολογικό Κέντρο και τελικά Γενικό Νοσοκομείο. Η φθίση, αθεράπευτη μέχρι την ανακάλυψη των αντιφυματικών φαρμάκων και ως αθεράπευτο κοινωνικό πρόβλημα δοκίμασε τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, εξέθεσε τις ανεπάρκειες της και περιέγραψε τις αθλιότητες της. Οι ασθενείς, άνδρες και γυναίκες, επώνυμοι ανώνυμοι, ποιητές και αγωνιστές φέρνουν μαζί τους την ατμόσφαιρα της κάθε εποχής.
Η Μαρία Πολυδούρη εισέρχεται τον Μάρτιο του 1928 στα 26 της χρόνια και συναντά τον Καρυωτάκη λίγο πριν πάρει το δρόμο για την Πρέβεζα και αυτοκτονήσει ένα μήνα μετά. Στα δύο χρόνια νοσηλείας της γράφει τις δύο ποιητικές της συλλογές «Οι τρίλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο Χάος». Μόνιμη παρέα της ο νεότατος τότε Γιάννης Ρίτσος ο οποίος εισέρχεται στο νοσοκομείο ως φυματικός και βγαίνει κομμουνιστής. Εκτός από την ποίηση το νοσοκομείο είναι ένα φυτώριο επαναστατικών ιδεών. Ο διάσημος ελληνορουμάνος συγγραφέας Παναϊτ Ιστράτι, επιστήθιος φίλος του Καζαντζάκη, καλεσμένος του Δημήτρη Γληνού, δίνει μια εμπρηστική διάλεξη στο τότε θέατρο “Αλάμπρα” και μαζί με ένα πλήθος έρχεται και ξεσηκώνει τους φυματικούς στη «Σωτηρία». Κατάληξη μια μεγάλη διαδήλωση στην Πλατεία Κάνιγγος που οδηγεί σε επέμβαση της αστυνομίας, στην απέλαση του Ιστράτι και θα οδηγήσει σε δίκη του Γληνού και του Καζαντζάκη.
Η «τριανταφυλλιά» της Σοφίας Σλήμαν: Το «όραμα της Σωτηρίας»
Στην Ελλάδα του 1900 οι υπολογισμοί ανέβαζαν σε πενήντα χιλιάδες τους νεκρούς από φθίση, σε μια εποχή που η χώρα δεν αριθμούσε περισσότερα από δύο εκατομμύρια ψυχές. Ο μύθος του καλλιτέχνη – φυματικού μπορεί να ήταν ισχυρός στην ευρωπαϊκή παράδοση, αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι θύματα της ασθένειας υπήρξαν άτομα που ανήκαν περισσότερο στην εργατική τάξη. Η Σοφία Σλήμαν μετά το θάνατο του συζύγου της το 1890 έστρεψε τα φιλανθρωπικά της ενδιαφέροντα στον αγώνα κατά της φθίσης. Ήταν η ημέρα που αντίκρισε φυματικούς στρατιώτες από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στοιβαγμένους στα υπόγεια του Νοσοκομείου Ελπίς. Τότε συνέλαβε το σχέδιο δημιουργίας ενός σανατορίου. Μαζί με έναν “όμιλο κυριών” αποτελούμενοι από κυρίες της αθηναϊκής κοινωνίας που προΐσταται η Σλήμαν αναλαμβάνουν την σύσταση εταιρείας με την επωνυμία «Σωτηρία». Μέχρι το 1902 η Σλήμαν και οι άλλες κυρίες της νεοσύστατης εταιρείας θα καταφέρουν να αποσπάσουν από την Ι.Μ. Πετράκη δωρεά οικοπέδου 600 στρεμμάτων. Οι οικοδομικές εργασίες αρχίζουν το 1903 και το 1905 εγκαινιάζεται από την βασίλισσα Όλγα το πρώτο κτίριο της «Σωτηρίας», το πρώτο σανατόριο της χώρας, με 40 κλίνες προορισμένες για τη νοσηλεία απόρων φυματικών. Τα πρώτα χρόνια το φθισιατρείο, με ελάχιστους οικονομικούς πόρους, λειτουργεί περισσότερο σαν αστική καραντίνα παρά σαν θεραπευτήριο. Μέχρι το 1908 φυτεύονται 7500 πεύκα και ευκάλυπτοι. Παρά τη λειψυδρία η Σοφία Σλήμαν επιτυγχάνει τη μεταφορά νερού με στρατιωτικά βυτιοφόρα. Μετά το 1910 η Σλήμαν, μη μπορώντας να βασιστεί στην κρατική επιχορήγηση, στρέφεται στους λαϊκούς εράνους, τους φιλανθρωπικούς χορούς και άλλες εκδηλώσεις για τη λειτουργία και συντήρηση του νοσοκομείου. Το μεγαλύτερο ποσό απέφερε ο λαϊκός έρανος του 1911 «το τριανταφυλλάκι». Εκατοντάδες κυρίες και δεσποινίδες της αθηναϊκής κοινωνίας προσέφεραν από ένα τριαντάφυλλο σε όσους έδιναν χρήματα για τη «Σωτηρία» και με τα χρήματα αυτά κτίσθηκε την ίδια χρονιά ένα μικρό περίπτερο 30 κλινών, το «Τριανταφυλλάκι». Από το 1919 τη διοίκηση του νοσοκομείου αναλαμβάνει το κράτος και στο 8μελες συμβούλιο προεδρεύει η Σοφία Σλήμαν μέχρι και τον θάνατό της το 1932. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι χρόνια μαρασμού και εξαθλίωσης. Η άφιξη των προσφύγων και η παρατεινόμενη ανεπάρκεια της κρατικής μηχανής να αναλάβει την κοινωνική πρόνοια, μετατρέπουν τη «Σωτηρία» σε ένα συνονθύλευμα από άθλιες παράγκες και παραπήγματα. «Πεθαμενατζίδικο», «κόλαση των ζωντανών», «ανθρώπινος στάβλος» είναι μερικούς από τους χαρακτηρισμούς που το ακολουθούν. Τα ξύλινα παραπήγματα και κάποια πρόχειρα «ντέκερ» του στρατού με τσίγκινες σκεπές καλούνται να σκεπάσουν εκατοντάδες φυματικούς. Ακόμη περισσότεροι μένουν στον υπαίθριο χώρο ή κατασκευάζουν δικές τους πρόχειρες καλύβες ή λαγούμια. Σε χώρους δύναμης 600 κλινών διαβούν 3000-4000 άρρωστοι με προβλεπόμενη θνησιμότητα 50%. Άστεγοι και μικροπωλητές ανακατεύονται με τους αρρώστους. Στους χώρους του φθισιατρείου ανθεί το εμπόριο ναρκωτικών και η πορνεία. Κανένας δεν γνωρίζει τον αριθμό των ασθενών. Θάνατοι δεν δηλώνονται για να πουλιέται η μερίδα του φαγητού τους. Οι φτωχοί θάβονται στις γωνίες των αλσυλλίων…
… «Στο Αναψυκτήριο» μία φορά πέθανε ένας, στη σκοτεινή παράμερη γωνίτσα, που χε διαλέξει για να κρύψει το δράμα της κατάντιας του και του πόνου του. Κι έμεινε πέντε ολάκερες μέρες νεκρός, χωρίς να τον δούνε, ως που βρώμισε… Χρόνια ολόκληρα γιατροί δεν πατούσαν να δουν τους αρρώστους.. Μόλις με τις εξεγέρσεις στάλθηκε μια γυναίκα που έκανε τη διανομή του φαγητού. Και η διανομή ήταν τόσο ελεεινή που μονάχη της χαρακτηρίζει το βαθμό της αθλιότητας που επικρατεί… Την ώρα του φαγητού μέσα στο «Αναψυκτήριο» και μέσα στους θαλάμους πλάι σε εκείνους που τρώνε αλλάζουν τους νεκρούς. Αυτό είναι το «Αναψυκτήριο», ένας τόπος κόλασης ζωντανής, πλάι στ’ άλλα περίπτερα της «Σωτηρίας». 
Η Σωτηρία… της «Σωτηρίας»:
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου αναθέτει στον γιατρό Μάνθο Μεταλληνό, γνώστη των υγειονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Ελλάδα μετά την έλευση των προσφύγων, τη διοίκηση του νοσοκομείου. Ο Μεταλληνός κατορθώνει μέσα σε πέντε χρόνια να μετατρέψει τη «Σωτηρία» από ένα άθλιο παρηκμασμένο άσυλο σε ένα σύγχρονο Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος. Διορίζεται το 1936 γενικός διευθυντής του νοσοκομείου και κατεδαφίζει όλα τα παραπήγματα και τις παράγκες. Ο χώρος περιφρουρείται και επιλέγονται για νοσηλεία μόνο οι πάσχοντες. Το κράτος χρηματοδοτεί την ανέγερση της «Χειρουργικής Κλινικής» και των άλλων κτιρίων. Γκρεμίζει τα παλιά κτίρια, τις παράγκες, ανοίγει καινούργιους δρόμους, δημιουργεί υπερσύγχρονα νέα μαγειρεία. Χτίζεται το «Μέγα Λαϊκό», με το «μπαουχάουζ» αρχιτεκτονικό του ύφος, σχεδιασμένο από τον σπουδαίο αρχιτέκτονα Γιάννη Δεσποτόπουλο, το μοναδικό Έλληνα αρχιτέκτονα που φοίτησε στην περίφημη σχολή (Bauhaus). Η νέα «Σωτηρία» διαθέτει πλέον 1800 κλίνες. Ο Μεταλληνός εγκαθιστά μουσική στους θαλάμους και δημιουργεί περίτεχνους κήπους και καθιστά το νοσοκομείο ανοικτό στον κόσμο.
Φυτώριο επαναστατικών ιδεών:
Στη διάρκεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής το νοσοκομείο αυξάνει τα κρεβάτια του σε 2000 και τις κλινικές του σε 15. Την περίοδο της Κατοχής «Η Σωτηρία» συνδέεται -για άλλη μια φορά- με την ιστορία του τόπου μέσα από εκτελέσεις αγωνιστών και αποδράσεις κρατουμένων. Στις φυλακές του νοσοκομείου, που πρόσφατα γκρεμίστηκαν, οι κρατούμενοι ήταν αριστεροί – φυματικοί. Ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του νοσοκομείου η απόδραση των 56 κομμουνιστών Ακροναυπλιωτών, το 1943 που κρατούνταν ως φυματικοί, μια από τις σπουδαιότερες επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ. Τα τάγματα ασφαλείας συλλαμβάνουν αρρώστους, αλλά και μέλη του προσωπικού. Στα Δεκεμβριανά, σφαίρες σκοτώνουν αρρώστους.Στους χώρους της «Σωτηρίας» εκτελούνται, διαπιστωμένα, 375 αγωνιστές και πατριώτες μεταξύ των οποίων εμβληματικές προσωπικότητες όπως ο Νίκος Μπελογιάννης…».