Τοπίο μωβ. Μέσα του
κυλούν νερά-ποτάμια γουργουρίζοντας ήχους θολούς. Πεταλουδίζουν τα μάτια.
Φτερουγίζουν τα βλέφαρα ρυθμικά. Ανασαίνοντας εικόνες, ομορφιά δακρύζουν. Τα
μάτια τα φλογερά που τη νύχτα ερωτεύτηκαν. Που το σκοτάδι εμπιστεύτηκαν. Όσο πιο
μαύρο, τόσο πιο έμπιστο. Έμπιστο τόσο, που μέσα του ταξιδεύεις με τα μάτια
κλειστά. Δίχως φόβο, σκαρφαλώνεις στο ψηλότερο του πόθου σου κατάρτι. Στη
βαθύτερη σπηλιά χώνεσαι. Κάτω απ' τα δέντρα της σιωπής ανοίγοντας λαγούμια
ασφάλειας. Τρυπώνεις, φωλιάζεις, αφήνεσαι.
Τοπίο μωβ. Σε σκεπάζει το βελούδο του, τα μαλλιά σου χαϊδεύοντας. Ακούει τις λέξεις τις ασυνάρτητες, που από στόμα βγαίνουν πληγωμένο. Μυρίζει του σφυγμού σου το άρωμα. Να κλάψεις μέσα του μπορείς δίχως να φοβηθείς τη γύμνια. Γιατί, εδώ τα μαχαίρια αστοχούν. Γιατί, εδώ οι δράκοι κοιμούνται. Οι οδοιπόροι κρατούν τα χθεσινά τους όνειρα προσάναμμα στο κρύο. Ακολουθούν δρόμους προδιαγεγραμμένους. Εγκαταλείπουν. Μένεις μονάχα εσύ. Εσύ και όσα ονειρεύεσαι. Όσα με θράσος ονειρεύεσαι, την ώρα που όλα γύρω γκρεμίζονται. Τα κυπαρίσσια σιγοθροΐζουν. Θροΐζουν μηνύματα, φλεγόμενη φωτιά ζωοφόρα. Φωτιά Προμηθέα στης πλάσης την αρμονία, πίσω απ’ τις αιμάτινες μεμβράνες του δύοντος ήλιου. Ανήκω ψιθυρίζεις. Ανήκουμε όλοι. Όμως, που;
Τοπίο μωβ. Μέσα του φτερουγίζουν λαχτάρες. Ότι ποθήσαμε και δεν είχαμε ποτέ. Ότι ποτέ ψαυστό δεν είχαμε. Μέσα του, σώματα ξιφουλκούν. Νικάνε και νικιούνται. Συγχνωτίζονται. Σώματα κυλάνε άλλοτε στο μετάξι του, στ' αγκάθια του συχνότερα, αναζητώντας λυτρωμό. Σώματα αθρυμμάτιστα, που την απέραντη ερημιά να ξεδιψάσουν προσδοκούν. Να δροσίσουν της ψυχής τις στέπες τις απέραντες. Ζωή να καρπίσουν, την ώρα που η ομίχλη θα σπέρνει στη νύχτα ανατριχίλες. Την ώρα που τ' άχραντο φεγγάρι, ως ακροβολισμένο ασήμι, αδέσποτο θα σκορπίζεται. Εδώ… Στου άληκτου χρόνου την αρίθμηση. Στης αστείρευτης πηγής την καταμέτρηση. Στων ατελών κύκλων την αιωνιότητα. Στων χαμένων ευκαιριών τις ψευδαισθήσεις.
Εδώ… Σ’ ένα τοπίο μωβ, όπου μάτια και ψυχές πεταλουδίζουν προσδοκίες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου