Η Ελλάδα αλλάζει. Σαν να ζαρώνει, να μαζεύει, να σουρώνει. Ας το πούμε σωστά: οι Ελληνες αλλάζουν. Ζαρώνουν, περιφέρονται αλλοπαρμένοι και άδειοι, σαν χαμένοι, θαμπωμένοι μες στο εκτυφλωτικό ηλιόφως του Αυγούστου που όλα τα λιώνει και όλα τα ξεπλένει. Γιατί η χώρα η ίδια, παρ’ όλα τα φορτώματα και τους βιασμούς πάνω στο σώμα της, αντέχει: υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, και μετά από μας, όταν θα ‘μαστε κόνις και σκιά και θα μας σιχτιρίζουνε οι απόγονοι από τις Αυστραλίες.
Το συνήγαγα σιωπηρά αυτό το συμπέρασμα, ανάμικτο από στωικότητα και μελαγχολία, όταν διάβασα το γράμμα του φίλου μου. O Δημήτρης, λοιπόν, διαρκώς συνομιλητής και συμπαραστάτης, κάθεται σε έναν ίσκιο στη Σκόπελο, αντικρύ της Σκιάθου, και πέμπει δικτυακά:
«Αγαπητέ φίλε, άλλος ένας θρήνος το σημερινό σου κείμενο, για έναν τόπο που δεν θέλει να σωθεί. Έχεις σκεφτεί πως υπερασπιζόμενοι την εθνική ανεξαρτησία, προτιμούν να άρχονται από κλεφτρόνια ομιλούντα την ελληνική (ναι, τους γνωστούς Τσοχατζό, κ.λπ.), παρά από τον Ράιχενμπαχ, ενώ είναι ολοφάνερο πως για να ισιώσει (κάπως!) ο εγχώριος καπιταλισμός δεν αρκεί ο Ράιχενμπαχ, ίσως ούτε μια ολόκληρη εκατοντάδα SS Panzer Divisionen; Καλό κουράγιο. Το χρειαζόμαστε, ιδίως όσοι από μας δυσκολεύονται να καταλάβουν πως δεν αλλάζουν εύκολα ορισμένα πράγματα.»
Εναν λαό που δεν θέλει να σωθεί ― μεταφράζω νοερά. Είπαμε, ο τόπος θα μείνει, υπό αυτή ή υπό ετέρα μορφή. Οσο το μετέφραζα, στα μάτια μου περνούσαν εικόνες από δρόμους Κυκλάδων: στο ένα νησί, σκουπίδια, νάιλον σακούλες μπλεγμένες σε φρύγανα και γαϊδουράγκαθα, σαν σημάνσεις πλήθους τουριστικού και ερημίας ανθρώπινης, σημαίες αφροντισιάς και παραίτησης, ίχνη επέλασης βαρβάρων. Πλάι στις σημαίες της διαδρομής γκάζωναν γουρούνες τρίκυκλες και τζιπάρες, αγέρωχες, τυφλές, ρυπογόνες ― ο λαός.
Στο άλλο νησί, οι δρόμοι ήταν πεντακάθαροι, οι κάδοι ανακύκλωσης λειτουργούντες, τα αυτοκίνητα λιγοστά και ταπεινά, δεν μαρσάριζαν. Πλάι πλάι τα δύο νησιά, πλάι πλάι δύο φανερώσεις ενός λαού, ίδιου στον πυρήνα του. Αρα, μήπως μπορούμε;
Στήνω αυτί: Ακούγεται δεξιά-αριστερά, όλο και συχνότερα, με ένταση αυξανόμενη: Θέλω πίσω την πατρίδα μου… Πού είναι η Ελλάδα που ξέραμε… Κλιμακωτά, μέχρι το απειλητικό: Να ξεβρωμίσει ο τόπος. Τέτοια. Σαν αυτό που λέει το αντιδραστικό Tea Party στις ΗΠΑ: «To take back our country», να πάρουμε πίσω τη χώρα μας.
Μεταξύ θρήνου και ελπίδας, αναρωτιέμαι πάλι: Ποια πατρίδα, ποια Ελλάδα; Αυτήν που κάναμε σαν τα μούτρα μας τα άπληστα; Από ποιους να ξεβρωμίσει, αν όχι από εμάς που τη μαγαρίσαμε, άπονοι, αδιάφοροι, αλαζόνες, ιδιοτελείς; Καλύτερα να μην την πάρουμε πίσω έτσι, λεηλατημένη, με νάιλον σκουπίδια μπηγμένα στ’ αγκάθια. Ας την αφήσουμε να αλλάξει, να ξεπλυθεί, να λυτρωθεί απ’ τα δικά μας κρίματα. Μήπως αλλάξουμε κι εμείς, και έτσι ξαναγεννημένοι μετά τη συντριβή, μπορέσουμε να τοπώσουμε, να ταιριάξουμε αρμονικά στους κόλπους της πατρίδας, να βρούμε τη Διαμονή. Τέτοια πατρίδα.
Το συνήγαγα σιωπηρά αυτό το συμπέρασμα, ανάμικτο από στωικότητα και μελαγχολία, όταν διάβασα το γράμμα του φίλου μου. O Δημήτρης, λοιπόν, διαρκώς συνομιλητής και συμπαραστάτης, κάθεται σε έναν ίσκιο στη Σκόπελο, αντικρύ της Σκιάθου, και πέμπει δικτυακά:
«Αγαπητέ φίλε, άλλος ένας θρήνος το σημερινό σου κείμενο, για έναν τόπο που δεν θέλει να σωθεί. Έχεις σκεφτεί πως υπερασπιζόμενοι την εθνική ανεξαρτησία, προτιμούν να άρχονται από κλεφτρόνια ομιλούντα την ελληνική (ναι, τους γνωστούς Τσοχατζό, κ.λπ.), παρά από τον Ράιχενμπαχ, ενώ είναι ολοφάνερο πως για να ισιώσει (κάπως!) ο εγχώριος καπιταλισμός δεν αρκεί ο Ράιχενμπαχ, ίσως ούτε μια ολόκληρη εκατοντάδα SS Panzer Divisionen; Καλό κουράγιο. Το χρειαζόμαστε, ιδίως όσοι από μας δυσκολεύονται να καταλάβουν πως δεν αλλάζουν εύκολα ορισμένα πράγματα.»
Εναν λαό που δεν θέλει να σωθεί ― μεταφράζω νοερά. Είπαμε, ο τόπος θα μείνει, υπό αυτή ή υπό ετέρα μορφή. Οσο το μετέφραζα, στα μάτια μου περνούσαν εικόνες από δρόμους Κυκλάδων: στο ένα νησί, σκουπίδια, νάιλον σακούλες μπλεγμένες σε φρύγανα και γαϊδουράγκαθα, σαν σημάνσεις πλήθους τουριστικού και ερημίας ανθρώπινης, σημαίες αφροντισιάς και παραίτησης, ίχνη επέλασης βαρβάρων. Πλάι στις σημαίες της διαδρομής γκάζωναν γουρούνες τρίκυκλες και τζιπάρες, αγέρωχες, τυφλές, ρυπογόνες ― ο λαός.
Στο άλλο νησί, οι δρόμοι ήταν πεντακάθαροι, οι κάδοι ανακύκλωσης λειτουργούντες, τα αυτοκίνητα λιγοστά και ταπεινά, δεν μαρσάριζαν. Πλάι πλάι τα δύο νησιά, πλάι πλάι δύο φανερώσεις ενός λαού, ίδιου στον πυρήνα του. Αρα, μήπως μπορούμε;
Στήνω αυτί: Ακούγεται δεξιά-αριστερά, όλο και συχνότερα, με ένταση αυξανόμενη: Θέλω πίσω την πατρίδα μου… Πού είναι η Ελλάδα που ξέραμε… Κλιμακωτά, μέχρι το απειλητικό: Να ξεβρωμίσει ο τόπος. Τέτοια. Σαν αυτό που λέει το αντιδραστικό Tea Party στις ΗΠΑ: «To take back our country», να πάρουμε πίσω τη χώρα μας.
Μεταξύ θρήνου και ελπίδας, αναρωτιέμαι πάλι: Ποια πατρίδα, ποια Ελλάδα; Αυτήν που κάναμε σαν τα μούτρα μας τα άπληστα; Από ποιους να ξεβρωμίσει, αν όχι από εμάς που τη μαγαρίσαμε, άπονοι, αδιάφοροι, αλαζόνες, ιδιοτελείς; Καλύτερα να μην την πάρουμε πίσω έτσι, λεηλατημένη, με νάιλον σκουπίδια μπηγμένα στ’ αγκάθια. Ας την αφήσουμε να αλλάξει, να ξεπλυθεί, να λυτρωθεί απ’ τα δικά μας κρίματα. Μήπως αλλάξουμε κι εμείς, και έτσι ξαναγεννημένοι μετά τη συντριβή, μπορέσουμε να τοπώσουμε, να ταιριάξουμε αρμονικά στους κόλπους της πατρίδας, να βρούμε τη Διαμονή. Τέτοια πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου