Η
επιστημονική, λοιπόν αναζήτηση είναι μια ατέρμονη προσπάθεια του Γνωσιακού
ανθρώπου, συνυφασμένη με την ύπαρξή του. Οι αρχικές, πολλές φορές αυθαίρετες
αρχές, συμπληρώνονται και
βελτιστοποιούνται με νέες έννοιες, που επιβάλλουν νέα προς έρευνα φαινόμενα,
κατανοούμενα από τη γνωσιακή του εμπειρία. Συνεπώς η γνωσιακή εμπειρία του
ανθρώπου θεμελιώθηκε και θεμελιώνεται με το πείραμα, επομένως υπάρχει συνεχής
εναλλαγή και μεγαλύτερη προσέγγιση της
αναζητούμενης γνώσης και αλήθειας.
Είναι
δυνατόν όλη η επιστημονική γνώση να μην προήλθε από την πειραματική απόδειξη
της θεωρητικής γνώσης, όμως το πείραμα αποδείχθηκε ότι είναι αναγκαίο για να
συμπληρώσει την ισχύ και την αξία της επιστημονικής θεωρίας. Ωστόσο το πείραμα
πρέπει να συμφωνεί με τα θεωρητικά σχήματα. Η οριστική και αποφασιστική
δοκιμασία μιας επιστημονικής θεωρίας είναι η συμφωνία της με το πείραμα και με
τη φύση ή τους φυσικούς νόμους που την διέπουν. Η θεωρία προκαλεί και
κατευθύνει τον πειραματισμό. Αποτελεί τον οδηγό στην προσπάθεια του ερευνητή να
ερευνήσει τον «ορατό» και «αόρατο» κόσμο.
Η
θεωρία συμπληρώνει την πράξη και η τελευταία ελέγχει την ορθότητα της πρώτης.
Πολλές φορές η θεωρία έρχεται να εξηγήσει κάτι που κατόρθωσε ο άνθρωπος
εμπειρικά, και τότε έχει γενική αξία η θεωρία αυτή. Με τη θεωρία προσεγγίζεται
η οδός της κατανόησης των φαινομένων διά μέσου των γεγονότων, για να
τακτοποιήσουμε και να εννοήσουμε τον κόσμο που αντιληφθήκαμε και σχηματίσαμε με
τις αισθήσεις. Δεν υπάρχει επιστήμη, αν δεν πιστεύουμε πως μπορούμε να συλλάβουμε
την πραγματικότητα με τις θεωρητικές μας κατασκευές. Η θεωρία πειραματίζεται να
σχηματίσει την εικόνα της πραγματικότητας, αφού στηρίζεται στις αντικειμενικές
σχέσεις που ανακαλύπτει.
Ανάμεσα
στο παλαιό και το νέο
Η
πάλη ανάμεσα στις παλαιές και τις νέες απόψεις αποδεικνύει την πρόοδο και τη
τάση πληρέστερης γνώσης του εξωτερικού κόσμου. Πιο σημαντικό είναι συχνά το
αποτέλεσμα που αποκομίζει από την έρευνά του ο ερευνητής, παρά εκείνο που
αρχικά ξεκίνησε να ερευνά. Πιθανόν το λογικό οικοδόμημα που δημιουργείται να
μην τυχαίνει άμεσης εφαρμογής, σημασία όμως έχει ότι κάποτε θα τύχει αυτής της
εφαρμογής, οπότε καταξιώνεται και η ισχύς του. Έτσι συνέβη με ό,τι απέδειξε η
θεωρητική έρευνα σε πολλές περιπτώσεις.
Οι
αλχημιστές στο Μεσαίωνα αυτό που ερευνούσαν βρέθηκε σε μεταγενέστερη εποχή από
άλλη επιστημονική οδό και με άλλη μεθοδολογία. Έτσι και οι νέες θεωρίες
απέκτησαν τη θεωρητική τους έκφραση σε σχήματα, που είχαν δημιουργηθεί
πρωτύτερα, χωρίς τότε να αποβλέπουν σε πρακτική εφαρμογή. Αυτές οι γενικεύσεις
και τα σχήματα αποτελούν πολλές φορές εμπόδιο, γιατί περιορίζουν την ευρύτερη
προοπτική και την εύρεση άλλων σχέσεων που δεν έχουν προβλεφθεί.
Υπάρχει
η αντίληψη, πως η επιστήμη είναι η απόλυτη και η αποκλειστική άποψη της
πραγματικότητας και επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για τις κοινωνικές και
πολιτισμικές σχέσεις της επιστήμης, αφού ό,τι είναι αληθές περιλαμβάνεται στην
επιστήμη και ό,τι ψευδές δεν εφαρμόζεται. Όταν αναγνωρισθεί πως η επιστήμη δεν
εμπεριέχει όλη την περί του «κόσμου» αλήθεια, αλλά αντιπροσωπεύει λιγοστές ή
μερικές από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και εκφάνσεις, μόνο τότε μπορεί να
γίνει λόγος για την θέση της επιστήμης στον ανθρώπινο πολιτισμό. Δραστηριότητες
και εκφάνσεις που προσδιορίζονται από τις κοινωνικές συνθήκες, από τη σύνθεση
που έχει ο κόσμος όπου ζει ο άνθρωπος και λειτουργούν οι θεσμοί του. Τότε η επιστήμη θα καταλάβει την πρέπουσα θέση της
στο παρελθόν, στο παρόν και στο ανθρώπινο μέλλον και εφ’ όσον υπερβεί την κρίση
που την διέπει.
Ο ντετερμινισμός στη κλασσική και σύγχρονη φιλοσοφική
σκέψη
Στον ηθικό ντετερμινισμό του Πλάτωνα αντιτίθεται ο Αριστοτέλης, για τον
οποίο ήταν προφανές ότι πολλές φορές οι επιθυμίες ή διαθέσεις ενός ανθρώπου
συγκρούονται με τη λογική του, υπό την έννοια ότι μπορεί να επιθυμεί κάτι κακό,
ενώ γνωρίζει ότι αυτό είναι πράγματι κακό.
Ο λογικός ντετερμινισμός προκύπτει από την υπόθεση ότι κάθε πρόταση είναι
είτε αληθής είτε ψευδής. Αντίθετοι προς το λογικό ντετερμινισμό στον αρχαίο
κόσμο ήταν ο Αριστοτέλης και οι Επικούρειοι.
Ο θεολογικός ντετερμινισμός προκύπτει από την πίστη στην ύπαρξη ενός
παντοδύναμου και παντογνώστη Θεού, από τον οποίο εξαρτώνται τα πάντα στο
σύμπαν, αυτός είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος και τίποτε δεν θα μπορούσε να
είναι διαφορετικό από αυτό που τώρα είναι.
Ο φυσικός ντετερμινισμός προκύπτει από την ανακάλυψη αμετάβλητων και
απαραβίαστων φυσικών νόμων, οι οποίοι επιδρούν στα έμβια και άψυχα όντα με
σταθερό τρόπο, οδηγώντας με μαθηματικό τρόπο σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η
ιδέα αυτή έγινε κυρίαρχη στην επιστημονική σκέψη του 17ου και 18ου
αι. επηρεάζοντας αποφασιστικά την πρόοδο των φυσικών επιστημών. Η σημασία του
φυσικού ντετερμινισμού για τη φιλοσοφία έγκειται στην ανακάλυψη ανάλογων
φυσικών νόμων, οι οποίοι διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά καθιστώντας την έτσι
ως επί το πλείστον προβλέψιμη.
Κατ’ ουσίαν η βασική ιδέα είναι η ύπαρξη ενός συνδετικού κρίκου μεταξύ
φυσικών νόμων και ανθρωπίνων πράξεων και μιας αναλογίας μεταξύ των νόμων που
διέπουν το μακρόκοσμο ( σύμπαν ) και το μικρόκοσμο (στην προκειμένη περίπτωση
τον άνθρωπο). Η σύνδεση αυτή δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική
σκέψη.
Οι σύγχρονοι ντετερμινιστές πιστεύουν πως για κάθε γεγονός, με όση ακρίβεια
και αν το περιγράψουμε, υπάρχει κάποια θεωρία ή σύστημα νόμων τέτοιο ώστε το
ότι συνέβη το συγκεκριμένο γεγονός με αυτή την περιγραφή προκύπτει από αυτούς
τους νόμους μαζί με πληροφορίες για την προηγούμενη κατάσταση του συστήματος.
Μια κάπως διαφορετική παρουσίαση του παραπάνω αξιώματος συνοψίζεται στα εξής
: 1) κάθε γεγονός έχει ένα προηγούμενο αίτιο 2) σε κάθε δεδομένη στιγμή με
δεδομένο το παρελθόν, μόνο ένα μέλλον είναι δυνατό και 3) έχοντας γνώση όλων
των προηγούμενων συνθηκών και όλων των φυσικών νόμων, κάποιος θα μπορούσε να
προβλέψει, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, με απόλυτη ακρίβεια τη μελλοντική
ιστορία του σύμπαντος.
Το
ντετερμινισμό αυτό, πολλοί δίσταζαν να τον εφαρμόσουν στις κοινωνικές
επιστήμες. Ο μεθοδολογικός ορισμός της επιστήμης επιτρέπει να μη τεθούν όλες οι
απόψεις της κοινωνικής πραγματικότητας στον επιστημονικό μηχανισμό. Ο
μηχανισμός αυτός δύναται να εφαρμοσθεί στην κοινωνική πραγματικότητα, όσο
παραμένει στατικός, σταθερός παράγοντας μέσα σε αυτή. Η εφαρμογή του
επιστημονικού μηχανισμού δεν αποκλείει
την ύπαρξη και άλλων εκδηλώσεων της κοινωνικής πραγματικότητας, που δεν
είναι κατανοητές με τον επιστημονικό μηχανισμό. Οι παράγοντες που καθορίζουν τα
φαινόμενα δεν είναι με ακρίβεια γνωστοί και αυτός είναι ο καθοριστικός
παράγοντας που οδηγεί στις επιστημονικές ελλείψεις. Η στατιστική παίζει εδώ
ρόλο βασικό και η μεταφορά της στα φυσικά φαινόμενα του ανθρώπινου μικρόκοσμου
δείχνει ίσως περισσότερες αναλογίες και συγγένεια στις επιστημονικές απόψεις.
Η
ανθρώπινη πείρα προέρχεται κυρίως από τις αισθήσεις. Οι εικόνες που
αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος δια μέσου των αισθητηρίων, αποτελούν τη φυσική
πραγματικότητα. Η βιολογική πραγματικότητα αναπτύσσει την υποκειμενική πείρα
και δια μέσου αυτής δίδονται όλα τα δεδομένα της πείρας. Η υποκειμενική
πραγματικότητα αποκτά για τον άνθρωπο μεγάλη σημασία και επισκιάζει την άλλη
που είναι η αντίληψη με τις αισθήσεις. Η φυσική πείρα, που προέρχεται από τις
εικόνες που γίνονται αντιληπτές από τα αισθητήρια, οδηγεί τον άνθρωπο να
χαρακτηρίσει την πραγματικότητα, στατική και υλική. Από αυτή σχηματίζει μηχανιστικές
εικόνες, αυτοί δηλαδή είναι οι νόμοι όπως χαρακτηρίζονται επιστημονολογικά.
Με
βάση και αφετηρία τη διδασκαλία του Σωκράτη και του Πλάτωνα – του οποίου υπήρξε
μαθητής – ο Αριστοτέλης δημιούργησε τη Λογική ως αυτοτελή επιστήμη που την
ονομάζει «αναλυτικά», δηλαδή
καθοδήγηση στην τέχνη της έρευνας και την πραγματεύεται ως επιστημονική
μεθοδολογία.
Η
επιστήμη, κατά τον Αριστοτέλη, συνίσταται στην παραγωγή του μερικού από το
γενικό, του αποτελέσματος από τις αιτίες του. Η ανάπτυξη όμως της σκέψης, στη
ροή του χρόνου, ακολουθεί αντίθετο δρόμο. Επιβάλλεται να αφαιρούνται οι γενικές έννοιες από τις
μερικές παρατηρήσεις και να βαίνουμε βαθμηδόν μέσω της μνήμης, από την αίσθηση
στην εμπειρία και από εκεί στη γνώση. Είναι φυσικό, λοιπόν, οι αισθήσεις μόνες
τους να μη μας απατούν ποτέ, επομένως κάθε πλάνη προέρχεται, από την εσφαλμένη
συσχέτιση και τον κακό συνδυασμό των μαρτυριών τους. Για το λόγο αυτό ο
Αριστοτέλης εξετάζει όχι μόνο την «απόδειξη»
αλλά και την «επαγωγή». Και στις δύο, προτάσσει τη θεωρία του συλλογισμού.
Συλλογισμός είναι, κατά το φιλόσοφο, ένας λόγος που επιτρέπει, από προϋποθέσεις
που τέθηκαν, να εξαχθεί κάτι νέο. Οι προϋποθέσεις αυτές διατυπώνονται σε
προτάσεις, που η κάθε μια αποτελείται από δύο έννοιες, από δύο «όρους», από το «υπο-κείμενο» και το «κατηγορούμενο».
Οι προτάσεις - κατηγορικές κρίσεις - διαιρούνται σε καταφατικές και αποφατικές,
σε γενικές, μερικές και αόριστες.
Ο
Αριστοτέλης ανακάλυψε πρώτος ότι ο συλλογισμός είναι ο θεμελιακός τύπος, που
κινείται κάθε πρόοδος των εννοιών κι έδωσε τον ορισμό του. Συλλογισμοί
αποτελούν τις αποδείξεις, που ως έργο η
κάθε μια από αυτές έχει να παράγει το αποτέλεσμα από τις αιτίες του, πράγμα που
είναι η καθ’ αυτό γνώση. Συνεπώς οι προϋποθέσεις πρέπει να αποτελούνται από
αναγκαίες και με γενικό κύρος προτάσεις και μια τέλεια απόδειξη. Τέλεια
επιστήμη, λοιπόν, υπάρχει μόνον εκεί όπου εκείνο που πρέπει να αποδειχθεί,
παράγεται από τις ανώτερες προϋποθέσεις. Τόσο οι αναγκαίες αρχές, που από αυτές
εκκινεί η απόδειξη, όσο και τα αντικείμενα όπου εφαρμόζονται οι αρχές εκείνες,
πρέπει να μας είναι γνωστά χωρίς απόδειξη. Όπως τα αντικείμενα τα γνωρίζουμε
άμεσα με την αίσθηση, έτσι έχει και ο νους τη δύναμη να γνωρίζει άμεσα,
εποπτικά κι επομένως αλάνθαστα τις καθολικές αρχές.
Ανώτατη
και αναμφισβήτητη αρχή του νου, θεωρεί ο Αριστοτέλης το νόμο της «αντίφασης». Για να θεμελιώσει, όμως,
επιστημονικά τις πεποιθήσεις του αυτές, στη θέση τής απόδειξης τοποθετεί την
επαγωγή. Ο ορισμός στηρίζεται στην απόδειξη και την άμεση γνώση, που
επικυρώνεται με την επαγωγή. Η έννοια σε πιο στενή σημασία, όταν είναι
αντικείμενο του ορισμού, καταδεικνύει την ουσία ή τη μορφή των όντων, το είδος
τους, εντελώς ανεξάρτητα από την ύλη τους.
Αν
μια τέτοια έννοια εκφράζει ό,τι είναι κοινό σε πολλά όντα, που διαφέρουν κατά
το είδος, τότε αυτή η έννοια αποτελεί το «γένος».
Αν προστεθεί στο γένος «η ειδοποιός
διαφορά», τότε προκύπτει το «είδος».
Αν το είδος προσδιοριστεί με περισσότερα διακριτικά γνωρίσματα και με
μεγαλύτερη ακρίβεια, καταλήγουμε στην έννοια των κατωτάτων ειδών, που αποτελούν
τα «καθ’ έκαστον» όντα, δηλαδή το
κάθε αντικείμενο. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο και αναγκαίο ο ορισμός να
περιλαμβάνει όλα τα γνωρίσματα - που με αυτά γίνεται η παραγωγή της εννοίας
«γένος» - όχι μόνο πλήρη, αλλά και στη σωστή τάξη, έτσι που από τα «καθ’ όλου» να φτάνουμε κλιμακωτά στα «καθ’ έκαστον» δηλαδή στα μερικά. Όλες
οι έννοιες βρίσκονται κάτω από ένα ή περισσότερα γένη ή σχήματα «κατηγοριών». Ο Αριστοτέλης αποδέχεται
δέκα κατηγορίες: την ουσία «ουσία ή τι
εστί», την ποσότητα «ποσόν», την
ποιότητα «ποιόν», την αναφορά «προς τι», τον τόπο «που», το χρόνο «πότε»,
τη θέση «κείσθαι», την κατάσταση «έχειν», την ενέργεια «ποιείν», το πάθημα «πάσχειν». Οι σπουδαιότερες «κατηγορίες»
είναι οι τέσσερις πρώτες και από αυτές πάλι η κατηγορία της ουσίας, γιατί με αυτή σχετίζονται όλες οι άλλες, όπως το
παράγωγο από το αρχικό. Η κατηγορία της ουσίας, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αριστοτέλη, αποτελεί το ουσιώδες
αντικείμενο της «Πρώτης Φιλοσοφίας» ή
της Μεταφυσικής.
β)
Το «είδος» και η «ύλη». Η διδασκαλία του Αριστοτέλη για το «είδος» και την «ύλη»
είναι η προσπάθεια να παρουσιάσει μάλλον τις έννοιες αυτές σε μια θεωρία, που
να φαίνεται ορθότερη από την πλατωνική και όχι κάτι διαφορετικό από αυτή.
Συμφωνώντας ουσιαστικά με τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης λέγει ότι το αντικείμενο
της γνώσης μπορεί να αποτελεί μόνο το αναγκαίο και αμετάβλητο. Κάθε όμως
αισθητό είναι τυχαίο και μεταβλητό, δύναται να υπάρχει και να μην υπάρχει. Μόνο
ό,τι είναι πέραν των αισθήσεων και
βρίσκεται εντός των εννοιών, είναι το
αμετάβλητο, όπως αμετάβλητες είναι και οι έννοιες.
Περισσότερο
σπουδαία θεωρεί ο Αριστοτέλης τη σκέψη ότι κάθε μεταβολή προϋποθέτει κάτι το
αμετάβλητο, κάθε γένεση κάτι που δεν έχει γίνει. Ξεχωρίζει το «υποκείμενο», που γίνεται υπαρκτό και
που σε αυτό συντελείται η μεταβολή από τις «ιδιότητες»,
που προκαλούν τη μεταβολή στο υποκείμενο. Το υποκείμενο ο Αριστοτέλης το
ονομάζει «ύλη» και τις ιδιότητες «είδος» ή «μορφή». Επειδή η δημιουργία αγγίζει το σκοπό της, όταν η ύλη λάβει
το είδος, το είδος κάθε όντος είναι η αληθινή ουσία, η ενέργεια, η «εντελέχεια». Επομένως το είδος είναι
γενικά το «εν ενεργεία όν», ενώ η ύλη
έχει αναγκαστικά τη δύναμη ή τη δυνατότητα, επομένως είναι δύναμη ή το «δυνάμει όν». Αν η ύλη εκληφθεί χωρίς το
είδος, τότε απομένει η «πρώτη ύλη»,
που μόνη της όμως δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ. Τα είδη είναι αΐδια, αμετάβλητα
και δεν βρίσκονται έξω από τα όντα, αφού ο κόσμος είναι αιώνιος. Το είδος είναι
όχι μόνον η έννοια και η ουσία του κάθε όντος, αλλά ο τελικός του σκοπός και η
δύναμη που πραγματοποιεί αυτόν το σκοπό.
Στην
ύλη οφείλεται η «φυσική αναγκαιότητα»,
ανάγκη και «τυχαίο», αυτόματον και
τύχη, που περιορίζουν τη σκόπιμη ενέργεια της φύσης και των ανθρώπων κι
επεμβαίνουν σε αυτή. Η ύλη γίνεται δεύτερη αρχή, πλησίον του είδους,
εφοδιασμένη με ιδιαίτερη δύναμη. Με τη διάκριση λοιπόν του «δυνάμει» και «ενεργεία» όντος, ο μαθηματικός τύπος του Πλάτωνα για το σχηματισμό
της έννοιας και της οντολογίας αντικαθίστανται με έναν βιολογικό.
γ)
Το «κινούν» και το «κινούμενον». Από τη σχέση του είδους
και της ύλης προέρχεται η κίνηση ή η μεταβολή, που την υφίστανται όλα τα όντα
που έχουν μέσα τους ύλη. Η κίνηση είναι το να γίνει πραγματικό «ενεργεία όν» το «δυνάμει όν». Κάθε κίνηση προϋποθέτει εκείνο που κινεί (κινούν) και αυτό που κινείται από το
πρώτο (κινούμενον). Το κινούν είναι
το είδος «το εν ενεργεία όν» και το
κινούμενον η ύλη «το δυνάμει ον».
Οποτεδήποτε είδος και ύλη έρχονται σε συνάφεια και επαφή, γεννάται πάντα και
υποχρεωτικά κίνηση, γιατί το είδος, ως αγαθό και θείο, έλκει την ύλη.
Η
κίνηση δεν δύναται να έχει αρχή και τέλος, είναι δηλαδή αιώνια και αέναη, αφού
και το είδος και η ύλη καθώς και η ανάμεσά τους σχέση που δημιουργεί την κίνηση
είναι αιώνια. Η αιώνια όμως κίνηση δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε κάτι
ακίνητο, που είναι άϋλο, να είναι είδος χωρίς ύλη, επομένως «καθαρή ενέργεια». Και επειδή η ύλη
είναι το ατελές και το είδος το τέλειο, πρέπει
το πρώτο «κινούν» να είναι απόλυτα τέλειο, αυτό που βρίσκεται
στην κορυφή της ύπαρξης. Και το απόλυτα άϋλο ή ασώματο όν είναι μόνον ο «νους»
ή η «νόηση». Η νόηση είναι «θεωρία» ή διαφορετικά αδιάλειπτη «νοητική ενέργεια», που αντικείμενό της
δύναται να αποτελέσει μόνον ο εαυτός της, γιατί η αξία της είναι ανάλογη με την
αξία του περιεχομένου της.
Το
δόγμα του Αριστοτέλη στην ερμηνεία της κίνησης είναι το πρώτο κινούν, αυτό που «κινεί
όλα όσα βρίσκονται σε κίνηση χωρίς να κινείται το ίδιο και που πρέπει να είναι
μάλλον ελκτικό παρά απωθητικό, αιώνιο, χωρίς υλικές διαστάσεις, χωρίς μέγεθος
πεπερασμένο ή άπειρο και αμερές», δηλαδή αδιαίρετο. Η αντίληψη για το πρώτο
κινούν δίνει την εντύπωση περισσότερο μιας θεολογικής προσέγγισης, και μάλιστα
σύγχρονης, παρά επιστημονικής τεκμηρίωσης. Η αριστοτελική θεωρία της κίνησης
ίσχυσε επί αιώνες αιώνων, όσο κράτησε η γεωκεντρική αντίληψη του κόσμου.
Το
πλέον πολύτιμο όμως και το πλέον τέλειο είναι μόνον ο ίδιος ο «θείος νους». Επομένως η νόηση του θείου
είναι νόηση που νοεί τον εαυτό της, «νόησις
νοήσεως». Ο Θεός στην αδιάλειπτη και αναλλοίωτη αυτή «θεωρία» του εαυτού του, βρίσκει τη μακαριότητά του. Στον κόσμο δεν
ενεργεί εξερχόμενος του εαυτού του με το να διαθέτει τη νόηση και τη βούληση
του επί του κόσμου, αλλά μόνον υπάρχει. Το απόλυτα τέλειο όν, σαν ανώτερο
αγαθό, είναι ακόμη και ο τελικός σκοπός των όντων. Αυτόν όλα τα όντα επιθυμούν
σφοδρά και προς αυτόν όλα κινούνται. Από αυτόν εξαρτάται η ενιαία τάξη, η
συνοχή και η ζωή του κόσμου.
Η
Φυσική
Η
Μεταφυσική ασχολείται με το ακίνητο και ασώματο, ενώ η Φυσική με το κινούμενο
και το σωματικό και μάλιστα με εκείνο που περιέχει την αρχή της κίνησης.
Ο
Αριστοτέλης με τον όρο «κίνηση»
εννοεί γενικά κάθε μεταβολή, κάθε πέρασμα στην πραγματικότητα μιας δυνατότητας,
ενός «δυνάμει όντος». Διακρίνει
τέσσερα είδη κίνησης: της «ουσίας»,
γέννηση και φθορά, την «ποσοτική», αύξηση
και ελάττωση, την «ποιοτική»,
αλλοίωση – δια μείξεως ενσωμάτωση - ενός σώματος σε ένα άλλο και την «τοπική», φορά - αλλαγή τόπου. Δέχεται
ότι το άπειρο μπορεί να υπάρχει μόνο ως δυνατότητα «δυνάμει» και όχι ενεργητικά «ενεργεία».
Ορίζει το χώρο ως το σύνορο του «περιέχοντος
και του περιεχομένου», το χρόνο ως τον αριθμό της κίνησης σχετικά με το
πριν και το μετά, συμπεραίνοντας ότι κενός χώρος δεν υπάρχει και ότι ο χρόνος,
όπως κάθε αριθμός, προϋποθέτει μια ψυχή, που απαριθμεί. Αποδεικνύει ότι από τις
κινήσεις εντός του χώρου μόνο η κυκλική είναι απλή και συνεχής, που δύναται να
είναι άναρχη και αιώνια.
Δέχεται
την ποιοτική διαφορά των στοιχείων της γης (του νερού, του αέρα και της φωτιάς)
και κατακεραυνώνει όχι μόνο τη μαθηματική κατασκευή (τύπο) του Πλάτωνα, αλλά
και τη θεωρία της ατομικής Σχολής. Προσπαθεί να αποδείξει ότι τα μόρια της ύλης
και ιδίως τα στοιχεία μεταβάλλονται ποιοτικά, επειδή αλλοιώνονται οι ιδιότητες
του ενός με την επίδραση του άλλου. Υποστηρίζει ότι η μείξη των υλικών μορίων
δεν είναι μόνο απλή συσσώρευση, αλλά σχηματισμός νέου μορίου, από τα
αναμειχθέντα μόρια (χημική μείξη). Σπουδαιότερη όμως θεωρεί την αρχή ότι η
ενέργεια της φύσης δεν είναι απλώς φυσική, αλλά σκόπιμη. Η φύση δεν
πραγματοποιεί τίποτα χωρίς σκοπό, πάντοτε τείνει προς το καλύτερο και
δημιουργεί πάντα το ωραιότερο. Σε όλα της τα έργα υπάρχει κάτι το θεϊκό, έτσι
που να φαίνεται καθαρά η πιο θαυμαστή σκοπιμότητα, που υποχρεώνει να αποδοθεί
σε γενικότερη σκόπιμη ενέργεια. Ενυπάρχει σκέψη ότι κάθε τι που παρουσιάζεται φυσιολογικά
δεν μπορεί να είναι τυχαίο.
Ο
καθ’ αυτό λόγος, λοιπόν, των έργων της φύσης ανευρίσκεται στις τελικές αιτίες.
Το πλέον σημαντικό γνώρισμα της αριστοτελικής τελεολογίας είναι ότι: δεν είναι ούτε ανθρωποκεντρική, ούτε
προκαλείται από έναν πλάστη ή ρυθμιστή του κόσμου, ο οποίος ίσταται εκτός
αυτού, αλλά είναι απόλυτα ριζωμένη εντός της φύσης, που ωθείται από μια σκόπιμη
ορμή.
Ο
Αριστοτέλης χαρακτηρίζεται ως ο πρωτεργάτης και δημιουργός της συγκριτικής και
της συστηματικής ζωολογίας και ο θεμελιωτής της επιστημονικής φυτολογίας.
Σύμφωνα με τη θεωρία του, στον οργανικό κόσμο η ύλη είναι το σώμα και το είδος
η ψυχή στα έμψυχα όντα. Η ένωση της ψυχής με το σώμα είναι ίδια με την ένωση
είδους και ύλης. Το σώμα είναι το όργανο της ψυχής.
Ο
Αριστοτέλης δέχεται τρία είδη ψυχής: τη θρεπτική
ή φυτική, την αισθητική ή ζωική και τη λογική ή ανθρώπινη. Στη κατώτερη βαθμίδα κατατάσσονται τα φυτά, που
περιορίζονται μόνο στη λειτουργία της θρέψης και της αναπαραγωγής, χωρίς καμία
ικανότητα για αίσθηση. Έπειτα κατατάσσονται τα ζώα, των οποίων η σάρκα τους
χρησιμεύει ως έδρα της αίσθησης και η καρδιά ως κεντρικό όργανο της ζωικής
θερμότητας. Βάση του κεντρικού οργάνου είναι το «πνεύμα», ο άμεσος φορέας της ψυχής. Με το πνεύμα η ψυχή περνάει
δια του σπέρματος από τον πατέρα στο παιδί. Τα ζώα διαιρούνται σε άναιμα και έναιμα, που αντιστοιχούν στα ασπόνδυλα και στα σπονδυλωτά.
Ο
άνθρωπος
Ο
άνθρωπος διακρίνεται σαφώς από τα άλλα ζώα, γιατί ο νους είναι ενσωματωμένος με
τη ζωική ψυχή, αυτή η ένωση (ενσωμάτωση) τον κάνει να έχει ανώτερο προορισμό. Ο
άνθρωπος έχει το περισσότερο και καθαρότερο αίμα, τον μεγαλύτερο εγκέφαλο, την
περισσότερο υψηλή ζωική θερμότητα και πολύτιμα όργανα (γλώσσα – χέρια κ.τ.λ.)
χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν από τα λοιπά ζώα.
Με
την αντίληψη (αίσθηση) μεταδίδεται ο τύπος του αισθητού. Τα ιδιαίτερα
αισθητήρια παρέχουν αδιαλείπτως πληροφορίες για τις ιδιότητες των όντων, χωρίς
να λαθεύουν. Τις γενικές ιδιότητες των όντων (ενότητα, αριθμό, μέγεθος και
σχήμα, χρόνο, στάση, κίνηση) τις αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο με ένα αισθητήριο,
αλλά με το κοινό αισθητήριο, τοιουτοτρόπως ενώνονται όλες οι εντυπώσεις, οι
οποίες δημιουργούνται από τα μερικά αισθητήρια. Όργανο του κοινού αισθητηρίου
είναι η καρδιά.
Αν
η κίνηση στο αισθητήριο όργανο διατηρείται πέραν της διάρκειας της αντίληψης,
μεταβιβάζεται στο κεντρικό όργανο και προκαλεί εκεί νέα εμφάνιση της σχετικής
εικόνας ώστε να δημιουργηθεί η παράσταση
(φαντασία). Αν μια παράσταση αναγνωριστεί ως εικόνα κάποιας προηγούμενης
αντίληψης, τότε προκύπτει η μνήμη. Από το κέντρο τής αίσθησης εκκινούν οι
επιθυμίες (όρεξη ή αποστροφή) και η ηδονή ή η λύπη. Όλες αυτές οι λειτουργίες
ανήκουν στη ζωική ψυχή, που γεννάται και χάνεται μαζί με το σώμα. Ο νους όμως
είναι αγέννητος και αθάνατος. Εισέρχεται έξωθεν στο ψυχικό σπέρμα,
μεταβιβάζεται από τον πατέρα στο παιδί, δεν έχει σωματικό όργανο, είναι
άφθαρτος και δεν υφίσταται καμία επίδραση από την καταστροφή του σώματος.
Ο
Αριστοτέλης διακρίνει διπλό νου: τον ποιητικό,
που ενεργεί για το κάθε τι και τον παθητικό,
που γεννά το κάθε τι. Ο πρώτος είναι αιώνιος και άφθαρτος, ο δεύτερος ακολουθεί
την τύχη του σώματος. Στην ένωση του λογικού με τις κατώτερες ψυχικές δυνάμεις,
στηρίζονται οι νοητικές ενέργειες, οι οποίες υψώνουν τον άνθρωπο πάνω από τα
ζώα.
Η
Ηθική
Ο
Αριστοτέλης με τα «Ηθικά Νικομάχεια», λαμβάνοντας
ως βάση την ζωή στον «κτιστό κόσμο», αναλύει την ηθική ουσία του ανθρώπου, με
την πρόθεση να περιλάβει στην ηθική τελείωσή του και τα υπό την λογική μέρη της
ψυχής. Αυτή η ηθική τελείωση δεν παρουσιάζεται να πηγάζει από μια υπερβατική
αρχή, αλλά από την ίδια την ουσία των ανθρώπων.
Σκοπός
της ανθρώπινης ενέργειας, όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης, είναι η ευδαιμονία και η καθ’ αυτό ευδαιμονία
είναι η αρετή. Ακόμη αν υπάρχουν
θεωρητικές και πρακτικές αρετές, τότε η επιστημονική ή καθαρά νοητική ενέργεια
αποτελεί το πρώτο και πλέον πολύτιμο συστατικό της ευδαιμονίας, αλλά και η
πρακτική ενέργεια ή η ηθική αρετή, το δεύτερο και ουσιαστικό συστατικό της. Για
την ευδαιμονία απαιτείται ωριμότητα και τελείωση της ζωής. Ενάρετος είναι μόνον
εκείνος, που ευφραίνεται να πράττει το καλό και το ωραίο, θυσιάζοντας τα πάντα
με μεγάλη χαρά χάριν αυτής της ευχαρίστησης. Όλες οι αρετές στηρίζονται σε
φυσικές κλίσεις (φυσικές αρετές) όμως αρετές δυνητικά ονομάζονται μόνον εκείνες
που ως γνώμονα έχουν τη φρόνηση. Η αρετή ως ηθική, έχει την έδρα της στη
βούληση. Η βούληση μετατρέπεται σε αρετή αν είναι σταθερή ιδιότητα, θεμελιωμένο
φρόνημα επί ενός αξιώματος, διαδικασία που επισυμβαίνει μόνο στον ώριμο
άνθρωπο.
Ο
Αριστοτέλης, απογαλακτισμένος από τον υπερβατικό ιδεαλισμό του Πλάτωνα, βρέθηκε
στην αντιφατική υποχρέωση να εξάγει ένα ηθικό ιδανικό από την ίδια την
εμπειρική πραγματικότητα. Τοιουτοτρόπως δεν παραδίδει μια κατηγορική ηθική,
αλλά περιορίζεται σε μια περιγραφική. Η τελευταία σπίθα του πλατωνικού
ιδεαλισμού στην αριστοτέλεια φιλοσοφία, είναι η αναγνώριση ό,τι μέσα στον
άνθρωπο κατοικεί κάτι το θεϊκό, ο νους, στον οποίο αναφέρεται όταν προτρέπει
τους ανθρώπους να καθιστούν αθάνατο τον εαυτό τους στην ίδια τη ζωή με τις
πράξεις τους.
Η
Ιστορία και η Θρησκεία
Ο
Αριστοτέλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα και τους σοφιστές, δέχεται ότι τα γεγονότα
της ιστορίας και της ιστορίας του πολιτισμού έχουν τη δική τους ξεχωριστή αξία,
είναι δε, ο πρώτος που διέβλεψε ότι δεν υπάρχει μόνον η επιστήμη του καθόλου
(επιστήμη των εννοιών και των νόμων) αλλά ότι και η έρευνα των επί μέρους
γεγονότων και ιστορικών φαινομένων δικαιούται να είναι επιστήμη.
Η
θεολογία του Αριστοτέλη εντάσσεται σε μια αφηρημένη μονοθεΐα, που αποκλείει
κάθε ανάμειξη του θείου στην πορεία του κόσμου. Ο θεός είναι ο νους που νοεί
τον εαυτό του και αυτός ο νους είναι η αρχή όλων των όντων, που κινεί τον
κόσμο. Ο θεός πρέπει να τιμάται με θαυμασμό και αγάπη, αλλά οι άνθρωποι δεν
πρέπει να αναμένουν καμιάν ανταπόδοση ή να διαβλέπουν σε οποιαδήποτε θεϊκή
πρόνοια. Ο Αριστοτέλης αποκρούει τη λαϊκή θρησκεία και τις ανθρωπόμορφες
παραστάσεις της ουσίας του θεού, οι οποίες προέρχονται από ανθρώπινη κλίση και
από πολιτικές ανάγκες.
Αντιμετωπίζει
τα διάφορα ζητήματα διαφορετικά από τον Πλάτωνα, επί το πλείστον με ψυχρό νου,
με μεγαλύτερη απάθεια, με περισσότερο δυνατή την αίσθηση της πραγματικότητας,
επιδιώκοντας να διαπιστώσει παρά να διορθώσει. Η ηθική και η πολιτική του είναι
προσανατολισμένες ολοκληρωτικά προς τον υπαρκτό κόσμο. Σε αυτές τις δύο έννοιες
απουσιάζει ο υπερβατικός ρυθμιστής, που στον Πλάτωνα αποτελείται από τον νοητό
κόσμο των ιδεών. Ιδιαίτερο γνώρισμα της αριστοτελικής φιλοσοφίας, που την
διακρίνει από την πλατωνική, είναι ο συνδυασμός ενός στιβαρού εμπειρισμού με
φιλοσοφική θεωρία.
Στη
Μεταφυσική και στη Λογική του Αριστοτέλη συνδυάζονται οι υλιστικές και οι
ιδεαλιστικές αρχές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Οι υλιστικές εκφράζονται
με την διδασκαλία του «καθ’ έκαστον»
ως πρώτη ουσία, με την ανεξαρτησία του είναι από τη συνείδηση και με την ύλη,
ως αυτοτελή αρχή της πραγματικότητας. Οι ιδεαλιστικές εκφράζονται με τη θεωρία
για το «είδος» ως μορφοποιό αρχή, για
τη νόηση ως πηγή γνώσης και για τη θεότητα ως «πρώτο κινούν». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αριστοτέλης ήταν
ιδεαλιστής. Αλλά ο ιδεαλισμός του είναι περισσότερο αντικειμενικός και πλέον
γενικός από εκείνον του Πλάτωνα και για το λόγο αυτό πολλές φορές η διδασκαλία
του για τη φύση ταυτίζεται με τον υλισμό.
Η
επίδραση της αριστοτελικής φιλοσοφίας σε όλες τις εποχές ήταν εξαιρετικά
σπουδαία και μεγάλη. Η οργάνωση της επιστήμης εξακολούθησε στη σχολή του, την
Περιπατητική, τη ρωμαλέα της δράση, όχι μόνο στις φυσικές επιστήμες, αλλά και
στις ιστορικοφιλοσοφικές. Οι έρευνες των Αλεξανδρινών φιλοσόφων είναι έμμεσο
γέννημα του αριστοτελικού νου. Για το δυτικό χριστιανικό σχολαστικισμό, την
ανατολική Ορθοδοξία και την αραβική φιλοσοφία του Μεσαίωνα, έως τη ρήξη τους με
την αναγεννώμενη νεωτερική επιστήμη, ο Αριστοτέλης ήταν το άπαν της ανθρώπινης
σοφίας.