Η μελαγχολική σκέψη ως τόπος επώασης μιας έκρηξης της βούλησης για ισχύ
Κώστας Σπηλιώτης
Η βίωση της οικονομικής κρίσης των τελευταίων χρόνων δεν είναι μόνο οικονομική· ο αντίκτυπός της στα άτομα και στις κοινωνικές ομάδες δεν έχει μόνο οικονομικά χαρακτηριστικά. Αναφύονται και ανθρωπολογικές πτυχές, που συνδέονται άμεσα με την αντίληψη την οποία διαμορφώνουμε για την κρίση – αντίληψη που αποτυπώνεται στη συμπεριφορά και στη σκέψη μας. Ο λόγος περί της συνάφειας κρίσης και μελαγχολίας που γίνεται εδώ δεν θα καταδείξει το πώς η παρούσα κρίση μας προξενεί μελαγχολία, πράγμα που δεν θα είχε νόημα αφού, ούτως ή άλλως, η οικονομική δυσχέρεια, που βαρύνει την καθημερινότητά μας, έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική μας διάθεση.1 Το βίωμα της μελαγχολίας σ' ένα περιβάλλον γενικής απαισιοδοξίας, όπως είναι αυτό της οικονομικής κρίσης, υπερβαίνει την υποκειμενικότητα και αποκτά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Κάνοντας, λοιπόν, λόγο για μελαγχολία δεν γίνεται αναφορά στο μελαγχολικό υποκείμενο. Κοιτάζοντας τη μελαγχολία όχι απλώς ως νευρωτική διαταραχή, αλλά ως ένα μόρφωμα που συνδυάζει ψυχικές προδιαθέσεις, στάσεις ζωής, κοινωνικές αντιλήψεις, τρόπους σκέψης, παρατηρούμε ότι οι όψεις της δεν περιορίζονται στον ορίζοντα του ατόμου, αλλά δύνανται να αγκαλιάσουν οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής και πολιτισμικής συλλογικότητας, από την οικογένεια, το σχολείο, τον επαγγελματικό χώρο, μέχρι το σύνολο της κοινωνίας. Για τον λόγο αυτό, ο όρος μελαγχολική σκέψη αναφέρεται με μεγαλύτερη ενάργεια, απ' ό,τι ο όρος μελαγχολία, στο βίωμα που μετουσιώνεται σε τρόπους σκέψης αντίστοιχους προς ορισμένες μορφές συλλογικής αδράνειας ή δράσης. Στο κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, προεξάρχουσα σημασία έχουν ανθρωπολογικές κατηγορίες που υπερβαίνουν το υποκείμενο και αγκαλιάζουν ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας: η μελαγχολική σκέψη, η μελαγχολική στάση ζωής, το μελαγχολικό βίωμα. Υπό αυτή την έννοια, η μελαγχολική αντιμετώπιση των πραγμάτων διαμορφώνει έναν λόγο περί κρίσεως.
Μελαγχολική σκέψη
H μελαγχολική σκέψη επενδύει το παρόν τής οικονομικής κρίσης με απαισιοδοξία και απογοήτευση, ενώ αντικρίζει την πραγματικότητα σαν μία κατάσταση που θα παραμείνει ίδια: το μέλλον είναι χωρίς ελπίδα για κάτι καλύτερο. Παρόν και μέλλον ταυτίζονται. Παρά ταύτα, θα υπέπιπτε κανείς σ' ένα είδος αυταρχισμού αφαιρώντας από τα άτομα την αισιοδοξία ότι το μέλλον τους ενδέχεται να είναι διαφορετικό από το παρόν τους, και επειδή η ίδια η φύση εμφυσά στον άνθρωπο την επιθυμία να επιβιώσει υπό δύσκολες συνθήκες, η μελαγχολική σκέψη –αν και κατά βάση απαισιόδοξη– αντιδρά σε αυτή την εικόνα της ρευστότητας του παρόντος, προσδίδοντας στο μέλλον ψήγματα μιας αδιόρατης ελπίδας για βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης, όμως μιας ελπίδας ανάμεικτης με αβεβαιότητα και φόβο. Έτσι, η μελαγχολική σκέψη αφενός είναι απαισιόδοξη για το μέλλον, αφετέρου αρνείται την ίδια την απαισιοδοξία της.
Στον Σκεπτόμενο του Ροντέν έχει αφαιρεθεί από το υποκείμενο κάθε ενέργεια· το γειρτό του σώμα εξεικονίζει τη μελαγχολικότητα του ανθρώπου που έχει το βλέμμα στραμμένο στον εαυτό του· από τη μελαγχολική στάση του γυμνού άνδρα, ωστόσο, δεν εκπηγάζει κανένα αίσθημα απαισιοδοξίας, αλλά απλώς αναδύεται η φυσική τάση τού σκεπτόμενου ανθρώπου να αναζητά την αλήθεια, του εαυτού του και των άλλων. Όμως, το υποκείμενο που βιώνει την κρίση βρίσκεται στον αντίποδα του Σκεπτόμενου· είναι το υποκείμενο που διακατέχεται από απαισιόδοξες σκέψεις, για το παρόν και το μέλλον, είναι αυτό που, όπως θα έλεγε ο Jean-Pierre Dupuy,2 πενθεί για το μέλλον του, κι αυτό επειδή η μελαγχολική σκέψη είναι υπομνηστική: υπενθυμίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το υποκείμενο, καθώς και την κατάσταση του κόσμου που το περιβάλλει. Το περιβάλλον της κρίσης φαντάζει εν γένει απειλητικό στο άτομο, που αφενός αδυνατεί να προβλέψει τον τρόπο εξέλιξης του φαινομένου, αφετέρου νιώθει αδύναμο απέναντι στα οικονομικά μέτρα που του επιβάλλει το κράτος στο πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης. Η κρίση εισχωρεί στη ζωή των ατόμων και εγκαθίσταται στην καθημερινότητά τους, σαν τους δαίμονες του Μεσαίωνα που εισέρχονταν στο σώμα των Χριστιανών και απειλούσαν την πίστη τους, σαν τους σύγχρονους ιούς που εισέρχονται στο ανθρώπινο σώμα από την τροφή ή τον αέρα και απειλούν την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Η υποχθόνια όψη τής κρίσης βιώνεται σαν απειλή, όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για την ακεραιότητα ολόκληρης της κοινωνίας.
Στην περίοδο της κρίσης, η μελαγχολική σκέψη, αγκαλιάζοντας πλατιά στρώματα της κοινωνίας, υπερβαίνει την ατομικότητα και αποκτά χαρακτήρα συλλογικό: απαισιόδοξες σκέψεις επενδύουν το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, ενισχύοντας το αίσθημα της αδυναμίας και της ανημποριάς του ατόμου. Η μελαγχολική σκέψη αποτυπώνει τη ματαίωση που βιώνουν τα υποκείμενα της κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, η κρίση δεν είναι αυτή καθαυτή η αιτία της δεσπόζουσας μελαγχολικής σκέψης στην κοινωνία. Απαισιόδοξα συναισθήματα και μελαγχολικές σκέψεις είναι ίδιον των υποκειμένων, και προϋπάρχουν οποιασδήποτε κρίσης. Κατά τον Φρόυντ, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου (λόγω θανάτου, λόγω του τέλους μιας ερωτικής ή φιλικής σχέσης, λόγω μετανάστευσης κτλ.), ή μιας ιδέας, ενός ιδανικού –ως υποκατάστατα του χαμένου προσώπου–, βρίσκεται στη ρίζα της μελαγχολίας του υποκειμένου που βιώνει την απώλεια.3 Ο Φρόυντ θα έλεγε πως και στο κοινωνικό επίπεδο, η βίωση μιας απώλειας δεν απεκδύεται τις ψυχικές της ρίζες. Στην περίοδο της κρίσης, η αίσθηση της απώλειας αγγίζει σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας: η πλειονότητα των ατόμων αισθάνεται ότι έχει χάσει «κάτι» (το σύνολο αυτών των «κάτι» είναι ίσως μεγαλύτερο από το άθροισμα των υποκειμένων της κρίσης)· ένα «κάτι» που το υποκείμενο νιώθει σαν εσωτερικό κομμάτι του εαυτού του και η απώλεια του οποίου το ωθεί να αντικρίσει υπό συγκεκριμένη ματιά την εξωτερική του κατάσταση. Όμως, επειδή το αντικείμενο της απώλειας δεν είναι κοινό σε όλους –αφού άλλοι νιώθουν περισσότερο έντονα την απώλεια της εργασίας τους, άλλοι την απώλεια μέρους του μισθού ή της σύνταξης, του βιοτικού επιπέδου, άλλοι την απώλεια της αξιοπρέπειας, της αυτάρκειας, της εθνικής κυριαρχίας, άλλοι έναν συνδυασμό εξ αυτών κ.ο.κ.–, η βίωση της απώλειας ενός «κάτι» δημιουργεί διαφορετικές (ορισμένες φορές διφορούμενες ή αντικρουόμενες) αντιλήψεις περί οικονομικής κρίσης.
Το θυμωμένο και ατομικιστικό υποκείμενο της κρίσης
Η οικονομική δυσχέρεια –καθώς και τα οικονομικά μέτρα που επιβάλλει η πολιτική εξουσία στο πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης– βιώνεται από τα άτομα ως επιθετικότητα, απέναντι στην οποία η κοινωνία αναζητά τρόπους άμυνας. Καθώς η κρίση υπερβαίνει το άτομο και καθηλώνει τις κοινωνικές ομάδες σε μια νέα, ανεπιθύμητη κατάσταση, ένα αίσθημα ηττοπάθειας καλύπτει σαν πέπλο την κοινωνία. Παρά ταύτα, αυτό το αίσθημα αναπτύσσει εσωτερικούς μηχανισμούς αντίδρασης, όπου ο θυμός είναι το κυρίαρχο συναίσθημα – θυμός για τους υπαίτιους της κρίσης, θυμός για τους κυβερνώντες, θυμός για τις ακολουθούμενες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, θυμός για τους «εχθρούς» της κοινωνίας. Η κριτική, η καταγγελία, η επίκριση, ακόμη και η εχθρότητα4, σκιαγραφούν ορισμένες όψεις του θυμού που διακατέχει άτομα και κοινωνικές ομάδες, θυμού που συμπορεύεται σε πολλές περιπτώσεις με τη μελαγχολική σκέψη ότι «δεν μπορώ να κάνω τίποτα αφού όλα είναι συμφωνημένα και προδιαγεγραμμένα», «όλα είναι μάταια, ό,τι και να κάνεις είσαι αδύναμος», σκέψεις που στο κοινωνικό επίπεδο μετουσιώνονται στην πολιτική απάθεια, στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τα κοινά, ή στην αποχή από την εκλογική διαδικασία – πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές που ενισχύονται, σε ψυχικό επίπεδο, από την τάση απομόνωσης των ατόμων στον ιδιωτικό χώρο τους.
Ο Tocqueville έχει ονομάσει ατομικισμό5 αυτή την τάση των ατόμων να αποσύρονται αυτοβούλως από τα κοινά περιορίζοντας τη δράση τους στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας, των οικείων και των φίλων τους. Για τον Γάλλο φιλόσοφο του 19ου αιώνα που ταξίδεψε στην Αμερική και μας άφησε το μνημειώδες έργο του Περί της Δημοκρατίας στην Αμερική, ο ατομικισμός είναι ένα συναίσθημα των δημοκρατικών κοινωνιών, θεμέλιο του οποίου είναι «η ισότητα των συνθηκών». Όμως αυτή η ισότητα, που παραπέμπει και στην ισότητα των υλικών συνθηκών διαβίωσης, παίρνει –ειρωνεία της ιστορίας– και το αρνητικό πρόσημο της ισότητας ενώπιον των οικονομικών δυσχερειών σε κατάσταση κρίσης.
Η απόσυρση του ατόμου στον ιδιωτικό του χώρο ενέχει και το αίσθημα απογοήτευσης για τη βιωμένη πραγματικότητα. Το απογοητευμένο υποκείμενο της κρίσης χάνει την εμπιστοσύνη του στο κράτος, στους θεσμούς, στους πολιτικούς, εν γένει στους άλλους, γεγονός που αιτιολογεί και την ατομικιστική διάθεσή του. Έτσι, η μελαγχολική σκέψη φαντάζει σαν εξήγηση της απογοήτευσης του υποκειμένου της κρίσης: αισθάνεται μόνο και αδύναμο απέναντι στην αδικία που προξενούν η κρίση και οι διαχειριστές της, νιώθει ότι είναι περιορισμένες και οι δυνατότητες της δράσης του στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο, ή, διαφορετικά ειπωμένο, αποφασίζει να περιορίσει τη δράση του στον χώρο που αισθάνεται ότι έχει περισσότερη ασφάλεια και έλεγχο της ζωής του: στον ιδιωτικό του χώρο.
Κενό και καταστροφή
Καταστρέφοντας το οικείο περιβάλλον δράσης της κοινωνίας, η οικονομική κρίση εγκαθιδρύει στη θέση του ένα κενό, μέχρι να παγιωθεί μια νέα κατάσταση που να οριοθετεί το πεδίο και τον τρόπο δράσης ατόμων και ομάδων. Αυτό το κενό αντιπροσωπεύει το γενικό αίσθημα που επικρατεί, ότι δηλαδή το άτομο είναι απροστάτευτο απέναντι στα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά μέτρα διαχείρισης της κρίσης, ότι η κοινωνία έχει χάσει την ενεργητικότητά της ως προς την εξεύρεση τρόπων αντίδρασης, ότι το μέλλον είναι δυσοίωνο. Η ανησυχία ότι η χώρα δεν θα καταφέρει να απεγκλωβιστεί από αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση διακατέχει σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού. Διαμορφώνεται έτσι μια συλλογική εμπειρία του κενού, που αποτυπώνεται στην (ολοένα και μεγαλύτερη) απόσταση μεταξύ της βιωμένης πραγματικότητας και της επιθυμίας των ατόμων να διαβάσουν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα στον ορίζοντα.
Η κοινωνία, ενώπιον του κινδύνου (ή της πραγματικότητας) της απορρύθμισής της, δηλαδή της αποδόμησης των κοινωνικών σχέσεων, επιλέγει να οχυρωθεί στο πεδίο του ατομικισμού, εκεί όπου το ακαθόριστο αίσθημα του συλλογικού κενού λαμβάνει τη μορφή υποκειμενικών εμπειριών: αδιαφορώντας για τον άλλο, το υποκείμενο ταυτίζει τον ορίζοντα της κρίσης με τη μείωση του μισθού του, της σύνταξής του, την αύξηση των φόρων, της τιμής της βενζίνης ή του γάλακτος, τη μείωση των καταναλωτικών δαπανών του, τον περιορισμό των διακοπών του κτλ.· με άλλα λόγια, ταυτίζει την κρίση με την εμπειρία των υλικών του στερήσεων.
Στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, επαγγελματικοί φορείς, εστιάζουν την προσοχή τους στις γενικευμένες υλικές στερήσεις που υφίστανται νοικοκυριά, κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, κοινωνικά στρώματα. Οι υλικές στερήσεις αντιπροσωπεύουν το κατεξοχήν ορατό αντικείμενο της οικονομικής κρίσης. Σε ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό, τόσο οι κυβερνώντες όσο και οι εν δυνάμει κυβερνώντες κάνουν λόγο για τις «θυσίες» του ελληνικού λαού, για τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι επαγγελματίες, τα νοικοκυριά, οι άνεργοι, οι επιχειρήσεις κτλ. Οι πολιτικές δυνάμεις δεν ξιφουλκούν μόνο ως προς το ιδανικότερο μείγμα οικονομικών πολιτικών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση, αλλά ανταγωνίζονται στο να δείξουν ποια κατανοεί καλύτερα το πώς νιώθει η κοινωνία. Χρησιμοποιούν έναν λόγο συμπονετικό, με ύφος μελαγχολικό, ο οποίος, ορισμένες φορές, αγγίζει τα όρια της δραματικότητας. Τα πολιτικά πρόσωπα μιλούν για τα δεινά της κρίσης υποστηρίζοντας ότι κατανοούν εις βάθος τα δεινά του λαού. Με άλλα λόγια, η πολιτική διαχείριση των υλικών στερήσεων των ατόμων επικυρώνει την αδυναμία και την ανημποριά τους απέναντι στην κρίση, διαμορφώνοντας έτσι το απαισιόδοξο περιεχόμενο της κυρίαρχης μελαγχολικής σκέψης της κοινωνίας. Οι πολιτικές δυνάμεις, τόσο οι «μνημονιακές» όσο και οι «αντιμνημονιακές», απευθυνόμενες στους πολίτες, κατ’ ουσίαν τους λένε: «Είστε αδύναμοι, ανήμποροι απέναντι στην κρίση. Κατανοούμε τις δυσκολίες σας, καταλαβαίνουμε ότι η ζωή σας έχει γίνει δύσκολη. Μόνο εμείς μπορούμε να σας σώσουμε». Το αδύναμο άτομο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ζητήσει σωτηρία από την ισχυρή εξουσία. Και σε αυτή τη σωτηριολογική σχέση, η μελαγχολική σκέψη ανάγεται σε εργαλείο πολιτικής διαχείρισης της κρίσης.
Καθώς οι πολιτικές δυνάμεις διαχειρίζονται το υποκειμενικό αίσθημα των υλικών στερήσεων, συντηρούν το μελαγχολικό βίωμα της υποκειμενικής απώλειας ενός σημαντικού «κάτι», μετασχηματίζοντας το εν λόγω βίωμα σε εργαλείο διατήρησης του φόβου αφανισμού, του φόβου θανάτου που γεννά υποδορίως η βίωση της κρίσης.
Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που να μην έχει προβληματιστεί για τον θάνατο, είτε τον έχει βιώσει στο οικογενειακό περιβάλλον του είτε τον έχει νιώσει εξ αποστάσεως, μέσω του θανάτου των άλλων (σε φυσικές καταστροφές, σε πολέμους, σε δυστυχήματα, σε τρομοκρατικά χτυπήματα κτλ.), είτε έχει εγγραφεί στη συνείδησή του μέσω της συλλογικής μνήμης, όπως συμβαίνει στις εθνότητες που έχουν υποστεί γενοκτονία. Στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, ο υπαρξιακός φόβος του θανάτου αναδύεται μέσα από τη γενικευμένη αίσθηση της αποσάθρωσης των δομών της κοινωνίας, από το αίσθημα ότι τα πάντα καταρρέουν (ή έχουν καταρρεύσει), ακόμη και όταν η ίδια η απαισιόδοξη σκέψη, που τροφοδοτεί αυτή την αίσθηση της καταστροφής, εμπεριέχει ένα ίχνος αισιοδοξίας.
Το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης είναι παράγωγο του τρόπου λειτουργίας των δυτικών οικονομιών και κοινωνιών – είναι ένα από τα δημιουργήματα του δυτικού πολιτισμού και συγκαταλέγεται στο πλέγμα των καταστροφών με τις οποίες είναι εξοικειωμένος ο δυτικός άνθρωπος (πόλεμοι, όπλα μαζικής καταστροφής, ιοί μαζικής δράσης, οικολογική καταστροφή). Και μόνο η έκφραση «οικονομική κρίση» προκαλεί, αντανακλαστικά, ανησυχία στα άτομα που κινδυνεύουν να την υποστούν, ενώ η δυσθυμία συνοδεύει ως επί το πλείστον την αναγκαστική εξοικείωσή τους με την πραγματικότητά της. Η απαισιόδοξη στάση απέναντι στην κατάσταση της κρίσης αποτυπώνεται κυρίως στη βαρυθυμία των ατόμων που διακατέχονται από μελαγχολικές σκέψεις –«είμαι αδύναμος», «δυστυχώς, δεν βλέπω φως στον ορίζοντα», ή «είμαι απογοητευμένος με την υπάρχουσα κατάσταση» κτλ.–, βαρυθυμία που συνοδεύεται από την επίταση του άγχους, ψυχοσωματικά άλγη, καθώς και από τη μείωση της αυτοεκτίμησης. Με άλλα λόγια, το σώμα είναι ο κατεξοχήν αποδέκτης της ψυχικής πίεσης του υποκειμένου της κρίσης, της ανασφάλειας και του άγχους του.
Το υποκείμενο βιώνει την κρίση μέσα από τον φόβο της δικής του καταστροφής, του δικού του αφανισμού (ηθικού, επαγγελματικού, κατ' επέκταση φυσικού).6 Το ίδιο το σώμα αισθάνεται να απειλείται. Το σώμα αντιπροσωπεύει τον χώρο της αυθυπαρξίας και της αξιοπρέπειας του ατόμου· όποιος υπερβεί τα όρια του ανθρωπίνου σώματος, αυτομάτως καταργεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η καταπάτηση αυτού του χώρου ισοδυναμεί με την άλωση της ίδιας της ύπαρξης του υποκειμένου. Ο Αυστριακός δοκιμιογράφος Jean Améry, μιλώντας για την εμπειρία των βασανιστηρίων που υπέστη στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, λέει πως έχασε την «εμπιστοσύνη του στον κόσμο» από το πρώτο κιόλας χτύπημα που δέχτηκε ως κρατούμενος. Αυτή η γενική κατηγορία εμπιστοσύνης στηρίζεται ως επί το πλείστον στη «βεβαιότητα ότι από συνέπεια προς τα γραπτά και άγραφα κοινωνικά συμβόλαια ο άλλος θα διαφυλάξει την ακεραιότητά μου και, πιο συγκεκριμένα, θα σπεύσει να σεβαστεί την υλική και μεταφυσική μου υπόσταση. Τα σύνορα του σώματός μου είναι τα σύνορα του Εγώ μου. Η επιδερμίδα μου με οριοθετεί απέναντι στον εξωτερικό κόσμο: για να διατηρήσω την εμπιστοσύνη μου στον κόσμο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να νιώθω πάνω στο σώμα μου μόνο ό,τι εγώ ο ίδιος θέλω να νιώσω».7
Κρίση και τιμωρία
Δεν είναι λίγες οι φωνές που προβάλλουν το επιχείρημα ότι η κρίση στην οποία περιήλθε ο ελληνικός λαός είναι μια κατάσταση που του «αξίζει», καθότι όλοι οι πολίτες έχουν συμβάλλει στη δημιουργία της. Τέτοιου είδους επιχειρήματα καλλιεργούν το δίκαιο της τιμωρίας: «αφού είμαστε υπεύθυνοι για την κρίση, μας αξίζει η λιτότητα, μας αξίζουν τα μνημόνια». Η έλλογη πλευρά αυτής της επιχειρηματολογίας συνδυάζει την (ατομική και συλλογική) ευθύνη στη δημιουργία της κρίσης, με την αναγκαστική αποδοχή των επιπτώσεων αυτής της ευθύνης. Όταν όμως προτάσσεται η έκφραση «μας αξίζουν τα μνημόνια», δηλαδή οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που μειώνουν το γενικό βιοτικό επίπεδο, είναι σαν να υποβόσκει η επιθυμία της τιμωρίας για ένα «λάθος», η (ενσυνείδητη ή ασύνειδη) διάπραξη του οποίου βαρύνει τους πάντες. Είναι διαφορετικό να αποδέχεται κανείς τις επιπτώσεις των πράξεών του ή, τουλάχιστον, της ενεργητικής ή παθητικής αποδοχής των πράξεων των άλλων, από το να θεωρεί ότι η τιμωρία του εαυτού του, καθώς και των άλλων, είναι η μόνη αποδεκτή και, κυρίως, επιθυμητή προοπτική προκειμένου να εξιλεωθεί κανείς από το ηθικό και πολιτικό λάθος των επιλογών του. Αφαιρώντας από τη (συνειδητή ή ασυνείδητη) επιθυμία της τιμωρίας του εαυτού την ηθική (που κατά πάσα πιθανότητα κάνει την τελευταία της εμφάνιση στο Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι), η οποία θέλει τον ευσεβή άνθρωπο να επιθυμεί ακόμη και την άδικη τιμωρία του ως απόδειξη της αναγνώρισης του λάθους του και, ταυτόχρονα, της ηθικής του ανωτερότητας, δεν μένει κάτι άλλο παρά να υποθέσουμε ότι στην περίοδο της κρίσης η ίδια η έλλειψη ή η απώλεια της αυτοεκτίμησης των υποκειμένων, τα ωθεί στην επιθυμία της τιμωρίας τους. Υπό αυτή την έννοια, η κρίση διαμόρφωσε τις κοινωνικές συνθήκες ανάδυσης ή επίτασης της ελλιπούς αυτοεκτίμησης, ενώ τα μνημόνια ήρθαν να επιβεβαιώσουν το αίσθημα κατωτερότητας των ατόμων. Με άλλα λόγια, τα μνημόνια αντιπροσωπεύουν το ηθικό και πολιτικό έρεισμα της ηθικής αυτοαπαξίωσης των υποκειμένων της κρίσης.
Ο Φρόυντ λέει ότι το μελαγχολικό υποκείμενο μέμφεται τον εαυτό του, εκφράζοντας την «ηθική αποστροφή» του προς το ίδιο.8 Προκειμένου, λοιπόν, να ικανοποιήσει την ηθική αυτοκριτική του, το υποκείμενο της κρίσης αποδέχεται τα μνημόνια σαν επιβεβαίωση της ηθικής και πολιτικής μικρότητάς του. Αν το πολιτικό πρόσωπο που είπε στην αρχή της κρίσης ότι «το μνημόνιο είναι ευτυχία για τον τόπο» είχε στον νου του, έστω και αμυδρά, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση των υποκειμένων της κρίσης (που λαμβάνει πολιτική υπόσταση σε σκέψεις και εκφράσεις του τύπου «αυτός ο λαός κυβερνιέται σαν πρόβατο»), η εν λόγω άποψη δεν ήταν παρά η συμβολική επικύρωση του δίκαιου της τιμωρίας των μνημονίων στους άβουλους και φοβισμένους πολίτες.
Μελαγχολική σκέψη και δράση
Η εικόνα ενός ατόμου με χαμηλή αυτοεκτίμηση εμπεριέχει σπερματικά επιθετικότητα: αυτός που αισθάνεται μειονεξία ικανοποιείται με το κακό που χτυπάει τους άλλους. Ο Ρουσσώ έχει γράψει ότι τα αντικείμενα που συνδέονται με την ευτυχία των ατόμων και συμβάλλουν στην αυτοεκτίμησή τους, κατέχουν κεντρική θέση στη ζωή τους. Όμως, όταν τα άτομα χάσουν αυτά τα αντικείμενα γίνονται οξύθυμα και μνησίκακα, δεν ενδιαφέρονται για τα αντικείμενα αυτά καθαυτά που γεμίζουν τους κατόχους τους με αυτοεκτίμηση, αλλά συγκρίνονται με τους άλλους, προκειμένου να διαπιστώσουν τι κατέχουν οι άλλοι (και δεν έχω εγώ), τι έχουν κερδίσει οι άλλοι (και έχω χάσει εγώ), με αποτέλεσμα τα άτομα που αισθάνονται την έλλειψη των αντικειμένων της αυτοεκτίμησής τους να απομακρύνονται σταδιακά από την πηγή της αυτοεκτίμησής τους, να ενδιαφέρονται να μειώσουν την απόλαυση των άλλων αντί να αυξήσουν τη δική τους και, ως εκ τούτου, να επιδιώκουν το κακό των άλλων αντί να επιδιώκουν το δικό τους καλό.9Στην αρχική περίοδο της ελληνικής κρίσης, καλλιεργήθηκε εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας ο ανταγωνισμός μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ή επαγγελματικών ομάδων: η επιθετικότητα της κοινωνίας στρεφόταν κάθε φορά ενάντια σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα που είχε ονοματιστεί «προνομιούχα», και η κατάργηση των «προνομίων» της από την κυβέρνηση προξενούσε ευχαρίστηση στις άλλες κοινωνικές ομάδες, των οποίων τα «προνόμια» είχαν ήδη πληγεί ή κινδύνευαν να πληγούν. Η ηθική και πολιτική επικύρωση των μνημονίων συντελέστηκε μέσω της καλλιέργειας αυτού του αισθήματος ικανοποίησης που κυρίευε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στο θέαμα της απώλειας των «προνομίων» των «προνομιούχων» ομάδων. Κατά καιρούς, η επιθετικότητα της κοινωνίας στράφηκε εναντίον των ελεύθερων επαγγελματιών, των δημοσίων υπαλλήλων, εναντίον επιμέρους επαγγελματικών κλάδων, όπως οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι υπάλληλοι κάποιου υπουργείου, οι οδηγοί φορτηγών, οι αγρότες κτλ. Όλοι φαίνονταν να στρέφονται εναντίον όλων, λες και η κοινωνία είχε περιέλθει στη φυσική κατάσταση του Τόμας Χομπς, με τη διαφορά ότι η ίδια η πολιτική εξουσία καλλιέργησε το κλίμα του homo homini lupus, του ανθρώπου που γίνεται λύκος για τον άλλο, προκειμένου να εδραιώσει κραταιώς τις πολιτικές επιλογές της ως προς τη διαχείριση της κρίσης μέσω των μνημονίων.
Ο Φρόυντ, παραλληλίζοντας την κατάσταση της μελαγχολίας με εκείνη του πένθους, αναφέρεται κυρίως στην αίσθηση της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, η οποία χαρακτηρίζει τόσο το μελαγχολικό υποκείμενο όσο και το υποκείμενο του πένθους. Το άτομο που έχει χάσει ένα αγαπημένο πρόσωπο και πενθεί, δεν σημαίνει ότι έχει χάσει και την αγάπη γι' αυτό το πρόσωπο· μπορεί κάλλιστα να επενδύσει την υπάρχουσα αγάπη του σ' ένα άλλο πρόσωπο (εν γένει σ' ένα άλλο αντικείμενο)10, ενεργοποιώντας εσωτερικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε κατάσταση ύπνωσης, ενεργοποιώντας τη διάθεσή του προκειμένου να είναι ένα άτομο εντός του κόσμου, και όχι εκτός του κόσμου όπως στην κατάσταση της μελαγχολίας ή, ακόμη χειρότερα, όπως σε εκείνη της κατάθλιψης, όπου το υποκείμενο περιέρχεται σε αδράνεια, σωματική καθώς και πνευματική. Η επιλογή του υποκειμένου να είναι εντός του κόσμου επενδύοντας σε αντικείμενα αγάπης διαφορετικά από το αντικείμενο του οποίου έχει βιώσει την απώλεια, δηλώνει σε κοινωνικό επίπεδο την άρνηση του ατόμου να παραμείνει απομονωμένο.
Τι συμβαίνει άραγε όταν τα άτομα θέλουν να είναι εντός του κόσμου αλλά δεν μπορούν να δράσουν; Πιο συγκεκριμένα, πώς συμπεριφέρονται όταν τίθενται εμπόδια στην ανάπτυξη της δράσης τους, όπως συμβαίνει στην κατάσταση της οικονομικής κρίσης; Με άλλα λόγια, ποιες είναι οι επιπτώσεις της μείωσης της ισχύς δράσεως, ατόμων και ομάδων;
Η στροφή του βλέμματος στον Σπινόζα παρέχει μια ικανοποιητική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα.11 Τα αισθήματα που αντιστοιχούν στην αύξηση της ισχύος δράσεως του ατόμου είναι αισθήματα χαράς, λέει ο Σπινόζα, ενώ εκείνα που αντιστοιχούν στη μείωση αυτής της ισχύος έχουν ως βάση τη λύπη. Με όρους μελαγχολικής σκέψης, το λυπημένο άτομο έχει απαισιόδοξα αισθήματα και παραμένει αδρανές, ενώ το χαρούμενο αποπνέει έναν αέρα αισιοδοξίας και επιλέγει να είναι ενεργό.
Οι σχέσεις των πραγμάτων που προκαλούν χαρά στο υποκείμενο συνάδουν με τις σχέσεις του, ενώ οι σχέσεις των πραγμάτων που είναι αιτία της λύπης του βρίσκονται σε πλήρη ασυμφωνία με τις σχέσεις του. Όταν το κύριο αίσθημα είναι η λύπη, το υποκείμενο βιώνοντας τον κίνδυνο της αποδόμησης των σχέσεών του, επιδιώκει (ή απλώς επιθυμεί) να εμποδίσει αυτή την αποδόμηση: θέλει, έστω και φαντασιακά, να καταστρέψει οτιδήποτε απειλεί να το καταστρέψει. Ο Σπινόζα επισημαίνει ότι από τη ρίζα της λύπης τρέφεται το μίσος. Μίσος προς οτιδήποτε απειλεί τις σχέσεις του υποκειμένου, μίσος προς τον οποιονδήποτε κίνδυνο καταστροφής του. Μίσος που τρέφει ενίοτε και τη χαρά: αν το υποκείμενο επιθυμεί ν' αντικρίσει δυστυχισμένο τον μισητό άλλο, δεν πρόκειται άραγε για μνησίκακο υποκείμενο που αντλεί χαρά από τη λύπη του άλλου;
Η μνησικακία υπήρξε, όπως είδαμε προηγουμένως, κατά την πρώτη τουλάχιστον περίοδο της ελληνικής κρίσης, το υπόστρωμα της γενικευμένης επιθετικότητας διαφόρων κοινωνικών ομάδων εναντίον μιας θεωρούμενης ως «προνομιούχας» ομάδας, έπειτα εναντίον κάποιας άλλης κ.ο.κ. Το (σπινοζικό) μίσος αποτέλεσε τον κατεξοχήν εξουσιαστικό μηχανισμό συμβολικής επιβολής των μνημονίων: τα επιβεβλημένα οικονομικά μέτρα στις επιμέρους κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες προσλαμβάνονταν από τις άλλες κοινωνικές ομάδες σαν δίκαια, αφού η ίδια η εξουσία είχε επενδύσει τις εν λόγω κατηγορίες με την εικόνα του «προνομιούχου» που θα έπρεπε να «πληρώσει» για την κρίση όπως και οι άλλοι. Αυτή η αναπαράσταση του «προνομιούχου» καθόριζε κάθε φορά τον αποδιοπομπαίο τράγο – προσλαμβανόταν κοινωνικώς σαν την εικόνα της αιτίας της κρίσης. Το μίσος προς την εικόνα του «προνομιούχου» ενείχε, επίσης, και την επιθυμία της καταστροφής της. Αυτό το εικονοκλαστικό μένος καλλιεργήθηκε από την ίδια την εξουσία, προκειμένου να στρέψει οπουδήποτε αλλού εκτός από την ίδια τα πυρά για τη διαχείριση της κρίσης μέσω των μνημονίων.
Τα άτομα που επιθυμούν να κατέχουν εξουσία καλλιεργούν το αίσθημα της (σπινοζικής) λύπης στους εξουσιαζόμενους, μειώνοντας την ισχύ δράσεως των τελευταίων. Ο Ζιλ Ντελέζ γράφει: «Οι άνθρωποι της εξουσίας αισθάνονται αδύναμοι, δεν μπορούν να θεμελιώσουν την εξουσία τους παρά μόνο στη λύπη των άλλων. Έχουν ανάγκη τη λύπη. Δεν μπορούν να κυριαρχήσουν παρά μόνο σε σκλάβους, και ο σκλάβος αντιπροσωπεύει την κατάσταση μείωσης της ισχύος. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να κυριαρχήσουν, δεν καταλαμβάνουν την εξουσία παρά μόνο μέσω της λύπης και εγκαθιστώντας ένα καθεστώς λύπης του τύπου “μετανοείτε” ή “μισήστε κάποιον”, και αν δεν έχετε κάποιον να μισήσετε, μισήστε τον ίδιο σας τον εαυτό».12
Η κρίση ως σχέση πολέμου
Σε ένα καθεστώς λύπης, το άτομο κινδυνεύει να χάσει την πνευματική καθώς και τη σωματική του ενέργεια, ενώ διάφορες κοινωνικές ομάδες ενδέχεται να απολέσουν την πολιτική και κοινωνική τους δυναμική. Παρ’ όλα αυτά, προκειμένου το ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο να ξεπεράσει την αδράνειά του, μπορεί να επενδύσει σε διαφορετικές (θετικές ή αρνητικές), ακόμη και σε ακραίες, μορφές δράσης13, όπως για παράδειγμα η επιθετικότητα που τρέφουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, διάφορες κοινωνικές ομάδες η μία εναντίον της άλλης – επιθετικότητα που λαμβάνει τη μορφή του σπινοζικού μίσους. Τέτοιας μορφής δράση μπορεί να είναι και μία «εκδήλωση της βούλησης για ισχύ»,14 όπως εξηγεί ο Παναγιώτης Κονδύλης, η οποία αντιμάχεται «την οφειλόμενη σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς καταναγκασμούς παραίτηση από την εκδήλωση της βούλησης για ισχύ». Αυτό σημαίνει ότι στο πεδίο της ψυχολογικής και κοινωνικής αδράνειας, που ενισχύεται από αισθήματα απαισιοδοξίας και μελαγχολικών σκέψεων, καλλιεργείται και το αντίδοτο αυτής της αδράνειας: η βούληση για ισχύ. Με άλλα λόγια, η μελαγχολική σκέψη γίνεται «ο τόπος επώασης για μια αιφνίδια και παρ' όλα αυτά προβλέψιμη έκρηξη αυτής της βούλησης».15Η βούληση για ισχύ αντιπροσωπεύει μια κατάσταση που, σε κοινωνικό επίπεδο, λαμβάνει διάφορες μορφές, άλλες με περιεχόμενο αγάπης, άλλες με περιεχόμενο μίσους, άλλες με προθέσεις δημιουργίας, άλλες με τάσεις καταστροφής. Η βούληση για ισχύ εμφανίζεται όταν ένα σύνολο ατόμων έχει αναγάγει έναν σκοπό σε υπέρτατη αξία, η υπεράσπιση της οποίας μετέρχεται συγκεκριμένους τρόπους δραστηριοποίησης και ακτιβισμού.16 Άλλοτε, πάλι, η βούληση για ισχύ υπογράφει την αυθόρμητη και ανιδιοτελή –στην αρχική τουλάχιστον φάση της– κοινωνική διαμαρτυρία (ή εξέγερση) ενάντια στον αυταρχισμό της πολιτικής εξουσίας.17Στην ελληνική κοινωνία υπό οικονομική κρίση, η βούληση για ισχύ των κοινωνικών ομάδων –που νιώθουν ότι έχουν υποστεί «εξευτελισμό» τόσο από τα κυβερνώντα πολιτικά κόμματα όσο και από τους διεθνείς «θεσμούς» που λειτουργούν ως δανειστές του κράτους ζητώντας ως αντίτιμο την υιοθέτηση μνημονίων– έχει γεννηθεί στους κόλπους των απαισιόδοξων αισθημάτων και μελαγχολικών σκέψεων που δεσπόζουν σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού: είναι λες και οι απαισιόδοξες διαθέσεις αναζητούν να μετουσιωθούν σε πράξη, σε συλλογική βούληση για ισχύ που, στην πραγματικότητα, μετακυλίεται σε εκείνες τις πολιτικές ομάδες που υπόσχονται την έξοδο από το καθεστώς των μνημονίων, απεκδύεται τον συλλογικό χαρακτήρα της και παίρνει τη μορφή που της δίνουν οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες αναλαμβάνουν τον ρόλο της ηθικής ανάτασης των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων: επενδύονται με σωτηριολογικά χαρακτηριστικά.18 Πολιτική και κοινωνία διολισθαίνουν (αν είχαν άραγε φύγει ποτέ από εκεί) σ' ένα περιβάλλον θεολογικό. Στο κοινωνικό φαντασιακό έχει εγκαθιδρυθεί η εικόνα των μνημονίων σαν δαιμόνων19 που κατατρώγουν τη σάρκα της οικονομίας και της κοινωνίας. Η απελευθέρωση από αυτούς τους δαίμονες δεν μπορεί να συντελεστεί παρά μόνο από τις πολιτικές δυνάμεις εξουσίας που κατέχουν τη βούληση για ισχύ, τη βούληση να εκδιώξουν το Κακό. Η ενσάρκωση του Κακού από τα «μνημόνια», την «τρόικα», τους Ευρωπαίους ηγέτες, τους «θεσμούς» κτλ. αφενός ορίζει τον «εχθρό» της κοινωνίας, αφετέρου προσδίδει στη βούληση για ισχύ την επιθυμία του πολέμου ενάντια στο Κακό. Αυτή η επιθυμία μετουσιώνεται στο άλλο πρόσωπο της γενικής απαισιοδοξίας και των μελαγχολικών σκέψεων. Και αυτό το Κακό δεν δύναται κανείς άλλος να το πολεμήσει πέραν της πολιτικής εξουσίας, στην οποία η κοινωνία έχει εκχωρήσει το μονοπώλιο της βούλησης για ισχύ καθώς και το δικαίωμα διαχείρισης του μελαγχολικού βιώματος των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων της κρίσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Κανείς βεβαίως δεν μπορεί να αγνοήσει την ιδιαιτερότητα της μελαγχολίας στο ψυχικό επίπεδο, οι ψυχολογικές πτυχές της οποίας περιορίζονται στον ορίζοντα του ατόμου, είτε η μελαγχολία παίρνει τη μορφή της κατάθλιψης είτε είναι απλώς ένα βίωμα υποκειμενικό, βεβαίως στενόχωρο για το άτομο, αλλά αγνό ως προς τα ψυχοπαθολογικά του αίτια.
2. Βλ. Jean-Pierre Dupuy (2005), Ελάσσων Μεταφυσική των Τσουνάμι, μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, Άγρα, Αθήνα 2008.
3. Ζίγκμουντ Φρόυντ (1915), «Πένθος και μελαγχολία», στο Freud, Métapsychologie, γαλλική μτφρ. των Jean Laplanche και J.-B. Pontalis, Gallimard (folio essais), Παρίσι 1968.
Η ίδια η ζωή του ανθρώπου συντίθεται από απώλειες. Το άτομο βιώνει διαδοχικές απώλειες με το πέρας του χρόνου – το πέρασμα στην ενήλικη ζωή, επί παραδείγματι, αντιπροσωπεύει την απώλεια της ανέμελης εφηβείας, η μέση ηλικία φέρει την απώλεια της πρώτης νεότητας· για έναν γονιό, το μεγάλωμα του παιδιού του συνοδεύεται από απώλειες: δεν θα ξανανιώσει ποτέ το παιδί του ως βρέφος ή στην ηλικία που έκανε τα πρώτα του βήματα ή όταν η γλώσσα του παιχνίδιζε κτλ.
4. Την άνοιξη-καλοκαίρι του 2011, στο πλαίσιο του «κινήματος των αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος, πολίτες, εμποδίζοντας τη διέλευση βουλευτικών αυτοκινήτων, χειρονομούσαν και προπηλάκιζαν βουλευτές, μούντζωναν ομαδικά το Κοινοβούλιο, τραγουδούσαν «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», σε ένα κλίμα έντονης δυσαρέσκειας και επιθετικότητας εναντίον των εθνικών αντιπροσώπων που επικύρωναν με την ψήφο τους τον νόμο του μνημονίου.
5. «Ο ατομικισμός είναι ένα συναίσθημα στοχαστικό και ήρεμο, που προδιαθέτει κάθε πολίτη έτσι ώστε να απομονωθεί από τη μάζα των ομοίων του και να αποτραβηχτεί στο περιθώριο με την οικογένειά του και τους φίλους του· ως εκ τούτου, αφού θα έχει δημιουργηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο μια μικρή κοινωνική ομάδα που θα του είναι ωφέλιμη, ο πολίτης ευχαρίστως θα αποσυρθεί από τη μεγάλη κοινωνία». [Μτφρ. Κ. Σπηλιώτης] Στο Tocqueville, De la Démocratie en Amérique, τ. 2, GF-Flammarion, Παρίσι 1981, σ. 125.
6. Στη δυτική ζωγραφική, η καταστροφή (μιας χώρας, ενός έθνους, μιας εθνότητας, του κόσμου, ή του ανθρώπινου γένους) απεικονίζεται ως επί το πλείστον ως ολοκληρωτικός αφανισμός, στον οποίο κεντρική θέση κατέχει η εικόνα του αφανισμού του ανθρωπίνου σώματος.
7. Jean Améry (1966), Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, Άγρα, Αθήνα 2009, σ. 68.
8. Βλ. «Πένθος και μελαγχολία», ό.π.
9. Βλ. Ελάσσων Μεταφυσική των Τσουνάμι, ό.π.
10. Βλ.«Πένθος και μελαγχολία», ό.π.
11. Σε ό,τι αφορά τη συνέχεια, βλ. την ερμηνεία της Θεωρίας των αισθημάτων του Σπινόζα από τον Ζιλ Ντελέζ: Gilles Deleuze, Spinoza,1978-1981, μάθημα της 13/1/1981, www.webdeleuze.com.
12. Αυτ. [Μτφρ. Κ. Σπηλιώτης.]
13. Ο Φρόυντ κάνει λόγο για την κατάσταση της «μανίας» στο ψυχικό επίπεδο, κατά την οποία το υποκείμενο, επιχειρώντας να αναστρέψει τη μελαγχολική του κατάσταση, επενδύει σε νέα αντικείμενα, προκειμένου να ξεπεράσει τη βιωμένη απώλεια του αγαπημένου του αντικειμένου, ενώ εμφανίζεται πρόθυμο να προβεί σε δραστηριότητες και πράξεις οποιουδήποτε είδους. Βλ. «Πένθος και μελαγχολία», ό.π.
14. Παναγιώτης Κονδύλης, «Μελαγχολία και Πολεμική», σσ. 173-193, μτφρ. Μιχάλης Παπανικολάου, στο Παναγιώτης Κονδύλης, Μελαγχολία και Πολεμική. Δοκίμια και μελετήματα, Θεμέλιο, Αθήνα 2002, σ. 178.
Στο εν λόγω δοκίμιό του, ο Π. Κονδύλης μεταγράφει στο πλαίσιο του πολιτισμού και της ιστορίας των ιδεών τη διαλεκτική σχέση μεταξύ μελαγχολίας και μανίας την οποία αναλύει σε ψυχικό επίπεδο ο Φρόυντ, στο «Πένθος και μελαγχολία».
15. Αυτ., σ. 178.
16. Παράδειγμα τέτοιας βούλησης για ισχύ είναι οι χριστιανικές ιεραποστολές που δραστηριοποιούνται στις χώρες του Τρίτου κόσμου, όπου το φιλανθρωπικό έργο που προσφέρουν στους φτωχούς πληθυσμούς ορίζεται υπό το πρόσχημα της αγάπης για τον συνάνθρωπο, ενώ πρόκειται κατ’ ουσίαν για την προσπάθεια επέκτασης της επιρροής της Εκκλησίας σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό. Ο πόλεμος των φανατικών ισλαμιστών εναντίον της Δύσης είναι ένα άλλο παράδειγμα βούλησης για ισχύ: ο «ιερός πόλεμος» που έχουν κηρύξει στις κυβερνήσεις των δυτικών κρατών εμπεριέχει την επιθυμία καταστροφής των θεμελιακών αξιών του δυτικού πολιτισμού, όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, η ανεξιθρησκία, η κριτική σκέψη, η δημοκρατία κτλ. Όταν το άτομο οικειοποιείται μια δομή σκέψης που θεμελιώνεται σε αξίες τις οποίες θεωρεί ανώτερες από τις άλλες, το βήμα να υποπέσει στον φανατισμό και στη βούληση να καταστρέψει τις εχθρικές αξίες είναι πολύ μικρό και εύκολο να γίνει. Όταν δε αυτό το άτομο ανήκει στα κοινωνικά στρώματα που παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα αποκλεισμένα από τις κυρίαρχες δομές της κοινωνίας, η τρομοκρατία προσφέρεται σαν μέσο εκδίκησης του κράτους και της κοινωνίας που διακρίνουν τους «εντός» από τους «εκτός» των κοινωνικών και πολιτισμικών δομών.
17. Αυτό συνέβη με το «κίνημα των αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος το 2011, στο οποίο ενσαρκώθηκε η ισχυρότερη πολιτική και κοινωνική απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
18. Η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, κατά τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, επενδύθηκε με την εικόνα της «ελπίδας», έννοια που απορρέει από την εκκλησιαστική πρακτική και ηθική της ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου ο πιστός χριστιανός ελπίζει ότι μέχρι την ύστατη στιγμή της ζωής του έχει τη δυνατότητα να κερδίσει την αιώνια ζωή στη βασιλεία των ουρανών.
19. Η δαιμονοποίηση του άλλου είναι μια πρακτική που λαμβάνει κοινωνικές διαστάσεις στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν ο «Διάβολος» δεν απειλεί μονάχα την ψυχή και τη βούληση των αγίων, αλλά μπορεί να κατακτήσει και τα σώματα των πιστών και να καταστρέψει τον κόσμο, αντίληψη που φτάνει μέχρι τη δαιμονοποίηση του «Εβραίου» στη ναζιστική Γερμανία. Βλ. το τεύχος 5 (Φεβρουάριος 2002) της πολιτικής επιθεώρησης Raisons Politiques (Presses de Sciences Po) με θέμα τον «εχθρό».
Μελαγχολική σκέψη
H μελαγχολική σκέψη επενδύει το παρόν τής οικονομικής κρίσης με απαισιοδοξία και απογοήτευση, ενώ αντικρίζει την πραγματικότητα σαν μία κατάσταση που θα παραμείνει ίδια: το μέλλον είναι χωρίς ελπίδα για κάτι καλύτερο. Παρόν και μέλλον ταυτίζονται. Παρά ταύτα, θα υπέπιπτε κανείς σ' ένα είδος αυταρχισμού αφαιρώντας από τα άτομα την αισιοδοξία ότι το μέλλον τους ενδέχεται να είναι διαφορετικό από το παρόν τους, και επειδή η ίδια η φύση εμφυσά στον άνθρωπο την επιθυμία να επιβιώσει υπό δύσκολες συνθήκες, η μελαγχολική σκέψη –αν και κατά βάση απαισιόδοξη– αντιδρά σε αυτή την εικόνα της ρευστότητας του παρόντος, προσδίδοντας στο μέλλον ψήγματα μιας αδιόρατης ελπίδας για βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης, όμως μιας ελπίδας ανάμεικτης με αβεβαιότητα και φόβο. Έτσι, η μελαγχολική σκέψη αφενός είναι απαισιόδοξη για το μέλλον, αφετέρου αρνείται την ίδια την απαισιοδοξία της.
Στον Σκεπτόμενο του Ροντέν έχει αφαιρεθεί από το υποκείμενο κάθε ενέργεια· το γειρτό του σώμα εξεικονίζει τη μελαγχολικότητα του ανθρώπου που έχει το βλέμμα στραμμένο στον εαυτό του· από τη μελαγχολική στάση του γυμνού άνδρα, ωστόσο, δεν εκπηγάζει κανένα αίσθημα απαισιοδοξίας, αλλά απλώς αναδύεται η φυσική τάση τού σκεπτόμενου ανθρώπου να αναζητά την αλήθεια, του εαυτού του και των άλλων. Όμως, το υποκείμενο που βιώνει την κρίση βρίσκεται στον αντίποδα του Σκεπτόμενου· είναι το υποκείμενο που διακατέχεται από απαισιόδοξες σκέψεις, για το παρόν και το μέλλον, είναι αυτό που, όπως θα έλεγε ο Jean-Pierre Dupuy,2 πενθεί για το μέλλον του, κι αυτό επειδή η μελαγχολική σκέψη είναι υπομνηστική: υπενθυμίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το υποκείμενο, καθώς και την κατάσταση του κόσμου που το περιβάλλει. Το περιβάλλον της κρίσης φαντάζει εν γένει απειλητικό στο άτομο, που αφενός αδυνατεί να προβλέψει τον τρόπο εξέλιξης του φαινομένου, αφετέρου νιώθει αδύναμο απέναντι στα οικονομικά μέτρα που του επιβάλλει το κράτος στο πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης. Η κρίση εισχωρεί στη ζωή των ατόμων και εγκαθίσταται στην καθημερινότητά τους, σαν τους δαίμονες του Μεσαίωνα που εισέρχονταν στο σώμα των Χριστιανών και απειλούσαν την πίστη τους, σαν τους σύγχρονους ιούς που εισέρχονται στο ανθρώπινο σώμα από την τροφή ή τον αέρα και απειλούν την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Η υποχθόνια όψη τής κρίσης βιώνεται σαν απειλή, όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για την ακεραιότητα ολόκληρης της κοινωνίας.
Στην περίοδο της κρίσης, η μελαγχολική σκέψη, αγκαλιάζοντας πλατιά στρώματα της κοινωνίας, υπερβαίνει την ατομικότητα και αποκτά χαρακτήρα συλλογικό: απαισιόδοξες σκέψεις επενδύουν το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, ενισχύοντας το αίσθημα της αδυναμίας και της ανημποριάς του ατόμου. Η μελαγχολική σκέψη αποτυπώνει τη ματαίωση που βιώνουν τα υποκείμενα της κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, η κρίση δεν είναι αυτή καθαυτή η αιτία της δεσπόζουσας μελαγχολικής σκέψης στην κοινωνία. Απαισιόδοξα συναισθήματα και μελαγχολικές σκέψεις είναι ίδιον των υποκειμένων, και προϋπάρχουν οποιασδήποτε κρίσης. Κατά τον Φρόυντ, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου (λόγω θανάτου, λόγω του τέλους μιας ερωτικής ή φιλικής σχέσης, λόγω μετανάστευσης κτλ.), ή μιας ιδέας, ενός ιδανικού –ως υποκατάστατα του χαμένου προσώπου–, βρίσκεται στη ρίζα της μελαγχολίας του υποκειμένου που βιώνει την απώλεια.3 Ο Φρόυντ θα έλεγε πως και στο κοινωνικό επίπεδο, η βίωση μιας απώλειας δεν απεκδύεται τις ψυχικές της ρίζες. Στην περίοδο της κρίσης, η αίσθηση της απώλειας αγγίζει σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας: η πλειονότητα των ατόμων αισθάνεται ότι έχει χάσει «κάτι» (το σύνολο αυτών των «κάτι» είναι ίσως μεγαλύτερο από το άθροισμα των υποκειμένων της κρίσης)· ένα «κάτι» που το υποκείμενο νιώθει σαν εσωτερικό κομμάτι του εαυτού του και η απώλεια του οποίου το ωθεί να αντικρίσει υπό συγκεκριμένη ματιά την εξωτερική του κατάσταση. Όμως, επειδή το αντικείμενο της απώλειας δεν είναι κοινό σε όλους –αφού άλλοι νιώθουν περισσότερο έντονα την απώλεια της εργασίας τους, άλλοι την απώλεια μέρους του μισθού ή της σύνταξης, του βιοτικού επιπέδου, άλλοι την απώλεια της αξιοπρέπειας, της αυτάρκειας, της εθνικής κυριαρχίας, άλλοι έναν συνδυασμό εξ αυτών κ.ο.κ.–, η βίωση της απώλειας ενός «κάτι» δημιουργεί διαφορετικές (ορισμένες φορές διφορούμενες ή αντικρουόμενες) αντιλήψεις περί οικονομικής κρίσης.
Το θυμωμένο και ατομικιστικό υποκείμενο της κρίσης
Η οικονομική δυσχέρεια –καθώς και τα οικονομικά μέτρα που επιβάλλει η πολιτική εξουσία στο πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης– βιώνεται από τα άτομα ως επιθετικότητα, απέναντι στην οποία η κοινωνία αναζητά τρόπους άμυνας. Καθώς η κρίση υπερβαίνει το άτομο και καθηλώνει τις κοινωνικές ομάδες σε μια νέα, ανεπιθύμητη κατάσταση, ένα αίσθημα ηττοπάθειας καλύπτει σαν πέπλο την κοινωνία. Παρά ταύτα, αυτό το αίσθημα αναπτύσσει εσωτερικούς μηχανισμούς αντίδρασης, όπου ο θυμός είναι το κυρίαρχο συναίσθημα – θυμός για τους υπαίτιους της κρίσης, θυμός για τους κυβερνώντες, θυμός για τις ακολουθούμενες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, θυμός για τους «εχθρούς» της κοινωνίας. Η κριτική, η καταγγελία, η επίκριση, ακόμη και η εχθρότητα4, σκιαγραφούν ορισμένες όψεις του θυμού που διακατέχει άτομα και κοινωνικές ομάδες, θυμού που συμπορεύεται σε πολλές περιπτώσεις με τη μελαγχολική σκέψη ότι «δεν μπορώ να κάνω τίποτα αφού όλα είναι συμφωνημένα και προδιαγεγραμμένα», «όλα είναι μάταια, ό,τι και να κάνεις είσαι αδύναμος», σκέψεις που στο κοινωνικό επίπεδο μετουσιώνονται στην πολιτική απάθεια, στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τα κοινά, ή στην αποχή από την εκλογική διαδικασία – πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές που ενισχύονται, σε ψυχικό επίπεδο, από την τάση απομόνωσης των ατόμων στον ιδιωτικό χώρο τους.
Ο Tocqueville έχει ονομάσει ατομικισμό5 αυτή την τάση των ατόμων να αποσύρονται αυτοβούλως από τα κοινά περιορίζοντας τη δράση τους στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας, των οικείων και των φίλων τους. Για τον Γάλλο φιλόσοφο του 19ου αιώνα που ταξίδεψε στην Αμερική και μας άφησε το μνημειώδες έργο του Περί της Δημοκρατίας στην Αμερική, ο ατομικισμός είναι ένα συναίσθημα των δημοκρατικών κοινωνιών, θεμέλιο του οποίου είναι «η ισότητα των συνθηκών». Όμως αυτή η ισότητα, που παραπέμπει και στην ισότητα των υλικών συνθηκών διαβίωσης, παίρνει –ειρωνεία της ιστορίας– και το αρνητικό πρόσημο της ισότητας ενώπιον των οικονομικών δυσχερειών σε κατάσταση κρίσης.
Η απόσυρση του ατόμου στον ιδιωτικό του χώρο ενέχει και το αίσθημα απογοήτευσης για τη βιωμένη πραγματικότητα. Το απογοητευμένο υποκείμενο της κρίσης χάνει την εμπιστοσύνη του στο κράτος, στους θεσμούς, στους πολιτικούς, εν γένει στους άλλους, γεγονός που αιτιολογεί και την ατομικιστική διάθεσή του. Έτσι, η μελαγχολική σκέψη φαντάζει σαν εξήγηση της απογοήτευσης του υποκειμένου της κρίσης: αισθάνεται μόνο και αδύναμο απέναντι στην αδικία που προξενούν η κρίση και οι διαχειριστές της, νιώθει ότι είναι περιορισμένες και οι δυνατότητες της δράσης του στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο, ή, διαφορετικά ειπωμένο, αποφασίζει να περιορίσει τη δράση του στον χώρο που αισθάνεται ότι έχει περισσότερη ασφάλεια και έλεγχο της ζωής του: στον ιδιωτικό του χώρο.
Κενό και καταστροφή
Καταστρέφοντας το οικείο περιβάλλον δράσης της κοινωνίας, η οικονομική κρίση εγκαθιδρύει στη θέση του ένα κενό, μέχρι να παγιωθεί μια νέα κατάσταση που να οριοθετεί το πεδίο και τον τρόπο δράσης ατόμων και ομάδων. Αυτό το κενό αντιπροσωπεύει το γενικό αίσθημα που επικρατεί, ότι δηλαδή το άτομο είναι απροστάτευτο απέναντι στα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά μέτρα διαχείρισης της κρίσης, ότι η κοινωνία έχει χάσει την ενεργητικότητά της ως προς την εξεύρεση τρόπων αντίδρασης, ότι το μέλλον είναι δυσοίωνο. Η ανησυχία ότι η χώρα δεν θα καταφέρει να απεγκλωβιστεί από αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση διακατέχει σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού. Διαμορφώνεται έτσι μια συλλογική εμπειρία του κενού, που αποτυπώνεται στην (ολοένα και μεγαλύτερη) απόσταση μεταξύ της βιωμένης πραγματικότητας και της επιθυμίας των ατόμων να διαβάσουν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα στον ορίζοντα.
Η κοινωνία, ενώπιον του κινδύνου (ή της πραγματικότητας) της απορρύθμισής της, δηλαδή της αποδόμησης των κοινωνικών σχέσεων, επιλέγει να οχυρωθεί στο πεδίο του ατομικισμού, εκεί όπου το ακαθόριστο αίσθημα του συλλογικού κενού λαμβάνει τη μορφή υποκειμενικών εμπειριών: αδιαφορώντας για τον άλλο, το υποκείμενο ταυτίζει τον ορίζοντα της κρίσης με τη μείωση του μισθού του, της σύνταξής του, την αύξηση των φόρων, της τιμής της βενζίνης ή του γάλακτος, τη μείωση των καταναλωτικών δαπανών του, τον περιορισμό των διακοπών του κτλ.· με άλλα λόγια, ταυτίζει την κρίση με την εμπειρία των υλικών του στερήσεων.
Στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, επαγγελματικοί φορείς, εστιάζουν την προσοχή τους στις γενικευμένες υλικές στερήσεις που υφίστανται νοικοκυριά, κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, κοινωνικά στρώματα. Οι υλικές στερήσεις αντιπροσωπεύουν το κατεξοχήν ορατό αντικείμενο της οικονομικής κρίσης. Σε ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό, τόσο οι κυβερνώντες όσο και οι εν δυνάμει κυβερνώντες κάνουν λόγο για τις «θυσίες» του ελληνικού λαού, για τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι επαγγελματίες, τα νοικοκυριά, οι άνεργοι, οι επιχειρήσεις κτλ. Οι πολιτικές δυνάμεις δεν ξιφουλκούν μόνο ως προς το ιδανικότερο μείγμα οικονομικών πολιτικών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση, αλλά ανταγωνίζονται στο να δείξουν ποια κατανοεί καλύτερα το πώς νιώθει η κοινωνία. Χρησιμοποιούν έναν λόγο συμπονετικό, με ύφος μελαγχολικό, ο οποίος, ορισμένες φορές, αγγίζει τα όρια της δραματικότητας. Τα πολιτικά πρόσωπα μιλούν για τα δεινά της κρίσης υποστηρίζοντας ότι κατανοούν εις βάθος τα δεινά του λαού. Με άλλα λόγια, η πολιτική διαχείριση των υλικών στερήσεων των ατόμων επικυρώνει την αδυναμία και την ανημποριά τους απέναντι στην κρίση, διαμορφώνοντας έτσι το απαισιόδοξο περιεχόμενο της κυρίαρχης μελαγχολικής σκέψης της κοινωνίας. Οι πολιτικές δυνάμεις, τόσο οι «μνημονιακές» όσο και οι «αντιμνημονιακές», απευθυνόμενες στους πολίτες, κατ’ ουσίαν τους λένε: «Είστε αδύναμοι, ανήμποροι απέναντι στην κρίση. Κατανοούμε τις δυσκολίες σας, καταλαβαίνουμε ότι η ζωή σας έχει γίνει δύσκολη. Μόνο εμείς μπορούμε να σας σώσουμε». Το αδύναμο άτομο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ζητήσει σωτηρία από την ισχυρή εξουσία. Και σε αυτή τη σωτηριολογική σχέση, η μελαγχολική σκέψη ανάγεται σε εργαλείο πολιτικής διαχείρισης της κρίσης.
Καθώς οι πολιτικές δυνάμεις διαχειρίζονται το υποκειμενικό αίσθημα των υλικών στερήσεων, συντηρούν το μελαγχολικό βίωμα της υποκειμενικής απώλειας ενός σημαντικού «κάτι», μετασχηματίζοντας το εν λόγω βίωμα σε εργαλείο διατήρησης του φόβου αφανισμού, του φόβου θανάτου που γεννά υποδορίως η βίωση της κρίσης.
Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που να μην έχει προβληματιστεί για τον θάνατο, είτε τον έχει βιώσει στο οικογενειακό περιβάλλον του είτε τον έχει νιώσει εξ αποστάσεως, μέσω του θανάτου των άλλων (σε φυσικές καταστροφές, σε πολέμους, σε δυστυχήματα, σε τρομοκρατικά χτυπήματα κτλ.), είτε έχει εγγραφεί στη συνείδησή του μέσω της συλλογικής μνήμης, όπως συμβαίνει στις εθνότητες που έχουν υποστεί γενοκτονία. Στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, ο υπαρξιακός φόβος του θανάτου αναδύεται μέσα από τη γενικευμένη αίσθηση της αποσάθρωσης των δομών της κοινωνίας, από το αίσθημα ότι τα πάντα καταρρέουν (ή έχουν καταρρεύσει), ακόμη και όταν η ίδια η απαισιόδοξη σκέψη, που τροφοδοτεί αυτή την αίσθηση της καταστροφής, εμπεριέχει ένα ίχνος αισιοδοξίας.
Το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης είναι παράγωγο του τρόπου λειτουργίας των δυτικών οικονομιών και κοινωνιών – είναι ένα από τα δημιουργήματα του δυτικού πολιτισμού και συγκαταλέγεται στο πλέγμα των καταστροφών με τις οποίες είναι εξοικειωμένος ο δυτικός άνθρωπος (πόλεμοι, όπλα μαζικής καταστροφής, ιοί μαζικής δράσης, οικολογική καταστροφή). Και μόνο η έκφραση «οικονομική κρίση» προκαλεί, αντανακλαστικά, ανησυχία στα άτομα που κινδυνεύουν να την υποστούν, ενώ η δυσθυμία συνοδεύει ως επί το πλείστον την αναγκαστική εξοικείωσή τους με την πραγματικότητά της. Η απαισιόδοξη στάση απέναντι στην κατάσταση της κρίσης αποτυπώνεται κυρίως στη βαρυθυμία των ατόμων που διακατέχονται από μελαγχολικές σκέψεις –«είμαι αδύναμος», «δυστυχώς, δεν βλέπω φως στον ορίζοντα», ή «είμαι απογοητευμένος με την υπάρχουσα κατάσταση» κτλ.–, βαρυθυμία που συνοδεύεται από την επίταση του άγχους, ψυχοσωματικά άλγη, καθώς και από τη μείωση της αυτοεκτίμησης. Με άλλα λόγια, το σώμα είναι ο κατεξοχήν αποδέκτης της ψυχικής πίεσης του υποκειμένου της κρίσης, της ανασφάλειας και του άγχους του.
Το υποκείμενο βιώνει την κρίση μέσα από τον φόβο της δικής του καταστροφής, του δικού του αφανισμού (ηθικού, επαγγελματικού, κατ' επέκταση φυσικού).6 Το ίδιο το σώμα αισθάνεται να απειλείται. Το σώμα αντιπροσωπεύει τον χώρο της αυθυπαρξίας και της αξιοπρέπειας του ατόμου· όποιος υπερβεί τα όρια του ανθρωπίνου σώματος, αυτομάτως καταργεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η καταπάτηση αυτού του χώρου ισοδυναμεί με την άλωση της ίδιας της ύπαρξης του υποκειμένου. Ο Αυστριακός δοκιμιογράφος Jean Améry, μιλώντας για την εμπειρία των βασανιστηρίων που υπέστη στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, λέει πως έχασε την «εμπιστοσύνη του στον κόσμο» από το πρώτο κιόλας χτύπημα που δέχτηκε ως κρατούμενος. Αυτή η γενική κατηγορία εμπιστοσύνης στηρίζεται ως επί το πλείστον στη «βεβαιότητα ότι από συνέπεια προς τα γραπτά και άγραφα κοινωνικά συμβόλαια ο άλλος θα διαφυλάξει την ακεραιότητά μου και, πιο συγκεκριμένα, θα σπεύσει να σεβαστεί την υλική και μεταφυσική μου υπόσταση. Τα σύνορα του σώματός μου είναι τα σύνορα του Εγώ μου. Η επιδερμίδα μου με οριοθετεί απέναντι στον εξωτερικό κόσμο: για να διατηρήσω την εμπιστοσύνη μου στον κόσμο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να νιώθω πάνω στο σώμα μου μόνο ό,τι εγώ ο ίδιος θέλω να νιώσω».7
Κρίση και τιμωρία
Δεν είναι λίγες οι φωνές που προβάλλουν το επιχείρημα ότι η κρίση στην οποία περιήλθε ο ελληνικός λαός είναι μια κατάσταση που του «αξίζει», καθότι όλοι οι πολίτες έχουν συμβάλλει στη δημιουργία της. Τέτοιου είδους επιχειρήματα καλλιεργούν το δίκαιο της τιμωρίας: «αφού είμαστε υπεύθυνοι για την κρίση, μας αξίζει η λιτότητα, μας αξίζουν τα μνημόνια». Η έλλογη πλευρά αυτής της επιχειρηματολογίας συνδυάζει την (ατομική και συλλογική) ευθύνη στη δημιουργία της κρίσης, με την αναγκαστική αποδοχή των επιπτώσεων αυτής της ευθύνης. Όταν όμως προτάσσεται η έκφραση «μας αξίζουν τα μνημόνια», δηλαδή οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που μειώνουν το γενικό βιοτικό επίπεδο, είναι σαν να υποβόσκει η επιθυμία της τιμωρίας για ένα «λάθος», η (ενσυνείδητη ή ασύνειδη) διάπραξη του οποίου βαρύνει τους πάντες. Είναι διαφορετικό να αποδέχεται κανείς τις επιπτώσεις των πράξεών του ή, τουλάχιστον, της ενεργητικής ή παθητικής αποδοχής των πράξεων των άλλων, από το να θεωρεί ότι η τιμωρία του εαυτού του, καθώς και των άλλων, είναι η μόνη αποδεκτή και, κυρίως, επιθυμητή προοπτική προκειμένου να εξιλεωθεί κανείς από το ηθικό και πολιτικό λάθος των επιλογών του. Αφαιρώντας από τη (συνειδητή ή ασυνείδητη) επιθυμία της τιμωρίας του εαυτού την ηθική (που κατά πάσα πιθανότητα κάνει την τελευταία της εμφάνιση στο Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι), η οποία θέλει τον ευσεβή άνθρωπο να επιθυμεί ακόμη και την άδικη τιμωρία του ως απόδειξη της αναγνώρισης του λάθους του και, ταυτόχρονα, της ηθικής του ανωτερότητας, δεν μένει κάτι άλλο παρά να υποθέσουμε ότι στην περίοδο της κρίσης η ίδια η έλλειψη ή η απώλεια της αυτοεκτίμησης των υποκειμένων, τα ωθεί στην επιθυμία της τιμωρίας τους. Υπό αυτή την έννοια, η κρίση διαμόρφωσε τις κοινωνικές συνθήκες ανάδυσης ή επίτασης της ελλιπούς αυτοεκτίμησης, ενώ τα μνημόνια ήρθαν να επιβεβαιώσουν το αίσθημα κατωτερότητας των ατόμων. Με άλλα λόγια, τα μνημόνια αντιπροσωπεύουν το ηθικό και πολιτικό έρεισμα της ηθικής αυτοαπαξίωσης των υποκειμένων της κρίσης.
Ο Φρόυντ λέει ότι το μελαγχολικό υποκείμενο μέμφεται τον εαυτό του, εκφράζοντας την «ηθική αποστροφή» του προς το ίδιο.8 Προκειμένου, λοιπόν, να ικανοποιήσει την ηθική αυτοκριτική του, το υποκείμενο της κρίσης αποδέχεται τα μνημόνια σαν επιβεβαίωση της ηθικής και πολιτικής μικρότητάς του. Αν το πολιτικό πρόσωπο που είπε στην αρχή της κρίσης ότι «το μνημόνιο είναι ευτυχία για τον τόπο» είχε στον νου του, έστω και αμυδρά, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση των υποκειμένων της κρίσης (που λαμβάνει πολιτική υπόσταση σε σκέψεις και εκφράσεις του τύπου «αυτός ο λαός κυβερνιέται σαν πρόβατο»), η εν λόγω άποψη δεν ήταν παρά η συμβολική επικύρωση του δίκαιου της τιμωρίας των μνημονίων στους άβουλους και φοβισμένους πολίτες.
Μελαγχολική σκέψη και δράση
Η εικόνα ενός ατόμου με χαμηλή αυτοεκτίμηση εμπεριέχει σπερματικά επιθετικότητα: αυτός που αισθάνεται μειονεξία ικανοποιείται με το κακό που χτυπάει τους άλλους. Ο Ρουσσώ έχει γράψει ότι τα αντικείμενα που συνδέονται με την ευτυχία των ατόμων και συμβάλλουν στην αυτοεκτίμησή τους, κατέχουν κεντρική θέση στη ζωή τους. Όμως, όταν τα άτομα χάσουν αυτά τα αντικείμενα γίνονται οξύθυμα και μνησίκακα, δεν ενδιαφέρονται για τα αντικείμενα αυτά καθαυτά που γεμίζουν τους κατόχους τους με αυτοεκτίμηση, αλλά συγκρίνονται με τους άλλους, προκειμένου να διαπιστώσουν τι κατέχουν οι άλλοι (και δεν έχω εγώ), τι έχουν κερδίσει οι άλλοι (και έχω χάσει εγώ), με αποτέλεσμα τα άτομα που αισθάνονται την έλλειψη των αντικειμένων της αυτοεκτίμησής τους να απομακρύνονται σταδιακά από την πηγή της αυτοεκτίμησής τους, να ενδιαφέρονται να μειώσουν την απόλαυση των άλλων αντί να αυξήσουν τη δική τους και, ως εκ τούτου, να επιδιώκουν το κακό των άλλων αντί να επιδιώκουν το δικό τους καλό.9Στην αρχική περίοδο της ελληνικής κρίσης, καλλιεργήθηκε εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας ο ανταγωνισμός μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ή επαγγελματικών ομάδων: η επιθετικότητα της κοινωνίας στρεφόταν κάθε φορά ενάντια σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα που είχε ονοματιστεί «προνομιούχα», και η κατάργηση των «προνομίων» της από την κυβέρνηση προξενούσε ευχαρίστηση στις άλλες κοινωνικές ομάδες, των οποίων τα «προνόμια» είχαν ήδη πληγεί ή κινδύνευαν να πληγούν. Η ηθική και πολιτική επικύρωση των μνημονίων συντελέστηκε μέσω της καλλιέργειας αυτού του αισθήματος ικανοποίησης που κυρίευε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στο θέαμα της απώλειας των «προνομίων» των «προνομιούχων» ομάδων. Κατά καιρούς, η επιθετικότητα της κοινωνίας στράφηκε εναντίον των ελεύθερων επαγγελματιών, των δημοσίων υπαλλήλων, εναντίον επιμέρους επαγγελματικών κλάδων, όπως οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι υπάλληλοι κάποιου υπουργείου, οι οδηγοί φορτηγών, οι αγρότες κτλ. Όλοι φαίνονταν να στρέφονται εναντίον όλων, λες και η κοινωνία είχε περιέλθει στη φυσική κατάσταση του Τόμας Χομπς, με τη διαφορά ότι η ίδια η πολιτική εξουσία καλλιέργησε το κλίμα του homo homini lupus, του ανθρώπου που γίνεται λύκος για τον άλλο, προκειμένου να εδραιώσει κραταιώς τις πολιτικές επιλογές της ως προς τη διαχείριση της κρίσης μέσω των μνημονίων.
Ο Φρόυντ, παραλληλίζοντας την κατάσταση της μελαγχολίας με εκείνη του πένθους, αναφέρεται κυρίως στην αίσθηση της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, η οποία χαρακτηρίζει τόσο το μελαγχολικό υποκείμενο όσο και το υποκείμενο του πένθους. Το άτομο που έχει χάσει ένα αγαπημένο πρόσωπο και πενθεί, δεν σημαίνει ότι έχει χάσει και την αγάπη γι' αυτό το πρόσωπο· μπορεί κάλλιστα να επενδύσει την υπάρχουσα αγάπη του σ' ένα άλλο πρόσωπο (εν γένει σ' ένα άλλο αντικείμενο)10, ενεργοποιώντας εσωτερικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε κατάσταση ύπνωσης, ενεργοποιώντας τη διάθεσή του προκειμένου να είναι ένα άτομο εντός του κόσμου, και όχι εκτός του κόσμου όπως στην κατάσταση της μελαγχολίας ή, ακόμη χειρότερα, όπως σε εκείνη της κατάθλιψης, όπου το υποκείμενο περιέρχεται σε αδράνεια, σωματική καθώς και πνευματική. Η επιλογή του υποκειμένου να είναι εντός του κόσμου επενδύοντας σε αντικείμενα αγάπης διαφορετικά από το αντικείμενο του οποίου έχει βιώσει την απώλεια, δηλώνει σε κοινωνικό επίπεδο την άρνηση του ατόμου να παραμείνει απομονωμένο.
Τι συμβαίνει άραγε όταν τα άτομα θέλουν να είναι εντός του κόσμου αλλά δεν μπορούν να δράσουν; Πιο συγκεκριμένα, πώς συμπεριφέρονται όταν τίθενται εμπόδια στην ανάπτυξη της δράσης τους, όπως συμβαίνει στην κατάσταση της οικονομικής κρίσης; Με άλλα λόγια, ποιες είναι οι επιπτώσεις της μείωσης της ισχύς δράσεως, ατόμων και ομάδων;
Η στροφή του βλέμματος στον Σπινόζα παρέχει μια ικανοποιητική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα.11 Τα αισθήματα που αντιστοιχούν στην αύξηση της ισχύος δράσεως του ατόμου είναι αισθήματα χαράς, λέει ο Σπινόζα, ενώ εκείνα που αντιστοιχούν στη μείωση αυτής της ισχύος έχουν ως βάση τη λύπη. Με όρους μελαγχολικής σκέψης, το λυπημένο άτομο έχει απαισιόδοξα αισθήματα και παραμένει αδρανές, ενώ το χαρούμενο αποπνέει έναν αέρα αισιοδοξίας και επιλέγει να είναι ενεργό.
Οι σχέσεις των πραγμάτων που προκαλούν χαρά στο υποκείμενο συνάδουν με τις σχέσεις του, ενώ οι σχέσεις των πραγμάτων που είναι αιτία της λύπης του βρίσκονται σε πλήρη ασυμφωνία με τις σχέσεις του. Όταν το κύριο αίσθημα είναι η λύπη, το υποκείμενο βιώνοντας τον κίνδυνο της αποδόμησης των σχέσεών του, επιδιώκει (ή απλώς επιθυμεί) να εμποδίσει αυτή την αποδόμηση: θέλει, έστω και φαντασιακά, να καταστρέψει οτιδήποτε απειλεί να το καταστρέψει. Ο Σπινόζα επισημαίνει ότι από τη ρίζα της λύπης τρέφεται το μίσος. Μίσος προς οτιδήποτε απειλεί τις σχέσεις του υποκειμένου, μίσος προς τον οποιονδήποτε κίνδυνο καταστροφής του. Μίσος που τρέφει ενίοτε και τη χαρά: αν το υποκείμενο επιθυμεί ν' αντικρίσει δυστυχισμένο τον μισητό άλλο, δεν πρόκειται άραγε για μνησίκακο υποκείμενο που αντλεί χαρά από τη λύπη του άλλου;
Η μνησικακία υπήρξε, όπως είδαμε προηγουμένως, κατά την πρώτη τουλάχιστον περίοδο της ελληνικής κρίσης, το υπόστρωμα της γενικευμένης επιθετικότητας διαφόρων κοινωνικών ομάδων εναντίον μιας θεωρούμενης ως «προνομιούχας» ομάδας, έπειτα εναντίον κάποιας άλλης κ.ο.κ. Το (σπινοζικό) μίσος αποτέλεσε τον κατεξοχήν εξουσιαστικό μηχανισμό συμβολικής επιβολής των μνημονίων: τα επιβεβλημένα οικονομικά μέτρα στις επιμέρους κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες προσλαμβάνονταν από τις άλλες κοινωνικές ομάδες σαν δίκαια, αφού η ίδια η εξουσία είχε επενδύσει τις εν λόγω κατηγορίες με την εικόνα του «προνομιούχου» που θα έπρεπε να «πληρώσει» για την κρίση όπως και οι άλλοι. Αυτή η αναπαράσταση του «προνομιούχου» καθόριζε κάθε φορά τον αποδιοπομπαίο τράγο – προσλαμβανόταν κοινωνικώς σαν την εικόνα της αιτίας της κρίσης. Το μίσος προς την εικόνα του «προνομιούχου» ενείχε, επίσης, και την επιθυμία της καταστροφής της. Αυτό το εικονοκλαστικό μένος καλλιεργήθηκε από την ίδια την εξουσία, προκειμένου να στρέψει οπουδήποτε αλλού εκτός από την ίδια τα πυρά για τη διαχείριση της κρίσης μέσω των μνημονίων.
Τα άτομα που επιθυμούν να κατέχουν εξουσία καλλιεργούν το αίσθημα της (σπινοζικής) λύπης στους εξουσιαζόμενους, μειώνοντας την ισχύ δράσεως των τελευταίων. Ο Ζιλ Ντελέζ γράφει: «Οι άνθρωποι της εξουσίας αισθάνονται αδύναμοι, δεν μπορούν να θεμελιώσουν την εξουσία τους παρά μόνο στη λύπη των άλλων. Έχουν ανάγκη τη λύπη. Δεν μπορούν να κυριαρχήσουν παρά μόνο σε σκλάβους, και ο σκλάβος αντιπροσωπεύει την κατάσταση μείωσης της ισχύος. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να κυριαρχήσουν, δεν καταλαμβάνουν την εξουσία παρά μόνο μέσω της λύπης και εγκαθιστώντας ένα καθεστώς λύπης του τύπου “μετανοείτε” ή “μισήστε κάποιον”, και αν δεν έχετε κάποιον να μισήσετε, μισήστε τον ίδιο σας τον εαυτό».12
Η κρίση ως σχέση πολέμου
Σε ένα καθεστώς λύπης, το άτομο κινδυνεύει να χάσει την πνευματική καθώς και τη σωματική του ενέργεια, ενώ διάφορες κοινωνικές ομάδες ενδέχεται να απολέσουν την πολιτική και κοινωνική τους δυναμική. Παρ’ όλα αυτά, προκειμένου το ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο να ξεπεράσει την αδράνειά του, μπορεί να επενδύσει σε διαφορετικές (θετικές ή αρνητικές), ακόμη και σε ακραίες, μορφές δράσης13, όπως για παράδειγμα η επιθετικότητα που τρέφουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, διάφορες κοινωνικές ομάδες η μία εναντίον της άλλης – επιθετικότητα που λαμβάνει τη μορφή του σπινοζικού μίσους. Τέτοιας μορφής δράση μπορεί να είναι και μία «εκδήλωση της βούλησης για ισχύ»,14 όπως εξηγεί ο Παναγιώτης Κονδύλης, η οποία αντιμάχεται «την οφειλόμενη σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς καταναγκασμούς παραίτηση από την εκδήλωση της βούλησης για ισχύ». Αυτό σημαίνει ότι στο πεδίο της ψυχολογικής και κοινωνικής αδράνειας, που ενισχύεται από αισθήματα απαισιοδοξίας και μελαγχολικών σκέψεων, καλλιεργείται και το αντίδοτο αυτής της αδράνειας: η βούληση για ισχύ. Με άλλα λόγια, η μελαγχολική σκέψη γίνεται «ο τόπος επώασης για μια αιφνίδια και παρ' όλα αυτά προβλέψιμη έκρηξη αυτής της βούλησης».15Η βούληση για ισχύ αντιπροσωπεύει μια κατάσταση που, σε κοινωνικό επίπεδο, λαμβάνει διάφορες μορφές, άλλες με περιεχόμενο αγάπης, άλλες με περιεχόμενο μίσους, άλλες με προθέσεις δημιουργίας, άλλες με τάσεις καταστροφής. Η βούληση για ισχύ εμφανίζεται όταν ένα σύνολο ατόμων έχει αναγάγει έναν σκοπό σε υπέρτατη αξία, η υπεράσπιση της οποίας μετέρχεται συγκεκριμένους τρόπους δραστηριοποίησης και ακτιβισμού.16 Άλλοτε, πάλι, η βούληση για ισχύ υπογράφει την αυθόρμητη και ανιδιοτελή –στην αρχική τουλάχιστον φάση της– κοινωνική διαμαρτυρία (ή εξέγερση) ενάντια στον αυταρχισμό της πολιτικής εξουσίας.17Στην ελληνική κοινωνία υπό οικονομική κρίση, η βούληση για ισχύ των κοινωνικών ομάδων –που νιώθουν ότι έχουν υποστεί «εξευτελισμό» τόσο από τα κυβερνώντα πολιτικά κόμματα όσο και από τους διεθνείς «θεσμούς» που λειτουργούν ως δανειστές του κράτους ζητώντας ως αντίτιμο την υιοθέτηση μνημονίων– έχει γεννηθεί στους κόλπους των απαισιόδοξων αισθημάτων και μελαγχολικών σκέψεων που δεσπόζουν σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού: είναι λες και οι απαισιόδοξες διαθέσεις αναζητούν να μετουσιωθούν σε πράξη, σε συλλογική βούληση για ισχύ που, στην πραγματικότητα, μετακυλίεται σε εκείνες τις πολιτικές ομάδες που υπόσχονται την έξοδο από το καθεστώς των μνημονίων, απεκδύεται τον συλλογικό χαρακτήρα της και παίρνει τη μορφή που της δίνουν οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες αναλαμβάνουν τον ρόλο της ηθικής ανάτασης των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων: επενδύονται με σωτηριολογικά χαρακτηριστικά.18 Πολιτική και κοινωνία διολισθαίνουν (αν είχαν άραγε φύγει ποτέ από εκεί) σ' ένα περιβάλλον θεολογικό. Στο κοινωνικό φαντασιακό έχει εγκαθιδρυθεί η εικόνα των μνημονίων σαν δαιμόνων19 που κατατρώγουν τη σάρκα της οικονομίας και της κοινωνίας. Η απελευθέρωση από αυτούς τους δαίμονες δεν μπορεί να συντελεστεί παρά μόνο από τις πολιτικές δυνάμεις εξουσίας που κατέχουν τη βούληση για ισχύ, τη βούληση να εκδιώξουν το Κακό. Η ενσάρκωση του Κακού από τα «μνημόνια», την «τρόικα», τους Ευρωπαίους ηγέτες, τους «θεσμούς» κτλ. αφενός ορίζει τον «εχθρό» της κοινωνίας, αφετέρου προσδίδει στη βούληση για ισχύ την επιθυμία του πολέμου ενάντια στο Κακό. Αυτή η επιθυμία μετουσιώνεται στο άλλο πρόσωπο της γενικής απαισιοδοξίας και των μελαγχολικών σκέψεων. Και αυτό το Κακό δεν δύναται κανείς άλλος να το πολεμήσει πέραν της πολιτικής εξουσίας, στην οποία η κοινωνία έχει εκχωρήσει το μονοπώλιο της βούλησης για ισχύ καθώς και το δικαίωμα διαχείρισης του μελαγχολικού βιώματος των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων της κρίσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Κανείς βεβαίως δεν μπορεί να αγνοήσει την ιδιαιτερότητα της μελαγχολίας στο ψυχικό επίπεδο, οι ψυχολογικές πτυχές της οποίας περιορίζονται στον ορίζοντα του ατόμου, είτε η μελαγχολία παίρνει τη μορφή της κατάθλιψης είτε είναι απλώς ένα βίωμα υποκειμενικό, βεβαίως στενόχωρο για το άτομο, αλλά αγνό ως προς τα ψυχοπαθολογικά του αίτια.
2. Βλ. Jean-Pierre Dupuy (2005), Ελάσσων Μεταφυσική των Τσουνάμι, μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, Άγρα, Αθήνα 2008.
3. Ζίγκμουντ Φρόυντ (1915), «Πένθος και μελαγχολία», στο Freud, Métapsychologie, γαλλική μτφρ. των Jean Laplanche και J.-B. Pontalis, Gallimard (folio essais), Παρίσι 1968.
Η ίδια η ζωή του ανθρώπου συντίθεται από απώλειες. Το άτομο βιώνει διαδοχικές απώλειες με το πέρας του χρόνου – το πέρασμα στην ενήλικη ζωή, επί παραδείγματι, αντιπροσωπεύει την απώλεια της ανέμελης εφηβείας, η μέση ηλικία φέρει την απώλεια της πρώτης νεότητας· για έναν γονιό, το μεγάλωμα του παιδιού του συνοδεύεται από απώλειες: δεν θα ξανανιώσει ποτέ το παιδί του ως βρέφος ή στην ηλικία που έκανε τα πρώτα του βήματα ή όταν η γλώσσα του παιχνίδιζε κτλ.
4. Την άνοιξη-καλοκαίρι του 2011, στο πλαίσιο του «κινήματος των αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος, πολίτες, εμποδίζοντας τη διέλευση βουλευτικών αυτοκινήτων, χειρονομούσαν και προπηλάκιζαν βουλευτές, μούντζωναν ομαδικά το Κοινοβούλιο, τραγουδούσαν «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», σε ένα κλίμα έντονης δυσαρέσκειας και επιθετικότητας εναντίον των εθνικών αντιπροσώπων που επικύρωναν με την ψήφο τους τον νόμο του μνημονίου.
5. «Ο ατομικισμός είναι ένα συναίσθημα στοχαστικό και ήρεμο, που προδιαθέτει κάθε πολίτη έτσι ώστε να απομονωθεί από τη μάζα των ομοίων του και να αποτραβηχτεί στο περιθώριο με την οικογένειά του και τους φίλους του· ως εκ τούτου, αφού θα έχει δημιουργηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο μια μικρή κοινωνική ομάδα που θα του είναι ωφέλιμη, ο πολίτης ευχαρίστως θα αποσυρθεί από τη μεγάλη κοινωνία». [Μτφρ. Κ. Σπηλιώτης] Στο Tocqueville, De la Démocratie en Amérique, τ. 2, GF-Flammarion, Παρίσι 1981, σ. 125.
6. Στη δυτική ζωγραφική, η καταστροφή (μιας χώρας, ενός έθνους, μιας εθνότητας, του κόσμου, ή του ανθρώπινου γένους) απεικονίζεται ως επί το πλείστον ως ολοκληρωτικός αφανισμός, στον οποίο κεντρική θέση κατέχει η εικόνα του αφανισμού του ανθρωπίνου σώματος.
7. Jean Améry (1966), Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, Άγρα, Αθήνα 2009, σ. 68.
8. Βλ. «Πένθος και μελαγχολία», ό.π.
9. Βλ. Ελάσσων Μεταφυσική των Τσουνάμι, ό.π.
10. Βλ.«Πένθος και μελαγχολία», ό.π.
11. Σε ό,τι αφορά τη συνέχεια, βλ. την ερμηνεία της Θεωρίας των αισθημάτων του Σπινόζα από τον Ζιλ Ντελέζ: Gilles Deleuze, Spinoza,1978-1981, μάθημα της 13/1/1981, www.webdeleuze.com.
12. Αυτ. [Μτφρ. Κ. Σπηλιώτης.]
13. Ο Φρόυντ κάνει λόγο για την κατάσταση της «μανίας» στο ψυχικό επίπεδο, κατά την οποία το υποκείμενο, επιχειρώντας να αναστρέψει τη μελαγχολική του κατάσταση, επενδύει σε νέα αντικείμενα, προκειμένου να ξεπεράσει τη βιωμένη απώλεια του αγαπημένου του αντικειμένου, ενώ εμφανίζεται πρόθυμο να προβεί σε δραστηριότητες και πράξεις οποιουδήποτε είδους. Βλ. «Πένθος και μελαγχολία», ό.π.
14. Παναγιώτης Κονδύλης, «Μελαγχολία και Πολεμική», σσ. 173-193, μτφρ. Μιχάλης Παπανικολάου, στο Παναγιώτης Κονδύλης, Μελαγχολία και Πολεμική. Δοκίμια και μελετήματα, Θεμέλιο, Αθήνα 2002, σ. 178.
Στο εν λόγω δοκίμιό του, ο Π. Κονδύλης μεταγράφει στο πλαίσιο του πολιτισμού και της ιστορίας των ιδεών τη διαλεκτική σχέση μεταξύ μελαγχολίας και μανίας την οποία αναλύει σε ψυχικό επίπεδο ο Φρόυντ, στο «Πένθος και μελαγχολία».
15. Αυτ., σ. 178.
16. Παράδειγμα τέτοιας βούλησης για ισχύ είναι οι χριστιανικές ιεραποστολές που δραστηριοποιούνται στις χώρες του Τρίτου κόσμου, όπου το φιλανθρωπικό έργο που προσφέρουν στους φτωχούς πληθυσμούς ορίζεται υπό το πρόσχημα της αγάπης για τον συνάνθρωπο, ενώ πρόκειται κατ’ ουσίαν για την προσπάθεια επέκτασης της επιρροής της Εκκλησίας σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό. Ο πόλεμος των φανατικών ισλαμιστών εναντίον της Δύσης είναι ένα άλλο παράδειγμα βούλησης για ισχύ: ο «ιερός πόλεμος» που έχουν κηρύξει στις κυβερνήσεις των δυτικών κρατών εμπεριέχει την επιθυμία καταστροφής των θεμελιακών αξιών του δυτικού πολιτισμού, όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, η ανεξιθρησκία, η κριτική σκέψη, η δημοκρατία κτλ. Όταν το άτομο οικειοποιείται μια δομή σκέψης που θεμελιώνεται σε αξίες τις οποίες θεωρεί ανώτερες από τις άλλες, το βήμα να υποπέσει στον φανατισμό και στη βούληση να καταστρέψει τις εχθρικές αξίες είναι πολύ μικρό και εύκολο να γίνει. Όταν δε αυτό το άτομο ανήκει στα κοινωνικά στρώματα που παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα αποκλεισμένα από τις κυρίαρχες δομές της κοινωνίας, η τρομοκρατία προσφέρεται σαν μέσο εκδίκησης του κράτους και της κοινωνίας που διακρίνουν τους «εντός» από τους «εκτός» των κοινωνικών και πολιτισμικών δομών.
17. Αυτό συνέβη με το «κίνημα των αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος το 2011, στο οποίο ενσαρκώθηκε η ισχυρότερη πολιτική και κοινωνική απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
18. Η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, κατά τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, επενδύθηκε με την εικόνα της «ελπίδας», έννοια που απορρέει από την εκκλησιαστική πρακτική και ηθική της ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου ο πιστός χριστιανός ελπίζει ότι μέχρι την ύστατη στιγμή της ζωής του έχει τη δυνατότητα να κερδίσει την αιώνια ζωή στη βασιλεία των ουρανών.
19. Η δαιμονοποίηση του άλλου είναι μια πρακτική που λαμβάνει κοινωνικές διαστάσεις στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν ο «Διάβολος» δεν απειλεί μονάχα την ψυχή και τη βούληση των αγίων, αλλά μπορεί να κατακτήσει και τα σώματα των πιστών και να καταστρέψει τον κόσμο, αντίληψη που φτάνει μέχρι τη δαιμονοποίηση του «Εβραίου» στη ναζιστική Γερμανία. Βλ. το τεύχος 5 (Φεβρουάριος 2002) της πολιτικής επιθεώρησης Raisons Politiques (Presses de Sciences Po) με θέμα τον «εχθρό».
ΧΡΟΝΟΣ 27 (07.2015)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου