Λύκοι μ’ ένα στεφάνι
πασχαλιάς στο κεφάλι
δείχνανε τα δόντια τους
σ’ ένα φεγγάρι φοβισμένο
σε τοίχο κάτασπρο ένα
πουλί κόκκινο μάθαινε
του ξίφους την
πανάρχαια τέχνη
έξω από το παράθυρό της
άκουγε μια κόρη
ποδοβολητά άγριων
ταύρων μανιασμένων
και
μιας φάλαγγας φορτηγών το μούγκρισμα
έβλεπε
η άγουρη ως σταφύλι ατρύγητο κόρη
στου
δρόμου τη γωνιά να παραμονεύει ένα μάτι
μια
κανάτα να χύνει κρασί στη μεγάλη λεωφόρο
ένα
γραμμόφωνο στη μέση να περιστρέφει τον ήλιο
από
μπροστά του να περνούνε τρεις διαβάτες
ρίχνοντας
στο δίσκο τον τσίγκινο ότι προαιρούταν
ο
ένας διαβάτης περνά και ρίχνει ένα δάχτυλο
ο
άλλος ρίχνει λίγα ξερά βερίκοκου κουκούτσια
ο τελευταίος απ’ τους
τρεις ρίχνει το τεχνητό του πόδι
λίγο πιο μετά απ’ τ’
ανοιχτό παράθυρο
χέρι έρημο πήδηξε στο
δωμάτιο
την κόρη αγκάλιασε
σφιχτά
και έτσι μαζί ξαπλώσανε
στο ξέστρωτο κρεβάτι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου