Οσοι καταδικάζουν τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται αναζητούν συνήθως τα πρότυπά τους στους ηγέτες των «ειρηνικών επαναστάσεων» της Iστορίας. Πόσο καλά έχουν καταλάβει όμως τι πραγματικά δίδαξαν;
«Διδάσκω την άμεση δράση. Δεν είπα ποτέ ότι θα μείνουμε ακίνητοι και δεν θα κάνουμε τίποτα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη μη βία και τη μη αντίσταση»
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Οι παρανοήσεις για τους αποστόλους της μη βίας ξεκινούν όπως φαίνεται ήδη από την εποχή του Χριστού, αφού κάθε θρησκεία επιθυμεί να παρουσιάζει τον Μεσσία της ως κομιστή της αγάπης και της αδελφοσύνης κρατώντας για τους αντιπάλους της την εικόνα της βίας και του μίσους. Μια αναφορά του ευαγγελιστή Λουκά όμως έρχεται να ανατρέψει τα πάντα.
Ο Ιησούς σύμφωνα με τον Λουκά προειδοποίησε τους μαθητές του ότι «τα πράγματα αλλάζουν» και πρέπει να είναι συνετοί και προνοητικοί, διότι θα συναντήσουν δυσκολίες. «Εκείνος που έχει βαλάντιον» φέρεται να είπε ο Ιησούς «ας το πάρη μαζή του. Το ίδιο ας κάμη και εκείνος που έχει σακκίδιο. και εκείνος που δεν έχει μάχαιραν ας πωλήση το ένδυμά του, διά να αγοράση». Εκτοτε, στρατιές θεολόγων επιχειρούν να ερμηνεύσουν με διαφορετικούς τρόπους τη σημασία της λέξης «μάχαιραν». Το βέβαιο είναι ότι για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως και για τα αυταρχικά καθεστώτα του σήμερα, ένας σάκος και ένα μαχαίρι αποτελούν επαρκή «πειστήρια» για να κατηγορηθείς από σύσταση και συμμορία έως απόπειρα ανατροπής πολιτεύματος.
Στη διάρκεια του 20ού αιώνα οι υποστηρικτές του εκάστοτε status quo θα εντοπίσουν νέους αποστόλους της μη βίας στα πρόσωπα του Μαχάτμα Γκάντι, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Νέλσον Μαντέλα. Απομονώνοντας συγκεκριμένες δηλώσεις ή αποκρύπτοντας μεγάλες ιστορικές περιόδους του έργου τους καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια στρεβλή εικόνα που θυμίζει απόσπασμα του Καβάφη σε αθηναϊκό λεωφορείο.
Ο Γκάντι, λόγου χάρη, είχε σπεύσει να να ξεκαθαρίσει ότι θεωρεί τη χειρότερη μορφή βίας τη φτώχεια – θέση την οποία αρνούνται μετά βδελυγμίας οι φιλελεύθεροι αναλυτές και πολιτικοί της εποχής μας, ακόμη και όταν τοποθετούν φωτογραφίες του μεγάλου Ινδού επαναστάτη στο γραφείο τους για εντυπωσιασμό των τηλεοπτικών συνεργείων. Μεταξύ άλλων ο Γκάντι θεωρούσε ως πηγές της βίας «τον πλούτο που δεν προέρχεται από την εργασία σου… το εμπόριο χωρίς ηθική… και την πολιτική χωρίς αρχές».
Ο ίδιος μάλιστα προχωρούσε και ένα βήμα περισσότερο θέτοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο η άσκηση βίας, με τη μορφή άμυνας, είναι όχι μόνο αποδεκτή αλλά και επιβεβλημένη: «Οταν αναφέρομαι στη μη βία» έλεγε «δεν εννοώ να εγκαταλείπουμε τη μάχη αφήνοντας απροστάτευτους αυτούς που αγαπάμε. Ανάμεσα στη βία και τη φυγή του δειλού επιλέγω τη βία».
Ενας από τους σημαντικότερους μαθητές του Γκάντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, θα κληθεί πολλές φορές από τα Μέσα Ενημέρωσης να δώσει πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων κατά της βίας όταν ο μαύρος πληθυσμός εξεγείρεται στα γκέτο των αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Ο μαύρος ηγέτης όμως αποδίδει πάντα τη βία στη λειτουργία του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος συνδέοντας τις φυλετικές διακρίσεις με την οικονομική ανισότητα. «Δεν πιστεύω» έλεγε χαρακτηριστικά «ότι υπάρχει κάποιο οργανωμένο σχέδιο (για την πρόκληση επεισοδίων). Οι ταραχές είναι γέννημα των συνθηκών στις οποίες ζούμε. Και όσο διατηρούνται αυτές οι συνθήκες και οι μαύροι ζουν σε αυτό το οικονομικό καθεστώς ύφεσης κάθε πόλη θα μετατρέπεται σε μια πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί με την παραμικρή αφορμή».
Ισως πάντως ο «χειρότερος» αυτοχαρακτηριζόμενος μαθητής του Γκάντι να υπήρξε ο Νέλσον Μαντέλα. Παρά το γεγονός ότι η επίσημη Ιστορία θέλει να θυμάται μόνο την παραμονή του στη φυλακή και τη μετριοπάθεια που τον χαρακτήρισε στα χρόνια της προεδρίας, ο ίδιος είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ορισμένες από τις πιο βίαιες ενέργειες του απελευθερωτικού αγώνα των μαύρων της Νότιας Αφρικής.
Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄40 ο Νέλσον Μαντέλα αφιερώνει τη ζωή του απέναντι στο φιλοφασιστικό καθεστώς του Απαρτχάιντ, ενώ τη δεκαετία του ΄50 τον βρίσκουμε να διαβάζει τα κείμενα του Μαρξ, του Λένιν αλλά και του Μάο. Το 1961 συνεργάζεται με το κομμουνιστικό κόμμα της Νότιας Αφρικής για να δημιουργήσουν μαζί την οργάνωση Umkhonto We Sizwe (το δόρυ του έθνους)– ουσιαστικά δηλαδή το στρατιωτικό σκέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου.
Αρκετά χρόνια αργότερα καλούμενος να απαντήσει για τις εξαιρετικά βίαιες πρακτικές του κινήματος θα εξηγήσει ότι «χωρίς βία δεν υπάρχει δρόμος για την επιτυχία του λαού της Αφρικής απέναντι στην κυριαρχία των λευκών. Μας είχαν αποκλείσει όλες τις νόμιμες μορφές έκφρασης, με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις και βρεθήκαμε σε μια θέση όπου έπρεπε είτε να αποδεχθούμε μια διαρκή κατάσταση υποταγής ή να αμφισβητήσουμε την κυβέρνηση. Αποφασίσαμε λοιπόν να αμφισβητήσουμε τον νόμο».
Χωρίς ίσως να το γνωρίζει ένας άλλος μαχητής της ελευθερίας, ο Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, επαναλάμβανε τα λόγια του Νέλσον Μαντέλα σε συνέντευξή του στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC το 1973:
«Γιατί θαυμάζουμε όλους τους ανθρώπους που αντιστέκονται; Ολοι μας οι ήρωες ήταν ήρωες που αντιστάθηκαν απέναντι σε καθεστώτα αυθαιρεσίας και παρεβίασαν βεβαίως, νομικιστικά κοιταγμένο, κάποιο νόμο. Μα πολεμάνε ένα καθεστώς που έχει καθιερώσει τη βία. Πώς αλλιώς θα αντιμετωπιστεί αυτό το καθεστώς; Βεβαίως και με μέσα που μπορεί να συνιστούν βία. Αλλά δεν είναι πρωτογενής αυτή η βία. Είναι άμυνα».
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου