Συνέντευξη με τον ουρουγουανό συγγραφέα για το «ποτέ» και το «ίσως» με αφορμή την έκδοση ενός κλασικού βιβλίου του στα ελληνικά.
Ο μεγάλος ουρουγουανός συγγραφέας αναζήτησε και βρήκε «συναρπαστικές και τρομερές ιστορίες» από την ύπαιθρο και τις πόλεις της Λατινικής Αμερικής και ήθελε να τις κάνει βιβλίο. Ωστόσο, όπως μας λέει ο ίδιος, «τις περιπλανώμενες λέξεις που βρήκα ή που με βρήκαν ονειρευόμουν να τις συντροφεύουν εικόνες».
Ετσι σκέφτηκε τον Χοσέ Φρανσίσκο Μπόρχες, τον σπουδαιότερο βραζιλιάνο λαϊκό χαράκτη και έναν από τους σημαντικότερους στον κόσμο, έργα του οποίου έχει φιλοξενήσει ακόμη και το Λούβρο.
«Πήγα στο εργαστήρι του, στο χωριό Μπεσέρος στην ενδοχώρα της Βορειοανατολικής Βραζιλίας, και του πρότεινα να συνεργαστούμε» λέει ο Γκαλεάνο.
Αυτή η σκηνή της συνάντησής του με τον Χοσέ Μπόρχες στο εργαστήριό του, όπως την περιγράφει ο ίδιος ο Γκαλεάνο, είναι μια εμπειρία που πολλοί άνθρωποι θα έδιναν πολλά για να τη ζήσουν από κοντά.
«Του εξηγώ το σχέδιό μου: εικόνες δικές του, τα χαρακτικά του, και λέξεις δικές μου. Σωπαίνει. Εγώ εξακολουθώ να μιλώ, να μιλώ, να δίνω εξηγήσεις. Κι εκείνος τίποτα. Τότε σταματώ να εξηγώ κι αρχίζω ν' αφηγούμαι. Του αφηγούμαι τις ιστορίες με τα συναρπαστικά και τα τρομερά που συγκέντρωσα και θέλω να καταγράψω, τις φωνές όλων εκείνων που αντάμωσα στον δρόμο μου, τα όνειρα που έκανα ξύπνιος, γεγονότα παραληρηματικά και παραληρήματα που έγιναν πραγματικότητα, τις περιπλανώμενες λέξεις που βρήκα ή που με βρήκαν. Ο Μπόρχες με κοιτάει δίχως να λέει τίποτα, το πρόσωπό του ίδιο χαρακτικό. Του αφηγούμαι τις ιστορίες, κι έτσι γεννήθηκε τούτο το βιβλίο».
Ο Γκαλεάνο μιλάει με ενθουσιασμό για τον Μπόρχες. «Την εποχή που μεσουρανεί η τηλεόραση, ο Μπόρχες παραμένει καλλιτέχνης της παραδοσιακής τέχνης του κορδέλ (cordel=ιστορίες με ζωγραφιές σε συνέχειες). Αφηγείται πάνω σε μικροσκοπικά φύλλα γεγονότα και μύθους, γράφει τους στίχους, χαράζει σχέδια, τα φορτώνει στον ώμο και τα πουλάει από χωριό σε χωριό, στις υπαίθριες αγορές. Μέσα από αυτές τις εικόνες τραγουδά τα επιτεύγματα των ανθρώπων και της φαντασίας».
Η γραφή του Γκαλεάνο, πάντα ποιητική, αινιγματική, παιχνιδιάρικη αλλά στο τέλος πολύ ρεαλιστική, είναι ο ιδανικός διαμεσολαβητής για να μιλήσει για τον έρωτα και το πάθος, για τον άντρα και τη γυναίκα, για τη ζωή και τον θάνατο, για την τιμή και την ατιμία. Με αφορμή την έκδοση αυτού του βιβλίου και στην Ελλάδα μας έδωσε μια συνέντευξη που αφορούσε κυρίως τις «λέξεις» αλλά ήταν αδύνατον να μείνει μόνο εκεί.
Οι ιστορίες δεν μας λένε ποτέ «αντίο», μας λένε «θα τα ξαναπούμε». «Οι λέξεις ταξιδεύουν» είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1993 από τον Εντουάρντο Γκαλεάνο και εκδίδεται σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Πάπυρος, για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Ο μεγάλος ουρουγουανός συγγραφέας αναζήτησε και βρήκε «συναρπαστικές και τρομερές ιστορίες» από την ύπαιθρο και τις πόλεις της Λατινικής Αμερικής και ήθελε να τις κάνει βιβλίο. Ωστόσο, όπως μας λέει ο ίδιος, «τις περιπλανώμενες λέξεις που βρήκα ή που με βρήκαν ονειρευόμουν να τις συντροφεύουν εικόνες».
Ετσι σκέφτηκε τον Χοσέ Φρανσίσκο Μπόρχες, τον σπουδαιότερο βραζιλιάνο λαϊκό χαράκτη και έναν από τους σημαντικότερους στον κόσμο, έργα του οποίου έχει φιλοξενήσει ακόμη και το Λούβρο.
«Πήγα στο εργαστήρι του, στο χωριό Μπεσέρος στην ενδοχώρα της Βορειοανατολικής Βραζιλίας, και του πρότεινα να συνεργαστούμε» λέει ο Γκαλεάνο.
Αυτή η σκηνή της συνάντησής του με τον Χοσέ Μπόρχες στο εργαστήριό του, όπως την περιγράφει ο ίδιος ο Γκαλεάνο, είναι μια εμπειρία που πολλοί άνθρωποι θα έδιναν πολλά για να τη ζήσουν από κοντά.
«Του εξηγώ το σχέδιό μου: εικόνες δικές του, τα χαρακτικά του, και λέξεις δικές μου. Σωπαίνει. Εγώ εξακολουθώ να μιλώ, να μιλώ, να δίνω εξηγήσεις. Κι εκείνος τίποτα. Τότε σταματώ να εξηγώ κι αρχίζω ν' αφηγούμαι. Του αφηγούμαι τις ιστορίες με τα συναρπαστικά και τα τρομερά που συγκέντρωσα και θέλω να καταγράψω, τις φωνές όλων εκείνων που αντάμωσα στον δρόμο μου, τα όνειρα που έκανα ξύπνιος, γεγονότα παραληρηματικά και παραληρήματα που έγιναν πραγματικότητα, τις περιπλανώμενες λέξεις που βρήκα ή που με βρήκαν. Ο Μπόρχες με κοιτάει δίχως να λέει τίποτα, το πρόσωπό του ίδιο χαρακτικό. Του αφηγούμαι τις ιστορίες, κι έτσι γεννήθηκε τούτο το βιβλίο».
Ο Γκαλεάνο μιλάει με ενθουσιασμό για τον Μπόρχες. «Την εποχή που μεσουρανεί η τηλεόραση, ο Μπόρχες παραμένει καλλιτέχνης της παραδοσιακής τέχνης του κορδέλ (cordel=ιστορίες με ζωγραφιές σε συνέχειες). Αφηγείται πάνω σε μικροσκοπικά φύλλα γεγονότα και μύθους, γράφει τους στίχους, χαράζει σχέδια, τα φορτώνει στον ώμο και τα πουλάει από χωριό σε χωριό, στις υπαίθριες αγορές. Μέσα από αυτές τις εικόνες τραγουδά τα επιτεύγματα των ανθρώπων και της φαντασίας».
Η γραφή του Γκαλεάνο, πάντα ποιητική, αινιγματική, παιχνιδιάρικη αλλά στο τέλος πολύ ρεαλιστική, είναι ο ιδανικός διαμεσολαβητής για να μιλήσει για τον έρωτα και το πάθος, για τον άντρα και τη γυναίκα, για τη ζωή και τον θάνατο, για την τιμή και την ατιμία. Με αφορμή την έκδοση αυτού του βιβλίου και στην Ελλάδα μας έδωσε μια συνέντευξη που αφορούσε κυρίως τις «λέξεις» αλλά ήταν αδύνατον να μείνει μόνο εκεί.
Ποια λέξη και ποια φράση δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει λεχθεί από ανθρώπινο στόμα, και από τη στιγμή που αυτό έγινε, ο κόσμος δεν ήταν ποτέ ξανά ίδιος;
«Η λέξη "ποτέ" και άρα από εκεί και πέρα οποιαδήποτε φράση έχει μέσα τη λέξη "ποτέ"».
Μέσα στις λέξεις εμπεριέχεται πάντα και ταυτόχρονα η θέληση για αλήθεια και η θέληση για εξαπάτηση. Πώς μπορεί να γεννηθεί το πραγματικό νόημα μιας λέξης από αυτή την αντίθεση;
«Για μένα, η αλήθεια βρίσκεται στις λέξεις ή στις εικόνες που με καλούν να πιστέψω αυτό που εκφράζουν. Το ένστικτό μου με βοηθάει να μη συγχέω το γυμνό σώμα με το ένδυμα που το προδίδει».
Πιστεύετε ότι η ψυχή των ανθρώπων ξέρει μόνο την πραγματική έννοια των λέξεων, και άρα μόνο σε αυτήν πρέπει να υπολογίζουμε;
«Φυσικά. Ως άνθρωπος πρώτα αισθάνομαι και ύστερα σκέφτομαι».
Αρα κάθε φορά που κάποιος προδίδει το πραγματικό νόημα μιας λέξης στην ουσία το γνωρίζει.
«Κοιτάξτε. Στη γλώσσα γουαρανί "νιε ε" σημαίνει "λέξη", αλλά και "ψυχή". Οι Ινδιάνοι Γουαρανί πιστεύουν πως όσοι λένε ψέματα ή σπαταλάνε τις λέξεις προδίδουν την ψυχή».
Πόσο επικίνδυνη λέξη είναι το «ίσως»;
«Ας είναι ευλογημένη τούτη η λέξη, που μας βοηθάει να ζούμε. Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω».
Τελικά τι είναι «σαφές» στη ζωή μας; Τι έχει εξηγηθεί πέρα από κάθε αμφιβολία;
«Τίποτα και γι' αυτό δεν φοβάμαι να αμφιβάλλω. Δεν εμπιστεύομαι τις απόλυτες βεβαιότητες και τις απόλυτες αλήθειες: προέρχονται από ανθρώπους ξύλινους, όχι από ανθρώπους με σάρκα και οστά».
Ομως οι άνθρωποι συμπεριφέρονται, είτε μόνοι τους είτε μέσα από ομάδες, σαν να πιστεύουν ότι μόνο το δικό τους σώμα είναι από σάρκα και οστά ενώ όλων των υπολοίπων είναι ξύλινο. Και αυτή η βεβαιότητα έχει προκύψει χωρίς ποτέ κανείς να έχει «ρωτήσει» αληθινά το σώμα του...
«Μα γι' αυτό και οι ερμηνείες που δίνονται για το σώμα είναι τόσο πολλές και διαφορετικές αλλά μία μόνο είναι η σωστή. Η Εκκλησία λέει: Το ανθρώπινο σώμα είναι αμαρτία. Η επιστήμη λέει: Το ανθρώπινο σώμα είναι μια μηχανή. Η διαφήμιση λέει: Το ανθρώπινο σώμα είναι εμπόριο. Το ίδιο το σώμα λέει: Εγώ το γιορτάζω».
Η πρωταγωνιστική παρουσία των σκίτσων στο βιβλίο σας λειτουργεί ως επεξήγηση του κειμένου ή βοηθάει στη μεταφορά του σε μια άλλη διάσταση;
«Οι εικόνες λένε στις λέξεις μου: πάμε να παίξουμε. Αφαιρούν σοβαροφάνεια από το κείμενο και του χαρίζουν ζωή».
Επομένως λέτε ότι η ζωή είναι εκτός των άλλων ένα παιχνίδι και αν δεν την αντιμετωπίσεις με αυτόν τον τρόπο τελικά θα σου ξεγλιστρήσει η ουσία της;
«Δεν θέλουμε να επιβιώσουμε. Θέλουμε να ζήσουμε».
Ομως με την παγκοσμιοποιημένη ζωή που ζούμε αυτό είναι εφικτό;
«Κοιτάξτε τι γίνεται. Στον τοίχο μιας ταβέρνας στη Μαδρίτη υπάρχει μια πινακίδα που λέει: "Απαγορεύεται το τραγούδι". Στο αεροδρόμιο του Ρίο Ντε Τζανέιρο υπάρχει μια πινακίδα που λέει: "Απαγορεύεται να παίζετε με τα καροτσάκια". Με άλλα λόγια, υπάρχει ακόμη κόσμος που τραγουδά και κόσμος που παίζει».
Φαίνεται ότι καμιά φορά οι φτωχοί άνθρωποι με λίγες πράξεις και λέξεις μπορούν να είναι πολύ πιο περιγραφικοί και ακριβείς. Στην είσοδο της μεγαλύτερης φαβέλας στο Ρίο Ντε Τζανέιρο υπάρχει πινακίδα που λέει «Καλώς ήρθες, Μεσαία Τάξη».
«Και σε έναν τοίχο στο Μέξικο Σίτι: "Κατώτατος μισθός στον πρόεδρο, για να δει τι σημαίνει"».
Το βιβλίο σας «Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», με θέμα τους πέντε αιώνες λεηλασίας της Λατινικής Αμερικής, έγινε μπεστ σέλερ όταν το 2009 ο Τσάβες το πρόσφερε, μπροστά στις κάμερες, στον Ομπάμα. Σίγουρα αυτό σας έκανε επιτυχημένο συγγραφέα στις ΗΠΑ και τον Καναδά, όμως νιώθετε ότι αυτό σας έκανε και πιο επιτυχημένο ως άνθρωπο;
«Φυσικά όχι. Μπορώ επίσης να σας απαντήσω με αυτό που γράφω στο βιβλίο "Οι λέξεις ταξιδεύουν" για τον πετυχημένο άνδρα: "Δεν μπορεί να κοιτάξει το φεγγάρι δίχως να υπολογίσει την απόσταση. Δεν μπορεί να κοιτάξει το δέντρο δίχως να υπολογίσει την αξία του ξύλου. Δεν μπορεί να κοιτάξει έναν πίνακα δίχως να υπολογίσει την τιμή του. Δεν μπορεί να κοιτάξει τον κατάλογο δίχως να υπολογίσει τις θερμίδες. Δεν μπορεί να κοιτάξει έναν άνθρωπο δίχως να υπολογίσει το όφελος. Δεν μπορεί να κοιτάξει μια γυναίκα δίχως να υπολογίσει τον κίνδυνο"».
Πιστεύετε ότι κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα είμαστε σε θέση να έχουμε τις απαντήσεις που πρέπει για την πραγματικότητα που βιώνουμε;
«Στο Κίτο του Ισημερινού σε έναν τοίχο έγραψαν: Οταν είχαμε όλες τις απαντήσεις, μας άλλαξαν τις ερωτήσεις».
Η πραγματικότητα που ζούμε δεν μπορεί να είναι η μοίρα μας. Πρέπει να αλλάξουμε αυτό που έχουμε μπροστά μας;
«Εχουμε άραγε μπροστά μας ένα ανεκτίμητο παρελθόν; Οσοι παραμονεύουν τον άνεμο για να σαλπάρουν, έχουν για λιμάνι αναχώρησης τη μνήμη».
Το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο «Οι λέξεις ταξιδεύουν» αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πάπυρος.
Το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο «Οι λέξεις ταξιδεύουν» αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πάπυρος.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου