Οι Ελληνες που «καταφέρνουν» να διαβάζουν ένα τουλάχιστον βιβλίο τον χρόνο -μου ’λεγαν φίλοι τις προάλλες και δεν το πίστευα- ανέρχονται μόλις στους οκτώ έως δέκα χιλιάδες. Εφερα αντιρρήσεις, αλλά οι φίλοι είχαν διαβάσει πρόσφατες έρευνες.
Ενα βιβλίο; Σε ένα χρόνο; Κάπως έτσι δεν πάνε καλά τα πράγματα. Καταργείται από τις κοινωνικές σχέσεις το αναγιγνώσκειν βιβλία. Παρ’ όλα αυτά ημείς άδομεν. Οχι θα κάτσουμε να σκάσουμε.
Κατανοώ ότι το διάβασμα δεν πολυταιριάζει στους Ελληνες, λόγω κλίματος κυρίως. Να λούζει τη χώρα, καθημερινά σχεδόν, ο ωραίος ήλιος και συ να μην εκθέτεις το σώμα σου (και το πνεύμα σου;) στην ευεργεσία των ακτίνων του; Ε, θα είναι ιεροσυλία, περιφρόνηση προς το φως.
Εντάξει. Αλλά το ηλιακό φως από μόνο του δεν εισχωρεί στα πνευματικά (και ψυχικά) σκοτάδια. Χρειάζεται κάποιο άλλο φως εκεί, κάποια δάδα που θα φωτίσει την άγνοια, την αμάθεια, την ανία, κάποιο λυχνάρι που θα προσδώσει στιλ, γούστο, συμπεριφορά, αυτοπεποίθηση, κάτι παραπάνω απ’ ό,τι προσδίδουν οι κοινωνικές σχέσεις και η καθημερινότητα· κάποια ιστορικότητα που δεν μεταφέρουν οι κινήσεις του σώματος και τα βλέμματα των διπλανών.
Αυτό φαίνεται να είναι η ανάγνωση ενός βιβλίου: ένα ταξίδι φωτός στο σκότος του πλαγκτού, στις νεφέλες του πνεύματος.
Υπάρχουν δικαιολογίες ή και επιχειρήματα σοβαρά εκ μέρους εκείνων οι οποίοι δεν ασχολούνται με την πράξη της ανάγνωσης, όπως είναι -το κυριότερο- η έλλειψη χρόνου, το ότι τρέχουν και δεν φτάνουν δηλαδή, η οικονομική στενότητα (ασφυξία), οι πολλοί παρλαπίπες συγγραφείς ή ακόμη η (λανθασμένη) πίστη ότι όλα έχουν ειπωθεί και τι να ψάχνουμε τώρα... κ.ά.
Τι να πεις. Λείπουν ίσως οι μεγάλοι ποιητές και συγγραφείς, οι οτρηροί δοκιμιογράφοι, οι έγκυροι ιστορικοί, οι μεγάλοι παραμυθάδες και οι εύθυμοι γραφιάδες, έχουν ατονήσει πιθανώς η αίγλη και η ένταση του κειμένου που αποτελούν όλον. Μας αρκούν μερικά αποσπάσματα και δυσφορούμε στο τρίπτυχο αρχή - μέση - τέλος. Πώς ν’ αρχίσεις και πότε (!) να τελειώσεις;
Οι φίλοι, τα ποτά, τα ταξίδια, ο έρωτας, το κολύμπι, η έκθεση στον ήλιο (και μάλιστα τον μεσογειακό), το συντρώγειν και συμπίειν δεν έχουν χρείαν την ανάγνωση. Καλά είμαστε, δεν θα σκοτιστούμε κιόλας με τις εμμονές του κάθε ένα που νομίζει ότι προσφέρει κοινωνικό έργο.
Και, όμως, το θέλουμε είτε όχι, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Εδώ ο κόσμος χάνεται -σου λένε- η τέχνη του λόγου μας μάρανε; Και πώς να ερμηνεύσεις, με δεδομένο τη μικρή λέσχη των εν Ελλάδι αναγνωστών, τους περίπου δέκα χιλιάδες τίτλους που εκδίδονται ανά χρόνο; Δυσανάλογος αριθμός, ασύλληπτος και για κράτη οι υπήκοοι των οποίων είναι καλοί και σταθεροί αναγνώστες.
Εάν δεν μας πείθουν οι σύγχρονοι λογοτέχνες, υπάρχουν οι κλασικοί. Ούτε μ’ αυτούς επιθυμούμε να συνομιλήσουμε; Ετσι, για να πάρουμε μια ιδέα πώς φτάσαμε ώς εδώ, να μάθουμε τις καταβολές, τους προγόνους, τα άλματα από τον μύθο στον λόγο, τα «επιτεύγματα» της επιστήμης, πού στο διάολο μας οδηγούν τα πολιτικά συστήματα που επιλέγουμε μόνοι μας (!) και άλλα πολλά που δεν μπορείς να τα «ανακαλύψεις» στην TV και στο διαδίκτυο.
Καταλαβαίνω ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι λόγοι που δεν μας επιτρέπουν την ανάγνωση βιβλίων. Μπορούν, όμως, να αφανιστούν (οι λόγοι) εάν αποφασίσουμε ότι είμαστε ακόμη ικανοί (ελεύθεροι εννοώ) να φιλιωθούμε με τα βιβλία.
http://gerontakos.blogspot.gr/