Περί αποφυγής φορολόγησης
Η κατάθεση του επικαιροποιημένου μεσοπρόθεσμου για την περίοδο 2013-2016 προκάλεσε νέες συζητήσεις τόσο για τη δομή του προγράμματος (βαθμός επίδρασης του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή) όσο και για την αναγκαιότητα λήψης νέων μέτρων.
Το δημοσιονομικό κενό για τα έτη 2015-2016 ανέρχεται περίπου σε 4 δισ.ευρω, ενώ η διαφαινόμενη αποτυχία και αυτού του προγράμματος θα προκαλέσει πιέσεις από την πλευρά της τρόικα για νέα μέτρα ή/και επέκταση των υφιστάμενων.
Μελετώντας το νέο ΜΠΔΣ γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η περιβόητη φορολογική μεταρρύθμιση δεν αποτελεί σημαντική προτεραιότητα για την τρικομματική κυβέρνηση. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός της μείωσης των προβλεπόμενων εσόδων λόγω της φορολογικής μεταρρύθμισης στα 851 εκατ.ευρω από 1,23 δισ.ευρω του αρχικού, προ τριμήνου, ΜΠΔΣ. Η πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων, των οικονομικών αναλυτών, των επαγγελματικών φορέων αναγνωρίζουν ότι η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών – λόγω της ανεργίας και της ύφεσης – έχει πλέον εξαντληθεί.
Την ίδια στιγμή όλοι συμφωνούν στην ανάγκη εξορθολογισμού των κρατικών δαπανών και αύξησης της άμεσης φορολογίας που διαχρονικά υπολείπεται από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, με την ουσιαστική διαφορά ότι οι κυβερνήσεις των ετών του μνημονίου ακολουθούν την πεπατημένη οδό, της μείωσης του κράτους πρόνοιας και της αφαίμαξης των εισοδημάτων μισθωτών και συνταξιούχων.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η φτωχοποίηση και περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας και η επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα την τελευταία τριετία. Η κυβέρνηση, πέραν των λεκτικών προθέσεων, δεν δείχνει διατεθειμένη να προχωρήσει στις πραγματικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλλουν στην ανάταξη της οικονομίας, στην αναπλήρωση των αναπτυξιακών ρυθμών, στη μείωση της ανεργίας και την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και άνθρωποι που κινούνται στον νεοφιλελεύθερο χώρο θεωρούν ως ιδιαίτερα ανεπαρκείς τις προσπάθειες της κυβέρνησης (τους) προς την κατεύθυνση περιορισμού της φοροδιαφυγής και της συνεπακόλουθης αύξησης των φορολογικών εσόδων.
Προς επικύρωση των ανωτέρω, εκτός της μειωμένης πρόβλεψης που γίνεται στο αναθεωρημένο ΜΠΔΣ, υπενθυμίζεται ότι σε έκθεση της η τρόικα είχε καταγράψει τη διάλυση της φορολογικής διοίκησης, την ατολμία και την έλλειψη πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης να συγκρουστεί με τα συμφέροντα και να περιορίσει το φαινόμενο της φοροδιαφυγής.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο χειρισμός της περιβόητης λίστας Λαγκάρντ, η οποία φυλασσόταν στα συρτάρια των προηγούμενων Υπουργών Οικονομικών, χωρίς να παραδοθεί στα αρμόδια όργανα για έλεγχο, που ενδεχομένως να είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη φορολογικών παραβάσεων και συνεπακόλουθα έσοδα για το κράτος.
Ένας από τους στόχους κριτικής αποτελούν οι πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες απολαμβάνουν την διαχρονική ανοχή και έλλειψη βούλησης των κυβερνώντων στην ουσιαστική φορολόγηση των δραστηριοτήτων τους.
Οι πολυεθνικές εταιρείες αποτέλεσαν έναν από τους μεγάλους κερδισμένους κλάδους την τελευταία δεκαετία από την κατάργηση των δασμών ενδοκοινοτικά λόγω της ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς, ενώ αντίστοιχη ζημιά σε έσοδα υπέστησαν τα κράτη από αυτήν την εξέλιξη.
Σε θεωρητικό επίπεδο, οι απώλειες θα περιορίζονταν από την φορολόγηση των κερδών των εξαγωγικών εταιρειών. Ωστόσο οι εταιρείες κατόρθωσαν να περιορίσουν τις εκροές τους λόγω φορολόγησης, μέσω της πρακτικής των ενδοομιλικών συναλλαγών, το λεγόμενο στην διεθνή ορολογία transfer pricing, που στην ουσία πρόκειται για παράνομη εξαγωγή αφορολόγητων κερδών
Transfer Pricing: Η φορολογική διάσταση του θέματος
Ας ξεκινήσουμε την ανάλυση για το σημαντικό θέμα του transfer pricing δίνοντας με ένα απλό παράδειγμα.
Μια πολυεθνική κατασκευάζει ένα προϊόν πχ. στην Κίνα, εκμεταλλευόμενη το χαμηλό εργατικό μισθολόγιο, έχοντας συνολικό κόστος παραγωγής 2 ευρώ ανά μονάδα. Προσθέτουμε και διάφορα άλλα κόστη (έξοδα διοικητικής λειτουργίας, αποθήκευση, marketing κ.α.), υποθετικά άλλα 2 ευρώ ανά μονάδα προϊόντος. Με συνολικό κόστος 4 €/μονάδα η πολυεθνική εταιρεία προμηθεύει την ελληνική θυγατρική, η οποία προωθεί και πουλάει το προϊόν προς 10 €/ μονάδα. Στην τελική τιμή η ελληνική εταιρεία προσθέτει τα δικά της διοικητικά και λειτουργικά έξοδα, η οποία υπολογίζεται σε περίπου 20%, δηλαδή 2€/μονάδα, η οποία δεν μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή.
Επομένως το συνολικό κόστος προσεγγίζει τα 6€/μονάδα, ενώ η πραγματική κερδοφορία ανέρχεται στα 4€/μονάδα, το 40% επί της τελικής τιμής.
Ο συνολικός φόρος επί των εταιρικών κερδών, με βάση τη σημερινή κλίμακα θα ήταν 4€ * 26% (συντελεστής φόρου) 1,04€/μονάδα.
Αν η εταιρεία αποφάσιζε να προχωρήσει και σε διανομή μερίσματος τότε θα είχαμε επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα της τάξης του 10% (στα διανεμηθέντα κέρδη), αλλά πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις έσπευσαν να διαφοροποιήσουν το φορολογικό καθεστώτος για τις ελληνικές θυγατρικές ξένων πολυεθνικών εταιρειών, που τους δίνει τη δυνατότητα αφορολόγητης εξαγωγής των μερισμάτων.
Στην υπόθεση εργασίας που η πολυεθνική δεν έχει διάθεση να φορολογηθεί στην Ελλάδα προμηθεύει την θυγατρική της το κάθε προϊόν με 8€, έτσι ώστε αν προσθέσουμε τα 2€/μονάδα έξοδα της, η τελική κερδοφορία είναι μηδενική.
Με αυτόν τον τρόπο εξάγει το σύνολο των κερδών της και για την δραστηριότητα της στην εσωτερική αγορά, απλούστατα δεν πληρώνει φόρο.
Η τιμή μετάβασης των 8€/μονάδα λέγεται transfer price.
Συνήθως οι πολυεθνικές «επιτρέπουν» στις ελληνικές θυγατρικές τους μια μικρή κερδοφορία, προκειμένου να μην χρειάζεται να προβαίνουν σε αυξήσεις κεφαλαίου, στην περίπτωση καταγραφής συσσωρευμένων ζημιών.
Τιμές και καταγραφή «καρτέλ»
Την ίδια στιγμή που το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών συρρικνώνεται με ταχύτατους ρυθμούς λόγω των συνεχών «μέτρων σωτηρίας της χώρας», οι τιμές των των περισσότερων προϊόντων των πολυεθνικών παραμένουν τα ακριβότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το συγκεκριμένο γεγονός το πιστοποιούν έρευνες τόσο του Ινστιτούτου Καταναλωτών, παλαιότερες αναφορές της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και του Ε.Β.Ε.Α. και οι συγκριτικές έρευνες αρκετών δημοσιογράφων.
Η διαφορά των τιμών δεν περιορίζεται σε 5% - 10%, που ενδεχομένως να μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τα αυξημένα κόστη των τοπικών θυγατρικών, κυρίως χρηματοοικονομικά (κόστος κεφαλαίου) και μεταφορικά (μορφολογία εδάφους, νησιά). Οι διαφορές των τιμών είναι πραγματικά τεράστιες και αδικαιολόγητες, και σε πολλές περιπτώσεις πολλαπλάσιες των ευρωπαϊκών.
Ενδεικτικά αναφέρουμε (από την εφημερίδα Έθνος) ότι έχουν παρατηρηθεί υψηλότερες τιμές έως και 96,5% στα είδη προσωπικής υγιεινής, έως 44,2% στα απορρυπαντικά, μέχρι 51,3% στα αναψυκτικά, έως και 38% στις μπύρες και έως 46,96% στα δημητριακά.
Παράλληλα στην εσωτερική αγορά παρατηρείται το φαινόμενο υπερσυγκέντρωσης σημαντικών κλάδων της οικονομίας, με αποτέλεσμα την εμφάνιση φαινομένων καταστρατήγησης του ανταγωνισμού, μέσω της πρακτικής συντονισμένης εναρμόνισης των τιμών και αποκλεισμού εισόδου νέων «παικτών».
Τα ποσοστά της συγκέντρωσης διαφόρων κλάδων, και κυρίως σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, ξεπερνούν το 70%, ενώ είναι γνωστές αρκετές περιπτώσεις καταγραφής «καρτέλ» σε συγκεκριμένες αγορές όπως και τα πρόστιμα που έχει επιβάλλει η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Άλλες πρακτικές αποφυγής φορολόγησης
- Υψηλές χρεώσεις δικαιωμάτων χρήσης σημάτων (royalties) μεταξύ των εταιρειών ενός ομίλου.
- Δημιουργία off shore εταιρειών που αποσκοπούν στην απόκρυψη εσόδων και στη μειωμένη φορολόγηση.
- Η πρακτική, που παρατηρείται στον ενδοκοινοτικό ΦΠΑ, των διαδοχικών συναλλαγών (Carousel) προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή ΦΠΑ.
- Δανεισμός των θυγατρικών από τις μητρικές εταιρείες με υψηλά επιτόκια, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το χρηματοοικονομικό κόστος.
Οι Επιπτώσεις
Κατ’ αρχήν πρέπει να τονισθεί ότι η συγκεκριμένη πρακτική του transfer pricing αντιβαίνει τόσο την εθνική όσο και την κοινοτική νομοθεσία, ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις περιπτώσεις εναρμονισμένων πρακτικών (καρτέλ).
Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει: εφόσον οι συγκεκριμένες πρακτικές και οι συνεπακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις (που θα αναλύσουμε παρακάτω) στο κοινωνικό σύνολο είναι γνωστές γιατί οι κυβερνήσεις δεν προχωρούν στα αναγκαία εκείνα βήματα προκειμένου να εκμηδενίσουν, έστω να περιορίσουν αυτό το φαινόμενο;
Η κριτική που ασκείται σε εκείνους που θίγουν το συγκεκριμένο ζήτημα είναι η απίστευτη τοποθέτηση «πως να τις φορολογήσουμε αφού είναι ζημιογόνες;».
Δυστυχώς, το συγκεκριμένο έωλο επιχείρημα δεν αναπαράγεται απλώς από διάφορα μέσα αλλά ταυτόχρονα προχωρούν σε ακραίες επιθέσεις σε εκείνους που έχουν διαφορετική άποψη !!!
Με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς και χρήση διαφόρων μέσων (τύπος, sites, blogs κ.α.) «επιχειρηματολογούν» στηριζόμενοι σε προσωπικές εκτιμήσεις και ιδεοληψίες αρνούμενοι να ακούσουν ή/και να διαβάσουν τα δημοσιευμένα στοιχεία, τις ανακοινώσεις επαγγελματικών φορέων, ειδικών αναλύσεων ανθρώπων της αγοράς που θίγουν το συγκεκριμένο ζήτημα τόσο στο επίπεδο της φοροδιαφυγής όσο και στις υπερβολικά αυξημένες τιμές πώλησης των προϊόντων συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Την ίδια στιγμή οι ανακοινώσεις των εταιρικών αποτελεσμάτων των πολυεθνικών εταιρειών δείχνουν ότι η πλειονότητα αυτών παραμένουν κερδοφόρες (κάποιες με δεσπόζουσα θέση σε συγκεκριμένους κλάδους κατέγραψαν σημαντική αύξηση κερδών), παρά την βαθιά ύφεση που διέρχεται η ελληνική οικονομία τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ο κύκλος εργασιών των συγκεκριμένων εταιρειών προσεγγίζει περίπου τα 25-30 δισ.ευρω, ενώ το περιθώριο κερδοφορίας είναι ιδιαίτερα χαμηλό, που σε ορισμένες περιπτώσεις η συνέχιση της δραστηριότητας τους κρίνεται ασύμφορη με επιχειρηματικούς όρους (απόδοση επενδεδυμένου κεφαλαίου, σχέση ρίσκου -απόδοσης κ.α.).
Συγκρίνοντας δειγματοληπτικά, τους ισολογισμούς των εταιρειών στο εσωτερικό τόσο με τους αντίστοιχους στις χώρες εξαγωγής προς την Ελλάδα όσο και με εκείνους των μητρικών εταιρειών, διαπιστώνεται η σημαντική διαφορά στα προ φόρων περιθώρια κέρδους.
Λαμβάνοντας περίπου το 12% ως ένα μέσο περιθώριο κέρδους, εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής διαπίστωση, ότι τα φορολογικά έσοδα σε ετήσια βάση με συντελεστή της τάξης του 26% θα προσέγγιζαν τα 1 δισ.ευρω.
Αν υπολογίσουμε τη διαχρονικότητα της συγκεκριμένης πρακτικής, εύκολα αντιλαμβανόμαστε το συνολικό ύψος των χαμένων δημοσιονομικών εσόδων, πχ. τουλάχιστον 10 δις. ευρώ την τελευταία δεκαετία.
Ενώ λοιπόν τα τελευταία χρόνια οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι δέχονται μια ανελέητη επίθεση από την τρόικα και τις συνεργαζόμενες με αυτήν κυβερνήσεις, ενώ μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες για υγεία, παιδεία, ασφάλεια κάποιοι ευνοούμενοι συνεχίσουν να παρανομούν, να φοροδιαφεύγουν και να εκμεταλλεύονται τους Έλληνες πολίτες, αφαιρώντας τους και τα ελάχιστα χρήματα που (ενδεχομένως να) τους απομένουν μετά από την ανελέητη μνημονιακή επιδρομή.
Παραδοχή αδράνειας και ανοχής
Επομένως το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται, γιατί η κυβέρνηση βάζει το κεφάλι στην άμμο, σαν μια άλλη στρουθοκάμηλος, προκειμένου να μην αντικρίσει αυτή την πραγματικότητα, συνεπικουρούμενη από την τρόϊκα που αρνείται έστω τους μετριασμένους στόχους σύλληψης της φοροδιαφυγής, ενώ ποικίλα ερωτηματικά προκαλούν οι επιθέσεις και οι κινδυνολογίες κυβερνητικών εκπροσώπων σε εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ όταν αναφέρουν το συγκεκριμένο θέμα ως σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων.
Αποδεικτική είναι η απάντηση που έδωσε ο αρμόδιος επίτροπος για θέματα φορολογίας, κ. Σεμέτα σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χουντή για το θέμα των ενδοομιλικών συναλλαγών που πραγματοποιούν οι πολυεθνικές εταιρείες στην Ελλάδα, την 15η Μαΐου 2012 .
Ο κ.Σεμέτα αποκάλυψε «ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για ελέγχους των ελληνικών φορολογικών αρχών στις δεν υπάρχουν στοιχεία για ελέγχους των ελληνικών φορολογικών αρχών στις πολύ συνηθισμένες περιπτώσεις φοροδιαφυγής, μέσω ενδο-ομιλικών συναλλαγών των πολυεθνικών επιχειρήσεων που έχουν θυγατρικές στην Ελλάδα». Ανέφερε συγκεκριμένα ότι: «Τα μόνα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή χρονολογούνται από το 2007 και είναι αυτά που κοινοποίησε η Ελλάδα στο Κοινό Φόρουμ για τον Καθορισμό των Τιμών Μεταβίβασης (ΚΦΤΜ), μια ομάδα εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής για τις ενδοομιλικές συναλλαγές. Τότε ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας δήλωσε ότι ‘Δεν έχουν επιβληθεί μέχρι σήμερα κυρώσεις (σε επιχειρήσεις) στην Ελλάδα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν σοβαρές σύμφωνα με τη Σύμβαση Διαιτησίας’. Πρόσφατα στοιχεία σχετικά με τις κυρώσεις δεν διαθέτει η Επιτροπή» (Σύμβαση Διαιτησίας: Κώδικας Συμπεριφοράς για τη φορολογία κερδών των πολυεθνικών επιχειρήσεων)». Παράλληλα παραδέχθηκε ότι στο μνημόνιο δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού (παρά μόνο μια απλή καταγραφή στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2013), μεταβιβάζοντας την ευθύνη στην κυβέρνηση να προετοιμάσει τη φορολογική μεταρρύθμιση και να κρίνει την αναγκαιότητα προσαρμογής για τις συγκεκριμένες συναλλαγές.
Προτάσεις αντιμετώπισης
Στο εξωτερικό αντιθέτως, έχοντας παρατηρήσει και αναγνωρίσει τη σοβαρότητα του θέματος, οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές έχουν προχωρήσει στις απαραίτητες θεσμικές και τεχνικές κινήσεις προκειμένου να περιορίσουν την πρακτική των εταιρειών, να αυξήσουν τα φορολογικά τους έσοδα και να διατηρήσουν τις τιμές σε ένα επίπεδο ανεκτό για το μέσο εισόδημα των πολιτών των χωρών τους.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην Αγγλία μέσω της συστηματικής διαδικασίας ελέγχου 90 εταιρειών, τα φορολογικά έσοδα μέσω του περιορισμού του transfer pricing προσεγγίζουν τα 2 δισ.ευρω.
Κατ’ αρχήν για να αντιμετωπισθεί το θέμα πρέπει να υπάρξει η παραδοχή από τους κυβερνώντες για την ύπαρξη του προβλήματος. Δεύτερον, η ανάλογη πολιτική βούληση, κυρίως στην αλλαγή νοοτροπίας προς την κατεύθυνση δίκαιης κατανομής των βαρών και αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου υπέρ των αδύναμων κοινωνικά ομάδων. Τρίτον, η επαρκής στελέχωση των ελεγκτικών μηχανισμών (ΔΟΥ, ΣΔΟΕ και επιτροπή ανταγωνισμού) και η κατάλληλη εκπαίδευση τους, μεταφέροντας την διεθνή εμπειρία προκειμένου να αποκτήσουν την απαραίτητη τεχνογνωσία.
Η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου -όπου θα προβλέπονται κρίσιμα ζητήματα όπως η μεθοδολογία των έλεγχων, οι τεχνικές λεπτομέρειες στον καθορισμό αποδεκτών ορίων, η επιβολή και ο χρόνος απόδοσης προστίμων, οι αρμοδιότητες και οι μέθοδοι συνεργασίας εμπλεκόμενων φορέων κ.α.- κρίνεται απαραίτητο βήμα για τον περιορισμό της απώλειας κρίσιμων εσόδων για την ελληνική οικονομία.
Πεδίο δόξης λαμπρό, εάν πράγματι επιθυμεί η κυβέρνηση να αποδείξει τη θέληση της για περιορισμό της φοροδιαφυγής. Πεδίο πολιτικής χρεωκοπίας, εάν μοναδική έννοια της είναι η προστασία συμφερόντων, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, η εξόντωση και περιθωριοποίηση των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, η επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Του Δημήτρη Λιάκου
Η κατάθεση του επικαιροποιημένου μεσοπρόθεσμου για την περίοδο 2013-2016 προκάλεσε νέες συζητήσεις τόσο για τη δομή του προγράμματος (βαθμός επίδρασης του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή) όσο και για την αναγκαιότητα λήψης νέων μέτρων.
Το δημοσιονομικό κενό για τα έτη 2015-2016 ανέρχεται περίπου σε 4 δισ.ευρω, ενώ η διαφαινόμενη αποτυχία και αυτού του προγράμματος θα προκαλέσει πιέσεις από την πλευρά της τρόικα για νέα μέτρα ή/και επέκταση των υφιστάμενων.
Μελετώντας το νέο ΜΠΔΣ γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η περιβόητη φορολογική μεταρρύθμιση δεν αποτελεί σημαντική προτεραιότητα για την τρικομματική κυβέρνηση. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός της μείωσης των προβλεπόμενων εσόδων λόγω της φορολογικής μεταρρύθμισης στα 851 εκατ.ευρω από 1,23 δισ.ευρω του αρχικού, προ τριμήνου, ΜΠΔΣ. Η πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων, των οικονομικών αναλυτών, των επαγγελματικών φορέων αναγνωρίζουν ότι η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών – λόγω της ανεργίας και της ύφεσης – έχει πλέον εξαντληθεί.
Την ίδια στιγμή όλοι συμφωνούν στην ανάγκη εξορθολογισμού των κρατικών δαπανών και αύξησης της άμεσης φορολογίας που διαχρονικά υπολείπεται από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, με την ουσιαστική διαφορά ότι οι κυβερνήσεις των ετών του μνημονίου ακολουθούν την πεπατημένη οδό, της μείωσης του κράτους πρόνοιας και της αφαίμαξης των εισοδημάτων μισθωτών και συνταξιούχων.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η φτωχοποίηση και περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας και η επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα την τελευταία τριετία. Η κυβέρνηση, πέραν των λεκτικών προθέσεων, δεν δείχνει διατεθειμένη να προχωρήσει στις πραγματικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλλουν στην ανάταξη της οικονομίας, στην αναπλήρωση των αναπτυξιακών ρυθμών, στη μείωση της ανεργίας και την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και άνθρωποι που κινούνται στον νεοφιλελεύθερο χώρο θεωρούν ως ιδιαίτερα ανεπαρκείς τις προσπάθειες της κυβέρνησης (τους) προς την κατεύθυνση περιορισμού της φοροδιαφυγής και της συνεπακόλουθης αύξησης των φορολογικών εσόδων.
Προς επικύρωση των ανωτέρω, εκτός της μειωμένης πρόβλεψης που γίνεται στο αναθεωρημένο ΜΠΔΣ, υπενθυμίζεται ότι σε έκθεση της η τρόικα είχε καταγράψει τη διάλυση της φορολογικής διοίκησης, την ατολμία και την έλλειψη πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης να συγκρουστεί με τα συμφέροντα και να περιορίσει το φαινόμενο της φοροδιαφυγής.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο χειρισμός της περιβόητης λίστας Λαγκάρντ, η οποία φυλασσόταν στα συρτάρια των προηγούμενων Υπουργών Οικονομικών, χωρίς να παραδοθεί στα αρμόδια όργανα για έλεγχο, που ενδεχομένως να είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη φορολογικών παραβάσεων και συνεπακόλουθα έσοδα για το κράτος.
Ένας από τους στόχους κριτικής αποτελούν οι πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες απολαμβάνουν την διαχρονική ανοχή και έλλειψη βούλησης των κυβερνώντων στην ουσιαστική φορολόγηση των δραστηριοτήτων τους.
Οι πολυεθνικές εταιρείες αποτέλεσαν έναν από τους μεγάλους κερδισμένους κλάδους την τελευταία δεκαετία από την κατάργηση των δασμών ενδοκοινοτικά λόγω της ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς, ενώ αντίστοιχη ζημιά σε έσοδα υπέστησαν τα κράτη από αυτήν την εξέλιξη.
Σε θεωρητικό επίπεδο, οι απώλειες θα περιορίζονταν από την φορολόγηση των κερδών των εξαγωγικών εταιρειών. Ωστόσο οι εταιρείες κατόρθωσαν να περιορίσουν τις εκροές τους λόγω φορολόγησης, μέσω της πρακτικής των ενδοομιλικών συναλλαγών, το λεγόμενο στην διεθνή ορολογία transfer pricing, που στην ουσία πρόκειται για παράνομη εξαγωγή αφορολόγητων κερδών
Transfer Pricing: Η φορολογική διάσταση του θέματος
Ας ξεκινήσουμε την ανάλυση για το σημαντικό θέμα του transfer pricing δίνοντας με ένα απλό παράδειγμα.
Μια πολυεθνική κατασκευάζει ένα προϊόν πχ. στην Κίνα, εκμεταλλευόμενη το χαμηλό εργατικό μισθολόγιο, έχοντας συνολικό κόστος παραγωγής 2 ευρώ ανά μονάδα. Προσθέτουμε και διάφορα άλλα κόστη (έξοδα διοικητικής λειτουργίας, αποθήκευση, marketing κ.α.), υποθετικά άλλα 2 ευρώ ανά μονάδα προϊόντος. Με συνολικό κόστος 4 €/μονάδα η πολυεθνική εταιρεία προμηθεύει την ελληνική θυγατρική, η οποία προωθεί και πουλάει το προϊόν προς 10 €/ μονάδα. Στην τελική τιμή η ελληνική εταιρεία προσθέτει τα δικά της διοικητικά και λειτουργικά έξοδα, η οποία υπολογίζεται σε περίπου 20%, δηλαδή 2€/μονάδα, η οποία δεν μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή.
Επομένως το συνολικό κόστος προσεγγίζει τα 6€/μονάδα, ενώ η πραγματική κερδοφορία ανέρχεται στα 4€/μονάδα, το 40% επί της τελικής τιμής.
Ο συνολικός φόρος επί των εταιρικών κερδών, με βάση τη σημερινή κλίμακα θα ήταν 4€ * 26% (συντελεστής φόρου) 1,04€/μονάδα.
Αν η εταιρεία αποφάσιζε να προχωρήσει και σε διανομή μερίσματος τότε θα είχαμε επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα της τάξης του 10% (στα διανεμηθέντα κέρδη), αλλά πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις έσπευσαν να διαφοροποιήσουν το φορολογικό καθεστώτος για τις ελληνικές θυγατρικές ξένων πολυεθνικών εταιρειών, που τους δίνει τη δυνατότητα αφορολόγητης εξαγωγής των μερισμάτων.
Στην υπόθεση εργασίας που η πολυεθνική δεν έχει διάθεση να φορολογηθεί στην Ελλάδα προμηθεύει την θυγατρική της το κάθε προϊόν με 8€, έτσι ώστε αν προσθέσουμε τα 2€/μονάδα έξοδα της, η τελική κερδοφορία είναι μηδενική.
Με αυτόν τον τρόπο εξάγει το σύνολο των κερδών της και για την δραστηριότητα της στην εσωτερική αγορά, απλούστατα δεν πληρώνει φόρο.
Η τιμή μετάβασης των 8€/μονάδα λέγεται transfer price.
Συνήθως οι πολυεθνικές «επιτρέπουν» στις ελληνικές θυγατρικές τους μια μικρή κερδοφορία, προκειμένου να μην χρειάζεται να προβαίνουν σε αυξήσεις κεφαλαίου, στην περίπτωση καταγραφής συσσωρευμένων ζημιών.
Τιμές και καταγραφή «καρτέλ»
Την ίδια στιγμή που το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών συρρικνώνεται με ταχύτατους ρυθμούς λόγω των συνεχών «μέτρων σωτηρίας της χώρας», οι τιμές των των περισσότερων προϊόντων των πολυεθνικών παραμένουν τα ακριβότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το συγκεκριμένο γεγονός το πιστοποιούν έρευνες τόσο του Ινστιτούτου Καταναλωτών, παλαιότερες αναφορές της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και του Ε.Β.Ε.Α. και οι συγκριτικές έρευνες αρκετών δημοσιογράφων.
Η διαφορά των τιμών δεν περιορίζεται σε 5% - 10%, που ενδεχομένως να μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τα αυξημένα κόστη των τοπικών θυγατρικών, κυρίως χρηματοοικονομικά (κόστος κεφαλαίου) και μεταφορικά (μορφολογία εδάφους, νησιά). Οι διαφορές των τιμών είναι πραγματικά τεράστιες και αδικαιολόγητες, και σε πολλές περιπτώσεις πολλαπλάσιες των ευρωπαϊκών.
Ενδεικτικά αναφέρουμε (από την εφημερίδα Έθνος) ότι έχουν παρατηρηθεί υψηλότερες τιμές έως και 96,5% στα είδη προσωπικής υγιεινής, έως 44,2% στα απορρυπαντικά, μέχρι 51,3% στα αναψυκτικά, έως και 38% στις μπύρες και έως 46,96% στα δημητριακά.
Παράλληλα στην εσωτερική αγορά παρατηρείται το φαινόμενο υπερσυγκέντρωσης σημαντικών κλάδων της οικονομίας, με αποτέλεσμα την εμφάνιση φαινομένων καταστρατήγησης του ανταγωνισμού, μέσω της πρακτικής συντονισμένης εναρμόνισης των τιμών και αποκλεισμού εισόδου νέων «παικτών».
Τα ποσοστά της συγκέντρωσης διαφόρων κλάδων, και κυρίως σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, ξεπερνούν το 70%, ενώ είναι γνωστές αρκετές περιπτώσεις καταγραφής «καρτέλ» σε συγκεκριμένες αγορές όπως και τα πρόστιμα που έχει επιβάλλει η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Άλλες πρακτικές αποφυγής φορολόγησης
- Υψηλές χρεώσεις δικαιωμάτων χρήσης σημάτων (royalties) μεταξύ των εταιρειών ενός ομίλου.
- Δημιουργία off shore εταιρειών που αποσκοπούν στην απόκρυψη εσόδων και στη μειωμένη φορολόγηση.
- Η πρακτική, που παρατηρείται στον ενδοκοινοτικό ΦΠΑ, των διαδοχικών συναλλαγών (Carousel) προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή ΦΠΑ.
- Δανεισμός των θυγατρικών από τις μητρικές εταιρείες με υψηλά επιτόκια, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το χρηματοοικονομικό κόστος.
Οι Επιπτώσεις
Κατ’ αρχήν πρέπει να τονισθεί ότι η συγκεκριμένη πρακτική του transfer pricing αντιβαίνει τόσο την εθνική όσο και την κοινοτική νομοθεσία, ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις περιπτώσεις εναρμονισμένων πρακτικών (καρτέλ).
Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει: εφόσον οι συγκεκριμένες πρακτικές και οι συνεπακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις (που θα αναλύσουμε παρακάτω) στο κοινωνικό σύνολο είναι γνωστές γιατί οι κυβερνήσεις δεν προχωρούν στα αναγκαία εκείνα βήματα προκειμένου να εκμηδενίσουν, έστω να περιορίσουν αυτό το φαινόμενο;
Η κριτική που ασκείται σε εκείνους που θίγουν το συγκεκριμένο ζήτημα είναι η απίστευτη τοποθέτηση «πως να τις φορολογήσουμε αφού είναι ζημιογόνες;».
Δυστυχώς, το συγκεκριμένο έωλο επιχείρημα δεν αναπαράγεται απλώς από διάφορα μέσα αλλά ταυτόχρονα προχωρούν σε ακραίες επιθέσεις σε εκείνους που έχουν διαφορετική άποψη !!!
Με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς και χρήση διαφόρων μέσων (τύπος, sites, blogs κ.α.) «επιχειρηματολογούν» στηριζόμενοι σε προσωπικές εκτιμήσεις και ιδεοληψίες αρνούμενοι να ακούσουν ή/και να διαβάσουν τα δημοσιευμένα στοιχεία, τις ανακοινώσεις επαγγελματικών φορέων, ειδικών αναλύσεων ανθρώπων της αγοράς που θίγουν το συγκεκριμένο ζήτημα τόσο στο επίπεδο της φοροδιαφυγής όσο και στις υπερβολικά αυξημένες τιμές πώλησης των προϊόντων συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Την ίδια στιγμή οι ανακοινώσεις των εταιρικών αποτελεσμάτων των πολυεθνικών εταιρειών δείχνουν ότι η πλειονότητα αυτών παραμένουν κερδοφόρες (κάποιες με δεσπόζουσα θέση σε συγκεκριμένους κλάδους κατέγραψαν σημαντική αύξηση κερδών), παρά την βαθιά ύφεση που διέρχεται η ελληνική οικονομία τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ο κύκλος εργασιών των συγκεκριμένων εταιρειών προσεγγίζει περίπου τα 25-30 δισ.ευρω, ενώ το περιθώριο κερδοφορίας είναι ιδιαίτερα χαμηλό, που σε ορισμένες περιπτώσεις η συνέχιση της δραστηριότητας τους κρίνεται ασύμφορη με επιχειρηματικούς όρους (απόδοση επενδεδυμένου κεφαλαίου, σχέση ρίσκου -απόδοσης κ.α.).
Συγκρίνοντας δειγματοληπτικά, τους ισολογισμούς των εταιρειών στο εσωτερικό τόσο με τους αντίστοιχους στις χώρες εξαγωγής προς την Ελλάδα όσο και με εκείνους των μητρικών εταιρειών, διαπιστώνεται η σημαντική διαφορά στα προ φόρων περιθώρια κέρδους.
Λαμβάνοντας περίπου το 12% ως ένα μέσο περιθώριο κέρδους, εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής διαπίστωση, ότι τα φορολογικά έσοδα σε ετήσια βάση με συντελεστή της τάξης του 26% θα προσέγγιζαν τα 1 δισ.ευρω.
Αν υπολογίσουμε τη διαχρονικότητα της συγκεκριμένης πρακτικής, εύκολα αντιλαμβανόμαστε το συνολικό ύψος των χαμένων δημοσιονομικών εσόδων, πχ. τουλάχιστον 10 δις. ευρώ την τελευταία δεκαετία.
Ενώ λοιπόν τα τελευταία χρόνια οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι δέχονται μια ανελέητη επίθεση από την τρόικα και τις συνεργαζόμενες με αυτήν κυβερνήσεις, ενώ μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες για υγεία, παιδεία, ασφάλεια κάποιοι ευνοούμενοι συνεχίσουν να παρανομούν, να φοροδιαφεύγουν και να εκμεταλλεύονται τους Έλληνες πολίτες, αφαιρώντας τους και τα ελάχιστα χρήματα που (ενδεχομένως να) τους απομένουν μετά από την ανελέητη μνημονιακή επιδρομή.
Παραδοχή αδράνειας και ανοχής
Επομένως το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται, γιατί η κυβέρνηση βάζει το κεφάλι στην άμμο, σαν μια άλλη στρουθοκάμηλος, προκειμένου να μην αντικρίσει αυτή την πραγματικότητα, συνεπικουρούμενη από την τρόϊκα που αρνείται έστω τους μετριασμένους στόχους σύλληψης της φοροδιαφυγής, ενώ ποικίλα ερωτηματικά προκαλούν οι επιθέσεις και οι κινδυνολογίες κυβερνητικών εκπροσώπων σε εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ όταν αναφέρουν το συγκεκριμένο θέμα ως σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων.
Αποδεικτική είναι η απάντηση που έδωσε ο αρμόδιος επίτροπος για θέματα φορολογίας, κ. Σεμέτα σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χουντή για το θέμα των ενδοομιλικών συναλλαγών που πραγματοποιούν οι πολυεθνικές εταιρείες στην Ελλάδα, την 15η Μαΐου 2012 .
Ο κ.Σεμέτα αποκάλυψε «ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για ελέγχους των ελληνικών φορολογικών αρχών στις δεν υπάρχουν στοιχεία για ελέγχους των ελληνικών φορολογικών αρχών στις πολύ συνηθισμένες περιπτώσεις φοροδιαφυγής, μέσω ενδο-ομιλικών συναλλαγών των πολυεθνικών επιχειρήσεων που έχουν θυγατρικές στην Ελλάδα». Ανέφερε συγκεκριμένα ότι: «Τα μόνα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή χρονολογούνται από το 2007 και είναι αυτά που κοινοποίησε η Ελλάδα στο Κοινό Φόρουμ για τον Καθορισμό των Τιμών Μεταβίβασης (ΚΦΤΜ), μια ομάδα εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής για τις ενδοομιλικές συναλλαγές. Τότε ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας δήλωσε ότι ‘Δεν έχουν επιβληθεί μέχρι σήμερα κυρώσεις (σε επιχειρήσεις) στην Ελλάδα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν σοβαρές σύμφωνα με τη Σύμβαση Διαιτησίας’. Πρόσφατα στοιχεία σχετικά με τις κυρώσεις δεν διαθέτει η Επιτροπή» (Σύμβαση Διαιτησίας: Κώδικας Συμπεριφοράς για τη φορολογία κερδών των πολυεθνικών επιχειρήσεων)». Παράλληλα παραδέχθηκε ότι στο μνημόνιο δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού (παρά μόνο μια απλή καταγραφή στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2013), μεταβιβάζοντας την ευθύνη στην κυβέρνηση να προετοιμάσει τη φορολογική μεταρρύθμιση και να κρίνει την αναγκαιότητα προσαρμογής για τις συγκεκριμένες συναλλαγές.
Προτάσεις αντιμετώπισης
Στο εξωτερικό αντιθέτως, έχοντας παρατηρήσει και αναγνωρίσει τη σοβαρότητα του θέματος, οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές έχουν προχωρήσει στις απαραίτητες θεσμικές και τεχνικές κινήσεις προκειμένου να περιορίσουν την πρακτική των εταιρειών, να αυξήσουν τα φορολογικά τους έσοδα και να διατηρήσουν τις τιμές σε ένα επίπεδο ανεκτό για το μέσο εισόδημα των πολιτών των χωρών τους.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην Αγγλία μέσω της συστηματικής διαδικασίας ελέγχου 90 εταιρειών, τα φορολογικά έσοδα μέσω του περιορισμού του transfer pricing προσεγγίζουν τα 2 δισ.ευρω.
Κατ’ αρχήν για να αντιμετωπισθεί το θέμα πρέπει να υπάρξει η παραδοχή από τους κυβερνώντες για την ύπαρξη του προβλήματος. Δεύτερον, η ανάλογη πολιτική βούληση, κυρίως στην αλλαγή νοοτροπίας προς την κατεύθυνση δίκαιης κατανομής των βαρών και αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου υπέρ των αδύναμων κοινωνικά ομάδων. Τρίτον, η επαρκής στελέχωση των ελεγκτικών μηχανισμών (ΔΟΥ, ΣΔΟΕ και επιτροπή ανταγωνισμού) και η κατάλληλη εκπαίδευση τους, μεταφέροντας την διεθνή εμπειρία προκειμένου να αποκτήσουν την απαραίτητη τεχνογνωσία.
Η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου -όπου θα προβλέπονται κρίσιμα ζητήματα όπως η μεθοδολογία των έλεγχων, οι τεχνικές λεπτομέρειες στον καθορισμό αποδεκτών ορίων, η επιβολή και ο χρόνος απόδοσης προστίμων, οι αρμοδιότητες και οι μέθοδοι συνεργασίας εμπλεκόμενων φορέων κ.α.- κρίνεται απαραίτητο βήμα για τον περιορισμό της απώλειας κρίσιμων εσόδων για την ελληνική οικονομία.
Πεδίο δόξης λαμπρό, εάν πράγματι επιθυμεί η κυβέρνηση να αποδείξει τη θέληση της για περιορισμό της φοροδιαφυγής. Πεδίο πολιτικής χρεωκοπίας, εάν μοναδική έννοια της είναι η προστασία συμφερόντων, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, η εξόντωση και περιθωριοποίηση των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, η επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Του Δημήτρη Λιάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου