του Γιώργου Καραμπελιά
Οι επερχόμενες εκλογές έχουν αναζωπυρώσει τον προβληματισμό που αφορά στην κατεύθυνση της χώρας και τη μοίρα της, παρότι αυτός ελάχιστα εμφανίζεται στις σελίδες των εφημερίδων ή των πολιτικών ιστοσελίδων. Ωστόσο, παραμένει, συχνά ασυναίσθητα, στο μυαλό όλων και εξηγεί και όλες τις φαινομενικές ή πραγματικές αντιφάσεις των τοποθετήσεων των Ελλήνων, ακόμα και στις… δημοσκοπήσεις.
Οι επερχόμενες εκλογές έχουν αναζωπυρώσει τον προβληματισμό που αφορά στην κατεύθυνση της χώρας και τη μοίρα της, παρότι αυτός ελάχιστα εμφανίζεται στις σελίδες των εφημερίδων ή των πολιτικών ιστοσελίδων. Ωστόσο, παραμένει, συχνά ασυναίσθητα, στο μυαλό όλων και εξηγεί και όλες τις φαινομενικές ή πραγματικές αντιφάσεις των τοποθετήσεων των Ελλήνων, ακόμα και στις… δημοσκοπήσεις.
Η παρακμή
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα αποφασιστικό σταυροδρόμι, παρόμοιας σημασίας, τηρουμένων των αναλογιών, με εκείνο του 1453, ή μάλλον ολόκληρης της ιστορικής περιόδου που κατέληξε στην Άλωση. Και αυτό δεν αφορά στις παρούσες εκλογές και μόνο, που αποτελούν απλώς μια σημαντική πράξη στο σενάριο της κρίσης που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, αλλά ολόκληρη την περίοδο που διανύουμε, καθώς και τα χρόνια που ανοίγονται μπροστά μας. Ο ελληνισμός βιώνει μια βαθύτατη παρακμή, η οποία συντονίζεται και συμβαδίζει με τη γενικότερη παρακμή του δυτικού κόσμου, αλλά αποτελεί και ένα αυτόνομο, ιδιαίτερο φαινόμενο. Ο δυτικός κόσμος βιώνει την κρίση της παγκόσμιας ηγεμονίας του, μετά από οκτώ αιώνες επέκτασης, ενώ ο ελληνικός κόσμος απειλείται με ιστορική έκλειψη, ως συλλογικό υποκείμενο, μετά από οκτώ ή εννέα αιώνες συρρίκνωσης. Απλώς, η «συνάντηση» ή η σύμπτωση των δύο κρίσεων, στον βαθμό μάλιστα που η Ελλάδα έχει ενταχθεί –κουτσά-στραβά– στη Δύση ως παρασιτική της απόφυση, επιτείνει και πολλαπλασιάζει εκθετικά τους κινδύνους που μας απειλούν. Στην περιοχή των «συνόρων», όπως είναι η ευρύτερη περιοχή του ελληνικού, μεσανατολικού και ανατολικο-ευρωπαϊκού χώρου, η κρίση προσλαμβάνει χαρακτήρα σύγκρουσης των τεκτονικών πλακών Ανατολής και Δύσης και μας απειλεί με κυριολεκτική καταβύθιση.
Στη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, και κατ’ εξοχήν της δεύτερης φάσης της, μετά το 1989 και την κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου, η κρίση που είχε εγκαινιαστεί με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο επιτάθηκε και επιταχύνθηκε. Η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου και της ισορροπίας των δύο «υπερδυνάμεων» έδωσε τη θέση της σε έναν ασταθή και πρόσκαιρα μονοπολικό κόσμο. Στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, η αιφνίδια έκλειψη του σοβιετικού παράγοντα οδήγησε σε αποσταθεροποίηση της περιφερειακής ισορροπίας, με την αποσύνθεση του Ιράκ και της Συρίας, και την ανάδυση της νεο-οθωμανικής Τουρκίας, ενώ στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη η διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας, η απομάκρυνση των Βαλτικών χωρών, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας από τη σοβιετική σφαίρα αποτέλεσε στην πραγματικότητα τη γεωπολιτική βάση για τη νέα αναδυομένη «γερμανική Ευρώπη», η οποία κατασκευάστηκε με την αμερικανική ομπρέλα, και με στρατιωτική επέμβαση, όπως συνέβη στη Μέση Ανατολή σε ό,τι αφορά την ανάλογη τουρκική ανάδυση.
Έτσι, η Ελλάδα, στη δεκαετία του 2000, και ακόμα περισσότερο σε εκείνη του 2010, βρέθηκε κυριολεκτικά «γονατισμένη» και περικυκλωμένη από μια γερμανική Ευρώπη, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τη νεο-οθωμανική Τουρκία στα ανατολικά της. Οι πιθανές «συμμαχίες» της ή έστω συμπλεύσεις της, με την ορθόδοξη ανατολική Ευρώπη, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και προπαντός τη Ρωσία, βαίνουν αποδυναμωνόμενες ενώ οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία ολοκληρώνουν μια στρατηγική απομάκρυνση της Ρωσίας από τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη – ενώ αντίθετα ενισχύουν την προσέγγισή της με την Τουρκία. Οι μόνες, ισχνές, και κάποτε υποθετικές, «συμμαχίες» ή έστω συγκλίσεις, αφορούν τη μακρινή Κίνα, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Αν σε όλα αυτά προστεθούν τα στοιχεία αποδυνάμωσης της εσωτερικής δυναμικής του ελληνισμού, με τη δημογραφική παρακμή, την οικονομική απίσχναση και τη πολιτισμική αποδυνάμωση, που αντανακλώνται με αδρό τρόπο σε μια γενικευμένη ιδιώτευση και έναν απαθλιωμένο δημόσιο χώρο, τότε μπορούμε να συλλάβουμε στο σύνολό της την εικόνα και την πραγματικότητα της παρακμής που κατακλύζει την Ελλάδα από όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Στη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, και κατ’ εξοχήν της δεύτερης φάσης της, μετά το 1989 και την κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου, η κρίση που είχε εγκαινιαστεί με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο επιτάθηκε και επιταχύνθηκε. Η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου και της ισορροπίας των δύο «υπερδυνάμεων» έδωσε τη θέση της σε έναν ασταθή και πρόσκαιρα μονοπολικό κόσμο. Στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, η αιφνίδια έκλειψη του σοβιετικού παράγοντα οδήγησε σε αποσταθεροποίηση της περιφερειακής ισορροπίας, με την αποσύνθεση του Ιράκ και της Συρίας, και την ανάδυση της νεο-οθωμανικής Τουρκίας, ενώ στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη η διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας, η απομάκρυνση των Βαλτικών χωρών, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας από τη σοβιετική σφαίρα αποτέλεσε στην πραγματικότητα τη γεωπολιτική βάση για τη νέα αναδυομένη «γερμανική Ευρώπη», η οποία κατασκευάστηκε με την αμερικανική ομπρέλα, και με στρατιωτική επέμβαση, όπως συνέβη στη Μέση Ανατολή σε ό,τι αφορά την ανάλογη τουρκική ανάδυση.
Έτσι, η Ελλάδα, στη δεκαετία του 2000, και ακόμα περισσότερο σε εκείνη του 2010, βρέθηκε κυριολεκτικά «γονατισμένη» και περικυκλωμένη από μια γερμανική Ευρώπη, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τη νεο-οθωμανική Τουρκία στα ανατολικά της. Οι πιθανές «συμμαχίες» της ή έστω συμπλεύσεις της, με την ορθόδοξη ανατολική Ευρώπη, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και προπαντός τη Ρωσία, βαίνουν αποδυναμωνόμενες ενώ οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία ολοκληρώνουν μια στρατηγική απομάκρυνση της Ρωσίας από τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη – ενώ αντίθετα ενισχύουν την προσέγγισή της με την Τουρκία. Οι μόνες, ισχνές, και κάποτε υποθετικές, «συμμαχίες» ή έστω συγκλίσεις, αφορούν τη μακρινή Κίνα, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Αν σε όλα αυτά προστεθούν τα στοιχεία αποδυνάμωσης της εσωτερικής δυναμικής του ελληνισμού, με τη δημογραφική παρακμή, την οικονομική απίσχναση και τη πολιτισμική αποδυνάμωση, που αντανακλώνται με αδρό τρόπο σε μια γενικευμένη ιδιώτευση και έναν απαθλιωμένο δημόσιο χώρο, τότε μπορούμε να συλλάβουμε στο σύνολό της την εικόνα και την πραγματικότητα της παρακμής που κατακλύζει την Ελλάδα από όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Μια ανεπαρκής και υπονομευμένη αντίσταση
Μετά την πρώτη περίοδο της ευωχίας και των διαψευσμένων ελπίδων, που ακολούθησαν την κατάρρευση της δικτατορίας και την ανάδυση της μεταπολίτευσης, οδηγηθήκαμε σε μια αυξανόμενη συνείδηση της παρακμής: Δύο σημαδιακά βιβλία εκφράζουν αυτή τη νέα πραγματικότητα, το Πεθαίνω σαν χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη και το Finis Greciae του Χρήστου Γιανναρά. Η εσωτερική δυναμική και τα υπολείμματα ικμάδας του ελληνισμού, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Εμφύλιο, που είχαν δώσει αρχικώς τη γενιά του ’30 και, σε μια τελευταία έκφανση, τη γενιά του ’60, εξαντλήθηκαν σε ένα τοπίο, όπου η επιστροφή της οθωμανικής απειλής, μετά την εισβολή στην Κύπρο, διασκεδαζόταν και επικαλυπτόταν από την προσφυγή στην αγκαλιά της Ευρώπης και των ευρωπαϊκών κονδυλίων: το αποτέλεσμα ήταν αρχικώς ο βαθύτατος –και μήπως τελεσίδικος;– εκφυλισμός των αρχουσών ελίτ της πολιτικής, της διανόησης και της οικονομίας. Μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο, οι Έλληνες επέλεξαν την αυτοκτονία μέσα στην «ευρωστία της σαρκός», τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα Γιούρο, τα ταξίδια στις Μαλβίδες και τα ψώνια στο Σίτυ του Λονδίνου. Στο μεταξύ, η παραγωγή, όση είχε απομείνει, εγκαταλείφθηκε στα χέρια των «φθηνών» μεταναστών, που υποστήριζαν αυτή τη συλλογική αυταπάτη της ευημερίας. Το ιδεολογικό της περιτύλιγμα ήταν βέβαια ο πολυπολιτισμός, η καταδίκη του «εθνικισμού», ο άκρατος ευρωπαϊσμός και το μίσος για την ταυτότητα, που έφτασε στο απόγειό του με τους «συνωστισμούς» στο Ζάλογγο και τη Σμύρνη.
Τα μόνα ρεύματα αντίστασης, μετά την προδοσία των ελίτ και την ολοκληρωτική εγκατάλειψη των λαϊκών στρωμάτων, υπήρξαν εκείνα που αναζητούσαν ένα κάποιο σημείο στήριξης στο κλέος των προγόνων. Στην αρχαιότητα, στους Λεωνίδες και τους Αλέξανδρους, ή στον ορθοδοξία και τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό». Από τη δεκαετία του ’80 και κυρίως στις αμέσως επόμενες, του 1990 και του 2000, η αρχαιολατρία, και σε πολύ μεγαλύτερη έκταση η ορθοδοξία, με εμβληματικό εκπρόσωπο τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, επιχείρησαν να βάλουν φραγμό σε αυτή την πορεία προς την παρακμή, αντιπαραθέτοντας σε αυτήν μια μεγάλη ιστορική παράδοση.
Ωστόσο, ακριβώς γιατί δεν επιτύγχαναν την απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις ενός κόσμου σε ταχύτατη μετάλλαξη, κατέστη αδύνατο να απαντήσουν αποτελεσματικά στην παρακμή που πλημμύριζε από όλα τα αζιμούθια τον χώρο, γεωπολιτικό και φαντασιακό, των Ελλήνων. Γι’ αυτό και η αρχαιολατρία, από τον Καστοριάδη, θα καταλήξει εν τέλει στην ουφολογία και το ρατσιστικό αδιέξοδο της Χ.Α. και η ορθοδοξία, παρότι συνεχίζει να αποτελεί ένα βαθύ αντιστασιακό υπόστρωμα του σύγχρονου ελληνισμού, κατακερματίστηκε, με τη συμβολή του Πατριαρχείου, και ενσωματώθηκε εν πολλοίς στο ρεύμα του εκσυγχρονισμού. Η αντίσταση υπήρξε πραγματική –και σε αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να πατήσουμε– αλλά ταυτόχρονα υπονομευμένη και ανεπαρκής.
Έτσι, όταν το 2008-2009 άρχισε η μεγάλη οικονομική και γεωπολιτική κρίση, οι Έλληνες βρέθηκαν εξαιρετικά ασθενείς, αν όχι γυμνοί, για να μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν. Στον βαθμό, μάλιστα, που η κρίση του ελληνικού κόσμου εμφανίστηκε κατ’ εξοχήν ως κρίση οικονομική, οι Έλληνες, έχοντας αλλοτριωθεί βαθύτατα από τη στρατηγική του «άρτος και θεάματα» της όψιμης εκσυγχρονιστικής μεταπολίτευσης, από τη δεκαετία του ’90 και μετά, είδαν με τη σειρά τους ως αποκλειστική θεραπεία της κρίσης μια οικονομική επιστροφή στην προτέρα κατάσταση.
Δεν είχαν συνειδητοποιήσει πως η κρίση ήταν, πριν απ’ όλα, μια συνολική παρακμή του ελληνικού τρόπου και άρα προπαντός μία κρίση πνευματική και πολιτισμική. Τυφλωμένοι –ακόμα και οι λαϊκές τάξεις ή και όσοι αντιστέκονταν στην επιβολή της νέας τάξης πραγμάτων–, έμεναν αιχμάλωτοι αυτής της κυριολεκτικά οικονομίστικης λογικής. Η αντιμετώπιση της κρίσης θα πραγματοποιηθεί στο πεδίο που εκδηλώθηκε! Και επειδή σε αυτό ακριβώς το πεδίο δεν ήταν δυνατή μια άμεση αποτελεσματική αντίσταση, οδηγηθήκαμε από ήττα σε ήττα, από υποχώρηση σε υποχώρηση, στην καταστροφή του κινήματος των αγανακτισμένων και στην αυτοπαγίδευση σε δύο αντίπαλα μπλοκ, ο πυρήνας του προβληματισμού των οποίων παραμένει ταυτόσημος: «ποιός είναι ο καλύτερος οικονομικά τρόπος για να επιστρέψουμε στην προτέρα κατάσταση;» Η πρώτη, η λογική των κυβερνώντων, των μνημονιακών, ήταν να προσαρμοστούμε αγόγγυστα στη λογική των αγορών και των ισχυρών της Ευρώπης, ενώ το δεύτερο στρατόπεδο, των αγανακτισμένων, των αντιμνημονιακών, πρότεινε μια μυθική και μυθολογική έξοδο από την κρίση, είτε με την προσφυγή στο κλέος των προγόνων, δηλαδή …στη δραχμή –με πεντάστερες δραχμές να ίπτανται ως αγγελούδια στο στερέωμα– είτε με μια φαντασιακή ριζική εξαφάνιση του χρέους, είτε –στις ακρότατες και χειρότερες εκδοχές της– με απάτες τύπου Σώρρα.
Τα μόνα ρεύματα αντίστασης, μετά την προδοσία των ελίτ και την ολοκληρωτική εγκατάλειψη των λαϊκών στρωμάτων, υπήρξαν εκείνα που αναζητούσαν ένα κάποιο σημείο στήριξης στο κλέος των προγόνων. Στην αρχαιότητα, στους Λεωνίδες και τους Αλέξανδρους, ή στον ορθοδοξία και τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό». Από τη δεκαετία του ’80 και κυρίως στις αμέσως επόμενες, του 1990 και του 2000, η αρχαιολατρία, και σε πολύ μεγαλύτερη έκταση η ορθοδοξία, με εμβληματικό εκπρόσωπο τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, επιχείρησαν να βάλουν φραγμό σε αυτή την πορεία προς την παρακμή, αντιπαραθέτοντας σε αυτήν μια μεγάλη ιστορική παράδοση.
Ωστόσο, ακριβώς γιατί δεν επιτύγχαναν την απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις ενός κόσμου σε ταχύτατη μετάλλαξη, κατέστη αδύνατο να απαντήσουν αποτελεσματικά στην παρακμή που πλημμύριζε από όλα τα αζιμούθια τον χώρο, γεωπολιτικό και φαντασιακό, των Ελλήνων. Γι’ αυτό και η αρχαιολατρία, από τον Καστοριάδη, θα καταλήξει εν τέλει στην ουφολογία και το ρατσιστικό αδιέξοδο της Χ.Α. και η ορθοδοξία, παρότι συνεχίζει να αποτελεί ένα βαθύ αντιστασιακό υπόστρωμα του σύγχρονου ελληνισμού, κατακερματίστηκε, με τη συμβολή του Πατριαρχείου, και ενσωματώθηκε εν πολλοίς στο ρεύμα του εκσυγχρονισμού. Η αντίσταση υπήρξε πραγματική –και σε αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να πατήσουμε– αλλά ταυτόχρονα υπονομευμένη και ανεπαρκής.
Έτσι, όταν το 2008-2009 άρχισε η μεγάλη οικονομική και γεωπολιτική κρίση, οι Έλληνες βρέθηκαν εξαιρετικά ασθενείς, αν όχι γυμνοί, για να μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν. Στον βαθμό, μάλιστα, που η κρίση του ελληνικού κόσμου εμφανίστηκε κατ’ εξοχήν ως κρίση οικονομική, οι Έλληνες, έχοντας αλλοτριωθεί βαθύτατα από τη στρατηγική του «άρτος και θεάματα» της όψιμης εκσυγχρονιστικής μεταπολίτευσης, από τη δεκαετία του ’90 και μετά, είδαν με τη σειρά τους ως αποκλειστική θεραπεία της κρίσης μια οικονομική επιστροφή στην προτέρα κατάσταση.
Δεν είχαν συνειδητοποιήσει πως η κρίση ήταν, πριν απ’ όλα, μια συνολική παρακμή του ελληνικού τρόπου και άρα προπαντός μία κρίση πνευματική και πολιτισμική. Τυφλωμένοι –ακόμα και οι λαϊκές τάξεις ή και όσοι αντιστέκονταν στην επιβολή της νέας τάξης πραγμάτων–, έμεναν αιχμάλωτοι αυτής της κυριολεκτικά οικονομίστικης λογικής. Η αντιμετώπιση της κρίσης θα πραγματοποιηθεί στο πεδίο που εκδηλώθηκε! Και επειδή σε αυτό ακριβώς το πεδίο δεν ήταν δυνατή μια άμεση αποτελεσματική αντίσταση, οδηγηθήκαμε από ήττα σε ήττα, από υποχώρηση σε υποχώρηση, στην καταστροφή του κινήματος των αγανακτισμένων και στην αυτοπαγίδευση σε δύο αντίπαλα μπλοκ, ο πυρήνας του προβληματισμού των οποίων παραμένει ταυτόσημος: «ποιός είναι ο καλύτερος οικονομικά τρόπος για να επιστρέψουμε στην προτέρα κατάσταση;» Η πρώτη, η λογική των κυβερνώντων, των μνημονιακών, ήταν να προσαρμοστούμε αγόγγυστα στη λογική των αγορών και των ισχυρών της Ευρώπης, ενώ το δεύτερο στρατόπεδο, των αγανακτισμένων, των αντιμνημονιακών, πρότεινε μια μυθική και μυθολογική έξοδο από την κρίση, είτε με την προσφυγή στο κλέος των προγόνων, δηλαδή …στη δραχμή –με πεντάστερες δραχμές να ίπτανται ως αγγελούδια στο στερέωμα– είτε με μια φαντασιακή ριζική εξαφάνιση του χρέους, είτε –στις ακρότατες και χειρότερες εκδοχές της– με απάτες τύπου Σώρρα.
Μια ιδεολογική επανάσταση…
Στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, προσπαθούσαμε διαρκώς να επισημάνουμε πως, δυστυχώς για μας, η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική αλλά αποτελεί έκφραση μιας καθολικής παρακμής του ελληνικού κόσμου και, επομένως, οι απαντήσεις δεν έπρεπε και δεν μπορούσαν να δοθούν αποκλειστικά στο πεδίο των οικονομικών προγραμμάτων, και μάλιστα βραχυπρόθεσμου και δημοσιονομικού χαρακτήρα. Τονίζαμε, και συνεχίζουμε να τονίζουμε, πως αυτή η παρακμή απαιτεί ένα κυριολεκτικό πρόγραμμα εθνικής σωτηρίας, που εμπεριέχει μια μεγάλη ιδεολογική επανάσταση, την οποία αποκαλέσαμε συνοπτικά, και ίσως περιοριστικά, «εκσυγχρονισμό της παράδοσης», δηλαδή, όχι επιστροφή στο κλέος των αρχαίων ή στον ησυχασμό του Παλαμά, αλλά στήριξη σε αυτές τις παραδόσεις για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον σύγχρονο κόσμο και να οικοδομήσουμε, επιτέλους, μια δική μας ελληνική νεωτερικότητα. Παράλληλα, θα έπρεπε να αντισταθούμε με σθένος στα τεκτονικά κύματα που απειλούν, από Ανατολή και Δύση, την ίδια μας την εθνική υπόσταση και, εν τέλει, να αρχίσουμε μια επίπονη πορεία για μια παραγωγική ανασυγκρότηση, στηριγμένη στην ιδιοπροσωπία της χώρας και της οικονομίας μας. Και, προφανώς, να παρέμβουμε αποφασιστικά στο πεδίο της δημογραφικής κατάρρευσης και απίσχνασης του ελληνισμού.
Είναι προφανές πως όλα αυτά απαιτούν και προϋποθέτουν όχι μόνο χρόνο για να εκδηλωθούν αλλά μια συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική την οποία χαρακτηρίσαμε στρατηγική του ανταρτοπολέμου. Τι σημαίνει αυτό πιο συγκεκριμένα; Πως οι Έλληνες και ο ελληνισμός δεν είναι έτοιμοι για μια μετωπική αντιπαράθεση με τους αντιπάλους μας. Δεν μπορούμε, επί παραδείγματι, εδώ και τώρα, να αποχωρήσουμε από την ευρωζώνη ή να ανατρέψουμε σε μια νύχτα τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει ο τουρκικός επεκτατισμός στην Κύπρο και το Αιγαίο, δεν μπορούμε με ένα μαγικό ραβδί να μεταλλάξουμε μια παρασιτική οικονομία σε παραγωγική. Δεν μπορούμε να αντικαταστήσουμε τους ελλείποντες Έλληνες της δημογραφικής μας κατάρρευσης με Αφγανούς μετανάστες ή… μηχανικά ρομπότ. Πρέπει να πραγματοποιήσουμε μια κυριολεκτική επανάσταση, τη μεγαλύτερη ίσως που γνώρισε ο ελληνικός κόσμος, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως αυτόνομο συλλογικό υποκείμενο.
Βέβαια, γνωρίζουμε πως, για τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους του εθνομηδενισμού και του εκσυγχρονισμού, όλα αυτά είναι ζητήματα που τα έχει «λύσει η ιστορία». Γι’ αυτούς, το ελληνικό έθνος έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του και το μόνο που έχει νόημα εν τέλει είναι είτε η ταξική σύγκρουση –για τους ανέξοδα «σκληρούς κομμουνιστές» των βορείων προαστίων– είτε η οικολογική ισορροπία, είτε η ατομική μας μακροημέρευση – για τους νεοφιλελεύθερους συνοδοιπόρους τους. Επομένως, δεν έχει καμία σημασία εάν θα είμαστε κάτω από τη γερμανική ή την οθωμανική κηδεμονία, όπως τόνιζε ήδη ο… Χρυσόγελος(!) στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το μόνο που έχει σημασία, είναι οι καλύτεροι όροι ατομικής ή έστω ταξικής ή περιβαλλοντικής ευημερίας. Αυτό είναι το κυρίαρχο αφήγημα της συντριπτικής πλειοψηφίας και των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, που ενστερνίζονται τον εθνομηδενισμό. Το μεγάλο ερώτημα όμως αφορά εκείνους που δήθεν προτάσσουν την εθνική ευημερία, ή έστω τη διαπλέκουν με την ταξική, την οικολογική ή την ατομική τους ευημερία. Πώς αυτοί δεν βλέπουν αυτές τις πραγματικότητες, που είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού και αυτονόητες; Πώς δεν βλέπουν πως ο αγώνας που έχει να δώσει η Ελλάδα είναι μια «μακρά πορεία δέκα χιλιάδων λι», όπως έλεγε και ο πρόεδρος Μάο, και γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε τη στρατηγική του μακρόχρονου ανταρτοπολέμου;
Ας τα δούμε πιο αναλυτικά. Είναι άραγε δυνατόν, στο σημερινό κόσμο, όπου συγκρούονται μετωπικά, έθνη, ταυτότητες, θρησκείες, να υπάρχει ταξική ευημερία και οικολογική ισορροπία σ’ ένα υποταγμένο και υποδουλωμένο έθνος; Ή, αντίθετα, και οι ίδιες οι κοινωνικές τάξεις αυτού του έθνους θα έχουν ένα ρόλο εξαθλιωμένου παρία, υποτελούς και βαστάζου των κυριάρχων, και το περιβάλλον θα μεταβάλλεται σε κλωτσοσκούφι των ξένων μεγάλων συμφερόντων; Η μόνη «σωτηρία» επομένως, γι’ αυτούς, δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστικά ατομική, η σωτηρία του υποταγμένου ραγιά, συχνά έξω από την ίδια τη χώρα. Εκεί βρίσκεται στο βάθος η κοινότητα της αντίληψης των εθνομηδενιστών, είτε παριστάνουν τους ταξικούς επαναστάτες, είτε αποδέχονται την ατομική και μόνο επιβίωσή τους: γι’ αυτό και μπορούν να συμπλέουν ιδεολογικά, από το «Ποτάμι» και τη «Δράση», τους Λιάκους και τις Αναγνωστοπούλου του ΣΥΡΙΖΑ, τους Τρεμόπουλους των Πράσινων, μέχρι τους εθνομηδενιστές των Εξαρχείων και της «Ανταρσύας» – σε ό,τι αφορά στην αντίληψη του «πολυπολιτισμού» και του θανάτου του έθνους. Ενότητα παρά τις επί μέρους διαφορές τους, πραγματικές ή για το θεαθήναι. Γι’ αυτό, εκ του αντιθέτου –επειδή δεν μπορεί να υπάρξει ατομική ή «ταξική» σωτηρία και μόνο–, ακόμα και εθνομηδενιστικά κόμματα, ακόμα και ο ΓΑΠ, είναι υποχρεωμένοι να μιλάνε για την «πατρίδα» και την τύχη της!
Είναι προφανές πως όλα αυτά απαιτούν και προϋποθέτουν όχι μόνο χρόνο για να εκδηλωθούν αλλά μια συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική την οποία χαρακτηρίσαμε στρατηγική του ανταρτοπολέμου. Τι σημαίνει αυτό πιο συγκεκριμένα; Πως οι Έλληνες και ο ελληνισμός δεν είναι έτοιμοι για μια μετωπική αντιπαράθεση με τους αντιπάλους μας. Δεν μπορούμε, επί παραδείγματι, εδώ και τώρα, να αποχωρήσουμε από την ευρωζώνη ή να ανατρέψουμε σε μια νύχτα τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει ο τουρκικός επεκτατισμός στην Κύπρο και το Αιγαίο, δεν μπορούμε με ένα μαγικό ραβδί να μεταλλάξουμε μια παρασιτική οικονομία σε παραγωγική. Δεν μπορούμε να αντικαταστήσουμε τους ελλείποντες Έλληνες της δημογραφικής μας κατάρρευσης με Αφγανούς μετανάστες ή… μηχανικά ρομπότ. Πρέπει να πραγματοποιήσουμε μια κυριολεκτική επανάσταση, τη μεγαλύτερη ίσως που γνώρισε ο ελληνικός κόσμος, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως αυτόνομο συλλογικό υποκείμενο.
Βέβαια, γνωρίζουμε πως, για τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους του εθνομηδενισμού και του εκσυγχρονισμού, όλα αυτά είναι ζητήματα που τα έχει «λύσει η ιστορία». Γι’ αυτούς, το ελληνικό έθνος έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του και το μόνο που έχει νόημα εν τέλει είναι είτε η ταξική σύγκρουση –για τους ανέξοδα «σκληρούς κομμουνιστές» των βορείων προαστίων– είτε η οικολογική ισορροπία, είτε η ατομική μας μακροημέρευση – για τους νεοφιλελεύθερους συνοδοιπόρους τους. Επομένως, δεν έχει καμία σημασία εάν θα είμαστε κάτω από τη γερμανική ή την οθωμανική κηδεμονία, όπως τόνιζε ήδη ο… Χρυσόγελος(!) στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το μόνο που έχει σημασία, είναι οι καλύτεροι όροι ατομικής ή έστω ταξικής ή περιβαλλοντικής ευημερίας. Αυτό είναι το κυρίαρχο αφήγημα της συντριπτικής πλειοψηφίας και των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, που ενστερνίζονται τον εθνομηδενισμό. Το μεγάλο ερώτημα όμως αφορά εκείνους που δήθεν προτάσσουν την εθνική ευημερία, ή έστω τη διαπλέκουν με την ταξική, την οικολογική ή την ατομική τους ευημερία. Πώς αυτοί δεν βλέπουν αυτές τις πραγματικότητες, που είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού και αυτονόητες; Πώς δεν βλέπουν πως ο αγώνας που έχει να δώσει η Ελλάδα είναι μια «μακρά πορεία δέκα χιλιάδων λι», όπως έλεγε και ο πρόεδρος Μάο, και γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε τη στρατηγική του μακρόχρονου ανταρτοπολέμου;
Ας τα δούμε πιο αναλυτικά. Είναι άραγε δυνατόν, στο σημερινό κόσμο, όπου συγκρούονται μετωπικά, έθνη, ταυτότητες, θρησκείες, να υπάρχει ταξική ευημερία και οικολογική ισορροπία σ’ ένα υποταγμένο και υποδουλωμένο έθνος; Ή, αντίθετα, και οι ίδιες οι κοινωνικές τάξεις αυτού του έθνους θα έχουν ένα ρόλο εξαθλιωμένου παρία, υποτελούς και βαστάζου των κυριάρχων, και το περιβάλλον θα μεταβάλλεται σε κλωτσοσκούφι των ξένων μεγάλων συμφερόντων; Η μόνη «σωτηρία» επομένως, γι’ αυτούς, δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστικά ατομική, η σωτηρία του υποταγμένου ραγιά, συχνά έξω από την ίδια τη χώρα. Εκεί βρίσκεται στο βάθος η κοινότητα της αντίληψης των εθνομηδενιστών, είτε παριστάνουν τους ταξικούς επαναστάτες, είτε αποδέχονται την ατομική και μόνο επιβίωσή τους: γι’ αυτό και μπορούν να συμπλέουν ιδεολογικά, από το «Ποτάμι» και τη «Δράση», τους Λιάκους και τις Αναγνωστοπούλου του ΣΥΡΙΖΑ, τους Τρεμόπουλους των Πράσινων, μέχρι τους εθνομηδενιστές των Εξαρχείων και της «Ανταρσύας» – σε ό,τι αφορά στην αντίληψη του «πολυπολιτισμού» και του θανάτου του έθνους. Ενότητα παρά τις επί μέρους διαφορές τους, πραγματικές ή για το θεαθήναι. Γι’ αυτό, εκ του αντιθέτου –επειδή δεν μπορεί να υπάρξει ατομική ή «ταξική» σωτηρία και μόνο–, ακόμα και εθνομηδενιστικά κόμματα, ακόμα και ο ΓΑΠ, είναι υποχρεωμένοι να μιλάνε για την «πατρίδα» και την τύχη της!
… και η στρατηγική του ανταρτοπολέμου
Όσο για εκείνους που δήθεν υπερθεματίζουν σε μια λογική εθνικής απελευθέρωσης, «εδώ και τώρα», μοιάζουν, ηθελημένα ή αθέλητα, ως οι απόγονοι του γενάρχη του «εδώ και τώρα», του Ανδρέα Παπανδρέου, που οδήγησε εν τέλει τους Έλληνες όχι σ’ έναν αγώνα για απελευθέρωση αλλά σ’ έναν «αγώνα» για λοβιτούρα και ηθική εξαχρείωση. Εδώ και τώρα, λοιπόν, ο παράδεισος της δραχμής, εδώ και τώρα η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, εδώ και τώρα η προλεταριακή επανάσταση του Χριστόδουλου Ξηρού, εδώ και τώρα η… ανάσταση της ομάδας Έψιλον που θα σώσει την Ελλάδα από τα δεινά της. Εδώ και τώρα, «η ανατροπή».
Γι’ αυτό, με την ευκαιρία αυτών των εκλογών, ως κορύφωση μιας διαδικασίας που κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, ερχόμαστε σε οριστική και τελεσίδικη ρήξη και με τα δύο στρατόπεδα. Από τη μία πλευρά με εκείνους που μας οδήγησαν χειροπόδαρα δεμένους στις αγορές και τα αφεντικά τους, τους Τσοχατζόπουλους, τους Παπανδρέου, και τους Σαμαροβενιζέλους, και από την άλλη με όλους αυτούς που θέλουν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη, δηλαδή βεζίρηδες των ίδιων αφεντικών, κερνώντας βαριά ναρκωτικά σε έναν παραζαλισμένο λαό – που δεν έχει δυστυχώς ακόμα τις εσωτερικές δυνάμεις για να αντιτάξει μια άλλη ολοκληρωμένη στρατηγική. Ερχόμαστε σε ρήξη με όλους εκείνους που προτάσσουν το ψευδοταξικό, οικολογικό, ή ατομικό τους συμφέρον, ή ακόμα χειρότερα τις ονειρώξεις τους, απέναντι στα αυτονόητα ενός αγώνα με διάρκεια και επιμονή.
Γι’ αυτό, με την ευκαιρία αυτών των εκλογών, ως κορύφωση μιας διαδικασίας που κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, ερχόμαστε σε οριστική και τελεσίδικη ρήξη και με τα δύο στρατόπεδα. Από τη μία πλευρά με εκείνους που μας οδήγησαν χειροπόδαρα δεμένους στις αγορές και τα αφεντικά τους, τους Τσοχατζόπουλους, τους Παπανδρέου, και τους Σαμαροβενιζέλους, και από την άλλη με όλους αυτούς που θέλουν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη, δηλαδή βεζίρηδες των ίδιων αφεντικών, κερνώντας βαριά ναρκωτικά σε έναν παραζαλισμένο λαό – που δεν έχει δυστυχώς ακόμα τις εσωτερικές δυνάμεις για να αντιτάξει μια άλλη ολοκληρωμένη στρατηγική. Ερχόμαστε σε ρήξη με όλους εκείνους που προτάσσουν το ψευδοταξικό, οικολογικό, ή ατομικό τους συμφέρον, ή ακόμα χειρότερα τις ονειρώξεις τους, απέναντι στα αυτονόητα ενός αγώνα με διάρκεια και επιμονή.
Ας δούμε παραδειγματικά τι σημαίνει για μας ανταρτοπόλεμος και μακρά διάρκεια στην παρούσα συγκυρία.
Σημαίνει μια μεγάλη και γενικευμένη προσπάθεια για δημογραφική αναστύλωση της χώρας, όχι μόνο με ενισχύσεις και επιδοτήσεις κάθε είδους για τα νεαρά ζευγάρια, αλλά και για συνολική αλλαγή του κοινωνικού προτύπου που οδηγεί στη δημογραφική παρακμή, γνωρίζοντας ότι τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας θα εμφανιστούν μετά από πολλά χρόνια.
Σημαίνει αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος, όχι προς την κατεύθυνση βεβαίως και μόνο και της υλικοτεχνικής υποδομής, με την οποία μας αποχαυνώνουν εδώ και δεκαετίες τα κόμματα και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των εκπαιδευτικών, αλλά του ίδιου του περιεχομένου της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης» – και ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο απαιτεί χρόνο και μια ολόκληρη ιδεολογική επανάσταση που θα πρέπει να πραγματοποιηθεί.
Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σημαίνει τη δημιουργία ενός μοντέλου παραγωγής που στηρίζεται στην αποκεντρωμένη, σύγχρονη και μικρή επιχείρηση, διασυνδεδεμένη συνεταιριστικά ή εμπορικά με πολλές άλλες, και αυτό μπορεί να γίνει αρχίζοντας από σήμερα, μέσα από την επιβολή κανόνων οικολογικού χαρακτήρα, περιβαλλοντικής επάρκειας κ.λπ., έτσι ώστε να υπερκεράσουμε το βέτο των ευρωκρατών. Δεν μπορούμε να περιμένουμε την ανατροπή ολόκληρου του ευρωπαϊκού μοντέλου για να κάνουμε μια αλλαγή εκ βάθρων της παραγωγής, αλλά πρέπει να αρχίσουμε από σήμερα. Διότι, διαφορετικά, μένουμε στη λογική και την ανέξοδη φρασεολογία της «μεγάλης νύχτας». Πρέπει, εδώ και τώρα, πατώντας στο στρεβλό μοντέλο της τουριστικής ή της ναυτιλιακής υπερανάπτυξης, που μας προσδένει άρρηκτα στις ξένες αγορές, καθώς και των αμυντικών δαπανών, να επιβάλουμε κανόνες εσωτερικοποίησης των προϊόντων που χρησιμοποιεί ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι ένοπλες δυνάμεις, έτσι ώστε να ενισχύσουμε την εγχώρια παραγωγή για να μπορούμε να μεταβάλουμε σταδιακά και το συνολικό μοντέλο.
Και αυτή η τακτική του ανταρτοπολέμου ισχύει σε όλα τα μέτωπα και σε εκείνα της διαπραγμάτευσης/σύγκρουσης με τους «εταίρους». Για παράδειγμα, απέναντι στους γερμανικούς εκβιασμούς, να αντιτάξουμε με θάρρος και επιμονή τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου, διεκδικήσεις που μπορούν να κάμψουν και να πλήξουν τους Γερμανούς σε ένα άλλο πεδίο από εκείνο που αυτοί θα ήθελαν να δώσουμε την κύρια μάχη.
Αυτά, και χιλιάδες άλλα, είναι εκείνα που συνθέτουν τη λογική και την αντίληψη μιας μακρόχρονης επαναστατικής πάλης, «αντάρτικου» και εθνοαπελευθερωτικού χαρακτήρα, για την ανατροπή του καθεστώτος της παρακμής.
Αλλά πριν και πάνω απ’ όλα υπάρχει μια προϋπόθεση. Ότι έχουμε αναγνωρίσει κατάματα αυτή την παρακμή και έχουμε θέσει ως πρωταρχικό μας στόχο την αναίρεσή της. Διαφορετικά, θα μένουμε εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδες και σπασμωδικές κινήσεις και διχαστικά δίπολα.
Σημαίνει αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος, όχι προς την κατεύθυνση βεβαίως και μόνο και της υλικοτεχνικής υποδομής, με την οποία μας αποχαυνώνουν εδώ και δεκαετίες τα κόμματα και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των εκπαιδευτικών, αλλά του ίδιου του περιεχομένου της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης» – και ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο απαιτεί χρόνο και μια ολόκληρη ιδεολογική επανάσταση που θα πρέπει να πραγματοποιηθεί.
Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σημαίνει τη δημιουργία ενός μοντέλου παραγωγής που στηρίζεται στην αποκεντρωμένη, σύγχρονη και μικρή επιχείρηση, διασυνδεδεμένη συνεταιριστικά ή εμπορικά με πολλές άλλες, και αυτό μπορεί να γίνει αρχίζοντας από σήμερα, μέσα από την επιβολή κανόνων οικολογικού χαρακτήρα, περιβαλλοντικής επάρκειας κ.λπ., έτσι ώστε να υπερκεράσουμε το βέτο των ευρωκρατών. Δεν μπορούμε να περιμένουμε την ανατροπή ολόκληρου του ευρωπαϊκού μοντέλου για να κάνουμε μια αλλαγή εκ βάθρων της παραγωγής, αλλά πρέπει να αρχίσουμε από σήμερα. Διότι, διαφορετικά, μένουμε στη λογική και την ανέξοδη φρασεολογία της «μεγάλης νύχτας». Πρέπει, εδώ και τώρα, πατώντας στο στρεβλό μοντέλο της τουριστικής ή της ναυτιλιακής υπερανάπτυξης, που μας προσδένει άρρηκτα στις ξένες αγορές, καθώς και των αμυντικών δαπανών, να επιβάλουμε κανόνες εσωτερικοποίησης των προϊόντων που χρησιμοποιεί ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι ένοπλες δυνάμεις, έτσι ώστε να ενισχύσουμε την εγχώρια παραγωγή για να μπορούμε να μεταβάλουμε σταδιακά και το συνολικό μοντέλο.
Και αυτή η τακτική του ανταρτοπολέμου ισχύει σε όλα τα μέτωπα και σε εκείνα της διαπραγμάτευσης/σύγκρουσης με τους «εταίρους». Για παράδειγμα, απέναντι στους γερμανικούς εκβιασμούς, να αντιτάξουμε με θάρρος και επιμονή τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου, διεκδικήσεις που μπορούν να κάμψουν και να πλήξουν τους Γερμανούς σε ένα άλλο πεδίο από εκείνο που αυτοί θα ήθελαν να δώσουμε την κύρια μάχη.
Αυτά, και χιλιάδες άλλα, είναι εκείνα που συνθέτουν τη λογική και την αντίληψη μιας μακρόχρονης επαναστατικής πάλης, «αντάρτικου» και εθνοαπελευθερωτικού χαρακτήρα, για την ανατροπή του καθεστώτος της παρακμής.
Αλλά πριν και πάνω απ’ όλα υπάρχει μια προϋπόθεση. Ότι έχουμε αναγνωρίσει κατάματα αυτή την παρακμή και έχουμε θέσει ως πρωταρχικό μας στόχο την αναίρεσή της. Διαφορετικά, θα μένουμε εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδες και σπασμωδικές κινήσεις και διχαστικά δίπολα.
Έξοδος
Για όλα αυτά, λοιπόν, δεν μπορούμε σήμερα να ταυτιστούμε με εκείνους που θέλουν, εδώ και τώρα, να μας οδηγήσουν σε μια καταστροφή ανάλογη, ή και χειρότερη από αυτή που έχουμε ήδη βιώσει. Εμείς, τουλάχιστον, μέσα από μια μακρά πορεία που κράτησε δεκαετίες ολόκληρες, έχουμε επιτέλους απελευθερωθεί από τα εμφυλιακά σύνδρομα που κατέστρεψαν αυτή τη χώρα.
Γι’ αυτό και κεντρική πολιτική επιλογή μας, σε αυτές τις συνθήκες, είναι η ριζική και τελεσίδικη απόρριψη των διχαστικών και αδιέξοδων δίπολων, διότι «βλάπτουν και οι δύο τη Συρία το ίδιο». Επιλέγουμε, αντίθετα, μια στρατηγική «εθνικοαπελευθερωτικής ενότητας» και κοινού μετώπου του ελληνικού λαού απέναντι στους αντιπάλους μας. Και αποστάτες ή υπονομευτές της θα είναι τελικά όλοι εκείνοι που, με βάση το μικροσυμφέρον τους, ατομικό ή κομματικό, θα εγκαταλείψουν αυτό το μέτωπο.
Εμείς, ξεκινώντας από τις απελευθερωτικές αξίες της ελληνικής επανάστασης του 1821 και της αντίστασης του 1940-44, πιστεύουμε πως έχουμε κατανοήσει σε βάθος την καρδιά των προβλημάτων, έχουμε κατανοήσει τον καημό της ρωμιοσύνης: την ξένη επιβολή και την εμφύλια διαμάχη. Γι’ αυτό και, σε μια στιγμή κομβική για την ιστορία μας, επιλέγουμε την πορεία μιας κυριολεκτικής επανάστασης απέναντι στην παρακμή, την υποταγή αλλά και την απάτη που γίνεται αυταπάτη για τους περισσοτέρους.
Έχουμε θέσει ήδη τον ορίζοντα, τόσο για την παρούσα άμεση συγκυρία όσο και για τα χρόνια που έρχονται: Ανελέητη κριτική του αδιέξοδου και άθλιου παρόντος και οικοδόμηση ενός μετώπου αντίστασης ενάντια στην παρακμή, για την αναγέννηση και την προκοπή του ελληνισμού, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Γι’ αυτό και κεντρική πολιτική επιλογή μας, σε αυτές τις συνθήκες, είναι η ριζική και τελεσίδικη απόρριψη των διχαστικών και αδιέξοδων δίπολων, διότι «βλάπτουν και οι δύο τη Συρία το ίδιο». Επιλέγουμε, αντίθετα, μια στρατηγική «εθνικοαπελευθερωτικής ενότητας» και κοινού μετώπου του ελληνικού λαού απέναντι στους αντιπάλους μας. Και αποστάτες ή υπονομευτές της θα είναι τελικά όλοι εκείνοι που, με βάση το μικροσυμφέρον τους, ατομικό ή κομματικό, θα εγκαταλείψουν αυτό το μέτωπο.
Εμείς, ξεκινώντας από τις απελευθερωτικές αξίες της ελληνικής επανάστασης του 1821 και της αντίστασης του 1940-44, πιστεύουμε πως έχουμε κατανοήσει σε βάθος την καρδιά των προβλημάτων, έχουμε κατανοήσει τον καημό της ρωμιοσύνης: την ξένη επιβολή και την εμφύλια διαμάχη. Γι’ αυτό και, σε μια στιγμή κομβική για την ιστορία μας, επιλέγουμε την πορεία μιας κυριολεκτικής επανάστασης απέναντι στην παρακμή, την υποταγή αλλά και την απάτη που γίνεται αυταπάτη για τους περισσοτέρους.
Έχουμε θέσει ήδη τον ορίζοντα, τόσο για την παρούσα άμεση συγκυρία όσο και για τα χρόνια που έρχονται: Ανελέητη κριτική του αδιέξοδου και άθλιου παρόντος και οικοδόμηση ενός μετώπου αντίστασης ενάντια στην παρακμή, για την αναγέννηση και την προκοπή του ελληνισμού, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου