Πλήθος ιστορικών ντοκουμέντων και μαρτυριών, που παραθέτω παρακάτω,
αποδεικνύουν ότι η σημερινή ουκρανική κρίση, με όλες τις συνέπειές της,
θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί: αν οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί της δεν είχαν
εξαπατήσει τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο
θέμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και δεν είχαν απορρίψει τα ανοίγματα του Πούτιν,
τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του.
H National Security Archives, είναι μια μη κυβερνητική οργάνωση που
κάνει εξαιρετική δουλειά στην Ουάσιγκτον. Αξιοποιεί τον νόμο για την Ελευθερία
στην Πληροφόρηση, τέκνο της «καλής εποχής» μετά την ήττα στο Βιετνάμ και το
σκάνδαλο Γουώτεργκέιτ, αποκτώντας πρόσβαση στα απόρρητα αρχεία των αμερικανικών
υπηρεσιών. Εχει δώσει λοιπόν στη δημοσιότητα τις συνομιλίες που είχαν οι
δυτικοί ηγέτες με τον Γκορμπατσόφ, στο διάστημα ανάμεσα στην πτώση του τείχους
του Βερολίνου το 1989 και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης δύο χρόνια αργότερα.
Η Σοβιετική Ένωση ήταν μια από τις εγγυήτριες δυνάμεις στη Γερμανία και
χωρίς την έγκρισή της δεν ήταν δυνατή η επανένωση των δύο Γερμανιών. Στην
προσπάθειά τους να πείσουν τον Σοβιετικό ηγέτη να δώσει τη συγκατάθεσή του,
όλοι οι Δυτικοί ηγέτες, από τον τότε Αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον Α μέχρι
τον Γερμανό Καγκελάριο, τον Μιτεράν της Γαλλίας και τη «Σιδηρά Κυρία» της
Μεγάλης Βρετανίας, δίνουν όρκους ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν «ούτε μια
ίντσα» ανατολικά.
9 Φεβρουαρίου του 1990. Ενα από τα απόρρητα έγγραφα
ενημερώνει για τη συνάντηση Γκορμπατσόφ με τον Αμερικανό υπουργό εξωτερικών
Τζέιμς Μπέικερ:
«Όχι μία, αλλά τρεις φορές, ο Μπέικερ ανέφερε τη φόρμουλα "ούτε
εκατοστό προς τα ανατολικά" .Συμφώνησε με τη δήλωση Γκορμπατσόφ ότι
"η επέκταση του ΝΑΤΟ είναι απαράδεκτη". Ο Μπέικερ διαβεβαίωσε τον
Γκορμπατσόφ ότι "ούτε ο Πρόεδρος ούτε εγώ σκοπεύουμε να αποκομίσουμε
μονομερή πλεονεκτήματα από τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα" …"εάν
οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρήσουν την παρουσία τους στη Γερμανία στο πλαίσιο
του ΝΑΤΟ, ούτε κατά ένα εκατοστό η σημερινή στρατιωτική δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ
δεν θα επεκταθεί προς ανατολάς"».
10 Φεβρουαρίου. Tην επόμενη μέρα πραγματοποιείται συνάντηση
του Γκορμπατσόφ με τον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, ενημερωμένο αναλυτικά
από τον Μπέικερ. Ο Κολ επαναλαμβάνει τη διαβεβαίωση:
«"Πιστεύουμε ότι το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να επεκτείνει τη σφαίρα των
δραστηριοτήτων του"». Ο Γκορμπατσόφ τελικώς συγκατανεύει και «μετά από
αυτή τη συνάντηση, ο Κολ δύσκολα μπόρεσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του..
περιέγραψε στα απομνημονεύματά του να περπατά όλη τη νύχτα στη Μόσχα».
Ο Γκορμπατσόφ πείθεται από αυτό τον «καταιγισμό διαβεβαιώσεων», επειδή η
στρατηγική του είναι η ενσωμάτωση της Σοβιετικής Ενωσης στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι
και πιστεύει ότι η οικονομικά ισχυρή Γερμανία μπορεί να παίξει αποφασιστικό
ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Όλοι άλλωστε τού τονίζουν ότι η Σοβιετική Ένωση θα
είναι μέρος της ενωμένης Ευρώπης. Να ένα ακόμη έγγραφο, από συνάντησή του με
τον Αμερικανό ΥΠΕΞ :
«Ο Μπέικερ ξεκίνησε τις παρατηρήσεις του: "ήθελα να τονίσω ότι οι
πολιτικές μας δεν στοχεύουν στον διαχωρισμό της Ανατολικής Ευρώπης από τη
Σοβιετική Ένωση. Είχαμε (παλιότερα) αυτή την πολιτική. Αλλά σήμερα μας
ενδιαφέρει να οικοδομήσουμε μια σταθερή Ευρώπη και να το κάνουμε μαζί
σας"».
Αλλά τα επόμενα χρόνια, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, η δέσμευση για τη μη
επέκταση του ΝΑΤΟ «ούτε μια ίντσα» θα αναιρεθεί. Το 1999 το ΝΑΤΟ βομβαρδίζει τη
Γιουγκοσλαβία, χωρίς τη συγκατάθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Την ίδια
χρονιά η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία γίνονται τα πρώτα κράτη του πρώην
σοβιετικού μπλοκ που προσχωρούν στο ΝΑΤΟ, φτάνοντας τη Συμμαχία στα 400 μίλια
μακριά από τη Ρωσία. Θα ακολουθήσουν το 2002 άλλες επτά χώρες (Λιθουανία,
Εσθονία, Λετονία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία και Σλοβενία) και τα επόμενα
χρόνια και άλλες.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του με αφορμή την ουκρανική κρίση, ο Jack F.
Matlock Jr., πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα εκείνη την κρίσιμη περίοδο, τονίζει
ότι η σημερινή ένταση ήταν απολύτως προβλέψιμη:
«Το 1997, όταν τέθηκε το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, μου ζητήθηκε να
καταθέσω ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας. Στις
εισαγωγικές μου παρατηρήσεις, έκανα την ακόλουθη δήλωση:
" Εάν εγκριθεί από τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί κάλλιστα
να μείνει στην ιστορία ως το πιο σοβαρό στρατηγικό ατόπημα που έγινε μετά το
τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μακριά από το να βελτιώσει την ασφάλεια των Ηνωμένων
Πολιτειών, των Συμμάχων τους και των εθνών που επιθυμούν να εισέλθουν στη
Συμμαχία..
..θα ενθάρρυνε μια αλυσίδα γεγονότων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την
πιο σοβαρή απειλή για την ασφάλεια αυτού του έθνους από τότε που κατέρρευσε η
Σοβιετική Ένωση"»
Και το άρθρο συνεχίζει σχολιάζοντας τον νέο ψυχρό πόλεμο:
«Η προσθήκη χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ συνεχίστηκε κατά τη
διάρκεια της διακυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο που
υποκίνησε τη ρωσική αντίδραση. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να
αποσύρονται από τις συνθήκες ελέγχου των εξοπλισμών που είχαν μετριάσει, για
ένα διάστημα, την παράλογη και επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών και αποτέλεσαν
τις θεμελιώδεις συμφωνίες για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου.
Δυστυχώς, οι πολιτικές που ακολούθησαν οι πρόεδροι Τζορτζ Μπους, Μπαράκ
Ομπάμα, Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν συνέβαλαν στο να φτάσουμε σε αυτό το
σημείο».
Ο βετεράνος Αμερικανός πρεσβευτής, αναφέρεται στο άρθρο του και στις πρώτες
κινήσεις του Πούτιν, που ήθελε να ενταχθεί και η Ρωσία στο ΝΑΤΟ:
«Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ο Πούτιν ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που
τηλεφώνησε στον πρόεδρο Μπους και προσέφερε υποστήριξη. Κράτησε τον λόγο του
διευκολύνοντας την επίθεση κατά του καθεστώτος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Εκείνη την εποχή ήταν σαφές ότι ο Πούτιν φιλοδοξούσε για μια εταιρική σχέση
ασφαλείας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς οι τζιχαντιστές τρομοκράτες που
είχαν στόχο τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν στόχο και τη Ρωσία…
..Παρ’ όλα αυτά, η Ουάσινγκτον συνέχισε την πορεία της, αγνοώντας τα ρωσικά
(αλλά και τα συμμαχικά) συμφέροντα με την εισβολή στο Ιράκ.. »
Και το συμπέρασμα του πρώην πρέσβη:
« Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν το πιο κρίσιμο στρατηγικό λάθος που έγινε μετά το
τέλος του Ψυχρού Πολέμου..
..Δεδομένου ότι το σημαντικότερο αίτημα του Πούτιν είναι η διαβεβαίωση ότι
το ΝΑΤΟ δεν θα δεχθεί άλλα μέλη, και συγκεκριμένα την Ουκρανία ή τη Γεωργία,
προφανώς δεν θα υπήρχε βάση για την παρούσα κρίση αν δεν είχε υπάρξει επέκταση
της συμμαχίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ή αν η επέκταση είχε γίνει σε
αρμονία με την οικοδόμηση μιας δομής ασφαλείας στην Ευρώπη που θα περιλάμβανε
τη Ρωσία».
https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/i-megali-apati-istoriko-paraskinio-piso-apo-tin-krisi-stin-oykrania
Ουκρανία: Η επανένωση της Γερμανίας, η
επέκταση του ΝΑΤΟ και το δίκιο του Πούτιν
Η υφιστάμενη ψυχροπολεμική κατάσταση μεταξύ Δύσης-Ρωσίας,
συμπεριλαμβανομένης της ουκρανικής κρίσης, έχει βαθιές ρίζες. Έχουν σχέση με την ένωση των δύο Γερμανιών το
1990-1991, την επέκταση του ΝΑΤΟ και η προσπάθεια ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ
και ιδιαίτερα στο ΝΑΤΟ. Όλα αυτά αλληλοσυνδέονται και μάλιστα πολύ στενά. Το
πως, αποδεικνύεται από την ανάγνωση των αποχαρακτηρισμένων κυβερνητικών εγγράφων,
που ήλθαν στο φως πρόσφατα, κατόπιν δικαστικής εντολής.
Έτσι οι εμπλεκόμενες κυβερνήσεις στις συνομιλίες για την επανένωση των δύο
Γερμανιών, δηλαδή των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου
και της τότε Σοβιετικής Ένωσης (σήμερα Ρωσίας) αποχαρακτήρισαν τα έγγραφα ως
κοινά και τα έδωσαν στο φως της δημοσιότητας. Το δε Πανεπιστήμιο George
Washington, με το τμήμα αρχείων που διαθέτει, τα παρουσίασε στο κοινό, με
αποτέλεσμα οι αποκαλύψεις των γεγονότων, συνομιλιών και καταγεγραμμένων διαβεβαιώσεων
για το τι έγινε και τι διαμείφθηκε τότε μεταξύ των ηγετών των προαναφερόμενων
κρατών, να είναι συγκλονιστικές και ταυτόχρονα αποκαλυπτικές, ακόμη και για
αυτά που συμβαίνουν σήμερα.
Η Ρωσία ισχυρίζεται ότι η προσπάθεια ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, είναι
εκτός από μια επιθετική ενέργεια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας και μια
ακόμη απόδειξη της αθέτησης των διαβεβαιώσεων των ΗΠΑ και των δυτικών χωρών,
στις εγγυήσεις ασφάλειας, που απαιτούσε η τότε Σοβιετική Ένωση το 1990, για να
εγκρίνει την συμφωνία για την ένωση των δύο Γερμανιών. Οι εγγυήσεις ασφάλειας
που απαιτούσαν, περιλάμβαναν ένα πολύ σημαντικό όρο, την μη επέκταση του ΝΑΤΟ
προς Ανατολάς, που οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν τήρησαν.
Η έναρξη της κρίσης
Η κρίση προήλθε αρχικά από τις καταγγελίες της Ουκρανίας (υποκινούμενης από
ΗΠΑ και ΝΑΤΟ) για την ρωσική επιθετικότητα στην περιοχή και τον (μυστικό)
σχεδιασμό της Ρωσίας, να εισβάλλει ξαφνικά στην Ουκρανία, αφενός για να
βοηθήσει τους Ρώσους στην περιοχή του Ντονμπάς που έχουν κηρύξει αυτονομία,
αφετέρου να διευρύνει την επιρροή και κατοχή της σε περιοχές δυτικά και νότια
του Ντονμπάς, για γεωπολιτικούς λόγους. Οι καταγγελίες της Ουκρανίας
συνοδεύτηκαν από μεγάλη κινητοποίηση των ουκρανικών στρατιωτικών δυνάμεων προς
την περιοχή του “αυτόνομου” Ντονμπάς, με μεγάλες ασκήσεις, όπου συμμετείχαν ως
“σύμβουλοι και στρατιωτικά στελέχη κρατών μελών του ΝΑΤΟ, όπως Βρετανοί και
Αμερικανοί.
Ταυτόχρονα είχαμε συγκεντρώσεις νατοϊκών δυνάμεων στις βαλτικές χώρες, ως
και στις βαλκανικές και ιδιαίτερα στην Ρουμανία, με μετακίνηση μεγάλου όγκου
αμερικανικών δυνάμεων και οπλικών συστημάτων (όπως άρματα μάχης και ελικόπτερα)
μεταφερόμενα από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, με σκοπό την υλοποίηση μεγάλης
κλίμακος νατοϊκών ασκήσεων. Σε όλο αυτό το πολεμικό σκηνικό η Ρωσία αντέδρασε
κατά τον ίδιο τρόπο:
Με κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων, τουλάχιστον 100.000 ανδρών στα δυτικά
της σύνορα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το υφιστάμενο σκηνικό κρίσης, το
οποίο είναι κρίσιμο, γιατί αναφερόμαστε σε πυρηνικές δυνάμεις. Και σύμφωνα με
τις τελευταίες δηλώσεις του προέδρου Μπάιντεν, στη συνομιλία του με τον πρόεδρο
της Ουκρανίας Ζελένσκι, τον διαβεβαίωσε, ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους «θα
αντιδράσουν αποφασιστικά» εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, χωρίς να
διευκρινίζει με ποιον τρόπο.
Η επανένωση των δύο Γερμανίων
Και ερχόμαστε στο σήμερα και διερωτώμεθα που είναι η αλήθεια και ποιος έχει
δίκαιο. Για να αντιληφθούμε την κατάσταση θα πρέπει να πάμε 31 χρόνια πίσω,
όταν από το 1990 είχαν αρχίσει οι συνομιλίες της Δυτικής Γερμανίας με την
Ανατολική και με συμμετοχή των τεσσάρων δυνάμεων που είχαν καταλάβει την
ναζιστική Γερμανία, δηλαδή την τότε Σοβιετική Ένωση, τις ΗΠΑ, την Γαλλία και το
Ηνωμένο Βασίλειο, για την επανένωση των δύο Γερμανιών. Είχε προηγηθεί από τις
10 Νοεμβρίου 1989, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Οι συζητήσεις για την επανένωση των δύο Γερμανιών άρχισαν τον Ιανουάριο του
1990, με θετική κατάληξη στην Συμφωνία “Two plus Four” (Δύο συν Τέσσερις) στα
Αγγλικά «Treaty on the final settlement with respect to Germany», που
υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1990, από τις προαναφερόμενες χώρες, οι
οποίες μάλιστα παραιτήθηκαν από όλα τα δικαιώματα που διατηρούσαν στη Γερμανία,
επιτρέποντας σε μια ενωμένη Γερμανία να γίνει πλήρως κυρίαρχη από το επόμενο
έτος.
Το τι λέχθηκε, τι υπογράφηκε και ποιες οι δηλώσεις στις συζητήσεις για την
περίφημη Συμφωνία “Two plus Four”, για την επανένωση των δύο Γερμανιών, έγινε
γνωστό πριν λίγο καιρό, μετά τον αποχαρακτηρισμό, όλων των εγγράφων και την
δημοσίευσή των από το αρχείο Εθνικής Ασφάλειας του Πανεπιστήμιου George
Washington (1). Τότε, όπως αποκαλύπτεται από τα απόρρητα έγγραφα, η ηγεσία της
Σοβιετικής Ένωσης (η οποία διαλύθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1991), ο Γενικός
Γραμματέας Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και ο (τελευταίος) υπουργός Εξωτερικών της
Έντβαρτ Σεβαρνάτζε, στις συζητήσεις με την Δύση, απαίτησαν να εγγυηθούν την
άμυνα και την ασφάλεια της ΕΣΣΔ, ώστε το ΝΑΤΟ να μην επεκταθεί προς Ανατολάς,
εντάσσοντας χώρες που θα αποχωρούσαν από την Σοβιετική Ένωση στο ΝΑΤΟ.
Υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν
Όπως φαίνεται από πολλά έγγραφα, όλοι οι δυτικοί ηγέτες έκαναν δηλώσεις, που
διαβεβαίωναν ότι το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να επεκταθεί ούτε ίντσα προς Ανατολάς! Ας
ανατρέξουμε σε μερικά έγγραφα και ας δούμε τι έλεγαν οι τότε ηγέτες. Ιδού
μερικές χαρακτηριστικές αποκαλύψεις:
- Τον Δεκέμβριο του 1989, Ο
Πρόεδρος Τζορτζ Μπους είχε διαβεβαιώσει τον Γκορμπατσόφ, κατά τη σύνοδο
κορυφής της Μάλτας, ότι οι ΗΠΑ δεν θα επωφεληθούν (2).
- Στις 6 Φεβρουαρίου 1990,
όταν ο Γκένσερ (υπουργός Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας) συναντήθηκε με
τον Βρετανό ομόλογο του Ντάγκλας Χερντ, είπε: «Οι Ρώσοι πρέπει να
έχουν κάποια διαβεβαίωση ότι εάν, για παράδειγμα, η πολωνική κυβέρνηση
εγκαταλείψει το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μια μέρα, δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ
την επόμενη», σύμφωνα με βρετανικό έγγραφο του (Έγγραφο 2).
- Στη συνάντηση της 9ης
Φεβρουαρίου 1990, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Τζέιμς Μπέικερ διαβεβαίωνε όχι μία,
αλλά τρεις φορές τον Γκορμπατσόφ, ότι «ούτε μια ίντσα προς τα
ανατολικά» δεν θα επεκταθεί το ΝΑΤΟ. Συμφώνησε με τη δήλωση
Γκορμπατσόφ ως απάντηση στις διαβεβαιώσεις του, ότι «η επέκταση του
ΝΑΤΟ είναι απαράδεκτη». Ο Μπέικερ είχε διαβεβαιώσει τον Γκορμπατσόφ
ότι «ούτε ο πρόεδρος ούτε εγώ σκοπεύουμε να αποκομίσουμε μονομερή
πλεονεκτήματα από τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα» και ότι οι Αμερικανοί
κατανοούν ότι «όχι μόνο για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και για άλλες
ευρωπαϊκές χώρες είναι σημαντικό να υπάρχει εγγύηση, ότι εάν οι Ηνωμένες
Πολιτείες διατηρήσουν την παρουσία τους στη Γερμανία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ,
ούτε μια ίντσα της σημερινής στρατιωτικής δικαιοδοσίας του ΝΑΤΟ δεν θα
εξαπλωθεί προς την ανατολική κατεύθυνση» (Έγγραφο 6).
- Ο Μπέικερ έγραψε στον
Χέλμουτ Κολ, ο οποίος θα συναντούσε τον Σοβιετικό ηγέτη, τι είπε στον
Γκορμπατσόφ. Ο Μπέικερ ανέφερε: «Και μετά του έθεσα την εξής ερώτηση
[στον Γκορμπατσόφ]. Θα προτιμούσατε να δείτε μια ενωμένη Γερμανία
εκτός ΝΑΤΟ, ανεξάρτητη και χωρίς δυνάμεις των ΗΠΑ ή θα προτιμούσατε μια
ενωμένη Γερμανία να είναι συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ, με διαβεβαιώσεις ότι η
δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ δεν θα μετατοπιστεί ούτε μια ίντσα προς τα ανατολικά
από τη σημερινή της θέση»; Απάντησε ότι η σοβιετική ηγεσία σκεφτόταν
πραγματικά όλες αυτές τις επιλογές [….] Στη συνέχεια πρόσθεσε, «Σίγουρα
οποιαδήποτε επέκταση της ζώνης του ΝΑΤΟ θα ήταν απαράδεκτη. Το ΝΑΤΟ στην
τρέχουσα ζώνη του μπορεί να είναι αποδεκτό» (Έγγραφο 8).
- Η πρεσβεία των ΗΠΑ στη
Βόννη ενημέρωσε την Ουάσιγκτον ότι ο Γκένσερ κατέστησε σαφές «ότι οι
αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη και η διαδικασία ενοποίησης της Γερμανίας
δεν πρέπει να οδηγήσουν σε απομείωση των σοβιετικών συμφερόντων ασφάλειας».
Ως εκ τούτου, το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αποκλείσει μια «επέκταση του
εδάφους του προς τα ανατολικά, δηλαδή να το μετακινήσει πιο κοντά στα
σοβιετικά σύνορα» (Έγγραφο 1).
- Στο Μνημόνιο συνομιλίας
Γκορμπατσόφ-Κολ, την 10 Φεβρουαρίου 1990, ο Κολ νωρίς στη συνομιλία
διαβεβαιώνει τον Γκορμπατσόφ: «Πιστεύουμε ότι το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να
επεκτείνει τη σφαίρα των δραστηριοτήτων του. Πρέπει να βρούμε μια λογική
λύση. Κατανοώ σωστά τα συμφέροντα ασφαλείας της Σοβιετικής Ένωσης και
αντιλαμβάνομαι ότι εσείς, κύριε Γενικέ Γραμματέα, και η σοβιετική ηγεσία
θα πρέπει να εξηγήσετε ξεκάθαρα τι συμβαίνει στον σοβιετικό λαό» (Έγγραφο
9).
- Ο Γάλλος ηγέτης Φρανσουά
Μιτεράν δεν ήταν σε συνεννόηση με τους Αμερικανούς, όπως αποδεικνύεται από
το ότι είπε στον Γκορμπατσόφ στη Μόσχα στις 25 Μαΐου 1990, ότι «προσωπικά
ήταν υπέρ της σταδιακής διάλυσης των στρατιωτικών μπλοκ» και ότι η
Δύση πρέπει «να δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας για εσάς, καθώς και
την ευρωπαϊκή ασφάλεια στο σύνολό της» (Έγγραφο 20).
- Στη σύνοδο κορυφής της
Ουάσιγκτον στις 31 Μαΐου 1990, ο Μπους έκανε τα πάντα για να διαβεβαιώσει
τον Γκορμπατσόφ ότι η Γερμανία στο ΝΑΤΟ δεν θα κατευθυνόταν ποτέ στην
ΕΣΣΔ: «Πιστέψτε με, δεν έχουμε καμία πρόθεση, ούτε στις σκέψεις μας,
να βλάψουμε τη Σοβιετική Ένωση με οποιονδήποτε τρόπο. Γι’ αυτό μιλάμε υπέρ
της γερμανικής ενοποίησης στο ΝΑΤΟ, χωρίς να αγνοούμε το ευρύτερο πλαίσιο
της ΔΑΣΕ, λαμβάνοντας υπόψη τους παραδοσιακούς οικονομικούς δεσμούς μεταξύ
των δύο γερμανικών κρατών. Ένα τέτοιο μοντέλο, κατά την άποψή μας,
αντιστοιχεί και στα σοβιετικά συμφέροντα» (Έγγραφο 21).
- Η Μάργκαρετ Θάτσερ στη
συνάντησή της με τον Γκορμπατσόφ στο Λονδίνο στις 8 Ιουνίου 1990 του είπε:
«Πρέπει να βρούμε τρόπους να δώσουμε στη Σοβιετική Ένωση εμπιστοσύνη
ότι η ασφάλειά της θα ήταν εξασφαλισμένη…. Η ΔΑΣΕ θα μπορούσε να είναι μια
ομπρέλα για όλα αυτά, καθώς και το φόρουμ που έφερε τη Σοβιετική Ένωση σε
πλήρη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης» (Έγγραφο 22).
Τι κατάλαβε ο Γκορμπατσόφ
Από όλα τα παραπάνω και από πλήθος άλλων ντοκουμέντων και αποκαλύψεων, τα
οποία δεν μπορούν όλα να παρουσιαστούν (καθόσον τα έγγραφα των συνομιλιών για
την ενοποίηση των δύο Γερμανιών που έχουν δοθεί στην δημοσιότητα, είναι
τουλάχιστον τριάντα) γίνεται αντιληπτό ότι οι ηγέτες της εποχής εκείνης έδωσαν
σαφείς υποσχέσεις προς την τότε σοβιετική ηγεσία περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ
ανατολικά, “ούτε μια σπιθαμή”, χωρίς να υπογράψουν καμιά συγκεκριμένη συμφωνία
που να καθορίζει ρητά αυτά που διαβεβαίωναν προφορικά.
Και οι δυτικές ηγεσίες, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τήρησαν τον λόγο
τους και μέχρι το τέλος της δεκαετίας δεν έγινε καμιά επέκταση του ΝΑΤΟ προς
Ανατολάς. Η πρώτη επέκταση του ΝΑΤΟ έγινε στις 12 Μαρτίου 1999 με τις πρώτες
τρεις χώρες του πρώην Συμφώνου Βαρσοβίας, που εισήλθαν σε αυτό, δηλαδή την
Τσεχία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Ακολούθησαν κατόπιν στις 29 Μαρτίου 2004
επτά χώρες, οι Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία, Σλοβακία και
Σλοβενία. Την 1η Απριλίου 2009 εισήλθαν στο ΝΑΤΟ οι Αλβανία και Κροατία, την 5η
Ιουνίου 2017 το Μαυροβούνιο και τέλος στις 27 Μαρτίου 2020 η Βόρεια Μακεδονία,
συνολικά 14 χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Και το ερώτημα που προκύπτει είναι τι κατάλαβε ο Γκορμπατσόφ
και η σοβιετική ηγεσία, από τις συνομιλίες για την συνθήκη “Two pus Four”.
Σύμφωνα με την άποψη του πρώην διευθυντή της CIA Ρόμπερτ Γκέιτς (από το 2000)
τα έγγραφα ενισχύουν την άποψη, ότι «προχωρούσε η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα
ανατολικά [τη δεκαετία του 1990], όταν ο Γκορμπατσόφ και άλλοι
οδηγήθηκαν να πιστεύουν ότι αυτό δεν θα συνέβαινε». Η φράση κλειδί, που
υποστηρίζεται από πολλούς αναλυτές είναι “οδηγείται στο να πιστέψουμε”.
Που έχουν δίκιο οι Ρώσοι
Τελικά ποιος έχει δίκαιο; Ναι οι Ρώσοι έχουν δίκαιο, όταν ισχυρίζονται ότι
οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ τους εξαπάτησε, σύμφωνα με τα αποκαλυφθέντα έγγραφα, αλλά
δεν υπάρχει καμμιά υπογεγραμμένη συμφωνία ή συνθήκη που να εξασφαλίζει την
Ρωσία, σε ότι αφορά τις υποσχέσεις της Δύσης. Ναι, οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η
Ευρώπη, έχουν δίκαιο, όταν ισχυρίζονται ότι δεν παραβίασαν καμμιά συμφωνία ή
συνθήκη και ότι τα ελεύθερα κράτη, έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν φίλους,
πολιτικές, συμμαχίες κλπ.
Ναι, έχουν δίκαιο σε ότι αφορά την επιλογή μια νέας πολιτικής μιας χώρας,
καθόσον οι υποσχέσεις προηγουμένων κυβερνήσεων και πολιτικών, δεν δεσμεύουν τις
επόμενες κυβερνήσεις και πολιτικούς. Ναι, η Ρωσία έχει δίκαιο όταν ισχυρίζεται
ότι η ένταξη της Ουκρανίας είναι στην ουσία υπαρξιακή απειλή και δεν μπορούν να
αποδεχθούν νατοϊκά στρατεύματα και πυραυλικά συστήματα να είναι στην αυλή τους
και σε απόσταση βολής εντός μερικών λεπτών από την Μόσχα και την Αγία
Πετρούπολη.
Έχει δίκαιο, η Ρωσία όταν θεωρεί ότι η Ουκρανία είναι το στρατηγικό της
βάθος, καθόσον οι δύο μεγάλες ιστορικές εισβολές στην χώρα, από τον Μέγα
Ναπολέοντα και τα ναζιστικά στρατεύματα, έγιναν από το αναπεπταμένο έδαφος της
Ουκρανίας, με τους τεράστιους σιτοβολώνες που ευνοούν ταχύτατη προέλαση
μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων σχηματισμών, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής
αποτροπής σε ισχυρή αμυντική τοποθεσία.
Η Ουκρανία και εμείς
Είναι λάθος να απειλείς με πόλεμο μια μεγάλη πυρηνική δύναμη, όταν το
αμυντικό δόγμα της Ρωσίας που παρουσιάστηκε πρόσφατα, προβλέπει και την χρήση
τακτικών πυρηνικών όπλων, για την υπεράσπιση της χώρας από επικείμενη εισβολή.
Γιατί η μερική χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, μπορεί να εξελιχθεί σε
ανταπόδοση πυρηνικών πληγμάτων εκατέρωθεν, με τελική κατάληξη τον Αρμαγεδώνα
για την ανθρωπότητα.
Είναι λάθος από την Ρωσία, να αφήνεις να περάσουν πάνω από 20 χρόνια για την
αθέτηση υποσχέσεων και να μην διαμαρτύρεσαι και να το κάνεις τώρα που το
μαχαίρι έφθασε στο λαιμό, κατά την εκτίμησή σου. Αν η Ρωσία είχε δείξει δύναμη
στο παρελθόν, αντί για καλή θέληση, η Δύση θα είχε προσεγγίσει τη Ρωσία,
ζητώντας να διαπραγματευτεί. Η Ρωσία δεν θα έχει ποτέ ουσιαστικές
διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον, έως ότου η Ουάσιγκτον φοβηθεί τη Ρωσία. Η
καλή θέληση θεωρείται αδυναμία στην πολιτική.
Είναι λάθος από την Ουκρανία να δέχεται τον ρόλο του θηράματος στην διαμάχη
δύο παγκόσμιων πυρηνικών δυνάμεων, διότι πάντα το θήραμα ή καταβροχθίζεται ή
κατακρεουργείται. Θα έπρεπε να είχε μάθει από την περίπτωση της Γεωργίας, η από
τις συνέπειες της “επανάστασης Maidan”, του 2014, με τον μερικό ακρωτηριασμό της.
Τέλος και σε ότι μας αφορά, ναι η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ και μετά την
στρατιωτική συμφωνία με τις ΗΠΑ (MDCA) οφείλει να δώσει την άδεια για χρήση των
στρατιωτικών της βάσεων από το ΝΑΤΟ, αλλά να μην συμμετάσχει σε επιχειρήσεις
(που εκτιμώ ότι τελικά δεν πρόκειται γίνουν) στον Εύξεινο Πόντο, στην Ουκρανία,
ή στην αρχαία Ταυρίδα (Κριμαία). Εξάλλου η συμμετοχή της Ελλάδος στην
εκστρατεία της μεσημβρινής Ρωσίας (Ουκρανία) με δύο Μεραρχίες το1919 κατά των
Μπολσεβίκων, ήταν μια αποτυχημένη ενέργεια, την οποία πλήρωσε οδυνηρά το έθνος,
με την Μικρασιατική Καταστροφή.
ΠΗΓΕΣ: 1. George Whashington
University. http:/
/nsarchive.gwu.edu
(30 Έγγραφα).
2. Κεφάλαιο 6, “The Malta Summit 1989”, στο Svetlana Savranskaya και Thomas Blanton, The Last Superpower
Summits (CEU Press, 2016), σελ. 481-569. Το σχόλιο για
το Τείχος βρίσκεται στη σελ. 538.
3. Frank Elbe, “The
Diplomatic Path to Germany Unity”, Bulletin of the German Historical Institute
46 (Άνοιξη 2010), σελ. 33-46. Ο Έλβα ήταν ο
αρχηγός του επιτελείου του Γκένσερ εκείνη την εποχή.
4. Robert Gates, University of Virginia, Miller Centre Oral History,
George HW Bush Presidency (24 Ιουλίου 2000, σελ.
101).
https://slpress.gr/diethni/oykrania-i-epanenosi-tis-germanias-i-epektasi-toy-nato-kai-to-dikio-toy-poytin/
Εξαπάτησαν οι Δυτικοί τους Ρώσους για την
επέκταση του ΝΑΤΟ;
Το ερώτημα που τίθεται στον τίτλο του άρθρου για την επέκταση του ΝΑΤΟ είναι
πρωτίστως ιστορικό. Έχει, όμως, μεγάλη πολιτική σημασία, καθώς η απάντησή του
μπορεί ν΄ αποβεί καθοριστική ακόμα και για έναν μελλοντικό πόλεμο στην Ευρώπη.
Για τον πρόεδρο Πούτιν, που για πέντε χρόνια μέχρι το 1990 ήταν στη Δρέσδη ως
πράκτορας της KGB, η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο “Ναι” και το επαναλαμβάνει με
κάθε ευκαιρία.
Δεν πρόκειται λοιπόν μόνο για τις απέραντες πεδιάδες και το “στρατηγικό
βάθος” της Ουκρανίας που ταλανίζουν σήμερα τις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση,
αλλά και για ένα ζήτημα αξιοπιστίας, δικαιοσύνης, προδοσίας και ψεύδους στις
διεθνείς σχέσεις. Στο κέντρο της όλης υπόθεσης βρίσκεται και πάλι η Γερμανία η
οποία, εν τέλει, επισφράγισε την αναίμακτη επανένωσή της πάνω σε μια υπόσχεση
από τους Δυτικούς που δεν τηρήθηκε.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, 14 χώρες του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού έγιναν ήδη
μέλη του ΝΑΤΟ, όταν οι υποσχέσεις των Δυτικών για να εξασφαλίσουν την συναίνεση
της Σοβιετικής Ένωσης για την γερμανική επανένωση ήταν πως το ΝΑΤΟ δεν
πρόκειται ποτέ να περάσει πέρα από την γερμανοπολωνικά σύνορα που ορίζει ο
ποταμός Όντερ. Ποιο είναι, όμως, συνοπτικά το μέχρι τώρα γνωστό ιστορικό:
9 Φεβρουαρίου 1990 (Κρεμλίνο): Η δήλωση για το φλέγον γερμανικό ζήτημα από τον υπουργό
Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέϊκερ δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη: «Η
Συμμαχία δεν θα επεκτείνει την επιρροή της ούτε μια ίντσα προς τα ανατολικά,
εφόσον η Ρωσία αποδεχτεί την γερμανική επανένωση». Σε επιστολή προς τον
τότε Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, ο Μπέϊκερ αναφέρει το εξής: στο ερώτημά
του προς τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ
Γκορμπατσόφ, αν αυτός θα προτιμούσε μια ανεξάρτητη, εκτός ΝΑΤΟ και χωρίς
αμερικανικά στρατεύματα ενωμένη Γερμανία, ή μια Γερμανία ενταγμένη στο ΝΑΤΟ με
την υπόσχεση-δέσμευση ότι δεν θα υπάρξει επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, η
απάντηση που πήρε ήταν κρυστάλλινη: «Κάθε επέκταση του ΝΑΤΟ θα ήταν
απαράδεκτη».
10 Φεβρουαρίου 1990: Σε συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών
της Γερμανίας (Χανς Γκένσερ) και της Σοβιετικής Ένωσης (Έντουαρντ Σεβαρνάτζε) ο
Γκένσερ ξεκαθάρισε πως «σταθερή μας θέση είναι ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί
προς Ανατολάς». Στη βάση αυτής της θέσης συμφωνήθηκε η γερμανική επανένωση
στην “Διάσκεψη 2+4” που ακολούθησε με τον Γκορμπατσόφ να θεωρεί (εσφαλμένα
προφανώς) ότι το θέμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ έκλεισε οριστικά κατόπιν συμφωνίας
των υπουργών Εξωτερικών.
Τέλη Φεβρουαρίου 1990: Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζωρτζ Μπους ο
πρεσβύτερος “διορθώνει” τον υπουργό του Εξωτερικών και ενημερώνει γι’
αυτό και τον Κολ, που διαπραγματεύονταν με τον Γκορμπατσόφ, ακολουθώντας την
συμφωνηθείσα γραμμή των τριών υπουργών Εξωτερικών (Μπέικερ, Γκένσερ,
Σεβαρνάτζε). Οι δηλώσεις όμως του Αμερικανού Προέδρου ήταν εξίσου σαφείς.
Πρώτον, «μια παραίτηση από την επέκταση του ΝΑΤΟ – με δεδομένη την
δραματική αδυναμία της διαλυμένης Σοβιετικής Ένωσης, προφανώς και δεν
συμβαδίζει με τα αμερικανικά συμφέροντα». Δεύτερον, «ο καγκελάριος
έχει γεμάτες τις τσέπες». Χρόνια αργότερα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών
Τέο Βάιγκελ θα αποκαλύψει πόσο φτηνά εξαγόρασαν οι Γερμανοί την επανένωσή τους,
με 12 δισ. μάρκα και άλλα 3 δισ. μάρκα άτοκο δάνειο.
6 Μαρτίου 1991 (Βόννη): Ο πολιτικός διευθυντής του Γκένσερ,
Jürgen Chrobog, σε γραπτό σημείωμά του αποσαφηνίζει ότι διαμήνυσε ο ίδιος στους
ομολόγους του των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Γαλλίας ότι στις διαπραγματεύσεις “2+4”
ξεκαθαρίστηκε ότι «δεν θα υπάρξει επέκταση του ΝΑΤΟ πέρα από τον ποταμό
Όντερ και γι’ αυτό και δεν θα προσφερθεί καμία προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ της
Πολωνίας και άλλων χωρών».
Η επέκταση του ΝΑΤΟ
Ένα χρόνο αργότερα, όμως, και ενώ είχε πραγματοποιηθεί η γερμανική
επανένωση, ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας Φόλκερ Ριούε άρχισε να πιέζει με
έμφαση για αλλαγή της γερμανικής στάσης στο ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ, κάτι
που κατάφερε να επιβάλει όταν τη θέση του ισχυρού Γκένσερ στο υπουργείο
Εξωτερικών την πήρε ο “αδύναμος” Κλάους Κίνκελ.
Καθόλου παράξενο που μέσα στο πολεμικό κλίμα των ημερών το σημερινό Spiegel
“αποκαλύπτει” από αγγλικές πηγές, με έκδηλο κομπασμό, κάτι που ήταν γνωστό από
παλιά: Η Γερμανία είναι ο νονός της πρώτης επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Πολωνία,
Ουγγαρία και Τσεχία και ο πατέρας της ονομάζεται Φόλκερ Ριούε. Το δε επιχείρημά
του είναι “αφοπλιστικό”: Η Γερμανία μπόρεσε το 1955 να επιστρέψει με την ένταξή
της στο ΝΑΤΟ ξανά στην διεθνή κοινότητα. Και τώρα δεν μπορεί ν΄ αρνηθεί το ίδιο
δικαίωμα στις χώρες που συνέβαλαν στην πτώση του τοίχους του Βερολίνου.
Προηγουμένως, όμως, όλα είχαν ξεκαθαριστεί από τον Αμερικανό πολιτειολόγο
και κάποτε σύμβουλο της κυβέρνησης Κλίντον Michael Mandelbaum στο βιβλίο του
“Mission Failure” ήδη από το 2016. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου είναι
αφιερωμένο στο θέμα της γερμανικής επανένωσης και της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Η
εκτίμηση του Mandelbaum ήταν ότι η απόφαση του Κλίντον να μπουν στο ΝΑΤΟ η
Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχία και να αθετήσει τις υποσχέσεις προς τη Ρωσία
θα αποδειχτούν ως «το αποφασιστικότερο γεωστρατηγικό λάθος της αμερικανικής
πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών».
Θεωρούσε μάλιστα ότι η απόφαση Κλίντον πάρθηκε με κριτήρια εσωτερικά, καθώς
απέβλεπε στις ψήφους των Αμερικανοπολωνών. Προσθέτει, μάλιστα, πως «η Ρωσία
αποδέχτηκε την διεύρυνση του ΝΑΤΟ, γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Της έλειπαν η
πολιτική και οικονομική ισχύς για να μπορέσει να τα σταματήσει και δεν ετίθετο
θέμα για στρατιωτική αντίσταση. Όμως οι Ρώσοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ αυτή την
διεύρυνση σαν νόμιμη, ή πραγματικά σαν κάτι διαφορετικό από μία προδοσία των
δυτικών υποσχέσεων και σαν χτύπημα στα ρωσικά δικαιώματα και συμφέροντα».
Τα συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν πλέον σχετικά εύκολα. Για ένα μεγάλο
διάστημα πράγματι ο Κολ και οι υπουργοί Εξωτερικών Γκένσερ και Μπέϊκερ
συμφωνούσαν με το Mega-Deal (επανένωση της Γερμανίας και μη επέκταση του ΝΑΤΟ)
που επικαλείται σήμερα ο Πούτιν όταν αναφέρεται σε αθέτηση υποσχέσεων της
Δύσης. Φάνηκε, όμως, ξανά πως πρόεδροι και καγκελάριοι είναι τελικά αυτοί που
έχουν τον τελικό λόγο στην εξωτερική πολιτική, αδειάζοντας κατά το δοκούν τους
υπουργούς τους, προτείνοντας άλλες πιο “συμφέρουσες λύσεις”, εφόσον η
κατάσταση και το ισοζύγιο ισχύος το επιτρέπουν.
Μαζί με τους Αμερικανούς πανηγυρίζουν βέβαια και οι Γερμανοί για το πόσο
“πονηρά” διαπραγματεύτηκε την γερμανική επανένωση, προωθώντας παράλληλα και την
επέκταση του ΝΑΤΟ, ο συγχωρεμένος Κολ, που, όπως φαίνεται, παραπλάνησε τόσο τον
υπουργό του Γκένσερ όσο και τους Ρώσους, υπακούοντας ως “καλός σύμμαχος” μόνο
τον Αμερικανό Πρόεδρο.
https://slpress.gr/diethni/exapatisan-oi-dytikoi-toys-rosoys-gia-tin-epektasi-toy-nato/
ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΑΣ ΣΤΑΛΘΗΚΕ ΑΠΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΑΝΑΛΥΤΗ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ.