Στην αρχή μόνο ακουστά σε είχα.
“Πεθύμησα τη θάλασσα”, θα είπε κάποια στιγμή η μαμά μου.
Γέννημα θρέμμα της Καλαμάτας, θα ροβολούσαν κατά σένα παρέα με τις φίλες της. Όλες γένους θηλυκού μια και τα bain mixed άργησαν να έρθουν κατά τα μέρη τους. Γέλια, ξεφωνητά, πιτσιλίσματα και μακριά μαύρα κομπινεζόν.
Όμως η νιότη τους έφυγε γρήγορα.
Την πήρε ο πόλεμος.
Τα κορίτσια κλειστήκανε στα σπίτια μαζί με τον φόβο, την πείνα,τον θάνατο.
Κι εσύ, κυρία από δίπλα, τούς παρατηρούσες απαθής. Τόσος πόνος!Και η κοιλιά σου όλο και γέμιζε ψάρια. Πού παλικάρια να τα μαζέψουν!
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, δεν άργησε να έλθει και ο γάμος. Για τη μαμά μου μιλάω πάντα, γιατί είναι αυτή που σε σύστησε σε μένα, μην το ξεχνάμε .
Δεν πρόλαβε να τον χαρεί! Πριν περάσουν 40 μέρες από το γαμήλιο γλέντι , ένα βράδυ, τους χτύπησαν την πόρτα.
-Ντύσου, είπαν στον πατέρα.
-Τι έκανε; Ρώτησε η άμοιρη.
-Προληπτικά, της απάντησαν.
Έτσι προληπτικά έκανε πέντε χρόνια για να γυρίσει στο σπίτι του. Ήταν λίγες ημέρες πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος.Τον θεωρούσαν, βλέπεις, εχθρό της πατρίδας αφού είχε πολεμήσει τους κατακτητές. Μιας πατρίδας που κέρδισαν στα ζάρια οι χαφιέδες και η ντόπια νομενκλατούρα. Πάντα με την βοήθεια των εθελοτυφλούντων αθώων βέβαια. Των στυλοβατών κάθε κακού.
Η μάνα μου, που λες κυρά θάλασσα, δεν τόβαλε κάτω. Ήρθε στη Αθήνα και άρχισε το τρέξιμο. Από γραφείο σε δικηγόρο, από γνωστό σε παράγοντα, από τάματα σε όνειρα προφητικά, έφτασε μέχρι και τον υπουργό. Τελικά τα κατάφερε.
Τον πήρε πίσω τον άνδρα της.
Μετά φτώχεια στα περίχωρα της Αθήνας και Άγιος ο Θεός. Ένας Θεός, που να πούμε και του στραβού το δίκιο, ποτέ δεν τους παράτησε εντελώς .
Τα βράδια, αφού μας έβαζαν για ύπνο, έβγαιναν έξω από την παράγκα, κάθονταν στην πεζούλα, κοιτούσαν τα αστέρια και ονειρεύονταν.
Εκεί πιστεύω δειλά δειλά άρχισαν να αναπολούν τα χρόνια μαζί σου. Ο μπαμπάς σαν καλός ψαράς και κολυμβητής, η μαμά για να δροσιστεί.
Έτσι την πήραν την απόφαση.
“Να πάμε της «μαλλιαρής», να βάλουμε σ’ ένα μπουκάλι τα 40 κύματα, να ραντίσουμε το σπίτι και τον κήπο, να κρατήσουμε έξω το κακό”. Θα είπε η μανούλα μου, που ακροβατούσε μεταξύ μαγγανείας και ορθοδοξίας.
Θάπρεπε να είχαν φωτισμένα μάτια όταν μας το ανακοίνωναν γιατί εγώ, που δεν σε ήξερα, σ’ αγάπησα με την πρώτη.
Αντίθετα με το παγωτό, που μου το σύστησε η αγριοφωνάρα του παγωτατζή, και το πήρα από φόβο.
Άργησα πολύ να βάλω παγωτό στο στόμα μου. Δεν θυμούνται για πόσο καιρό. Όταν άκουγα: “παγωτάαααα!”, έτρεχα να κρυφτώ κάτω από το κρεβάτι, μέχρι να φύγει ο κακούργος αυτός και να διαλυθεί η κρέμα του στο λαιμό της αδελφής μου, η οποία διασκέδαζε να με κυνηγάει μ’ ένα χωνάκι, να γλείψω με το ζόρι: αυτό που το λέγαν παγωτό και που έκαιγε.
Ήταν απόγευμα Πεντηκοστής – της Μαλλιαρής και αποκαλούμενης – όταν συγκεντρωθήκαμε, δυο τρεις οικογένειες, στην πλατεία του Μπουρναζίου. Φτάσαμε με το λεωφορείο στην Ομόνοια, κατεβήκαμε στον υπόγειο και πήραμε το τραίνο για το Φάληρο.
Εγώ ζούσα στιγμές επικές. Έκανα το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι και θα συναντούσα Εσένα!
Δεν θυμάμαι να κουνήθηκα από τη θέση δίπλα στο παράθυρο – όρθια φυσικά.
-Φτάνουμε;
-Σε λίγο.
- Όλο σε λίγο λες.
-Και συ ρωτάς κάθε ένα λεπτό, με ζάλισες!
Πρώτα άκουσα για σένα, μετά σε μύρισα!
Ναι σε μύρισα!
Αρκετά πριν φτάσουμε στο τέρμα ήρθε να με συναντήσει ο αέρας σου.
Δροσερός, ταξιδεμένος,μοσχοβολούσε ιώδιο και λιβάνι από μυστικές ολονυχτίες.Φούσκωνε το παιδικό μου στήθος με ανάσες εξωτικών λουλουδιών και μπαχαρικών από ανατολίτικα παζάρια.
Κι όσο σε πλησίαζα,τόσο το μεθύσι μου δυνάμωνε. Όλη μου η ύπαρξη δυο ρουθούνια που σε ρουφούσαν λαίμαργα. Τίποτε άλλο. Μόνο αυτό.
Είχε νυχτώσει όταν φτάσαμε. Τα φώτα του Φαλήρου βυθίζονταν μέσα σου, κι εσύ κουνιόσουν νωχελικά κάτω από τα χάδια τους. Πελώρια,γυαλιστερή,απύθμενα μυστηριώδης,ολοζώντανη.
Η μαμά είχε φέρει και μια μεγάλη κουρελού. Την ανοίξαμε κι απλώσαμε στη μέση τα καλούδια που είχε κουβαλήσει. Ψωμί, τυρί, κεφτεδάκια και το απαραίτητο μπουκάλι κρασί για τον μπαμπά. Άπλωσαν και οι άλλοι τα δικά τους και γίναμε όλοι μια παρέα. Λίγα μέτρα πιο πάνω περνούσαν τα αυτοκίνητα. Και λίγο πιο πέρα τα αρχοντικά του Φαλήρου. Οι φοίνικες .
Αυτή ήταν η πρώτη μας συνάντηση.
Το πώς χώρεσαν τα 40 σου κύματα στο μπουκάλι της μαμάς μου, τι να σου πω; Εσύ και η μαμά μου ξέρατε για χρόνια το μυστικό.
Μάγισσες κι οι δυο ζώσατε με μυστήριο τη ζωή μου.Μαρία Μπελογιάννη
Χαλκίδα 25-5-2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου