Η οικονομική κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης
του Γιώργου Καραμπελιά από το τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή
Η οικονομική κρίση που βιώνουμε υποτάσσεται βέβαια σε αναπότρεπτες διεθνείς παραμέτρους – κρίση της ηγεμονίας της Δύσης, μεταφορά του επικέντρου της παγκόσμιας συσσώρευσης από τη Δύση στην Ανατολή. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, αποτελεί και συνέπεια –την έσχατη, αν όχι και την τελευταία– της παρασιτικής υφής της ένταξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στη Δύση, η οποία και μεγεθύνει υπέρμετρα τη δική μας κρίση.
Τωόντι, ο παρασιτικός-ημιαποικιακός χαρακτήρας της ενσωμάτωσης του ελληνικού κόσμου στη Δύση διαμορφώθηκε στη διάρκεια μιας μακράς ιστορικής διαδρομής, που ξεκινά από τον… 11ο αι., όταν ο βυζαντινός ελληνικός κόσμος θα αρχίσει να υποτάσσεται οικονομικά στις ιταλικές εμπορικές πόλεις, κατ’ εξοχήν τη Βενετία και τη Γένοβα. Σταθμοί σε αυτή την πορεία απώλειας της αυτονομίας μας, που θα συνεχιστεί με την κατάκτηση και τον διαμελισμό του Βυζαντίου, μετά το 1204, υπήρξαν αρχικώς η άλωση του 1453 και, εν συνεχεία, η ατελής και ανολοκλήρωτη εθνική μας χειραφέτηση, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ελληνικής επανάστασης, που άρχισε το 1821 και συνεχίστηκε έως το 1922. Μέσα από τη διαρκή οικονομική και στρατιωτική πίεση της Δύσης και την επεκτατική παρουσία της τουρκικής Ανατολής, η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να μετεξελιχθεί σε έναν αυτόνομο παραγωγικό πόλο, το ελληνικό κοινοτικό και εταιριστικό παραγωγικό μοντέλο αποσυντέθηκε, και οι άρχουσες τάξεις της προσδέθηκαν παρασιτικά στη Δύση, ως μεταπράτες προϊόντων, ιδεών, προτύπων. Επανειλημμένα έγιναν απόπειρες για οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση, οι οποίες, κάθε φορά, σκόνταφταν σε αυτή τη διπλή πίεση, όπου το τουρκικό ξίφος, σε συνδυασμό με τις δυτικές κανονιοφόρους και τη δυτική βιομηχανία, υποχρέωναν την ελληνική οικονομία σε παραγωγική συρρίκνωση και τις άρχουσες τάξεις σε μεταπρατική μετάλλαξη.
Στον ξεσηκωμό των Ελλήνων της Πόλης ενάντια στους Ενετούς, στα 1184, στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, στα 1204-1261, στο Δεσποτάτο του Μορέως, στα Αμπελάκια, τη Μοσχόπολη, τα Ζαγοροχώρια και στα νησιά μας, πριν από την Επανάσταση, κάθε φορά, η αρχόμενη διαδικασία αυτόκεντρης ανάπτυξης θα ανακόπτεται από τη συνδυασμένη –συνήθως– δράση αυτών των δυνάμεων, που δεν ήθελαν την ανασύσταση ενός αυτόνομου ελληνικού πόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Αυτή τη μακρόσυρτη διαδικασία συγκρότησης και αποδόμησης θα αποκαλέσει «καημό της ρωμιοσύνης» ο Κωστής Μοσκώφ.
Αποφασιστικοί υπήρξαν δύο αιώνες, οι αιώνες της ελληνικής Αναγέννησης, από το 1700 έως το 1922, όταν ο ελληνισμός αρχίζει και πάλι να αναπτύσσεται γοργά σε όλα τα πεδία –και κατ’ εξοχήν στο οικονομικό– και να επιχειρεί να ανασυστήσει τον κατακρεουργημένο ελληνικό κόσμο που τους προηγούμενους πέντε αιώνες είχε αποδομήσει η δυτική αποικιοκρατία και η οθωμανική κατάκτηση. Από την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια έως τη Βιέννη και την Οδησσό, οι δυνάμεις του ελληνισμού θα επιχειρήσουν μια γενικευμένη επιστροφή, μια κυριολεκτική Αναγέννηση.
Στο δοκίμιο που ακολουθεί, επιλέγοντας ορισμένες προνομιακές «στιγμές» αυτής της οικονομικής αναγέννησης, τη Μοσχόπολη, τα Αμπελάκια, τη διασπορά και τη διαμόρφωση του «χιακού δικτύου», προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις διαδικασίες της άνθησης και ταυτόχρονα τις αιτίες της μεταπρατικής υποστροφής της. Μιας υποστροφής που βρίσκεται –καθοριστικά, αποφασιστικά– στο υπόβαθρο της σημερινής καθολικής κρίσης του μεταπρατικού μοντέλου στην Ελλάδα.
Τωόντι, ο παρασιτικός-ημιαποικιακός χαρακτήρας της ενσωμάτωσης του ελληνικού κόσμου στη Δύση διαμορφώθηκε στη διάρκεια μιας μακράς ιστορικής διαδρομής, που ξεκινά από τον… 11ο αι., όταν ο βυζαντινός ελληνικός κόσμος θα αρχίσει να υποτάσσεται οικονομικά στις ιταλικές εμπορικές πόλεις, κατ’ εξοχήν τη Βενετία και τη Γένοβα. Σταθμοί σε αυτή την πορεία απώλειας της αυτονομίας μας, που θα συνεχιστεί με την κατάκτηση και τον διαμελισμό του Βυζαντίου, μετά το 1204, υπήρξαν αρχικώς η άλωση του 1453 και, εν συνεχεία, η ατελής και ανολοκλήρωτη εθνική μας χειραφέτηση, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ελληνικής επανάστασης, που άρχισε το 1821 και συνεχίστηκε έως το 1922. Μέσα από τη διαρκή οικονομική και στρατιωτική πίεση της Δύσης και την επεκτατική παρουσία της τουρκικής Ανατολής, η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να μετεξελιχθεί σε έναν αυτόνομο παραγωγικό πόλο, το ελληνικό κοινοτικό και εταιριστικό παραγωγικό μοντέλο αποσυντέθηκε, και οι άρχουσες τάξεις της προσδέθηκαν παρασιτικά στη Δύση, ως μεταπράτες προϊόντων, ιδεών, προτύπων. Επανειλημμένα έγιναν απόπειρες για οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση, οι οποίες, κάθε φορά, σκόνταφταν σε αυτή τη διπλή πίεση, όπου το τουρκικό ξίφος, σε συνδυασμό με τις δυτικές κανονιοφόρους και τη δυτική βιομηχανία, υποχρέωναν την ελληνική οικονομία σε παραγωγική συρρίκνωση και τις άρχουσες τάξεις σε μεταπρατική μετάλλαξη.
Στον ξεσηκωμό των Ελλήνων της Πόλης ενάντια στους Ενετούς, στα 1184, στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, στα 1204-1261, στο Δεσποτάτο του Μορέως, στα Αμπελάκια, τη Μοσχόπολη, τα Ζαγοροχώρια και στα νησιά μας, πριν από την Επανάσταση, κάθε φορά, η αρχόμενη διαδικασία αυτόκεντρης ανάπτυξης θα ανακόπτεται από τη συνδυασμένη –συνήθως– δράση αυτών των δυνάμεων, που δεν ήθελαν την ανασύσταση ενός αυτόνομου ελληνικού πόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Αυτή τη μακρόσυρτη διαδικασία συγκρότησης και αποδόμησης θα αποκαλέσει «καημό της ρωμιοσύνης» ο Κωστής Μοσκώφ.
Αποφασιστικοί υπήρξαν δύο αιώνες, οι αιώνες της ελληνικής Αναγέννησης, από το 1700 έως το 1922, όταν ο ελληνισμός αρχίζει και πάλι να αναπτύσσεται γοργά σε όλα τα πεδία –και κατ’ εξοχήν στο οικονομικό– και να επιχειρεί να ανασυστήσει τον κατακρεουργημένο ελληνικό κόσμο που τους προηγούμενους πέντε αιώνες είχε αποδομήσει η δυτική αποικιοκρατία και η οθωμανική κατάκτηση. Από την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια έως τη Βιέννη και την Οδησσό, οι δυνάμεις του ελληνισμού θα επιχειρήσουν μια γενικευμένη επιστροφή, μια κυριολεκτική Αναγέννηση.
Στο δοκίμιο που ακολουθεί, επιλέγοντας ορισμένες προνομιακές «στιγμές» αυτής της οικονομικής αναγέννησης, τη Μοσχόπολη, τα Αμπελάκια, τη διασπορά και τη διαμόρφωση του «χιακού δικτύου», προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις διαδικασίες της άνθησης και ταυτόχρονα τις αιτίες της μεταπρατικής υποστροφής της. Μιας υποστροφής που βρίσκεται –καθοριστικά, αποφασιστικά– στο υπόβαθρο της σημερινής καθολικής κρίσης του μεταπρατικού μοντέλου στην Ελλάδα.
Ο χαρακτήρας της οικονομικής επέκτασης
Η οικονομική παρακμή του ελληνικού κόσμου αρχίζει από τον 11ο αιώνα, με τη σταδιακή ενίσχυση της παρουσίας των ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, και κορυφώνεται τον 15ο αιώνα με την Άλωση. Ωστόσο, παρά το γενικευμένο «σκότος», που καλύπτει τα νεοκατακτημένα οθωμανικά εδάφη, από τα μέσα του 15ου έως τα μέσα του 17ου αιώνα, μειώνεται ταυτόχρονα η εξωτερική οικονομική εξάρτηση και η οικονομία στρέφεται προς μια εσωτερίκευση της οικονομικής ζωής. Η οθωμανική κατάκτηση και ιδιαίτερα οι δύο πρώτοι αιώνες της τουρκοκρατίας, κατά τους οποίους συνεχιζόταν η επέκταση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας –περίοδος που θα λήξει με τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης και τη συνθήκη του Κάρλοβιτς– εξετόπισε σταδιακώς τους Ιταλούς (Ενετούς και Γενουάτες) από τη σφαίρα της παλαιάς τους κυριαρχίας στο ύστερο Βυζάντιο και έδωσε τη δυνατότητα στους εμπόρους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας να τους υποκαταστήσουν.
Μεταξύ 1592 και 1783, το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας φαίνεται ότι ήταν τελείως απρόσιτο στα πλοία της Δυτικής Ευρώπης. Η Μαύρη Θάλασσα έγινε mare clausum. Η νίκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συμβόλιζε, στη σφαίρα της οικονομίας, νίκη των Ελλήνων, των Τούρκων, των αποστατών χριστιανών, των Αρμενίων, των Ραγουζάνων και των Εβραίων, στον αγώνα τους κατά της διακοσιάχρονης ηγεμονίας της Βενετίας και της Γένοβας.
Ωστόσο, στα Δυτικά Βαλκάνια και στην ελληνική χερσόνησο, όπου συνεχίζονται οι πολεμικές συγκρούσεις με τους Ισπανούς και Ενετούς, οι ελληνικοί και γενικότερα οι ορθόδοξοι πληθυσμοί αφήνουν τις πόλεις, καταφεύγουν στα ορεινά και εγκαταλείπουν το πεδίο του εμπορίου στους Εβραίους και τους καθολικούς Ραγουζαίους Σλάβους.
Η «απόσπαση» του εσωτερικού εμπορίου της Αυτοκρατορίας από τα χέρια των Ενετών και των Γενουατών θα συνοδευτεί, τους πρώτους αιώνες, και από μια γενικότερη άνθηση της βιοτεχνίας και ιδιαίτερα της υφαντουργίας, συνέπεια της προστατευτικής πολιτικής των σουλτάνων. Υπογραμμίζει η Αγγελική Χατζημιχάλη:
Η Ελλάδα είχε μεταβληθή σε ένα απέραντο βιοτεχνικό εργαστήρι που το προωθούσαν οι καινούριες συνθήκες της τουρκοκρατούμενης χώρας. [...] Στην Πελοπόννησο ακμάζουν όλες σχεδόν οι τέχνες και δημιουργούνται ισνάφια σε όλες τις πόλεις. Η Δημητσάνα φημίζεται για τους μύλους της που παρασκευάζουν το μπαρούτι. Οι κάτοικοι της Στεμνίτσας γίνονται ξακουστοί για την κατεργασία του μετάλλου. [...] Στα περισσότερα νησιά, Κύπρο, Κρήτη, Ρόδο, Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο, Ύδρα, Σπέτσες, Σίφνο, ιδρύονται μεγάλα ισνάφια με εξαιρετική δράση. [...] Στη Θεσσαλία ακμάζει η υφαντουργία. [...] Ολόκληρο το Πήλιο καταγίνεται με τις τέχνες. Στην Ήπειρο οι κάτοικοι των περισσότερων χωριών ειδικεύονται στην κατασκευή έργων ορισμένου κλάδου της λαϊκής τέχνης. Το ίδιο και στη δυτική Μακεδονία. [...] Η Νιγρίτα με τους περίφημους αλατζάδες η Καστοριά με την κατεργασία των γουναρικών, η Νάουσα για τα πολλά και μεγάλα υφαντουργεία της. Στα Γιάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Τραπεζούντα, ακμάζουν και εργαστήρια για εκκλησιαστικά είδη και άμφια με βυζαντινή παράδοση και τεχνοτροπία. Σε πολλές πόλεις της Θράκης ευδοκιμεί η αγγειοπλαστική και κεραμεική [...]. Στον Πόντο καλλιεργείται η μεταξουργία, μεταλλουργία, χρυσοχοΐα.
Οι Έλληνες, μετά το 1650, αρχίζουν να επανεγκαθίστανται μαζικά στις πόλεις και να υποκαθιστούν σταδιακώς τους Εβραίους εμπόρους, οι οποίοι πραγματοποιούν μια νέα μετακίνηση, αυτή τη φορά κυρίως προς τη δυτική Ευρώπη. Ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, θα γνωρίσει το απόγειό του το 1650, όταν θα φθάσει τις 40.000 ψυχές, ενώ στη συνέχεια φθίνει. Όπως υπογραμμίζει ο Κ. Μοσκώφ:
Οι πλουσιότεροι ισραηλίτες εγκαταλείπουν μετά την παρακμή της υφαντουργίας την Θεσσαλονίκη για τις Ιταλιώτιδες πόλεις, [...] ή για τις πόλεις του εσωτερικού όπου τους ωθεί ιδίως η ευρωπαϊκή διείσδυση που τους χρησιμοποιεί σαν μεσάζοντες. Άλλοι εξισλαμίζονται, οι ντονμέδες.
Στη Θεσσαλονίκη, όλοι οι μεσίτες των Γάλλων ήταν Εβραίοι. Τα μεσιτικά δικαιώματα ήταν 0,5% σε όλες τις αγοραπωλησίες, αλλά οι μεσίτες εισέπρατταν επιπλέον 1% από τους αγοραστές και 1% από τους πωλητές.
Η οικονομική παρακμή του ελληνικού κόσμου αρχίζει από τον 11ο αιώνα, με τη σταδιακή ενίσχυση της παρουσίας των ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, και κορυφώνεται τον 15ο αιώνα με την Άλωση. Ωστόσο, παρά το γενικευμένο «σκότος», που καλύπτει τα νεοκατακτημένα οθωμανικά εδάφη, από τα μέσα του 15ου έως τα μέσα του 17ου αιώνα, μειώνεται ταυτόχρονα η εξωτερική οικονομική εξάρτηση και η οικονομία στρέφεται προς μια εσωτερίκευση της οικονομικής ζωής. Η οθωμανική κατάκτηση και ιδιαίτερα οι δύο πρώτοι αιώνες της τουρκοκρατίας, κατά τους οποίους συνεχιζόταν η επέκταση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας –περίοδος που θα λήξει με τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης και τη συνθήκη του Κάρλοβιτς– εξετόπισε σταδιακώς τους Ιταλούς (Ενετούς και Γενουάτες) από τη σφαίρα της παλαιάς τους κυριαρχίας στο ύστερο Βυζάντιο και έδωσε τη δυνατότητα στους εμπόρους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας να τους υποκαταστήσουν.
Μεταξύ 1592 και 1783, το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας φαίνεται ότι ήταν τελείως απρόσιτο στα πλοία της Δυτικής Ευρώπης. Η Μαύρη Θάλασσα έγινε mare clausum. Η νίκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συμβόλιζε, στη σφαίρα της οικονομίας, νίκη των Ελλήνων, των Τούρκων, των αποστατών χριστιανών, των Αρμενίων, των Ραγουζάνων και των Εβραίων, στον αγώνα τους κατά της διακοσιάχρονης ηγεμονίας της Βενετίας και της Γένοβας.
Ωστόσο, στα Δυτικά Βαλκάνια και στην ελληνική χερσόνησο, όπου συνεχίζονται οι πολεμικές συγκρούσεις με τους Ισπανούς και Ενετούς, οι ελληνικοί και γενικότερα οι ορθόδοξοι πληθυσμοί αφήνουν τις πόλεις, καταφεύγουν στα ορεινά και εγκαταλείπουν το πεδίο του εμπορίου στους Εβραίους και τους καθολικούς Ραγουζαίους Σλάβους.
Η «απόσπαση» του εσωτερικού εμπορίου της Αυτοκρατορίας από τα χέρια των Ενετών και των Γενουατών θα συνοδευτεί, τους πρώτους αιώνες, και από μια γενικότερη άνθηση της βιοτεχνίας και ιδιαίτερα της υφαντουργίας, συνέπεια της προστατευτικής πολιτικής των σουλτάνων. Υπογραμμίζει η Αγγελική Χατζημιχάλη:
Η Ελλάδα είχε μεταβληθή σε ένα απέραντο βιοτεχνικό εργαστήρι που το προωθούσαν οι καινούριες συνθήκες της τουρκοκρατούμενης χώρας. [...] Στην Πελοπόννησο ακμάζουν όλες σχεδόν οι τέχνες και δημιουργούνται ισνάφια σε όλες τις πόλεις. Η Δημητσάνα φημίζεται για τους μύλους της που παρασκευάζουν το μπαρούτι. Οι κάτοικοι της Στεμνίτσας γίνονται ξακουστοί για την κατεργασία του μετάλλου. [...] Στα περισσότερα νησιά, Κύπρο, Κρήτη, Ρόδο, Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο, Ύδρα, Σπέτσες, Σίφνο, ιδρύονται μεγάλα ισνάφια με εξαιρετική δράση. [...] Στη Θεσσαλία ακμάζει η υφαντουργία. [...] Ολόκληρο το Πήλιο καταγίνεται με τις τέχνες. Στην Ήπειρο οι κάτοικοι των περισσότερων χωριών ειδικεύονται στην κατασκευή έργων ορισμένου κλάδου της λαϊκής τέχνης. Το ίδιο και στη δυτική Μακεδονία. [...] Η Νιγρίτα με τους περίφημους αλατζάδες η Καστοριά με την κατεργασία των γουναρικών, η Νάουσα για τα πολλά και μεγάλα υφαντουργεία της. Στα Γιάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Τραπεζούντα, ακμάζουν και εργαστήρια για εκκλησιαστικά είδη και άμφια με βυζαντινή παράδοση και τεχνοτροπία. Σε πολλές πόλεις της Θράκης ευδοκιμεί η αγγειοπλαστική και κεραμεική [...]. Στον Πόντο καλλιεργείται η μεταξουργία, μεταλλουργία, χρυσοχοΐα.
Οι Έλληνες, μετά το 1650, αρχίζουν να επανεγκαθίστανται μαζικά στις πόλεις και να υποκαθιστούν σταδιακώς τους Εβραίους εμπόρους, οι οποίοι πραγματοποιούν μια νέα μετακίνηση, αυτή τη φορά κυρίως προς τη δυτική Ευρώπη. Ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, θα γνωρίσει το απόγειό του το 1650, όταν θα φθάσει τις 40.000 ψυχές, ενώ στη συνέχεια φθίνει. Όπως υπογραμμίζει ο Κ. Μοσκώφ:
Οι πλουσιότεροι ισραηλίτες εγκαταλείπουν μετά την παρακμή της υφαντουργίας την Θεσσαλονίκη για τις Ιταλιώτιδες πόλεις, [...] ή για τις πόλεις του εσωτερικού όπου τους ωθεί ιδίως η ευρωπαϊκή διείσδυση που τους χρησιμοποιεί σαν μεσάζοντες. Άλλοι εξισλαμίζονται, οι ντονμέδες.
Στη Θεσσαλονίκη, όλοι οι μεσίτες των Γάλλων ήταν Εβραίοι. Τα μεσιτικά δικαιώματα ήταν 0,5% σε όλες τις αγοραπωλησίες, αλλά οι μεσίτες εισέπρατταν επιπλέον 1% από τους αγοραστές και 1% από τους πωλητές.
Η ημιαποικιακή δομή και οι Έλληνες
Όμως, μετά τον 17ο αι., σημειώνεται σχετική συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής και κυρίως αδυναμία συγκέντρωσής της σε μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες μονάδες παραγωγής, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, όπως στα Αμπελάκια, τη Χίο και αλλού.
Ωστόσο δεν έγιναν τεχνικές πρόοδοι κατά τον 17ο αιώνα και η προστασία της οθωμανικής βιομηχανίας σταμάτησε. Οι ελληνικές, τουρκικές και εβραϊκές υφαντουργίες της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης (αλλά όχι της Προύσας ή της Χίου), έμειναν στάσιμες ή παρήκμασαν.
Η παρακμή της μεγάλης βιοτεχνικής παραγωγής υπήρξε συνέπεια πολλών παραγόντων: Κατ’ αρχάς, η παραδοσιακή οικονομία της αρπαγής και της «εξω-οικονομικής» απαλλοτρίωσης, στον βαθμό που η εδαφική επέκταση έχει λάβει τέλος, στρέφεται προς το εσωτερικό και οργανώνεται η συστηματική καταλήστευση και «φορολόγηση» των αγροτικών και βιοτεχνικών πληθυσμών. Επιπλέον, πολλαπλασιάζονται οι αποσυνθετικές τάσεις, όχι μόνο με τον Αλή Πασά και τον Πασβάνογλου, αλλά και με τους πολυάριθμους πανίσχυρους «αγιάννηδες» της Μικράς Ασίας και της Μακεδονίας, την ενίσχυση της αυτονομίας της Βλαχίας και της Μολδαβίας, των Μωραγιάννηδων της Πελοποννήσου, των διοικητών των νησιών κ.λπ. Τέλος, μετά τον 18ο αι., οι πόλεμοι μεταφέρονται στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, με καταστρεπτικές συνέπειες, προπαντός για τη μεταποίηση.
Παράλληλα, οι ιταλικές πόλεις αντικαθίστανται σταδιακώς από τις αναπτυσσόμενες αποικιακές δυνάμεις της Δύσης, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ολλανδία και την Αυστρία.
Η σταθεροποίηση των συνόρων οδήγησε στη διαμόρφωση μιας τάξης Τούρκων γαιοκτημόνων με κληρονομικά δικαιώματα πάνω στη γη. Για να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις της φορολογίας και τις καταναλωτικές ανάγκες, στρέφονται προς την παραγωγή εμπορεύσιμων αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών, με συνέπεια την άνοδο των τιμών και τη διασύνδεση με τα δυτικά εμπορικά δίκτυα.
Έτσι, οι τουρκικές άρχουσες τάξεις της περιφέρειας δεν είχαν συμφέρον από την εσωτερική βιομηχανική ανάπτυξη, η δε κεντρική διοίκηση ήταν όλο και πιο εξαρτημένη από τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις, που συστηματικά εμπόδιζαν την ανάπτυξη της εγχώριας μεταποίησης. Μόνο στις αρχές του 18ου αιώνα (στα 1703), ο Μεγάλος Βεζύρης Ραμί Μεχμέτ πασάς Εξιπλής προσπάθησε να δημιουργήσει νέα υφαντουργεία και να ενισχύσει τη μεταξουργία στην Προύσα, απαγορεύοντας την εξαγωγή των πρώτων υλών. Ωστόσο, σημειώνει ο Γάλλος πρέσβης, ο Βεζύρης σύντομα θα αντικατασταθεί, μαζί με τον Σουλτάνο Μουσταφά Β΄, και τα σχέδια «να ιδρύσει βιομηχανίες υφασμάτων και μετάξης στην επικράτεια του Μεγάλου Σουλτάνου θα πέσουν μαζί του».
Το 1767, ο Γάλλος πρόξενος εμπόδισε τον Σαράντο Παπαδόπουλο να ιδρύσει σαπωνοποιία παραγωγικής δυνατότητας 30.000 κιλών, στο Ναβαρίνο και στην Κορώνη, που θα ανταγωνιζόταν τη Μασσαλία και την Προβηγκία, ενώ, το 1779, ο βαρόνος De Tott συμβούλευσε την κυβέρνηση να συνεχίσει να παρεμποδίζει τη δημιουργία βιομηχανιών στην οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η διείσδυση των δυτικών δυνάμεων διαμορφώνει ένα αρνητικό πλαίσιο για την εσωτερική μεταποιητική παραγωγή. Οι δυτικοί έμποροι καταβάλλουν μειωμένους δασμούς ενώ οι εγχώριοι, μη μουσουλμάνοι, φορολογούνται βαρύτατα, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται μια αποικιακού τύπου σχέση, η οποία είχε εγκαινιαστεί με την απαλλαγή των Ιταλών εμπόρων, το 1081, από το κομμέρκιον. Έτσι, ακόμα και τα Ζαγοροχώρια ή τα Αμπελάκια θα λυγίσουν κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού των εισαγόμενων από τη Δύση βιομηχανικών προϊόντων.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η «οικονομική απογείωση» των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας θα προσανατολιστεί κατ’ εξοχήν προς εμπορικές ή τις συναφείς ναυτιλιακές δραστηριότητες, ενώ η ανθούσα βιοτεχνία δεν θα κατορθώσει να μετεξελιχθεί προς την κατεύθυνση της «μανιφακτούρας». Οι Έλληνες έμποροι και καραβοκυραίοι θα σωρεύουν σημαντικά πλούτη και κεφάλαια, τα οποία όμως δεν θα μπορούν να τα επενδύουν σε παραγωγικές δραστηριότητες αλλά θα τα επανεπενδύουν στο εμπόριο, σε τραπεζιτικές δραστηριότητες ή, στην καλύτερη περίπτωση, στη ναυτιλία.
Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις πόλεων, περιοχών ή επιχειρηματιών που στράφηκαν προς τη μεταποιητική παραγωγή. Η Χίος, τα Αμπελάκια, η Ζαγορά, τα Ζαγοροχώρια, η Μοσχόπολη, η Δημητσάνα, τα ναυτικά νησιά, οφείλουν τη μεταποιητική τους δραστηριότητα στο γεγονός ότι ήταν απομονωμένα ή απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας. Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα, οι Έλληνες άνοιγαν πιο συχνά εργοστάσια σαπωνοποιίας, ζυμαρικών κ.ά, στη Νότια Ρωσία παρά στους τόπους καταγωγής τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Έλληνες μεγαλέμποροι μεταβάλλονται σε τμήμα των οθωμανικών αρχουσών τάξεων και συνδέονται –έστω «στανικώς»– με τη Δύση ως μεταπράτες. Τα ανώτερα στρώματά τους μεταπηδούν σε μια ιδιότυπη noblesse de robe, τους Φαναριώτες, οι οποίοι, εκτός από ενοικιαστές φόρων, τραπεζίτες και μεγαλέμποροι, γίνονται δραγουμάνοι, «υποδιοικητές» του στόλου, πρίγκιπες της Μολδοβλαχίας και συχνά ανώτατοι κληρικοί και πατριάρχες. Οι Έλληνες έμποροι δεν παύουν να βρίσκονται σε μόνιμο ανταγωνισμό με τους Δυτικούς, αλλά στο εσωτερικό αυτής της μεταπρατικής δραστηριότητας, για τον έλεγχο δηλαδή του ημιαποικιακού τύπου εμπορίου της Αυτοκρατορίας με τη Δύση, καθώς και του εσωτερικού εμπορίου.
Όμως, μετά τον 17ο αι., σημειώνεται σχετική συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής και κυρίως αδυναμία συγκέντρωσής της σε μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες μονάδες παραγωγής, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, όπως στα Αμπελάκια, τη Χίο και αλλού.
Ωστόσο δεν έγιναν τεχνικές πρόοδοι κατά τον 17ο αιώνα και η προστασία της οθωμανικής βιομηχανίας σταμάτησε. Οι ελληνικές, τουρκικές και εβραϊκές υφαντουργίες της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης (αλλά όχι της Προύσας ή της Χίου), έμειναν στάσιμες ή παρήκμασαν.
Η παρακμή της μεγάλης βιοτεχνικής παραγωγής υπήρξε συνέπεια πολλών παραγόντων: Κατ’ αρχάς, η παραδοσιακή οικονομία της αρπαγής και της «εξω-οικονομικής» απαλλοτρίωσης, στον βαθμό που η εδαφική επέκταση έχει λάβει τέλος, στρέφεται προς το εσωτερικό και οργανώνεται η συστηματική καταλήστευση και «φορολόγηση» των αγροτικών και βιοτεχνικών πληθυσμών. Επιπλέον, πολλαπλασιάζονται οι αποσυνθετικές τάσεις, όχι μόνο με τον Αλή Πασά και τον Πασβάνογλου, αλλά και με τους πολυάριθμους πανίσχυρους «αγιάννηδες» της Μικράς Ασίας και της Μακεδονίας, την ενίσχυση της αυτονομίας της Βλαχίας και της Μολδαβίας, των Μωραγιάννηδων της Πελοποννήσου, των διοικητών των νησιών κ.λπ. Τέλος, μετά τον 18ο αι., οι πόλεμοι μεταφέρονται στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, με καταστρεπτικές συνέπειες, προπαντός για τη μεταποίηση.
Παράλληλα, οι ιταλικές πόλεις αντικαθίστανται σταδιακώς από τις αναπτυσσόμενες αποικιακές δυνάμεις της Δύσης, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ολλανδία και την Αυστρία.
Η σταθεροποίηση των συνόρων οδήγησε στη διαμόρφωση μιας τάξης Τούρκων γαιοκτημόνων με κληρονομικά δικαιώματα πάνω στη γη. Για να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις της φορολογίας και τις καταναλωτικές ανάγκες, στρέφονται προς την παραγωγή εμπορεύσιμων αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών, με συνέπεια την άνοδο των τιμών και τη διασύνδεση με τα δυτικά εμπορικά δίκτυα.
Έτσι, οι τουρκικές άρχουσες τάξεις της περιφέρειας δεν είχαν συμφέρον από την εσωτερική βιομηχανική ανάπτυξη, η δε κεντρική διοίκηση ήταν όλο και πιο εξαρτημένη από τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις, που συστηματικά εμπόδιζαν την ανάπτυξη της εγχώριας μεταποίησης. Μόνο στις αρχές του 18ου αιώνα (στα 1703), ο Μεγάλος Βεζύρης Ραμί Μεχμέτ πασάς Εξιπλής προσπάθησε να δημιουργήσει νέα υφαντουργεία και να ενισχύσει τη μεταξουργία στην Προύσα, απαγορεύοντας την εξαγωγή των πρώτων υλών. Ωστόσο, σημειώνει ο Γάλλος πρέσβης, ο Βεζύρης σύντομα θα αντικατασταθεί, μαζί με τον Σουλτάνο Μουσταφά Β΄, και τα σχέδια «να ιδρύσει βιομηχανίες υφασμάτων και μετάξης στην επικράτεια του Μεγάλου Σουλτάνου θα πέσουν μαζί του».
Το 1767, ο Γάλλος πρόξενος εμπόδισε τον Σαράντο Παπαδόπουλο να ιδρύσει σαπωνοποιία παραγωγικής δυνατότητας 30.000 κιλών, στο Ναβαρίνο και στην Κορώνη, που θα ανταγωνιζόταν τη Μασσαλία και την Προβηγκία, ενώ, το 1779, ο βαρόνος De Tott συμβούλευσε την κυβέρνηση να συνεχίσει να παρεμποδίζει τη δημιουργία βιομηχανιών στην οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η διείσδυση των δυτικών δυνάμεων διαμορφώνει ένα αρνητικό πλαίσιο για την εσωτερική μεταποιητική παραγωγή. Οι δυτικοί έμποροι καταβάλλουν μειωμένους δασμούς ενώ οι εγχώριοι, μη μουσουλμάνοι, φορολογούνται βαρύτατα, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται μια αποικιακού τύπου σχέση, η οποία είχε εγκαινιαστεί με την απαλλαγή των Ιταλών εμπόρων, το 1081, από το κομμέρκιον. Έτσι, ακόμα και τα Ζαγοροχώρια ή τα Αμπελάκια θα λυγίσουν κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού των εισαγόμενων από τη Δύση βιομηχανικών προϊόντων.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η «οικονομική απογείωση» των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας θα προσανατολιστεί κατ’ εξοχήν προς εμπορικές ή τις συναφείς ναυτιλιακές δραστηριότητες, ενώ η ανθούσα βιοτεχνία δεν θα κατορθώσει να μετεξελιχθεί προς την κατεύθυνση της «μανιφακτούρας». Οι Έλληνες έμποροι και καραβοκυραίοι θα σωρεύουν σημαντικά πλούτη και κεφάλαια, τα οποία όμως δεν θα μπορούν να τα επενδύουν σε παραγωγικές δραστηριότητες αλλά θα τα επανεπενδύουν στο εμπόριο, σε τραπεζιτικές δραστηριότητες ή, στην καλύτερη περίπτωση, στη ναυτιλία.
Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις πόλεων, περιοχών ή επιχειρηματιών που στράφηκαν προς τη μεταποιητική παραγωγή. Η Χίος, τα Αμπελάκια, η Ζαγορά, τα Ζαγοροχώρια, η Μοσχόπολη, η Δημητσάνα, τα ναυτικά νησιά, οφείλουν τη μεταποιητική τους δραστηριότητα στο γεγονός ότι ήταν απομονωμένα ή απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας. Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα, οι Έλληνες άνοιγαν πιο συχνά εργοστάσια σαπωνοποιίας, ζυμαρικών κ.ά, στη Νότια Ρωσία παρά στους τόπους καταγωγής τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Έλληνες μεγαλέμποροι μεταβάλλονται σε τμήμα των οθωμανικών αρχουσών τάξεων και συνδέονται –έστω «στανικώς»– με τη Δύση ως μεταπράτες. Τα ανώτερα στρώματά τους μεταπηδούν σε μια ιδιότυπη noblesse de robe, τους Φαναριώτες, οι οποίοι, εκτός από ενοικιαστές φόρων, τραπεζίτες και μεγαλέμποροι, γίνονται δραγουμάνοι, «υποδιοικητές» του στόλου, πρίγκιπες της Μολδοβλαχίας και συχνά ανώτατοι κληρικοί και πατριάρχες. Οι Έλληνες έμποροι δεν παύουν να βρίσκονται σε μόνιμο ανταγωνισμό με τους Δυτικούς, αλλά στο εσωτερικό αυτής της μεταπρατικής δραστηριότητας, για τον έλεγχο δηλαδή του ημιαποικιακού τύπου εμπορίου της Αυτοκρατορίας με τη Δύση, καθώς και του εσωτερικού εμπορίου.
Η Μοσχόπολη και ο «ληστρικός τρόπος παραγωγής»
Η πρώτη, ίσως και η σοβαρότερη, αιτία, για την αδυναμία μετασχηματισμού της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας σε «βιομηχανική», ήταν η κατάσταση των ενδημικών πολέμων, επαναστάσεων, της ληστείας, της πειρατείας και της ανασφάλειας, που δεν επέτρεπε σταθερές επενδύσεις. Ο «ληστρικός τρόπος απόσπασης του υπερπροϊόντος» απετέλεσε ουσιώδες στοιχείο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Εξ άλλου, κάθε ιμπεριαλισμός στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αρπαγή. Ο ισπανικός, ο πορτογαλικός και ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, στην Αμερική, θα πραγματοποιήσουν μία από τις μεγαλύτερες λεηλασίες της ιστορίας, τον βίαιο εξανδραποδισμό, καταλήστευση και εξόντωση δεκάδων εκατομμυρίων αυτοχθόνων. Όσο για τον ιμπεριαλισμό ανατολικού τύπου, των νομαδικών φυλών και λαών, ήταν κατ’ εξοχήν ληστρικός. Τα μογγολικά φύλα, στην Κίνα, την Ασία και τη Ρωσία, τα τουρκικά φύλα, από την Ινδία έως τις αραβικές χώρες και το Βυζάντιο, στηρίζονταν κατ’ εξοχήν στην «εξω-οικονομική βία» για την απόσπαση του υπερπροϊόντος από κοινωνίες περισσότερο εξελιγμένες τεχνολογικά και πολιτισμικά. Βέβαια, όταν εγκαταστάθηκαν με μονιμότερο τρόπο, άρχισαν να οργανώνουν και μια συστηματικότερη εκμετάλλευση των εγχώριων πληθυσμών, ιδιαίτερα της αγροτικής παραγωγής, προπαντός διά της φορολογίας, ως «φυσιολογικής» μετεξέλιξης της ληστείας. Ωστόσο, δεν έπαψαν ποτέ να λειτουργούν, παράλληλα, και οι μηχανισμοί της απροκάλυπτης αρπαγής.
Επί πλέον, οι Ισπανοί θα δικαιολογήσουν με θρησκευτικούς λόγους την καταστροφή των «ειδωλολατρών» Ίνκας και Μάγια, ενώ τα αραβικά και τα τουρκικά φύλα την υποταγή των απίστων ως ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του «ιερού πολέμου». Αν οι ντόπιοι πληθυσμοί προσχωρήσουν στην ιδεολογία-θρησκεία του κατακτητή και αν ανακοπεί η εδαφική επέκταση, εκεί, σταδιακώς, οι μέθοδοι εκμετάλλευσης θα προσανατολιστούν προς σταθερότερους, «οικονομικής υφής», μηχανισμούς. Έτσι θα συμβεί στο αραβικό καλιφάτο των Αββασιδών ή στην οθωμανική Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Παράλληλα, οι πόλεμοι και η πειρατεία υπήρξαν ενδημικά φαινόμενα καθ’ όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας και φραγκοκρατίας στην ελληνική χερσόνησο και το αρχιπέλαγος. Στη διάρκεια του τελευταίου μεγάλου ενετο-τουρκικού πολέμου, το 1684-1699, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, που προσέγγιζε το εκατομμύριο, έπεσε στους 80.000 κατοίκους, και αυξήθηκε πάλι στις 200.000 μόλις το 1701. Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1768-1774 και τα Ορλωφικά ερήμωσαν εκ νέου την Πελοπόννησο μόνο στα νησιά, μετανάστευσαν πάνω από 30.000 άτομα. Στην Ήπειρο, την Αλβανία και τη Δυτική Μακεδονία, συνεχίζονταν μέχρι και τον 18ο αι. οι ληστρικές επιδρομές των πρόσφατα εξισλαμισθέντων αλβανικών φύλων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η δευτερογενής παραγωγή, ιδιαίτερα, καθίστατο σχεδόν αδύνατη, δεδομένου ότι απαιτεί σταθερές εγκαταστάσεις, διάρκεια, διευρυνόμενες επενδύσεις, σταθερές επικοινωνίες κ.λπ. Γι’ αυτό θα περιοριστεί συνήθως σε κάποιες ορεινές περιοχές, περισσότερο προφυλαγμένες από τις επιδρομές, όπως τα Ζαγοροχώρια, οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, τα Αμπελάκια, η Ζαγορά, ή σε ορισμένα νησιά που απελάμβαναν αυτονομία και αυτοδιοίκηση.
Η πρώτη, ίσως και η σοβαρότερη, αιτία, για την αδυναμία μετασχηματισμού της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας σε «βιομηχανική», ήταν η κατάσταση των ενδημικών πολέμων, επαναστάσεων, της ληστείας, της πειρατείας και της ανασφάλειας, που δεν επέτρεπε σταθερές επενδύσεις. Ο «ληστρικός τρόπος απόσπασης του υπερπροϊόντος» απετέλεσε ουσιώδες στοιχείο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Εξ άλλου, κάθε ιμπεριαλισμός στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αρπαγή. Ο ισπανικός, ο πορτογαλικός και ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, στην Αμερική, θα πραγματοποιήσουν μία από τις μεγαλύτερες λεηλασίες της ιστορίας, τον βίαιο εξανδραποδισμό, καταλήστευση και εξόντωση δεκάδων εκατομμυρίων αυτοχθόνων. Όσο για τον ιμπεριαλισμό ανατολικού τύπου, των νομαδικών φυλών και λαών, ήταν κατ’ εξοχήν ληστρικός. Τα μογγολικά φύλα, στην Κίνα, την Ασία και τη Ρωσία, τα τουρκικά φύλα, από την Ινδία έως τις αραβικές χώρες και το Βυζάντιο, στηρίζονταν κατ’ εξοχήν στην «εξω-οικονομική βία» για την απόσπαση του υπερπροϊόντος από κοινωνίες περισσότερο εξελιγμένες τεχνολογικά και πολιτισμικά. Βέβαια, όταν εγκαταστάθηκαν με μονιμότερο τρόπο, άρχισαν να οργανώνουν και μια συστηματικότερη εκμετάλλευση των εγχώριων πληθυσμών, ιδιαίτερα της αγροτικής παραγωγής, προπαντός διά της φορολογίας, ως «φυσιολογικής» μετεξέλιξης της ληστείας. Ωστόσο, δεν έπαψαν ποτέ να λειτουργούν, παράλληλα, και οι μηχανισμοί της απροκάλυπτης αρπαγής.
Επί πλέον, οι Ισπανοί θα δικαιολογήσουν με θρησκευτικούς λόγους την καταστροφή των «ειδωλολατρών» Ίνκας και Μάγια, ενώ τα αραβικά και τα τουρκικά φύλα την υποταγή των απίστων ως ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του «ιερού πολέμου». Αν οι ντόπιοι πληθυσμοί προσχωρήσουν στην ιδεολογία-θρησκεία του κατακτητή και αν ανακοπεί η εδαφική επέκταση, εκεί, σταδιακώς, οι μέθοδοι εκμετάλλευσης θα προσανατολιστούν προς σταθερότερους, «οικονομικής υφής», μηχανισμούς. Έτσι θα συμβεί στο αραβικό καλιφάτο των Αββασιδών ή στην οθωμανική Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Παράλληλα, οι πόλεμοι και η πειρατεία υπήρξαν ενδημικά φαινόμενα καθ’ όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας και φραγκοκρατίας στην ελληνική χερσόνησο και το αρχιπέλαγος. Στη διάρκεια του τελευταίου μεγάλου ενετο-τουρκικού πολέμου, το 1684-1699, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, που προσέγγιζε το εκατομμύριο, έπεσε στους 80.000 κατοίκους, και αυξήθηκε πάλι στις 200.000 μόλις το 1701. Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1768-1774 και τα Ορλωφικά ερήμωσαν εκ νέου την Πελοπόννησο μόνο στα νησιά, μετανάστευσαν πάνω από 30.000 άτομα. Στην Ήπειρο, την Αλβανία και τη Δυτική Μακεδονία, συνεχίζονταν μέχρι και τον 18ο αι. οι ληστρικές επιδρομές των πρόσφατα εξισλαμισθέντων αλβανικών φύλων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η δευτερογενής παραγωγή, ιδιαίτερα, καθίστατο σχεδόν αδύνατη, δεδομένου ότι απαιτεί σταθερές εγκαταστάσεις, διάρκεια, διευρυνόμενες επενδύσεις, σταθερές επικοινωνίες κ.λπ. Γι’ αυτό θα περιοριστεί συνήθως σε κάποιες ορεινές περιοχές, περισσότερο προφυλαγμένες από τις επιδρομές, όπως τα Ζαγοροχώρια, οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, τα Αμπελάκια, η Ζαγορά, ή σε ορισμένα νησιά που απελάμβαναν αυτονομία και αυτοδιοίκηση.
Η Αθήνα της Τουρκοκρατίας
Η πιο εμβληματική περίπτωση μιας πόλης που σαν μετέωρο ανέβηκε στο στερέωμα του ελληνισμού, κατά τον 18ο αιώνα, και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς εξ αιτίας των επιδρομών των τουρκο-αλβανικών συμμοριών, υπήρξε η Μοσχόπολη, η «Αθήνα της Τουρκοκρατίας», σύμφωνα με τον Φάνη Μιχαλόπουλο. Η περίπτωσή της είναι, ίσως, η πλέον χαρακτηριστική και ενδεικτική των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο βιοτεχνικο-μικροϊδιοκτητικός, υπό ανάδυσιν, πρωτο-καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, απέναντι στον «ληστρικό τρόπο παραγωγής».
Η Μοσχόπολη βρίσκεται στη Βόρειο Ήπειρο, δυτικά της Κορυτσάς, σε ένα λεκανοπέδιο με υψόμετρο 1.200 μέτρα. Στα μέσα του 18ου αιώνα, ήταν ίσως το μεγαλύτερο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο του ελλαδικού χώρου, με 8.000 σπίτια, με πληθυσμό άνω των 40.000 κατοίκων και φημισμένα εργαστήρια ταπητουργίας, υφαντουργίας, χαλκουργίας και χρυσοχοΐας. Η πόλη εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά από τους κατοίκους της στα 1769 και μεταβλήθηκε σε «πόλη-φάντασμα», εξ αιτίας των αλλεπάλληλων επιδρομών των «Τουρκαλβανών».
Παρότι ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα –γύρω στα 1500–, είχε ξεπεράσει και τα ίδια τα Γιάννινα, μεταθέτοντας το κέντρο του ηπειρωτικού ελληνισμού βορειότερα, εντάσσοντας τους βλαχόφωνους Έλληνες σε μια ανοδική πορεία οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης. Από εδώ κατάγονται μεγάλοι έμποροι όπως ο Σίνας, ο Καζαντζής κ.ά., εδώ θα δημιουργηθεί η περίφημη σχολή που θα ονομαστεί «Νέα Ακαδήμεια», καθώς και τυπογραφείο, γύρω στα 1730. Και όμως, το 1769, με την ευκαιρία του ρωσο-τουρκικού Πολέμου του 1768, στίφη ατάκτων Τουρκαλβανών θα καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και το σύνολο του πληθυσμού θα μεταναστεύσει. Η οικογένεια Σίνα θα μετεγκατασταθεί στην Αυστρία και αρκετοί από τους αστούς της πόλης θα στραφούν σε εμπορο-χρηματικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, στη Γεωγραφία Νεωτερική, «Πρωτύτερα ἡ πόλι δὲν ἦταν τίποτε. Οἱ Βοσκοπολῖται ἔχουν ἐκ παραδόσεως, πὼς ἦταν μόνο δεκὰξ καλύβαις βοσκῶν ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ ὀνομάστηκε Βοσκόπολι». Η καθυστερημένη δημιουργία και ανάπτυξη της πόλεως, μετά την τουρκική κατάκτηση, καθώς και ο πρωτογενώς κτηνοτροφικός χαρακτήρας της την έκαναν εξ αρχής μια πόλη χωρίς τουρκική παρουσία. Οι κάτοικοι, αφού πλούτισαν ως κτηνοτρόφοι, άρχισαν να επεξεργάζονται τα μαλλιά και δημιούργησαν αρχικώς οικοτεχνία και στη συνέχεια βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων τέλος, με καραβάνια εγκαινίασαν το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, ενώ «αἱ γυναῖκες αὐτῶν περικνημίδων καὶ περιποδίων ἦσαν ἄρισται πλέκτριαι», και οι καπότες, οι τσόχες, οι φανέλες που κατασκεύαζαν ήταν περιζήτητες. Σταδιακώς, εγκαταστάθηκαν στην πόλη Έλληνες, βλαχόφωνοι και ελληνόφωνοι, καθώς και Αλβανοί από όλη τη Μακεδονία και την Ήπειρο, για να διαφύγουν τους εξισλαμισμούς, οι δε κάτοικοι του Μετσόβου και του Σκαμνελίου δημιούργησαν δικούς τους συνοικισμούς (Μετσοβίτ μαχαλεσί και Σκαμνελίτ μαχαλεσί). Ο Πουκεβίλ αναφέρει πως η πόλη είχε περίπου 12.000 σπίτια και 60.000 πληθυσμό, δηλαδή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από τα Ιωάννινα των 20.000 και ανάλογου μεγέθους με τη Θεσσαλονίκη. Ο Αραβαντινός την περιγράφει ως «το μέγιστον των εμπορικών κέντρων απάσης της Ιλλυρικής χερσοννήσου». Αυτόπτης που τύπωσε γεωγραφία της Ελλάδας, το 1826, μιλάει για 40.000 πληθυσμό. Τον ίδιο αριθμό δίνει και ο Κούμας, καθώς και ο Λωρέντης και ο Leake. Ο Κουτσονίκας, στην Ιστορία του, παρουσιάζει σε λίγες σελίδες μια γενική εικόνα της Μοσχόπολης:
Ἁπάντων τούτων τῶν συνοικισμῶν ἐξέχουσα ἦν ἡ περίφημος μεγαλούπολις, Μοσχόπολις, ἥτις περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ 18 αἰῶνος ἤνθει καὶ ὑπῆρχεν εἰς τὸν κολοφῶνα τοῦ πλούτου τῆς Βιομηχανίας καὶ τοῦ ἐμπορίου, ἔχουσα περὶ τὰς 12 χιλιάδας οἰκογενειῶν ἐν γένει χριστιανῶν, πεντήκοντα συντεχνείας, Γυμνάσιον ἐντελέστατον, εἰς ὃ παρεδίδοντο τὰ ὑψηλότερα μαθήματα καὶ διάφοροι γλῶσσαι εἶχον προσέτι Τυπογραφεῖον [...]. Εἶχε δὲ προσέτι ἐργοστάσια ἐριούχων καὶ τοὺς λαμπροτάτους ἱεροὺς Ναούς, οἷοι οὐδαμοῦ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας ὑπάρχουν [...].
Εἰς τὴν πόλιν ταύτην εἶχε μεταφέρει τὴν καθέδραν του ὁ δι’ Ἰουστιανίου Δόγματος διατελῶν ἀνεξάρτητος ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρηδῶν πρῶτος Ἰουστιανὸς ἔχων ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν του δώδεκα Μητροπολίτας καὶ ἐννέα Ἐπισκόπους καὶ τὸ προνόμιον τοῦ ὑπογράφεσθαι διὰ πρασίνης μελάνης.
Η «Ακαδημία» απετέλεσε το απόγειο και ταυτόχρονα το κύκνειο άσμα των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων της πόλης, οι οποίες είχαν αρχίσει σε συστηματική κλίμακα ήδη από τις αρχές του 18ου αι. Η Μοσχόπολη υπήρξε, κατά ορισμένους μελετητές, η πρώτη πόλη του ελληνικού κόσμου που φιλοξένησε «ανώτερη σχολή», πριν από τις σχολές των Ιωαννίνων ή την Αθωνιάδα. Από το 1748, όταν ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο μαθητής του Βούλγαρι Θεόδωρος Καβαλλιώτης, εισήγαγε και νέο πρόγραμμα σπουδών, σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις.
Η πόλη υπαγόταν αρχικώς στη δικαιοδοσία της Βαλιδέ Σουλτάνας, γεγονός που της εξασφάλισε την απαγόρευση εγκατάστασης μουσουλμάνων στην πόλη, καθώς και την σχεδόν πλήρη αυτοδιοίκησή της, ακόμα και όταν επιγενέστερα πέρασε στη δικαιοδοσία του σιληχτάρη του Σουλτάνου. Συνεχίζει ο Κουτσονίκας:
Ἡ πόλις ἧτο διηρημένη εἰς ἓξ συνοικίας, συγκειμένης ἐκ δισχιλίων οἰκογενειῶν ἑκάστης ἐφ’ ἑκάστης συνοικίας διωρίζετο κατ’ ἔτος ὑπὸ τῆς κοινότητος εἷς προεστώς οὗτος δὲ εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔτους ἔδιδε λόγον τῆς διαχειρήσεώς του καὶ ἀντικαθίστατο ὑπ’ ἄλλου. Ἐπὶ τῶν ἓξ τούτων προεστώτων διωρίζετο, ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, διὰ Σουλτανικοῦ διατάγματος, προτάσει, ἐννοεῖται, τοῦ πρωτοσπαθαρίου, εἷς Μέγας Ἄρχων, ἢ ὡς ὠνομάζετο τουρκιστὶ Ναζίρης. [...] Μόνον αἱ ἐγκληματικαὶ ὑποθέσεις ἐδικάζοντο ἐνώπιον τοῦ μισθωτοῦ Ἀγᾶ, ἀρχηγοῦ τῆς στρατιωτικῆς πρὸς φρούρησιν δυνάμεως, ὅστις ὢν ἐπὶ κεφαλῆς τριακοσίων στρατιωτῶν ἐφρούρει τὴν πόλιν σπανίως δὲ ὑποθέσεις τινὲς ἐφέροντο ἐνώπιον τοῦ Ὀθωμανοῦ Καδῆ, ἑδρεύοντος εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας Κόρτζας, εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ ὁποίου ἐθεωρεῖτο ἡ πόλις ὑπαγομένη, καὶ πρὸς ὃν ἡ πόλις ἐχορήγει κατ’ ἀποκοπὴν ποσότητά τινα χρημάτων.
Το καθεστώς της αυτοδιοίκησης δημιουργούσε τις εσωτερικές συνθήκες μιας σχεδόν ανεξάρτητης «πόλης-κράτους», που έτεινε να μεταβληθεί στο κέντρο του ορθόδοξου και βλαχόφωνου ελληνισμού στην ανατολική Βόρεια Ήπειρο. Ωστόσο, από αυτή την ημιανεξάρτητη εμποροβιομηχανική πόλη, που βρισκόταν στη φάση μετασχηματισμού της βιοτεχνίας σε «βιομηχανική» παραγωγή, έλειπε «κάτι», η πολιτική αυτονομία και το απαραίτητο παρακολούθημά της, η στρατιωτική ισχύς.
Το 1760, 36 χωριά του Πωγωνίου, πιεζόμενα από τη φορολογία, εξισλαμίσθηκαν μέσα σε μία ημέρα και εφόρμησαν στις γύρω περιοχές για να τις λεηλατήσουν. Την ίδια εποχή, ολόκληρο διαμέρισμα της βόρειας Μακεδονίας εξώμοσε, μαζί με τον επίσκοπο, την ημέρα της Αναστάσεως. Έτσι, η Μοσχόπολη απέμεινε περιστοιχιζόμενη από μια μουσουλμανική θάλασσα. Παρ’ όλα ταύτα όμως, και μόνη η παρουσία της, με τα μεγάλα πληθυσμιακά μεγέθη και με τον πλούτο της, θα μπορούσε, δυνητικά, να δημιουργήσει τον πυρήνα της επανελληνοποίησης της περιοχής και της συγκράτησης των ορθόδοξων πληθυσμών. Γι’ αυτό και η οθωμανική διοίκηση δείχνει μια χαρακτηριστική αδιαφορία στις επανειλημμένες επικλήσεις των κατοίκων για προστασία και στοιχειώδη αστυνόμευση.
Έτσι, ένας από τους παράγοντες της αρχικής αυτονομίας και της ακμής της, η έλλειψη τουρκικής παρουσίας και σημαντικού μουσουλμανικού και εβραϊκού πληθυσμού, απέβη εν τέλει αρνητικός και ίσως καθοριστικός για την επιβίωση της πόλης, διότι οι τουρκικές αρχές αδιαφορούσαν για την τύχη της και ίσως ακόμα και να εύχονταν την καταστροφή της.
Επιπροσθέτως, οι συγκρούσεις γύρω από τη διοίκηση της πόλης, μεταξύ των «αρχόντων», καθώς και ανάμεσα στις συντεχνίες, όπως και οι διεκδικήσεις των εργατών, που ζητούσαν αύξηση των ημερομισθίων, πήραν ενδημικό χαρακτήρα, ενώ έχει καταγραφεί η δολοφονία προεστώτων και μεγαλεμπόρων μέσα στο ίδιο το μοναστήρι του Προδρόμου, κατά την εορτή της Διακαινησίμου. Οι διαφορετικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις υποχρεώνονταν να καταφεύγουν σε ιδιωτικές ένοπλες δυνάμεις, συνήθως αποτελούμενες από Τουρκαλβανούς, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο διείσδυσαν και επισήμως στο εσωτερικό της πόλης. Η ανυπόφορη κατάσταση οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στην απόφαση της οριστικής και πρωτοφανούς μετοικεσίας μιας ολόκληρης πόλης.
Παράλληλα με τη Μοσχόπολη, την ίδια τύχη, της ολοκληρωτικής διάλυσης, είχαν και πολλές άλλες κωμοπόλεις και χωριά της Βορείου Ηπείρου, των οποίων οι κάτοικοι μετανάστευσαν, όπως η Νικολίτσα, το Λινοτόπι, η Σιπίσκα, η Νίτσα, το Μπιθικούκι, η Μπόρια, το Γκάμπροβο, η Πολένα, η Γράμμοστα κ.ά. Αναφέρεται από ορισμένους συγγραφείς ο υπερβολικός μάλλον αριθμός των 150.000 εκπατρισθέντων εξ αιτίας των διώξεων των Τουρκαλβανών, ορισμένες μάλιστα προηγούνται της καταστροφής της Μοσχόπολης, όπως συνάγεται και από σχετικό σουλτανικό φιρμάνι του 1767.
Έτσι, η αστική τάξη της Μοσχόπολης δεν θα κατορθώσει να μετασχηματιστεί σε μια εγχώρια βιομηχανική αστική τάξη, αλλά θα εκπατριστεί και θα επιβιώσει ως εμπορική-μεταπρατική ή θα μετασχηματιστεί σε βιομηχανική, στην… Αυστρία. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, θα εξαλειφθεί ριζικά και τελεσίδικα ένα βιοτεχνικό-βιομηχανικό παραγωγικό κέντρο στην καρδιά της Βορείου Ηπείρου. Εν τέλει, δε, την παραγωγική και ελληνική Μοσχόπολη θα αντικαταστήσει μια μεταπρατική «μητρόπολη», η Θεσσαλονίκη, με την πανσπερμία του πληθυσμού της και την έντονη παρουσία των δυτικών προξενείων και παροικιών.
Η πιο εμβληματική περίπτωση μιας πόλης που σαν μετέωρο ανέβηκε στο στερέωμα του ελληνισμού, κατά τον 18ο αιώνα, και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς εξ αιτίας των επιδρομών των τουρκο-αλβανικών συμμοριών, υπήρξε η Μοσχόπολη, η «Αθήνα της Τουρκοκρατίας», σύμφωνα με τον Φάνη Μιχαλόπουλο. Η περίπτωσή της είναι, ίσως, η πλέον χαρακτηριστική και ενδεικτική των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο βιοτεχνικο-μικροϊδιοκτητικός, υπό ανάδυσιν, πρωτο-καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, απέναντι στον «ληστρικό τρόπο παραγωγής».
Η Μοσχόπολη βρίσκεται στη Βόρειο Ήπειρο, δυτικά της Κορυτσάς, σε ένα λεκανοπέδιο με υψόμετρο 1.200 μέτρα. Στα μέσα του 18ου αιώνα, ήταν ίσως το μεγαλύτερο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο του ελλαδικού χώρου, με 8.000 σπίτια, με πληθυσμό άνω των 40.000 κατοίκων και φημισμένα εργαστήρια ταπητουργίας, υφαντουργίας, χαλκουργίας και χρυσοχοΐας. Η πόλη εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά από τους κατοίκους της στα 1769 και μεταβλήθηκε σε «πόλη-φάντασμα», εξ αιτίας των αλλεπάλληλων επιδρομών των «Τουρκαλβανών».
Παρότι ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα –γύρω στα 1500–, είχε ξεπεράσει και τα ίδια τα Γιάννινα, μεταθέτοντας το κέντρο του ηπειρωτικού ελληνισμού βορειότερα, εντάσσοντας τους βλαχόφωνους Έλληνες σε μια ανοδική πορεία οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης. Από εδώ κατάγονται μεγάλοι έμποροι όπως ο Σίνας, ο Καζαντζής κ.ά., εδώ θα δημιουργηθεί η περίφημη σχολή που θα ονομαστεί «Νέα Ακαδήμεια», καθώς και τυπογραφείο, γύρω στα 1730. Και όμως, το 1769, με την ευκαιρία του ρωσο-τουρκικού Πολέμου του 1768, στίφη ατάκτων Τουρκαλβανών θα καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και το σύνολο του πληθυσμού θα μεταναστεύσει. Η οικογένεια Σίνα θα μετεγκατασταθεί στην Αυστρία και αρκετοί από τους αστούς της πόλης θα στραφούν σε εμπορο-χρηματικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, στη Γεωγραφία Νεωτερική, «Πρωτύτερα ἡ πόλι δὲν ἦταν τίποτε. Οἱ Βοσκοπολῖται ἔχουν ἐκ παραδόσεως, πὼς ἦταν μόνο δεκὰξ καλύβαις βοσκῶν ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ ὀνομάστηκε Βοσκόπολι». Η καθυστερημένη δημιουργία και ανάπτυξη της πόλεως, μετά την τουρκική κατάκτηση, καθώς και ο πρωτογενώς κτηνοτροφικός χαρακτήρας της την έκαναν εξ αρχής μια πόλη χωρίς τουρκική παρουσία. Οι κάτοικοι, αφού πλούτισαν ως κτηνοτρόφοι, άρχισαν να επεξεργάζονται τα μαλλιά και δημιούργησαν αρχικώς οικοτεχνία και στη συνέχεια βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων τέλος, με καραβάνια εγκαινίασαν το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, ενώ «αἱ γυναῖκες αὐτῶν περικνημίδων καὶ περιποδίων ἦσαν ἄρισται πλέκτριαι», και οι καπότες, οι τσόχες, οι φανέλες που κατασκεύαζαν ήταν περιζήτητες. Σταδιακώς, εγκαταστάθηκαν στην πόλη Έλληνες, βλαχόφωνοι και ελληνόφωνοι, καθώς και Αλβανοί από όλη τη Μακεδονία και την Ήπειρο, για να διαφύγουν τους εξισλαμισμούς, οι δε κάτοικοι του Μετσόβου και του Σκαμνελίου δημιούργησαν δικούς τους συνοικισμούς (Μετσοβίτ μαχαλεσί και Σκαμνελίτ μαχαλεσί). Ο Πουκεβίλ αναφέρει πως η πόλη είχε περίπου 12.000 σπίτια και 60.000 πληθυσμό, δηλαδή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από τα Ιωάννινα των 20.000 και ανάλογου μεγέθους με τη Θεσσαλονίκη. Ο Αραβαντινός την περιγράφει ως «το μέγιστον των εμπορικών κέντρων απάσης της Ιλλυρικής χερσοννήσου». Αυτόπτης που τύπωσε γεωγραφία της Ελλάδας, το 1826, μιλάει για 40.000 πληθυσμό. Τον ίδιο αριθμό δίνει και ο Κούμας, καθώς και ο Λωρέντης και ο Leake. Ο Κουτσονίκας, στην Ιστορία του, παρουσιάζει σε λίγες σελίδες μια γενική εικόνα της Μοσχόπολης:
Ἁπάντων τούτων τῶν συνοικισμῶν ἐξέχουσα ἦν ἡ περίφημος μεγαλούπολις, Μοσχόπολις, ἥτις περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ 18 αἰῶνος ἤνθει καὶ ὑπῆρχεν εἰς τὸν κολοφῶνα τοῦ πλούτου τῆς Βιομηχανίας καὶ τοῦ ἐμπορίου, ἔχουσα περὶ τὰς 12 χιλιάδας οἰκογενειῶν ἐν γένει χριστιανῶν, πεντήκοντα συντεχνείας, Γυμνάσιον ἐντελέστατον, εἰς ὃ παρεδίδοντο τὰ ὑψηλότερα μαθήματα καὶ διάφοροι γλῶσσαι εἶχον προσέτι Τυπογραφεῖον [...]. Εἶχε δὲ προσέτι ἐργοστάσια ἐριούχων καὶ τοὺς λαμπροτάτους ἱεροὺς Ναούς, οἷοι οὐδαμοῦ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας ὑπάρχουν [...].
Εἰς τὴν πόλιν ταύτην εἶχε μεταφέρει τὴν καθέδραν του ὁ δι’ Ἰουστιανίου Δόγματος διατελῶν ἀνεξάρτητος ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρηδῶν πρῶτος Ἰουστιανὸς ἔχων ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν του δώδεκα Μητροπολίτας καὶ ἐννέα Ἐπισκόπους καὶ τὸ προνόμιον τοῦ ὑπογράφεσθαι διὰ πρασίνης μελάνης.
Η «Ακαδημία» απετέλεσε το απόγειο και ταυτόχρονα το κύκνειο άσμα των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων της πόλης, οι οποίες είχαν αρχίσει σε συστηματική κλίμακα ήδη από τις αρχές του 18ου αι. Η Μοσχόπολη υπήρξε, κατά ορισμένους μελετητές, η πρώτη πόλη του ελληνικού κόσμου που φιλοξένησε «ανώτερη σχολή», πριν από τις σχολές των Ιωαννίνων ή την Αθωνιάδα. Από το 1748, όταν ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο μαθητής του Βούλγαρι Θεόδωρος Καβαλλιώτης, εισήγαγε και νέο πρόγραμμα σπουδών, σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις.
Η πόλη υπαγόταν αρχικώς στη δικαιοδοσία της Βαλιδέ Σουλτάνας, γεγονός που της εξασφάλισε την απαγόρευση εγκατάστασης μουσουλμάνων στην πόλη, καθώς και την σχεδόν πλήρη αυτοδιοίκησή της, ακόμα και όταν επιγενέστερα πέρασε στη δικαιοδοσία του σιληχτάρη του Σουλτάνου. Συνεχίζει ο Κουτσονίκας:
Ἡ πόλις ἧτο διηρημένη εἰς ἓξ συνοικίας, συγκειμένης ἐκ δισχιλίων οἰκογενειῶν ἑκάστης ἐφ’ ἑκάστης συνοικίας διωρίζετο κατ’ ἔτος ὑπὸ τῆς κοινότητος εἷς προεστώς οὗτος δὲ εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔτους ἔδιδε λόγον τῆς διαχειρήσεώς του καὶ ἀντικαθίστατο ὑπ’ ἄλλου. Ἐπὶ τῶν ἓξ τούτων προεστώτων διωρίζετο, ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, διὰ Σουλτανικοῦ διατάγματος, προτάσει, ἐννοεῖται, τοῦ πρωτοσπαθαρίου, εἷς Μέγας Ἄρχων, ἢ ὡς ὠνομάζετο τουρκιστὶ Ναζίρης. [...] Μόνον αἱ ἐγκληματικαὶ ὑποθέσεις ἐδικάζοντο ἐνώπιον τοῦ μισθωτοῦ Ἀγᾶ, ἀρχηγοῦ τῆς στρατιωτικῆς πρὸς φρούρησιν δυνάμεως, ὅστις ὢν ἐπὶ κεφαλῆς τριακοσίων στρατιωτῶν ἐφρούρει τὴν πόλιν σπανίως δὲ ὑποθέσεις τινὲς ἐφέροντο ἐνώπιον τοῦ Ὀθωμανοῦ Καδῆ, ἑδρεύοντος εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας Κόρτζας, εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ ὁποίου ἐθεωρεῖτο ἡ πόλις ὑπαγομένη, καὶ πρὸς ὃν ἡ πόλις ἐχορήγει κατ’ ἀποκοπὴν ποσότητά τινα χρημάτων.
Το καθεστώς της αυτοδιοίκησης δημιουργούσε τις εσωτερικές συνθήκες μιας σχεδόν ανεξάρτητης «πόλης-κράτους», που έτεινε να μεταβληθεί στο κέντρο του ορθόδοξου και βλαχόφωνου ελληνισμού στην ανατολική Βόρεια Ήπειρο. Ωστόσο, από αυτή την ημιανεξάρτητη εμποροβιομηχανική πόλη, που βρισκόταν στη φάση μετασχηματισμού της βιοτεχνίας σε «βιομηχανική» παραγωγή, έλειπε «κάτι», η πολιτική αυτονομία και το απαραίτητο παρακολούθημά της, η στρατιωτική ισχύς.
Το 1760, 36 χωριά του Πωγωνίου, πιεζόμενα από τη φορολογία, εξισλαμίσθηκαν μέσα σε μία ημέρα και εφόρμησαν στις γύρω περιοχές για να τις λεηλατήσουν. Την ίδια εποχή, ολόκληρο διαμέρισμα της βόρειας Μακεδονίας εξώμοσε, μαζί με τον επίσκοπο, την ημέρα της Αναστάσεως. Έτσι, η Μοσχόπολη απέμεινε περιστοιχιζόμενη από μια μουσουλμανική θάλασσα. Παρ’ όλα ταύτα όμως, και μόνη η παρουσία της, με τα μεγάλα πληθυσμιακά μεγέθη και με τον πλούτο της, θα μπορούσε, δυνητικά, να δημιουργήσει τον πυρήνα της επανελληνοποίησης της περιοχής και της συγκράτησης των ορθόδοξων πληθυσμών. Γι’ αυτό και η οθωμανική διοίκηση δείχνει μια χαρακτηριστική αδιαφορία στις επανειλημμένες επικλήσεις των κατοίκων για προστασία και στοιχειώδη αστυνόμευση.
Έτσι, ένας από τους παράγοντες της αρχικής αυτονομίας και της ακμής της, η έλλειψη τουρκικής παρουσίας και σημαντικού μουσουλμανικού και εβραϊκού πληθυσμού, απέβη εν τέλει αρνητικός και ίσως καθοριστικός για την επιβίωση της πόλης, διότι οι τουρκικές αρχές αδιαφορούσαν για την τύχη της και ίσως ακόμα και να εύχονταν την καταστροφή της.
Επιπροσθέτως, οι συγκρούσεις γύρω από τη διοίκηση της πόλης, μεταξύ των «αρχόντων», καθώς και ανάμεσα στις συντεχνίες, όπως και οι διεκδικήσεις των εργατών, που ζητούσαν αύξηση των ημερομισθίων, πήραν ενδημικό χαρακτήρα, ενώ έχει καταγραφεί η δολοφονία προεστώτων και μεγαλεμπόρων μέσα στο ίδιο το μοναστήρι του Προδρόμου, κατά την εορτή της Διακαινησίμου. Οι διαφορετικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις υποχρεώνονταν να καταφεύγουν σε ιδιωτικές ένοπλες δυνάμεις, συνήθως αποτελούμενες από Τουρκαλβανούς, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο διείσδυσαν και επισήμως στο εσωτερικό της πόλης. Η ανυπόφορη κατάσταση οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στην απόφαση της οριστικής και πρωτοφανούς μετοικεσίας μιας ολόκληρης πόλης.
Παράλληλα με τη Μοσχόπολη, την ίδια τύχη, της ολοκληρωτικής διάλυσης, είχαν και πολλές άλλες κωμοπόλεις και χωριά της Βορείου Ηπείρου, των οποίων οι κάτοικοι μετανάστευσαν, όπως η Νικολίτσα, το Λινοτόπι, η Σιπίσκα, η Νίτσα, το Μπιθικούκι, η Μπόρια, το Γκάμπροβο, η Πολένα, η Γράμμοστα κ.ά. Αναφέρεται από ορισμένους συγγραφείς ο υπερβολικός μάλλον αριθμός των 150.000 εκπατρισθέντων εξ αιτίας των διώξεων των Τουρκαλβανών, ορισμένες μάλιστα προηγούνται της καταστροφής της Μοσχόπολης, όπως συνάγεται και από σχετικό σουλτανικό φιρμάνι του 1767.
Έτσι, η αστική τάξη της Μοσχόπολης δεν θα κατορθώσει να μετασχηματιστεί σε μια εγχώρια βιομηχανική αστική τάξη, αλλά θα εκπατριστεί και θα επιβιώσει ως εμπορική-μεταπρατική ή θα μετασχηματιστεί σε βιομηχανική, στην… Αυστρία. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, θα εξαλειφθεί ριζικά και τελεσίδικα ένα βιοτεχνικό-βιομηχανικό παραγωγικό κέντρο στην καρδιά της Βορείου Ηπείρου. Εν τέλει, δε, την παραγωγική και ελληνική Μοσχόπολη θα αντικαταστήσει μια μεταπρατική «μητρόπολη», η Θεσσαλονίκη, με την πανσπερμία του πληθυσμού της και την έντονη παρουσία των δυτικών προξενείων και παροικιών.
Τα Αμπελάκια, άνοδος και πτώση της εγχώριας μανιφακτούρας
Τα Αμπελάκια αποτελούν την πιο χαρακτηριστική περίπτωση μιας εγχώριας βιοτεχνικής δραστηριότητας, που επιχείρησε να μετασχηματιστεί σε «μανιφακτούρα» και να θέσει τις βάσεις μιας γηγενούς δευτερογενούς παραγωγής, αλλά θα συντριβεί κάτω από τον ανταγωνισμό της αναπτυσσόμενης δυτικής βιομηχανίας.
Τον 17ο αι., αρχίζει η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της οικοτεχνίας των ορεινών κοινοτήτων, ο πληθυσμός των οποίων αρχίζει να ενισχύεται, ενώ διαμορφώνονται και οι παροικίες του εξωτερικού. Παράλληλα δε, ενισχύεται η εμπορευματική παραγωγή αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών σε μαλλί, ξυλεία, σιτηρά, βαμβάκι, καπνό, κορινθιακή σταφίδα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πεδιάδες.
Ο Κωστής Μοσκώφ –ο μόνος Έλληνας διανοητής που συνέλαβε σε όλες της τις διαστάσεις του τη σημασία του φαινομένου– γράφει χαρακτηριστικά:
Μια παραγωγική εμπορευματική δραστηριότητα διασώζεται ανάμεσα στον 16ο και 18ο αι., στον ελεύθερο από τα αντικίνητρα του οθωμανικού φεουδαλισμού νεοεποικισμένο ορεινό χώρο, ή στις όμοιας ιστορικής γένεσης νησιώτικες κοινωνίες του Αιγαίου, αποκλειστικά σχεδόν εκεί. [...] Η οικονομική ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας έχει διασπαστεί τώρα: Οι αστικές σχέσεις αναπτύσσονται στα εμπορευματικά βουνίσια αυτά κέντρα, διεισδύουν σταδιακά στην περίοική τους αγροτιά, δεν διοχετεύονται όμως και προς τον φεουδαλοποιημένο πεδινό χώρο.
Όχι ότι μια ανάπτυξη της οικονομίας δεν πραγματοποιείται και στα μέρη αυτά. Οι καινούργιες καλλιέργειες, η σταφίδα κυρίως, αλλά και το βαμβάκι, ο καπνός, το καλαμπόκι, ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ολοένα ζήτηση της Ευρώπης, κι έτσι η παραγωγή αυξάνεται σημαντικά από τα τέλη του 17ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο σαν σύνολο.
Η εξαγωγική δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί δίνει στους εξαγωγείς, μεγάλους φεουδαλικούς άρχοντες κυρίως, και στην κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό εισόδημα σε νόμισμα «σκληρό», ευρωπαϊκό, αλλά στην τέτοια οικονομική διαδικασία οι καλλιεργητές ελάχιστα θα συμμετέχουν.
Έτσι, η μεταποιητική δραστηριότητα θα «ξεφύγει» σταδιακά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από τα παραδοσιακά παραγωγικά βιοτεχνικά κέντρα της Αυτοκρατορίας, και θα μετακινηθεί σε νέα κέντρα, μακριά από τον άμεσο έλεγχο των Τούρκων και από τον δυτικό ανταγωνισμό, στα ορεινά κέντρα και στη ναυτιλία, στα απομονωμένα νησιά. Αυτή η χωροταξική μετακίνηση θα σηματοδοτήσει και τη συρρίκνωση του παραγωγικού ρόλου των Εβραίων της Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή μεταπήδησή τους στις εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Ενώ, μετά την εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, η τελευταία είχε μεταβληθεί, ήδη από το 1500, «στο μεγάλο υφαντήριο, τον αργαλειό του Λεβάντε», αντίθετα, μετά το 1720, ο παραγωγικός χαρακτήρας της πόλης υποχωρεί και ενισχύεται ο εμπορικός – μεταπρατικός, και η Θεσσαλονίκη γίνεται το δεύτερο μετά τη Σμύρνη κέντρο του εξωτερικού εμπορίου, σε βάρος του Σεράγεβου, του Μοναστηρίου, της Σόφιας, της Μοσχόπολης.
Γύρω στα 1800, η γεωγραφία της υφαντουργικής παραγωγής στη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία έχει μεταβληθεί ριζικά από μια συνολική παραγωγή αξίας 9-10 εκατομ. χρυσών φράγκων, ο Τύρναβος παράγει προϊόντα 3 εκατ., τα Αμπελάκια 1,7, η Βέροια 1,6, και μόλις το ίδιο η Θεσσαλονίκη το μεγαλύτερο μέρος του βαμβακιού της Μακεδονίας εξάγεται, ενώ τα βιοτεχνικά κέντρα καταναλώνουν το 40% – 6 εκατ. χρυσά φράγκα. Το βαμβάκι της πεδιάδας των Σερρών έφθανε στις 70.000 μπάλες των 100 οκάδων (αξίας περίπου 7.000.000 πιάστρων). Από το ποσό αυτό, οι 50.000 μπάλες εξάγονται –30.000 στη Γερμανία, 12.000 στη Γαλλία κ.λπ.– 10.000 μπάλες χρησιμοποιούνται από τους ντόπιους (ιδιαίτερα για τα παπλώματα, τους σοφάδες, τα μαξιλάρια) και 10.000 μπάλες μετατρέπονται σε νήμα, από τις 20.000 μπάλες που μεταποιούνται σε νήμα στο σύνολο των περιοχών.
Στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου αναπτύχθηκαν τα τσιφλίκια, είχαμε μείωση ή στασιμότητα του πληθυσμού, μεταξύ 1520 και 1820, σε αντίθεση με άλλες περιοχές:
Τα Αμπελάκια αποτελούν την πιο χαρακτηριστική περίπτωση μιας εγχώριας βιοτεχνικής δραστηριότητας, που επιχείρησε να μετασχηματιστεί σε «μανιφακτούρα» και να θέσει τις βάσεις μιας γηγενούς δευτερογενούς παραγωγής, αλλά θα συντριβεί κάτω από τον ανταγωνισμό της αναπτυσσόμενης δυτικής βιομηχανίας.
Τον 17ο αι., αρχίζει η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της οικοτεχνίας των ορεινών κοινοτήτων, ο πληθυσμός των οποίων αρχίζει να ενισχύεται, ενώ διαμορφώνονται και οι παροικίες του εξωτερικού. Παράλληλα δε, ενισχύεται η εμπορευματική παραγωγή αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών σε μαλλί, ξυλεία, σιτηρά, βαμβάκι, καπνό, κορινθιακή σταφίδα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πεδιάδες.
Ο Κωστής Μοσκώφ –ο μόνος Έλληνας διανοητής που συνέλαβε σε όλες της τις διαστάσεις του τη σημασία του φαινομένου– γράφει χαρακτηριστικά:
Μια παραγωγική εμπορευματική δραστηριότητα διασώζεται ανάμεσα στον 16ο και 18ο αι., στον ελεύθερο από τα αντικίνητρα του οθωμανικού φεουδαλισμού νεοεποικισμένο ορεινό χώρο, ή στις όμοιας ιστορικής γένεσης νησιώτικες κοινωνίες του Αιγαίου, αποκλειστικά σχεδόν εκεί. [...] Η οικονομική ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας έχει διασπαστεί τώρα: Οι αστικές σχέσεις αναπτύσσονται στα εμπορευματικά βουνίσια αυτά κέντρα, διεισδύουν σταδιακά στην περίοική τους αγροτιά, δεν διοχετεύονται όμως και προς τον φεουδαλοποιημένο πεδινό χώρο.
Όχι ότι μια ανάπτυξη της οικονομίας δεν πραγματοποιείται και στα μέρη αυτά. Οι καινούργιες καλλιέργειες, η σταφίδα κυρίως, αλλά και το βαμβάκι, ο καπνός, το καλαμπόκι, ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ολοένα ζήτηση της Ευρώπης, κι έτσι η παραγωγή αυξάνεται σημαντικά από τα τέλη του 17ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο σαν σύνολο.
Η εξαγωγική δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί δίνει στους εξαγωγείς, μεγάλους φεουδαλικούς άρχοντες κυρίως, και στην κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό εισόδημα σε νόμισμα «σκληρό», ευρωπαϊκό, αλλά στην τέτοια οικονομική διαδικασία οι καλλιεργητές ελάχιστα θα συμμετέχουν.
Έτσι, η μεταποιητική δραστηριότητα θα «ξεφύγει» σταδιακά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από τα παραδοσιακά παραγωγικά βιοτεχνικά κέντρα της Αυτοκρατορίας, και θα μετακινηθεί σε νέα κέντρα, μακριά από τον άμεσο έλεγχο των Τούρκων και από τον δυτικό ανταγωνισμό, στα ορεινά κέντρα και στη ναυτιλία, στα απομονωμένα νησιά. Αυτή η χωροταξική μετακίνηση θα σηματοδοτήσει και τη συρρίκνωση του παραγωγικού ρόλου των Εβραίων της Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή μεταπήδησή τους στις εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Ενώ, μετά την εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, η τελευταία είχε μεταβληθεί, ήδη από το 1500, «στο μεγάλο υφαντήριο, τον αργαλειό του Λεβάντε», αντίθετα, μετά το 1720, ο παραγωγικός χαρακτήρας της πόλης υποχωρεί και ενισχύεται ο εμπορικός – μεταπρατικός, και η Θεσσαλονίκη γίνεται το δεύτερο μετά τη Σμύρνη κέντρο του εξωτερικού εμπορίου, σε βάρος του Σεράγεβου, του Μοναστηρίου, της Σόφιας, της Μοσχόπολης.
Γύρω στα 1800, η γεωγραφία της υφαντουργικής παραγωγής στη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία έχει μεταβληθεί ριζικά από μια συνολική παραγωγή αξίας 9-10 εκατομ. χρυσών φράγκων, ο Τύρναβος παράγει προϊόντα 3 εκατ., τα Αμπελάκια 1,7, η Βέροια 1,6, και μόλις το ίδιο η Θεσσαλονίκη το μεγαλύτερο μέρος του βαμβακιού της Μακεδονίας εξάγεται, ενώ τα βιοτεχνικά κέντρα καταναλώνουν το 40% – 6 εκατ. χρυσά φράγκα. Το βαμβάκι της πεδιάδας των Σερρών έφθανε στις 70.000 μπάλες των 100 οκάδων (αξίας περίπου 7.000.000 πιάστρων). Από το ποσό αυτό, οι 50.000 μπάλες εξάγονται –30.000 στη Γερμανία, 12.000 στη Γαλλία κ.λπ.– 10.000 μπάλες χρησιμοποιούνται από τους ντόπιους (ιδιαίτερα για τα παπλώματα, τους σοφάδες, τα μαξιλάρια) και 10.000 μπάλες μετατρέπονται σε νήμα, από τις 20.000 μπάλες που μεταποιούνται σε νήμα στο σύνολο των περιοχών.
Στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου αναπτύχθηκαν τα τσιφλίκια, είχαμε μείωση ή στασιμότητα του πληθυσμού, μεταξύ 1520 και 1820, σε αντίθεση με άλλες περιοχές:
1520 1820
Πελοπόννησος 300 504
Ρούμελη 128 320
Κυκλάδες
και Αργοσαρωνικός 60 180
Ιόνια νησιά 100 180
Θεσσαλία 353 200
Μακεδονία 500 500
Ήπειρος 165 250
Αρχιπέλαγος 100 210
Κρήτη 300 180
Θράκη 50 70
ΣΥΝΟΛΟ 2.056 2.594
Ρούμελη 128 320
Κυκλάδες
και Αργοσαρωνικός 60 180
Ιόνια νησιά 100 180
Θεσσαλία 353 200
Μακεδονία 500 500
Ήπειρος 165 250
Αρχιπέλαγος 100 210
Κρήτη 300 180
Θράκη 50 70
ΣΥΝΟΛΟ 2.056 2.594
Η επέκταση των τσιφλικιών σε βάρος της δημόσιας γης επέτεινε την οικονομική επιβάρυνση των αγροτών, που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στους γαιοκτήμονες το 20-25% της παραγωγής, εκτός από το 28%, που κατέβαλλαν στο κράτος:
Η διάσπαση όμως κατά κάποιο τρόπο του ελλαδικού χώρου σε πεδινό, όπου έτεινε να κυριαρχήσει η τάση της «φεουδαρχοποίησης», και σε ορεινό, όπου υπερίσχυε η τάση της εμπορευματοποίησης, είχε ως αποτέλεσμα να απομακρύνει και να επιβραδύνει τις διαδικασίες διαμόρφωσης σ’ αυτόν μιας δυναμικής και ευρύτερης εσωτερικής αγοράς.
Ο ελληνικός κόσμος αναπτύσσεται σύμφωνα με τρεις πόλους. Έναν βορειοελλαδικό (Γιάννενα, Πήλιο, Θεσσαλονίκη) βιοτεχνικού χαρακτήρα, έναν νοτιοελλαδικό, ναυτιλιακό και εμπορομεσιτικό, και έναν κατ’ εξοχήν εμπορικό, τις παροικίες.
Έτσι, όταν, κατά τον 18ο αι., η ελληνική βιοτεχνική παραγωγή και η ναυτιλία θα βρουν πρόσφορο έδαφος για να επεκταθούν στο εξωτερικό, θα σημειωθεί μια πρωτοφανής έκρηξη της παραγωγής των βιοτεχνικών κέντρων. Ωστόσο, αυτή συμβαδίζει με την παράλληλη ενίσχυση της εμπορευματοποίησης αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών των μουσουλμάνων αγάδων και των μεταπρατών εμπόρων, καθώς και την ενίσχυση των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων από τη Δύση. Όλος ο 18ος και οι αρχές του 19ου αι. αποτελούν μία περίοδο «ανταγωνισμού» μεταξύ των βιοτεχνικών κέντρων, από τη μια, και των εξαγωγικών εμπορευματικών καλλιεργειών και των μεταπρατικών δραστηριοτήτων από την άλλη, που θα οδηγήσει, στη δεκαετία του 1810, μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και την ανάδυση της βιομηχανικής κυριαρχίας της Αγγλίας, στην ήττα της μεταποιητικής δραστηριότητας και στην κρίση των ορεινών παραγωγικών κέντρων, που είχαν «υπερεπεκταθεί» εξαγωγικά και επομένως εξαρτώνταν από την εξωτερική συγκυρία. Στα 1800, η βιοτεχνία απασχολεί «ένα σύνολο 40.000-50.000 ατόμων και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγότερο 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος κυμαινόμενο από 12% ως 30%».
Η διάσπαση όμως κατά κάποιο τρόπο του ελλαδικού χώρου σε πεδινό, όπου έτεινε να κυριαρχήσει η τάση της «φεουδαρχοποίησης», και σε ορεινό, όπου υπερίσχυε η τάση της εμπορευματοποίησης, είχε ως αποτέλεσμα να απομακρύνει και να επιβραδύνει τις διαδικασίες διαμόρφωσης σ’ αυτόν μιας δυναμικής και ευρύτερης εσωτερικής αγοράς.
Ο ελληνικός κόσμος αναπτύσσεται σύμφωνα με τρεις πόλους. Έναν βορειοελλαδικό (Γιάννενα, Πήλιο, Θεσσαλονίκη) βιοτεχνικού χαρακτήρα, έναν νοτιοελλαδικό, ναυτιλιακό και εμπορομεσιτικό, και έναν κατ’ εξοχήν εμπορικό, τις παροικίες.
Έτσι, όταν, κατά τον 18ο αι., η ελληνική βιοτεχνική παραγωγή και η ναυτιλία θα βρουν πρόσφορο έδαφος για να επεκταθούν στο εξωτερικό, θα σημειωθεί μια πρωτοφανής έκρηξη της παραγωγής των βιοτεχνικών κέντρων. Ωστόσο, αυτή συμβαδίζει με την παράλληλη ενίσχυση της εμπορευματοποίησης αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών των μουσουλμάνων αγάδων και των μεταπρατών εμπόρων, καθώς και την ενίσχυση των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων από τη Δύση. Όλος ο 18ος και οι αρχές του 19ου αι. αποτελούν μία περίοδο «ανταγωνισμού» μεταξύ των βιοτεχνικών κέντρων, από τη μια, και των εξαγωγικών εμπορευματικών καλλιεργειών και των μεταπρατικών δραστηριοτήτων από την άλλη, που θα οδηγήσει, στη δεκαετία του 1810, μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και την ανάδυση της βιομηχανικής κυριαρχίας της Αγγλίας, στην ήττα της μεταποιητικής δραστηριότητας και στην κρίση των ορεινών παραγωγικών κέντρων, που είχαν «υπερεπεκταθεί» εξαγωγικά και επομένως εξαρτώνταν από την εξωτερική συγκυρία. Στα 1800, η βιοτεχνία απασχολεί «ένα σύνολο 40.000-50.000 ατόμων και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγότερο 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος κυμαινόμενο από 12% ως 30%».
Το εξαγωγικό θαύμα των Αμπελακίων
Τα Αμπελάκια δεν αποτελούσαν μια μεμονωμένη νησίδα βιοτεχνικής δραστηριότητας αλλά τμήμα ενός ευρύτερου βιοτεχνικού χώρου, που αγκάλιαζε το Πήλιο, τα χωριά του Κισσάβου και τον Όλυμπο, την Αγιά, τη Ραψάνη, με θαλάσσιες εξόδους στον Βόλο και το Τρίκερι, άμεσα συνδεδεμένου με τη ναυτική ανάπτυξη του Τρικερίου και της Σκοπέλου. Παραδόξως, και ένα σημαντικό πεδινό κέντρο, ο Τύρναβος, γύρω στα 1800, είχε μια βιομηχανική παραγωγή περίπου 3 εκατ. χρυσών φράγκων ετησίως, έναντι 1,7 εκατ. των Αμπελακίων. Δηλαδή, ο Τύρναβος, ακόμα και αυτή την περίοδο που έχει ήδη αρχίσει να παρακμάζει, αποτελεί σημαντικότερο παραγωγικό κέντρο από τα Αμπελάκια.
Ο Τύρναβος, χρονικά, προηγείται κατά πολύ των Αμπελακίων ως προς τη βιοτεχνική παραγωγή, ενώ δεν περιοριζόταν στην παραγωγή κόκκινων νημάτων, όπως τα Αμπελάκια, αλλά επί πλέον παρήγε και εμπορευόταν προϊόντα στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας, μεταξωτά και βαμβακερά. Η ετήσια παραγωγή αλατζάδων έφτανε τα 20.000-30.000 τόπια που εξάγονταν στο Λιβόρνο, την Τεργέστη, τη Μάλτα και σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου.
Τα γειτονικά χωριά προσέφεραν νήμα για τους αργαλειούς της πόλης, ενώ ένα μεγάλο μέρος της βαμμένης κλωστής πουλιόταν στα Αμπελάκια. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σχετικά ολοκληρωμένο κύκλωμα παραγωγής και εμπορευματοποίησης, από το βαμβάκι, που παρήγαν οι αγρότες του κάμπου, έως τη βαφή, τη νηματοποίηση, την ύφανση και τη μεταφορά – έναν «ενάρετο κύκλο» μιας ολοκληρωμένης βιοτεχνικής δραστηριότητας υπό μετεξέλιξη προς μια ολοκληρωμένη μανιφακτούρα. Ωστόσο, η εσωτερική ζήτηση θα παραμένει ασθενής και η πώληση των προϊόντων εξαρτιόταν αποφασιστικά από τις αγορές του εξωτερικού.
Ο Τύρναβος, που έφθασε να έχει 20.000 κατοίκους στα μέσα του 18ου αιώνα, είχε χαρακτηριστεί βακούφι ήδη από την ίδρυσή του, και υπαγόταν στον σερίφη της Μέκκας, γι’ αυτό οι κάτοικοι πλήρωναν μόνο το χαράτσι και τη δεκάτη και ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Επίσης απαγορεύονταν οι διελεύσεις στρατευμάτων. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να μην αναπτυχθούν μεγάλα τιμάρια και τσιφλίκια στην περιοχή και να συνεχίσει να υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό μικροϊδιοκτητών αγροτών, σε αντίθεση με τον λοιπό θεσσαλικό κάμπο. Επί πλέον, ο τουρκικός πληθυσμός παραμένει πάντα σχετικά ολιγάριθμος, μόλις 70 οικογένειες.
Ο οικισμός των Αμπελακίων δημιουργήθηκε γύρω στο 1550 και στήριξε την ανάπτυξή του στην παραγωγή και τη βαφή με κόκκινο χρώμα, από ερυθρόδανο (ριζάρι), νημάτων, ανάπτυξη που απογειώθηκε κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου και τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια του 19ου αι.
Το 1806, πέρασε από τα Αμπελάκια ένας από τους πιο αξιόπιστους περιηγητές, ο Άγγλος Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, ο οποίος γνώρισε τη βιοτεχνική κώμη στον κολοφώνα της ακμής της.
Οι Αμπελακιώτες ασχολούνται με την βαφή κόκκινων βαμβακερών νημάτων τα οποία στέλνουν, οδικώς, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία. Οι άρχοντες των Αμπελακίων διέμεναν αρκετά χρόνια στη χριστιανική Δύση, ομιλούν γερμανικά και, μολονότι είναι πολύ εμπορικοί στις ιδέες τους, είναι ευχάριστοι στους τρόπους τους και συγκριτικά πιο φωτισμένοι. Συντηρούν ένα ελληνικό σχολείο το οποίο φαίνεται πως σημειώνει καλή πρόοδο υπό την εποπτεία και υποστήριξη του εδρεύοντος εδώ επισκόπου. [...] Τα νήματα που βάφουν οι Αμπελακιώτες τα προμηθεύονται από όλη τη Θεσσαλία και γνέθονται εδώ από τις γυναίκες και τα παιδιά. Όλο το νήμα κατασκευάζεται με το αδράχτι. Το ριζάρι ή ερυθρόδανο, πιο λαϊκά αλιζάρι, το οποίο αποτελεί το βασικό συστατικό της βαφής, εισάγεται από τη Σμύρνη και τρίβεται εδώ σε μύλους που περιστρέφονται από άλογα. [...]
Κάθε χρόνο στέλλονται στη Γερμανία 150.000-200.000 οκάδες νημάτων, όπου χρησιμοποιούνται στα υφάσματα, από τα οποία μεγάλο μέρος στέλνεται στην Ισπανία, με προορισμό τις αποικίες της στην Αμερική. Λίγα νήματα βάφονται μπλε στα Αμπελάκια για να χρησιμοποιηθούν στους θεσσαλικούς αργαλειούς.[...] Πέρυσι [1805] διέτρεξαν όλες μεγάλο κίνδυνο εξαιτίας των πολλών πτωχεύσεων στη Βιέννη [...] και όλοι φοβούνται οικονομική κατάρρευση εάν πέσει και άλλο η αξία του αυστριακού νομίσματος.
Τα Αμπελάκια ήταν μια μικρή πόλη, εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην παραγωγή και την εμπορία νημάτων, στην οποία συμμετείχαν περίπου 4.500 άτομα εργαζόμενα στα βαφεία, τα νηματουργεία και τις υφαντουργικές δραστηριότητες, ενώ και αρκετοί αγρότες εργάζονταν στην παραγωγή του βαμβακιού. Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Φελίξ ντε Μπωζούρ, στην 12η έκθεσή του, στις 24 Ιουλίου 1797, που στέλνει στο Παρίσι, αναφέρει πως μοιάζει «μάλλον με κωμόπολη της Ολλανδίας παρά με χωριό της Τουρκίας»:
Το χωριό αυτό σκορπίζει, με τη βιοτεχνία του, την κίνηση και τη ζωή σε όλη τη γύρω χώρα και δημιουργεί ένα απέραντο εμπόριο που συνδέει τη Γερμανία με την Ελλάδα με χίλια νήματα. Ο πληθυσμός τους, που τριπλασιάστηκε εδώ και 15 χρόνια, ανέρχεται σήμερα σε τέσσερις χιλιάδες άτομα και όλος αυτός ο πληθυσμός ζει μέσα στα βαφεία. [...] Τα κακά και οι έγνοιες που γεννά η οκνηρία είναι άγνωστα. Κανένας Τούρκος δεν μπορεί να κατοικήσει ή να μείνει ανάμεσά τους και διοικούνται από τους πρωτόγερους και από τους δικούς τους άρχοντες. Δύο φορές οι αιμοβόροι Μουσουλμάνοι της Λάρισας [...] αποπειράθηκαν να σκαρφαλώσουν στα βουνά τους και να λεηλατήσουν τα σπίτια τους και δύο φορές αποκρούσθηκαν από χέρια, που άφησαν ξαφνικά τους αργαλειούς και οπλίστηκαν με μουσκέτα. Όλα τα χέρια, ακόμα και εκείνα των παιδιών, χρησιμοποιούνται στα βαφεία των Αμπελακίων και ενώ οι άνδρες βάφουν το βαμπάκι και οι γυναίκες το κλώθουν και το ετοιμάζουν. [...] Υπάρχουνε είκοσι τέσσερα εργαστήρια όπου βάφουν κάθε χρόνο δύο χιλιάδες πεντακόσιες μπάλες βαμπάκι των εκατό οκάδων η μπάλα. Τα κέρδη του μερίσματος του κάθε μετόχου ρυθμίστηκαν σε 10% τον χρόνο και το περίσσευμα αποφασίστηκε να αυξάνει το αρχικό κεφάλαιο, που έφτασε σε δυο χρόνια από εξακόσιες χιλιάδες πιάστρα σε ένα εκατομμύριο.
Αυτή η Κοινή Συντροφία αποτελούνταν από πολλές μικρότερες, οι οποίες δρούσαν χωριστά από τις άλλες και αποκλειστικά για τον εαυτό τους, και οι οποίες, ύστερα από συζητήσεις αρκετών ετών, κατά τη δεκαετία του 1770, αποφάσισαν να συνενωθούν σε μία και μόνη, την Κοινή Συντροφία. Έτσι, περίπου 80 έμποροι και άγνωστος αριθμός βαφειάδων από τα 24 βαφεία οδηγήθηκαν στην ίδρυση αυτής της ενιαίας επιχείρησης εμπόρων και παραγωγών, της Κοινής Συντροφίας και Αδελφότητας.
Η διαφορά ανάμεσα στο νέο παραγωγικό σύστημα των Αμπελακίων και στο αντίστοιχο παραδοσιακό του Τυρνάβου βρισκόταν στο γεγονός ότι όλοι οι εταίροι του πλούτου (σύντροφοι) είχαν μερίδιο στα αποτελέσματα, ανάλογο με τη μορφή και τη σημασία της δουλειάς τους. Γύρω από την κεντρική αυτή ομάδα εταίρων –εμπόρων και βαφειάδων– που ανήρχοντο σε 150-200 άτομα, εργαζόταν μια πολυπληθέστερη ομάδα εταίρων των οποίων η ευθύνη και η φερεγγυότητα εξαρτιόταν από την πρώτη ομάδα. Περαιτέρω, χιλιάδες άλλα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες, Αμπελακιώτες και κάτοικοι γειτονικών χωριών, εργάζονταν με μισθό, άλλοι σε μόνιμη βάση και άλλοι ως εποχιακοί. Τέλος, υπήρχαν μεταφορείς πρώτων υλών προς τα Αμπελάκια και μεταποιημένων προϊόντων προς τη Θεσσαλονίκη, την Κων/πολη, την Οδησσό, τη Βιέννη και άλλες περιοχές της Ευρώπης. Κύριο υποκατάστημα λειτουργούσε στη Βιέννη και μικρότερα σε διάφορες μεγαλουπόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και κρατών της Ευρώπης.
Το 1806, ο Γεώργιος Σβαρτς φυλακίζεται από τον Αλή πασά στα Γιάννενα, για μη πληρωμή φόρων και καταχρήσεις. Το 1807, με τους ναπολεόντειους πολέμους και τους αποκλεισμούς, πτωχεύει η Τράπεζα της Βιέννης, στην οποία η «Κοινή Συντροφία» έχει καταθέσεις 10 εκ. φράγκων. To 1812, διαλύεται η «Κοινή» και πάλι ο Γ. Σβαρτς φυλακίζεται στη Βιέννη για χρέη και κατάχρηση, ενώ, το 1814, η Συντροφία αγοράζει κλωστική μηχανή από την Αγγλία, για να μπορέσει να αντισταθεί στον αγγλικό ανταγωνισμό, η οποία όμως δεν επέπρωτο να λειτουργήσει ποτέ. Με τον θάνατο του Γ. Σβαρτς, το 1818, μοιάζει ωσάν να παίρνει τέλος μια εκπληκτική περίοδος άνθησης, που ήταν ταυτόχρονα και άνθηση του ορεινού βιοτεχνικού κόσμου, και η κοινότητα Αμπελακίων, από τα 20 ή 30 εκατομμύρια φράγκα κεφάλαια που διέθετε, κυρίως στις τράπεζες της Βιέννης –είδαμε ήδη τη χρεωκοπία της Τράπεζας της Βιέννης–, θα χάσει σταδιακώς το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου και θα βρεθεί, τον ίδιο χρόνο, το 1818, με ένα χρέος 86.000 γρόσια.
Η Γενική Συνέλευση της Συντροφίας, στο τέλος του χρόνου, κατένεμε τα κέρδη ως ακολούθως: Αφαιρούσε τους φόρους που χρωστούσε η κωμόπολη στους Τούρκους, καθώς και τα διάφορα έξοδα ένα σημαντικό χρηματικό ποσό προοριζόταν για τους φτωχούς, τους αρρώστους και τις οικογένειές τους. Τέλος, αφαιρούσαν τα έξοδα για τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα νοσοκομεία, τους δρόμους και μόνο μετά μοίραζαν τα υπόλοιπα κέρδη στους μερισματούχους, ανάλογα με τα μερίδιά τους.
Το Σχολείο είχε ιδρυθεί από το 1749 ως κοινό σχολείο και αναβαθμίστηκε από τον επίσκοπο Διονύσιο σε «Ελληνομουσείον», όπου δίδαξαν ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Σπυρίδων Ασάνης κ.ά. Παράλληλα, στα Αμπελάκια, λειτουργούσε θέατρο, ενώ αναφέρεται το ανέβασμα του έργου του Γερμανού Κοτσεμπούε, «Μισανθρωπία και Μετάνοια».
Τα Αμπελάκια δεν αποτελούσαν μια μεμονωμένη νησίδα βιοτεχνικής δραστηριότητας αλλά τμήμα ενός ευρύτερου βιοτεχνικού χώρου, που αγκάλιαζε το Πήλιο, τα χωριά του Κισσάβου και τον Όλυμπο, την Αγιά, τη Ραψάνη, με θαλάσσιες εξόδους στον Βόλο και το Τρίκερι, άμεσα συνδεδεμένου με τη ναυτική ανάπτυξη του Τρικερίου και της Σκοπέλου. Παραδόξως, και ένα σημαντικό πεδινό κέντρο, ο Τύρναβος, γύρω στα 1800, είχε μια βιομηχανική παραγωγή περίπου 3 εκατ. χρυσών φράγκων ετησίως, έναντι 1,7 εκατ. των Αμπελακίων. Δηλαδή, ο Τύρναβος, ακόμα και αυτή την περίοδο που έχει ήδη αρχίσει να παρακμάζει, αποτελεί σημαντικότερο παραγωγικό κέντρο από τα Αμπελάκια.
Ο Τύρναβος, χρονικά, προηγείται κατά πολύ των Αμπελακίων ως προς τη βιοτεχνική παραγωγή, ενώ δεν περιοριζόταν στην παραγωγή κόκκινων νημάτων, όπως τα Αμπελάκια, αλλά επί πλέον παρήγε και εμπορευόταν προϊόντα στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας, μεταξωτά και βαμβακερά. Η ετήσια παραγωγή αλατζάδων έφτανε τα 20.000-30.000 τόπια που εξάγονταν στο Λιβόρνο, την Τεργέστη, τη Μάλτα και σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου.
Τα γειτονικά χωριά προσέφεραν νήμα για τους αργαλειούς της πόλης, ενώ ένα μεγάλο μέρος της βαμμένης κλωστής πουλιόταν στα Αμπελάκια. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σχετικά ολοκληρωμένο κύκλωμα παραγωγής και εμπορευματοποίησης, από το βαμβάκι, που παρήγαν οι αγρότες του κάμπου, έως τη βαφή, τη νηματοποίηση, την ύφανση και τη μεταφορά – έναν «ενάρετο κύκλο» μιας ολοκληρωμένης βιοτεχνικής δραστηριότητας υπό μετεξέλιξη προς μια ολοκληρωμένη μανιφακτούρα. Ωστόσο, η εσωτερική ζήτηση θα παραμένει ασθενής και η πώληση των προϊόντων εξαρτιόταν αποφασιστικά από τις αγορές του εξωτερικού.
Ο Τύρναβος, που έφθασε να έχει 20.000 κατοίκους στα μέσα του 18ου αιώνα, είχε χαρακτηριστεί βακούφι ήδη από την ίδρυσή του, και υπαγόταν στον σερίφη της Μέκκας, γι’ αυτό οι κάτοικοι πλήρωναν μόνο το χαράτσι και τη δεκάτη και ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Επίσης απαγορεύονταν οι διελεύσεις στρατευμάτων. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να μην αναπτυχθούν μεγάλα τιμάρια και τσιφλίκια στην περιοχή και να συνεχίσει να υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό μικροϊδιοκτητών αγροτών, σε αντίθεση με τον λοιπό θεσσαλικό κάμπο. Επί πλέον, ο τουρκικός πληθυσμός παραμένει πάντα σχετικά ολιγάριθμος, μόλις 70 οικογένειες.
Ο οικισμός των Αμπελακίων δημιουργήθηκε γύρω στο 1550 και στήριξε την ανάπτυξή του στην παραγωγή και τη βαφή με κόκκινο χρώμα, από ερυθρόδανο (ριζάρι), νημάτων, ανάπτυξη που απογειώθηκε κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου και τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια του 19ου αι.
Το 1806, πέρασε από τα Αμπελάκια ένας από τους πιο αξιόπιστους περιηγητές, ο Άγγλος Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, ο οποίος γνώρισε τη βιοτεχνική κώμη στον κολοφώνα της ακμής της.
Οι Αμπελακιώτες ασχολούνται με την βαφή κόκκινων βαμβακερών νημάτων τα οποία στέλνουν, οδικώς, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία. Οι άρχοντες των Αμπελακίων διέμεναν αρκετά χρόνια στη χριστιανική Δύση, ομιλούν γερμανικά και, μολονότι είναι πολύ εμπορικοί στις ιδέες τους, είναι ευχάριστοι στους τρόπους τους και συγκριτικά πιο φωτισμένοι. Συντηρούν ένα ελληνικό σχολείο το οποίο φαίνεται πως σημειώνει καλή πρόοδο υπό την εποπτεία και υποστήριξη του εδρεύοντος εδώ επισκόπου. [...] Τα νήματα που βάφουν οι Αμπελακιώτες τα προμηθεύονται από όλη τη Θεσσαλία και γνέθονται εδώ από τις γυναίκες και τα παιδιά. Όλο το νήμα κατασκευάζεται με το αδράχτι. Το ριζάρι ή ερυθρόδανο, πιο λαϊκά αλιζάρι, το οποίο αποτελεί το βασικό συστατικό της βαφής, εισάγεται από τη Σμύρνη και τρίβεται εδώ σε μύλους που περιστρέφονται από άλογα. [...]
Κάθε χρόνο στέλλονται στη Γερμανία 150.000-200.000 οκάδες νημάτων, όπου χρησιμοποιούνται στα υφάσματα, από τα οποία μεγάλο μέρος στέλνεται στην Ισπανία, με προορισμό τις αποικίες της στην Αμερική. Λίγα νήματα βάφονται μπλε στα Αμπελάκια για να χρησιμοποιηθούν στους θεσσαλικούς αργαλειούς.[...] Πέρυσι [1805] διέτρεξαν όλες μεγάλο κίνδυνο εξαιτίας των πολλών πτωχεύσεων στη Βιέννη [...] και όλοι φοβούνται οικονομική κατάρρευση εάν πέσει και άλλο η αξία του αυστριακού νομίσματος.
Τα Αμπελάκια ήταν μια μικρή πόλη, εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην παραγωγή και την εμπορία νημάτων, στην οποία συμμετείχαν περίπου 4.500 άτομα εργαζόμενα στα βαφεία, τα νηματουργεία και τις υφαντουργικές δραστηριότητες, ενώ και αρκετοί αγρότες εργάζονταν στην παραγωγή του βαμβακιού. Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Φελίξ ντε Μπωζούρ, στην 12η έκθεσή του, στις 24 Ιουλίου 1797, που στέλνει στο Παρίσι, αναφέρει πως μοιάζει «μάλλον με κωμόπολη της Ολλανδίας παρά με χωριό της Τουρκίας»:
Το χωριό αυτό σκορπίζει, με τη βιοτεχνία του, την κίνηση και τη ζωή σε όλη τη γύρω χώρα και δημιουργεί ένα απέραντο εμπόριο που συνδέει τη Γερμανία με την Ελλάδα με χίλια νήματα. Ο πληθυσμός τους, που τριπλασιάστηκε εδώ και 15 χρόνια, ανέρχεται σήμερα σε τέσσερις χιλιάδες άτομα και όλος αυτός ο πληθυσμός ζει μέσα στα βαφεία. [...] Τα κακά και οι έγνοιες που γεννά η οκνηρία είναι άγνωστα. Κανένας Τούρκος δεν μπορεί να κατοικήσει ή να μείνει ανάμεσά τους και διοικούνται από τους πρωτόγερους και από τους δικούς τους άρχοντες. Δύο φορές οι αιμοβόροι Μουσουλμάνοι της Λάρισας [...] αποπειράθηκαν να σκαρφαλώσουν στα βουνά τους και να λεηλατήσουν τα σπίτια τους και δύο φορές αποκρούσθηκαν από χέρια, που άφησαν ξαφνικά τους αργαλειούς και οπλίστηκαν με μουσκέτα. Όλα τα χέρια, ακόμα και εκείνα των παιδιών, χρησιμοποιούνται στα βαφεία των Αμπελακίων και ενώ οι άνδρες βάφουν το βαμπάκι και οι γυναίκες το κλώθουν και το ετοιμάζουν. [...] Υπάρχουνε είκοσι τέσσερα εργαστήρια όπου βάφουν κάθε χρόνο δύο χιλιάδες πεντακόσιες μπάλες βαμπάκι των εκατό οκάδων η μπάλα. Τα κέρδη του μερίσματος του κάθε μετόχου ρυθμίστηκαν σε 10% τον χρόνο και το περίσσευμα αποφασίστηκε να αυξάνει το αρχικό κεφάλαιο, που έφτασε σε δυο χρόνια από εξακόσιες χιλιάδες πιάστρα σε ένα εκατομμύριο.
Αυτή η Κοινή Συντροφία αποτελούνταν από πολλές μικρότερες, οι οποίες δρούσαν χωριστά από τις άλλες και αποκλειστικά για τον εαυτό τους, και οι οποίες, ύστερα από συζητήσεις αρκετών ετών, κατά τη δεκαετία του 1770, αποφάσισαν να συνενωθούν σε μία και μόνη, την Κοινή Συντροφία. Έτσι, περίπου 80 έμποροι και άγνωστος αριθμός βαφειάδων από τα 24 βαφεία οδηγήθηκαν στην ίδρυση αυτής της ενιαίας επιχείρησης εμπόρων και παραγωγών, της Κοινής Συντροφίας και Αδελφότητας.
Η διαφορά ανάμεσα στο νέο παραγωγικό σύστημα των Αμπελακίων και στο αντίστοιχο παραδοσιακό του Τυρνάβου βρισκόταν στο γεγονός ότι όλοι οι εταίροι του πλούτου (σύντροφοι) είχαν μερίδιο στα αποτελέσματα, ανάλογο με τη μορφή και τη σημασία της δουλειάς τους. Γύρω από την κεντρική αυτή ομάδα εταίρων –εμπόρων και βαφειάδων– που ανήρχοντο σε 150-200 άτομα, εργαζόταν μια πολυπληθέστερη ομάδα εταίρων των οποίων η ευθύνη και η φερεγγυότητα εξαρτιόταν από την πρώτη ομάδα. Περαιτέρω, χιλιάδες άλλα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες, Αμπελακιώτες και κάτοικοι γειτονικών χωριών, εργάζονταν με μισθό, άλλοι σε μόνιμη βάση και άλλοι ως εποχιακοί. Τέλος, υπήρχαν μεταφορείς πρώτων υλών προς τα Αμπελάκια και μεταποιημένων προϊόντων προς τη Θεσσαλονίκη, την Κων/πολη, την Οδησσό, τη Βιέννη και άλλες περιοχές της Ευρώπης. Κύριο υποκατάστημα λειτουργούσε στη Βιέννη και μικρότερα σε διάφορες μεγαλουπόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και κρατών της Ευρώπης.
Το 1806, ο Γεώργιος Σβαρτς φυλακίζεται από τον Αλή πασά στα Γιάννενα, για μη πληρωμή φόρων και καταχρήσεις. Το 1807, με τους ναπολεόντειους πολέμους και τους αποκλεισμούς, πτωχεύει η Τράπεζα της Βιέννης, στην οποία η «Κοινή Συντροφία» έχει καταθέσεις 10 εκ. φράγκων. To 1812, διαλύεται η «Κοινή» και πάλι ο Γ. Σβαρτς φυλακίζεται στη Βιέννη για χρέη και κατάχρηση, ενώ, το 1814, η Συντροφία αγοράζει κλωστική μηχανή από την Αγγλία, για να μπορέσει να αντισταθεί στον αγγλικό ανταγωνισμό, η οποία όμως δεν επέπρωτο να λειτουργήσει ποτέ. Με τον θάνατο του Γ. Σβαρτς, το 1818, μοιάζει ωσάν να παίρνει τέλος μια εκπληκτική περίοδος άνθησης, που ήταν ταυτόχρονα και άνθηση του ορεινού βιοτεχνικού κόσμου, και η κοινότητα Αμπελακίων, από τα 20 ή 30 εκατομμύρια φράγκα κεφάλαια που διέθετε, κυρίως στις τράπεζες της Βιέννης –είδαμε ήδη τη χρεωκοπία της Τράπεζας της Βιέννης–, θα χάσει σταδιακώς το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου και θα βρεθεί, τον ίδιο χρόνο, το 1818, με ένα χρέος 86.000 γρόσια.
Η Γενική Συνέλευση της Συντροφίας, στο τέλος του χρόνου, κατένεμε τα κέρδη ως ακολούθως: Αφαιρούσε τους φόρους που χρωστούσε η κωμόπολη στους Τούρκους, καθώς και τα διάφορα έξοδα ένα σημαντικό χρηματικό ποσό προοριζόταν για τους φτωχούς, τους αρρώστους και τις οικογένειές τους. Τέλος, αφαιρούσαν τα έξοδα για τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα νοσοκομεία, τους δρόμους και μόνο μετά μοίραζαν τα υπόλοιπα κέρδη στους μερισματούχους, ανάλογα με τα μερίδιά τους.
Το Σχολείο είχε ιδρυθεί από το 1749 ως κοινό σχολείο και αναβαθμίστηκε από τον επίσκοπο Διονύσιο σε «Ελληνομουσείον», όπου δίδαξαν ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Σπυρίδων Ασάνης κ.ά. Παράλληλα, στα Αμπελάκια, λειτουργούσε θέατρο, ενώ αναφέρεται το ανέβασμα του έργου του Γερμανού Κοτσεμπούε, «Μισανθρωπία και Μετάνοια».
Υπήρξε ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων;
Ωστόσο, εδώ δεν είναι ο χώρος να επεκταθούμε αναλυτικότερα στις δραστηριότητες της παραγωγής και της εμπορίας των Αμπελακίων. Η ιδιαιτερότητα αυτής της κωμόπολης, εκτός από τη θυελλώδη, ταχύτατη ανάπτυξη και παρακμή της, συνίσταται στις μορφές οργάνωσης και εμπορίας της παραγωγής, τις συντροφίες, που κατέληξαν και στην Κοινή Συντροφία, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς ως μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη συνεταιριστική δομή στον σύγχρονο κόσμο που την έκαναν γνωστή τόσο μέσα όσο κι έξω από την Ελλάδα. Υπήρξαν πάρα πολλοί συγγραφείς που υποστήριξαν την άποψη του συνεταιρισμού και εξ ίσου πολυάριθμοι εκείνοι που την απέρριψαν.
Ο πρώτος που υποστήριξε με θέρμη την εκδοχή του συνεταιρισμού ήταν ο Γάλλος οπαδός του Φουριέ Φρανσουά Μπουλανζέ, ο οποίος έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα και, με βάση το Συμφωνητικό της αμπελακιώτικης συντροφίας και τις αναμνήσεις του Αμπελακιώτη Δρόσου Δροσινού, το 1847, σχημάτισε την άποψη περί συνεταιρισμού, την οποία μάλιστα υπέβαλε με υπόμνημα στον Ιωάννη Κωλέτη εν συνεχεία, έγραψε και σχετικό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι, αμέσως μετά τον θάνατό του, το 1875. Εν συνεχεία, στην Ελλάδα, την άποψη του συνεταιρισμού υποστήριξε με θέρμη ο Γεώργιος Φιλάρετος σε σχετικό έργο του, καθώς και, σε διαφορετικές εκφάνσεις, ο Δ. Τσοποτός, ο Δ. Καλιτσουνάκις, ο Θ. Τζωρτζάκης, ο Ζ. Παπαντωνίου, ο Φ. Μιχαλόπουλος, ο Ν. Βέης, ο Κ. Κουκίδης, ο Ηλ. Γεωργίου, ο Χρ. Ευελπίδης, ο Κ. Λεοντίδης, ο Απ. Βακαλόπουλος, ο Διονύσης Μαυρόγιαννης, ο Γ. Κοντογιώργης, ο Παρμ. Αβδελίδης, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία όσων έχουν ασχοληθεί με το συνεταιριστικό κίνημα και ιδιαίτερα την περίπτωση των Αμπελακίων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στον καθηγητή κοινωνιολογίας Διονύση Μαυρόγιαννη, που ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα:
Η Κοινή Συντροφία και Αδελφότης των Αμπελακίων οργανώθηκε σε κοινοτική και υπερκοινοτική βάση, λειτούργησε δε με συνεργατικούς κανόνες καθολικής συμμετοχής των κατοίκων στις παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες, για περισσότερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια (1780-1812). Τα δύο γνωστά Καταστατικά των Αμπελακίων των ετών 1780 και 1795, [ ] αποτελούν, από τότε έως και σήμερα, κείμενα ισότιμων παραγωγικών σχέσεων, πρωτότυπων και πρωτοποριακών όχι μόνο για μια ελληνική κοινότητα της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τα Αμπελάκια, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής εκείνης αλλά και της σημερινής.
Ο Μαυρόγιαννης συνδέει τη συντροφία των Αμπελακίων με το ελληνικό κοινοτικό φαινόμενο και το θεωρεί στην ουσία ως μία παραγωγική και εμπορική επέκταση της κοινότητας:
Όταν παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες ιστορικές συνθήκες [...] οι κοινοτικές δημοκρατικές και κοινωνικές εμπειρίες πέρασαν στην οργάνωση των οικονομικών εκδηλώσεων της ζωής των Αμπελακιωτών. [...] Επρόκειτο τελικά για ένα ευρύ συνεταιριστικό και κοινοπραξιακό φαινόμενο, πρωτότυπο και τοπικό, που εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια της τοπικής οργανώσεως με την οποία τελικά ταυτίστηκε και συγχωνεύθηκε.
Ο Γιάννης Κορδάτος, υποστηρικτής της αντίθετης άποψης, ως συνήθως κατηγορηματικός, κλείνει ως εξής το σχετικό βιβλίο του, Τα Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους:
Στ’ Αμπελάκια δεν έγινε το θαύμα να λειτουργήσει ο «πρώτος συνεταιρισμός του κόσμου». Η πολυθρύλητη συνεργασία «κεφαλαίου και εργασίας» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια κοινοπραξία μεγαλεμπόρων και βιοτεχνών. Όλα λοιπόν τα όσα έχουν γραφτεί για το «συνεταιρισμό» των Αμπελακίων είναι ένας μύθος.
Ο Ηλίας Νικολόπουλος, στην αναλυτική μελέτη του για τα Αμπελάκια, αφού απορρίπτει «την ιδεολογική αντιμετώπιση του αμπελακιώτικου φαινόμενου», συμμερίζεται μάλλον την άποψη του Κορδάτου και υιοθετεί την εκδοχή του «ιδιότυπου οικονομικού μορφώματος», την οποία υποστηρίζει, εκτός από τον Κορδάτο, και ο Σπ. Ασδραχάς. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το κύριο στοιχείο στις συντροφίες των Αμπελακίων ήταν ο συνεταιρισμός εμπόρων που δεν διέθεταν τα αναγκαία κεφάλαια για τη δημιουργία αυτόνομων παραγωγικών και εμπορικών μονάδων και οι οποίοι υπέταξαν την παραγωγική δραστηριότητα των βαφειάδων και των κλωστριών στο εμπορικό κεφάλαιο, το οποίο διατηρεί την προτεραιότητα έναντι της βιοτεχνικής δραστηριότητας.
Πρώτα απ’ όλα, αυτές οι συντροφιές είτε στην απλή τους μορφή, ως συντροφίες συνθεμένες από άτομα που συνεταιρίζονται για να διοχετεύσουν στην εξωτερική αγορά τα χρωματιστά βαμβακερά νήματα των Αμπελακίων, είτε στην εξελιγμένη τους μορφή, ως συνένωση του συνόλου των συντροφιών σε μια άλλη κοινή, χαρακτηρίζονταν από την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου: το προσδοκώμενο κέρδος δεν ήταν παρά συνάρτηση του γεγονότος ότι ο παραγωγός επωμιζόταν το ρόλο του διανομέα στην αγορά εξαγωγής. Ποσοστά κέρδους της τάξης των 60 ως 100% προσφέρουν την απόδειξη για την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου και σύγχρονα δείχνουν το εύθραυστο αυτού του εμπορίου. Αναφορικά με τους συντελεστές της παραγωγής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως σε όλες τις βιοτεχνικές προκαπιταλιστικές επιχειρήσεις, το μεταβλητό κεφάλαιο υπερακόντιζε κατά πολύ το σταθερό.
Ο Νίκος Μουζέλης, παρότι χαρακτηρίζει συνεταιρισμό τα Αμπελάκια, συγκρίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις του 18ου αι. στην υφαντουργία και τη ναυτιλία με το αγγλικό οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής για λογαριασμό του εμπορικού κεφαλαίου (putting-out system) κατά τον 16ο αι..
Ωστόσο, οι συντροφίες των Αμπελακίων δεν παύουν να αποτελούν συνεταιρισμούς όχι μόνον μεταξύ εμπόρων, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τους ιδιοκτήτες και τους τεχνίτες των βαφείων, ενώ, ιδιαίτερα στην περίπτωση της «Κοινής Συντροφίας», κινητοποιούν και ενσωματώνουν το σύνολο του πληθυσμού, ένα μεγάλο μέρος τους μάλιστα ως εταίρους της Συντροφίας. Και αν θα ήταν λάθος να ισχυριστεί κάποιος ότι το κίνητρο για τη συγκρότησή τους ήταν διαφορετικό από την ανάγκη αποτελεσματικότερης παραγωγής και εμπορίας, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη, ωστόσο, η αναζήτηση του κέρδους δεν αποτελεί αιτία απόρριψης του συνεταιριστικού –έστω πρωτο-συνεταιριστικού– χαρακτήρα του εγχειρήματος. Οι συντροφίες των Αμπελακίων, και κατ’ εξοχήν η Κοινή Συντροφία, δεν περιλαμβάνουν μόνον ως εταίρους τους κεφαλαιούχους, εμπόρους ή ιδιοκτήτες βαφείων, αλλά τουλάχιστον έναν μεγάλο αριθμό τεχνιτών και άλλων Αμπελακιωτών, όπως συνέβαινε και με τις συντροφικές μορφές που κυριαρχούσαν στην ελληνική ναυτιλία, όπου όλο το πλήρωμα συμμετείχε στα κέρδη του ταξιδιού. Ωστόσο, επειδή κινητοποιούν, στην κοινή επιδίωξη του κέρδους, εξ ίσου κεφαλαιούχους και εργαζόμενους, έχουν εταιρικό-συνεταιριστικό χαρακτήρα. Στα υδραίικα και τα γαλαξειδιώτικα καράβια, όπως και στους αμπελακιώτικους κερχανάδες, το σύνολο των εργαζομένων, ή το μεγαλύτερο μέρος τους, συνδέεται με κοινά συμφέροντα, παρότι δεν είναι όλοι ίσοι ούτε αμείβονται εξ ίσου. Χαρακτηριστικός είναι ο καταμερισμός των κερδών στη ναυτιλία, όπως τον μεταφέρει ο Μπουλανζέ:
Ωστόσο, εδώ δεν είναι ο χώρος να επεκταθούμε αναλυτικότερα στις δραστηριότητες της παραγωγής και της εμπορίας των Αμπελακίων. Η ιδιαιτερότητα αυτής της κωμόπολης, εκτός από τη θυελλώδη, ταχύτατη ανάπτυξη και παρακμή της, συνίσταται στις μορφές οργάνωσης και εμπορίας της παραγωγής, τις συντροφίες, που κατέληξαν και στην Κοινή Συντροφία, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς ως μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη συνεταιριστική δομή στον σύγχρονο κόσμο που την έκαναν γνωστή τόσο μέσα όσο κι έξω από την Ελλάδα. Υπήρξαν πάρα πολλοί συγγραφείς που υποστήριξαν την άποψη του συνεταιρισμού και εξ ίσου πολυάριθμοι εκείνοι που την απέρριψαν.
Ο πρώτος που υποστήριξε με θέρμη την εκδοχή του συνεταιρισμού ήταν ο Γάλλος οπαδός του Φουριέ Φρανσουά Μπουλανζέ, ο οποίος έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα και, με βάση το Συμφωνητικό της αμπελακιώτικης συντροφίας και τις αναμνήσεις του Αμπελακιώτη Δρόσου Δροσινού, το 1847, σχημάτισε την άποψη περί συνεταιρισμού, την οποία μάλιστα υπέβαλε με υπόμνημα στον Ιωάννη Κωλέτη εν συνεχεία, έγραψε και σχετικό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι, αμέσως μετά τον θάνατό του, το 1875. Εν συνεχεία, στην Ελλάδα, την άποψη του συνεταιρισμού υποστήριξε με θέρμη ο Γεώργιος Φιλάρετος σε σχετικό έργο του, καθώς και, σε διαφορετικές εκφάνσεις, ο Δ. Τσοποτός, ο Δ. Καλιτσουνάκις, ο Θ. Τζωρτζάκης, ο Ζ. Παπαντωνίου, ο Φ. Μιχαλόπουλος, ο Ν. Βέης, ο Κ. Κουκίδης, ο Ηλ. Γεωργίου, ο Χρ. Ευελπίδης, ο Κ. Λεοντίδης, ο Απ. Βακαλόπουλος, ο Διονύσης Μαυρόγιαννης, ο Γ. Κοντογιώργης, ο Παρμ. Αβδελίδης, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία όσων έχουν ασχοληθεί με το συνεταιριστικό κίνημα και ιδιαίτερα την περίπτωση των Αμπελακίων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στον καθηγητή κοινωνιολογίας Διονύση Μαυρόγιαννη, που ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα:
Η Κοινή Συντροφία και Αδελφότης των Αμπελακίων οργανώθηκε σε κοινοτική και υπερκοινοτική βάση, λειτούργησε δε με συνεργατικούς κανόνες καθολικής συμμετοχής των κατοίκων στις παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες, για περισσότερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια (1780-1812). Τα δύο γνωστά Καταστατικά των Αμπελακίων των ετών 1780 και 1795, [ ] αποτελούν, από τότε έως και σήμερα, κείμενα ισότιμων παραγωγικών σχέσεων, πρωτότυπων και πρωτοποριακών όχι μόνο για μια ελληνική κοινότητα της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τα Αμπελάκια, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής εκείνης αλλά και της σημερινής.
Ο Μαυρόγιαννης συνδέει τη συντροφία των Αμπελακίων με το ελληνικό κοινοτικό φαινόμενο και το θεωρεί στην ουσία ως μία παραγωγική και εμπορική επέκταση της κοινότητας:
Όταν παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες ιστορικές συνθήκες [...] οι κοινοτικές δημοκρατικές και κοινωνικές εμπειρίες πέρασαν στην οργάνωση των οικονομικών εκδηλώσεων της ζωής των Αμπελακιωτών. [...] Επρόκειτο τελικά για ένα ευρύ συνεταιριστικό και κοινοπραξιακό φαινόμενο, πρωτότυπο και τοπικό, που εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια της τοπικής οργανώσεως με την οποία τελικά ταυτίστηκε και συγχωνεύθηκε.
Ο Γιάννης Κορδάτος, υποστηρικτής της αντίθετης άποψης, ως συνήθως κατηγορηματικός, κλείνει ως εξής το σχετικό βιβλίο του, Τα Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους:
Στ’ Αμπελάκια δεν έγινε το θαύμα να λειτουργήσει ο «πρώτος συνεταιρισμός του κόσμου». Η πολυθρύλητη συνεργασία «κεφαλαίου και εργασίας» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια κοινοπραξία μεγαλεμπόρων και βιοτεχνών. Όλα λοιπόν τα όσα έχουν γραφτεί για το «συνεταιρισμό» των Αμπελακίων είναι ένας μύθος.
Ο Ηλίας Νικολόπουλος, στην αναλυτική μελέτη του για τα Αμπελάκια, αφού απορρίπτει «την ιδεολογική αντιμετώπιση του αμπελακιώτικου φαινόμενου», συμμερίζεται μάλλον την άποψη του Κορδάτου και υιοθετεί την εκδοχή του «ιδιότυπου οικονομικού μορφώματος», την οποία υποστηρίζει, εκτός από τον Κορδάτο, και ο Σπ. Ασδραχάς. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το κύριο στοιχείο στις συντροφίες των Αμπελακίων ήταν ο συνεταιρισμός εμπόρων που δεν διέθεταν τα αναγκαία κεφάλαια για τη δημιουργία αυτόνομων παραγωγικών και εμπορικών μονάδων και οι οποίοι υπέταξαν την παραγωγική δραστηριότητα των βαφειάδων και των κλωστριών στο εμπορικό κεφάλαιο, το οποίο διατηρεί την προτεραιότητα έναντι της βιοτεχνικής δραστηριότητας.
Πρώτα απ’ όλα, αυτές οι συντροφιές είτε στην απλή τους μορφή, ως συντροφίες συνθεμένες από άτομα που συνεταιρίζονται για να διοχετεύσουν στην εξωτερική αγορά τα χρωματιστά βαμβακερά νήματα των Αμπελακίων, είτε στην εξελιγμένη τους μορφή, ως συνένωση του συνόλου των συντροφιών σε μια άλλη κοινή, χαρακτηρίζονταν από την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου: το προσδοκώμενο κέρδος δεν ήταν παρά συνάρτηση του γεγονότος ότι ο παραγωγός επωμιζόταν το ρόλο του διανομέα στην αγορά εξαγωγής. Ποσοστά κέρδους της τάξης των 60 ως 100% προσφέρουν την απόδειξη για την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου και σύγχρονα δείχνουν το εύθραυστο αυτού του εμπορίου. Αναφορικά με τους συντελεστές της παραγωγής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως σε όλες τις βιοτεχνικές προκαπιταλιστικές επιχειρήσεις, το μεταβλητό κεφάλαιο υπερακόντιζε κατά πολύ το σταθερό.
Ο Νίκος Μουζέλης, παρότι χαρακτηρίζει συνεταιρισμό τα Αμπελάκια, συγκρίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις του 18ου αι. στην υφαντουργία και τη ναυτιλία με το αγγλικό οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής για λογαριασμό του εμπορικού κεφαλαίου (putting-out system) κατά τον 16ο αι..
Ωστόσο, οι συντροφίες των Αμπελακίων δεν παύουν να αποτελούν συνεταιρισμούς όχι μόνον μεταξύ εμπόρων, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τους ιδιοκτήτες και τους τεχνίτες των βαφείων, ενώ, ιδιαίτερα στην περίπτωση της «Κοινής Συντροφίας», κινητοποιούν και ενσωματώνουν το σύνολο του πληθυσμού, ένα μεγάλο μέρος τους μάλιστα ως εταίρους της Συντροφίας. Και αν θα ήταν λάθος να ισχυριστεί κάποιος ότι το κίνητρο για τη συγκρότησή τους ήταν διαφορετικό από την ανάγκη αποτελεσματικότερης παραγωγής και εμπορίας, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη, ωστόσο, η αναζήτηση του κέρδους δεν αποτελεί αιτία απόρριψης του συνεταιριστικού –έστω πρωτο-συνεταιριστικού– χαρακτήρα του εγχειρήματος. Οι συντροφίες των Αμπελακίων, και κατ’ εξοχήν η Κοινή Συντροφία, δεν περιλαμβάνουν μόνον ως εταίρους τους κεφαλαιούχους, εμπόρους ή ιδιοκτήτες βαφείων, αλλά τουλάχιστον έναν μεγάλο αριθμό τεχνιτών και άλλων Αμπελακιωτών, όπως συνέβαινε και με τις συντροφικές μορφές που κυριαρχούσαν στην ελληνική ναυτιλία, όπου όλο το πλήρωμα συμμετείχε στα κέρδη του ταξιδιού. Ωστόσο, επειδή κινητοποιούν, στην κοινή επιδίωξη του κέρδους, εξ ίσου κεφαλαιούχους και εργαζόμενους, έχουν εταιρικό-συνεταιριστικό χαρακτήρα. Στα υδραίικα και τα γαλαξειδιώτικα καράβια, όπως και στους αμπελακιώτικους κερχανάδες, το σύνολο των εργαζομένων, ή το μεγαλύτερο μέρος τους, συνδέεται με κοινά συμφέροντα, παρότι δεν είναι όλοι ίσοι ούτε αμείβονται εξ ίσου. Χαρακτηριστικός είναι ο καταμερισμός των κερδών στη ναυτιλία, όπως τον μεταφέρει ο Μπουλανζέ:
Μερδικά
Για το καράβι, δηλαδή για όσους το κατασκεύασαν 10
Για το δάνειο χρηματοδότησης του ταξιδιού 10
Για τον καπετάνιο 3
Για τον υποπλοίαρχο (γραμματικό) 2
Για τους δύο αρχιναύτες (δύο μερδικά ο καθένας) 4
Για τον μάγειρα 2
Για τους 4 καλύτερους ναύτες, τιμονιέρηδες, (ενάμιση έκαστος) 6
Για τους τριάντα ναύτες, ένα μερίδιο ο καθένας 30
Για τους 4 μούτσους, μισό μερδικό ο καθένας 2
Αποθεματικό για ορφανά, χήρες κ.λπ., 1
ΣΥΝΟΛΟ 70
Για το καράβι, δηλαδή για όσους το κατασκεύασαν 10
Για το δάνειο χρηματοδότησης του ταξιδιού 10
Για τον καπετάνιο 3
Για τον υποπλοίαρχο (γραμματικό) 2
Για τους δύο αρχιναύτες (δύο μερδικά ο καθένας) 4
Για τον μάγειρα 2
Για τους 4 καλύτερους ναύτες, τιμονιέρηδες, (ενάμιση έκαστος) 6
Για τους τριάντα ναύτες, ένα μερίδιο ο καθένας 30
Για τους 4 μούτσους, μισό μερδικό ο καθένας 2
Αποθεματικό για ορφανά, χήρες κ.λπ., 1
ΣΥΝΟΛΟ 70
Κατά συνέπεια, ο απλός ναύτης είχε απολαβές που έφταναν στο ένα δέκατο εκείνων του ιδιοκτήτη ή των ιδιοκτητών του σκάφους, και το ένα τρίτο εκείνων του καπετάνιου πρόκειται, δηλαδή, για μια εισοδηματική διαφοροποίηση κατά πολύ μικρότερη εκείνης που χαρακτήριζε τη Δύση, την ίδια εποχή, και η οποία δεν έχει καπιταλιστικά-«βιομηχανικά» χαρακτηριστικά: αποτελεί μια οικονομική δραστηριότητα εμπορευματικού, κερδοσκοπικού, αλλά όχι καπιταλιστικού χαρακτήρα, και στηρίζεται σε μορφές συνεταιριστικής συνεργασίας, βασισμένης αφ’ ενός στην προσφορά του «κεφαλαίου» (είκοσι μερίδια για το σκάφος και τους χρηματοδότες) και αφ’ ετέρου στην εργασιακή ειδίκευση.
Και όμως, για τον ελληνικό μαρξισμό, ο οποίος κατανοεί την πραγματικότητα μόνον με πρωθύστερα σχήματα, στην πραγματικότητα δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν αυθεντικές προ ή μη καπιταλιστικές μορφές συνεταιριστικής δραστηριότητας αλλά πίσω από αυτές απλώς υποκρύπτονται καπιταλιστικές σχέσεις μισθωτής εργασίας. Έτσι διαβάζουμε στην κατά τα άλλα μάλλον αξιολογότερη ιστορικό του ΚΚΕ, τη Δώρα Μόσχου:
Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών, από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό, κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία.
Η προβληματική του Κορδάτου, και όλων όσοι αρνούνται τον συνεταιριστικό χαρακτήρα των Αμπελακίων, στηρίζεται στο ότι συσσωματώσεις αυτού του τύπου, όπως και ανάλογες κοινοτικού τύπου συσσωματώσεις στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, δεν αποτελούν απάντηση στην εργασιακή αλλοτρίωση των εργαζομένων στις καπιταλιστικές συνθήκες, αλλά προκαπιταλιστικές συσσωματώσεις, πριν πραγματοποιηθεί η προλεταριοποίηση των άμεσων παραγωγών, και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν αυθεντική συνεταιριστική έκφραση. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια δογματική προσήλωση σε μια νεόκοπη και ίσως δυτικότροπη αντίληψη περί συνεταιρισμού, ο οποίος νοείται μόνον ως μια εξισωτική δομή σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, και μας οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα, δεδομένου ότι μορφές συνεταιρισμού εμφανίζονται και σε προκαπιταλιστικά, εμπορευματικά ή και μη καπιταλιστικά περιβάλλοντα. Αυτή η αντίληψη για τους συνεταιρισμούς εντάσσεται στη γνωστή λογική ενός ορισμένου «ορθολογικού» και εργαλειακού μαρξισμού, που αγνοεί συστηματικά το παρελθόν και τις προκαπιταλιστικές ή μη-καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, θεωρώντας τες ξεπερασμένες. Έτσι, όλες οι συμβιωτικές και κοινοτικές μορφές παραγωγής και δραστηριότητας των παλαιότερων κοινωνιών αγνοούνται και υποβαθμίζονται, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν τη μόνη πραγματική βάση για οποιουσδήποτε μεταγενέστερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Είναι το ρωσικό μιρ, δηλαδή η κοινοτική αγροτική ιδιοκτησία των Σλάβων χωρικών και το αρτέλ των Ρώσων βιοτεχνών, που θα αποτελέσουν το υπόβαθρο για τα ρωσικά κολχόζ και σοβιέτ. Εξ άλλου, όλες οι επιτυχημένες –έστω και για λίγο– αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις θα πραγματοποιηθούν σε χώρες και κοινωνίες που δεν χαρακτηρίζονταν από την υπερανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά αντίθετα από την υπανάπτυξή του, δηλαδή επρόκειτο ουσιαστικά για κοινωνίες που ξεσηκώθηκαν ενάντια στην εισβολή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, έχοντας ως βάση την αγροτική κοινότητα ή τις παλιές συντεχνιακές ή συνεταιριστικές μορφές παραγωγής.
Συνεπώς, το γεγονός ότι η Κοινή Συντροφία των Αμπελακίων δεν αποτελεί μια «μετακαπιταλιστική» συνεταιριστική δομή, διόλου δεν αναιρεί τα συνεταιριστικά και ευρύτερα «κοινοτικά» χαρακτηριστικά της. Η σύνδεση που επιχειρεί ο Διονύσης Μαυρόγιαννης με τις κοινοτικές δομές του ελληνικού κόσμου, και ιδιαίτερα του ορεινού ή του νησιωτικού, είναι μάλλον επιτυχής και εξηγεί εν πολλοίς το «ιδιότυπο» φαινόμενο των Αμπελακίων.
Εξ άλλου, ο Νικόλαος Πανταζόπουλος, στις μελέτες του για τις «συσσωματώσεις» των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, παρουσιάζει, ορθά, τις διάφορες «συσσωματώσεις» –θρησκευτικές, πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές– ως εντασσόμενες σε μια ενιαία «κοινοτική» και εταιριστική λογική, άσχετα με το εάν κάποτε έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους ή μία μορφή κυριαρχεί έναντι των άλλων. Κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, κυριαρχεί η θρησκευτική «συσσωμάτωση», ενώ εν συνεχεία θα ενισχυθούν οι πολιτικές «συσσωματώσεις», δηλαδή οι αυτοδιοικητικές μορφές, οι οποίες κάποτε απορροφούν τόσο τις οικονομικές μορφές –συντεχνίες– όσο και τις στρατιωτικές –αρματολίκια–, όπως συμβαίνει σε ένα βαθμό στην Πελοπόννησο. Κλασικές μορφές στρατιωτικών κοινοτήτων αποτελούν η Μάνη, η Χιμάρρα, το Σούλι, όπου η στρατιωτική συσσωμάτωση υποτάσσει και τις λοιπές λειτουργίες στην πρωτοκαθεδρία της, καθώς και τα αρματολίκια ή οι κλέφτικες ομάδες. Τέλος, τυπικές οικονομικές συσωματώσεις είναι οι συντεχνίες –που ενισχύονται τόσο, ώστε φθάνουν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο ακόμα και στην εκλογή του Πατριάρχη στην Κωσταντινούπολη, κατά τα τέλη του 18ου αι., ή στην εκλογή των κοινοτικών αρχόντων–, οι κομπανίες των εμπόρων, τα τσελιγκάτα, οι συντροφοναύτες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι οικονομικές συσσωματώσεις, όπως τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, τα μεταλλεία αργύρου του Πόντου, τα Μαστιχοχώρια της Χίου, οι συντροφιές των Αμπελακίων, οι ναυτικές κοινότητες του Αιγαίου, μεταβάλλονται στο αποφασιστικό στοιχείο της ίδιας της κοινοτικής δραστηριότητας. Σημειώνει ο Πανταζόπουλος:
Θὰ ἠδύνατο λοιπὸν νὰ λεχθῇ ὅτι ἡ δρᾶσις τῶν οἰκονομικῶν συσσωματώσεων τῶν βιοτεχνῶν καὶ ἐμπόρων ὑπῆρξεν σημαντικωτέρα, παρ’ ὅσον γενικῶς πιστεύεται. Διότι πολλάκις ἡ πολιτικὴ συνένωσις, ἡ κοινότης, δὲν ἀποτελεῖ παρὰ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν τῆς οἰκονομικῆς συσσωματώσεως.
Στα Αμπελάκια, όχι μόνο η κοινοτική αλλά ακόμα και η θρησκευτική και εκπαιδευτική «συσσωμάτωση» θα υπαχθεί στο γενικότερο πλαίσιο που ορίζει η Συντροφία. Έτσι, ο επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιος (1763-1793), που είχε την έδρα του στα Αμπελάκια, έπαιξε ουσιώδη ρόλο στη συγκρότηση της Κοινής Συντροφίας, και πολλοί υποστηρίζουν πως αυτός διατύπωσε και το κείμενο του Συμφωνητικού – το βέβαιο πάντως είναι πως έχει επικυρώσει το καταστατικό της εξ άλλου, οι αρχές της βασίζονται στη χριστιανική πίστη. Τέλος, η Σχολή των Αμπελακίων, το «Ελληνομουσείον», χρηματοδοτείται, όπως προαναφέραμε, από τη Συντροφία. Χαρακτηριστική είναι ανάλογη εξέλιξη στην Ύδρα, όπου η φορολογία για τη διοίκηση της νήσου μετατοπίζεται από την οικογενειακή μονάδα, που κατέβαλλε 3 γρόσια για τα έξοδα, στα «πλοία», που καταβάλλουν το 5% των εσόδων τους.
Η κοινοτική, λοιπόν, μορφή οργάνωσης των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας μπόρεσε να εκφραστεί και στο επίπεδο της παραγωγής. Αυτό είναι το «θαύμα» των Αμπελακίων.
Ας διαβάσουμε όμως έναν αυτόπτη μάρτυρα, έναν από τους πρώτους, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για τον «ορθό χαρακτηρισμό» (sic) της συσσωμάτωσης των Αμπελακίων και ο οποίος, με τα νοητικά εργαλεία της εποχής του και της χώρας του, της Γαλλίας, θα χαρακτηρίσει, στα 1797, την Κοινή Συντροφία ως μια μεγάλη ετερόρρυθμη εταιρεία τον Φελίξ ντε Μπωζούρ:
Όσο για μένα, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που είδα στα Αμπελάκια και στα περίχωρά τους, έναν πολυάριθμο πληθυσμό που ζούσε ολόκληρος από το προϊόν της βιοτεχνίας του, και που παρουσίαζε ανάμεσα στα βράχια της Όσσας την συγκινητική σύναξη μιας οικογένειας από αδέλφια και φίλους: ο υπέροχος θεσμός που είχαν αναπτύξει οι Ιησουίτες μέσα στα δάση της Παραγουάης, μεταφυτευμένος ως διά μαγείας ανάμεσα στους γκρεμούς και τις χιονοστιβάδες των Τεμπών τα μίση των Ελλήνων εξασθενημένα η επιθυμία για μάταιες πανουργίες πνιγμένη από γενναιόφρονα αισθήματα η εθνική ματαιοδοξία να έχει καταπνιγεί από τα γενναιόδωρα αισθήματα. Όλες οι μεγάλες, φιλελεύθερες ιδέες να φυτρώνουν σε ένα χώμα βουτηγμένο επί είκοσι αιώνες στη σκλαβιά. Ο αρχαίος ελληνικός χαρακτήρας να ξαναγεννιέται με την πρώτη του ενεργητικότητα ανάμεσα στους καταρράκτες και τα σπήλαια του Πηλίου και, για να τελειώνουμε, όλα, όλα τα ταλέντα και όλες οι αρετές της αρχαίας Ελλάδας να ξαναγεννιούνται στη γωνιά αυτή της σύγχρονης Ελλάδας.
Για τον Γάλλο πρόξενο, τα Αμπελάκια, «μια οικογένεια από αδέλφια και φίλους», μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με το «βασίλειο του Θεού», δηλαδή την εξισωτική κοινότητα που είχαν δημιουργήσει στα δάση της Παραγουάης οι Ιησουίτες μοναχοί. Αυτή και μόνον η αντιστοιχία, που περνάει από τον νου του, μας δίνει ίσως μια πολύ πιο εὐγλωττη από πολλές σύγχρονες αναλύσεις απάντηση στο ερώτημα για τη φύση της «συσσωμάτωσης» των Αμπελακίων.
Και όμως, για τον ελληνικό μαρξισμό, ο οποίος κατανοεί την πραγματικότητα μόνον με πρωθύστερα σχήματα, στην πραγματικότητα δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν αυθεντικές προ ή μη καπιταλιστικές μορφές συνεταιριστικής δραστηριότητας αλλά πίσω από αυτές απλώς υποκρύπτονται καπιταλιστικές σχέσεις μισθωτής εργασίας. Έτσι διαβάζουμε στην κατά τα άλλα μάλλον αξιολογότερη ιστορικό του ΚΚΕ, τη Δώρα Μόσχου:
Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών, από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό, κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία.
Η προβληματική του Κορδάτου, και όλων όσοι αρνούνται τον συνεταιριστικό χαρακτήρα των Αμπελακίων, στηρίζεται στο ότι συσσωματώσεις αυτού του τύπου, όπως και ανάλογες κοινοτικού τύπου συσσωματώσεις στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, δεν αποτελούν απάντηση στην εργασιακή αλλοτρίωση των εργαζομένων στις καπιταλιστικές συνθήκες, αλλά προκαπιταλιστικές συσσωματώσεις, πριν πραγματοποιηθεί η προλεταριοποίηση των άμεσων παραγωγών, και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν αυθεντική συνεταιριστική έκφραση. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια δογματική προσήλωση σε μια νεόκοπη και ίσως δυτικότροπη αντίληψη περί συνεταιρισμού, ο οποίος νοείται μόνον ως μια εξισωτική δομή σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, και μας οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα, δεδομένου ότι μορφές συνεταιρισμού εμφανίζονται και σε προκαπιταλιστικά, εμπορευματικά ή και μη καπιταλιστικά περιβάλλοντα. Αυτή η αντίληψη για τους συνεταιρισμούς εντάσσεται στη γνωστή λογική ενός ορισμένου «ορθολογικού» και εργαλειακού μαρξισμού, που αγνοεί συστηματικά το παρελθόν και τις προκαπιταλιστικές ή μη-καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, θεωρώντας τες ξεπερασμένες. Έτσι, όλες οι συμβιωτικές και κοινοτικές μορφές παραγωγής και δραστηριότητας των παλαιότερων κοινωνιών αγνοούνται και υποβαθμίζονται, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν τη μόνη πραγματική βάση για οποιουσδήποτε μεταγενέστερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Είναι το ρωσικό μιρ, δηλαδή η κοινοτική αγροτική ιδιοκτησία των Σλάβων χωρικών και το αρτέλ των Ρώσων βιοτεχνών, που θα αποτελέσουν το υπόβαθρο για τα ρωσικά κολχόζ και σοβιέτ. Εξ άλλου, όλες οι επιτυχημένες –έστω και για λίγο– αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις θα πραγματοποιηθούν σε χώρες και κοινωνίες που δεν χαρακτηρίζονταν από την υπερανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά αντίθετα από την υπανάπτυξή του, δηλαδή επρόκειτο ουσιαστικά για κοινωνίες που ξεσηκώθηκαν ενάντια στην εισβολή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, έχοντας ως βάση την αγροτική κοινότητα ή τις παλιές συντεχνιακές ή συνεταιριστικές μορφές παραγωγής.
Συνεπώς, το γεγονός ότι η Κοινή Συντροφία των Αμπελακίων δεν αποτελεί μια «μετακαπιταλιστική» συνεταιριστική δομή, διόλου δεν αναιρεί τα συνεταιριστικά και ευρύτερα «κοινοτικά» χαρακτηριστικά της. Η σύνδεση που επιχειρεί ο Διονύσης Μαυρόγιαννης με τις κοινοτικές δομές του ελληνικού κόσμου, και ιδιαίτερα του ορεινού ή του νησιωτικού, είναι μάλλον επιτυχής και εξηγεί εν πολλοίς το «ιδιότυπο» φαινόμενο των Αμπελακίων.
Εξ άλλου, ο Νικόλαος Πανταζόπουλος, στις μελέτες του για τις «συσσωματώσεις» των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, παρουσιάζει, ορθά, τις διάφορες «συσσωματώσεις» –θρησκευτικές, πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές– ως εντασσόμενες σε μια ενιαία «κοινοτική» και εταιριστική λογική, άσχετα με το εάν κάποτε έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους ή μία μορφή κυριαρχεί έναντι των άλλων. Κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, κυριαρχεί η θρησκευτική «συσσωμάτωση», ενώ εν συνεχεία θα ενισχυθούν οι πολιτικές «συσσωματώσεις», δηλαδή οι αυτοδιοικητικές μορφές, οι οποίες κάποτε απορροφούν τόσο τις οικονομικές μορφές –συντεχνίες– όσο και τις στρατιωτικές –αρματολίκια–, όπως συμβαίνει σε ένα βαθμό στην Πελοπόννησο. Κλασικές μορφές στρατιωτικών κοινοτήτων αποτελούν η Μάνη, η Χιμάρρα, το Σούλι, όπου η στρατιωτική συσσωμάτωση υποτάσσει και τις λοιπές λειτουργίες στην πρωτοκαθεδρία της, καθώς και τα αρματολίκια ή οι κλέφτικες ομάδες. Τέλος, τυπικές οικονομικές συσωματώσεις είναι οι συντεχνίες –που ενισχύονται τόσο, ώστε φθάνουν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο ακόμα και στην εκλογή του Πατριάρχη στην Κωσταντινούπολη, κατά τα τέλη του 18ου αι., ή στην εκλογή των κοινοτικών αρχόντων–, οι κομπανίες των εμπόρων, τα τσελιγκάτα, οι συντροφοναύτες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι οικονομικές συσσωματώσεις, όπως τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, τα μεταλλεία αργύρου του Πόντου, τα Μαστιχοχώρια της Χίου, οι συντροφιές των Αμπελακίων, οι ναυτικές κοινότητες του Αιγαίου, μεταβάλλονται στο αποφασιστικό στοιχείο της ίδιας της κοινοτικής δραστηριότητας. Σημειώνει ο Πανταζόπουλος:
Θὰ ἠδύνατο λοιπὸν νὰ λεχθῇ ὅτι ἡ δρᾶσις τῶν οἰκονομικῶν συσσωματώσεων τῶν βιοτεχνῶν καὶ ἐμπόρων ὑπῆρξεν σημαντικωτέρα, παρ’ ὅσον γενικῶς πιστεύεται. Διότι πολλάκις ἡ πολιτικὴ συνένωσις, ἡ κοινότης, δὲν ἀποτελεῖ παρὰ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν τῆς οἰκονομικῆς συσσωματώσεως.
Στα Αμπελάκια, όχι μόνο η κοινοτική αλλά ακόμα και η θρησκευτική και εκπαιδευτική «συσσωμάτωση» θα υπαχθεί στο γενικότερο πλαίσιο που ορίζει η Συντροφία. Έτσι, ο επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιος (1763-1793), που είχε την έδρα του στα Αμπελάκια, έπαιξε ουσιώδη ρόλο στη συγκρότηση της Κοινής Συντροφίας, και πολλοί υποστηρίζουν πως αυτός διατύπωσε και το κείμενο του Συμφωνητικού – το βέβαιο πάντως είναι πως έχει επικυρώσει το καταστατικό της εξ άλλου, οι αρχές της βασίζονται στη χριστιανική πίστη. Τέλος, η Σχολή των Αμπελακίων, το «Ελληνομουσείον», χρηματοδοτείται, όπως προαναφέραμε, από τη Συντροφία. Χαρακτηριστική είναι ανάλογη εξέλιξη στην Ύδρα, όπου η φορολογία για τη διοίκηση της νήσου μετατοπίζεται από την οικογενειακή μονάδα, που κατέβαλλε 3 γρόσια για τα έξοδα, στα «πλοία», που καταβάλλουν το 5% των εσόδων τους.
Η κοινοτική, λοιπόν, μορφή οργάνωσης των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας μπόρεσε να εκφραστεί και στο επίπεδο της παραγωγής. Αυτό είναι το «θαύμα» των Αμπελακίων.
Ας διαβάσουμε όμως έναν αυτόπτη μάρτυρα, έναν από τους πρώτους, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για τον «ορθό χαρακτηρισμό» (sic) της συσσωμάτωσης των Αμπελακίων και ο οποίος, με τα νοητικά εργαλεία της εποχής του και της χώρας του, της Γαλλίας, θα χαρακτηρίσει, στα 1797, την Κοινή Συντροφία ως μια μεγάλη ετερόρρυθμη εταιρεία τον Φελίξ ντε Μπωζούρ:
Όσο για μένα, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που είδα στα Αμπελάκια και στα περίχωρά τους, έναν πολυάριθμο πληθυσμό που ζούσε ολόκληρος από το προϊόν της βιοτεχνίας του, και που παρουσίαζε ανάμεσα στα βράχια της Όσσας την συγκινητική σύναξη μιας οικογένειας από αδέλφια και φίλους: ο υπέροχος θεσμός που είχαν αναπτύξει οι Ιησουίτες μέσα στα δάση της Παραγουάης, μεταφυτευμένος ως διά μαγείας ανάμεσα στους γκρεμούς και τις χιονοστιβάδες των Τεμπών τα μίση των Ελλήνων εξασθενημένα η επιθυμία για μάταιες πανουργίες πνιγμένη από γενναιόφρονα αισθήματα η εθνική ματαιοδοξία να έχει καταπνιγεί από τα γενναιόδωρα αισθήματα. Όλες οι μεγάλες, φιλελεύθερες ιδέες να φυτρώνουν σε ένα χώμα βουτηγμένο επί είκοσι αιώνες στη σκλαβιά. Ο αρχαίος ελληνικός χαρακτήρας να ξαναγεννιέται με την πρώτη του ενεργητικότητα ανάμεσα στους καταρράκτες και τα σπήλαια του Πηλίου και, για να τελειώνουμε, όλα, όλα τα ταλέντα και όλες οι αρετές της αρχαίας Ελλάδας να ξαναγεννιούνται στη γωνιά αυτή της σύγχρονης Ελλάδας.
Για τον Γάλλο πρόξενο, τα Αμπελάκια, «μια οικογένεια από αδέλφια και φίλους», μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με το «βασίλειο του Θεού», δηλαδή την εξισωτική κοινότητα που είχαν δημιουργήσει στα δάση της Παραγουάης οι Ιησουίτες μοναχοί. Αυτή και μόνον η αντιστοιχία, που περνάει από τον νου του, μας δίνει ίσως μια πολύ πιο εὐγλωττη από πολλές σύγχρονες αναλύσεις απάντηση στο ερώτημα για τη φύση της «συσσωμάτωσης» των Αμπελακίων.
Γιατί έσβησε η μανιφακτούρα των Αμπελακίων;
Συχνά έχει υποστηριχθεί πως η παραγωγή των νημάτων στα Αμπελάκια, αλλά και αλλού, όπως π.χ. στον Τύρναβο, βρισκόταν στο στάδιο της «οικοτεχνίας» και δεν είχε μετεξελιχθεί σε «μανιφακτούρα». Παραγνωρίζεται, ωστόσο, το γεγονός ότι η πιο δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία, η βαφή, πραγματοποιούνταν στα 24 βαφεία, τους κερχανάδες – όπου βάφονταν κάθε χρόνο περίπου 2.500 έως 3.000 μπάλες νημάτων των εκατό οκάδων και απασχολούνταν χίλιοι έως δύο χιλιάδες (ο τελευταίος αριθμός μοιάζει μάλλον υπερβολικός) εργαζόμενοι. Από τον ενεργό πληθυσμό των Αμπελακίων, το ένα τρίτο απασχολούνταν στην οικιακή επεξεργασία και νηματοποίηση του βαμβακιού, το δεύτερο τρίτο στη βαφή στους κερχανάδες – που απασχολούσαν, κατά μονάδα, τουλάχιστον 40 τεχνίτες και βοηθούς, επρόκειτο δηλαδή για «βιομηχανικές μονάδες»– και οι υπόλοιποι στη διάθεση του προϊόντος, την προμήθεια των πρώτων υλών, τη μεταφορά κ.λπ. Το Κεντρικό Βαφείο «Μπαμπά» της Κοινής Συντροφίας είχε διαστάσεις 15X35=525 τ.μ., με 23 καζάνια βαφής και 75 άτομα απασχολούμενους. Το «ποιοτικό» άλμα προς την μανιφακτούρα είχε λοιπόν ήδη πραγματοποιηθεί.
Τι προκάλεσε, άραγε, την καταστροφή της μανιφακτούρας των Αμπελακίων, σε τρόπο ώστε, μετά το 1815, και με μεγάλη ταχύτητα, η δραστηριότητα των Αμπελακίων να παρακμάσει, ο πληθυσμός να μειωθεί, ενώ η απόπειρα να χρησιμοποιηθεί μια κλωστική μηχανή θα αποτύχει παταγωδώς, και ο ήχος της Τζένης δεν θα αντηχήσει ποτέ στις χαράδρες του Κισσάβου;
Πολλοί παράγοντες έχουν αναφερθεί για να εξηγηθεί η κατάρρευση: σημαντικότεροι μοιάζουν η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών και η απώλεια μεγάλου μέρους των κεφαλαίων της Συντροφίας, ο ανταγωνισμός της αναπτυσσόμενης υφαντουργικής βιομηχανίας, με τη χρήση της ανιλίνης αντί για το αλιζάρι (ερυθρόδανο) των Αμπελακίων, και η αθρόα εισαγωγή βιομηχανοποιημένων νημάτων από την Αγγλία στην Αυστρία και τη Γερμανία, που ήταν οι κύριες αγορές της αμπελακιώτικης μανιφακτούρας.
Δεδομένου ότι η ελληνική βιοτεχνία δεν διέθετε μια εκτεταμένη εσωτερική αγορά και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εξαγόταν, χωρίς μάλιστα να φθάνει στην ολοκληρωμένη μεταποίηση, αλλά έμενε στο στάδιο της νηματουργίας, αρκούσε ένα γεγονός συνδεδεμένο με τη συγκυρία στην Ευρώπη – η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών– για να προκαλέσει τον θάνατο από ασφυξία της αμπελακιώτικης παραγωγής. Οι τράπεζες βρίσκονταν στη Βιέννη, καθώς και η τελική αγορά. Κατά συνέπεια, η διόγκωση της ελληνικής βιοτεχνικής παραγωγής δεν διέθετε τις εσωτερικές κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις για μια «ενάρετη» διευρυμένη αναπαραγωγή, και έτσι η άνθηση των Αμπελακίων, αυτό το «θαύμα» της ελληνικής μανιφακτούρας, είχε πήλινα πόδια. Απετέλεσε ένα μετέωρο που διέσχισε τον ορίζοντα για να σβήσει με την αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας.
Συχνά έχει υποστηριχθεί πως η παραγωγή των νημάτων στα Αμπελάκια, αλλά και αλλού, όπως π.χ. στον Τύρναβο, βρισκόταν στο στάδιο της «οικοτεχνίας» και δεν είχε μετεξελιχθεί σε «μανιφακτούρα». Παραγνωρίζεται, ωστόσο, το γεγονός ότι η πιο δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία, η βαφή, πραγματοποιούνταν στα 24 βαφεία, τους κερχανάδες – όπου βάφονταν κάθε χρόνο περίπου 2.500 έως 3.000 μπάλες νημάτων των εκατό οκάδων και απασχολούνταν χίλιοι έως δύο χιλιάδες (ο τελευταίος αριθμός μοιάζει μάλλον υπερβολικός) εργαζόμενοι. Από τον ενεργό πληθυσμό των Αμπελακίων, το ένα τρίτο απασχολούνταν στην οικιακή επεξεργασία και νηματοποίηση του βαμβακιού, το δεύτερο τρίτο στη βαφή στους κερχανάδες – που απασχολούσαν, κατά μονάδα, τουλάχιστον 40 τεχνίτες και βοηθούς, επρόκειτο δηλαδή για «βιομηχανικές μονάδες»– και οι υπόλοιποι στη διάθεση του προϊόντος, την προμήθεια των πρώτων υλών, τη μεταφορά κ.λπ. Το Κεντρικό Βαφείο «Μπαμπά» της Κοινής Συντροφίας είχε διαστάσεις 15X35=525 τ.μ., με 23 καζάνια βαφής και 75 άτομα απασχολούμενους. Το «ποιοτικό» άλμα προς την μανιφακτούρα είχε λοιπόν ήδη πραγματοποιηθεί.
Τι προκάλεσε, άραγε, την καταστροφή της μανιφακτούρας των Αμπελακίων, σε τρόπο ώστε, μετά το 1815, και με μεγάλη ταχύτητα, η δραστηριότητα των Αμπελακίων να παρακμάσει, ο πληθυσμός να μειωθεί, ενώ η απόπειρα να χρησιμοποιηθεί μια κλωστική μηχανή θα αποτύχει παταγωδώς, και ο ήχος της Τζένης δεν θα αντηχήσει ποτέ στις χαράδρες του Κισσάβου;
Πολλοί παράγοντες έχουν αναφερθεί για να εξηγηθεί η κατάρρευση: σημαντικότεροι μοιάζουν η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών και η απώλεια μεγάλου μέρους των κεφαλαίων της Συντροφίας, ο ανταγωνισμός της αναπτυσσόμενης υφαντουργικής βιομηχανίας, με τη χρήση της ανιλίνης αντί για το αλιζάρι (ερυθρόδανο) των Αμπελακίων, και η αθρόα εισαγωγή βιομηχανοποιημένων νημάτων από την Αγγλία στην Αυστρία και τη Γερμανία, που ήταν οι κύριες αγορές της αμπελακιώτικης μανιφακτούρας.
Δεδομένου ότι η ελληνική βιοτεχνία δεν διέθετε μια εκτεταμένη εσωτερική αγορά και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εξαγόταν, χωρίς μάλιστα να φθάνει στην ολοκληρωμένη μεταποίηση, αλλά έμενε στο στάδιο της νηματουργίας, αρκούσε ένα γεγονός συνδεδεμένο με τη συγκυρία στην Ευρώπη – η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών– για να προκαλέσει τον θάνατο από ασφυξία της αμπελακιώτικης παραγωγής. Οι τράπεζες βρίσκονταν στη Βιέννη, καθώς και η τελική αγορά. Κατά συνέπεια, η διόγκωση της ελληνικής βιοτεχνικής παραγωγής δεν διέθετε τις εσωτερικές κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις για μια «ενάρετη» διευρυμένη αναπαραγωγή, και έτσι η άνθηση των Αμπελακίων, αυτό το «θαύμα» της ελληνικής μανιφακτούρας, είχε πήλινα πόδια. Απετέλεσε ένα μετέωρο που διέσχισε τον ορίζοντα για να σβήσει με την αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας.
Η οικονομική λειτουργία της διασποράς
Ίσως όμως το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός, που θα σφραγίσει την ιστορία του ελληνισμού, τόσο θετικά όσο και αρνητικά, υπήρξε η διασπορά των Ελλήνων και η διαμόρφωση των ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό, των παροικιών.
Η παροικία στην αρχή είναι το αποτέλεσμα μιας φυγής άλλη μορφή στο ίδιο φαινόμενο που προκαλεί τον εποικισμό του ελλαδικού βουνού, πιο ολοκληρωμένη αυτή, καθώς διακόπτει, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ή και οριστικά, κάθε επαφή του πάροικου με τον γενέθλιό του τόπο.
Η έλλειψη ασφάλειας και προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής δραστηριότητας απαγόρευε τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και ευνοούσε τη διασπορά του. Έτσι, η δραστηριότητα μιας εμπορικής οικογένειας διασπείρονταν σε πολλές πόλεις, τόσο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτήν. Ένα μέλος της οικογένειας βρισκόταν στα Βαλκάνια, ένα άλλο στην Αυστρία ή την Ολλανδία, ένα τρίτο στη Ρωσία ή την Αίγυπτο κ.ο.κ.
Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, δεδομένης της οθωμανικής ανασφάλειας, ήταν πως ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έμενε τελικώς στις χώρες-καταφύγια. Οι μεγαλύτεροι Έλληνες έμποροι ήταν οι έμποροι της Βιέννης, της Τεργέστης, της Ρωσίας, της Αλεξάνδρειας, αργότερα, και αυτό μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Μοσχοπολίτες έμποροι θα πλουτίσουν την Αυστροουγγαρία, όπως ο γνωστός ευεργέτης Σίμων Σίνας, και στην Ελλάδα θα έρθει μόνο ένα μέρος του κεφαλαίου τους, ως κληροδοτήματα και ευεργεσίες.
Ίσως όμως το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός, που θα σφραγίσει την ιστορία του ελληνισμού, τόσο θετικά όσο και αρνητικά, υπήρξε η διασπορά των Ελλήνων και η διαμόρφωση των ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό, των παροικιών.
Η παροικία στην αρχή είναι το αποτέλεσμα μιας φυγής άλλη μορφή στο ίδιο φαινόμενο που προκαλεί τον εποικισμό του ελλαδικού βουνού, πιο ολοκληρωμένη αυτή, καθώς διακόπτει, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ή και οριστικά, κάθε επαφή του πάροικου με τον γενέθλιό του τόπο.
Η έλλειψη ασφάλειας και προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής δραστηριότητας απαγόρευε τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και ευνοούσε τη διασπορά του. Έτσι, η δραστηριότητα μιας εμπορικής οικογένειας διασπείρονταν σε πολλές πόλεις, τόσο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτήν. Ένα μέλος της οικογένειας βρισκόταν στα Βαλκάνια, ένα άλλο στην Αυστρία ή την Ολλανδία, ένα τρίτο στη Ρωσία ή την Αίγυπτο κ.ο.κ.
Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, δεδομένης της οθωμανικής ανασφάλειας, ήταν πως ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έμενε τελικώς στις χώρες-καταφύγια. Οι μεγαλύτεροι Έλληνες έμποροι ήταν οι έμποροι της Βιέννης, της Τεργέστης, της Ρωσίας, της Αλεξάνδρειας, αργότερα, και αυτό μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Μοσχοπολίτες έμποροι θα πλουτίσουν την Αυστροουγγαρία, όπως ο γνωστός ευεργέτης Σίμων Σίνας, και στην Ελλάδα θα έρθει μόνο ένα μέρος του κεφαλαίου τους, ως κληροδοτήματα και ευεργεσίες.
Η Ιταλία
Το παροικιακό φαινόμενο του νεώτερου ελληνισμού είχε ως αρχική εστία την ιταλική χερσόνησο και ως επίκεντρο τη Βενετία. Όσο όμως θα αναπτύσσεται η οικονομία και οι εμπορευματικές σχέσεις στον οθωμανικό χώρο, ενώ στη Δύση θα αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, το επίκεντρο της ελληνικής διασποράς θα μετακινείται προς την κεντρική Ευρώπη, αρχικώς, και όλο και ανατολικότερα, στη συνέχεια, προς τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Νότια Ρωσία – αργότερα προς την Αίγυπτο. Ακόμα και στην Ιταλία, το κέντρο βάρους της ελληνικής εμπορικής δραστηριότητας θα μετατεθεί προς την Τεργέστη και το Λιβόρνο.
Στην Ιταλία μεταναστεύουν, τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, λόγιοι, μισθοφόροι στρατιωτικοί (οι περιβόητοι stradioti), αστικοί και αγροτικοί πληθυσμοί καταδιωγμένοι από την τουρκική εξουσία, κάτοικοι και έμποροι των περιοχών που κατείχαν οι Ενετοί, καθώς και όσοι τους ακολούθησαν μετά την κατάληψη της περιοχής τους από τους Τούρκους – όπως θα συμβεί με αρκετούς Κύπριους, Κρήτες, Πελοπονήσιους, νησιώτες. Παράλληλα, η ενετική Πάδοβα και οι άλλες ιταλικές πόλεις, Πίζα, Παβία, Σιένα, Φλωρεντία, Μπολόνια, θα παραμείνουν, μέχρι την Επανάσταση, τα κυριότερα κέντρα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των Ελλήνων, και μόλις από τα μέσα του 18ου αι. θα αρχίσουν να τις ανταγωνίζονται η Βιέννη και η Λειψία.
Έτσι, ήδη κατά τα τέλη του 16ου αι., ο αριθμός των Ελλήνων ξεπερνούσε τις τέσσερις χιλιάδες, σε σύνολο 150.000 κατοίκων, ενώ, κατά τον 17ο αι., ο αριθμός των μελών της ελληνικής αδελφότητας έφθασε τις 5.000. Όταν όμως θα ολοκληρωθεί η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών κτήσεων, η Βενετία θα παρακμάσει. Ενώ, στις αρχές του 18ου αι., η τάξη των Ελλήνων εμπόρων περιλάμβανε 400 οικογένειες (1.600 άτομα), πενήντα χρόνια αργότερα θα περιοριστεί σε 70, και μόνο σε 44, στις αρχές του 19ου αι.
Το κέντρο βάρους θα μετατεθεί στα νέα «ελεύθερα» λιμάνια της Ιταλίας –το Λιβόρνο, τη Nεάπολη, τη Mεσσήνη, την Αγκώνα, την Tεργέστη– όπου οι δασμοί είναι σημαντικά μειωμένοι. Κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου αι., και κυρίως στις αρχές του 19ου, επίκεντρο της ελληνικής παρουσίας θα γίνει η Τεργέστη, όπου η αυτοκράτειρα Μαρία-Τερέζα ιδρύει μια νέα Εταιρεία του Λεβάντε, το 1754. Η ελληνική παροικία της Αγκώνας, που αποτελούσε περίπου το 3% του συνολικού πληθυσμού της πόλης, ήταν η πολυαριθμότερη, μετά την εβραϊκή, και σταδιακά ενισχύεται οικονομικά και κοινωνικά, ενώ, στην Τεργέστη, η ελληνική κοινότητα, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, θα φθάσει τις 3.200 ψυχές, λόγω της συρροής φυγάδων από τις τουρκικές σφαγές, ιδιαίτερα από τη Σμύρνη, τη Χίο, τα Ψαρά, και Χιώτες θα κυριαρχήσουν μεταξύ των εμπόρων – οι Pάλληδες, οι Σκαραμαγκάδες, οι Pοδοκανάκηδες, οι Bλαστοί.
Το ελληνικό εμπόριο στην Τεργέστη, το Λιβόρνο και την Αγκώνα ήταν διαμετακομιστικού χαρακτήρα: οι Έλληνες έμποροι διακινούν προϊόντα που μεταφέρονται από την Ανατολή προς τη Δύση και το αντίστροφο, εισπράττοντας προμήθεια, συνήθως το 2% της αξίας. Παράλληλα, λειτουργούν ως τραπεζίτες, ενώ ασφαλίζουν και τα πλοία που ταξιδεύουν από και προς την Ανατολή. Εδώ, στην Tεργέστη, ιδρύεται η πρώτη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, η Societa Greca di Assicurazioni (Eλληνική Aσφαλιστική Eταιρεία), το 1789.
Το Λιβόρνο, που ανήκε στο κράτος της Τοσκάνης κατά τον 18ο αι., μετεβλήθη σε βασικό σταθμό του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ της Ανατολικής Μεσογείου και της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας, και κατ’ εξοχήν του σιτεμπορίου. Έτσι, μετά τη συνθήκη του Αϊναλί Καβάκ του 1779, ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία ταξιδεύουν στις οθωμανικές θάλασσες και μεταφέρουν το ρωσικό σιτάρι στις τεράστιες σιταποθήκες του λιμανιού της Τυρρηνικής: μεταξύ 1776 και 1793, τα ελληνόκτητα πλοία στο λιμάνι θα φτάσουν στο 25% του συνόλου, ενώ, στα 1802-1819, Έλληνες έμποροι θα χρηματίσουν 28 φορές πρόεδροι του Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Στη γειτονική Πίζα –όπου υπάρχει πάντα ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων φοιτητών– θα εγκατασταθεί, το 1815, ο Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος, πρόεδρος της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης και, το 1819, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος μαζί με τον πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, και τον γιο του Κωνσταντίνο. Στην περιοχή της Ιταλίας με την ισχυρότερη αγγλική παρουσία, ο Μαυροκορδάτος θα έρθει σε επαφή με τον Άγγλο ρομαντικό ποιητή και φιλέλληνα Σέλλεϋ, ενώ ο Ιγνάτιος θα πραγματοποιήσει τη στροφή από τη ρωσική «προστασία» στην αγγλική, έχοντας πείσει και τον προστατευόμενό του Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στο Λιβόρνο, ο Ανδρέας Κάλβος θα συναντηθεί, το 1808, με τον Ανδρέα Λουριώτη, ο οποίος, μαζί με τον Ιωάννη Ορλάνδο, θα συνομολογήσουν το πρώτο δάνειο της «Ανεξαρτησίας» (sic), στο Λονδίνο, το 1824.
Το παροικιακό φαινόμενο του νεώτερου ελληνισμού είχε ως αρχική εστία την ιταλική χερσόνησο και ως επίκεντρο τη Βενετία. Όσο όμως θα αναπτύσσεται η οικονομία και οι εμπορευματικές σχέσεις στον οθωμανικό χώρο, ενώ στη Δύση θα αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, το επίκεντρο της ελληνικής διασποράς θα μετακινείται προς την κεντρική Ευρώπη, αρχικώς, και όλο και ανατολικότερα, στη συνέχεια, προς τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Νότια Ρωσία – αργότερα προς την Αίγυπτο. Ακόμα και στην Ιταλία, το κέντρο βάρους της ελληνικής εμπορικής δραστηριότητας θα μετατεθεί προς την Τεργέστη και το Λιβόρνο.
Στην Ιταλία μεταναστεύουν, τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, λόγιοι, μισθοφόροι στρατιωτικοί (οι περιβόητοι stradioti), αστικοί και αγροτικοί πληθυσμοί καταδιωγμένοι από την τουρκική εξουσία, κάτοικοι και έμποροι των περιοχών που κατείχαν οι Ενετοί, καθώς και όσοι τους ακολούθησαν μετά την κατάληψη της περιοχής τους από τους Τούρκους – όπως θα συμβεί με αρκετούς Κύπριους, Κρήτες, Πελοπονήσιους, νησιώτες. Παράλληλα, η ενετική Πάδοβα και οι άλλες ιταλικές πόλεις, Πίζα, Παβία, Σιένα, Φλωρεντία, Μπολόνια, θα παραμείνουν, μέχρι την Επανάσταση, τα κυριότερα κέντρα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των Ελλήνων, και μόλις από τα μέσα του 18ου αι. θα αρχίσουν να τις ανταγωνίζονται η Βιέννη και η Λειψία.
Έτσι, ήδη κατά τα τέλη του 16ου αι., ο αριθμός των Ελλήνων ξεπερνούσε τις τέσσερις χιλιάδες, σε σύνολο 150.000 κατοίκων, ενώ, κατά τον 17ο αι., ο αριθμός των μελών της ελληνικής αδελφότητας έφθασε τις 5.000. Όταν όμως θα ολοκληρωθεί η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών κτήσεων, η Βενετία θα παρακμάσει. Ενώ, στις αρχές του 18ου αι., η τάξη των Ελλήνων εμπόρων περιλάμβανε 400 οικογένειες (1.600 άτομα), πενήντα χρόνια αργότερα θα περιοριστεί σε 70, και μόνο σε 44, στις αρχές του 19ου αι.
Το κέντρο βάρους θα μετατεθεί στα νέα «ελεύθερα» λιμάνια της Ιταλίας –το Λιβόρνο, τη Nεάπολη, τη Mεσσήνη, την Αγκώνα, την Tεργέστη– όπου οι δασμοί είναι σημαντικά μειωμένοι. Κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου αι., και κυρίως στις αρχές του 19ου, επίκεντρο της ελληνικής παρουσίας θα γίνει η Τεργέστη, όπου η αυτοκράτειρα Μαρία-Τερέζα ιδρύει μια νέα Εταιρεία του Λεβάντε, το 1754. Η ελληνική παροικία της Αγκώνας, που αποτελούσε περίπου το 3% του συνολικού πληθυσμού της πόλης, ήταν η πολυαριθμότερη, μετά την εβραϊκή, και σταδιακά ενισχύεται οικονομικά και κοινωνικά, ενώ, στην Τεργέστη, η ελληνική κοινότητα, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, θα φθάσει τις 3.200 ψυχές, λόγω της συρροής φυγάδων από τις τουρκικές σφαγές, ιδιαίτερα από τη Σμύρνη, τη Χίο, τα Ψαρά, και Χιώτες θα κυριαρχήσουν μεταξύ των εμπόρων – οι Pάλληδες, οι Σκαραμαγκάδες, οι Pοδοκανάκηδες, οι Bλαστοί.
Το ελληνικό εμπόριο στην Τεργέστη, το Λιβόρνο και την Αγκώνα ήταν διαμετακομιστικού χαρακτήρα: οι Έλληνες έμποροι διακινούν προϊόντα που μεταφέρονται από την Ανατολή προς τη Δύση και το αντίστροφο, εισπράττοντας προμήθεια, συνήθως το 2% της αξίας. Παράλληλα, λειτουργούν ως τραπεζίτες, ενώ ασφαλίζουν και τα πλοία που ταξιδεύουν από και προς την Ανατολή. Εδώ, στην Tεργέστη, ιδρύεται η πρώτη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, η Societa Greca di Assicurazioni (Eλληνική Aσφαλιστική Eταιρεία), το 1789.
Το Λιβόρνο, που ανήκε στο κράτος της Τοσκάνης κατά τον 18ο αι., μετεβλήθη σε βασικό σταθμό του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ της Ανατολικής Μεσογείου και της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας, και κατ’ εξοχήν του σιτεμπορίου. Έτσι, μετά τη συνθήκη του Αϊναλί Καβάκ του 1779, ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία ταξιδεύουν στις οθωμανικές θάλασσες και μεταφέρουν το ρωσικό σιτάρι στις τεράστιες σιταποθήκες του λιμανιού της Τυρρηνικής: μεταξύ 1776 και 1793, τα ελληνόκτητα πλοία στο λιμάνι θα φτάσουν στο 25% του συνόλου, ενώ, στα 1802-1819, Έλληνες έμποροι θα χρηματίσουν 28 φορές πρόεδροι του Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Στη γειτονική Πίζα –όπου υπάρχει πάντα ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων φοιτητών– θα εγκατασταθεί, το 1815, ο Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος, πρόεδρος της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης και, το 1819, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος μαζί με τον πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, και τον γιο του Κωνσταντίνο. Στην περιοχή της Ιταλίας με την ισχυρότερη αγγλική παρουσία, ο Μαυροκορδάτος θα έρθει σε επαφή με τον Άγγλο ρομαντικό ποιητή και φιλέλληνα Σέλλεϋ, ενώ ο Ιγνάτιος θα πραγματοποιήσει τη στροφή από τη ρωσική «προστασία» στην αγγλική, έχοντας πείσει και τον προστατευόμενό του Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στο Λιβόρνο, ο Ανδρέας Κάλβος θα συναντηθεί, το 1808, με τον Ανδρέα Λουριώτη, ο οποίος, μαζί με τον Ιωάννη Ορλάνδο, θα συνομολογήσουν το πρώτο δάνειο της «Ανεξαρτησίας» (sic), στο Λονδίνο, το 1824.
Oι παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης
Ο 18ος αιώνας υπήρξε όντως ο «αιώνας των Ελλήνων», οι οποίοι, εκτός από τα Βαλκάνια και την Ιταλία, επεκτείνονται και στις δύο άλλες Αυτοκρατορίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων εμπόρων στην κεντρική Ευρώπη προηγείται και των συνθηκών του Κάρλοβιτς. Στην Τρανσυλβανία, είχε ήδη δημιουργηθεί, το 1639, η πρώτη ελληνική κομπανία στην κεντρική Ευρώπη, στην πόλη Σίμπιου, ενώ, λίγο αργότερα, στα 1678, ιδρύθηκε ανάλογη κομπανία και στην πόλη Μπρασόφ. Και στην Ουγγαρία, η πρώτη ελληνική κομπανία, στην πόλη Τοκάι, θα ιδρυθεί στα 1667, με προνομιακό εμπορικό, φορολογικό και αυτοδιοικητικό καθεστώς. Το επόμενο κύμα θα σημειωθεί στα 1718, μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς, ενώ το μεγαλύτερο θα ακολουθήσει μετά το 1760, αφού μάλιστα κατεστράφη η Μοσχόπολη.
Στη δεκαετία του 1760, το αυστριακό εμπορικό επιμελητήριο υπολόγισε πως στην Ουγγαρία ήταν εγκατεστημένες οι οικογένειες 2.000 «οθωμανών εμπόρων» και συνολικά 18.000 οθωμανικές οικογένειες, χωρίς να συνυπολογίζουμε ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων εμπόρων ήταν πραματευτές, μη μόνιμα εγκατεστημένοι στην Αυστροουγγαρία. Στις σερβικές επαρχίες, οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στη Νίσσα, το Κραγκούγιεβατς, το Κρούσεβατς, το Σμεντέρεβο, τη Μιτροβίτσα, το Βούκοβαρ, το Κάρλοβατς, το Ζάγκρεμπ και μαζικότερα στο Βελιγράδι και το Σεμλίνο (Zemun), η παροικία του οποίου έφτασε τους 800 στα 1816.
Οι Έλληνες στη Βιέννη, από 300 μέλη το 1767, θα φθάσουν τις 4.000 στα 1814, όταν η ελληνική κοινότητα θα βρεθεί στο απόγειο της ακμής της.
Οι Αψβούργοι απαγόρευαν στους βαλκάνιους εμπόρους οθωμανικής υπηκοότητας να ασκούν το λιανικό εμπόριο, παρά μόνο κατά τις εμποροπανηγύρεις ιδιαίτερα κατά τη μακρά βασιλεία της Μαρίας-Θηρεσίας (1740-1780), ελήφθησαν επανειλημμένα μέτρα εναντίον των ορθοδόξων, τους οποίους και πίεζαν συστηματικά να αποκτήσουν αυστριακή υπηκοότητα, με αποτέλεσμα, γύρω στα 1800, οι περισσότεροι ίσως Έλληνες έμποροι της Αυστροουγγαρίας να έχουν αλλάξει υπηκοότητα.
Έτσι, πολλοί Έλληνες, εκόντες ή άκοντες, έγιναν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, απέκτησαν τίτλους ευγενείας (βαρόνοι, εκτός από τον Γεώργιο Σίνα, ανακηρύχθηκαν ο Στέργιος Δούμπας και ο Κωνσταντίνος Μπέλιος), κάποιοι εισήλθαν στην αυτοκρατορική Βουλή, όπως ο Νικόλαος Δούμπας και ο Θεόδωρος Καραγιάννης, ο οποίος χρημάτισε διευθυντής της Ακαδημίας και της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης.
Ο 18ος αιώνας υπήρξε όντως ο «αιώνας των Ελλήνων», οι οποίοι, εκτός από τα Βαλκάνια και την Ιταλία, επεκτείνονται και στις δύο άλλες Αυτοκρατορίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων εμπόρων στην κεντρική Ευρώπη προηγείται και των συνθηκών του Κάρλοβιτς. Στην Τρανσυλβανία, είχε ήδη δημιουργηθεί, το 1639, η πρώτη ελληνική κομπανία στην κεντρική Ευρώπη, στην πόλη Σίμπιου, ενώ, λίγο αργότερα, στα 1678, ιδρύθηκε ανάλογη κομπανία και στην πόλη Μπρασόφ. Και στην Ουγγαρία, η πρώτη ελληνική κομπανία, στην πόλη Τοκάι, θα ιδρυθεί στα 1667, με προνομιακό εμπορικό, φορολογικό και αυτοδιοικητικό καθεστώς. Το επόμενο κύμα θα σημειωθεί στα 1718, μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς, ενώ το μεγαλύτερο θα ακολουθήσει μετά το 1760, αφού μάλιστα κατεστράφη η Μοσχόπολη.
Στη δεκαετία του 1760, το αυστριακό εμπορικό επιμελητήριο υπολόγισε πως στην Ουγγαρία ήταν εγκατεστημένες οι οικογένειες 2.000 «οθωμανών εμπόρων» και συνολικά 18.000 οθωμανικές οικογένειες, χωρίς να συνυπολογίζουμε ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων εμπόρων ήταν πραματευτές, μη μόνιμα εγκατεστημένοι στην Αυστροουγγαρία. Στις σερβικές επαρχίες, οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στη Νίσσα, το Κραγκούγιεβατς, το Κρούσεβατς, το Σμεντέρεβο, τη Μιτροβίτσα, το Βούκοβαρ, το Κάρλοβατς, το Ζάγκρεμπ και μαζικότερα στο Βελιγράδι και το Σεμλίνο (Zemun), η παροικία του οποίου έφτασε τους 800 στα 1816.
Οι Έλληνες στη Βιέννη, από 300 μέλη το 1767, θα φθάσουν τις 4.000 στα 1814, όταν η ελληνική κοινότητα θα βρεθεί στο απόγειο της ακμής της.
Οι Αψβούργοι απαγόρευαν στους βαλκάνιους εμπόρους οθωμανικής υπηκοότητας να ασκούν το λιανικό εμπόριο, παρά μόνο κατά τις εμποροπανηγύρεις ιδιαίτερα κατά τη μακρά βασιλεία της Μαρίας-Θηρεσίας (1740-1780), ελήφθησαν επανειλημμένα μέτρα εναντίον των ορθοδόξων, τους οποίους και πίεζαν συστηματικά να αποκτήσουν αυστριακή υπηκοότητα, με αποτέλεσμα, γύρω στα 1800, οι περισσότεροι ίσως Έλληνες έμποροι της Αυστροουγγαρίας να έχουν αλλάξει υπηκοότητα.
Έτσι, πολλοί Έλληνες, εκόντες ή άκοντες, έγιναν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, απέκτησαν τίτλους ευγενείας (βαρόνοι, εκτός από τον Γεώργιο Σίνα, ανακηρύχθηκαν ο Στέργιος Δούμπας και ο Κωνσταντίνος Μπέλιος), κάποιοι εισήλθαν στην αυτοκρατορική Βουλή, όπως ο Νικόλαος Δούμπας και ο Θεόδωρος Καραγιάννης, ο οποίος χρημάτισε διευθυντής της Ακαδημίας και της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης.
Από τη Μοσχόπολη στη βαρονεία
Η πλέον χαρακτηριστική διαδρομή –που καταδεικνύει με ενάργεια την πορεία της ελληνικής διασποράς της Αυστροουγγαρίας– είναι εκείνη της οικογένειας Σίνα.
Ο βλαχικής καταγωγής γενάρχης της, Γεώργιος, καταγόταν από τη Μοσχόπολη και αναφέρεται για πρώτη φορά σε αρχεία της Βουδαπέστης, το 1762, και της Βιέννης, το 1767. Μετά την κήρυξη του ηπειρωτικού αποκλεισμού της ναπολεόντειας Ευρώπης από τους Εγγλέζους, το εμπόριο διεξάγεται κυρίως μέσω χερσαίων οδών και ο γιος του, Σίμων, γίνεται ο πρώτος εισαγωγέας βαμβακιού και μαλλιού από την οθωμανική Αυτοκρατορία. Η οικογένεια ακολουθεί μια ευλύγιστη στρατηγική. Ο Σίμων παραμένει οθωμανός υπήκοος, ενώ ο εγγονός του γενάρχη, Γεώργιος, το 1811, αποκτά την αυστριακή υπηκοότητα, που του επιτρέπει να απολαμβάνει προνόμια ανάλογα των αυστριακών μεγαλεμπόρων. Ο Γεώργιος αγοράζει γαιοκτησίες, οικόπεδα και ακίνητα, ενώ, παράλληλα, η οικογένεια επενδύει σε υφαντουργικά εργοστάσια (στο πρώτο μηχανοκίνητο εργοστάσιο της Αυστρίας, το 1803), σε εμπόριο γαλλικών κρασιών και καπνού, το 1809-1811, και μετά το τέλος του αποκλεισμού, το 1811, εισάγει βαμβάκι από την Ινδία.
Το 1818, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος A΄ απονέμει τον ουγγρικό τίτλο του βαρόνου στον Σίμωνα Σίνα, ενώ, το 1832, οι αδελφοί Σίνα, Γεώργιος και Ιωάννης, θα ανακηρυχθούν βαρόνοι της Αυστρίας.
Για να μπορέσουν όμως οι Σίνα να λάβουν τον τίτλο, θα έπρεπε να καταβάλουν ένα υπέρογκο τίμημα – χρηματικό αλλά και πολιτικο-ηθικό: το 1815, ο Γεώργιος Σίνας θα κάνει μια σημαντική δωρεά στο Πολυτεχνείο της Βιέννης, ύψους 20.000 φλορινιών, ο Σίμων Σίνας θα αγοράσει δύο ουγγρικά χωριά σε τιμή διπλάσια από την αξία τους –καταβάλλοντας το υπέρογκο ποσό των 400.000 φλορινιών– ενώ κατέβαλε και 80.000 φλορίνια για την απόκτηση του τίτλου, το μεγαλύτερο ποσό που είχε καταβληθεί ποτέ. Επί πλέον, όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, «ο Γ. Σίνας ετήρησε στάσιν επιφυλακτικήν και συνέχισε τας εμπορικάς του επιχειρήσεις όπως και πρότερον». Μάλιστα, επειδή ο Γ. Σίνας, μετά τον Μάιο του 1821, παρέλαβε 900 φορτία βαμβάκι από τον Δράμαλη, αξίας 335.000 πιάστρων, μετά την καρατόμηση του Δράμαλη, βρέθηκε οφειλέτης του Σουλτάνου, στον οποίο και κατέβαλε την οφειλή του. Γι’ αυτή τη στάση του παρασημοφορήθηκε, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, από τον σουλτάνο. Αυτό το γεγονός επισημαίνεται από τον Φραγκίσκο Α΄, στο κείμενο της έγκρισης απονομής του τίτλου του βαρόνου της Αυστρίας στους αδελφούς Σίνα!
Όταν, το 1822, απεβίωσε ο Σίμων Σίνας, οι εμπορικές επιχειρήσεις του Γεωργίου άρχιζαν από τη Βιέννη και εξακτινώνονταν σε Ρώμη, Γενεύη, Μασσαλία, Παρίσι, Λονδίνο, Αμβούργο, Βερολίνο, Βαρσοβία, Βουκουρέστι, Οδησσό, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Κάιρο και Ινδίες, ενώ είχε επενδύσει μεγάλα κεφάλαια σε βιομηχανικές και τραπεζιτικές δραστηριότητες, κυρίως στην αγορά ακινήτων και κτημάτων.
Έτσι, σταδιακώς, η δραστηριότητα της οικογένειας αποκόπτεται από τον ελληνικό χώρο και εξελίσσεται σε μια διεθνή δραστηριότητα, στο εμπόριο, τη βιομηχανία, τη γαιοκτησία: βιομηχανικές επιχειρήσεις, εμπόριο με την Ινδία, γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ναυσιπλοΐα στον Δούναβη και αργότερα σιδηρόδρομοι, τραπεζιτικές εργασίες – ο Γεώργιος Σίνας θα χρηματίσει και διευθυντής της αυστριακής Εθνικής Τράπεζας.
Βέβαια, ο Γεώργιος, δεν παύει ποτέ να τρέφει φιλελληνικά αισθήματα, αλλά πάντα υποταγμένα στα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Έτσι, ενώ είχε διοριστεί «Γενικός Πρόξενος» του ελληνικού κράτους στη Βιέννη από το 1834, όταν η ελληνική κυβέρνηση, το 1835, επεχείρησε να επιτύχει μείωση του δασμού εισαγωγής του ελληνικού ελαιόλαδου στην Αυστροουγγαρία, ο Σίνας απάντησε στην ελληνική κυβέρνηση πως μια τέτοια ευνοϊκή μεταχείριση της Ελλάδας θα προσέκρουε στη δυσαρέσκεια άλλων χωρών όπως η Ιταλία. Επί πλέον, παρά τις πολλαπλές παραινέσεις να δημιουργήσει τραπεζιτικό οργανισμό στην Ελλάδα, ακόμα και από τον πρέσβη της Αυστρίας στην Αθήνα Prokesh-Osten, το 1839, ο Σίνας κώφευσε, ενώ ακόμα και όταν επρόκειτο να ιδρυθεί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, το 1841, από τον Εϋνάρδο και τον Γεώργιο Σταύρου, δεν συνέβαλε ουσιαστικά.
Μετά τον θάνατο του Γεωργίου, το 1856, η περιουσία του υπολογίστηκε σε 80 έως 120.000.000 αυστριακά φλορίνια, δηλαδή 450.000.000 δραχμές. Το 88% της κληρονομιάς που έλαβε ο Σίμων αφορούσε γαιοκτησίες και ακίνητα, ενώ στις γαιοκτησίες του και μόνο απασχολούνταν 4.989 άτομα. Δηλαδή, η οικογένεια Σίνα είχε μεταβληθεί από οικογένεια εμπόρων σε οίκο ευγενών γαιοκτημόνων, ακολουθώντας εν πολλοίς το πρότυπο της noblesse de robe των ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών.
Ο Σίμων Σίνας ο νεώτερος (1810–1877) δεν είχε πλέον καμία άμεση σχέση με τον ελληνικό κόσμο: γεννήθηκε στη Βιέννη, παρακολουθούσε αυστριακό σχολείο, ενώ τα καλοκαίρια είχε Ούγγρο παιδαγωγό, ανατράφηκε σε περιβάλλον κοσμοπολίτικο και πολύγλωσσο, γνώριζε γερμανικά, ουγγρικά, ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά και αγγλικά, σπούδασε πολιτική οικονομία, ιστορία και φιλοσοφία, ενώ ταξίδεψε σε Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, συνοδευόμενος από τον έμπορο και λόγιο Zηνόβιο Πωπ, μεταφραστή του Herder στον Λόγιο Eρμή.
Ο Σίμων, το 1856, θα διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας, μέχρι το 1858, οπότε και πολιτογραφήθηκε Έλληνας πολίτης και ανέλαβε τα καθήκοντα του πρεσβευτή της Ελλάδας σε Βιέννη, Μόναχο και Βερολίνο. Το ζήτημα της πολιτογράφησής του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Ο εικοσιπεντάχρονος Τιμολέων Φιλήμων, που μόλις είχε αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας του πατέρα του, Αιών, στις 3-3-1858 (αρ. 1605), σε μακροσκελές άρθρο υπό τον τίτλο «Η παράδοξος πρεσβεία», παρέθετε σειρά επιχειρημάτων σύμφωνα με τα οποία ο Σίνας δεν έπρεπε να διορισθεί πρέσβης της Ελλάδας. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει πως ο Σίνας διαθέτει κολοσσιαία περιουσία στην Αυστρία και επομένως τα συμφέροντά του είναι συνδεδεμένα με μια χώρα που τις περισσότερες φορές στρέφεται εναντίον της Ελλάδας. Πριν δύο χρόνια, γράφει ο Φιλήμων, συστήθηκε «Ελληνική Ατμοπλοϊκή Εταιρεία» και ο Σίνας δεν αγόρασε «οὐδὲ λεπτοῦ μετοχήν», διότι η εταιρεία αυτή θα ήταν ανταγωνίστρια του αυστριακού Λόυδ. Εν συνεχεία, του έγινε πρόταση να αναλάβει την προεδρία εταιρείας δημοσίων έργων στην Ελλάδα, «καὶ ὄμως μετὰ λύπης παρετήρησεν ὅτι ἀδυνατεῖ πρὸς τὸ τοιοῦτον… ἐπειδὴ ἡ Αὐστριακὴ Κυβέρνησις δὲν τὸ θέλει. Τοιαύτη ὑπῆρξεν ἡ ἀπάντησις. Ὁ κ. Σίνας ἠγόρασεν προχθὲς ἔτι ἐν Βενετίᾳ περίφημα ἀνάκτορα (τὸ Palazzo Grassi) καὶ πολυτελῶς κοσμεῖ αὐτὰ σήμερον. Ἐρωτῶμεν, ἠγόρασε κἂν σπιθαμὴν γῆς ἐν Ἑλλάδι, συνέδεσε τὰ ὑλικὰ συμφέροντα αὐτοῦ μετὰ τῆς Ἑλλάδος;»
Ωστόσο, ο Σίμων Σίνας υπήρξε δημιουργός και της Ακαδημίας της Αθήνας, για την ανέγερση και τη διακόσμηση της οποίας –της «Πλουτακαδημίας», σύμφωνα με μερίδα του Τύπου– η συνολική δαπάνη έφθασε τις 3.360.000 δρχ. Ο Σίμων Σίνας πέθανε το 1877 χωρίς να δει ποτέ το κτίριο που κατασκεύασε και χωρίς ποτέ να επισκεφθεί την Ελλάδα, ενώ, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1881, διαλύθηκε και ο εμπορικός και τραπεζικός οίκος Σίνα.
Η πλέον χαρακτηριστική διαδρομή –που καταδεικνύει με ενάργεια την πορεία της ελληνικής διασποράς της Αυστροουγγαρίας– είναι εκείνη της οικογένειας Σίνα.
Ο βλαχικής καταγωγής γενάρχης της, Γεώργιος, καταγόταν από τη Μοσχόπολη και αναφέρεται για πρώτη φορά σε αρχεία της Βουδαπέστης, το 1762, και της Βιέννης, το 1767. Μετά την κήρυξη του ηπειρωτικού αποκλεισμού της ναπολεόντειας Ευρώπης από τους Εγγλέζους, το εμπόριο διεξάγεται κυρίως μέσω χερσαίων οδών και ο γιος του, Σίμων, γίνεται ο πρώτος εισαγωγέας βαμβακιού και μαλλιού από την οθωμανική Αυτοκρατορία. Η οικογένεια ακολουθεί μια ευλύγιστη στρατηγική. Ο Σίμων παραμένει οθωμανός υπήκοος, ενώ ο εγγονός του γενάρχη, Γεώργιος, το 1811, αποκτά την αυστριακή υπηκοότητα, που του επιτρέπει να απολαμβάνει προνόμια ανάλογα των αυστριακών μεγαλεμπόρων. Ο Γεώργιος αγοράζει γαιοκτησίες, οικόπεδα και ακίνητα, ενώ, παράλληλα, η οικογένεια επενδύει σε υφαντουργικά εργοστάσια (στο πρώτο μηχανοκίνητο εργοστάσιο της Αυστρίας, το 1803), σε εμπόριο γαλλικών κρασιών και καπνού, το 1809-1811, και μετά το τέλος του αποκλεισμού, το 1811, εισάγει βαμβάκι από την Ινδία.
Το 1818, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος A΄ απονέμει τον ουγγρικό τίτλο του βαρόνου στον Σίμωνα Σίνα, ενώ, το 1832, οι αδελφοί Σίνα, Γεώργιος και Ιωάννης, θα ανακηρυχθούν βαρόνοι της Αυστρίας.
Για να μπορέσουν όμως οι Σίνα να λάβουν τον τίτλο, θα έπρεπε να καταβάλουν ένα υπέρογκο τίμημα – χρηματικό αλλά και πολιτικο-ηθικό: το 1815, ο Γεώργιος Σίνας θα κάνει μια σημαντική δωρεά στο Πολυτεχνείο της Βιέννης, ύψους 20.000 φλορινιών, ο Σίμων Σίνας θα αγοράσει δύο ουγγρικά χωριά σε τιμή διπλάσια από την αξία τους –καταβάλλοντας το υπέρογκο ποσό των 400.000 φλορινιών– ενώ κατέβαλε και 80.000 φλορίνια για την απόκτηση του τίτλου, το μεγαλύτερο ποσό που είχε καταβληθεί ποτέ. Επί πλέον, όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, «ο Γ. Σίνας ετήρησε στάσιν επιφυλακτικήν και συνέχισε τας εμπορικάς του επιχειρήσεις όπως και πρότερον». Μάλιστα, επειδή ο Γ. Σίνας, μετά τον Μάιο του 1821, παρέλαβε 900 φορτία βαμβάκι από τον Δράμαλη, αξίας 335.000 πιάστρων, μετά την καρατόμηση του Δράμαλη, βρέθηκε οφειλέτης του Σουλτάνου, στον οποίο και κατέβαλε την οφειλή του. Γι’ αυτή τη στάση του παρασημοφορήθηκε, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, από τον σουλτάνο. Αυτό το γεγονός επισημαίνεται από τον Φραγκίσκο Α΄, στο κείμενο της έγκρισης απονομής του τίτλου του βαρόνου της Αυστρίας στους αδελφούς Σίνα!
Όταν, το 1822, απεβίωσε ο Σίμων Σίνας, οι εμπορικές επιχειρήσεις του Γεωργίου άρχιζαν από τη Βιέννη και εξακτινώνονταν σε Ρώμη, Γενεύη, Μασσαλία, Παρίσι, Λονδίνο, Αμβούργο, Βερολίνο, Βαρσοβία, Βουκουρέστι, Οδησσό, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Κάιρο και Ινδίες, ενώ είχε επενδύσει μεγάλα κεφάλαια σε βιομηχανικές και τραπεζιτικές δραστηριότητες, κυρίως στην αγορά ακινήτων και κτημάτων.
Έτσι, σταδιακώς, η δραστηριότητα της οικογένειας αποκόπτεται από τον ελληνικό χώρο και εξελίσσεται σε μια διεθνή δραστηριότητα, στο εμπόριο, τη βιομηχανία, τη γαιοκτησία: βιομηχανικές επιχειρήσεις, εμπόριο με την Ινδία, γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ναυσιπλοΐα στον Δούναβη και αργότερα σιδηρόδρομοι, τραπεζιτικές εργασίες – ο Γεώργιος Σίνας θα χρηματίσει και διευθυντής της αυστριακής Εθνικής Τράπεζας.
Βέβαια, ο Γεώργιος, δεν παύει ποτέ να τρέφει φιλελληνικά αισθήματα, αλλά πάντα υποταγμένα στα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Έτσι, ενώ είχε διοριστεί «Γενικός Πρόξενος» του ελληνικού κράτους στη Βιέννη από το 1834, όταν η ελληνική κυβέρνηση, το 1835, επεχείρησε να επιτύχει μείωση του δασμού εισαγωγής του ελληνικού ελαιόλαδου στην Αυστροουγγαρία, ο Σίνας απάντησε στην ελληνική κυβέρνηση πως μια τέτοια ευνοϊκή μεταχείριση της Ελλάδας θα προσέκρουε στη δυσαρέσκεια άλλων χωρών όπως η Ιταλία. Επί πλέον, παρά τις πολλαπλές παραινέσεις να δημιουργήσει τραπεζιτικό οργανισμό στην Ελλάδα, ακόμα και από τον πρέσβη της Αυστρίας στην Αθήνα Prokesh-Osten, το 1839, ο Σίνας κώφευσε, ενώ ακόμα και όταν επρόκειτο να ιδρυθεί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, το 1841, από τον Εϋνάρδο και τον Γεώργιο Σταύρου, δεν συνέβαλε ουσιαστικά.
Μετά τον θάνατο του Γεωργίου, το 1856, η περιουσία του υπολογίστηκε σε 80 έως 120.000.000 αυστριακά φλορίνια, δηλαδή 450.000.000 δραχμές. Το 88% της κληρονομιάς που έλαβε ο Σίμων αφορούσε γαιοκτησίες και ακίνητα, ενώ στις γαιοκτησίες του και μόνο απασχολούνταν 4.989 άτομα. Δηλαδή, η οικογένεια Σίνα είχε μεταβληθεί από οικογένεια εμπόρων σε οίκο ευγενών γαιοκτημόνων, ακολουθώντας εν πολλοίς το πρότυπο της noblesse de robe των ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών.
Ο Σίμων Σίνας ο νεώτερος (1810–1877) δεν είχε πλέον καμία άμεση σχέση με τον ελληνικό κόσμο: γεννήθηκε στη Βιέννη, παρακολουθούσε αυστριακό σχολείο, ενώ τα καλοκαίρια είχε Ούγγρο παιδαγωγό, ανατράφηκε σε περιβάλλον κοσμοπολίτικο και πολύγλωσσο, γνώριζε γερμανικά, ουγγρικά, ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά και αγγλικά, σπούδασε πολιτική οικονομία, ιστορία και φιλοσοφία, ενώ ταξίδεψε σε Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, συνοδευόμενος από τον έμπορο και λόγιο Zηνόβιο Πωπ, μεταφραστή του Herder στον Λόγιο Eρμή.
Ο Σίμων, το 1856, θα διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας, μέχρι το 1858, οπότε και πολιτογραφήθηκε Έλληνας πολίτης και ανέλαβε τα καθήκοντα του πρεσβευτή της Ελλάδας σε Βιέννη, Μόναχο και Βερολίνο. Το ζήτημα της πολιτογράφησής του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Ο εικοσιπεντάχρονος Τιμολέων Φιλήμων, που μόλις είχε αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας του πατέρα του, Αιών, στις 3-3-1858 (αρ. 1605), σε μακροσκελές άρθρο υπό τον τίτλο «Η παράδοξος πρεσβεία», παρέθετε σειρά επιχειρημάτων σύμφωνα με τα οποία ο Σίνας δεν έπρεπε να διορισθεί πρέσβης της Ελλάδας. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει πως ο Σίνας διαθέτει κολοσσιαία περιουσία στην Αυστρία και επομένως τα συμφέροντά του είναι συνδεδεμένα με μια χώρα που τις περισσότερες φορές στρέφεται εναντίον της Ελλάδας. Πριν δύο χρόνια, γράφει ο Φιλήμων, συστήθηκε «Ελληνική Ατμοπλοϊκή Εταιρεία» και ο Σίνας δεν αγόρασε «οὐδὲ λεπτοῦ μετοχήν», διότι η εταιρεία αυτή θα ήταν ανταγωνίστρια του αυστριακού Λόυδ. Εν συνεχεία, του έγινε πρόταση να αναλάβει την προεδρία εταιρείας δημοσίων έργων στην Ελλάδα, «καὶ ὄμως μετὰ λύπης παρετήρησεν ὅτι ἀδυνατεῖ πρὸς τὸ τοιοῦτον… ἐπειδὴ ἡ Αὐστριακὴ Κυβέρνησις δὲν τὸ θέλει. Τοιαύτη ὑπῆρξεν ἡ ἀπάντησις. Ὁ κ. Σίνας ἠγόρασεν προχθὲς ἔτι ἐν Βενετίᾳ περίφημα ἀνάκτορα (τὸ Palazzo Grassi) καὶ πολυτελῶς κοσμεῖ αὐτὰ σήμερον. Ἐρωτῶμεν, ἠγόρασε κἂν σπιθαμὴν γῆς ἐν Ἑλλάδι, συνέδεσε τὰ ὑλικὰ συμφέροντα αὐτοῦ μετὰ τῆς Ἑλλάδος;»
Ωστόσο, ο Σίμων Σίνας υπήρξε δημιουργός και της Ακαδημίας της Αθήνας, για την ανέγερση και τη διακόσμηση της οποίας –της «Πλουτακαδημίας», σύμφωνα με μερίδα του Τύπου– η συνολική δαπάνη έφθασε τις 3.360.000 δρχ. Ο Σίμων Σίνας πέθανε το 1877 χωρίς να δει ποτέ το κτίριο που κατασκεύασε και χωρίς ποτέ να επισκεφθεί την Ελλάδα, ενώ, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1881, διαλύθηκε και ο εμπορικός και τραπεζικός οίκος Σίνα.
Χίος: εμπόριο και διεθνοποίηση
Η σύγχρονη αστική τάξη της Χίου έχει τις ρίζες της στα βυζαντινά χρόνια. Μια τάξη γαιοκτημόνων, λογίων και εμπόρων, με τέτοια καταπληκτική συνέχεια ανά τους αιώνες, η οποία και στελέχωσε προνομιακώς τις τάξεις των πατρικίων της Σμύρνης και των Φαναριωτών της Κωνσταντινούπολης –χαρακτηριστική περίπτωση οι Μαυροκορδάτοι‒, συνιστά μια «ανωμαλία», μια ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα.
Τωόντι, χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της διαμόρφωσης των αστικών τάξεων της Ελλάδας υπήρξε η ασυνέχεια. Συνήθως, στις περισσότερες αστικές οικογένειες της χώρας, μετά από δυο-τρεις –στην καλύτερη περίπτωση πέντε– γενιές, η αρχική γενιά έχει σβήσει, σε αντίθεση με μια παράδοση αιώνων που χαρακτηρίζει, επί παραδείγματι, τους Εβραίους ή τους Γενοβέζους αστούς και τραπεζίτες.
Στη Χίο, αντίθετα, το χαρακτηριστικό είναι η εκπληκτική συνέχεια. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή την ενδογαμία των χιώτικων οικογενειών και τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου χιώτικου δικτύου, εξαιρετικά δραστήριου κατά τον 18ο και κυρίως τον 19ο αι., του οποίου τις απολήξεις και τις διασυνδέσεις θα τις συναντήσουμε ακόμα και σήμερα! Τόσο ώστε ‒όπως αναφέρει ειρωνικά ο Fustel de Cοulanges– «δεν θέλουν οι άλλοι Έλληνες να δεχτούν ότι οι Χίοι είναι της ιδίας φυλής με αυτούς και νομίζουν “σώνει και καλά” ότι είναι Εβραίοι η κοινή γνώμη στη Σύρο και τη Σμύρνη είναι πεισμένη σε μεγάλο ποσοστό ότι οι κάτοικοι της Χίου αποτελούν εβραϊκή αποικία»!
Ο Χίος ιστορικός Γεώργιος Ζολώτας παραθέτει μια σχετική παροιμία: «Πενήντα Ρωμηοί κάνουν έναν Οβρηό και πενήντα Οβρηοί έναν Χιώτη», ενώ και ο Φυστέλ ντε Κουλάνζ αναφέρει ανάλογες παροιμίες που άκουσε στη Χίο κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1850.
Η Χίος, ένα πυκνοκατοικημένο και πλούσιο νησί από την αρχαιότητα, με σημαντική παραγωγή –μαστίχα, κρασί, μάρμαρα– διατηρούσε προνομιακές οικονομικές σχέσεις με τη μικρασιατική «ενδοχώρα» της, ενώ έφθασε σε μεγάλη πληθυσμιακή ακμή κατά τον 5ο αι. π. Χ., όταν το σύνολο του πληθυσμού πλησίαζε τις 120 χιλιάδες – όσο και στα… 1821 η δε πόλη της Χίου τις 80.000, χωρίς να συνυπολογίζονται οι δούλοι.
Ωστόσο, η ανάδειξή της, από τον 8ο π. X. αιώνα και εφεξής, σε μία από τις κυρίαρχες πόλεις του ελληνικού κόσμου συναρτάται κατ’ εξοχήν με τη θέση της πάνω στη θαλάσσια οδό μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Μεσογείου, και μεταξύ Ελλάδας και Ασίας, ενώ ο μεγάλος δρόμος των καραβανιών της κεντρικής Ασίας κατέληγε πάντοτε στην Έφεσο ή τη Σμύρνη, απέναντι από τη Χίο.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, υπήρξε έδρα του σημαντικότερου Ναυτικού Θέµατος ‒ του Αιγαίου Πελάγους ήδη, κατά τον 10ο αι., λειτουργούσε ως διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Κωνσταντινούπολης, από τη μία, και της Κρήτης, του Αρχιπελάγους και της Δύσης, από την άλλη.
Το 1346, η Χίος κατελήφθη από τους Γενουάτες, οι οποίοι, φοβισμένοι από τη σθεναρή αντίσταση των Χίων, αρχικά τους παραχώρησαν πολλά προνόμια, αλλά σύντομα εγκαθίδρυσαν ένα ιδιαίτερο αποικιακό καθεστώς, παραχωρώντας τη νήσο στην περιβόητη Μαόνα της Χίου, ένα από τα πρώτα ιστορικά πρότυπα αποικιακής εταιρείας στη νεώτερη εποχή. Η Χίος απετέλεσε έτσι μια αποικιακή «εμπορική δημοκρατία», ανάλογη με εκείνες της Βενετίας και της Γένοβας σε σμικρογραφία, γι’ αυτό και θα αποκληθεί «μικρή Γένοβα» – μέχρι το 1566, όταν θα πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Εκτός από τη στρατηγική γεωγραφική-εμπορική της θέση, οι βάσεις της ευημερίας της υπήρξαν η παραγωγή της μαστίχας, όπου κατέχει ένα φυσικό παγκόσμιο μονοπώλιο, και η επεξεργασία της μετάξης, στην οποία κατ’ εξοχήν οικοδομήθηκε η παράδοση και η συνέχεια των μεγάλων εμπορικών οικογενειών της Χίου, δεδομένου ότι η εκμετάλλευση της μαστίχας παρέμενε πάντοτε μονοπωλιακό προνόμιο των κατακτητών, Γενουατών ή Οθωμανών.
Η μεταξουργία εμφανίζεται ήδη από την όψιμη μεσοβυζαντινή περίοδο, μια και οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την καλλιέργεια της μουριάς και την εκτροφή μεταξοσκώληκα. Τα εργαστήρια µεταξοπλεκτικής ξεπερνούσαν τα πεντακόσια, και η ντόπια παραγωγή πρώτων υλών αποδεικνυόταν συχνά ανεπαρκής, γεγονός που ανάγκαζε τους µεταξοπράτες, από τον 11ο αι., να τις εισάγουν από τον Μοριά, τη Λέσβο, την Άνδρο, τη Μακεδονία και τη Συρία.
Η παραγωγή μεταξιού θα επεκταθεί κατά τη γενοβέζικη περίοδο, φτάνοντας στους 38 τόνους ετησίως, και ακόμα περισσότερο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν οι αργαλειοί θα φθάσουν τους χίλιους διακόσιους η βιοτεχνία υφασμάτων και κεντήματος άνθησε από τον 16ο αι. μέχρι το τέλος του 18ου αι., ενώ μετά το 1600 η εμπορία επεκτάθηκε σε όλα τα κέντρα της Δύσης και της Ανατολής: Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Καλκούτα, Μασσαλία, Λιβόρνο κ.λπ. Οι υφασματέμποροι, με αφετηρία τη Χίο, μετακινήθηκαν επιγενέστερα και οι ίδιοι στα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα, οπότε η Χίος θα υποσκελιστεί τελικά από τη Σμύρνη, όπου εγκαθίστανται πολλοί σηροτρόφοι, μεταξουργοί και υφασματέμποροι μετά τα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ η επιδηµία της πανώλους του 1788 και η ασθένεια που πλήττει τους µεταξοσκώληκες επιτείνουν την παρακµή.
Η σύγχρονη αστική τάξη της Χίου έχει τις ρίζες της στα βυζαντινά χρόνια. Μια τάξη γαιοκτημόνων, λογίων και εμπόρων, με τέτοια καταπληκτική συνέχεια ανά τους αιώνες, η οποία και στελέχωσε προνομιακώς τις τάξεις των πατρικίων της Σμύρνης και των Φαναριωτών της Κωνσταντινούπολης –χαρακτηριστική περίπτωση οι Μαυροκορδάτοι‒, συνιστά μια «ανωμαλία», μια ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα.
Τωόντι, χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της διαμόρφωσης των αστικών τάξεων της Ελλάδας υπήρξε η ασυνέχεια. Συνήθως, στις περισσότερες αστικές οικογένειες της χώρας, μετά από δυο-τρεις –στην καλύτερη περίπτωση πέντε– γενιές, η αρχική γενιά έχει σβήσει, σε αντίθεση με μια παράδοση αιώνων που χαρακτηρίζει, επί παραδείγματι, τους Εβραίους ή τους Γενοβέζους αστούς και τραπεζίτες.
Στη Χίο, αντίθετα, το χαρακτηριστικό είναι η εκπληκτική συνέχεια. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή την ενδογαμία των χιώτικων οικογενειών και τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου χιώτικου δικτύου, εξαιρετικά δραστήριου κατά τον 18ο και κυρίως τον 19ο αι., του οποίου τις απολήξεις και τις διασυνδέσεις θα τις συναντήσουμε ακόμα και σήμερα! Τόσο ώστε ‒όπως αναφέρει ειρωνικά ο Fustel de Cοulanges– «δεν θέλουν οι άλλοι Έλληνες να δεχτούν ότι οι Χίοι είναι της ιδίας φυλής με αυτούς και νομίζουν “σώνει και καλά” ότι είναι Εβραίοι η κοινή γνώμη στη Σύρο και τη Σμύρνη είναι πεισμένη σε μεγάλο ποσοστό ότι οι κάτοικοι της Χίου αποτελούν εβραϊκή αποικία»!
Ο Χίος ιστορικός Γεώργιος Ζολώτας παραθέτει μια σχετική παροιμία: «Πενήντα Ρωμηοί κάνουν έναν Οβρηό και πενήντα Οβρηοί έναν Χιώτη», ενώ και ο Φυστέλ ντε Κουλάνζ αναφέρει ανάλογες παροιμίες που άκουσε στη Χίο κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1850.
Η Χίος, ένα πυκνοκατοικημένο και πλούσιο νησί από την αρχαιότητα, με σημαντική παραγωγή –μαστίχα, κρασί, μάρμαρα– διατηρούσε προνομιακές οικονομικές σχέσεις με τη μικρασιατική «ενδοχώρα» της, ενώ έφθασε σε μεγάλη πληθυσμιακή ακμή κατά τον 5ο αι. π. Χ., όταν το σύνολο του πληθυσμού πλησίαζε τις 120 χιλιάδες – όσο και στα… 1821 η δε πόλη της Χίου τις 80.000, χωρίς να συνυπολογίζονται οι δούλοι.
Ωστόσο, η ανάδειξή της, από τον 8ο π. X. αιώνα και εφεξής, σε μία από τις κυρίαρχες πόλεις του ελληνικού κόσμου συναρτάται κατ’ εξοχήν με τη θέση της πάνω στη θαλάσσια οδό μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Μεσογείου, και μεταξύ Ελλάδας και Ασίας, ενώ ο μεγάλος δρόμος των καραβανιών της κεντρικής Ασίας κατέληγε πάντοτε στην Έφεσο ή τη Σμύρνη, απέναντι από τη Χίο.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, υπήρξε έδρα του σημαντικότερου Ναυτικού Θέµατος ‒ του Αιγαίου Πελάγους ήδη, κατά τον 10ο αι., λειτουργούσε ως διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Κωνσταντινούπολης, από τη μία, και της Κρήτης, του Αρχιπελάγους και της Δύσης, από την άλλη.
Το 1346, η Χίος κατελήφθη από τους Γενουάτες, οι οποίοι, φοβισμένοι από τη σθεναρή αντίσταση των Χίων, αρχικά τους παραχώρησαν πολλά προνόμια, αλλά σύντομα εγκαθίδρυσαν ένα ιδιαίτερο αποικιακό καθεστώς, παραχωρώντας τη νήσο στην περιβόητη Μαόνα της Χίου, ένα από τα πρώτα ιστορικά πρότυπα αποικιακής εταιρείας στη νεώτερη εποχή. Η Χίος απετέλεσε έτσι μια αποικιακή «εμπορική δημοκρατία», ανάλογη με εκείνες της Βενετίας και της Γένοβας σε σμικρογραφία, γι’ αυτό και θα αποκληθεί «μικρή Γένοβα» – μέχρι το 1566, όταν θα πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Εκτός από τη στρατηγική γεωγραφική-εμπορική της θέση, οι βάσεις της ευημερίας της υπήρξαν η παραγωγή της μαστίχας, όπου κατέχει ένα φυσικό παγκόσμιο μονοπώλιο, και η επεξεργασία της μετάξης, στην οποία κατ’ εξοχήν οικοδομήθηκε η παράδοση και η συνέχεια των μεγάλων εμπορικών οικογενειών της Χίου, δεδομένου ότι η εκμετάλλευση της μαστίχας παρέμενε πάντοτε μονοπωλιακό προνόμιο των κατακτητών, Γενουατών ή Οθωμανών.
Η μεταξουργία εμφανίζεται ήδη από την όψιμη μεσοβυζαντινή περίοδο, μια και οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την καλλιέργεια της μουριάς και την εκτροφή μεταξοσκώληκα. Τα εργαστήρια µεταξοπλεκτικής ξεπερνούσαν τα πεντακόσια, και η ντόπια παραγωγή πρώτων υλών αποδεικνυόταν συχνά ανεπαρκής, γεγονός που ανάγκαζε τους µεταξοπράτες, από τον 11ο αι., να τις εισάγουν από τον Μοριά, τη Λέσβο, την Άνδρο, τη Μακεδονία και τη Συρία.
Η παραγωγή μεταξιού θα επεκταθεί κατά τη γενοβέζικη περίοδο, φτάνοντας στους 38 τόνους ετησίως, και ακόμα περισσότερο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν οι αργαλειοί θα φθάσουν τους χίλιους διακόσιους η βιοτεχνία υφασμάτων και κεντήματος άνθησε από τον 16ο αι. μέχρι το τέλος του 18ου αι., ενώ μετά το 1600 η εμπορία επεκτάθηκε σε όλα τα κέντρα της Δύσης και της Ανατολής: Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Καλκούτα, Μασσαλία, Λιβόρνο κ.λπ. Οι υφασματέμποροι, με αφετηρία τη Χίο, μετακινήθηκαν επιγενέστερα και οι ίδιοι στα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα, οπότε η Χίος θα υποσκελιστεί τελικά από τη Σμύρνη, όπου εγκαθίστανται πολλοί σηροτρόφοι, μεταξουργοί και υφασματέμποροι μετά τα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ η επιδηµία της πανώλους του 1788 και η ασθένεια που πλήττει τους µεταξοσκώληκες επιτείνουν την παρακµή.
Μια εμπορική τάξη πατρικίων…
Οι ευγενείς της Χίου, κληρονομικού χαρακτήρα ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, κατά τη γενουοκρατία συνέχισαν να κατέχουν ένα μεγάλο μέρος της γης και, μέσω επιμιξιών, αναμείχθηκαν με τις γενουατικές οικογένειες, ενώ οι Αργέντης και Κορέσσιος είχαν εγγραφεί και στο Libro d’ Oro της Γένουας. Πολλοί ήταν βυζαντινής καταγωγής (Άγγελοι, Αγέλαστοι, Βρανάδες, Δούκες, Κομνηνοί, Καντακουζηνοί, Πετροκόκκινοι, Ραβδοκανάκαι κ.λπ.), άλλοι ήρθαν από την Πελοπόννησο, κατά τον 15ο αι. (Γκλαβάς, Δρομοκαΐτης, Κοντόσταυλος κ. ά.), από την Αθήνα (Σκαραμαγκάδες, Ροΐδαι, Βλαστοί), από την Κρήτη (Καλλέργαι, Χορτάκιοι, Βλαστοί), κ.λπ. Οι Ζυβοί, Κορέσσιοι, Αργένται, Πατέριοι ήταν ιταλικής καταγωγής, ενώ γενουατικής οι Ράλληδες, Γκλαβάνηδες, Καζανόβα, Βασιλικοί, Δαμαλάδες, Καλαμάται, Πικροί κ.λπ..
Οι Χίοι «ευγενείς» αναμιγνύονται όλο και πιο ενεργά σε εμπορικές, τραπεζιτικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, διαμορφώνοντας μια τάξη ανάλογη με τη γαλλική και ιταλική noblesse de robe το «αρχοντολόι» κατείχε έγγειο και κινητή ιδιοκτησία, είχε ισχυρή συνείδηση ιδιαίτερης κάστας, ήταν ενδογαμικό και σύντομα επεκτάθηκε εκτός Χίου, «κατακτώντας» αρχικώς τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία το Λιβόρνο, τη Μασσαλία, τη Νότια Ρωσία, την Ολλανδία και το Λονδίνο.
Μετά την τουρκική κατάκτηση το 1566, αυτή η τάξη των ευγενών συγκέντρωσε στα χέρια της τη διαχείριση των υποθέσεων της νήσου. Διέθετε στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη, αντιπροσώπους που διαχειρίζονταν πολλά σημαντικά ζητήματα απ’ ευθείας με τον Μεγάλο Βεζύρη, χωρίς να λογαριάζουν τον Τούρκο κυβερνήτη της νήσου. Κατά τη διάρκεια τριών αιώνων (1566-1822), δημιούργησαν ένα μοντέλο συνετής και δίκαιης διοίκησης, που πέτυχε μια εμπορική και βιομηχανική ευημερία και μια μετριοπαθή ευμάρεια χωρίς πολυτέλεια και επίδειξη, η οποία επεκτάθηκε σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Μετέβαλε κατά κάποιο τρόπο τη νήσο σε μια μικρογραφία των ολιγαρχικών (patriciennes) δημοκρατιών της Γένοβας και της Βενετίας.
Ο Καισάριος Δαπόντες επισκέφτηκε τη Χίο στις 25 Ιουλίου 1764, και στον Κῆπο Χαρίτων γράφει (κεφ. Χ):
Εἶδα τοὺς Πετροκόκκινους
καὶ τοὺς Μαυρογορδάτους,
τὰ πρῶτα γένη τῶν Χιωτῶν,
ὅλους αὐτοὺς σωζάτους[...]
Εἶδα δὲ καὶ τοὺς πύργους των,
τὰ περιβόλιά τους,
τῇ ἀληθείᾳ εὔμορφα
καὶ πολυέξοδά τους [...]
Καὶ εἶδα Χιῶτες ὅλο νοῦ,
καὶ ὅλο ἐργασία [...]
Ἀφ’ οὗ τῆς Πόλης ἄρχισαν
ὅμως τὴν πραγματείαν,
τιμήθηκαν, ἀκούσθηκαν
εἰς κάθε πολιτείαν,
τῆς Χίου ἔγιναν στολὴ
καὶ τῶν λοιπῶν νησίων,
καὶ δείχνουν μὲ τὸ δάχτυλο
τώρα παντοῦ τὴν Χῖον
Έτσι, η Χίος γνωρίζει μια πρωτοφανή ευημερία με δημογραφική ανάπτυξη που την οδήγησε, το 1800, στους 120.000 κατοίκους πληθυσμό –30.000 κατοικούσαν στην πρωτεύουσα– ενώ την κατέτασσε τρίτη μετά την Πελοπόννησο και την Κρήτη από άποψη φορολογικών εσόδων.
Οι ευγενείς της Χίου, κληρονομικού χαρακτήρα ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, κατά τη γενουοκρατία συνέχισαν να κατέχουν ένα μεγάλο μέρος της γης και, μέσω επιμιξιών, αναμείχθηκαν με τις γενουατικές οικογένειες, ενώ οι Αργέντης και Κορέσσιος είχαν εγγραφεί και στο Libro d’ Oro της Γένουας. Πολλοί ήταν βυζαντινής καταγωγής (Άγγελοι, Αγέλαστοι, Βρανάδες, Δούκες, Κομνηνοί, Καντακουζηνοί, Πετροκόκκινοι, Ραβδοκανάκαι κ.λπ.), άλλοι ήρθαν από την Πελοπόννησο, κατά τον 15ο αι. (Γκλαβάς, Δρομοκαΐτης, Κοντόσταυλος κ. ά.), από την Αθήνα (Σκαραμαγκάδες, Ροΐδαι, Βλαστοί), από την Κρήτη (Καλλέργαι, Χορτάκιοι, Βλαστοί), κ.λπ. Οι Ζυβοί, Κορέσσιοι, Αργένται, Πατέριοι ήταν ιταλικής καταγωγής, ενώ γενουατικής οι Ράλληδες, Γκλαβάνηδες, Καζανόβα, Βασιλικοί, Δαμαλάδες, Καλαμάται, Πικροί κ.λπ..
Οι Χίοι «ευγενείς» αναμιγνύονται όλο και πιο ενεργά σε εμπορικές, τραπεζιτικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, διαμορφώνοντας μια τάξη ανάλογη με τη γαλλική και ιταλική noblesse de robe το «αρχοντολόι» κατείχε έγγειο και κινητή ιδιοκτησία, είχε ισχυρή συνείδηση ιδιαίτερης κάστας, ήταν ενδογαμικό και σύντομα επεκτάθηκε εκτός Χίου, «κατακτώντας» αρχικώς τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία το Λιβόρνο, τη Μασσαλία, τη Νότια Ρωσία, την Ολλανδία και το Λονδίνο.
Μετά την τουρκική κατάκτηση το 1566, αυτή η τάξη των ευγενών συγκέντρωσε στα χέρια της τη διαχείριση των υποθέσεων της νήσου. Διέθετε στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη, αντιπροσώπους που διαχειρίζονταν πολλά σημαντικά ζητήματα απ’ ευθείας με τον Μεγάλο Βεζύρη, χωρίς να λογαριάζουν τον Τούρκο κυβερνήτη της νήσου. Κατά τη διάρκεια τριών αιώνων (1566-1822), δημιούργησαν ένα μοντέλο συνετής και δίκαιης διοίκησης, που πέτυχε μια εμπορική και βιομηχανική ευημερία και μια μετριοπαθή ευμάρεια χωρίς πολυτέλεια και επίδειξη, η οποία επεκτάθηκε σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Μετέβαλε κατά κάποιο τρόπο τη νήσο σε μια μικρογραφία των ολιγαρχικών (patriciennes) δημοκρατιών της Γένοβας και της Βενετίας.
Ο Καισάριος Δαπόντες επισκέφτηκε τη Χίο στις 25 Ιουλίου 1764, και στον Κῆπο Χαρίτων γράφει (κεφ. Χ):
Εἶδα τοὺς Πετροκόκκινους
καὶ τοὺς Μαυρογορδάτους,
τὰ πρῶτα γένη τῶν Χιωτῶν,
ὅλους αὐτοὺς σωζάτους[...]
Εἶδα δὲ καὶ τοὺς πύργους των,
τὰ περιβόλιά τους,
τῇ ἀληθείᾳ εὔμορφα
καὶ πολυέξοδά τους [...]
Καὶ εἶδα Χιῶτες ὅλο νοῦ,
καὶ ὅλο ἐργασία [...]
Ἀφ’ οὗ τῆς Πόλης ἄρχισαν
ὅμως τὴν πραγματείαν,
τιμήθηκαν, ἀκούσθηκαν
εἰς κάθε πολιτείαν,
τῆς Χίου ἔγιναν στολὴ
καὶ τῶν λοιπῶν νησίων,
καὶ δείχνουν μὲ τὸ δάχτυλο
τώρα παντοῦ τὴν Χῖον
Έτσι, η Χίος γνωρίζει μια πρωτοφανή ευημερία με δημογραφική ανάπτυξη που την οδήγησε, το 1800, στους 120.000 κατοίκους πληθυσμό –30.000 κατοικούσαν στην πρωτεύουσα– ενώ την κατέτασσε τρίτη μετά την Πελοπόννησο και την Κρήτη από άποψη φορολογικών εσόδων.
Η διεθνοποίηση, το «χιακό δίκτυο» και οι αδελφοί Ράλλη
Οι Χιώτες κατάφεραν έτσι να ελέγξουν ένα σημαντικό μέρος του εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, δημιούργησαν επιχειρηματικά δίκτυα στα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου και της Δύσης, ενώ η καταστροφή του 1822 επιτάχυνε την αποσύνδεσή τους από την εγχώρια οικονομία. Σύμφωνα με την Τζελίνα Χαρλαύτη, διαμόρφωσαν το περιβόητο «χιώτικο δίκτυο», το οποίο περιγράφει και ο Ανδρέας Συγγρός στα Απομνημονεύματά του. Εμπόριο, τραπεζιτικές δραστηριότητες, βιομηχανία, ακίνητα, συνιστούν τις προνομιακές ασχολίες τους, ενώ, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αι., η ναυτιλία θα υπερισχύσει.
Η μεγαλύτερη, ίσως, διεθνοποιημένη οικογένεια Χίων ήταν ο «οίκος» Ράλλη, καταγόμενος από τους Νορμανδούς Ραούλ, που εγκαταστάθηκε στη Χίο τον 15ο αιώνα. Γενάρχες του κλάδου, που βρίσκεται στην αφετηρία της οικονομικής αυτοκρατορίας των Ralli Brothers, ήταν ο Στέφανος Ράλλης και η Μαριέττα Παντελή Μαυρογορδάτου, κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, αρχές του 18ου. Ο δευτερότοκος γιος τους, Ζαννής, γεννήθηκε το 1724 και απέκτησε επτά παιδιά με την Πλουμού Σκαραμαγκά από τον πρωτότοκο Στέφανο και τη Λούλα (Χίος 1768-Κωνσταντινούπολη 1848), κόρη του Αυγουστή Σεκιάρη και της Βιργινίας Ράλλη, προήλθε η πρώτη γενεά των «Ralli Brothers»: οι Ζαννής (†Παρίσι 1859), Αυγουστής (†1878), Παντιάς (†Λονδίνο, 1865), Θωμάς ή Τομαζής, (†Λονδίνο, 1858) και Στρατής (†Λονδίνο, 1884). Οι τέσσερις κόρες του Στέφανου, η Πλουμού (†Μασσαλία, 1867), η Βιερού (†Λονδίνο, 1885), η Αργυρώ (†1881), και η Μαριγώ († 1891), παντρεύτηκαν γόνους μεγάλων χιακών οικογενειών, τον Αλέξανδρο Ράλλη, τον Κόζι Αγέλαστο, τον Εμμανουήλ Ψυάκη, τον Πέτρο Σκυλίτση. Τέσσερις πέθαναν στο Λονδίνο και δύο στη Γαλλία.
Αυτή η μικρή γενεαλογία αρκεί ίσως από μόνη της να περιγράψει το «χιακό δίκτυο», με την ενδογαμία του, τους δεσμούς συγγενείας με τις άλλες μεγάλες οικογένειες, τη σταδιακή απομάκρυνση από τον ελληνικό κόσμο.
Η εξάπλωση του οίκου ακολούθησε τη συνήθη διαδρομή των Χίων πατρικίων: στις αρχές του 18ου αιώνα θα βρεθούν εγκατεστημένοι στη Σμύρνη, κέντρο του εμπορίου της οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Δύση και ορμητήριο των Χίων εμπόρων. Εκεί εγκαταστάθηκε και ο πρωτότοκος γιος του Στέφανου Ζαννής, στα 1810, και δημιουργήθηκε η εταιρεία «Ράλλης, Σεκιάρης και Αργέντης». Ο Ζαννής ήταν εγκατεστημένος και στο Λιβόρνο, όπου προϋπήρχε κατάστημα του πατέρα του, την ίδια περίπου εποχή.
Η σύνδεση με τη βρετανική αγορά σύντομα οδήγησε στη σύσταση καταστήματος στο Λονδίνο, το 1818, από τους Ζαννή και Στρατή. Το 1826, έφτασε στο Λονδίνο και ο Παντιάς, ίσως από τη Μασσαλία, ο «Ζεύς» της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου και πρώτος πρόξενος του ελληνικού κράτους. Το κατάστημα του Λονδίνου έφερε αρχικά την επωνυμία «Ράλλη & Πετροκόκκινου».
Ταυτόχρονα, ο Ζαννής μετακινείται στην Οδησσό όπου εγκαθίστανται, στη δεκαετία του 1820, εκπρόσωποι όλων των μεγάλων ελληνικών εμπορικών οίκων. Το 1827, ο Στρατής εγκαθίσταται στο Μάντσεστερ, ο Τομαζής (Θωμάς) διευθύνει τα καταστήματα Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας, ενώ ο Αυγουστής εκείνο της Μασσαλίας. Για λογαριασμό των αδελφών Ράλλη λειτουργούσε, στο Λίβερπουλ, το κατάστημα «Πέτρου Σκυλίτση & Σία», συζύγου της Μαριγώς στο Ταϊγάνιο και το Ροστόφ, τον οίκο εκπροσωπούσαν οι Σκαραμαγκάδες, στην Ταυρίδα της Περσίας το κατάστημα «Ράλλης και Αγέλαστος» και στο Ρεστ ο Πέτρος Π. Ράλλης. Ταυρίδα, Οδησσός, Ταϊγάνι, Ροστόφ, Τραπεζούς, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Λιβόρνο, Μασσαλία, Λονδίνο, Μάντσεστερ.
Η αυξανόμενη αποσύνδεση από τη γενέτειρα Χίο, τη Σμύρνη και τους χώρους δράσης του παροικιακού ελληνισμού θα φέρει τους αδελφούς Ράλλη στην Καλκούτα, το 1851, στη Βομβάη, το 1861, στη Νέα Υόρκη, το 1871. Το κέντρο της δραστηριότητάς τους μεταφέρεται στο Λονδίνο –στο Finsbury Circus– και στην Ινδία, όπου, στα τέλη του 19ου αιώνα, απασχολούν 10.000 άτομα, ενώ, στα 1951, απασχολούσαν ακόμα 4.180 υπαλλήλους και 16.700 μόνιμους εργάτες.
Ο μεγαλύτερος κλάδος της οικογενείας θα ενσωματωθεί στην αγγλική οικονομία και κοινωνία, ενώ στη ρωσική ο επίσης σημαντικός κλάδος της Οδησσού. Ο Ζαννής, αντιπρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου, διετέλεσε και πρόξενος των ΗΠΑ στην Οδησσό ο γιος του, Στέφανος, πρώτος στη λίστα των Ελλήνων ιδιοκτητών της Οδησσού, με ακίνητα αξίας 539.500 ρουβλιών, χρημάτισε σύμβουλος του κράτους, στρεφόμενος, παράλληλα, και σε άλλα πεδία, όπως η εκμετάλλευση ακινήτων, η γαιοκτησία και η σιδηρουργική βιομηχανία.
Οι Χιώτες κατάφεραν έτσι να ελέγξουν ένα σημαντικό μέρος του εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, δημιούργησαν επιχειρηματικά δίκτυα στα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου και της Δύσης, ενώ η καταστροφή του 1822 επιτάχυνε την αποσύνδεσή τους από την εγχώρια οικονομία. Σύμφωνα με την Τζελίνα Χαρλαύτη, διαμόρφωσαν το περιβόητο «χιώτικο δίκτυο», το οποίο περιγράφει και ο Ανδρέας Συγγρός στα Απομνημονεύματά του. Εμπόριο, τραπεζιτικές δραστηριότητες, βιομηχανία, ακίνητα, συνιστούν τις προνομιακές ασχολίες τους, ενώ, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αι., η ναυτιλία θα υπερισχύσει.
Η μεγαλύτερη, ίσως, διεθνοποιημένη οικογένεια Χίων ήταν ο «οίκος» Ράλλη, καταγόμενος από τους Νορμανδούς Ραούλ, που εγκαταστάθηκε στη Χίο τον 15ο αιώνα. Γενάρχες του κλάδου, που βρίσκεται στην αφετηρία της οικονομικής αυτοκρατορίας των Ralli Brothers, ήταν ο Στέφανος Ράλλης και η Μαριέττα Παντελή Μαυρογορδάτου, κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, αρχές του 18ου. Ο δευτερότοκος γιος τους, Ζαννής, γεννήθηκε το 1724 και απέκτησε επτά παιδιά με την Πλουμού Σκαραμαγκά από τον πρωτότοκο Στέφανο και τη Λούλα (Χίος 1768-Κωνσταντινούπολη 1848), κόρη του Αυγουστή Σεκιάρη και της Βιργινίας Ράλλη, προήλθε η πρώτη γενεά των «Ralli Brothers»: οι Ζαννής (†Παρίσι 1859), Αυγουστής (†1878), Παντιάς (†Λονδίνο, 1865), Θωμάς ή Τομαζής, (†Λονδίνο, 1858) και Στρατής (†Λονδίνο, 1884). Οι τέσσερις κόρες του Στέφανου, η Πλουμού (†Μασσαλία, 1867), η Βιερού (†Λονδίνο, 1885), η Αργυρώ (†1881), και η Μαριγώ († 1891), παντρεύτηκαν γόνους μεγάλων χιακών οικογενειών, τον Αλέξανδρο Ράλλη, τον Κόζι Αγέλαστο, τον Εμμανουήλ Ψυάκη, τον Πέτρο Σκυλίτση. Τέσσερις πέθαναν στο Λονδίνο και δύο στη Γαλλία.
Αυτή η μικρή γενεαλογία αρκεί ίσως από μόνη της να περιγράψει το «χιακό δίκτυο», με την ενδογαμία του, τους δεσμούς συγγενείας με τις άλλες μεγάλες οικογένειες, τη σταδιακή απομάκρυνση από τον ελληνικό κόσμο.
Η εξάπλωση του οίκου ακολούθησε τη συνήθη διαδρομή των Χίων πατρικίων: στις αρχές του 18ου αιώνα θα βρεθούν εγκατεστημένοι στη Σμύρνη, κέντρο του εμπορίου της οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Δύση και ορμητήριο των Χίων εμπόρων. Εκεί εγκαταστάθηκε και ο πρωτότοκος γιος του Στέφανου Ζαννής, στα 1810, και δημιουργήθηκε η εταιρεία «Ράλλης, Σεκιάρης και Αργέντης». Ο Ζαννής ήταν εγκατεστημένος και στο Λιβόρνο, όπου προϋπήρχε κατάστημα του πατέρα του, την ίδια περίπου εποχή.
Η σύνδεση με τη βρετανική αγορά σύντομα οδήγησε στη σύσταση καταστήματος στο Λονδίνο, το 1818, από τους Ζαννή και Στρατή. Το 1826, έφτασε στο Λονδίνο και ο Παντιάς, ίσως από τη Μασσαλία, ο «Ζεύς» της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου και πρώτος πρόξενος του ελληνικού κράτους. Το κατάστημα του Λονδίνου έφερε αρχικά την επωνυμία «Ράλλη & Πετροκόκκινου».
Ταυτόχρονα, ο Ζαννής μετακινείται στην Οδησσό όπου εγκαθίστανται, στη δεκαετία του 1820, εκπρόσωποι όλων των μεγάλων ελληνικών εμπορικών οίκων. Το 1827, ο Στρατής εγκαθίσταται στο Μάντσεστερ, ο Τομαζής (Θωμάς) διευθύνει τα καταστήματα Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας, ενώ ο Αυγουστής εκείνο της Μασσαλίας. Για λογαριασμό των αδελφών Ράλλη λειτουργούσε, στο Λίβερπουλ, το κατάστημα «Πέτρου Σκυλίτση & Σία», συζύγου της Μαριγώς στο Ταϊγάνιο και το Ροστόφ, τον οίκο εκπροσωπούσαν οι Σκαραμαγκάδες, στην Ταυρίδα της Περσίας το κατάστημα «Ράλλης και Αγέλαστος» και στο Ρεστ ο Πέτρος Π. Ράλλης. Ταυρίδα, Οδησσός, Ταϊγάνι, Ροστόφ, Τραπεζούς, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Λιβόρνο, Μασσαλία, Λονδίνο, Μάντσεστερ.
Η αυξανόμενη αποσύνδεση από τη γενέτειρα Χίο, τη Σμύρνη και τους χώρους δράσης του παροικιακού ελληνισμού θα φέρει τους αδελφούς Ράλλη στην Καλκούτα, το 1851, στη Βομβάη, το 1861, στη Νέα Υόρκη, το 1871. Το κέντρο της δραστηριότητάς τους μεταφέρεται στο Λονδίνο –στο Finsbury Circus– και στην Ινδία, όπου, στα τέλη του 19ου αιώνα, απασχολούν 10.000 άτομα, ενώ, στα 1951, απασχολούσαν ακόμα 4.180 υπαλλήλους και 16.700 μόνιμους εργάτες.
Ο μεγαλύτερος κλάδος της οικογενείας θα ενσωματωθεί στην αγγλική οικονομία και κοινωνία, ενώ στη ρωσική ο επίσης σημαντικός κλάδος της Οδησσού. Ο Ζαννής, αντιπρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου, διετέλεσε και πρόξενος των ΗΠΑ στην Οδησσό ο γιος του, Στέφανος, πρώτος στη λίστα των Ελλήνων ιδιοκτητών της Οδησσού, με ακίνητα αξίας 539.500 ρουβλιών, χρημάτισε σύμβουλος του κράτους, στρεφόμενος, παράλληλα, και σε άλλα πεδία, όπως η εκμετάλλευση ακινήτων, η γαιοκτησία και η σιδηρουργική βιομηχανία.
Από τη διεθνοποίηση στην αποεθνοποίηση
Ο Χίος Αλέξανδρος Καράλης, στη μελέτη του Χίος και Χίοι, περιγράφει με υπερηφάνεια την εμπορική σάγκα των μεγάλων χιώτικων οικογενειών, αλλά, ταυτόχρονα, διεκτραγωδεί την απομάκρυνση, συχνά τελεσίδικη, των απογόνων τους από τα πάτρια ήθη, τη γλώσσα, ακόμα και τον ίδιο τον ελληνισμό, χωρίς ίσως να υποπτεύεται πως η διεθνής επιχειρηματική τους επιτυχία ήταν οργανικά συνδεδεμένη –και αποτελούσε προϋπόθεση– της εθνικής τους αλλοτρίωσης.
Οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν εἶνε σήμερον διεσπαρμένοι εἰς Λονδῖνον, Μαγχεστρίαν, Λιβερπούλην, Μασσαλίαν, Ὀδησσσόν, Ταϊγάνιον, Τεργέστην, Βιέννην, Κωνσταντινούπολιν, Καλκούτταν, Βομβάην, Ταυρίδα καὶ ἀλλαχοῦ [...] οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι εἶνε οἱ σήμερον ἀνὰ πάντα τὸν ἐμπορικὸν κόσμον γνωστοί, Ράλλιδες, Σκυλίτσαι, Ἀργένται, Ροδοκανάκαι, Πετροκόκκινοι, Μαυρογορδᾶτοι, Πασπᾶται κτλ.
Θὰ διακοπῶσιν ἆρά γε αἱ μεγάλαι χιακαὶ παραδόσεις τοῦ πατριωτισμοῦ, τοῦ δὲ Κοραῆ οἱ ἀπόγονοι θὰ μεταβληθῶσιν ἐξαίφνης εἰς ἀπάτριδας κοσμοπολίτας; [...] Μετὰ φρίκης θ’ ἀντηχήσῃ ἐν τῇ δούλῃ Χίῳ ἡ εἴδησις ὅτι ὑπάρχουσι τέκνα αὐτῆς, ἅτινα ἐνῷ δικαιώματι γένους καὶ κοινῶν ἀγώνων ἠδύναντο νὰ ὦσιν ἀληθεῖς Χῖοι, ἐπροτίμησαν νὰ γείνωσι… ψευδο-άγγλοι, ψευδο-γάλλοι, ψευδο-ρῶσσοι!…
Ο Ανδρέας Συγγρός, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, το 1870, διαπιστώνει, απογοητευμένος, όχι απλώς την εγκατάλειψη κάθε παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά και του ίδιου του εμπορίου προς χάριν της κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο και της μεταβολής πολλών Ελλήνων εμπόρων και των απογόνων τους σε μέρος των classes oisives, των «ευγενών εισοδηματιών»:
Ἐκτὸς τῶν καταστημάτων τῶν ἀδελφῶν Ράλλη, Βαλλιάνου, Σεκιάρη, Ζαρίφη, Σκυλίτση, Μπαλῆ, Π. Π. Ροδοκανάκη, Ταμβάκου καὶ Πετροκοκκίνου ἢ καὶ ὀλιγίστων ἄλλων δευτερευόντων, οἱ λοιποὶ ἐν Λονδίνῳ Ἕλληνες διετήρουν γραφεῖα εἰς τὸ City πρὸς τὸ θεαθῆναι καὶ διὰ νὰ φαίνωνται σοβαροί, νὰ καλύπτωσι δὲ ὑπὸ τὸν τίτλον τοῦ ἐμπόρου τὸ πραγματικὸν αὐτῶν ἔργον, τὴν κερδοσκοπίαν εἰς τὸ Χρηματιστήριον. [...]
Σήμερον δυστυχῶς καὶ ἐκ τῶν οἴκων τούτων τῶν καθαρῶς ἐμπορικῶν καὶ μή, δὲν γνωρίζω ὑπάρχοντας πλείονας τῶν δύο ἢ τὸ πολὺ τριῶν.[...] Τῶν μὲν αἱ κορυφαὶ ἀπεβίωσαν καὶ οἱ κληρονόμοι αὐτῶν δὲν κατεδέχοντο νὰ ὀνομάζωνται ἔμποροι καὶ ἢ κατεστράφησαν ἐν κερδοσκοπίαις χρηματιστικαῖς ἢ «κοκκαλίζουν» τὸ εἰσόδημα τῆς περιουσίας των ἄεργοι καὶ πιθηκίζοντες τοὺς εὐγενεῖς εἰσοδηματίας εἰς συναλλαγὰς καλλιτεχνικάς, συντηρήσεις ἵππων εὐγενοῦς καταγωγῆς καταλλήλων δι’ ἱπποδρόμια, ἐν γένει σπορτίζοντες, ἑτοιμάζουσιν ἂν ὄχι τὴν ἰδίαν καταστροφήν, ἀλλὰ βεβαίως τὴν τῶν τέκνων των.
Ανάλογες τάσεις διαπιστώνει ακόμα και στους Έλληνες έμπορους που είχαν παραμείνει στην Ανατολή, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και αλλού, οι οποίοι, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, όπως η προαναφερθείσα των Ροδοκανάκηδων στη Ρωσία, δεν δείχνουν διάθεση να επενδύσουν στη βιομηχανία και την τραπεζιτική δραστηριότητα:
Ἠδύναντο προσέτι, [...] νὰ μετοικήσωσιν εἰς τὰ διάφορα κέντρα τῆς Ἀνατολῆς, οἷον Κωνσταντινούπολιν, Σμύρνην, Βουκουρέστιον ἢ Πετρούπολιν καὶ Ὀδησσὸν καὶ νὰ συναγωνισθῶσιν ἐπιτυχῶς μετὰ Φράγκων ἐν Τουρκίᾳ καὶ Ρώσων ἐν Ρωσίᾳ ὡς τραπεζῖται ἢ μεγάλοι βιομήχανοι [...]. Ἀλλὰ καὶ οὗτοι κατ’ ἐμὴν γνώμην ἀπερροφήθησαν ἀπὸ τὴν ἐπάρατον χρηματιστικὴν κερδοσκοπίαν καὶ ἀφίνουσιν εἰς τοὺς Φράγκους τὴν ἡγεσίαν εἰς πᾶν εἶδος τραπεζικῆς ἐπιχειρήσεως [...].
Παράδειγμα ἐπιτυχίας θὰ εἶχον ἐν Βουκουρεστίῳ τοὺς Χρυσοβελόνας, ἐν Πετρουπόλει τοὺς Πετροκοκκίνους, ἐν Ὀδησσῷ τὸν Ροδοκανάκην, ὅστις [...] ἐπειδὴ διέγνωσε τὴν παρακμὴν τοῦ μεγαλεμπόρου, ὁποῖος ἦτο ὁ πατήρ του, ἐστράφη πρὸς σπουδαιοτάτας βιομηχανικάς ἐπιχειρήσεις καὶ σήμερον κατέστη ἐν Ρωσίᾳ εἷς ἐκ τῶν ἐκεῖ διασημοτέρων βιομηχάνων τιμώμενος καὶ διακρινόμενος μεγάλως.
Επισημαίνει τέλος τη νέα προνομιακή οδό η οποία ανοίγεται στους Έλληνες εμπόρους, και την οποία έμελλαν να ακολουθήσουν πολλοί ανάμεσά τους, οι οποίοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν μετεξελισσόμενοι σε εφοπλιστές, καταδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη στενή σχέση εμπορίου και ναυτιλίας:
Ἠδύναντο καὶ οὗτοι νὰ μετοικήσωσιν εἰς Τουρκίαν, Ρωμουνίαν, Ρωσίαν καὶ Ἑλλάδα καὶ [...] νὰ ἐπιδοθῶσιν εἰς μικράν τινα βιομηχανίαν ἐξ ἐκείνων, αἵτινες ἐπιτυγχάνουσιν ἐκεί, ἢ νὰ καλλιεργήσωσι τὰ τῆς ἑλληνικῆς ναυτιλίας, [...] μιμούμενοι τοὺς ἐν τῷ Δουνάβει Ἐμπειρίκους, Σταθάτους, Παπᾶδες, Θεοφιλάτους κ.λ.π. Ὅλοι αὐτοὶ ἀπεκόμισαν σπουδαιοτάτας σχετικῶς περιουσίας ὡς πρώην πλοίαρχοι, μετέπειτα δὲ ἀτμοπλοιοκτήτορες.
Οι Έλληνες της Αγγλίας, διαπιστώνει με θλίψη ο Συγγρός, δείχνουν μια ισχυρότατη ροπή για ενσωμάτωση στην αγγλική κοινωνία, η οποία καθίσταται ασυγκράτητη στην τρίτη γενιά των περισσότερων ελληνικών οικογενειών:
Ἡ τρίτη γενεὰ δὲν δύναται νὰ ἀνθέξη εἰς τὴν ἐπιρροὴν τῆς γλώσσης, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων καὶ τῶν αἰσθημάτων ἀκόμη καὶ τῆς χώρας, ἐν ᾗ γεννᾶται καὶ ἀνατρέφεται. Ἀπορροφᾶται ὑπ’ αὐτῆς καὶ ἡ ἀρχικὴ ἐθνικότης ἐκλείπει.
Και αυτή η προϊούσα αποξένωση δεν υπήρξε χαρακτηριστικό μόνον των Ελλήνων του Λονδίνου. Στη Ρωσία, ο Περικλής Ροδοκανάκης υπήρξε ένας από τους λίγους Έλληνες που έλαβαν τίτλο ευγενείας από Ρώσο τσάρο, τον Νικόλαο Β΄, ενώ ανάλογους τίτλους έλαβαν οι Ροδοκανάκηδες του Λιβόρνου: ο Παντελής από τον μέγα δούκα της Τοσκάνης, στις 20/7/1846, ενώ ο γιος του, Εμμανουήλ, έλαβε τον τίτλο του κόμη από τον βασιλέα της Ιταλίας. Οι οικογένειες Μαυρογορδάτων, Τοσίτζα, Παπάζογλη, Παππούδωφ, Πάλλη, και Ροδοκανάκη, κατά τον 19ο αι., αγόρασαν βίλες στα περίχωρα της Τοσκάνης όπου και κατοικούσαν. Το 1834, ο Εμμανουήλ Ροδοκανάκης αγόρασε από τον αγγλικής καταγωγής μεγαλέμπορο, Giovanni Grant, μία «μεγαλοπρεπή βίλα» και ενεγράφη στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών της Τοσκάνης. Η βίλα, επίκεντρο των κοσμικών δραστηριοτήτων των Χίων μεγαλεμπόρων της περιοχής, παρέμεινε στην ιδιοκτησία της οικογένειας μέχρι το 1947.
Οι περισσότεροι Χίοι των μεγάλων διεθνοποιημένων οίκων δεν διακρίθηκαν για τη δραστηριότητά τους ως ευεργετών, σε αντίθεση με τους Ηπειρώτες π.χ. Αυτό συνδέεται και με την απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα και με τη στρατηγική της δημιουργίας πολυάριθμων οικογενειών που κληρονομούσαν την οικογενειακή περιουσία. Αντίθετα, οι ηπειρώτες εθνικοί ευεργέτες αφιέρωναν εν πολλοίς τη ζωή και την περιουσία τους στον τόπο καταγωγής τους ή τη χώρα τους, όπως θα συμβεί με τους Ζωσιμάδες, τον Καπλάνη και άλλους, που θα παραμείνουν ανύπαντροι και «άκληροι». Οι μεγάλοι Χίοι ευεργέτες, Συγγρός, Δρομοκαΐτης κ.ά. έζησαν ένα μέρος της ζωής τους στην Ελλάδα, και δεν άφησαν απογόνους, όπως ο Συγγρός.
Ο Χίος Αλέξανδρος Καράλης, στη μελέτη του Χίος και Χίοι, περιγράφει με υπερηφάνεια την εμπορική σάγκα των μεγάλων χιώτικων οικογενειών, αλλά, ταυτόχρονα, διεκτραγωδεί την απομάκρυνση, συχνά τελεσίδικη, των απογόνων τους από τα πάτρια ήθη, τη γλώσσα, ακόμα και τον ίδιο τον ελληνισμό, χωρίς ίσως να υποπτεύεται πως η διεθνής επιχειρηματική τους επιτυχία ήταν οργανικά συνδεδεμένη –και αποτελούσε προϋπόθεση– της εθνικής τους αλλοτρίωσης.
Οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν εἶνε σήμερον διεσπαρμένοι εἰς Λονδῖνον, Μαγχεστρίαν, Λιβερπούλην, Μασσαλίαν, Ὀδησσσόν, Ταϊγάνιον, Τεργέστην, Βιέννην, Κωνσταντινούπολιν, Καλκούτταν, Βομβάην, Ταυρίδα καὶ ἀλλαχοῦ [...] οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι εἶνε οἱ σήμερον ἀνὰ πάντα τὸν ἐμπορικὸν κόσμον γνωστοί, Ράλλιδες, Σκυλίτσαι, Ἀργένται, Ροδοκανάκαι, Πετροκόκκινοι, Μαυρογορδᾶτοι, Πασπᾶται κτλ.
Θὰ διακοπῶσιν ἆρά γε αἱ μεγάλαι χιακαὶ παραδόσεις τοῦ πατριωτισμοῦ, τοῦ δὲ Κοραῆ οἱ ἀπόγονοι θὰ μεταβληθῶσιν ἐξαίφνης εἰς ἀπάτριδας κοσμοπολίτας; [...] Μετὰ φρίκης θ’ ἀντηχήσῃ ἐν τῇ δούλῃ Χίῳ ἡ εἴδησις ὅτι ὑπάρχουσι τέκνα αὐτῆς, ἅτινα ἐνῷ δικαιώματι γένους καὶ κοινῶν ἀγώνων ἠδύναντο νὰ ὦσιν ἀληθεῖς Χῖοι, ἐπροτίμησαν νὰ γείνωσι… ψευδο-άγγλοι, ψευδο-γάλλοι, ψευδο-ρῶσσοι!…
Ο Ανδρέας Συγγρός, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, το 1870, διαπιστώνει, απογοητευμένος, όχι απλώς την εγκατάλειψη κάθε παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά και του ίδιου του εμπορίου προς χάριν της κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο και της μεταβολής πολλών Ελλήνων εμπόρων και των απογόνων τους σε μέρος των classes oisives, των «ευγενών εισοδηματιών»:
Ἐκτὸς τῶν καταστημάτων τῶν ἀδελφῶν Ράλλη, Βαλλιάνου, Σεκιάρη, Ζαρίφη, Σκυλίτση, Μπαλῆ, Π. Π. Ροδοκανάκη, Ταμβάκου καὶ Πετροκοκκίνου ἢ καὶ ὀλιγίστων ἄλλων δευτερευόντων, οἱ λοιποὶ ἐν Λονδίνῳ Ἕλληνες διετήρουν γραφεῖα εἰς τὸ City πρὸς τὸ θεαθῆναι καὶ διὰ νὰ φαίνωνται σοβαροί, νὰ καλύπτωσι δὲ ὑπὸ τὸν τίτλον τοῦ ἐμπόρου τὸ πραγματικὸν αὐτῶν ἔργον, τὴν κερδοσκοπίαν εἰς τὸ Χρηματιστήριον. [...]
Σήμερον δυστυχῶς καὶ ἐκ τῶν οἴκων τούτων τῶν καθαρῶς ἐμπορικῶν καὶ μή, δὲν γνωρίζω ὑπάρχοντας πλείονας τῶν δύο ἢ τὸ πολὺ τριῶν.[...] Τῶν μὲν αἱ κορυφαὶ ἀπεβίωσαν καὶ οἱ κληρονόμοι αὐτῶν δὲν κατεδέχοντο νὰ ὀνομάζωνται ἔμποροι καὶ ἢ κατεστράφησαν ἐν κερδοσκοπίαις χρηματιστικαῖς ἢ «κοκκαλίζουν» τὸ εἰσόδημα τῆς περιουσίας των ἄεργοι καὶ πιθηκίζοντες τοὺς εὐγενεῖς εἰσοδηματίας εἰς συναλλαγὰς καλλιτεχνικάς, συντηρήσεις ἵππων εὐγενοῦς καταγωγῆς καταλλήλων δι’ ἱπποδρόμια, ἐν γένει σπορτίζοντες, ἑτοιμάζουσιν ἂν ὄχι τὴν ἰδίαν καταστροφήν, ἀλλὰ βεβαίως τὴν τῶν τέκνων των.
Ανάλογες τάσεις διαπιστώνει ακόμα και στους Έλληνες έμπορους που είχαν παραμείνει στην Ανατολή, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και αλλού, οι οποίοι, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, όπως η προαναφερθείσα των Ροδοκανάκηδων στη Ρωσία, δεν δείχνουν διάθεση να επενδύσουν στη βιομηχανία και την τραπεζιτική δραστηριότητα:
Ἠδύναντο προσέτι, [...] νὰ μετοικήσωσιν εἰς τὰ διάφορα κέντρα τῆς Ἀνατολῆς, οἷον Κωνσταντινούπολιν, Σμύρνην, Βουκουρέστιον ἢ Πετρούπολιν καὶ Ὀδησσὸν καὶ νὰ συναγωνισθῶσιν ἐπιτυχῶς μετὰ Φράγκων ἐν Τουρκίᾳ καὶ Ρώσων ἐν Ρωσίᾳ ὡς τραπεζῖται ἢ μεγάλοι βιομήχανοι [...]. Ἀλλὰ καὶ οὗτοι κατ’ ἐμὴν γνώμην ἀπερροφήθησαν ἀπὸ τὴν ἐπάρατον χρηματιστικὴν κερδοσκοπίαν καὶ ἀφίνουσιν εἰς τοὺς Φράγκους τὴν ἡγεσίαν εἰς πᾶν εἶδος τραπεζικῆς ἐπιχειρήσεως [...].
Παράδειγμα ἐπιτυχίας θὰ εἶχον ἐν Βουκουρεστίῳ τοὺς Χρυσοβελόνας, ἐν Πετρουπόλει τοὺς Πετροκοκκίνους, ἐν Ὀδησσῷ τὸν Ροδοκανάκην, ὅστις [...] ἐπειδὴ διέγνωσε τὴν παρακμὴν τοῦ μεγαλεμπόρου, ὁποῖος ἦτο ὁ πατήρ του, ἐστράφη πρὸς σπουδαιοτάτας βιομηχανικάς ἐπιχειρήσεις καὶ σήμερον κατέστη ἐν Ρωσίᾳ εἷς ἐκ τῶν ἐκεῖ διασημοτέρων βιομηχάνων τιμώμενος καὶ διακρινόμενος μεγάλως.
Επισημαίνει τέλος τη νέα προνομιακή οδό η οποία ανοίγεται στους Έλληνες εμπόρους, και την οποία έμελλαν να ακολουθήσουν πολλοί ανάμεσά τους, οι οποίοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν μετεξελισσόμενοι σε εφοπλιστές, καταδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη στενή σχέση εμπορίου και ναυτιλίας:
Ἠδύναντο καὶ οὗτοι νὰ μετοικήσωσιν εἰς Τουρκίαν, Ρωμουνίαν, Ρωσίαν καὶ Ἑλλάδα καὶ [...] νὰ ἐπιδοθῶσιν εἰς μικράν τινα βιομηχανίαν ἐξ ἐκείνων, αἵτινες ἐπιτυγχάνουσιν ἐκεί, ἢ νὰ καλλιεργήσωσι τὰ τῆς ἑλληνικῆς ναυτιλίας, [...] μιμούμενοι τοὺς ἐν τῷ Δουνάβει Ἐμπειρίκους, Σταθάτους, Παπᾶδες, Θεοφιλάτους κ.λ.π. Ὅλοι αὐτοὶ ἀπεκόμισαν σπουδαιοτάτας σχετικῶς περιουσίας ὡς πρώην πλοίαρχοι, μετέπειτα δὲ ἀτμοπλοιοκτήτορες.
Οι Έλληνες της Αγγλίας, διαπιστώνει με θλίψη ο Συγγρός, δείχνουν μια ισχυρότατη ροπή για ενσωμάτωση στην αγγλική κοινωνία, η οποία καθίσταται ασυγκράτητη στην τρίτη γενιά των περισσότερων ελληνικών οικογενειών:
Ἡ τρίτη γενεὰ δὲν δύναται νὰ ἀνθέξη εἰς τὴν ἐπιρροὴν τῆς γλώσσης, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων καὶ τῶν αἰσθημάτων ἀκόμη καὶ τῆς χώρας, ἐν ᾗ γεννᾶται καὶ ἀνατρέφεται. Ἀπορροφᾶται ὑπ’ αὐτῆς καὶ ἡ ἀρχικὴ ἐθνικότης ἐκλείπει.
Και αυτή η προϊούσα αποξένωση δεν υπήρξε χαρακτηριστικό μόνον των Ελλήνων του Λονδίνου. Στη Ρωσία, ο Περικλής Ροδοκανάκης υπήρξε ένας από τους λίγους Έλληνες που έλαβαν τίτλο ευγενείας από Ρώσο τσάρο, τον Νικόλαο Β΄, ενώ ανάλογους τίτλους έλαβαν οι Ροδοκανάκηδες του Λιβόρνου: ο Παντελής από τον μέγα δούκα της Τοσκάνης, στις 20/7/1846, ενώ ο γιος του, Εμμανουήλ, έλαβε τον τίτλο του κόμη από τον βασιλέα της Ιταλίας. Οι οικογένειες Μαυρογορδάτων, Τοσίτζα, Παπάζογλη, Παππούδωφ, Πάλλη, και Ροδοκανάκη, κατά τον 19ο αι., αγόρασαν βίλες στα περίχωρα της Τοσκάνης όπου και κατοικούσαν. Το 1834, ο Εμμανουήλ Ροδοκανάκης αγόρασε από τον αγγλικής καταγωγής μεγαλέμπορο, Giovanni Grant, μία «μεγαλοπρεπή βίλα» και ενεγράφη στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών της Τοσκάνης. Η βίλα, επίκεντρο των κοσμικών δραστηριοτήτων των Χίων μεγαλεμπόρων της περιοχής, παρέμεινε στην ιδιοκτησία της οικογένειας μέχρι το 1947.
Οι περισσότεροι Χίοι των μεγάλων διεθνοποιημένων οίκων δεν διακρίθηκαν για τη δραστηριότητά τους ως ευεργετών, σε αντίθεση με τους Ηπειρώτες π.χ. Αυτό συνδέεται και με την απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα και με τη στρατηγική της δημιουργίας πολυάριθμων οικογενειών που κληρονομούσαν την οικογενειακή περιουσία. Αντίθετα, οι ηπειρώτες εθνικοί ευεργέτες αφιέρωναν εν πολλοίς τη ζωή και την περιουσία τους στον τόπο καταγωγής τους ή τη χώρα τους, όπως θα συμβεί με τους Ζωσιμάδες, τον Καπλάνη και άλλους, που θα παραμείνουν ανύπαντροι και «άκληροι». Οι μεγάλοι Χίοι ευεργέτες, Συγγρός, Δρομοκαΐτης κ.ά. έζησαν ένα μέρος της ζωής τους στην Ελλάδα, και δεν άφησαν απογόνους, όπως ο Συγγρός.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Αυτή η μεταπρατική μετάλλαξη σηματοδοτεί τη συρρίκνωση και την «ήττα» του «ελληνικού τρόπου παραγωγής» μιας εμπορευματικής, μη καπιταλιστικής –ενταγμένης μάλλον στο σχήμα μιας ιδιότυπης «μανιφακτούρας»– παραγωγής, που μεγαλούργησε προς στιγμήν στις συντεχνίες, στη ναυτιλία μας, στα Μαντεμοχώρια, στα Αμπελάκια, στη Μοσχόπολη, ακόμα και στο χιώτικο δίκτυο. Η κοινοτική μορφή οργάνωσης του ελληνισμού, όπως τονίζει ο Πανταζόπουλος, αποτελεί τη «μικρο»-πολιτική-πολιτειακή μορφή έκφρασης αυτού του «συνεταιριστικού», προ-καπιταλιστικού, ή μάλλον μη-καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στηριγμένου στη μικροϊδιοκτησία, τη δικτυακή διασύνδεση, τις «συντροφίες» και τις συντεχνίες. Ωστόσο, αυτή η κοινοτική μορφή οργάνωσης δεν θα αποδειχθεί ικανή να προστατεύσει τις ελληνικές συσσωματώσεις –είτε τις στρατιωτικές, όπως στο Σούλι που θα υποκύψει στον Αλή πασά, είτε τις οικονομικές, όπως τη Μοσχόπολη–, ενώ, μετά το πέρας των ναπολεόντειων πολέμων, θα υποκύψει απροστάτευτη στον επιθετικό ανταγωνισμό του βιομηχανικού δυτικού καπιταλισμού – όπως θα συμβεί με τα Αμπελάκια. Ακόμα και οι ναυτικές κοινότητες των νησιών, που είχαν αναπτυχθεί εκμεταλλευόμενες τον αμερικανο-αγγλικό πόλεμο, τη ρωσική προστασία, τους ρωσο-τουρκικούς πολέμους και προπαντός τον ηπειρωτικό αποκλεισμό, κατά τη διάρκεια της γενικευμένης ευρωπαϊκής αναταραχής –που αρχίζει με τη γαλλική επανάσταση και τελειώνει με το Βατερλώ–, θα αντιμετωπίσουν την πρώτη γενικευμένη κρίση τους κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα.
Για τον κοινοτικά οργανωμένο ελληνικό τρόπο παραγωγής υπήρχαν δύο και μόνο δρόμοι. Είτε να αποκτήσει ένα δικό του κράτος, ικανό να τον προστατεύσει και να επιτρέψει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, είτε να ακολουθήσει και να ολοκληρώσει την οδό της μεταπρατικής υποστροφής και της παρασιτικής ενσωμάτωσης. Η επανάσταση του ’21 θα αποτελέσει έτσι την απάντηση του κοινοτικά οργανωμένου ελληνισμού στη διπλή πίεση της βιομηχανικής καπιταλιστικής Δύσης και της συμμάχου της, της κρατικά οργανωμένης οθωμανικής λεηλασίας. Και γι’ αυτό σε αυτή θα συμμετάσχουν εν τέλει, παρά τους δισταγμούς τους, Έλληνες της διασποράς, έμποροι της Κωνσταντινούπολης, εφοπλιστές και ναυτικοί των νησιών.
Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, που θα συγκροτήσει μετά από πολλούς αγώνες ο ελληνισμός, θα είναι ένα αδύναμο και εξαρτημένο κράτος, όσο επέτρεψαν οι μεγάλες δυνάμεις, ανίκανο να προστατεύσει και να αναπαραγάγει μια αυτόκεντρη αναπτυξιακή πορεία.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η διεθνοποίηση των ελληνικών εμπορικών οίκων, των βιεννέζων Μοσχοπολιτών της οικογένειας Σίνα και των κατ’ εξοχήν διεθνοποιημένων Χίων εμπόρων, χωρίς την ύπαρξη μιας αναλόγου βάρους εθνικής οικονομικής βάσης, οδηγούσε αναπόφευκτα στη σταδιακή απομάκρυνση από την ελληνική κοινότητα και, εν τέλει, από την ίδια την ελληνική ταυτότητα. Και οι Χιώτες, οι μεγαλύτεροι έμποροι του ελληνικού κόσμου, δεν αποτελούν παρά την πιστότερη εικόνα μιας εξέλιξης καθολικών διαστάσεων.
Η ναυτιλία υπήρξε η μόνη διεθνής δραστηριότητα που συντηρούσε μία σχέση με τη γενέθλια γη, κυρίως εξ αιτίας της επάνδρωσης του ποντοπόρου στόλου με Έλληνες ναυτικούς. Σταδιακώς, όμως –στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και κατ’ εξοχήν κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αι.– απελληνοποιήθηκαν και τα πληρώματα των πλοίων σε τεράστια έκταση έτσι, αδυνάτισαν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις ανάμεσα σε μια ναυτική δραστηριότητα, που ασκείται σε ένα κυριολεκτικά πλανητικό θέατρο και η οποία έχει ως μεταφορικό επίκεντρο την… Κίνα και χρηματιστικό-ασφαλιστικό το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, – με την Ελλάδα να λειτουργεί μόνον, ή κατ’ εξοχήν, ως υποδοχέας τραπεζιτικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων. Και όμως οι εφοπλιστές ακόμα και στη σημερινή, αποσυνδεδεμένη από την ελληνική αγορά μετεξέλιξή τους, διατηρούν ισχυρά στοιχεία από τη δικτυακή, οικογενειακή και «μανιφακτούρικη» παράδοση της ελληνικής οικονομίας.
Διαμορφώνεται τωόντι το παράδοξο της ηγεμονίας μιας ελίτ, η οποία αισθάνεται –και αποτελεί εν πολλοίς– μέρος των δυτικών ελίτ, μεταβάλλοντας την ίδια της τη χώρα σε ημι-αποικία! Δεν πρόκειται για μια διαπίστωση ηθικού χαρακτήρα, αλλά για μια κατ’ εξοχήν υλική, αντικειμενική διαδικασία, κατά τη διάρκεια εξέλιξης της οποίας παρεμποδίστηκαν και υπονομεύθηκαν οι ελληνικές παραγωγικές δραστηριότητες έτσι, οι Έλληνες επιχειρηματίες στράφηκαν υποχρεωτικά προς μεταπρατικές δραστηριότητες, «συμμαχώντας» με τους ίδιους τους δημίους τους, είτε τους Τούρκους πασάδες, που έλεγχαν τη διαδικασία της παραγωγής πρώτων υλών, και το οθωμανικό κράτος, είτε τους ανταγωνιστές τους, τους δυτικούς βιομηχάνους, εμπόρους και τραπεζίτες. Και βεβαίως, σήμερα, μετατρέπουν και το κράτος, το οποίο ελέγχουν, σε ένα ιδιότυπο προτεκτοράτο των κυρίαρχων δυνάμεων και –γιατί όχι;– και του επανακάμψαντος νεο-οθωμανισμού.
Στις μέρες μας, αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε, με την καταναλωτικού χαρακτήρα ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και την πρόσκαιρη μετοχή και μέθεξη στο δυτικό σύστημα αξιών του συνόλου του ελληνικού λαού, με καταναλωτικό-παρασιτικό τρόπο.
Ωστόσο, τη στιγμή της κρίσης, αναδεικνύεται ανάγλυφη η άλλη όψη του νομίσματος, ότι δηλαδή η Ελλάδα είναι ταυτόχρονα και ημιαποικία της Δύσης και, κατά συνέπεια, καλείται πρώτη να αντιμετωπίσει και να υποστεί, ως οιονεί πειραματόζωο, τις συνέπειες της καθολικής κρίσης της δυτικής ηγεμονίας, που περιγράφουμε σε άλλες σελίδες αυτού του περιοδικού.
Αυτή η μεταπρατική μετάλλαξη σηματοδοτεί τη συρρίκνωση και την «ήττα» του «ελληνικού τρόπου παραγωγής» μιας εμπορευματικής, μη καπιταλιστικής –ενταγμένης μάλλον στο σχήμα μιας ιδιότυπης «μανιφακτούρας»– παραγωγής, που μεγαλούργησε προς στιγμήν στις συντεχνίες, στη ναυτιλία μας, στα Μαντεμοχώρια, στα Αμπελάκια, στη Μοσχόπολη, ακόμα και στο χιώτικο δίκτυο. Η κοινοτική μορφή οργάνωσης του ελληνισμού, όπως τονίζει ο Πανταζόπουλος, αποτελεί τη «μικρο»-πολιτική-πολιτειακή μορφή έκφρασης αυτού του «συνεταιριστικού», προ-καπιταλιστικού, ή μάλλον μη-καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στηριγμένου στη μικροϊδιοκτησία, τη δικτυακή διασύνδεση, τις «συντροφίες» και τις συντεχνίες. Ωστόσο, αυτή η κοινοτική μορφή οργάνωσης δεν θα αποδειχθεί ικανή να προστατεύσει τις ελληνικές συσσωματώσεις –είτε τις στρατιωτικές, όπως στο Σούλι που θα υποκύψει στον Αλή πασά, είτε τις οικονομικές, όπως τη Μοσχόπολη–, ενώ, μετά το πέρας των ναπολεόντειων πολέμων, θα υποκύψει απροστάτευτη στον επιθετικό ανταγωνισμό του βιομηχανικού δυτικού καπιταλισμού – όπως θα συμβεί με τα Αμπελάκια. Ακόμα και οι ναυτικές κοινότητες των νησιών, που είχαν αναπτυχθεί εκμεταλλευόμενες τον αμερικανο-αγγλικό πόλεμο, τη ρωσική προστασία, τους ρωσο-τουρκικούς πολέμους και προπαντός τον ηπειρωτικό αποκλεισμό, κατά τη διάρκεια της γενικευμένης ευρωπαϊκής αναταραχής –που αρχίζει με τη γαλλική επανάσταση και τελειώνει με το Βατερλώ–, θα αντιμετωπίσουν την πρώτη γενικευμένη κρίση τους κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα.
Για τον κοινοτικά οργανωμένο ελληνικό τρόπο παραγωγής υπήρχαν δύο και μόνο δρόμοι. Είτε να αποκτήσει ένα δικό του κράτος, ικανό να τον προστατεύσει και να επιτρέψει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, είτε να ακολουθήσει και να ολοκληρώσει την οδό της μεταπρατικής υποστροφής και της παρασιτικής ενσωμάτωσης. Η επανάσταση του ’21 θα αποτελέσει έτσι την απάντηση του κοινοτικά οργανωμένου ελληνισμού στη διπλή πίεση της βιομηχανικής καπιταλιστικής Δύσης και της συμμάχου της, της κρατικά οργανωμένης οθωμανικής λεηλασίας. Και γι’ αυτό σε αυτή θα συμμετάσχουν εν τέλει, παρά τους δισταγμούς τους, Έλληνες της διασποράς, έμποροι της Κωνσταντινούπολης, εφοπλιστές και ναυτικοί των νησιών.
Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, που θα συγκροτήσει μετά από πολλούς αγώνες ο ελληνισμός, θα είναι ένα αδύναμο και εξαρτημένο κράτος, όσο επέτρεψαν οι μεγάλες δυνάμεις, ανίκανο να προστατεύσει και να αναπαραγάγει μια αυτόκεντρη αναπτυξιακή πορεία.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η διεθνοποίηση των ελληνικών εμπορικών οίκων, των βιεννέζων Μοσχοπολιτών της οικογένειας Σίνα και των κατ’ εξοχήν διεθνοποιημένων Χίων εμπόρων, χωρίς την ύπαρξη μιας αναλόγου βάρους εθνικής οικονομικής βάσης, οδηγούσε αναπόφευκτα στη σταδιακή απομάκρυνση από την ελληνική κοινότητα και, εν τέλει, από την ίδια την ελληνική ταυτότητα. Και οι Χιώτες, οι μεγαλύτεροι έμποροι του ελληνικού κόσμου, δεν αποτελούν παρά την πιστότερη εικόνα μιας εξέλιξης καθολικών διαστάσεων.
Η ναυτιλία υπήρξε η μόνη διεθνής δραστηριότητα που συντηρούσε μία σχέση με τη γενέθλια γη, κυρίως εξ αιτίας της επάνδρωσης του ποντοπόρου στόλου με Έλληνες ναυτικούς. Σταδιακώς, όμως –στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και κατ’ εξοχήν κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αι.– απελληνοποιήθηκαν και τα πληρώματα των πλοίων σε τεράστια έκταση έτσι, αδυνάτισαν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις ανάμεσα σε μια ναυτική δραστηριότητα, που ασκείται σε ένα κυριολεκτικά πλανητικό θέατρο και η οποία έχει ως μεταφορικό επίκεντρο την… Κίνα και χρηματιστικό-ασφαλιστικό το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, – με την Ελλάδα να λειτουργεί μόνον, ή κατ’ εξοχήν, ως υποδοχέας τραπεζιτικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων. Και όμως οι εφοπλιστές ακόμα και στη σημερινή, αποσυνδεδεμένη από την ελληνική αγορά μετεξέλιξή τους, διατηρούν ισχυρά στοιχεία από τη δικτυακή, οικογενειακή και «μανιφακτούρικη» παράδοση της ελληνικής οικονομίας.
Διαμορφώνεται τωόντι το παράδοξο της ηγεμονίας μιας ελίτ, η οποία αισθάνεται –και αποτελεί εν πολλοίς– μέρος των δυτικών ελίτ, μεταβάλλοντας την ίδια της τη χώρα σε ημι-αποικία! Δεν πρόκειται για μια διαπίστωση ηθικού χαρακτήρα, αλλά για μια κατ’ εξοχήν υλική, αντικειμενική διαδικασία, κατά τη διάρκεια εξέλιξης της οποίας παρεμποδίστηκαν και υπονομεύθηκαν οι ελληνικές παραγωγικές δραστηριότητες έτσι, οι Έλληνες επιχειρηματίες στράφηκαν υποχρεωτικά προς μεταπρατικές δραστηριότητες, «συμμαχώντας» με τους ίδιους τους δημίους τους, είτε τους Τούρκους πασάδες, που έλεγχαν τη διαδικασία της παραγωγής πρώτων υλών, και το οθωμανικό κράτος, είτε τους ανταγωνιστές τους, τους δυτικούς βιομηχάνους, εμπόρους και τραπεζίτες. Και βεβαίως, σήμερα, μετατρέπουν και το κράτος, το οποίο ελέγχουν, σε ένα ιδιότυπο προτεκτοράτο των κυρίαρχων δυνάμεων και –γιατί όχι;– και του επανακάμψαντος νεο-οθωμανισμού.
Στις μέρες μας, αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε, με την καταναλωτικού χαρακτήρα ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και την πρόσκαιρη μετοχή και μέθεξη στο δυτικό σύστημα αξιών του συνόλου του ελληνικού λαού, με καταναλωτικό-παρασιτικό τρόπο.
Ωστόσο, τη στιγμή της κρίσης, αναδεικνύεται ανάγλυφη η άλλη όψη του νομίσματος, ότι δηλαδή η Ελλάδα είναι ταυτόχρονα και ημιαποικία της Δύσης και, κατά συνέπεια, καλείται πρώτη να αντιμετωπίσει και να υποστεί, ως οιονεί πειραματόζωο, τις συνέπειες της καθολικής κρίσης της δυτικής ηγεμονίας, που περιγράφουμε σε άλλες σελίδες αυτού του περιοδικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου