Powered By Blogger

12.8.21

ΤΟ ΟΡΕΙΝΟ ΑΝΤΙΦΥΜΑΤΙΚΟ ΑΝΑΡΡΩΤΗΡΙΟ ΑΝΤΙΝΙΤΣΗΣ 1935-1944… ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

 

ΑΠΟ ΤΟ ΙΑΤΡΟΚΟΙΚΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ: «Ανάλεκτα μικρών Αγίων της κοινωνίας της φθίσης». 
Του Πνευμονολόγου - Φυματιολόγου 
Αλέξανδρου Ρεμούνδου.

Η ιδέα της ίδρυσης Σανατορίου στη Φθιώτιδα, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ήταν επιτακτική και επίμονα προβαλλόμενη από τις τοπικές εφημερίδες της εποχής, οι οποίες επεσήμαιναν την αναγκαία κοινωνική ανάγκη για νοσηλεία των φυματικών, απόρων και μη, της Λαμίας και της ευρύτερης περιοχής.

Η υλοποίηση της ιδέας «περί στέγης φυματιώντων» προήλθε από το τότε Δήμαρχο Λαμίας Ιωάννη Γρηγ. Μακρόπουλο  και την επιθυμία της οικογένειάς του. Όπως φαίνεται από το τύπο της εποχής, η κατασκευή του έργου αποτέλεσε πεδίο πολιτικής διαμάχης. Από το συμπολιτευόμενο τύπο, εξυψωνόταν το αναγκαίο και φιλάνθρωπο έργο του Ι. Μακρόπουλου, από το αντιπολιτευόμενο παρουσιαζόταν το λιγότερο ως ασυνεπής πολιτική διαφήμιση, επί ενός τόσο σοβαρού κοινωνικού προβλήματος όπως της Φυματίωσης.

Η εκλογή της θέσης για τη κατασκευή του Αναρρωτηρίου έγινε από την οικογένεια Μακρόπουλου, το Νομίατρο και το πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Λαμίας, κατέληξαν δε στη πρόταση να κατασκευαστεί το Αναρρωτήριο στην Αντίνιτσα, πλησίον της Ομώνυμης Μονής, θέσης ιδανικής, με υψόμετρο άνω των 900 μέτρων και σε απόσταση 20-22 χιλιομέτρων από τη πόλη της Λαμίας.

Η περιγραφή του Ιωάννη Γ. Βορτσέλα αλλά και τα Χρήσιμα Ιστορικά στοιχεία για τη Μονή Αντίνιτσας θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να κατανοήσει τα περί της εκλογής της θέσης, στοιχεία που συμφωνούσαν απολύτως με τα της κατασκευής των Σανατορίων:

α΄) η Όθρυς… Άπασα η οροστοιχία της Όθρυος, συνισταμένη εκ μαρμάρου, ασβεστολίθου και οφείτου είναι μεταλλοφόρος… χρωμίου εν τη περφερεία της Ταράτσης.

…Μετά τεσσάρων ωρών πορείαν από τας Λαμίας, εντός παρά τα παλαιά σύνορα λαμπράς τοποθεσίας, κείται η φιλόξενος της Αντινίτσης Μονή. Παρ’ αυτήν κείται το στενόν Δερβέν Φούρκα, όπερ από των αρχαίων υπήρξεν η κυριωτέρα πύλη, δι’ ής συνεκοινώνει η Θεσσαλία μετά της Φθιώτιδος, τα στενά ταύτα καλούμενα Κοίλα… μετά πορείαν δ’ έτι μιάς ώρας και τετάρτου από του πρώτου Δερβενίου διαβαίνομεν δεύτερον, όπερ ώσπερ ολόκληρος η κλεισούρα είναι γνωστόν υπό το όνομα Φούρκα, εντεύθεν δ’ άρχεται η οδός κατερχομένη προς Ζητούνιον. Η λέξις φούρκα είναι, ως γνωστόν, λατινική (furca), σημαίνει δε δίκρανον, εν δε τω πληθυντικώ σημαίνει στενά (furcae Gaudinae)… ο δε κατά το 1706 διελθών δι’ αυτών Γάλλος περιηγητής Παύλος Λουκάς ονομάζει τα στενά ταύτα mont dIonit Derven, τουτέστιν οδόν του όρους Ιωνίτ, δηλ. της οδού Ιωαννιτών, ής εγένετο η κατά ξηράν μετά των Ιωαννιτών συγκοινωνία των Λαμιέων, ή μάλλον εκ παρακοής της λέξεως Αντινίτσης, ονόματος της επί του όρους τούτου διατηρουμένης Μονής…

Εν τω δήμω Λαμιέων υπάρχει και μία πενιχρά Μονή, το Γεννέσιον της Θεοτόκου επιλεγομένη Αντίνιτσα. Το δ΄επώνυμον της Μονής κατά του επισκεψαμένου κ. Ευστρ. Δράκου Μοσχονησίου… εκ της παλαιάς κώμης Αντίνης ή Αντίνου… η Μονή υπέστη καταστροφήν τινα κατά τον Τουρκικόν πόλεμον καθ’ όν οι Τούρκοι προεχώρησαν τη 7η Μαΐου 1897 μέχρι των υψωμάτων της Ταράτσης, οπόθεν γενομένης ειρήνης απήλθον τη 14ην Μαΐου 1898». 

Το Μοναστήρι της Παναγίας της Αντίνιτσας βρίσκεται στις κατάφυτες πλαγιές του όρους Όθρυς, οκτώ περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του χωριού Καλαμάκι της Λαμίας, στην οροσειρά της Όθρυος, αλλά σε μεγαλύτερο υψόμετρο από το Καλαμάκι και κτισμένο σε τοποθεσία με θέα τον ανατολικό κάμπο της Λαμίας.

Ανάμεσα στα Χριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της Φθίας, στην επαρχία Δομοκού ξεχωριστή θέση κατέχει αυτό το γραφικό μοναστήρι. Ο ταξιδιώτης αναχωρεί απ’ την Λαμία προκειμένου να επισκεφτεί το Μοναστήρι ακολουθώντας τον δρόμο Λαμίας Δομοκού. Η διαδρομή από την Λαμία έως την Μονή είναι είκοσι δύο χιλιόμετρα. Στο δέκατο έκτο χιλιόμετρο ο δρόμος διακλαδίζεται, αριστερά κατευθύνεται προς το χωριό Καλαμάκι και δεξιά προς το Μοναστήρι.

Η ιστορική εκδοχή της ονομασίας: Πρώτος ο Ευστάθιος Δράκος συσχετίζει το όνομα Αντινίτσα με την παλαιά κώμη Αντίνα, της οποίας τα ερείπια σώζονται ακόμη στην περιοχή, την θέση αυτή ασπάζεται και ο Αθανάσιος Φλώρος. Ο αυτοκράτωρ Αδριανός (117-138 μΧ.), έκτισε στη Φθιώτιδα πόλη στην Όθρυ που ονομάστηκε Αντινοϊτισσα και εκ παραφθοράς κατέληξε να λέγεται Αντίνιτσα. Με την εκδοχή αυτή τάσσεται και ο ακαδημαϊκός Α. Κ. Ορλάνδος σε διεξοδική του μελέτη. Επομένως η ονομασία της Μονής έχει σχέση με την αρχαία πόλη Αντινοϊτισσα.

Το Μοναστήρι καταστράφηκε ολοσχερώς από τις κατοχικές δυνάμεις το 1944. Το καθολικό πού καταστράφηκε ήταν ένα χάρμα οφθαλμών όπως υποστηρίζεται από τούς μελετητές. Ήταν Αθωνικού τύπου, τετρακιόνιος σταυροειδής μετά τρούλου. Ήταν το αρχαιότερο Καθολικό Μονής μεταβυζαντινών χρόνων πού εμιμείτο τα αγιορείτικα καθολικά τα οποία  έχουν τον Κωσταντινοπολίτικο Σταυροειδή τύπο, με πλαγίους χορούς και μικρά τρουλωτά παρεκκλήσια δεξιά και αριστερά του Ιερού Βήματος.

Κατά την Επανάσταση του 1821, η Μονή έλαβε ενεργό μέρος και αποτέλεσε κέντρο αντίστασης και ορμητήριο των αγωνιστών. Κατά την Εθνική ανεξαρτησία η Μονή, βάσει του διατάγματος του 1833 του Όθωνος, διαλύθηκε και συγχωνεύθηκε με τη Μονή Αγάθωνος.

«Μετά την έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος της 16-9-1833, με το οποίο διαλύθηκε η Ιερά Μονή Αντινίτσης (ως νομική υπόσταση) και συγχωνεύτηκε με την Ι. Μ. Αγάθωνης, στην οποία έγινε  μετόχι, ο Ηγούμενος Θεοφάνης ανέλαβε αγώνα διατήρησης της Μονής, με βασικά επιχειρήματα τη σημαντική περιουσία της (ένα μέρος αυτής είναι προσωπική περιουσία) και τη θέση της στα σύνορα της Ελλάδας με το Οθωμανικό Κράτος. Έστειλε πολλές αναφορές προς τον Έπαρχο, τον Μητροπολίτη Φθιώτιδος και τη Γραμματεία Εκκλησιαστικού του Κράτους, ζητώντας τη διατήρησή της και δεν έφυγε  από τη μονή. Έτσι πέτυχε να διατηρηθεί η περιουσία της μονής στο οθωμανικό έδαφος (ευρύτερη περιοχή Δομοκού)...

Στις 9 Ιανουαρίου 1835 επισκέφτηκε τη μονή ο Βαυαρός-Γάλλος περιηγητής Γουσταύος Εϊχτάλ (Eichthal). Βρήκε εκεί τον ηγούμενο κι έναν καλόγερο μόνο. Έγραψε σχετικά: «…Εκδρομή εις το μοναστήριον Αντινίτσα, παρά τα σύνορα. Εντός αυτού ο Ηγούμενος και είς καλόγηρος μόνον. Αλλά κατά τον χειμώνα τούτον η μονή εχρησίμευσεν ως καταφύγιον εις πολλά οικογενείας. Μένουν εισέτι γυναίκες τινές, σταθμεύει δ’ ενταύθα και απόσπασμα στρατιωτικών, ώστε δεν μένει ασυντρόφευτος ο ηγούμενος. Λέγεται ότι ο ηγούμενος ούτος, έχων περιουσίαν, ηγόρασεν επί του Τουρκικού χωρίον τι επί σκοπώ να μεταβή εκεί, εάν διαλυθή η μονή του…»..

Το Νοέμβριο του 1835, το μοναστήρι της Αντίνιτσας το καταπάτησαν ληστές. Γι’ αυτό έγινε επίσκεψη αποσπάσματος από Βαυαρούς στρατιώτες (με την ευκαιρία ο L. Köllnberger έφτιαξε την υδατογραφία της Μονής)…

Ο πόλεμος του 1897 απέδειξε την πολιτική και στρατιωτική ανικανότητα της Ελλάδας μετά το θάνατο του Χαριλάου Τρικούπη. Έφερε τους Τούρκους στις παρυφές της Λαμίας και η Ελλάδα σώθηκε από τα χειρότερα με παρέμβαση του τσάρου της Ρωσίας, (αδελφού της βασίλισσας Όλγας της Ελλάδας), ο Σουλτάνος δέχτηκε ανακωχή (από τις 8-5-1897)».

Αντίγραφο του παλαιού Ναού είναι το σημερινό Καθολικό που ανεγέρθηκε το έτος 2000. Περί της Μονής Αντινίτσης έγραψαν οι: Σωτηρίου, στη Χριστιανική Αρχαιολογία και ο Ορλάνδος στην επετηρίδα της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών.

Εκεί λοιπόν στη κατάφυτη Όθρυ και στον εγγύς της Μονής της Αντίνιτσας χώρο αποφασίστηκε να χτισθεί το νέο Αναρρωτήριο.

Επανερχόμενοι στα περί της υλοποίησης της ιδέας αλλά και της διαδικασίας της κατασκευής του «Ορεινού Αντιφυματικού Αναρρωτηρίου Αντινίτσης», σημειώνουμε ότι, καθοριστική ήταν η θέληση της οικογένειας του Γρηγορίου Ι. Μακρόπουλου, ο οποίος είχε εννέα παιδιά, εκ των οποίων ο Πέτρος Μακρόπουλος σκοτώθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους και η Δέσποινα, σύζυγος του Ιωάννη Κρανάκη, πέθανε νέα.

Για να τιμήσουν τη μνήμη τους, ο Ιωάννης γνωστός πολιτικός και ο Δημήτριος, στέλεχος του Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου Α.Ε ικανοποιώντας και την επιθυμία της μητέρας τους, απεφάσισαν να ιδρύσουν «Στέγην Φυματιώντων», παρά την αρχική τους σκέψη για ίδρυση Ι. Ναού.

Σχετικά με τα παραπάνω θα γραφεί σε τοπική εφημερίδα: «Ευρισκόμεθα εις τας παραμονάς εγκαινίων αληθώς φιλανθρωπικού ιδρύματος, ως δύναται να είναι η στέγη των φυματιώντων, ήτις θα ανεγερθεί παρά την μονήν Αντινίτσης. Εις την Ελλάδα φθίνουν 120.000 φθισιώντες, η δε αναλογία εις την περιφέρειάν μας δεν είναι μικρά δυστυχώς. Οι προσβεβλημένοι εκ της νόσου, άνευ ελπίδος θεραοείας, περιφέρονται και συζούν μεταξύ υγιών εις τους οποίους ακουσίως μεταδίδουν το μικρόβιον της ασθενείας των. Η παρά την Αντίνιτσα στέγη των φυματιώντων θα δώσει τα μέσα θεραπείας εις τους ασθενείς, ενώ θα απαλλάξη τους υγιείς από τον  φόβον της μολύνσεως. Συγχαίροντες τον κ. Μακρόπουλον, ευχόμεθα όπως το κοινόν συντρέξη εις το σωτήριον έργο του».  

Από το έτος 1928 άρχισαν οι εργασίες, οι οποίες διήρκεσαν οκτώ χρόνια. Αρχικά οι αδελφοί Μακρόπουλοι κατέθεσαν το ποσό των 400.000 δραχμών, επακολούθησε έρανος στη περιοχή που απέφερε το ποσό των μόλις 7.000 δραχμών, ενώ το Νομαρχιακό Ταμείο  Οδοποιίας διέθεσε 80.000 δραχμές και ο Υφυπουργός Υγιεινής Δοξιάδης ανέλαβε την ετήσια χρηματοδότηση του Ιδρύματος με το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών της εποχής εκείνης. Ο τύπος της εποχής του μεσοπολέμου μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την εξέλιξη των εργασιών του Ιδρύματος αλλά και του περιρρέοντος πολιτικού κλίματος.

Ο Δήμαρχος Ι. Μακρόπουλος, ο Υπομηχανικός Ανδρικόπουλος και ο Νομίατρος Τριανταφύλλου «εξέδραμον μέχρι της Μονής Αντινίτσης, όπως από κοινού μετά των κατοίκων Δερβέν Φούρκα συσκευθούν και χαράξουν την οδόν από το χωρίον των έως της Μονής, όπου θα ανεγερθεί το Σανατόριον». Ο δρόμος χαράχθηκε και « Ο Μηχανικός του Υπουργείου κ. Φωτιάδης μετά του Δημάρχου εξέδραμον εις Αντίνιτσαν. Ο κ. Φωτιάδης εμελέτησεν το ζήτημα, εκφράσας την απόλυτον ικανοποίησιν του τόσον δια την περίλαμπρον τοποθεσίαν, όσον και δια τον σκοπόν του ιδρύματος».

Το καλοκαίρι του 1928 περατώθηκε η τοιχοποιία, αλλά οι εργασίες διακόπηκαν πιθανώς λόγω της έλλειψης αμαξιτού δρόμου που δυσκόλευε αφάνταστα τη μεταφορά των υλικών για την αποπεράτωση του έργου.

Το Αναρρωτήριο αρχικά σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως «Αντιφυματικός Σταθμός», προς περίθαλψη και νοσηλεία των απόρων φυματικών της Φθιώτιδας, με περίπου είκοσι κλίνες. Μετά την ίδρυση της «Αντιφθισικής Εταιρείας» στη Λαμία αλλά και την ανυπαρξία υγειονομικών δομών στη περιοχή για τη περίθαλψη των φυματιώντων, αφ’ ενός διατέθηκε ο υπό κατασκευή Σταθμός στην Αντιφθισική Εταιρεία, αφ’ ετέρου ο τότε Υπουργός Δοξιάδης φιλοδόξησε την επέκτασή του, μέχρι και 100 κλίνες, γι’ αυτό ανέλαβε και μέρος της χρηματοδότησης του έργου. Αυτή η καθυστέρηση προκάλεσε πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ της απογευματινής εφημερίδας των Αθηνών «Ημερήσιος Κήρυξ» και του Ι. Μακρόπουλου και μάλιστα με σοβαρές αιχμές εναντίον του δεύτερου. Ο Μακρόπουλος απάντησε, έπεισε για τα λεγόμενα και τα πεπραγμένα του, το ζήτημα έληξε, οι εργασίες τελείωσαν το 1935 και στις 15 Δεκεμβρίου άρχισε η λειτουργία του.

Η Εφημερίδα «Επαρχία» της Λαμίας στις 21-5-1935, σε άρθρο της με τίτλο «Η χρησιμότης των Σανατορίων» γράφει και τονίζει τόσο το σκοπό της λειτουργίας του Ιδρύματος, με την απομόνωση των πασχόντων, τη παρεμπόδιση της μετάδοσης της νόσου, την ίαση πολλών φυματικών, τη διαπαιδαγώγηση και επανένταξη των θεραπευμένων, όσο και τις ειδησεογραφικές πληροφορίες για το εν λόγω Ίδρυμα :

Με το Ν.Δ 14/25-5-1935 ανακοινώθηκε ο «Περί συστάσεως και οργανώσεως του εν τω Νομώ Φθιωτιδοφωκίδος Ορεινού Αναρρωτηρίου Αντινίτσης», Οργανισμός λειτουργίας του. Με αυτή τη θεσμική πράξη το Αναρρωτήριο έγινε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.

Εξ όσων προκύπτουν από τα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου Σανατορίου Λαμίας, το Ορεινό Αντιφυματικό Αναρρωτήριο Αντινίτσης, διέθετε ακίνητη περιουσία από κληροδοτήματα που αποτελούσαν δωρεές ευπόρων πολιτών της Φθιώτιδας οι οποίοι ως διαθέτες άφησαν κινητή και ακίνητη περιουσία στο ανωτέρω Αναρρωτήριο:

Το κληροδότημα του Ευστ. Γουργιωτάκη ήταν (30) τριάντα περίπου στρέμματα αγρών στο χωριό Λιανοκλάδι, που το Αναρρωτήριο της Αντίνιτσας, είχε νόμιμα στην κατοχή του και το εκμεταλλεύονταν με κολληγική σχέση. Οι καλλιεργητές όμως αφ’ ότου το Αναρρωτήριο έπαψε να λειτουργεί, έπαψαν και να καταθέτουν στην Εθνική τράπεζα και τα αναλογούντα ενοίκια των αγρών.

Το κληροδότημα του Κων. Τατσόπουλου, που με σχετικές αποφάσεις του Υπουργείων Οικονομικών, εκχωρήθηκε από το Αναρρωτήριο Αντίνιτσας, στο Σανατόριο Λαμίας, προέκυψε από τη διαθήκη του εκλιπόντος Κων. Τατσόπουλου ο οποίος όρισε «καθολικούς καταπιστευματοδόχους κατ’ ισομοιρίαν και κατά 45% της περιουσίας του στο Αχινό, το Ορεινό Αναρρωτήριο Αντίνιτσας και το Ορφανοτροφείο Θηλέων Λαμίας, υπό την αίρεσιν αποβιώσεως του κληρονόμου υιού του Περ. Τατσοπούλου, άνευ τέκνων».

Το κληροδότημα Κ. Νούτσου, περιελάμβανε ακίνητα, ήτοι τα 10/16 των αγροτεμαχίων στην Αγία Μαρίνα Στυλίδας και των αστικών ακινήτων στη Λαμία που περιήλθαν από το διαθέτη στο Αναρρωτήριο Αντίνιτσας.

Το κληροδότημα  Δ. Αγραφιώτη, του οποίου η διαθήκη έγινε πολύ αργότερα γνωστή, το 1974, όταν πλέον η ακίνητη περιουσία του Ορεινού Αναρρωτηρίου Αντίνιτσας περιήλθε στο Σανατόριο Λαμίας, η δε νομική του εκκαθάριση περί της κυριότητας, εκκρεμούσε τουλάχιστον μέχρι το 1978.

Το Αναρρωτήριο διοικούνταν από πενταμελές Συμβούλιο, το επονομαζόμενο «Αδελφάτο», υπό την εποπτεία του Υπουργού Υγιεινής, διορίζονταν από τον εκάστοτε Νομάρχη, είχε διετή θητεία και θέσεις Προέδρου, Αντιπροέδρου, Ταμία και μελών. Αποτελείτο από ένα εκπρόσωπο της οικογένειας  Μακρόπουλου, από τον εκάστοτε Δήμαρχο Λαμίας, από το Πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου, του Εφόρου Λαμίας και από έναν επίλεκτο πολίτη. Το Ίδρυμα παραχωρήθηκε τελικά στο Κράτος το 1935 με Βασιλικό Διάταγμα.

Τότε θα γράψει και πάλι τοπική εφημερίδα : «Από της 15ης τρέχοντος άρχεται η λειτουργία του Σανατορίου Αντινίτσης. Εις τούτο γίνονται δεκτοί οι πάσχοντες εκ πνευμονικής φυματιώσεως καταγόμενοι εκ του Νομού Φθιώτιδος. Δια την εισαγωγήν των ασθενών εις το Σανατόριον δέον να γίνη αίτησης προς το Αδελφάτον του Σανατορίου, συνοδευόμενη υπό πιστοποιητικόν ιατρού ότι ο αιτών πάσχει εκ  πνευμονικής φυματιώσεως και ότι έχει ανάγκην νοσηλείας εις Σανατόριον, ως επίσης και πιστοποιητικόν του προέδρου της κοινότητος ότι ο ασθενών τυγχάνει  άπορος. Το Σανατόριον διαθέτει και κλίνας Α΄,Β΄και Γ΄ θέσεως δια τους εύπορους».

Από τη ανωτέρω δημοσίευση γίνεται γνωστό ότι οι άποροι νοσηλεύονταν σε κοινούς θαλάμους, ενώ οι εύποροι σε κλίνες, που είχαν διαβαθμισθεί σε κατηγορίες Α΄, Β΄ και Γ΄ θέσεως. Ακόμη γίνεται γνωστό ότι οι τρόφιμοι προέρχονταν από το νομό Φθιώτιδος. Για την αρτιότερη λειτουργία του Σανατορίου υπάρχει η εξής είδηση της εποχής εκείνης :

 «Δια τας σχετικάς ελλείψεις του (Σανατορίου) εσωτερικάς και δια τον κανονικόν τρόπον της λειτουργίας του μετέβη προ ημερών εις Αθήνας ο ακτινολόγος ιατρός κ. Τσιμπούρης ειδικώς εκπαιδευθείς δια την συστηματικήν θεραπείαν της φυματιώσεως. Ο κ. Τσιμπούρης είπεν ότι η λειτουργία του Σανατορίου θ’ αρχίση συντόμως.Εις το Σανατόριον πλην του προσωπικού θα παραμείνη και μια ή δύο νοσοκόμες και ο ίδιος».

Μετά την έναρξη της λειτουργίας του ιδρύματος το Αδελφάτο προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό για την «κατασκευήν οικήματος προσωπικού εν Αντινίτση».

Με τη συμπλήρωση ενός έτους λειτουργίας μαθαίνουμε ότι «σήμερον περιθάλπονται μετά περισσού ενδιαφέροντος και μετά περισσής φιλανθρωπίας τεσσαράκοντα περίπου ασθενείς, αμφοτέρων των φύλων εκ διαφόρων μερών του Νομού μας καταγόμενοι».

Σύμφωνα με τις γραπτές πληροφορίες των Δημ. Νάτσιου και Κων. Μπαλωμένου: το αναρρωτήριο ήταν στενόμακρο, κάλυπτε έκταση 400-500 m2, είχε μεγάλο προαύλιο, πλακόστρωτο με πλάκες εμπορίου. Ακόμη ότι ήταν ισόγειο κεραμοσκεπές κτήριο, που αργότερα συμπληρώθηκε και με βοηθητικούς χώρους για το προσωπικό, αποθήκες και λουτρά.

Από τις επίσημες στατιστικές πηγές που αφορούσαν τη Νοσοκομειακή περίθαλψη στην Ελλάδα (1909-1940), συνάγεται ότι το 1937 το Ορεινό Αντιφυματικό Αναρρωτήριο Αντίνιτσας λειτουργούσε διαθέτοντας 60 αναπτυγμένες κλίνες, το δε 1939 διέθετε αναπτυγμένες 50 κλίνες.

Το «Ορεινόν Αντιφυματικόν Αναρρωτήριον Αντινίτσης» καταργήθηκε με το Νόμο 3796/ 11 Δεκεμβρίου 1957 (Φ.Ε.Κ. Α251), τα περιουσιακά του στοιχεία και τα κληροδοτήματα με τον ανωτέρω νόμο, πέρασαν αυτοδικαίως στο Νοσοκομείο Σανατόριο Λαμίας.  

Στις 18-4-1941 ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής η Λαμία, όπως ήδη γράφτηκε, βομβαρδίστηκε ανελέητα από τους Γερμανούς και στις 20 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην πόλη καταλαμβάνοντας και όλη την περιοχή για να παραμείνουν μέχρι της 17ης Οκτωβρίου 1944. Κατά την περίοδο αυτή οι κάτοικοι, παρ’ όλες τις κακουχίες την πείνα και τη δυστυχία, τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις, τις εκτελέσεις, τις λεηλασίες τις δημεύσεις και τις επιτάξεις δεν σταμάτησαν την εθνική τους αντίσταση κατά του κατακτητή.

Κατά τα χρόνια 1946-1949 λειτούργησε στη Λαμία έκτακτο στρατοδικείο, καταδικάστηκαν πολλοί κομμουνιστές σε θάνατο, μερικοί από τους οποίους εκτελέστηκαν. Εκ παραλλήλου στην ύπαιθρο Χώρα που επικρατούσαν οι κομμουνιστές αντάρτες είχαν ιδρυθεί τα δικά τους λαϊκά δικαστήρια. Η Λαμία εκείνη τη περίοδο είχε γεμίσει από πολλούς πρόσφυγες τους λεγόμενους «ανταρτόπληκτους», κατοίκους περιοχών που ήταν θύματα των εκατέρωθεν εχθροπραξιών και συνεπειών του Εμφυλίου.

Στις 25-7-1940 διορίστηκε Δήμαρχος Λαμίας ο Αθανάσιος Γραμματίκας, ενώ ο Νικ. Δουδουμόπουλος διορίστηκε Νομάρχης. Το 1941-1943 διορίστηκε Δήμαρχος ο Δημ. Τράκας και το 1943-44 ο Ι. Κοντομήτρος. Το 1944 και για λίγο διάστημα διορίστηκε Δήμαρχος, από την ΕΑΜική αντιστασιακή οργάνωση, ο Νικ. Βέλλιος.

Τέλος το Ορεινό Αντιφυματικό Αναρρωτήριο Αντινίτσης καταστράφηκε στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στις 13 Ιουνίου 1944 ημέρα Τρίτη λόγω αντιποίνων, από τα Γερμανικά στρατεύματα. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν, εκτός του Ηγουμένου της Μονής που διέφυγε και του Ιατρού Τσιμπούρη που βρισκόταν εκείνη την ημέρα στη Λαμία, προσωπικό του Σανατορίου αλλά και 36 νοσηλευόμενοι ασθενείς.

Η «Νόσος της πείνης και φυματίασης» στη Φθιώτιδα: Τα Επισιτιστικά 1946 - 1950

Από τα ελεγχόμενα φύλλα των εφημερίδων της Κατοχής λείπει η πληροφόρηση για θέματα υγείας αλλά και της φυματίωσης. Όσοι θάνατοι καταμετρήθηκαν και δηλώθηκαν προκύπτουν στους πίνακες θανάτων των ενοριών της Λαμίας που αναγράφονται στο βιβλίο: «Ορεινόν Αντιφυματικόν Αναρρωτήριον Αντινίτσης», του Κων/νου Αθ. Μπαλωμένου, εκδ. Λαμιακός Τύπος, Λαμία 2007, σελ. 14-21.  

Ως ενδιαφέρον ιστορικό στοιχείο της μετακατοχικής Λαμίας, θα αναφερθούν τα «Επισιτιστικά». Αυτός ο τόμος, «Επισιτιστικά», περιλαμβάνει τις αιτήσεις απόρων πολιτών φυματικών ή αναπήρων πολέμου της Λαμίας και της Φθιώτιδας, οι οποίες απευθύνονταν προς το «Γραφείον» Επισιτισμού ή Εφοδιασμού, ώστε να εγκριθεί από επιτροπή, η χορήγηση επικουρικής μερίδας τροφίμων. Την επιτροπή αποτελούσαν ο Νομίατρος και στελέχη της Νομαρχίας, που τελικά γνωμάτευαν τη νόσο και χορηγούσαν πρακτικό για τη λήψη των τροφίμων. Επίσης περιλαμβάνει μηνιαίους ονομαστικούς καταλόγους των δικαιούχων βοήθειας φυματικών Φθιώτιδας.