Το συνεχιζόμενο έπος του Ελληνικού χρέους είναι τραγικόγια πολλούς λόγους, ένας εκ των σημαντικότερων και το γεγονός ότι η σχέση της χώρας με τους πιστωτές της θυμίζει εκείνη μεταξύ του αναπτυσσόμενου κόσμου και της βιομηχανίας παροχής βοήθειας.
Άρθρο της Dambisa Moyo
Πράγματι, η αλληλουχία των διασώσεων της Ελλάδας ενσωματώνει πολλές από τις ίδιες παθολογίες που διαποτίζουν εδώ και δεκαετίες την αναπτυξιακή ατζέντα – συμπεριλαμβανομένων των μακροπρόθεσμων πολιτικών συνεπειών που και οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι Έλληνες μέχρι στιγμής έχουν αποτύχει να εμπεδώσουν.
Όπως και στην περίπτωση των άλλων προγραμμάτων βοηθείας, το αντίστοιχο ποσό εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων έχει μεταφερθεί από τις πλουσιότερες οικονομίες στις φτωχότερες, με αρνητικές, αν όχι και σκόπιμες, συνέπειες. Το πρόγραμμα διάσωσης, σχεδιασμένο για να φυλάξει την Ελλάδα από τη συντριβή λόγω εξόδου από την Ευρωζώνη, έχει αυξήσει την αναλογία χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας από το 130% κατά την έναρξη της κρίσης το 2009, σε πάνω από 170% που είναι σήμερα, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να προβλέπει ότι το βάρος του χρέους θα μπορούσε να φθάσει το 200% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.
Αυτή η ανεξέλεγκτη σπείρα του χρέους απειλεί να ισοπεδώσει την πορεία ανάπτυξης της χώρας και να επιδεινώσει τις προοπτικές απασχόλησης.
Όπως και άλλοι αποδέκτες βοήθειας, η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί σε μια σχέση εξάρτησης με τους πιστωτές της, οι οποίοι παρέχουν βοήθεια υπό τη μορφή της de facto ελάφρυνσης του χρέους μέσω επιδοτούμενων δανείων και αναβολή της πληρωμής των τόκων.Κανένας λογικός άνθρωπος δεν αναμένει πως θα είναι ποτέ η Ελλάδα σε θέση να εξοφλήσει τα χρέη της, αλλά η χώρα έχει παγιδευτεί σε έναν φαινομενικά ατελείωτο κύκλο πληρωμών και διασώσεων – καθιστώντας την εξαρτημένη από τους χορηγούς της για την ίδια την επιβίωση της.
Οι πιστωτές της χώρας, από την πλευρά τους, έχουν ένα κίνητρο για να προστατεύσουν το Ευρώ και να περιορίσουν τον γεωπολιτικό κίνδυνο μιας Ελληνικής εξόδου από την Ευρωζώνη. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των πιστωτών της – για παράδειγμα, με αυξήσεις φόρων ή με συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις – συνεχίζει να λαμβάνει βοήθεια με ελάχιστες ποινές. Παραδόξως, όσο χειρότερες είναι οι επιδόσεις της χώρας στα οικονομικά, τόσο μεγαλύτερη ενίσχυση λαμβάνει.
Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτού του κύκλου εξάρτησης μπορεί να είναι σοβαρές. Εφόσον τα οικονομικά της Ελλάδας στηρίζονται από τους διεθνείς πιστωτές, οι πολιτικοί της χώρας θα είναι σε θέση να αποποιηθούν τις ευθύνες τους για τη διαχείριση της παροχής δημόσιων αγαθών, όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη,η εθνική ασφάλεια, και οι υποδομές. Θα έχουν επίσης λίγα κίνητρα για να θέσουν σε εφαρμογή ένα σύστημα που θα λειτουργεί σωστά για να συλλέξει τους φόρους.
Η εξάρτηση από βοήθεια υπονομεύει την σύμβαση, που εννοείται πως υπάρχει, μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησής, σύμφωνα με την οποία οι πολιτικοί θα πρέπει να κρατήσουν τους φορολογούμενους ικανοποιημένους για να μπορέσουν να παραμείνουν στην εξουσία. Με εισροή ξένων μετρητών για να διευκολυνθεί η είσπραξη φορολογικών εσόδων, οι πολιτικοί είναι πιθανόν να περνούν περισσότερο χρόνο «φλερτάροντας» με δωρεές από το να φροντίζουν για τους ψηφοφόρους τους.
Η αποδυναμωμένη σχέση μεταξύ των δημόσιων υπηρεσιών και των φόρων όχι μόνο καθιστά ευκολότερη για τους κυβερνητικούς την παραμονή στην εξουσία, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει τα περιθώρια για διαφθορά και αναποτελεσματικότητα.
Πράγματι, με βάση την εμπειρία των οικονομιών «που δέχονται βοήθεια» στον αναδυόμενο κόσμο, οι Έλληνες θα ανακαλύψουν πως γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να καταστήσουν την κυβέρνησή τους υπόλογη ή να επιβάλλουν ποινές στα κυβερνητικά στελέχη για ανάρμοστη συμπεριφορά ή διαφθορά.
Μέχρι στιγμής, η ελληνική κρίση έχει θεωρηθεί περισσότερο ως επαναλαμβανόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, παρά ως διαρθρωτικό πρόβλημα που πραγματικά είναι. Και όμως, όσο η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα κύκλο εξάρτησης από τους πιστωτές της, η κατάσταση της αέναης κρίσης είναι πιθανό να συνεχιστεί.
Τα αποτελεσματικά προγράμματα βοήθειας έχουν σχεδόν πάντα προσωρινό χαρακτήρα, και περιλαμβάνουν – όπως συνέβη με το Σχέδιο Μάρσαλ – σύντομες, οξείες, συγκεκριμένες παρεμβάσεις. Οι ανοικτού τύπου δεσμεύσεις, όπως παροχές βοήθειας προς τις φτωχές, αναπτυσσόμενες χώρες, είχαν περιορισμένη μόνο επιτυχία στην καλύτερη περίπτωση.Εφόσον οι Έλληνες δέχονται βοήθεια θεωρώντας την δεδομένη, θα έχουν ελάχιστα κίνητρα για να βάλουν τη χώρα τους σε μια πορεία προς την αυτάρκεια. Όποιος κι αν είναι ο δρόμος προς τα εμπρός για την Ελλάδα, εάν πρόκειται να υπάρξει οποιαδήποτε ελπίδα για πρόοδο, η βοήθεια που παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ πρέπει κάποια στιγμή να θεωρηθεί προσωρινή.
Κόβοντας τον ομφάλιο λώρο σε μια σχέση εξάρτησης από τις ενισχύσεις δεν είναι ποτέ κάτι εύκολο και δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένουμε ότι θα είναι διαφορετικό για την Ελλάδα. Η σταδιακή κατάργηση της μεταφοράς χρημάτων, ακόμη και σε με διεξοδικό και συστηματικό τρόπο, λειτουργεί μόνο όταν ο παραλήπτης είναι αποφασισμένος να θέσει σε εφαρμογή τα απαραίτητα μέτρα για να επιβιώνει χωρίς τη βοήθεια. Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να προχωρήσει μόνη της, και εφόσον η βοήθεια συνεχίζει να ρέει άφθονη, τότε αυτό είναι απίθανο να αλλάξει. Υπό την έννοια αυτή, οι αγορές θα πρέπει να δουν την Ελληνική κατάσταση ως μία ισορροπία, όχι ως ένα μεταβατικό στάδιο.
Φωτογραφία του Richard Avedon, για το περιοδικό New Yorker, 1995
Μετάφραση: Νόστιμον Ήμαρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου