Από το Ιατρο-κοινωνιολογικό δοκίμιο "ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΜΙΚΡΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΦΘΙΣΗΣ"
του Α. Ι. Ρεμούνδου, Πνευμονολόγου - Φυματιολόγου και Συγγραφέα
Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΕΩΣ ΤΗ ΚΤΗΡΙΑΚΗ
ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΗ
1946-1951
Μέσα στα
«Πέτρινα χρόνια» χτίζεται το Πέτρινο… Η πνευμονική φυματίωση εξακολουθούσε να αποτελεί μάστιγα της
περιοχής με πολλούς θανάτους ετησίως. Το «Ορεινόν Αντιφυματικόν Αναρρωτήριον
Αντινίτσης» είχε καταστραφεί το ’44 από τους Γερμανούς, η έλλειψη ενός
Νοσοκομείου - Σανατορίου ήταν εμφανέστατη και η ίδρυσή του επείγουσα και
αναγκαία.
Βρισκόμαστε ήδη
στο έτος 1946, μετά το τέλος της κατοχής και μέσα στον εμφύλιο, επί κυβερνήσεως
φιλελευθέρων του Θεμιστοκλή Σοφούλη και υπουργό Υγιεινής το βουλευτή Φθιώτιδας
Ευστάθιο Μαλαμίδα που ανέλαβε και έγινε πρωτεργάτης ενός, όπως χαρακτηρίστηκε
από το τύπο, κολοσσιαίου έργου, του
Σανατορίου Λαμίας.
Επί υπουργίας
του, μέσω της Αμερικανικής βοηθείας του σχεδίου Μάρσαλ εκδόθηκε η πίστωση,
χαράχθηκαν τα σχέδια, αναγνωρίσθηκε η κατάλληλη τοποθεσία και το σπουδαιότερο
«με τη πείσμονα προσπάθεια του Μαλαμίδα εξουδετερώθηκε η πρόθεση των αρμοδίων,
το Σανατόριο να γίνει στο Νομό
Μαγνησίας, για τον οποίο αρχικά προοριζόταν». Αφού απορρίφτηκαν οι υποψήφιες
τοποθεσίες για την ίδρυσή του, εκείνες της Στυλίδας, της Υπάτης και της
Αντίνιτσας, τελικά επελέγη ως ιδανική από κάθε άποψη (έξι χιλιόμετρα μακριά από
τη πόλη, σε υψηλό σημείο με καλή κυκλοφορία αέρος, ανοιχτό ορίζοντα, σχετικά
ξηρή τοποθεσία) η περιοχή της «Ταράτσας
Λαμίας», που εκτείνεται στο βόρειο σημείο της πόλης, εκεί που άλλοτε βρίσκονταν
το ομώνυμο «Λοιμοκαθαρτήριο», πλησίον της οροθετικής γραμμής Δερβέν Φούρκας,
των παλαιών ελληνοτουρκικών συνόρων.
Η μελέτη και η
κατασκευή του έργου ανατέθηκε στη «Νεοτεχνική Α.Ε.», αφού είχε προηγηθεί η
θεμελίωση από το Μαλαμίδα που άρχισε τις προσπάθειές του το 1946, και άρχισαν
οι εργασίες το 1949. Το κολοσσιαίο αυτό έργο περατώθηκε κτηριακά επί Ευστ.
Μαλαμίδα «υπουργού όντως Εμπορικής Ναυτιλίας» (1950-1951).
Η ολοκλήρωση
μόνο του κτηριακού συγκροτήματος κόστισε – σύμφωνα με τις πηγές αλλά και του
τύπου – δώδεκα δισεκατομμύρια δραχμές. Το οικοδόμημα είχε μήκος 220 μέτρα,
πλάτος κατά μέσο όρο 30 μέτρα, αποτελείτο από τρείς ορόφους και «μέγα αριθμό
δωματίων, Χωλ, βοηθητικών χώρων και διαμερισμάτων», με πρόβλεψη να αναπτυχθούν 220 κλίνες.
Στην ανέγερση
του Σανατορίου συνέβαλαν ενεργά και με ζήλο: Ο Νομίατρος Δ. Καλύβας, οι
Νομομηχανικοί Κεφάλας και αντ’ αυτού ο Δέπος, ο Μηχανικός της «Νεοτεχνικής» Ν.
Δημητρόπουλος και ο Μηχανικός Γ. Συλιβάνης από τη πλευρά του δημοσίου.
Ο Γεώργιος
Καραγιάννης διηγείται…
Ο Γεώργιος
Καραγιάννης δάσκαλος στο επάγγελμα, υπέργηρος τον Απρίλιο του 1999, μας
παρέδωσε τις προσωπικές του μαρτυρίες, με ένα τετρασέλιδο δακτυλογραφημένο
κείμενο του 1994 και μια δίωρη συζήτηση στα Γ.Α.Κ. του Νομού Φθιώτιδας, για το
Σανατόριο Λαμίας, παρόντος και του τότε προϊσταμένου των Γ.Α.Κ κ. Δημητρίου
Νάτσιου.
Ο συγγραφέας
των αναμνήσεων βρέθηκε εκείνη την εποχή
εργαζόμενος στη «γραφο – οικονομική» Υπηρεσία της «Νεοτεχνικής Α.Ε» η οποία από
τα μέσα του 1949 κατασκεύαζε το έργο. Οι αναμνήσεις του, απηχούν το κοινωνικό
και πολιτικό κλίμα της εποχής του 1944-1949.
Μας περιγράφει
με λεπτομέρειες και απλότητα ο Γ. Καραγιάννης, σημαντικότατα στοιχεία για το
ιστορικό της εκλογής του χώρου, της εργολήπτριας εταιρείας, της διαδικασίας των
εργασιών της κατασκευής και προσώπων που πρωτοστάτησαν σε αυτή τη κατασκευή:
«Την εποχή
εκείνη είχαμε τον εμφύλιο που είχε περιοριστεί στη Βόρεια Ελλάδα. Είχαμε
κυβέρνηση Σοφούλη με υπουργό Υγιεινής το βουλευτή Ευστ. Μαλαμίδα. Η Αμερική μας
τροφοδοτούσε με όλα τα εφόδια αλλά και με χρήμα. Στην Αμερικανική αποστολή
βοήθειας, φαίνεται ότι ήταν και ένας Υγιεινολόγος που είχε τη «φιλοδοξία» να
κάνει κάτι καλό για την Ελλάδα, έπειτα από τα τόσα δεινά της κατοχής και του
εμφυλίου. Ο δικός μας πολιτικός, ο Μαλαμίδας συνδέεται μαζί του και τον
καταφέρνει να ερευνήσουν περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας, ώστε αυτό το Σανατόριο
να εξυπηρετεί όλη τη χώρα αφού θα είναι κάπου στο κέντρο.
Τέτοιο κέντρο ο
Μαλαμίδας εννοούσε τη Φθιώτιδα και ιδιαίτερα τη θέση
Αντίνιτσα που ήταν το πυρπολημένο Σανατόριο από τα κατοχικά στρατεύματα.
Πράγματι περιπλάνησε ο Δομοκίτης πολιτικός τον Αμερικανό σε αρκετά μέρη, στις
περιοχές Υπάτης, Στυλίδας, Δομοκού, που ο Αμερικανός τα έβγαλε όλα ακατάλληλα,
διότι δεν πληρούσαν όλους τους όρους. Τέλος τον οδήγησε στην Αντίνιτσα που και
η τοποθεσία αυτή αποκλείστηκε ασυζητητί.
Κατεβαίνοντας
προς τη Λαμία, με τη προοπτική ότι δυστυχώς φεύγει το Σανατόριο από τη
Φθιώτιδα, συζήτησαν για την ύπαρξη και λειτουργία του Λοιμοκαθαρτηρίου πριν
πολλά χρόνια, στη «Ταράτσα» της Λαμίας. Ο Αμερικανός είδε τη περιοχή την έκρινε
ιδανική και συμφώνησε να κτιστεί εκεί το Σανατόριο.
Από τη στιγμή
εκείνη άρχισαν οι ενέργειες της απόκτησης του χώρου. Νομίζω ότι τότε ήταν
Δήμαρχος ο γιατρός Ευάγγελος Μυρεσιώτης που βοήθησε πολύ. Βρίσκουν στα χαρτιά
ότι ο χώρος αυτός είναι εθνικός, του δημοσίου, με κάποια λιβαδιακά δικαιώματα
νομής των προβατοτρόφων της περιοχής, της οικογένειας των Γαλαναίων. Οι
Γαλαναίοι αρχικά αντέδρασαν, αλλά τελικά αποζημιώθηκαν βάσει συμβολαίων,
δικαστικώς. Αρχικά αντέδρασε και η
τοπική κοινωνία της Λαμίας για τη δημιουργία του
Σανατορίου αλλά και οι γιατροί πλην του Νομίατρου και του οδοντίατρου
Μουντούρη.
Νομίατρος
εκείνη τη εποχή ήταν ο Δημήτριος Καλύβας, Νομομηχανικός ο Κεφάλας και αντ’
αυτού Νομομηχανικός Επιθεωρητής ο Δέπος. Όλοι τους, ενδιαφέρθηκαν και
βοήθησαν πολύ ώστε να πραγματοποιηθεί το έργο, από την αρχή μέχρι το τέλος του.
Έγινε η
διαδικασία επιπεδομέτρησης της εκτάσεως η οποία είναι 80 περίπου στρέμματα και
ανατέθηκε από το Υπουργείο απ’ ευθείας, χωρίς δημοπρασία, η κατασκευή του έργου
σε μια μεγάλη και με πείρα κατασκευαστική εταιρεία από την Αθήνα, ονομαζόμενη
«Νεοτεχνική Α.Ε. Νικ. Τσιμπερόπουλος –
Σταυρ. Ξυγκάκης».
Οι δύο αυτοί
εταίροι ήταν έμπειροι Αρχιτέκτονες – Μηχανικοί, είχαν μεγάλο γραφείο στην
Αθήνα, είχαν αρκετή οικονομική επιφάνεια με εγγυητές Τράπεζες όπως τις: Ιονική
και Εθνική. Αναλαμβάνουν με τα μηχανήματά τους τη διαμόρφωση του εδάφους και
μαζί με το Υπουργείο και τη Νομομηχανική υπηρεσία οριοθέτησαν τις τρεις
πτέρυγες του Σανατορίου εκπονώντας την Αρχιτεκτονική μελέτη και τις άλλες
μελέτες του έργου.
Η Εταιρεία
ανοίγει γραφείο εδώ στη Λαμία, στη στοά Μουσάτου, το επανδρώνει με ένα μόνιμο μηχανικό του γραφείου της των
Αθηνών, με τρεις - τέσσερις
εμπειροτέχνες και από τη Λαμία με τον γράφοντα (Γ. Καραγιάννη), με εργατικό και
τεχνικό προσωπικό κυρίως από τους λεγόμενους ανταρτόπληκτους και τους
εγκατεστημένους πρόσφυγες.
Την επίβλεψη
του έργου ανέλαβε η Νομομηχανική Διεύθυνση Φθιώτιδας, με τον άξιο, έμπειρο και
αυστηρότατο μηχανικό Δέπο που δεν ανεχόταν τις κακοτεχνίες. Για καθημερινή
επίβλεψη είχε οριστεί, από πλευράς Δημοσίου, ο μηχανικός Γ. Συλιβάνης και για
τη ποιότητα των υλικών τους: Βασίλειο Μπούκα και το Παν. Παναγιωτόπουλο, οι
οποίοι κάθε βράδυ λογοδοτούσαν στο Δέπο.
Η Εταιρεία από
τη μεριά της εγκατέστησε στο γραφείο και στο εργοτάξιο το μηχανικό της Νίκο
Δημητρόπουλο, με εξαιρετικές γνώσεις και εμπειρία, εκτός του ότι κάθε λίγο
έρχονταν και τα αφεντικά, παρακολουθούσαν το έργο, συσκέπτονταν με το
Νομομηχανικό και έδιναν τις δέουσες κατευθύνσεις. Τη διοικητική δουλειά την
ανάθεσαν στο υποφαινόμενο (Γ. Καραγιάννη), που είχε τη γενική οικονομική
υπευθυνότητα ολόκληρου του έργου, πάντοτε με εντολές εξ Αθηνών και υπό την επίβλεψη του Δημητρόπουλου, δύο
σημειωτές το Γιώργο Ζορμπά και το Γιάννη Μπαλαγιάννη, ένα σύνδεσμο – ταχυδρόμο
και ημερήσιο φύλακα, το Στάθη Σιάτρα, λόγω ελλείψεως τηλεφώνου και βοηθό μου το
Γιάννη Αναγνώστου.
Οι από την
Αθήνα εμπειροτέχνες ήταν εμπειρότατοι ευσυνείδητοι και αυστηροί στη δουλειά
τους. Πρώτος ήταν ο Δημ. Γληνός αρχιμάστορας για τα χτισίματα και το μπετό
γενικά. Δεύτερος ο Λαζ. Αναστασιάδης για τα ξυλότυπα και τη στέγη. Τρίτος ο
Γιαννακόπουλος για τα σιδερώματα των μπετόν. Αυτοί έκαναν τα τεχνικά τους
συνεργεία από Λαμιώτες τεχνίτες, ιδίως από τους πρόσφυγες της Νέας Μαγνησίας
που ήταν ικανότατοι. Στα πελεκήματα της πέτρας, «πετράδες», οι Αφοί Μάτου από
την Ήπειρο, για το εξωτερικό κτίσιμο και αρμολόγημα συνεργείο από τη Κύμη
Ευβοίας, για τα μωσαϊκά από τη Αθήνα και
για την επικεράμωση συνεργείο από τη Χαλκίδα.
Στο εργοτάξιο
εργάζονταν ημερησίως, πάνω κάτω εκατόν πενήντα άνθρωποι και στις αιχμές της
δουλειάς αύξανε ο αριθμός μέχρι διακόσιους. Είχαμε και μερικές γυναίκες
εργάτριες, για τη καθαριότητα των χώρων και τη φύλαξη των υλικών.
Η χρηματοδότηση
ήταν απρόσκοπτη, από την Ιονική Τράπεζα με διευθυντή το Σάντρη και την Εθνική.
Η «Νεοτεχνική» είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια διότι ασχολούνταν και με άλλα
δημόσια έργα, όπως του αεροδρομίου των Ιωαννίνων.
Η προμήθεια των
υλικών γινόταν εξ’ ολοκλήρου σχεδόν από τη περιοχή της Λαμίας. Ήτοι: Πέτρα από
το Τσαρουχόκαμπο Στυλίδας (συνεργείο Μαυρομάτη), ασβέστης από την ασβεστοποιία
Λαμίας «Αθανασίου και Σία» (Μεγάλη Βρύση), τούβλα από την «κεραμοποιία Α.
Πιπέλια» (Ροδίτσα), σίδερα – τσιμέντα από το Γιάννη Γερμενή και αδελφούς
Θεοδοσίου καθώς και ξυλεία, άλλα είδη της κιγκαλερίας και σκεύη από τα
καταστήματα Ανδρώνου και Ιωσήφ.
Κουφώματα,
παράθυρα και πόρτες έγιναν στο Πειραιά. Η ελαφρόπετρα (θηραϊκή γη) από τη Θήρα
με 2-3 καράβια ξεφορτώνονταν στο λιμάνι της Στυλίδας, η ξυλεία της στέγης από
το Βόλο και τα κεραμίδια από τη Χαλκίδα. Αρχικά δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα πλην
μιας γεννήτριας. Έτσι η Λαμία τότε βρισκόταν σε οικονομικό οργασμό. Η
αντισεισμικότητα του έργου, ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της εποχής (δεν
επέτρεπαν οι Αμερικανοί να γίνει κτήριο χωρίς υψηλές προδιαγραφές αντισεισμικής
θωράκισης).
Τα τρία στη
σειρά και μη συνδεόμενα κτήρια, ονομάζονταν στη γλώσσα της κατασκευής,
πτέρυγες, η Α΄, η Β΄ και η Γ΄, είχαν μήκος 220 μέτρα και πλάτος 30, με βεράντες
ηλιοθεραπείας και αεροθεραπείας, που είχαν νοτιομεσημβρηνή έκθεση. Η Πρώτη και
η Τρίτη πτέρυγα ήταν διώροφες, για νοσηλεία αρρώστων και η κάθε μία είχε
αρκετούς θαλάμους των δύο κρεβατιών. Η δεύτερη και μεσαία πτέρυγα ήταν
τριώροφη, προοριζόταν για τη διοίκηση, γραφεία διοίκησης, ιατρεία, χειρουργείο,
φαρμακείο, διαμονή Ιατρών, υπνοδωμάτια προσωπικού, βιβλιοθήκη, μαγειρεία,
αποθήκη, αίθουσα συγκεντρώσεων, αίθουσα αναμονής επισκεπτών και άλλων χρήσεων.
Η επικοινωνία των ορόφων όλων των πτερύγων γίνονταν με πλάγιους κεκλιμένου
επιπέδου άνετους διαδρόμους για τα καροτσάκια και τα φορεία. Πουθενά δεν υπήρχε
σκάλα και ασανσέρ. Μάλιστα αυτό το πρόσεξαν οι Αμερικανοί κατά τη παραλαβή του
έργου, όπως και την ηλεκτρική και υδραυλική εγκατάσταση, δίνοντας συγχαρητήρια
στους κατασκευαστές και στο Νομομηχανικό Δέπο. Η παράδοση του έργου έγινε το
καλοκαίρι του 1951 παρουσία και των Αμερικανών.
Η τέταρτη
πτέρυγα και τα επακόλουθα της σύνδεσης των πτερύγων έγιναν αργότερα με άλλη
εργολαβία και άλλους κατασκευαστές, με τη προοπτική να γίνει μεγαλύτερο
Νοσοκομείο όπως και έγινε».
Σε αυτή την
κατατοπιστική και ιστορικά σημαντική μαρτυρία του, ο Γιώργος Καραγιάννης χωρίς
να το γνωρίζει, αποτυπώνει ακριβώς τους βασικούς κανόνες για την οικοδόμηση και
τη λειτουργία των νοσοκομείων, όπως γράφτηκαν στο έργο του καθηγητή
Ιατρικής Ιωάννη Βούρου : «Περί
νοσοκομείων. Σχεδίασμα» στο Παρίσι το 1831.
Η εκλογή της
τοποθεσίας, των ευνοϊκών και απαραίτητων κλιματολογικών συνθηκών, της απόστασης
από τη πλησίον πόλη, του σχήματος και του προσανατολισμού του κτηρίου, της
διαρρύθμισης και των διαστάσεων των θαλάμων, του διαχωρισμού τους με
διαφράγματα, που στο Σανατόριο Λαμίας τα ονομάτιζαν box, αποτυπώνονται και στη Ελληνική αντίληψη, περί της
οικοδόμησης Νοσοκομείων, όπως γίνεται εμφανές, μέχρι το 1950 που κατασκευάζεται
και το Σανατόριο Λαμίας. Αναφορικά με τους κανόνες λειτουργίας του και νοσηλείας των ασθενών και στα περί
«εγκλεισμού», ισχύουν οι
ίδιοι περίπου κανόνες αστυνόμευσης με εκείνες του Βούρου, τόσο από τη Διοίκηση
όσο και από το Ιατρονοσηλευτικό προσωπικό στα «φθισιώντα υποκείμενα».
Ο Γ.
Καραγιάννης δεν φαντάζονταν – όπως ήταν φυσικό - τις κατασκευαστικές ατέλειες,
κακοτεχνίες, αβλεψίες και λειτουργικά προβλήματα που θα παρουσιάζονταν στις
κτηριακές εγκαταστάσεις, παρά του ότι υπήρχε απρόσκοπτη επίβλεψη των εργασιών
από Νομομηχανικούς και Μηχανικούς της «Νεοτεχνικής Α.Ε.» και που έγιναν
αντιληπτές με την αρχή της λειτουργίας του Σανατορίου.
Η κυρίαρχη
ιδεολογία του 19ου αιώνα που ίσχυσε μέχρι και τα μέσα του 20ου,
περί ιδρύσεως Νοσοκομείων και αργότερα Σανατορίων, του ελεγχόμενου
«αστυνομευόμενου» Ιατρικοποιημένου Νοσοκομείου, για την απομόνωση και
«περιχαράκωση» της μεταδοτικής νόσου,
αποτέλεσε το πεδίο της σύγκρουσης μεταξύ της Ιατρικής «αυθεντίας» -
Ιατρικοποιημένου χώρου και των φυματικών ασθενών ή φθισιώντων υποκειμένων.
Σύγκρουση η
οποία αποτυπώνει τη κοινωνικοπολιτική και ταξική διαμάχη της περιόδου και
απαντά στα ερωτήματα της κάθε πλευράς του δίπολου, για το «τις πταίει δια την
αντιμετώπισιν της μάστιγος της κοινωνίας», ιδιαίτερα μετά τα ταραγμένα χρόνια
της κατοχής και του εμφυλίου.
Είναι σαφέστατα
εμφανής η «φιλόπτωχη» και ανθρωπιστική
διάθεση και δράση Ιατρών, Νοσηλευτριών και διοίκησης προς τους νοσηλευόμενους
κατά πλειοψηφία απόρους ασθενείς, με αποφάσεις δωρεάς νοσηλίων, ακτινογραφιών
και άλλων ιατρικών πράξεων λόγω έλλειψης χρημάτων αλλά και της οικονομικής εν
γένει δυσπραγίας, ειδικά στη πρώτη περίοδο λειτουργίας του Σανατορίου Λαμίας
και έως των συμβάσεων του ιδρύματος με τους ασφαλιστικούς φορείς. Ιατροί και
Νοσηλευτικό προσωπικό δίνουν υπεράνθρωπο αγώνα λόγω ένδειας του ανάλογου
προσωπικού. Δεν είναι όμως σπάνια τα Πειθαρχικά
εξιτήρια και με διοικητικές παρεμβάσεις, για «κακές συμπεριφορές ασθενών», οι
απολύσεις κυρίως «κατώτερου προσωπικού» λόγω «κοινωνικών φρονημάτων», η
απαγόρευση εξόδου των ασθενών από το ίδρυμα - ήδη οι ασθενείς λαμβάνουν τα νέα
αντιφυματικά φάρμακα - η τήρηση ημερήσιου προγράμματος και επισκεπτηρίου, οι
καταγγελίες ασθενών για κακές συνθήκες νοσηλείας και φαγητού, μέσω «γραμμάτων»
- αναφορών σε φορείς της Λαμίας.
Όλα αυτά και άλλα πολλά θα είναι το
αντικείμενο της μελέτης των επομένων κεφαλαίων και των επομένων χρονικών
περιόδων του Νοσοκομείου - Σανατορίου Λαμίας...