Βασίλης
Βιλιάρδος
Το πρόβλημα της
Ελλάδας πρέπει να λυθεί τώρα, πριν ακόμη χαθεί η εμπιστοσύνη των Ελλήνων και σε
αυτήν την κυβέρνηση – με αποτέλεσμα να βυθιστεί η πατρίδα μας σε μία
καταστροφική πολιτική και κοινωνική κρίση, με τρομακτικά
επακόλουθα
«Ο ορισμός της ανοησίας, η ομοιόμορφη αντιμετώπιση του προβλήματος του δημοσίου χρέους εν προκειμένω, είναι, κατά τον Αϊνστάιν, το να επαναλαμβάνει κανείς το ίδιο πείραμα, περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα».
Ανάλυση
Η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας έχει αναμφίβολα αναλάβει μία πολύ δύσκολη αποστολή, διαθέτοντας
ελάχιστες εμπειρίες - ενώ είναι η πρώτη στη σύγχρονη ιστορία της
χώρας μας, η οποία θέλει να εφαρμόσει ακριβώς εκείνη την πολιτική, για την οποία
ψηφίσθηκε από τους Έλληνες Πολίτες.
Με απλά λόγια, σε αντίθεση με όλες τις
κυβερνήσεις του παρελθόντος, οι οποίες άλλα υπόσχονταν προεκλογικά και άλλα
εφάρμοζαν στη συνέχεια, θεωρώντας προφανώς ότι γνώριζαν οι ίδιες καλύτερα πώς θα
έπρεπε να ενεργούν, η καινούργια ηγεσία πιστεύει πως οι
Πολίτες ξέρουν καλύτερα τι θέλουν – ενώ αυτή είναι υποχρεωμένη να
αναζητήσει τους τρόπους, με τους οποίους θα πραγματοποιήσει τη βούληση
τους.
Ακριβώς για το λόγο αυτό στηρίζεται ήδη από
περισσότερους Έλληνες, κυρίως από τους νέους, συγκριτικά με αυτούς που την
εξέλεξαν, διαφόρων πολιτικών ιδεολογιών – ενώ ενισχύεται επίσης από Πολίτες
άλλων χωρών. Η αιτία είναι το ότι, όλοι αυτοί οι
άνθρωποι διακρίνουν στο «πρόσωπο» της μία μοναδική ευκαιρία, για να
αντιπαρατεθούν με τοχρηματοπιστωτικό κτήνος – το οποίο υπηρετούν πιστά οι
διάφοροι πολιτικοί ηγέτες, επιτρέποντας του να «απομυζά» αχόρταγα τα μεσαία και
χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα των περισσοτέρων δυτικών κοινωνιών.
Με δεδομένο δε το ότι, είναι πρόθυμη να
αγωνισθεί για να πετύχει το στόχο της, όπως έχει τεκμηριωθεί από τις πρόσφατες
αντιπαραθέσεις της με το «ευρωπαϊκό ιερατείο», οφείλει να ενισχυθεί από όλους
μας. Η δύναμη της άλλωστε μπορεί να προέλθει μόνο από
τους Πολίτες όλων εκείνων των χωρών που υποφέρουν κάτω από τη «μπότα» της ελίτ
και της πρωσικής κυβέρνησης της Γερμανίας – όχι μόνο από τους
Έλληνες, οι οποίοι είναι πολύ λίγοι για να στηρίξουν μία τέτοια
προσπάθεια.
Σε κάθε περίπτωση, το
έργο που έχει επωμισθεί, ελπίζοντας να μην υποχωρήσει συμβιβαζόμενη, είναι
κυριολεκτικά «τιτάνιο» – πάρα πολύ δύσκολο στην εφαρμογή του, επειδή
απειλεί το «ελιξίριο της ζωής» του χρηματοπιστωτικού θηρίου: το χρέος και τούς
τόκους. Ειδικότερα τα εξής:
.
(α) Διαγραφή
χρέους: Όταν η κυβέρνηση απαιτεί την ονομαστική διαγραφή του
δημοσίου χρέους (η οποία γνωρίζουμε πως είναι πολύ
δύσκολο να επιτευχθεί, αν και απολύτως αναγκαία, όπως θα τεκμηριώσουμε στη
συνέχεια), τότε γίνεται αυτόματα εχθρός του διεθνούς κεφαλαίου – ενώ,
ζητώντας μηδενικά επιτόκια, τοποθετείται στο στόχαστρο των τοκογλύφων.
Στο σημείο αυτό οφείλει να αναφέρει κανείς πως
όλες εκείνες οι δικαιολογίες, σύμφωνα με τις οποίες είναι αδύνατη η ονομαστική
διαγραφή χρέους, είναι απολύτως έωλες – αφού, ακόμη και στην περίπτωση που δεν
θα ήταν δυνατή η ψήφιση μίας τέτοιας απόφασης από τα κοινοβούλια των
κρατών-δανειστών, η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει εύκολα
το 50% του ελληνικού χρέους, παγώνοντας το άτοκα (ανάλυση).
Προφανώς το άτοκο πάγωμα χρεών ισοδυναμεί με
εκτύπωση νέων χρημάτων – τα οποία όμως, στην προκειμένη
περίπτωση, θα ήταν ελάχιστα (160 δις €), με δεδομένο το πολύ μικρό μέγεθος της
ελληνικής οικονομίας – «σταγόνα στον ωκεανό» κυριολεκτικά, κρίνοντας
από τους τεράστιους όγκους χρημάτων, με τους οποίους οι κεντρικές τράπεζες έχουν
πλημμυρίσει τις αγορές, προς όφελος των διεθνών ελίτ.
Σχετικά δε με το εάν το δικαιούται η χώρα μας ή
όχι, έχουμε ήδη αναφερθεί (ανάλυση), ενώ φυσικά δεν
πρόκειται να επικρίνουμε την κυβέρνηση, εάν δεν τα καταφέρει, υποχρεούμενη να
συμβιβαστεί με τη λύση της επιμήκυνσης – αφού γνωρίζουμε τις τεράστιες
αντιδράσεις που θα αντιμετωπίσει. Είναι λυπηρό βέβαια
να υιοθετεί μία αντίθετη στάση η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση –
όταν είναι απαραίτητη η ενίσχυση της κυβέρνησης από όλα ανεξαιρέτως τα πολιτικά
κόμματα, όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα.
(β) Εκδίωξη των εισβολέων: Όταν η νέα ηγεσία απαιτεί την
εκδίωξη της Τρόικας, έρχεται σε αντίθεση με το ΔΝΤ, το οποίο είναι πολύ πιο
επικίνδυνο από τη Μαφία, καθώς επίσης με τη Γερμανία – με εκείνη τη χώρα δηλαδή που τρέφεταικυριολεκτικά από την κρίση, καθώς επίσης από τους εταίρους της
στην Ευρωζώνη, ακριβώς επειδή ευρίσκονται στα όρια της
χρεοκοπίας.
Το ποσοστό των εξαγωγών στο ΑΕΠ της (γράφημα,
περί το 50%), καθώς επίσης τα τεράστια εμπορικά της πλεονάσματα (άνω των 200 δις
€ ετησίως), τεκμηριώνουν τη θέση μας – όπως και το ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ στην Ελλάδα να τα θέσει σε κίνδυνο,
επιστρατεύοντας όλα τα μέσα που έχει στη διάθεση της.
Επομένως, η Ελλάδα δεν θα
καταφέρει εύκολα να διώξει τους εισβολείς – ενώ θα
μπορούσε τότε μόνο να το επιδιώξει, όταν θα είχε τη δυνατότητα να προσφύγει στις
αγορές, για να εξοφλεί τις υποχρεώσεις της. Αυτό με τη σειρά του θα
ήταν τότε μόνο δυνατόν, εάν η Ελλάδα διέγραφε τουλάχιστον το 50% του χρέους της,
επιμηκύνοντας την πληρωμή του υπολοίπου με ρήτρα εξαγωγών – γεγονός που
επεξηγεί, μεταξύ άλλων, τη σημερινή θέση μας, όσον αφορά την ανάγκη
διαγραφής.
Με δεδομένο όμως το ότι, έχει επιστρατευθεί
ένας ακόμη «σκοτεινός» οργανισμός, η Lazard (έχει ιδρυθεί από τα ομώνυμα
γάλλο-εβραϊκής καταγωγής αδέλφια), ελπίζουμε εν αγνοία
του πρωθυπουργού όσον αφορά το πραγματικό αντικείμενο της, γίνεται
ακόμη πιο δύσκολο το εγχείρημα – ενώ η δήλωση του υπουργείου οικονομικών,
σύμφωνα με την οποία η επενδυτική εταιρεία δεν αμείβεται για τις υπηρεσίες της
(πηγή), είναι πολύ
ανησυχητική.
Σημειώνουμε εδώ πως, σύμφωνα με διαδόσεις,
οι οποίες όμως θα μπορούσε να είναι θεωρίες
συνομωσίας, μεγάλος μέτοχος στον οίκο Lazard είναι η οικογένεια Rothschild – όπως λέγεται και για την Τράπεζα της
Ελλάδος.
(γ) Ιδιωτικοποιήσεις: Η κυβέρνηση θα δυσκολευθεί επίσης
να τηρήσει την τρίτη επιθυμία των Ελλήνων – τη μη ιδιωτικοποίηση δηλαδή των
κοινωφελών, των μονοπωλιακών κερδοφόρων, καθώς επίσης των στρατηγικών
επιχειρήσεων του δημοσίου. Η αιτία είναι οι εκβιασμοί που θα ασκηθούν - με απειλές που θα αφορούν το σταμάτημα της παροχής ρευστότητας
στις τράπεζες, τη χρεοκοπία της χώρας λόγω της μη έγκρισης των
δανείων που έχει υποσχεθεί η Τρόικα, τη στέρηση των δημοσίων εσόδων κοκ.
Ενδεχομένως δε θα
υποχρεωθεί να αποκρατικοποιήσει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, όπως και την ακίνητη
περιουσία του κράτους, στις σημερινές τιμές εκποίησης – ως αποτέλεσμα
της κρίσης, στην οποία βυθίστηκε η Ελλάδα (μεταξύ άλλων σκόπιμα, με στόχο
ακριβώς την κατάρρευση των τιμών των περιουσιακών της στοιχείων, έτσι ώστε να
αγορασθούν πάμφθηνα από τους εντολείς του ΔΝΤ και από τη Γερμανία).
(δ) Το ιδιωτικό
χρέος: Κατ’ αρχήν θεωρούμε αδύνατη τη διαγραφή των ιδιωτικών χρεών
(σεισάχθεια), την οποία έχει υποσχεθεί καλοπροαίρετα η κυβέρνηση – επειδή οι τράπεζες θα χρειαζόταν κεφάλαια, τα οποία δεν
διαθέτουν, για να μην χρεοκοπήσουν. Ακριβώς για το λόγο αυτό,
προτείναμε τη μεγάλη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής με πολύ χαμηλά επιτόκια –
έτσι ώστε να είναι δυνατή η εξόφληση των «κόκκινων δανείων», σε μακροπρόθεσμο
διάστημα.
Περαιτέρω, δεν είναι απίθανο να τοποθετηθεί εδώ
μία παγίδα, με την έννοια πως η Τρόικα θα μπορούσε να προτείνει τηναπ’ ευθείας μετοχική ιδιοκτησία των ελληνικών τραπεζών, από το
ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας – με το «δόλωμα» της
μη επιβάρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους, όπως συμβαίνει με τη μεσολάβηση
του ΤΧΣ.
Εάν η κυβέρνηση πέσει στην παγίδα, τότε όλες οι
υποθήκες που έχουν οι τράπεζες, για την εγγύηση των δανείων που παρέχουν στα
νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, καθώς επίσης τα ομόλογα του ελληνικού
δημοσίου, θα μεταφερθούν αμέσως στην Ευρώπη – η οποία
τότε, έχοντας στην ιδιοκτησία της τις ελληνικές τράπεζες, θα μπορεί να κάνει ότι
θέλει, χωρίς να ρωτάει κανέναν.
(ε) Οι ισοσκελισμένοι
δημοσιονομικοί προϋπολογισμοί: Εάν η Τρόικα αποδεχθεί την πρόταση της
κυβέρνησης, τότε θα είναι σαν η τελευταία να «σκάβει τον τάφο της» – αφού
δεν πρόκειται να τα καταφέρει γρήγορα, λόγω των υψηλών
προσδοκιών που έχει δημιουργήσει στους Έλληνες όσον αφορά τις
αυξήσεις των μισθών, τη χαμηλότερη φορολόγηση, την κλιμάκωση των κοινωνικών
δαπανών κοκ.
Εκτός αυτού, η μείωση των εσόδων, η οποία
υπερέβη το 1 δις € μόνο τον Ιανουάριο, θα δημιουργήσει
ένα μεγάλο κενό στον προϋπολογισμό – κάτι που είναι γνωστό στους
δανειστές, οι οποίοι θα το χρησιμοποιήσουν ασφαλώς εναντίον μας. Στα πλαίσια
αυτά, η διαπραγμάτευση για τη μείωση της απαίτησης πρωτογενούς πλεονάσματος
ύψους 4,5% από τους δανειστές στο 1,5% δεν έχει κανένα νόημα – αφού δεν
πρόκειται να επιτευχθεί.
Με δεδομένη δε την αδυναμία της Ελλάδας να
δανειστεί από τις αγορές, καθώς επίσης την απροθυμία της Ευρώπης να της παρέχει
νέα δανεικά, παράλληλα με τις ανάγκες εσόδων για την εξυπηρέτηση του χρέους και
την επιβάρυνση του ELA, η χώρα μας θα χρεοκοπούσε
εσωτερικά (ανάλυση). Σε μία τέτοια περίπτωση θα ακολουθούσαν κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις, η
κυβέρνηση θα ανατρεπόταν και θα επιβαλλόταν το προηγούμενο καθεστώς –
πολύ πιο αυστηρό όμως, με αποτέλεσμα να λεηλατηθεί κυριολεκτικά η Ελλάδα.
Όλα τα παραπάνω, καθώς επίσης πολλά άλλα, τα
οποία δεν είναι της παρούσης, καθιστούν απαραίτητη την ονομαστική διαγραφή του
χρέους – η οποία είναι μεν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί,
προϋποθέτοντας ενδεχομένως τη σύγκρουση με τους δανειστές μας (ανάλυση), αλλά απολύτως
απαραίτητη για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος, για τον
οποίο την υποστηρίζουμε πλέον – σε καμία περίπτωση η «στείρα κριτική» μίας
κυβέρνησης, η οποία μόλις ανέλαβε την εξουσία, στην πιο δύσκολη χρονική στιγμή
για τη χώρα μας.
Στα πλαίσια αυτά, επειδή η κυβέρνηση χρειάζεται
επιχειρήματα για να το προσπαθήσει, ενώ οι δανειστές έχουν σίγουρα τα δικά τους
για να το αρνηθούν, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε τα
υπέρ και τα κατά της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής – ο οποίος
θεωρούμε ότι θα μας προσφερθεί, για να αποφευχθεί η διαγραφή.
.
Τα υπέρ της επιμήκυνσης (κατά της διαγραφής)
Εισαγωγικά, τυχόν χρεοκοπία της Ελλάδας
θα είχε καταστροφικά επακόλουθα τόσο για την Ευρώπη,
όσο και για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα – αφού θα
προκαλούσε μία τεράστια κρίση εμπιστοσύνης στους διεθνείς επενδυτές, με
δυσμενείς συνέπειες κυρίως για τα κρατικά ομόλογα.
Το ίδιο θα συνέβαινε και με το ευρώ, εάν
υποχρεωνόταν η Ελλάδα να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, μεταξύ άλλων επειδή είναι
συνδεδεμένα μαζί του 26,45 τρις $ σε παράγωγα (άρθρο) – ενώ καμία νομισματική ζώνη μέχρι σήμερα δεν έχει επιβιώσει, όταν μία
χώρα επέλεγε την έξοδο της ή υποχρεωνόταν να το κάνει. Εκτός αυτού,
θεωρείται πως η Ευρωζώνη είναι πολύ δύσκολο να διαλυθεί, επειδή το κόστος ενός
τέτοιου ενδεχομένου είναι ανυπολόγιστο – ειδικά για τις χώρες που την
αποτελούν.
Περαιτέρω, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, παρά
το ότι αυξήθηκε ξανά στο 185% του ΑΕΠ, θεωρείται από
ορισμένους βιώσιμο, επειδή αυτό που προέχει είναι η εξυπηρέτηση του και όχι το
απόλυτο ύψος του - επομένως οι δόσεις αποπληρωμής και τα επιτόκια, με
τα οποία επιβαρύνεται η Ελλάδα.
Χρησιμοποιείται δε το παράδειγμα,
σύμφωνα με το οποίο εάν χρωστάει κανείς 50.000 € και πρέπει να πληρώνει κάθε
μήνα τόκους 1.000 €, τότε είναι αδύνατον να τα καταφέρει, οπότε είναι μη βιώσιμο
– ενώ όταν πληρώνει τόκους 100 € το χρέος του, ακόμη
και αν είναι διπλάσιο (100.000 €), είναι βιώσιμο (κάτι ανάλογο ισχύει
και με τις δόσεις).
Στα πλαίσια αυτά, επειδή τα επιτόκια της
Ελλάδας με το PSI μειώθηκαν στο 2% περίπου κατά μέσον όρο, ενώ οι δόσεις αποπληρωμής επιμηκύνθηκαν, φτάνοντας έως το
2057, η εξυπηρέτηση του χρέους της θεωρείται εφικτή – ενώ η
επιβάρυνση των δαπανών του προϋπολογισμού της με τόκους, έχει περιορισθεί
σημαντικά (στα 5 δις € περίπου ή στο 2,5% του ΑΕΠ).
Ουσιαστικά λοιπόν η
Ελλάδα πληρώνει λιγότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους της σε όρους ΑΕΠ, από
την Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία (γράφημα),
οι οποίες δεν απαιτούν διαγραφή του χρέους – οπότε δεν έχει δίκιο, όταν
ισχυρίζεται πως το χρέος της δεν είναι βιώσιμο (πηγή).
Από οικονομικής πλευράς λοιπόν η
Ελλάδα δεν χρειάζεται διαγραφή του χρέους της – ενώ από πολιτικής, δεν είναι
καθόλου έξυπνο να το απαιτεί, ερχόμενη σε αντιπαράθεση με όλους τους εταίρους
της. Επομένως, η ιδανικότερη λύση θα ήταν μία ακόμη
επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, εκ μέρους των κρατών της Ευρωζώνης
– ενώ στον τομέα των επιτοκίων τα περιθώρια είναι ελάχιστα, αφού τα διακρατικά
είναι ήδη της τάξης του 0,85%.
Ολοκληρώνοντας, από
την παραπάνω (λανθασμένη) οπτική γωνία, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η
ονομαστική μείωση του χρέους, αλλά η αυστηρή πολιτική λιτότητας που
της επιβάλλεται από την Τρόικα.
Μία ελάφρυνση της συγκεκριμένης πολιτικής, σε
συνδυασμό με μία ακόμη επιμήκυνση του χρέους, θα
επέτρεπε στην ελληνική κυβέρνηση να αυξήσει τις κοινωνικές δαπάνες της,
αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά την ανθρωπιστική κρίση – ενώ τα επί
πλέον αυτά χρήματα θα αναθέρμαιναν την οικονομία της, η οποία χρειάζεται
επειγόντως ενίσχυση.
Τα υπέρ της διαγραφής (κατά της επιμήκυνσης)
Υπάρχουν προφανώς κράτη, τα οποία επιβιώνουν με
πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ιαπωνία (230%). Εν τούτοις, η χώρα αυτή έχει τη νομισματική της κυριαρχία, η κεντρική της
τράπεζα αγοράζει το χρέος, το οποίο είναι κατά 90% εσωτερικό, με
μηδενικά σχεδόν επιτόκια, ενώ διαθέτει έναν αρκετά ανταγωνιστικό παραγωγικό
μηχανισμό, με σημαντικές εξαγωγές.
Η Ελλάδα δεν έχει τίποτα από τα παραπάνω,
ευρίσκεται στο «μάτι του κυκλώνα», ενώ κυριολεκτικά καταστράφηκε τα τελευταία
πέντε χρόνια, με ευθύνη της Τρόικας. Παράλληλα, ανήκει
σε μία ασύμμετρη νομισματική ένωση, η οποίααπομυζείται από τη Γερμανία - αφού τα πλεονάσματα της προκαλούν
τα ελλείμματα των εταίρων της, οπότε την υπερχρέωση τους.
Ταυτόχρονα, έχει αποκοπεί από τις αγορές, με
ευθύνη επίσης της Ευρωζώνης, η οποία δεν τήρησε την υπόσχεση της του 2012, για επιμήκυνση του
χρόνου αποπληρωμής των δανείων της, εάν «παρήγαγε» πρωτογενές
πλεόνασμα – το οποίο κατάφερε ήδη το 2013.
Όλα τα παραπάνω διαφοροποιούν την Ελλάδα από
την Ιαπωνία, περιορίζουν δραματικά τα επιχειρήματα υπέρ της επιμήκυνσης του
χρέους, ενώ η αδυναμία της να προσφύγει στις αγορές την
καθιστά μη συγκρίσιμη με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Δεν
φαίνεται δε σε μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα να τα καταφέρνει, επειδή οι
δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους της, ακόμη και με μία ενδεχόμενη ανάπτυξη
της οικονομίας της, δεν πρόκειται να πείσουν τις αγορές να τη χρηματοδοτήσουν –
επειδή η απόφαση τους αυτή στηρίζεται κυρίως στο κατά πόσο θεωρούν μία χώρα
φερέγγυα ή μη.
Με τα κριτήρια των επενδυτών η Ελλάδα, με δημόσιο χρέος της τάξης του 185%, καθώς επίσης με
όλα τα προηγούμενα δυσμενή χαρακτηριστικά, δεν είναι απλά μη φερέγγυα, αλλά προ
πολλού χρεοκοπημένη - απόλυτα εξαρτημένη από τα δάνεια της Τρόικας.
Το επίπεδο δε του δημοσίου χρέους της είναι τόσο μεγάλο, ώστε δεν επιτρέπει
καμία ελπίδα ανάπτυξης – χωρίς την οποία η χώρα είναι καταδικασμένη.
Σε κάθε περίπτωση, με βάση την ιστορική
εμπειρία, σχεδόν καμία ανεπτυγμένη χώρα της Δύσης δεν κατάφερε να ξεφύγει από
την παγίδα ενός τόσο υψηλού χρέους. Άλλωστε, εάν η
επιμήκυνση ήταν αρκετή, η Γερμανία δεν θα απαιτούσε την ονομαστική διαγραφή του
μεγαλύτερου μέρους του χρέους της το 1953 – χωρίς την οποία δεν θα
είχε ανακάμψει ποτέ.
Φυσικά θα μπορούσε κανείς να καθυστερήσει τη
χρεοκοπία για μερικά χρόνια ακόμη – όμως, η Ελλάδα θα
δημιουργούσε ακόμη περισσότερα χρέη και η Ευρώπη θα συνέχιζε να την δανείζει,
εις βάρος των δικών της Πολιτών. Αυτό σημαίνει φυσικά πως η χώρα μας
θα βρισκόταν συνεχώς σε σύγκρουση με τους εταίρους της, οι οποίοι θα την
κατηγορούσαν πως είναι ανίκανη και θέλει μόνο να δανείζεται – όπως συμβαίνει τα
τελευταία πέντε σχεδόν χρόνια.
Παράλληλα, οι Έλληνες
θα κατηγορούσαν τους δανειστές τους για την εμπλοκή τους στα εσωτερικά της χώρας
τους, ενοχοποιώντας και «καθαιρώντας» τις κυβερνήσεις τους – όπως
συνέβη πρόσφατα. Όλα αυτά θα συνέχιζαν να επιβαρύνουν τους Έλληνες
φορολογουμένους, να «αναζωπυρώνουν» την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, να προκαλούν
διακρατικές αντιπαραθέσεις, να καθιστούν όλο και πιο πιθανές τις τραπεζικές
επιθέσεις, να επιδεινώνουν την ύφεση κοκ.
Αργά ή γρήγορα λοιπόν θα έπρεπε να διαγραφεί το
χρέος – με το ποσόν της διαγραφής να γίνεται τόσο
μεγαλύτερο, όσο περισσότερο αργεί. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας
λόγος να καθυστερεί με επιμηκύνσεις, καθώς επίσης με άλλα τεχνάσματα, τα οποία
απλά επιδεινώνουν το πρόβλημα και εξαντλούν ή/και εξαθλιώνουν τους Έλληνες .
Τέλος, εάν αυτό δεν είναι πολιτικά έξυπνο σήμερα, γιατί θα είναι μετά από δύο ή
τρία χρόνια, όταν θα καταστεί πλέον αναγκαίο;
Φυσικά η Ελλάδα θα πρέπει από μόνη της να
αποφασίσει και να διενεργήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, με κέντρο βάρους την αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς επίσης
της ανταγωνιστικότητας της – τα βασικά της μειονεκτήματα. Παράλληλα
πρέπει να καταπολεμήσει με επιτυχία τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τον κρατισμό, τη
νόμιμη και παράνομη φοροδιαφυγή – όπου όμως δεν «κρατάει τα σκήπτρα», όπως
δυστυχώς ισχυρίζονται οι ίδιοι οι Έλληνες.Υπάρχουν
πολλές άλλες χώρες, οι οποίες την ξεπερνούν, όπως η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο ή το Βέλγιο - χωρίς να εξαιρούμε την πρωτεύουσα των
διαφθορέων, τη Γερμανία (ανάλυση).
Όσον αφορά τώρα την Πορτογαλία και την
Ιρλανδία, οι οποίες κατάφεραν να ξεφύγουν από τα μνημόνια, η μεν πρώτη μπήκε στην κρίση με δημόσιο χρέος στο 68,3% του ΑΕΠ
της (2008), έχοντας κυριολεκτικά λεηλατηθεί από την Τρόικα (άρθρο),
ενώ η δεύτερη με 25% (2008) – έχοντας διατηρήσει τα φορολογικά της
προνόμια, λόγω των οποίων έχουν εγκατασταθεί εκεί πολλές ξένες επιχειρήσεις.
Επομένως, δεν υπάρχει σύγκριση.
Ολοκληρώνοντας, υπάρχουν σήμερα πολλοί καλοί
λόγοι, για να διαγραφεί το χρέος, με έναν οποιονδήποτε τρόπο που θα επέτρεπε
στην Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές – αφού αυτό είναι το βασικό κριτήριο.
Ένας από αυτούς είναι η καινούργια κυβέρνηση, η οποία
έχει την απαιτούμενη εμπιστοσύνη των Πολιτών, για μία καινούργια αρχή
- ένα σημαντικό χαρτί που θα ήταν εγκληματικό να «καεί». Πόσο μάλλον
όταν η Ευρώπη είναι σε θέση να διαγράψει το χρέος, χωρίς να έχει μεγάλη
οικονομική επιβάρυνση.
.
Επίλογος
Κατά την άποψη μας, η οποία δεν θεωρούμε φυσικά
πως είναι υποχρεωτικά σωστή, το πρόβλημα της Ελλάδας πρέπει να λυθεί τώρα (άρθρο) – πριν ακόμη χαθεί η
εμπιστοσύνη των Ελλήνων και σε αυτήν την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να
βυθιστεί η χώρα μας σε μία εντελώς καταστροφική πολιτική και κοινωνική κρίση, με
τρομακτικά επακόλουθα ειδικά για εμάς (επίσης για την Ευρωζώνη, την ΕΕ και την
παγκόσμια οικονομία).
Η λύση δε πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να μην
εμφανιστεί ξανά το πρόβλημα – ενώ είμαστε σίγουροι πως
πρόκειται για την τελευταία μας ευκαιρία. Προφανώς, δεν πρέπει να
εκβιάσουμε κανέναν – θα ήταν άλλωστε αναποτελεσματικό και ανόητο.
Αντίθετα, είμαστε
υποχρεωμένοι να κάνουμε τα πάντα για να πείσουμε, στηριζόμενοι κυρίως στους
Πολίτες των άλλων χωρών, οι οποίοι διαισθάνονται πλέον πως έχουμε
δίκιο – κρίνοντας από το γεγονός ότι, ακόμη και το 51% των Γερμανών σήμερα είναι
υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, όταν ελάχιστοι σχετικά το
επιθυμούσαν στο παρελθόν.
Εάν βέβαια παρ’ ελπίδα δεν συμφωνήσει η κυβέρνηση της Γερμανίας,
επιμένοντας στη «σκληρή» γραμμή, τότε δεν έχουμε άλλη
επιλογή από τη χρεοκοπία εντός του ευρώ (άρθρο) – η οποία
θα ήταν μεν εξαιρετικά επώδυνη, αλλά η μοναδική μας έντιμη και ορθολογική
εναλλακτική λύση, υπό τις παρούσες προϋποθέσεις.
Ευχόμαστε προφανώς να μην συμβεί, αφού θα ήταν
υπερβολικά άδικο, μετά από τόσες προσπάθειες και θυσίες.Οφείλουμε όμως να πάρουμε το ρίσκο, εάν δεν θέλουμε να
παραμείνουμε αποικία των δανειστών και σκλάβοιχρέους του διεθνούς τοκογλυφικού
κεφαλαίου.
.
Υστερόγραφο: Θα μπορούσε να ισχυρισθεί η Ευρώπη ότι,
θα έπρεπε προηγουμένως να προσφέρουμε εμείς «δείγματα γραφής» – να
καταπολεμήσουμε δηλαδή τη φοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο κοκ., έτσι ώστε να
ακολουθήσει η διαγραφή χρέους. Θα ήταν όμως
σαν να ήθελε κανείς πρώτα να βγάλει κέρδη από μία επιχείρηση και μετά να
επενδύσει – κάτι που είναι φυσικά ανέφικτο.
Περαιτέρω, πριν από
κάθε τι άλλο θα έπρεπε να εξοφληθεί το ΔΝΤ και να φύγει από την
Ευρωζώνη – αφού διαφορετικά δεν θα αποφύγουμε τη λεηλασία τόσο εμείς,
όσο και πολλές άλλες χώρες. Τέλος, εύλογα πολλοί Έλληνες, συντηρητικοί και
ηλικιωμένοι κυρίως, φοβούνται τις αλλαγές και τους κινδύνους – δυστυχώς όμως,
τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει πραγματικά, εάν δεν πάρει κανείς το ρίσκο, το οποίο
είναι προτιμότερο από τον αργό θάνατο που μας περιμένει, εάν δεν το
τολμήσουμε.
.
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι
ένας σύγχρονος οικονομολόγος,
πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του
Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με
ιδιόκτητες επιχειρήσεις σε όλες τις πόλεις της Γερμανίας. Έχει εκδώσει τρία
βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ έχει δημοσιεύσει
πάνω από 5.000 αναλύσεις σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, με κέντρο βάρους την
εθνική και διεθνή μακροοικονομία, καθώς επίσης το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό
σύστημα.
Για το πλήρες βιογραφικό σημείωμα
του συγγραφέα, πατήστε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου