Ως «Διαφωτισμό» χαρακτηρίζουμε
την ευρωπαϊκή εκείνη κίνηση, που τα ειδικά γνώρισμά της είναι η απόλυτη
πεποίθηση και πίστη στην ικανότητα του λόγου να βοηθήσει στην κατανόηση της
πραγματικότητας. Ο Διαφωτισμός προσπαθούσε να διδάξει τους ανθρώπους να ερευνήσουν
σε βάθος και να υποβάλουν σε κριτική όλες τις καθιερωμένες αρχές και εξουσίες,
που προέρχονταν από το Μεσαίωνα, ξεχωρίζοντας την γνώση από τις δεισιδαιμονίες
και τις προλήψεις.
Η τέταρτη περίοδος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, με την επιρροή των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, χαρακτηρίζεται από την είσοδο και εξέλιξη του Διαφωτισμού και στην Ελλάδα, με κύριο εκπρόσωπο τον Αδαμάντιο Κοραή. Το ολιγοσέλιδο έργο του «Υπόμνημα, για την παρούσα κατάσταση των Ελλήνων» αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό κείμενο αυτής της περιόδου. Δημοσιεύθηκε στα Γαλλικά το 1803 και μεταφράσθηκε πολλές φορές στη γλώσσα μας. Ίσως είναι το σπουδαιότερο έργο του Ελληνικού Διαφωτισμού. Ο Άγγλος ιστορικός, Φάϊφ, γράφει: «Το υπόμνημα αυτό, είναι ένα από τα πλέον φωτεινά και ενδιαφέροντα ιστορικά σκαριφήματα, απ'; όσα εγράφησαν ποτέ». Στην ανοδική πορεία, του Διαφωτισμού στην Ελλάδα, πολλοί μελετητές, διακρίνουν τρεις τάσεις, την ακραία, την μέση και την συντηρητική - έως και αρνητική.
Η τέταρτη περίοδος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, με την επιρροή των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, χαρακτηρίζεται από την είσοδο και εξέλιξη του Διαφωτισμού και στην Ελλάδα, με κύριο εκπρόσωπο τον Αδαμάντιο Κοραή. Το ολιγοσέλιδο έργο του «Υπόμνημα, για την παρούσα κατάσταση των Ελλήνων» αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό κείμενο αυτής της περιόδου. Δημοσιεύθηκε στα Γαλλικά το 1803 και μεταφράσθηκε πολλές φορές στη γλώσσα μας. Ίσως είναι το σπουδαιότερο έργο του Ελληνικού Διαφωτισμού. Ο Άγγλος ιστορικός, Φάϊφ, γράφει: «Το υπόμνημα αυτό, είναι ένα από τα πλέον φωτεινά και ενδιαφέροντα ιστορικά σκαριφήματα, απ'; όσα εγράφησαν ποτέ». Στην ανοδική πορεία, του Διαφωτισμού στην Ελλάδα, πολλοί μελετητές, διακρίνουν τρεις τάσεις, την ακραία, την μέση και την συντηρητική - έως και αρνητική.
Στην πρώτη τάση, η εμφανιζόμενη «κριτική βούληση», οδηγεί σε μία ασυμβίβαστη «κοινωνική κριτική». Στην τάση αυτή, που ο Διαφωτισμός ασκεί συνειδητή κριτική και θεμελιακή πνευματική στάση, αλλά και ουσιώδη αμφισβήτηση, ξεχωρίζουμε τέσσερα έργα που κυκλοφόρησαν ανώνυμα.
1. «Ο Ανώνυμος του 1789», μια έντυπη πεζή σάτιρα, με καθαρά ορθολογιστικό χαρακτήρα επιχειρηματολογίας. Η πορεία προς την αλήθεια, είχε σαν αφετηρία την καθολική αμφιβολία και αμφισβήτηση. Είναι ένα κείμενο απροσχημάτιστα επιθετικό και βίαιο, σε κάθε μορφής κατεστημένο, θρησκευτικό και πολιτικό.
2. «Ο Ρωσαγγλογάλλος», είναι μια έμμετρη σάτιρα, που θα την αφήσουμε τελευταία, γιατί ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές την αποδίδουν στο Ρήγα τον Βελεστινλή.
3. Η «Ελληνική Νομαρχία», είναι ένα πεζογράφημα του 1806. Το έργο είναι αφιερωμένο στον Ρήγα. Στην «Ελληνική Νομαρχία», το ελληνικό πρόβλημα τοποθετείται και αναλύεται μέσα στο πλαίσιο του πολιτικού ριζοσπαστισμού, φέρνοντας στο προσκήνιο το ζήτημα της ριζικής ηθικής αναμόρφωσης και της κοινωνικής επανάστασης. Οι οξύτητα των επιθέσεων της «Ελληνικής Νομαρχίας» κατά της Εκκλησίας, σαν κατεξοχήν συνεργού της τυραννίας, μας δείχνει μία έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση που είχε αρχίσει να δημιουργείται στην ελληνική κοινωνία. Ως πρόλογος στο βιβλίο αυτό, υπάρχει μία μικρή επιστολή προς τον επίδοξο αναγνώστη, η οποία τελειώνει ως εξής: «δια τούτο, εις άλλο τι, δεν χρησιμεύει η παρούσα μου ξεχωριστή επιστολή, ειμή μόνον δια να σε ειδοποιήσω ότι ανίσως ομοιάζεις εκείνους οπού προφέρουσι το όνομα της Ελλάδος χωρίς να αναστενάζωσι, να μην χάσεις τον καιρό σου ματαίως, εις το να αναγνώσεις το πονημάτιόν μου τούτο. Έρρωσο».
4. Οι «Κρίτωνος Στοχασμοί». Ενώ η πολεμική κατά του ανώτερου κλήρου απέβαινε το πρωταρχικό σύνθημα του Διαφωτισμού, η Εκκλησία υιοθετούσε τον ίδιο τρόπο για να αμυνθεί, εκδίδοντας τον «Λίβελλο κατά των Αρχιερέων». Όμως το 1819 κυκλοφόρησε ένα άλλο φυλλάδιο, με τίτλο «Κρίτωνος Στοχασμοί». Το κείμενο επαναλάμβανε τα γνωστά ηθικά επιχειρήματα και επεκαλείτο τις αξίες του Ουμανισμού, εμμένοντας στην συλλογική προσπάθεια για εθνική παλιγγενεσία, ενώ συγχρόνως προέτρεπε τον ανώτερο κλήρο να προσηλωθεί μόνο στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Με ήπιο τόνο επέκρινε την οικοδόμηση ενός υπερπολυτελούς μεγάρου το οποίο είχε κατασκευάσει ως κατοικία του ο μητροπολίτης Ανδριανουπόλεως, την στιγμή που εκεί δεν υπήρχε σχολείο νεότερης παιδείας. Αυτό θεωρήθηκε προσβλητικό, γιατί έθιγε την εξωτερική λάμψη της Εκκλησίας και το δικαίωμα της προσωπικής άνεσης των επισκόπων. Έτσι, κατόπιν υπόδειξης, του διαβόητου λογοκριτή και επιστάτη, του πατριαρχικού τυπογραφείου Ιλαρίωνος Σιναΐτη, το φυλλάδιο αυτό κάηκε δημόσια στην Κων/πολη, σαν «βλάσφημο» κείμενο.
Την μέση ή ήπια τάση του Διαφωτισμού εκπροσωπεί κυρίως ο Κοραής, ενώ το άκρως συντηρητικό, ή ορθότερα πολέμιο προς το Διαφωτισμό πνεύμα, εκπροσωπείται από το ψευδώνυμο έργο του Αθανασίου Πάριου «Αντιφώνησις», που καταφέρεται με έντονους και υβριστικούς χαρακτηρισμούς εναντίον της μνήμης των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι «η κοσμική γνώση, επειδή υποσκάπτει την πίστη, είναι επιζήμια για την ανθρώπινη ευτυχία». Προειδοποιούσε επίσης τους πιστούς ότι «η αθεΐα, είναι η αναγκαία προϋπόθεση» για να υπάρξει η επάρατη κοσμική ελευθερία. Επίσης κυκλοφορούσαν και αρκετά άλλα έντυπα γραμμένα από φανατικούς μοναχούς, στα οποία προβάλλονταν οι δουλικές θέσεις του Πατριαρχείου και στηλιτευόταν το πνεύμα του Διαφωτισμού.
Ο Ρήγας όμως, ποια τάση εκπροσωπεί; Ίσως μιαν άλλη, εκείνη που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει: την ενότητα θεωρίας και πράξης στην επαναστατική πολιτική και στην αναζήτηση μιας κοινωνίας, που ποθούσε αλλαγή, ισότητα και ελευθερία. Στο πρόσωπό του όλοι έβλεπαν, όχι μόνον τον ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Βαλκανικής, αλλά και τον άνθρωπο, που απέβλεπε στην πραγμάτωση των ιδεών και αρχών της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτές τις ιδέες και τις ενέργειες του Ρήγα, πως τις έβλεπαν άραγε, οι Φαναριώτες, και το Πατριαρχείο; Οι Φαναριώτες, οι μεγαλέμποροι, και οι κοτζαμπάσηδες, ασχολούνταν μόνο με τον πλουτισμό και την καλοπέρασή τους. Και γνώριζαν πολύ καλά, ότι μια επικείμενη απελευθερωτική εξέγερση, θα είχε τρομερές επιπτώσεις σ' αυτούς. Θα έχαναν τα προνόμια, που τους είχαν παράσχει οι Τούρκοι και οι περιουσίες τους θα συρρικνώνονταν ακόμα και μέχρι οριστικής απώλειας. Από πλευράς τους οι Τούρκοι τηρούσαν στο ακέραιο τις συμφωνίες που είχαν κάνει τόσο μ' αυτούς όσο και με το Πατριαρχείο. Φυσικά είχαν την απαίτηση να της τηρεί και η άλλη πλευρά, στην δε περίπτωση που οι εθελόδουλοι, φίλοι και ευνοούμενοί τους Ρωμιοί αθετούσαν τις συμφωνίες, το τίμημα ήταν ο θάνατος. Ποια λοιπόν στάση, έπρεπε να κρατήσουν όλοι αυτοί απέναντι στον Ρήγα;
Για το πώς έβλεπε το Πατριαρχείο και ο Γρηγόριος ο Ε τις κινήσεις του Ρήγα, ο Παναγιώτης Πιπινέλης γράφει: «Αι ενέργειαι και οι σκέψεις του Ρήγα καταδικάζονται σφοδρώς υπό του Γρηγορίου. Αφού, εν έτος μετά την σύλληψιν αυτού, μαθών ότι κυκλοφορούν έντυπα του Ρήγα, γράφει προς τον Μητροπολίτην Σμύρνης να επαγρυπνεί και όσα συλλέξει, να τα στείλει προς αυτόν» (Π. Πιπινέλης, «Πολιτική Ιστορία της Επαναστάσεως του 1821», Παρίσι 1928 ). Πριν ακόμα συλληφθεί ο Ρήγας, είχε κυκλοφορήσει εναντίον του ένας λίβελος με τον τίτλο «Πατρική Διδασκαλία». Ο Κοραής, μετά την εξακρίβωση ότι συντάκτης αυτού είναι ο ίδιος ο Πατριάρχης, απάντησε βγάζοντας την «Αδελφική Διδασκαλία». Είναι γνωστό ότι ο Ρήγας και οι σύντροφοί του, συνελήφθησαν από τους Αυστριακούς στην Τεργέστη. Οι Αυστριακές αρχές ανακοίνωσαν, ότι η σύλληψη του Ρήγα έγινε κατόπιν «κατόπιν εμπιστευτικών καταγγελιών». Την παραμονή του Ρήγα στην Τεργέστη την γνώριζαν μόνον οι στενοί συνεργάτες του και ο Μητροπολίτης Βελιγραδίου Μεθόδιος. Ποια συμφέροντα εξυπηρετούσε η σύλληψή του; Και γιατί δεν έγινε καμμία προσπάθεια από τον Πατριάρχη να πείσει το πρεσβευτή της Αυστρίας στη Πόλη και στενό του φίλο Ράκτηλ, να μην παραδοθεί ο Ρήγας στους Τούρκους; Ο Γιάννης Κορδάτος, στο βιβλίο του «Ο Ρήγας και η Βαλκανική Ομοσπονδία» γράφει: «ηθικοί αυτουργοί, στη δολοφονία του Ρήγα είναι το Πατριαρχείο και οι Φαναριώτες». Οι τελευταίοι ζητούσαν επίμονα από τους Αυστριακούς, το κεφάλι του Ρήγα για να το δωρίσουν στον Σουλτάνο. Οι Αυστριακοί όμως, παρέδωσαν τον Ρήγα στους Τούρκους, για διπλωματικούς λόγους.
Στη Βιβλιοθήκη του Θεολογικού Φροντιστηρίου, του Πανεπιστημίου Αθηνών, φυλάγεται ο «Κώδικας Κυρίλλου του Λαυριώτου», όπου κατά τον συγκεκριμένο μοναχό, ο Ρήγας ήταν «διεφθαρμένος την φρέναν» και οι σύντροφοί του «ακαίρως και αφρόνως σπουδάσαντες». Και μετά την δολοφονία του Ρήγα πάντως, ο μοναχός ανοίγει καινούργιο κεφάλαιο, το οποίο εδώ αποδίδω, γιατί είναι γραμμένο σε αρχαΐζουσα: «και ο παράφρων Ρήγας, που εξέδιδε εγκύκλια επαναστατικά γράμματα χωρίς την ευδοκία του Χριστού, είχε τον θάνατο που του ταίριαζε. Κι αυτός και οι συνωμότες του έγιναν τροφή των ψαριών στον ποταμό Ίστρο (Δούναβη). Και ύλη της αιωνίου κολάσεως κατά του Χριστού λυττήσας, δεν ήταν ούτε Χριστιανός, ούτε Εβραίος, αλλά ο ίδιος ο διάβολος που παρουσιάστηκε με ανθρώπινη μορφή». Την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιερόθεος στέλνει μια επιστολή στους κατοίκους της Πάργας: «ακούετε και ακολουθείτε, ως μανθάνω, τας συμβουλάς του Περαιβού, ο οποίος σας απατά. Δεν ηξεύρετε, ότι αυτός, με κάποιον Ρήγα Θεσσαλόν και μερικούς άλλους παρομοίους λογιωτάτους, συνεννοούμενοι με τους Φραντζέζους, εσκόπευαν να κάμουν επανάστασιν κατά του κραταιοτάτου σουλτάνου μας; Αλλά ο μεγαλοδύναμος Θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των, με θάνατον όπου τους έπρεπε. Μόνον δε ο Περαιβός εσώθει, δια τας ιδικάς σας αμαρτίας».
Στην κοινωνική κριτική, που άσκησε ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, αφήσαμε ασχολίαστη την έμμετρη σάτιρα, του «Ρωσαγγλογάλλου», την οποία ο Αξελός και μερικοί άλλοι μελετητές αποδίδουν στον ίδιο τον Ρήγα. Κατά τη γνώμη του Αξελού «η γλώσσα και η τεχνική του ποιήματος, είναι ίδια, ή περίπου ίδια, με τα θεωρούμενα γνήσια έργα του Ρήγα. Οι ιδέες που αναπτύσσονται μέσα στο ποίημα, είναι ίδιες και απαράλλαχτες με τις ιδέες που εκπροσωπούσε ο μεγάλος Θεσσαλός... Τις διακρίνει η σαφήνεια, το ξεσκέπασμα του αντιδραστικού και του σάπιου, το πάθος για την αλήθεια και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους ξένους. Δεν υπάρχει καμιά αντίθεση μεταξύ πρώτου και δεύτερου μέρους. Ο Ρήγας δείχνεται το ίδιο ανελέητος και στους εσωτερικούς εχθρούς και στους Ρωσσαγγλογάλλους, που μόνο λόγια και υποσχέσεις ήξεραν να δίνουν στους βασανισμένους Έλληνες». Ο Δημαράς πάντως ισχυρίζεται ότι δεν έργο του Ρήγα και την χρονολογεί την σύνταξή του γύρω στο 1804.
Αντίθετα από τον Ρήγα, εξαιτίας της υπάρχουσας κοινωνικής κατάκρισης, της στοιχειώδους έλλειψης παιδείας και των επικρατουσών προλήψεων και δεισιδαιμονιών των ορθόδοξων Ρωμιών, ο Κοραής εξαναγκάστηκε να ενεργήσει τελείως ορθολογιστικά, με απόλυτη ρεαλιστική αίσθηση και χωρίς κανένα ίχνος ενθουσιασμού. Ανταποκρίθηκε με θαυμαστό τρόπο στην πρόκληση για την χάραξη των κατευθυντηρίων γραμμών, του προγράμματος της πολιτικής και ηθικής αναμόρφωσης. Στον τομέα της Θρησκείας διατυπώνει πεποιθήσεις τις οποίες ακολουθεί σ' όλη του την ζωή, λ.χ. ότι η Αρετή είναι πράξη και όχι δόγμα ή προτρέπει τους Έλληνες να κρατηθούν «μακριά και από τη Σκύλλα της αθεΐας και από τη Χάρυβδη της δεισιδαιμονίας», μία θέση, που ίσως στα μάτια των μη γνωριζόντων τον δείχνει πεφωτισμένο χριστιανό, ωστόσο στην πραγματικότητα είναι θέση των πιο συνεπών επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης, των ροβεσπιερικών (αριστοτελικός και μετααριστοτελικός). Ο Κοραής γράφει σε μια περίοδο που η κατάσταση στους σκλαβωμένους Έλληνες, ιδίως στους κατοίκους της υπαίθρου, ήταν τραγική. Εκτός των άλλων, οι άνθρωποι αυτοί ήσαν και υποχείρια πολλών γυρολόγων μοναχών, οι οποίοι με διάφορα ξόρκια και μεταφέροντας μαζί τους ανθρώπινα λείψανα τα οποία βάφτιζαν «ιερά», έλεγχαν τις συνειδήσεις των δυστυχισμένων ραγιάδων «για το καλό τους!» και πάντα με το αζημίωτο.
Το 1804 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο σε πολύ προσεγμένη έκδοση με τον τίτλο «Γεωπονικόν». Το βιβλίο το έγραψε ο μοναχός Αγάπιος ο Κρής. Ήταν τυπωμένο στην Ενετία και στο τυπογραφείο του Γιαννιώτη, Πάνου Θεοδοσίου. Συγκριτικά με τ' άλλα έντυπα, το βιβλίο αυτό είχε την μεγαλύτερη κυκλοφορία στην προεπαναστατική Ελλάδα. Η διάθεσή του ήταν εντελώς ελεύθερη, το δε περιεχόμενό του είχε την έγκριση του επιστάτη του πατριαρχικού τυπογραφείου Ιλαρίωνα Σιναΐτη. Στο πρώτο μέρος δίνονταν συμβουλές για το φύτεμα και μπόλιασμα των δένδρων και την καλλιέργεια άλλων φυτών. Στο δεύτερο, η χρησιμότητα διαφόρων βοτάνων και συνταγές φαγητών, στην συνέχεια όμως ακολουθούσαν προτροπές και παραινέσεις σχετικά με την υγεία, όπου, όπως λ.χ. στην σελίδα 186, ο μοναχός προέτρεπε ακόμα και τους γονείς να ενεργήσουν ενάντια στα παιδιά τους. Διαβάζω μόνο τους δύο υπότιτλους του κατάπτυστου αυτού κειμένου. «Πώς να κάμεις τα βυζιά της κόρης να μη μεγαλώσουν» και «τα ορχίδια του παιδιού, για να μη τρανέψουν και να μείνουν ως έχουν».
Την αποκάλυψη του κειμένου αυτού έκανε το 1979 ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καραγκούνης, στην εφημερίδα του «Φωνή του Καματερού». Τα σχόλια του Καραγκούνη πέρασαν φυσικά απαρατήρητα, τα γεγονότα όμως βοούν και για την σύγχρονη κατάσταση των Ρωμιών, καθώς δεν είναι πολύς καιρός από τότε που ένα μικρό κορίτσι μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο με τα στήθη του σε κατάσταση σήψης.
Απέναντι σε εκείνη λοιπόν την αμορφωσιά,
τον ραγιαδισμό και την δεισιδαιμονία, ο Κοραής υποχρεώνεται να πολεμήσει με
δικά του όπλα. Οι Έλληνες μαθαίνουν για την καταγωγή τους
και αρχίζουν να κατανοούν ποιοι είναι, γνωρίζοντας σιγά - σιγά αλλά σταθερά το
αρχαιοελληνικό μεγαλείο. Πάρα πολλοί Έλληνες, ιδίως οι νέοι, αλλάζουν τα
ονόματά τους. Τα οικογενειακά ονόματα διαφοροποιούνται και τα βαπτιστικά
εγκαταλείπονται. Όλα αντικαθίστανται από αρχαιοελληνικά. Το 1817 στις Κυδωνίες (σημερινό Αϊβαλί), οι μαθητές του σχολείου
αποφασίζουν και συντάσσουν ένα σχετικό ψήφισμα: «θα ομιλούμε αρχαία ελληνικά».
Και υπογράφουν το ψήφισμα με δύο ονόματα, εκείνο που είχαν πριν και εκείνο που
είχαν λάβει τώρα, λ.χ. Ιωάννης - Λεωνίδας.
Πολύ αργότερα, ο Νικόλαος Σπηλιάδης σχολιάζει πράγματα που είχαν επίσης συμβεί πριν από την Επανάσταση στην Πελοπόννησο: «ήταν παράδοξη η μανία που κυρίευσε τους Έλληνες να δίνουν στους εαυτούς τους και στα παιδιά τους τα ονόματα των προπατόρων μας. Στον Πύργο, ο Λυκούργος Κρεστενίτης, που δίδασκε γράμματα πριν την επανάσταση, αφού έδωσε στον εαυτό του το όνομα του αθάνατου νομοθέτη των Σπαρτιατών, έδωσε και στους μαθητές του όλα τα ονόματα των μεγάλων ανδρών, όσοι είναι το καύχημα των αιώνων». Ο Αλή Πασάς παρατηρεί: «εσείς οι Έλληνες, κάτι μεγάλο έχετε στο κεφάλι σας. Δεν βαφτίζετε πια τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Διομήδη, Θεμιστοκλή. Σίγουρα, κάτι μαγειρεύετε». Όταν το «κακό» παραγίνεται, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε καταδικάζει με αυστηρή εγκύκλιό του αυτήν την καινοτομία, χαρακτηρίζοντάς την «αντιχριστιανική». Απαγορεύει με την απειλή αναθέματος, ή ακόμη και αφορισμού, την Ελληνική ονοματοθεσία και συγχρόνως καταδικάζει ακόμα και την απλή αναφορά στα αρχαιοελληνικά ονόματα.
Ο Κοραής πληροφορείται την εγκύκλιο και εκφράζει αγανακτισμένος την γνώμη του. «Ταλαίπωρον γένος! Εξ οίων εις οία! Και τούτο, κατά την δεκάτην ενάτην εκατονταετηρίδα! οπότε, μέγα μέρος του γένους, κινείται εις το να επιστρέψει ανάπαλιν, από τα τελευταία ταύτα ελεεινά οία, εις τα προγονικά οία. Ο Ελληνισμός αισθάνεται ώριμος για τα μεγάλα έργα. Ικανός να ακολουθήσει τον δρόμον, τον οποίον χάραξαν οι ένδοξοι πρόγονοί του. Ο Αγών είναι επί θύραις». Το τελευταίο, δηλαδή η επικείμενη Επανάσταση, αναγκάζει το Πατριαρχείο να αντιδράσει προσπαθώντας να την σταματήσει. Γιατί όμως; Επ' αυτού, ο Π. Πιπινέλης, γράφει: «εξ' όλων αυτών είναι νομίζω αναμφισβήτητον, ότι ο ανώτατος κλήρος του έθνους, υποπέσας ενωρίς υπό την υλικήν εξάρτησιν της τουρκικής εξουσίας, απεμακρύνθει του συνόλου του έθνους και με μυρίους δεσμούς συνδεδεμένος, προς την κρατούσαν τάξιν πραγμάτων, κατέστη φυσικός σύμμαχος της τουρκικής και της ιθαγενούς ολιγαρχίας». Ομοίως, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αλέξανδρος Τσιριντάνης, στο βιβλίο του «Εμείς οι Έλληνες» (Αθήνα, 1978 ) και στη σελίδα 105, είναι κατηγορηματικός: «Ποιος έκανε την Επανάσταση του ';21; Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μήπως; Όχι. Αυτό δεν ήθελε την Επανάσταση και ο Πατριάρχης την αφόρισε. Βρέθηκαν μερικοί να πουν, πως τάχα ο τρομερός αφορισμός ήταν εικονικός και έγινε μόνο για να ξεγελάσει τους Τούρκους. Δεν μπορούμε αυτά να τα πιστέψουμε ...» Για την ιστορία, ο Α. Τσιριντάνης ήταν υπουργός Δικαιοσύνης στην υπηρεσιακή κυβέρνηση που έκανε τις εκλογές του 1961.
Μόλις κηρύχτηκε η επανάσταση στη Μολδαβία από τον Μιχαήλ Βόδα - Σούτσο και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (την 3η Μαρτίου 1821), ο Πατριάρχης και όλη η Σύνοδος τους αφορίζει. Αποκαλεί τον Βόδα «τέρας, έμψυχον αχαριστίας» και τον Υψηλάντη «αγνώμονα» και τους δυο μαζί «ματαιόφρονες», «αχρείους και κακόβουλους», «κακοποιούς», κλπ. και τους καταριέται να είναι «αφορισμένοι και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και άλυτοι μετά θάνατον και τυμπανιαίοι». «Πατάξαι Κύριος αυτούς, τη ψυχεί, τω πυρετώ, τη ανεμοφθορία, και τη ώχρα». Πριν από τον μεγάλο αυτόν αφορισμό, το 1820 είχαν αφορισθεί πολλοί γνωστοί Διαφωτιστές, (Πίκκολος κλπ), ενώ το 1819 αφορίστηκαν η... Άλγεβρα, η... Τριγωνομετρία, και οι... Λογάριθμοι. Συγχρόνως, ο λογοκριτής-επιστάτης, του πατριαρχικού τυπογραφείου Ιλαρίων Σιναΐτης «έδωκε γνώμην, να παιδευθούν με ποινήν θανάτου, πέντε - έξ από τους θέλοντας να ενσπείρουν επανάστασιν, δια να σωφρονισθούν οι άλλοι».
Στις 25 Αυγούστου 1820, στο περιοδικό «Μέλισσα», που εκδίδονταν στο Παρίσι από τους εκεί Έλληνες, δημοσιεύθηκε μία επιστολή από τις Θεραπείες (προάστιο της Κων/πολης). Η επιστολή αυτή ισχυριζόταν ότι στο Πατριαρχείο είχε γίνει λόγος για οργάνωση φόνων διαφωτιστών (αρχείο Μέλισσας, τόμος 3ος σελ. 274). Ο Κοραής ήταν πεπεισμένος για το αυθεντικό της επιστολής. Στην επιστολή του προς τον Ιάκωβο Ρώτα (21 Δεκεμβρίου 1821) γράφει: «Έμαθες ίσως, ότι ο Νεόφυτος Βάμβας ζει παρά πάσαν ελπίδα. Ολίγον έλειψε φίλε μου να του σηκώσει την ζωήν ο Κατιμερτζής (Κατιμερτζής λεγόταν εκείνος που παρασκευάζει και πουλάει σάμαλι, παρωνύμιο του Γρηγορίου του Ε)» και συνεχίζει: «του οποίου ίσως την ώραν ταύτην ασπάζονται τα λείψανα και επικαλούνται την πρεσβείαν, οι Οδησσινοί. Ω, τον ηλίθιον τον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει, αντί να τους φορέσει καφτάνι». Το «καφτάνι» ήταν ένα πολυτελέστατο ολόσωμο ένδυμα, το οποίο δώριζε ο Σουλτάνος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, σε εκείνους που του προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες.
Τον αφορισμό της Επανάστασης από το Πατριαρχείο και την επικύρωση της εγκυκλίου του, ελάχιστοι μητροπολίτες αρνήθηκαν να υπογράψουν. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Μητροπολίτης Χαλκίδας, που έκρυψε τον αφορισμό και κράτησε στάση υπέρ της Επανάστασης. Ένας ακόμα στάθηκε στο ύψος του και πέθανε ηρωϊκά. Ήταν ο ξεχασμένος σήμερα Ευγένιος Καραβίας, που κατάγονταν από την Ιθάκη, μητροπολίτης Αγχιάλου, της πάλαι ποτέ ωραίας ελληνικής πόλης της Μαύρης Θάλασσας. Αυτός όχι μόνον δεν υπέγραψε τον αφορισμό, αλλά και αρνήθηκε να τον διαβάσει δημόσια όταν το ζήτησαν οι Τούρκοι. Συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια χωρίς να ενδώσει. Οι Τούρκοι τον κρέμασαν στις 10 Απριλίου 1821.
Όταν έφτασε ο αφορισμός της Επανάστασης στη Βιέννη, η Αυστριακή κυβέρνηση επέβαλε στον Κοκκινάκη, συντάκτη του αγαπημένου περιοδικού του Κοραή «Ερμής ο Λόγιος» και στον Αθανάσιο Σταγειρίτη, εκδότη της «Καλλιόπης», να δημοσιεύσουν τον αφορισμό και την πατριαρχική εγκύκλιο. Αυτοί αρνήθηκαν και, αδιαφορώντας για τους κατατρεγμούς και τις συνέπειες, σταμάτησαν την κυκλοφορία των περιοδικών τους (Δημήτρης Φωτιάδης, «Η Επανάσταση του 1821»). Η Επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα άρχισε την 21η Μαρτίου 1821 και εδραιώθηκε την 23η Μαρτίου, με την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τον Κολοκοτρώνη, τον Πετρόμπεη και τους Μανιάτες. Η υποτιθέμενη κήρυξη της Επανάστασης στην Μονή της Αγίας Λαύρας από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, την 25η Μαρτίου, φυσικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν αναφέρεται ούτε καν στα απομνημονεύματα του ίδιου του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Επ' αυτού, η «Ιστορία» της Εκδοτικής Αθηνών (τόμος 12ος, σελίδα 83) γράφει: «Η ιστορική όμως αλήθεια απέχει πολύ από το θρύλο... Ούτε στις 25 Μαρτίου, αλλά ούτε και στις 21 που έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση, βρίσκονταν κανείς στην Αγία Λαύρα. Λίγες μέρες μετά την άφιξή τους εκεί, στις 10, ή 13 Μαρτίου, όλοι οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι, διασκορπίσθηκαν στα ορεινά χωριά της Αχαΐας. Ειδικότερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έμεινε στα Νεζερά». Για όλη την δράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ο ιστορικός Τάκης Σταματόπουλος, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, χωρίς θρύλους». Θα σταθούμε, σ'; ένα χαρακτηριστικό γεγονός, που αναφέρει ο Σταματόπουλος: «Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς όλος ο Θησαυρός (κυρίως χρυσά κοσμήματα με πολύτιμους λίθους), που κυριεύθηκε από τους Τούρκους περιήλθε στα χέρια του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο και όχι μόνο δεν διατέθηκε για τις ανάγκες του Αγώνα, αλλά έγινε αιτία να ξεκληριστούν οι συγγενείς του, στην προσπάθεια να γίνουν κάτοχοι του θησαυρού». Πολύ αποκαλυπτικός στο θέμα αυτό είναι και ο κοτζάμπασης, αλλά αγωνιστής του 1821 υποστράτηγος Κανέλλος Δεληγιάννης, που στα απομνημονεύματά του (1ος τόμος, σελίδα 282), γράφει: «Ο δε Παλαιών Πατρών Γερμανός, όταν εστάλει μαζί με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη ικέται στον Πάπα της Ρώμης και δεν τους εδέχθει, έμειναν για τινα καιρόν εις την Άγκώναν. Εκεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μετασχημάτισε εις χρυσοχόους τα τσεβαϊρικά (ακριβά χρυσά κοσμήματα, στολισμένα με πολύτιμους λίθους) από Τουρκικά εις Ευρωπαϊκά καλλωπίσματα, δια να μην γνωρίζονται... Αυτά τα είδε ο Μαυρομιχάλης ιδίοις οφθαλμοίς και μας διαβεβαίωσεν, ότι τα εξετίμησαν εκεί ογδοήκοντα χιλιάδες τάληρα, ως έγγιστα. Και επανερχόμενος, τα άφησε εις την Ζάκυνθον, παρακαταθήκην εις την αδελφήν του, σύζυγον του Γεωργίου Καλαμογδάρτη. Και ελέγετο έκτοτε και όλοι το επίστευον, ότι η αδελφή του έστειλε τον άνδρα της στο Ναύπλιο πλησίον του αδελφού της. Αυτός διαμείνας εκεί μερικόν καιρόν, τον εδηλητηρίασε για να κερδίσουν μόνοι τους τα τσεβαϊρικά. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, απέθανε απροσδοκήτως. Τούτο μαθόντες οι άλλοι συγγενείς, μεταχειρίσθησαν τον αυτόν τρόπον, ώστε εκ δηλητηρίου απέθανε και ο Γεώργιος Καλαμογδάρτης και η γυναίκα του. Τελικά επενέβη η αστυνομία της Ζακύνθου και παρέλαβε τα τσεβαϊρικά και άγνωστο τι απέγιναν».
Όλοι μας, από μικρά παιδιά, μαθαίνουμε για την Επανάσταση του 1821, για τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε, για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και για την Αγία Λαύρα. Μαθαίνουμε για τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα και για τον αθάνατο «Θούριό» του. Τον Αδαμάντιο Κοραή, τον αποκαλούμε «Πρωτοδάσκαλο του Γένους» και τιμούμε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Φυσικά καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι η επιτυχία της Επανάστασης ήταν δήθεν προϊόν μια αρμονικής συνεργασίας, την οποία φαινομενικά επιβεβαιώνει και η συνύπαρξη, των τριών ανδριάντων στα προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Όμως κανείς ποτέ δεν μας έπεισε, με την απάντηση που έδωσε στο ερώτημα: Γιατί η σκλαβιά κράτησε τόσους αιώνες;
Γιώργος Δαδαμόγιας
Αναδημοσίευση από το περιοδικό
ΔΙΙΠΕΤΕΣ https://diipetes.ysee.gr/Πολύ αργότερα, ο Νικόλαος Σπηλιάδης σχολιάζει πράγματα που είχαν επίσης συμβεί πριν από την Επανάσταση στην Πελοπόννησο: «ήταν παράδοξη η μανία που κυρίευσε τους Έλληνες να δίνουν στους εαυτούς τους και στα παιδιά τους τα ονόματα των προπατόρων μας. Στον Πύργο, ο Λυκούργος Κρεστενίτης, που δίδασκε γράμματα πριν την επανάσταση, αφού έδωσε στον εαυτό του το όνομα του αθάνατου νομοθέτη των Σπαρτιατών, έδωσε και στους μαθητές του όλα τα ονόματα των μεγάλων ανδρών, όσοι είναι το καύχημα των αιώνων». Ο Αλή Πασάς παρατηρεί: «εσείς οι Έλληνες, κάτι μεγάλο έχετε στο κεφάλι σας. Δεν βαφτίζετε πια τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Διομήδη, Θεμιστοκλή. Σίγουρα, κάτι μαγειρεύετε». Όταν το «κακό» παραγίνεται, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε καταδικάζει με αυστηρή εγκύκλιό του αυτήν την καινοτομία, χαρακτηρίζοντάς την «αντιχριστιανική». Απαγορεύει με την απειλή αναθέματος, ή ακόμη και αφορισμού, την Ελληνική ονοματοθεσία και συγχρόνως καταδικάζει ακόμα και την απλή αναφορά στα αρχαιοελληνικά ονόματα.
Ο Κοραής πληροφορείται την εγκύκλιο και εκφράζει αγανακτισμένος την γνώμη του. «Ταλαίπωρον γένος! Εξ οίων εις οία! Και τούτο, κατά την δεκάτην ενάτην εκατονταετηρίδα! οπότε, μέγα μέρος του γένους, κινείται εις το να επιστρέψει ανάπαλιν, από τα τελευταία ταύτα ελεεινά οία, εις τα προγονικά οία. Ο Ελληνισμός αισθάνεται ώριμος για τα μεγάλα έργα. Ικανός να ακολουθήσει τον δρόμον, τον οποίον χάραξαν οι ένδοξοι πρόγονοί του. Ο Αγών είναι επί θύραις». Το τελευταίο, δηλαδή η επικείμενη Επανάσταση, αναγκάζει το Πατριαρχείο να αντιδράσει προσπαθώντας να την σταματήσει. Γιατί όμως; Επ' αυτού, ο Π. Πιπινέλης, γράφει: «εξ' όλων αυτών είναι νομίζω αναμφισβήτητον, ότι ο ανώτατος κλήρος του έθνους, υποπέσας ενωρίς υπό την υλικήν εξάρτησιν της τουρκικής εξουσίας, απεμακρύνθει του συνόλου του έθνους και με μυρίους δεσμούς συνδεδεμένος, προς την κρατούσαν τάξιν πραγμάτων, κατέστη φυσικός σύμμαχος της τουρκικής και της ιθαγενούς ολιγαρχίας». Ομοίως, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αλέξανδρος Τσιριντάνης, στο βιβλίο του «Εμείς οι Έλληνες» (Αθήνα, 1978 ) και στη σελίδα 105, είναι κατηγορηματικός: «Ποιος έκανε την Επανάσταση του ';21; Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μήπως; Όχι. Αυτό δεν ήθελε την Επανάσταση και ο Πατριάρχης την αφόρισε. Βρέθηκαν μερικοί να πουν, πως τάχα ο τρομερός αφορισμός ήταν εικονικός και έγινε μόνο για να ξεγελάσει τους Τούρκους. Δεν μπορούμε αυτά να τα πιστέψουμε ...» Για την ιστορία, ο Α. Τσιριντάνης ήταν υπουργός Δικαιοσύνης στην υπηρεσιακή κυβέρνηση που έκανε τις εκλογές του 1961.
Μόλις κηρύχτηκε η επανάσταση στη Μολδαβία από τον Μιχαήλ Βόδα - Σούτσο και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (την 3η Μαρτίου 1821), ο Πατριάρχης και όλη η Σύνοδος τους αφορίζει. Αποκαλεί τον Βόδα «τέρας, έμψυχον αχαριστίας» και τον Υψηλάντη «αγνώμονα» και τους δυο μαζί «ματαιόφρονες», «αχρείους και κακόβουλους», «κακοποιούς», κλπ. και τους καταριέται να είναι «αφορισμένοι και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και άλυτοι μετά θάνατον και τυμπανιαίοι». «Πατάξαι Κύριος αυτούς, τη ψυχεί, τω πυρετώ, τη ανεμοφθορία, και τη ώχρα». Πριν από τον μεγάλο αυτόν αφορισμό, το 1820 είχαν αφορισθεί πολλοί γνωστοί Διαφωτιστές, (Πίκκολος κλπ), ενώ το 1819 αφορίστηκαν η... Άλγεβρα, η... Τριγωνομετρία, και οι... Λογάριθμοι. Συγχρόνως, ο λογοκριτής-επιστάτης, του πατριαρχικού τυπογραφείου Ιλαρίων Σιναΐτης «έδωκε γνώμην, να παιδευθούν με ποινήν θανάτου, πέντε - έξ από τους θέλοντας να ενσπείρουν επανάστασιν, δια να σωφρονισθούν οι άλλοι».
Στις 25 Αυγούστου 1820, στο περιοδικό «Μέλισσα», που εκδίδονταν στο Παρίσι από τους εκεί Έλληνες, δημοσιεύθηκε μία επιστολή από τις Θεραπείες (προάστιο της Κων/πολης). Η επιστολή αυτή ισχυριζόταν ότι στο Πατριαρχείο είχε γίνει λόγος για οργάνωση φόνων διαφωτιστών (αρχείο Μέλισσας, τόμος 3ος σελ. 274). Ο Κοραής ήταν πεπεισμένος για το αυθεντικό της επιστολής. Στην επιστολή του προς τον Ιάκωβο Ρώτα (21 Δεκεμβρίου 1821) γράφει: «Έμαθες ίσως, ότι ο Νεόφυτος Βάμβας ζει παρά πάσαν ελπίδα. Ολίγον έλειψε φίλε μου να του σηκώσει την ζωήν ο Κατιμερτζής (Κατιμερτζής λεγόταν εκείνος που παρασκευάζει και πουλάει σάμαλι, παρωνύμιο του Γρηγορίου του Ε)» και συνεχίζει: «του οποίου ίσως την ώραν ταύτην ασπάζονται τα λείψανα και επικαλούνται την πρεσβείαν, οι Οδησσινοί. Ω, τον ηλίθιον τον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει, αντί να τους φορέσει καφτάνι». Το «καφτάνι» ήταν ένα πολυτελέστατο ολόσωμο ένδυμα, το οποίο δώριζε ο Σουλτάνος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, σε εκείνους που του προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες.
Τον αφορισμό της Επανάστασης από το Πατριαρχείο και την επικύρωση της εγκυκλίου του, ελάχιστοι μητροπολίτες αρνήθηκαν να υπογράψουν. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Μητροπολίτης Χαλκίδας, που έκρυψε τον αφορισμό και κράτησε στάση υπέρ της Επανάστασης. Ένας ακόμα στάθηκε στο ύψος του και πέθανε ηρωϊκά. Ήταν ο ξεχασμένος σήμερα Ευγένιος Καραβίας, που κατάγονταν από την Ιθάκη, μητροπολίτης Αγχιάλου, της πάλαι ποτέ ωραίας ελληνικής πόλης της Μαύρης Θάλασσας. Αυτός όχι μόνον δεν υπέγραψε τον αφορισμό, αλλά και αρνήθηκε να τον διαβάσει δημόσια όταν το ζήτησαν οι Τούρκοι. Συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια χωρίς να ενδώσει. Οι Τούρκοι τον κρέμασαν στις 10 Απριλίου 1821.
Όταν έφτασε ο αφορισμός της Επανάστασης στη Βιέννη, η Αυστριακή κυβέρνηση επέβαλε στον Κοκκινάκη, συντάκτη του αγαπημένου περιοδικού του Κοραή «Ερμής ο Λόγιος» και στον Αθανάσιο Σταγειρίτη, εκδότη της «Καλλιόπης», να δημοσιεύσουν τον αφορισμό και την πατριαρχική εγκύκλιο. Αυτοί αρνήθηκαν και, αδιαφορώντας για τους κατατρεγμούς και τις συνέπειες, σταμάτησαν την κυκλοφορία των περιοδικών τους (Δημήτρης Φωτιάδης, «Η Επανάσταση του 1821»). Η Επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα άρχισε την 21η Μαρτίου 1821 και εδραιώθηκε την 23η Μαρτίου, με την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τον Κολοκοτρώνη, τον Πετρόμπεη και τους Μανιάτες. Η υποτιθέμενη κήρυξη της Επανάστασης στην Μονή της Αγίας Λαύρας από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, την 25η Μαρτίου, φυσικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν αναφέρεται ούτε καν στα απομνημονεύματα του ίδιου του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Επ' αυτού, η «Ιστορία» της Εκδοτικής Αθηνών (τόμος 12ος, σελίδα 83) γράφει: «Η ιστορική όμως αλήθεια απέχει πολύ από το θρύλο... Ούτε στις 25 Μαρτίου, αλλά ούτε και στις 21 που έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση, βρίσκονταν κανείς στην Αγία Λαύρα. Λίγες μέρες μετά την άφιξή τους εκεί, στις 10, ή 13 Μαρτίου, όλοι οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι, διασκορπίσθηκαν στα ορεινά χωριά της Αχαΐας. Ειδικότερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έμεινε στα Νεζερά». Για όλη την δράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ο ιστορικός Τάκης Σταματόπουλος, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, χωρίς θρύλους». Θα σταθούμε, σ'; ένα χαρακτηριστικό γεγονός, που αναφέρει ο Σταματόπουλος: «Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς όλος ο Θησαυρός (κυρίως χρυσά κοσμήματα με πολύτιμους λίθους), που κυριεύθηκε από τους Τούρκους περιήλθε στα χέρια του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο και όχι μόνο δεν διατέθηκε για τις ανάγκες του Αγώνα, αλλά έγινε αιτία να ξεκληριστούν οι συγγενείς του, στην προσπάθεια να γίνουν κάτοχοι του θησαυρού». Πολύ αποκαλυπτικός στο θέμα αυτό είναι και ο κοτζάμπασης, αλλά αγωνιστής του 1821 υποστράτηγος Κανέλλος Δεληγιάννης, που στα απομνημονεύματά του (1ος τόμος, σελίδα 282), γράφει: «Ο δε Παλαιών Πατρών Γερμανός, όταν εστάλει μαζί με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη ικέται στον Πάπα της Ρώμης και δεν τους εδέχθει, έμειναν για τινα καιρόν εις την Άγκώναν. Εκεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μετασχημάτισε εις χρυσοχόους τα τσεβαϊρικά (ακριβά χρυσά κοσμήματα, στολισμένα με πολύτιμους λίθους) από Τουρκικά εις Ευρωπαϊκά καλλωπίσματα, δια να μην γνωρίζονται... Αυτά τα είδε ο Μαυρομιχάλης ιδίοις οφθαλμοίς και μας διαβεβαίωσεν, ότι τα εξετίμησαν εκεί ογδοήκοντα χιλιάδες τάληρα, ως έγγιστα. Και επανερχόμενος, τα άφησε εις την Ζάκυνθον, παρακαταθήκην εις την αδελφήν του, σύζυγον του Γεωργίου Καλαμογδάρτη. Και ελέγετο έκτοτε και όλοι το επίστευον, ότι η αδελφή του έστειλε τον άνδρα της στο Ναύπλιο πλησίον του αδελφού της. Αυτός διαμείνας εκεί μερικόν καιρόν, τον εδηλητηρίασε για να κερδίσουν μόνοι τους τα τσεβαϊρικά. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, απέθανε απροσδοκήτως. Τούτο μαθόντες οι άλλοι συγγενείς, μεταχειρίσθησαν τον αυτόν τρόπον, ώστε εκ δηλητηρίου απέθανε και ο Γεώργιος Καλαμογδάρτης και η γυναίκα του. Τελικά επενέβη η αστυνομία της Ζακύνθου και παρέλαβε τα τσεβαϊρικά και άγνωστο τι απέγιναν».
Όλοι μας, από μικρά παιδιά, μαθαίνουμε για την Επανάσταση του 1821, για τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε, για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και για την Αγία Λαύρα. Μαθαίνουμε για τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα και για τον αθάνατο «Θούριό» του. Τον Αδαμάντιο Κοραή, τον αποκαλούμε «Πρωτοδάσκαλο του Γένους» και τιμούμε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Φυσικά καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι η επιτυχία της Επανάστασης ήταν δήθεν προϊόν μια αρμονικής συνεργασίας, την οποία φαινομενικά επιβεβαιώνει και η συνύπαρξη, των τριών ανδριάντων στα προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Όμως κανείς ποτέ δεν μας έπεισε, με την απάντηση που έδωσε στο ερώτημα: Γιατί η σκλαβιά κράτησε τόσους αιώνες;
Γιώργος Δαδαμόγιας
Όλοι μας, από μικρά παιδιά, μαθαίνουμε για την Επανάσταση του 1821, για τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε, για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και για την Αγία Λαύρα. Μαθαίνουμε για τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα και για τον αθάνατο «Θούριό» του. Τον Αδαμάντιο Κοραή, τον αποκαλούμε «Πρωτοδάσκαλο του Γένους» και τιμούμε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Φυσικά καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι η επιτυχία της Επανάστασης ήταν δήθεν προϊόν μια αρμονικής συνεργασίας, την οποία φαινομενικά επιβεβαιώνει και η συνύπαρξη, των τριών ανδριάντων στα προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Όμως κανείς ποτέ δεν μας έπεισε, με την απάντηση που έδωσε στο ερώτημα: Γιατί η σκλαβιά κράτησε τόσους αιώνες;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι οξύτητα των επιθέσεων της «Ελληνικής Νομαρχίας» κατά της Εκκλησίας, σαν κατεξοχήν συνεργού της τυραννίας, μας δείχνει μία έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση που είχε αρχίσει να δημιουργείται στην ελληνική κοινωνία.
ΑπάντησηΔιαγραφή