Powered By Blogger

16.12.12

Πες μου αλήθεια με ακούς;

 



Κοιμάμαι ανασαίνοντας όλες τις πληγές του χρόνου. Σαν κουβάρι δεμένα τα μέλη της ψυχής. Σαν αδράχτι τα δάχτυλα μπερδεύουν ότι αγγίζουν. Τα δόντια σφιχτά, σάρκα δαγκώνουν. Τα μάτια νοτίζουν κι η καρδιά λαχανιάζει στο ξάφνιασμα.
Θα ήθελες, φαντάζομαι, να πιστεύεις πως ανάλαφρα σηκώνω τα σκεπάσματα σε κάθε μου ανάδευση. Πως ιδρώνω μέντα στα όνειρα του πόθου. Πως λεβάντα σκορπούν οι έννοιες μου. Πως μανόλια μυρίζουν τα μαλλιά μου. Πως αναστενάζω βανίλια, τις αμαρτίες του ύπνου εξιστορώντας. Πως μεταξένια του ύπνου μου τα όνειρα. Πως χαμόγελα χαρίζω στα φαντάσματα και πως μαξιλάρι μου πουπουλένιο σύννεφο έχω.
Τα όμορφα εύκολα μοιράζονται, λέω. Κι όμως, αδυνατώ να δώσω ίχνος ευθύγραμμο. Τα μισά βράδια μου επικίνδυνα ανασαίνω. Χαμογελώ στη μέρα αναποφάσιστα. Με ξετυλίγω ηδονικά σαν ένα φίδι που σέρνεται ανάμεσα στις καλαμιές του θανάτου. Σαν γίνεται η νύχτα πυρκαγιά, μια μαύρη γλώσσα γίνομαι. Λαίμαργα γλύφω τον μωβ ουρανό.
Οι λέξεις φτύνουν πικραμύγδαλα και υποσχέσεις μέσα απ' τα στόματα. Τσίγκινα στόματα ανοιγμένα. Μια απελπισμένη θύελλα απλώνεται σε γαλάζιο ουρανό – χορεύουνε τριγύρω μοίρες. Κάνουν λιτανείες μέσ' απ' τα σιδερένια δόντια τους.

Πάλεψα άλλη να γίνω. Στο τέλος, πάντα η ίδια παρέμενα. Πάντα τις ίδιες έχω λέξεις στα χείλη ραμμένες. Γι’ αυτό, σιωπώ. Σιωπώ ανιχνεύοντας τ' απροσπέλαστο δάσος και τη μουντή καταιγίδα.

Ξυπόλυτο, γίνομαι, πλάσμα των λυγμών. Στο σκοτάδι παλεύω με τον δράκο της σπηλιάς. Νικιέμαι. Πονώ. Ξεσέρνω τον πόνο στο διάβα. Στο μακρύ λαβωμένο ταξίδι, περιπαίζω την σκαιά ερημιά. Γνέφω τ' ανέμου να μου κάνει παρέα. Να χαϊδέψει απαλά τις πληγές και τις θύμησες. Να τις σύρει στα βράχια της σιωπής και της λήθης. Εκεί, που ανταμώνονται φίδια κι αετοί, τις νύχτες μου ξορκίζω. Μικρό κορίτσι πληγωμένο. Παιδί σε μιας γυναίκας το κορμί, φυλακισμένο. Παιδί άσωτο και φλογερό π' ορμά σαν κύμα αγριεμένο. Αγριεμένο κύμα που πάνω στο χρόνο αλόγιστα σκάει.
Πες μου αλήθεια μ' ακούς;
Πες μου αλήθεια μ' ανιχνεύεις;

4 σχόλια: