Παναγιώτα Κλεάνθους
Ήμουν 18 χρονών. Ήταν μια Κυριακή του Δεκεμβρίου, έξω είχε καλή μέρα και κατηφόρισα στο Μοναστηράκι. Είχα περίπου τρεις μήνες που βρισκόμουν στην Αθήνα και ένα από τα πράγματα που ήθελα να κάνω στη νέα πόλη που θα γινόταν το σπίτι μου για τα επόμενα χρόνια, ήταν να τον συναντήσω. Κατέβηκα στην πλατεία, έψαχνα με το βλέμμα μου τη μορφή του, τον εντόπισα.
Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να τον αναγνωρίσω, είχα δει φωτογραφίες και βίντεο με συνεντεύξεις του. Καθόταν σε μια παλιά καρέκλα, τα γένια του ήταν άσπρα, φορούσε ένα σκουφί, το πρόσωπό του ήταν γερασμένο, το βλέμμα του κατεβασμένο, φαινόταν βαρύς και ταλαιπωρημένος. Ακριβώς μπροστά του είχε ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι και πάνω ήταν τα βιβλία του. Πλησίασα. Δεν ήξερα τι να πω, πώς να συμπεριφερθώ. Στεκόμουν σαστισμένη και τον κοιτούσα, περνούσαν εικόνες απ’ το μυαλό μου, «είναι δολοφόνος» σκεφτόμουν. Του χαμογέλασα, τον χαιρέτησα και του είπα ότι ήθελα να αγοράσω το βιβλίο. Ανέβασε το βλέμμα, χαμογέλασε, ξεκίνησε να ετοιμάζει το «προϊόν» και εκεί βρήκα το θάρρος να του πω πως γνωρίζω την ιστορία και ότι θα ήθελα να μου μιλήσει. Δεν ήξερα τι ήθελα να ακούσω, δεν ήξερα τι περίμενα να μου πει, ούτε και τι ακριβώς εννοούσα όταν το είπα.
Άρχισε να μου λέει διάφορα, σκόρπια, χωρίς ειρμό, θυμάμαι λέξεις, φράσεις και εμμονές, προσπαθούσε σε μόλις λίγα λεπτά να χωρέσει μια ολόκληρη ζωή, που αφαίρεσε, όμως, τρεις. Τον κοιτούσα, τον άκουγα, δεν καταλάβαινα. Αστυνομία, φυλακή, αδελφός. Αυτά συγκράτησα, ίσως γιατί αυτά τον έκαιγαν. Προσπάθησε να μου πει ποιος ήταν, να μου εξηγήσει, να απολογηθεί. Σε ποιον; Σε μένα, που δεν του ήμουν απολύτως τίποτα. Ούτε αστυνομικός, ούτε δικαστής, ούτε συγγενής. Παρά ένα κοριτσάκι 18 χρονών που θέλησε να αγοράσει το βιβλίο του. Έκατσα 10 λεπτά και έφυγα με το βιβλίο στο χέρι. Δεν τον ξαναείδα από τότε.
Ανάμεσα στις καλλιτεχνικές ανησυχίες της εφηβείας είχα ανακαλύψει την ιστορία του Νίκου Κοεμτζή. Μέσα από τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου και την ταινία του Παύλου Τάσιου, είχα μάθει για το έγκλημα και τον άνθρωπο πίσω από αυτό. Έψαχνα, μάθαινα, αφομοίωνα. Το περιστατικό του μακελειού με συγκλόνισε. Στο εφηβικό μυαλό, μαζί με όλες τις μυθοποιήσεις που μπορούν να δημιουργηθούν - άθελά μας κάποιες φορές - είχε συμβεί κι αυτό. Και ίσως όχι μόνο στο δικό μου. Ένας άνθρωπος σκότωσε τρεις και τραυμάτισε άλλους 7, αλλά γύρω του είχε δημιουργηθεί ένας μύθος, που συντηρείται μέχρι και σήμερα.
Ένα γεγονός και ένας άνθρωπος που επέδρασαν τόσο έντονα στην καλλιτεχνική κοινότητα, σε δημιουργούς και σε διανοούμενους, «γέννησαν» μια νέα ανάγνωση του εγκλήματος και της προσωπικότητας του αυτουργού του. Από μια μερίδα κόσμου ονομάστηκε «αντι-ήρωας» ή «λαϊκός ήρωας» ή «θύμα-θύτης της κοινωνίας και της εξουσίας», από μια άλλη μερίδα «δολοφόνος» ή απλώς «Νίκος Κοεμτζής». Διαφωνίες και κυρίως δίπολα πάντα υπάρχουν, έτσι ακόμη και στην περίπτωσή του, βλέπουμε έντονα το δίπολο και τις δύο διαφορετικές αναγνώσεις. Πού βρίσκεται η αλήθεια κανείς δεν το ξέρει και το ποια αντίληψη θα υιοθετήσει ο καθένας είναι δικό του θέμα.
Παραμένει, ωστόσο, ακόμη και 46 χρόνια μετά το τραγικό βράδυ του μακελειού, μια ενδιαφέρουσα ιστορία που δίχασε την κοινή γνώμη και μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Πάντως, όπως κι αν ονομάστηκε μετέπειτα, όποιο προσωνύμιο κι αν του δόθηκε, το σίγουρο είναι πως στην εποχή του, την περίοδο του μακελειού, στην πλειονότητα των εφημερίδων της εποχής το όνομά του συνοδευόταν από τη λέξη «κτήνος» ή «σφαγεύς».
Το χρονικό του μακελειού
Ήταν βράδυ, ξημερώματα της 25 Φεβρουαρίου του 1973, απόκριες, και ο Νίκος Κοεμτζής είχε μόλις απελευθερωθεί, αφού το προηγούμενο διάστημα ήταν στη φυλακή για μικροκλοπές. Αποφάσισε, μαζί με τον αδερφό του, Δημοσθένη, και με την παρέα του, να γιορτάσει την ελευθερία του σε κάποιο νυχτερινό μαγαζί, επιλέγοντας το θρυλικό νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» στην Κυψέλη. Το κλίμα στην παρέα του Νίκου ήταν τεταμένο, αφού είχε προηγηθεί καβγάς με την τότε σύντροφό του Σοφία Χαρατζή, ενώ η γενικότερη ατμόσφαιρα της ταραγμένης περιόδου της Χούντας, επηρέαζε σημαντικά τον ίδιο, καθώς είχε «μπει στο μάτι» των αρχών.
Ο Νίκος ζήτησε από τον μικρότερο αδελφό του, στον οποίο είχε μεγάλη αδυναμία, τον Δημοσθένη, να σηκωθεί και να χορέψει μια «παραγγελιά» για χάρη του, παρόλο που προηγουμένως οι μουσικοί του κέντρου είχαν ανακοινώσει πως εκείνο το βράδυ δεν επρόκειτο να υπάρξουν «παραγγελιές». Η έντονη προσωπικότητα του Νίκου άλλαξε τα δεδομένα και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού είπε στους τραγουδιστές πως, προκειμένου να μην υπάρξει κάποιο πρόβλημα, επιτρέπει τις «παραγγελιές». Οι πρώτες νότες από τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη ξεκίνησαν να ηχούν στην πίστα και ο Δημοσθένης άρχισε να χορεύει την «παραγγελιά» του, όπως όριζαν οι τότε «κανόνες της νύχτας». Μόνο που τους άγραφους αυτούς νόμους δεν σεβάστηκε μια παρέα αστυνομικών με πολιτικά, που καθόταν σε διπλανό τραπέζι και διασκέδαζε εκτός υπηρεσίας.
Τα ήθη της εποχής και δη τα ήθη της νύχτας, όριζαν πως η «παραγγελιά» του ζεϊμπέκικου είναι προσωπική υπόθεση και πως χορεύεται κατά μόνας, αλλιώς επρόκειτο για ασέβεια και προσβολή. Ήταν θέμα τιμής. Η πίστα όπου χόρευε ο Δημοσθένης δεν άδειασε και η παρέα των αστυνομικών τον πλησίασε και τον παρενοχλούσε επιδεκτικά, σπρώχνοντάς τον και κοροϊδεύοντάς τον.
Όλα έγιναν σε μια στιγμή. 1,5 λεπτό ήταν αρκετό για να μετατραπεί η «Νεράιδα» από νυχτερινό κέντρο σε σφαγείο. Ο Νίκος με το που αντίκρισε τους αστυνομικούς να παρενοχλούν τον αδελφό του, έβγαλε τον σουγιά που είχε πάνω του και όρμηξε στην πίστα μαινόμενος, ουρλιάζοντας «Παραγγελιά ρε!». Σε κατάσταση αμόκ, τρελαμένος, σε απόλυτο παροξυσμό, έσφαζε όποιον έβρισκε μπροστά του, με το πλήθος να τρέχει πανικόβλητο να γλιτώσει από την φαλτσέτα του. Στο μαγαζί επικράτησε χάος και η πίστα της «Νεράιδας» βάφτηκε – κυριολεκτικά – κόκκινη, με τους δύο αστυνομικούς και έναν ακόμη άνθρωπο να κείτονται νεκροί, ενώ άλλοι 7 θαμώνες τραυματίστηκαν.
Ο Νίκος κατάφερε να διαφύγει από το μαγαζί, αφού κάρφωνε όποιον βρισκόταν στο δρόμο του προς την έξοδο, ακόμη και τον αδελφικό του φίλο που προσπάθησε να τον ηρεμήσει όσο συνέβαινε το μακελειό, αφήνοντας πίσω του ένα άγριο και αιματοβαμμένο σκηνικό. Από εκείνο το μακελειό έχασαν την ζωή τους ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, 28 ετών, ο αστυφύλακας Δημήτρης-Μιχαήλ Πεγιάς, 31 ετών, (αμφότεροι υπηρετούσαν στο Α/Τ Άνω Λιοσίων και ήταν εκτός υπηρεσίας) αλλά και ο φανοποιός Γιάννης Κούρτης, 34 ετών, που επίσης διασκέδαζε με την παρέα των αστυνομικών.
Ο Νίκος Κοεμτζής συνελήφθη λίγα 24ωρα μετά στη Δάφνη, ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Η σύλληψή του ήταν επεισοδιακή, αφού, όταν τον περικύκλωσαν οι αστυνομικοί, έβγαλε μαχαίρι απειλώντας πως αν δεν τον σκοτώσουν, θα τους σκότωνε. Τότε, ένας από τους αστυνομικούς τον πυροβόλησε στο πόδι και η καταδίωξη έληξε.
Η «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου
Ο Παύλος Τάσιος σκηνοθέτησε το 1980 την ταινία «Παραγγελιά!», εμπνευσμένος από το ειδεχθές έγκλημα του Νίκου Κοεμτζή. Μια ταινία- αριστούργημα, μέσα από την οποίο διαφαίνεται, όχι μόνο το περιστατικό του εγκλήματος, αλλά και η κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της Ελλάδας κατά την περίοδο του 1973, η ψυχοσύνθεση του Νίκου Κοεμτζή, καθώς και η νοοτροπία που επικρατούσε τότε: οι ταξικές διαφορές, ο τρόπος διασκέδασης, οι κώδικες επικοινωνίας, η λαϊκή κουλτούρα, τα σκυλάδικα, οι μαγκιές, η τιμή. Μέσα από τη σκηνοθετική του ματιά καταφέρνει να κάνει το εξής: αφενός, αποδίδει ρεαλιστικά το χωρο-χρονικό πλαίσιο και υπόβαθρο του περιστατικού και, αφετέρου, φωτίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο τον βαθύτερο ψυχισμό και την ανθρώπινη υπόσταση του πρωταγωνιστή. Θα ήταν άστοχο, σίγουρο, να μιλήσει κανείς για μια βιογραφική ταινία ή για ένα ντοκιμαντερίστικο φιλμ. Η «Παραγγελιά!» «γεννήθηκε» όταν το έγκλημα συνάντησε τη μυθοπλασία.
Ο Παύλος Τάσιος μοιάζει να δικαιολογεί μέσα από την ταινία του τον Νίκο Κοεμτζή ή μάλλον προσπαθεί να δείξει όλα εκείνα τα συναισθήματα που «φώλιαζαν» στην ψυχή του Νίκου και που τον οδήγησαν στο μεγάλο κακό. «Ντύνει» τη δολοφονία τριών ανθρώπων με τον μανδύα της αντίστασης κατά της εξουσίας, διανθίζοντάς την με τα ανατριχιαστικά και απολύτως ταιριαστά ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, με μουσική, εξαιρετικές ερμηνείες και με ένα σκηνικό γεμάτο καπνούς και αλκοόλ. Οι εύστοχες επιλογές των πρωταγωνιστών συνέβαλαν στο να θεωρείται η «Παραγγελιά!» ένα αριστούργημα, με τον Αντώνη Αντωνίου στον ρόλο του Νίκου Κοεμτζή να απογειώνει την ταινία.
Το παρελθόν του, η δίκη και το τέλος
Ο Νίκος Κοεμτζής είχε ανέκαθεν προβλήματα με την αστυνομία. Γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1938 στο Αιγίνιο Πιερίας από μια φτωχή οικογένεια και μεγάλωσε με δυσκολίες και κακουχίες. Ήταν γιος του Παναγιώτη και της Αναστασίας Κοεμτζή, οι οποίοι, λόγω της συμμετοχής τους στο ΕΑΜ επί Κατοχής, υπέστησαν διώξεις από τις κρατικές αρχές κατά την μεταπολεμική περίοδο. Το ξύλο στον πατέρα του, οι συνεχείς φυλακίσεις του κατά την περίοδο του εμφυλίου και το κυνηγητό, που οδήγησε την οικογένεια στο να μετακομίζει συνεχώς για να γλιτώσει, «γέννησαν» το μένος του Νίκου απέναντι στις Αρχές και στους ένστολους.
Όταν δε άρχισαν να κυνηγούν τον ίδιο, λόγω του αριστερού παρελθόντος του πατέρα του, και να τον τραβολογούν κάθε τόσο στην Ασφάλεια, αλλά και να τον κακομεταχειρίζονται, το μίσος μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Μάλιστα, κάποια στιγμή, αστυνομικοί είχαν ζητήσει από τον «συνήθη ύποπτο», Νίκο, να γίνει χαφιές, αλλά ο Νίκος αρνήθηκε. Ο ίδιος, πάντως, θεωρούσε πως οι αστυνομικοί που διασκέδαζαν το μοιραίο βράδυ στη «Νεράιδα» τον είχαν αναγνωρίσει και γι’ αυτό παρενόχλησαν την παρέα του.
Ο Νίκος Κοεμτζής στην ανάκρισή του υποστήριξε πως θόλωσε το μυαλό του από το ποτό και την προσβολή, ενώ νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του. Αν και ο συνήγορος υπεράσπισής του υποστήριξε ότι ο Νίκος έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα, οι δικαστές απέρριψαν το αίτημα να εξεταστεί από γιατρό. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και επτά σε ισόβια και ο αδελφός του, Δημοσθένης, σε τρία χρόνια φυλάκιση. Η δίκη του Νίκου ολοκληρώθηκε τρεις μέρες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και για σχεδόν τρία χρόνια, ζούσε με το ενδεχόμενο της εκτέλεσης του. Ωστόσο, με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, ο Κοεμτζής δεν εκτελέστηκε και μεταφέρθηκε ως ισοβίτης από τις φυλακές της Αλικαρνασσού στην Κέρκυρα. Έμεινε στη φυλακή για 23 χρόνια, όπου έδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και τον Μάρτιο του 1996 αποφυλακίστηκε από το δικαστικό συμβούλιο Πάτρας υπό όρους. Έκτοτε ζούσε πουλώντας το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του σε διάφορα σημεία στο κέντρο της Αθήνας, έξω από τα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων και στην πλατεία στο Μοναστηράκι.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2011, ενώ βρισκόταν στο Μοναστηράκι και πουλούσε τα βιβλία του, καθισμένος στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι του, ο Νίκος Κοεμτζής έπαθε έμφραγμα και λίγη ώρα μετά πέθανε από ανακοπή, στα 73 του χρόνια. «Πέθανε από την αφαγία και τη ζέστη», είπε ο Γιώργος Λιάνης, πρώην βουλευτής και υπουργός, και φίλος του Νίκου, με τον οποίο είχαν έρθει πολύ κοντά, όταν ακόμα ήταν στη φυλακή στην Κέρκυρα και ο ίδιος δούλευε ως δημοσιογράφος στα «Νέα». Και μια περίεργη σύμπτωση: σχεδόν μια βδομάδα μετά, αρχές Οκτωβρίου του 2011, πέθανε ο σκηνοθέτης της «Παραγγελιάς!», Παύλος Τάσιος.