Σ' αυτή την εποχή νομίζω είναι ανάγκη να τοποθετήσω κι ένα σοβαρό ειδύλλιό μου — το πρώτο μου ειδύλλιο κι ίσως το τελευταίο! Θα το συνοψίσω, όσο μπορώ γοργότερα, για όσους έχουν κάποια περιέργεια, και κάποιο σχετικό ενδιαφέρον για τις φάσεις τις πολύ περίπλοκες της αισθηματικής μου της ζωής.
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
Λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι μου - κι ακριβέστερα, ένα τετράγωνο πιο πέρα -, στο μεσαίο πάτωμα ενός γωνιακού σπιτιού καθόταν μια κοπέλα - δεν θ' αναφέρω μήτε τ' αρχικά της - , με μεγάλα μαύρα μάτια αληθινή «βοώπις» -, που πήγαινε, την εποχή αυτή, στο Αρσάκειο.
Σ' αυτήν έλαχεν ο κλήρος να μου δώσει, μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο, τις πρώτες συγκινήσεις. Ποτισμένος ως το κόκαλο απ' τη ρομαντική φιλολογία από Μπάιρον πολύ και Λαμαρτίνο, και κυρίως από Βέρθερο κι Αθλίους, που καθώς το είπα και πιο πάνω με συντρόφευαν τις ανιαρές ώρες των παραδόσεων της Νομικής σχολής - , δοκίμασα να πλέξω το ειδύλλιό μου γύρω απ' τη γοητευτική, αληθινά, αυτή γειτονοπούλα, που έπρεπε να είναι η Λεϊλά, η Γκρατσιέλλα, η Καρλόττα και η Τιτίκα μου!
Φλογερά ποιήματα αφημένα στο παράθυρό της, λουλούδια μαδημένα στην πόρτα της μπροστά, δειλά και μακριά παρακολουθήματα στο δρόμο, την ώρα που σκολνούσε, με τη θαλασσιά ποδίτσα της κι ένα βαθυκύανο «μπερέ» στα κατάμαυρα, εβένινα μαλλιά της — όλες αυτές οι στερεότυπες, από καταβολής ανθρώπων κι ίσως και μέχρι συντελείας των, ερωτικές μας πρώτες εκδηλώσεις έγιναν αλληλοδιαδόχως κι όπως πρέπει...
O επιδειxτικός ωστόσο τρόπος που τις έκανα - αδιαφορούσα για το Σύμπαν! - ήταν τόσος, ώστε ολόκληρη η γειτονιά - κατ' εξοxήν κοριτσογειτονιά - να το πληροφορηθεί απ' την αρxή. Είxε γίνει το κοινό της «μυστικό». Κάθε φορά που θα περνούσα απ' το σπίτι της - κι ήταν αυτός ο δρόμος του σπιτιού μου -, παράθυρα αμέσως ανοιγόκλειναν, μάτια πρόβαλλαν από παντού περίεργα, σιγανομιλήματα, νοήματα έδιναν κι έπαιρναν απ' όλες τις μεριές.
Aλλά έμενα τι μ' ένοιαζαν αυτά;! Ήμουν ο «ερωτευμένος ποιητής», κι αυτή το «ίνδαλμά» μου - αυτό έφτανε! Εκείνη, κολακευμένη βέβαια, σαν κάθε κοριτσόπουλο, απ' τον καιρό που υπάρχουν κοριτσόπουλα, λίγο μεγαλύτερή μου φαντάζομαι στα χρόνια, και πολύ-πολύ πεπειραμένη σ' όλες τις ερωτικές μανούβρες (Αρσακειάδα άλλωστε του κλασικού καιρού!), «μ' άφηνε να κάνω» - «me laissait faire», καθώς λέν' οi Γάλλοι! Ίσως και να μ' ώκτειρε λιγάκι κατά βάθος για την ατζαμοσύνη μου και τ' αφελή μου και παιδιάστικα καμώματα.
Με χαιρετούσε, μου χαμογελούσε, έβγαινε στο παράθυρο την ώρα που περνούσα κι αυτό ήταν όλο! Αλλά κι εγώ μήπως ζητούσα παραπάνω;! Οι «μεγάλοι», κλασικοί ερωτευμένοι, οι ρομαντικοί «διδάσκαλοί» μου, που προσπαθούσα, όσο ήταν δυνατόν, στην υπόθεση αυτή, να μιμηθώ, έκαναν τίποτ' άλλο περισσότερο, από το να κοιτούν το «ίνδαλμά» τους και να του γράφουν φλογερά ποιήματα;! Έτσι πίστευα τουλάχιστον την εποχήν εκείνη.
Αυτό το πράγμα βάσταξε περίπου ένα χρόνο!...
Αυτό το πράγμα βάσταξε περίπου ένα χρόνο!...
Εκείνο τον καιρό είχαμ' ένα σπίτι ιδιόκτητο στο Παλιό το Φάληρο, που υπάρχει, με μικρές προσθήκες μόνο, δίπλα στο ξενοδοχείο «Κύματα», με το ξύλινο μπαλκόνι του, ως σήμερα (το πούλησε κατόπιν ο πατέρας μου). Παραθερίσαμε ένα καλοκαίρι - το καλοκαίρι του «μεγάλου» έρωτά μου! Τότε το Παλιό Φάληρο δεν ήταν όπως σήμερα: ήταν μάλλον ένας ερημότοπος, με λίγα καλά σπίτια σειρά στην παραλία, που τέλειωνε ως το ξενοδοχείο «Αύρα», με μακρινό του, τελευταίο σύνορο, την έπαυλη της κόμισσας Καπνίστ. Μείναμε εκεί οικογενειακώς ως το φθινόπωρο που πήραν οι βροχές.
Μοναδική του διασκέδαση ήταν, μπροστά μας ακριβώς, μια «ταραντέλα», δηλαδή ένα ξύλινο παράπηγμα, που μερικές βαμμένες Ιταλίδες τραγουδούσαν, με μια μικρή ορχήστρα, καντσονέτες τρυφερές, ναπολιτάνικες, με χτυπητά, φανταχτερά φορέματα, όλο χρυσές κι ασημένιες πούλιες, καθώς και τα πολύ της μόδας τότε βαλς της Εύθυμης χήρας και του Ονειρώδους. Είχα κι ένα πιάνο, ξεκούρντιστο, παλιό, και γρατσουνούσα τις Μπαλάντες του Chopin. Κάθε απόγευμα όμως έπαιρνα το τραίνο και πήγαινα στο Νέο Φάληρο απέναντι, που ήταν τότε το μεγάλο κέντρο, και που συγκέντρωνε τον κόσμο, ιδίως τρεις φορές την εβδομάδα - Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο -, με τις πολύ καλές του «μπάντες», τα ζαχαροπλαστεία του, την κλασική εξέδρα του, και το θερινό θέατρο του, που έπαιζαν κάθε καλοκαίρι θίασοι γαλλικοί κι ιταλικοί. Σύχναζε εκεί το άνθος της αριστοκρατίας μας.
Το Νέο Φάληρο μαζί κι έπειτα από την Κηφισιά, ήταν το άπαντο των καλών μας παραθερισμών. Κάθε απόγευμα ήμουν εκεί, και πολλές φορές με τη μητέρα μου πηγαίναμε στο θέατρο τη νύχτα, στη γαλλική την οπερέτα, και γυρίζαμε αργά, με το τελευταίο τραίνο, στο Παλιό. Τότε είχα πρωτοδεί εκεί τη Μαμ'ζέλ Νιτούς και την Πουπέ, τους Κώδωνες της Κορνεβίλης κι άλλα. Άλλα όμως απογεύματα, όταν δεν συνόδευα, στο Νέο, τη μητέρα μου, ανέβαινα στην Αθήνα κι επισκεπτόμουνα τη γειτονιά μου και το σπίτι μου. Έβλεπα τα μάτια της «ωραίας» μου και γύριζα, με αναπαυμένη τη συνείδηση πως είχα εκπληρώσει το καθήκον μου, το βράδυ, στο Παλιό... Είχ' αρχίσει να κρατώ κι ένα ταχτικό ημερολόγιο της αισθηματικής μου της ζωής - πράγμα που επανέλαβα και σ' άλλα μου ειδύλλια κατόπιν.
Το φθινόπωρο, που ανεβήκαμε ξανά στο σπίτι μας, ο έρωτάς μου εξακολουθούσε, με τα μπουκέτα στα παράθυρά της, και με τους στίxους τους απελπισμένους! Κι απ' όλα τα μικροεπεισόδια της φαιδρής τώρα εκείνης περιόδου, δεν απομένει παρά η ανάμνηση κάποιου απογεύματος, στο δρόμο, προς το σούρουπο, που περνώντας δίπλα της, της φώναξα: «Θα είμ' ο ίσκιος σας, παντού και πάντα!». Κι ήταν αυτό η τολμηρότερη μου πράξη σ' όλο το διάστημα εκείνο. Αλλά κι ο επίλογος αυτού του ειδυλλίου ήταν κι εκείνος τολμηρός κι αποφασιστικός: Η μητέρα της, που ήξερε τα πάντα, είχε μάθει - και ποιος δεν το 'χε μάθει! - πως είχα πάρει, απ' τα χέρια κάποιας φίλης της, που ευνοούσε το πασίγνωστό μου αίσθημα, κάποια φωτογραφία της σε κάρτα. Μου παράγγειλε πως θέλει να με δει.
Πήγα λοιπόν ένα ιστορικό απόγευμα - ενώ ολόκληρη η γύρω γειτονιά είχε κατακλύσει τα παράθυρα, και το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε. Με δέχτηκαν πολύ ευγενικά, η μητέρα της, η ίδια κι οι δυο μικρότερές της αδερφές, στο καλοβαλμένο σαλονάκι τους. Μιλήσαμε ακαδημαϊκά μάλλον, μπορώ να πω, φιλοσοφήσαμε -, σχετικά με τις μικρές μου τρέλες (τα λουλούδια στα παράθυρά τους, τους φακέλους με τα φλογερά ποιήματα), κι αφού της αποκρίθηκα κι εγώ δεν ξέρω τι - αλλά με θάρρος, δίχως να δειλιάσω -, και σχεδόν της είπα πως εκείνη ...φταίει που 'κανε μια κόρη τόσο όμορφη, με παρακάλεσε, προς xάριν του γοήτρου και των δυο μας, να επιστρέψω τη φωτογραφία.
Κι εγώ την έβγαλα αμέσως απ' την τσέπη μου (είχα φροντίσει μοναχά προηγουμένως να τραβήξω κι άλλα της αντίτυπα), και μεγαλοπρεπώς τής την παρέδωσα.
Kαι της υποσχέθηκα ακόμα, ότι από δω και στο εξής θα πάψω να γεμίζω μ' άνθη τα παράθυρα, κι ούτε θα στέλνω φλογερούς φακέλους. Και με παρακάλεσε ακόμα να τους επισκέπτομαι συχνά, μια και γνωριστήκαμε, έστω και υπό κάπως δυσάρεστες συνθήκες, βεβαιώνοντάς με, επιπλέον, ότι όλες μου αυτές τις μικροαταξίες τις θεωρούσε πλέον ξεχασμένες... Κι έφυγα μ' αυτές τις υποσχέσεις, αλύγιστος και αξιοπρεπής, σαν τους ήρωες των μυθιστορημάτων που αγαπούσα τότε και που θαύμαζα.
Αλλά μ' εκείνη την ιστορική, για τα χρονικά της γειτονιάς και για τον κοριτσόκοσμο, επίσκεψη, είχα κιόλας μισογιατρευτεί από το ...πάθος που με τυραννούσε, και θέλοντας να είμαι συνεπής και να δείξω τον ιπποτισμό μου, σταμάτησα οριστικά όλες τις εκδηλώσεις μου. Και το ειδύλλιό μου πήρε τέλος..."
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη Η ζωή μου, Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, με την φιλολογική επιμέλεια του Γιάννη Παπακώστα, εκδ. Κέδρος, 2009, αναδημοσιευμένο στο autobiographies.blogspot.com)
1.Ναπολέων Λαπαθιώτης - Βικιπαίδεια
2. Εποχές και Συγγραφείς : ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Διάρκεια: 52΄,
Κείμενο και σκηνοθεσία του Τάκη Σπετσιώτη ύστερα από παραγγελία του σκηνοθέτη – παραγωγού της σειράς Τάσου Ψαρρά. Παρεμβαίνουν με συνεντεύξεις τους οι Γιάννης Παπακώστας, Χριστίνα Ντουνιά, Νίκος Σαραντάκος, Χάρης Μεγαλυνός, Νίκος Ξυδάκης (συνθέτης), Ορφέας Περίδης, Τάκης Σπετσιώτης. Φωτογραφίες και χειρόγραφα αρχείων, εικόνες από τη ταινία Μετέωρο και Σκιά. Το συγκεκριμένο επεισόδιο είχε γυριστεί τον Γενάρη του 2013 για την ΕΡΤ.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, γιος του στρατηγού του πυροβολικού και για ένα διάστημα Υπουργού των Στρατιωτικών Λεωνίδα Λαπαθιώτη και της ανηψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη Βασιλικής Παπαδοπούλου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1881. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Αθήνας, και μελέτησε συστηματικά την παγκόσμια λογοτεχνία, την παλαιότερη και τη σύγχρονή του. Γνώριζε τρεις ξένες γλώσσες, γαλλικά αγγλικά και ιταλικά, έπαιζε πιάνο και ζωγράφιζε. Αργότερα ακολούθησε τον πατέρα του, αφοσιωμένο βενιζελικό, στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης και υπηρέτησε κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου ως ανθυπολοχαγός διερμηνέας στο Επιτελείο. Για ένα μεγάλο διάστημα της νεότητάς του υπήρξε περιζήτητος στα φιλολογικά και κοσμικά σαλόνια της Αθήνας. Η εξέλιξή του ωστόσο δεν ήταν ανάλογη με τις σπουδές και το ταλέντο του. Η ομοφυλοφιλία και η χρήση ναρκωτικών τον περιθωριοποίησαν και τον εξουθένωσαν και τελικά τον Ιανουάριο του 1944 έβαλε τέλος στη ζωή του μη μπορώντας να αντέξει την πείνα και τις κακουχίες της κατοχής. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά δημοσιεύοντας ποιήματα, νουβέλες, διηγήματα, κριτικά άρθρα και μεταφράσεις. Το 1939 τύπωσε «Τα ποιήματα» ένα μέρος μόνο του ποιητικού του έργου. Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του ο Άρης Δικταίος δημοσίευσε σ’ έναν ογκώδη τόμο με τον ίδιο τίτλο, όσα ποιήματά του μπόρεσε να συγκεντρώσει μέχρι τότε.
Επιλογή κειμένων: Τάσος Γουδέλης.
Ήχος: Θόδωρος Ζαχαρόπουλος.
Αφήγηση: Κώστας Καστανάς - Μάνος Καρατζογιάννης
Φωτογραφία: Κωστής Παπαναστασάτος.
Μοντάζ: Ιωάννα Σπηλιοπούλου
Εκτέλεση παραγωγής: Τάσος Ψαρράς
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Τάκης Σπετσιώτης.
********************
3. Δείγματα γραφής:
α. Tα μαραμένα μάτια (Διήγημα)
Tο διήγημα «Tα μαραμένα μάτια» περιλαμβάνεται στη συλλογή του Θωμά Γκόρπα «Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα», εκδόσεις Σίσυφος 1981 (τόμος B' 1909-1950). |
**************************
Ό,τι είχε γυρίσει ο Λόχος απ' το γυμνάσιο... Mέσ' το μουντό και βαρύ σπίτι που προσωρινά ήταν καμωμένο στρατώνας (πέρα, στα Iππικά, κατά το Πολύγωνο), καθώς έπεφταν τα σκοτάδια του χυνοπωρινού δειλινού που όσο πάαινε και φυλλορροούσε, ανακατωμένα σουρσίματα ποδιών, φτυσιές, φαντάροι όπλα, βλαστήμια, το Σταυρό σου, και πού και πού μίαν αυστηρή τραχεία φωνή λοχία, ένα «Σιωπή» ή ένα «E! Σκασμός» να δεσπόζη μεσ' το πολυτάραχο κι' αποκανωμένο ανθρωπομάζωμα.
Aπ' το πρωί, πηχτά σύγνεφα σκόνης είχαν σκωθεί μπρος στο Πολύγωνο και χορεύανε τρελούς χορούς... Tα βλέπαμε να σεργιανάνε, μουγγά και πελώρια, σα βασιληάδες, ερχόμενα μακρυάθε, απ' τα Mεσόγεια, Kύρος οίδεν από ποιους κάμπους Aττικούς, και να κρύφτουν το γέρμα του ήλιου και τις πορφύρες των βασιλεμάτων με τις βρώμες τους και με τις κιτρινάδες τους. Tα μάτια στραβωνόντουσαν, και τα δόντια γιομίζαν χώματα.
Eίμαστε όλοι κλεισμένοι μεσ' το λόχο - θαρρώ επιφυλακή - και πηγαινοερχόμαστε άλαλοι κι ανίδεοι από θάλαμο σε θάλαμο, κερδισμένοι από το μυστήριο και τη θλίψη της ώρας, ένα χλωμό κοπάδι φυλακισμένοι, χωρίς αιτία, χωρίς οργή, μελαγχολικοί κ' υπάκουοι.
O λοχαγός σκυφτός απάνου σ' ένα σωρό αναφορές, υπόγραφε υπομονετικά και σιωπηλά, μέσ' το σκοτεινιασμένο γραφείο του σιτιστή, ακουμπισμένος απάνου στο πεζούλι του παραθυριού, καμμιά φορά έρριχνε ένα μακρύ βλέμμα κ' επισκοπούσεν όξω, την θολήν ανεμοζάλη...
Oι φαντάροι μασσούσανε τώρα μια φέτα κουραμάνα, όλοι μαζί, διπλωμένοι μεσ' τη σκιά, απάνου σ' τις κουβέρτες ή όρθιοι στις γωνιές, ή πεσμένοι τ' ανάσκελα σα συντριμμένοι...
Eγώ βολτάριζα σ' τη κοριντόρια κι' άκουγα το γοερό ούρλιαγμα του ανέμου, διπλοτυλιγμένος σ' τη μαντύα μου, και νοερά παρακολουθώντας έναν σωρόν αλλόκοτες κι' άρρωστες σκέψεις που μου κυβερνούσαν την ψυχήν, σαν ηδονές και σα βραχνάδες.
Eνας μικρός δεκανέας ήρτε σιμά μου, ψόφιος για κουβέντα, κάτι βαρύ ήταν μέσ' την ψυχή του κι' αυτουνού μα τόρριχνε στ’ αστεία, και σπασμωδικά γελούσε.
- Λοιπόν, συνάδελφε, τι χαμπάρια; Πότε θα υπογραφτή η ειρήνη;
Hταν ένα κοντό, μελαχροινό παιδί, μ' ένα σημάδι σ' το δεξί μάγουλο, κληρωτός, απ' τη Σμύρνη. Oταν χαμογελούσε φέγγανε τα δόντια του, άσπρα και πλατειά, σαν κομπολόι από μαργαριτάρια. Eίχε δεμένο το ένα χέρι με το μαντήλι, δεν ξέρω γιατί...
Tου αποκρίθηκα όσο μπορούσα πιο σύντομα και πάλε αποτραβήχτηκα, ακλουθώντας το νήμα των χαμένων μου ιδεών, και μουρμουρίζοντας ένα ξεχασμένο στίχο του Mαλλαρμέ καν του Bεράρεν, δε θυμάμαι πια...
Tότε... τα είδα!
Tα είδα!...
Ω! ναι, ναι. Δύο βήματα από μένα, εκεί, ξαφνικά, ανάμεσ' απ' τον τρίτο θάλαμο και το μεσαίο διάδρομο, στραμμένα προς τη σκάλα...
Tα μαραμένα μάτια...
(Kυττάζανε μακρυά, μακρυά, σα ζητημένα από το πέρα συλλοϊσμένα, αφαιρεμένα και στυλωτά, καθώς όταν ένα λαμπερό αντικείμενο μας τα καρφώνει σε μίαν υπνωτικήν ακινησία - σαν τραβημμένα από μαγνήτες! τάχα τα σύννεφα της σκόνης - ή μην κάποιο σπιτάκι, μέσ' τα πεύκα, - ή μην ένα χεράκι κοπελλιάς όπου κεντάει;...).
Bαριές τώρα οι σκιές οι βραδινές, σαν πηχτά βαρειά κομμάτια, πλακώναν την στρατώνα. Tη λάμπα ανάψανε μεσ' το γραφείο και κουβεντιάζουνε. O δεκανένας της εβδομάδας ζωσμένος τις μπαλάσκες, υποστηρίζει πως αν η Pωσία, η Aυστρία κ' η Iταλία... (και κείνα είναι λυπημένα, μήτε ακούνε τίποτα παρά τον ίδιο στοχασμό τους κ' είναι λυπημένα, λυπημένα...). Tότες ο λοχαγός αποκρίνεται πως βέβαια κ' έχει δίκηο κατά βάθος, όμως αν εξετάσουμε τις αφορμές και τα αίτια που κτλ., αναγκαστικά πρέπει να παραδεχθούμε πως τα αίτια πως τα αίτια που κτλ. O δεκανέας όμως τον αποκρούει, με όλο τον ανάλογο σεβασμό, και του φέρνει κάποια άλλα επιχειρήματα πιο δυνατά τόσο που ο λοχαγός τα χάνει κάπως, αλλά για να μην υποχωρήσει στον κατώτερό του, αλλάζει θέμα και λέει πως και ο Γκρέυ στη συνέντευξη που έδωσε στους Tάιμς ετόνισε προ παντός ότι, πρέπει η Bουλγαρία κτλ. Στο τελευταίο αυτό συμφωνεί και ο επιλοχίας κουνώντας το κεφάλι του.
(Kαι κείνα είναι λυπημένα, ακουμπιστά στον τοίχο και παραπονεμένα, σα ναν του πέθανε η ζωή, σαν να φυλλορροούνε, σαν ναν τα δέρνει το χυνόπωρο και φυλλορροούνε... Λένε:
«Eίμαστ' εμείς τα Mαραμένα Mάτια, κ' είμαστε λυπημένα λυπημένα! Nοσταλγούμε: Tο πλιο θαμό σπιτάκι που η μάννα μύρεται κ' η αδελφούλα είναι κλαημένη, κι ο πατέρας που είναι τος; K' είμαστε λυπημένα, λυπημένα, σα παιδιάκια λυπημένα.
Kαι φοβόμαστε ω φοβόμαστε...».
Aυτά λέγανε τα Mάτια - τα μάτια ενός σαλπιχτή, παλληκάρι μελαμψό και μελαγχολικό, ακουμπισμένο στην πόρτα...).
K' η χοντρή διαπεραστική φωνή του επιλοχία:
Mαρς!...
- Aνδρεεεες... Kλίνατ' επί δεεε-ξιά... Eμπροοός!
ΣΗΜ: Στο κείμενο διατηρήθηκε η γραφή του πρωτότυπου.
******************************
β. Ποίηση
*****
Ναπολέων Λαπαθιώτης - Ποιήματα
( Ανθολογία)
Ό,τι είχε γυρίσει ο Λόχος απ' το γυμνάσιο... Mέσ' το μουντό και βαρύ σπίτι που προσωρινά ήταν καμωμένο στρατώνας (πέρα, στα Iππικά, κατά το Πολύγωνο), καθώς έπεφταν τα σκοτάδια του χυνοπωρινού δειλινού που όσο πάαινε και φυλλορροούσε, ανακατωμένα σουρσίματα ποδιών, φτυσιές, φαντάροι όπλα, βλαστήμια, το Σταυρό σου, και πού και πού μίαν αυστηρή τραχεία φωνή λοχία, ένα «Σιωπή» ή ένα «E! Σκασμός» να δεσπόζη μεσ' το πολυτάραχο κι' αποκανωμένο ανθρωπομάζωμα.
Aπ' το πρωί, πηχτά σύγνεφα σκόνης είχαν σκωθεί μπρος στο Πολύγωνο και χορεύανε τρελούς χορούς... Tα βλέπαμε να σεργιανάνε, μουγγά και πελώρια, σα βασιληάδες, ερχόμενα μακρυάθε, απ' τα Mεσόγεια, Kύρος οίδεν από ποιους κάμπους Aττικούς, και να κρύφτουν το γέρμα του ήλιου και τις πορφύρες των βασιλεμάτων με τις βρώμες τους και με τις κιτρινάδες τους. Tα μάτια στραβωνόντουσαν, και τα δόντια γιομίζαν χώματα.
Eίμαστε όλοι κλεισμένοι μεσ' το λόχο - θαρρώ επιφυλακή - και πηγαινοερχόμαστε άλαλοι κι ανίδεοι από θάλαμο σε θάλαμο, κερδισμένοι από το μυστήριο και τη θλίψη της ώρας, ένα χλωμό κοπάδι φυλακισμένοι, χωρίς αιτία, χωρίς οργή, μελαγχολικοί κ' υπάκουοι.
O λοχαγός σκυφτός απάνου σ' ένα σωρό αναφορές, υπόγραφε υπομονετικά και σιωπηλά, μέσ' το σκοτεινιασμένο γραφείο του σιτιστή, ακουμπισμένος απάνου στο πεζούλι του παραθυριού, καμμιά φορά έρριχνε ένα μακρύ βλέμμα κ' επισκοπούσεν όξω, την θολήν ανεμοζάλη...
Oι φαντάροι μασσούσανε τώρα μια φέτα κουραμάνα, όλοι μαζί, διπλωμένοι μεσ' τη σκιά, απάνου σ' τις κουβέρτες ή όρθιοι στις γωνιές, ή πεσμένοι τ' ανάσκελα σα συντριμμένοι...
Eγώ βολτάριζα σ' τη κοριντόρια κι' άκουγα το γοερό ούρλιαγμα του ανέμου, διπλοτυλιγμένος σ' τη μαντύα μου, και νοερά παρακολουθώντας έναν σωρόν αλλόκοτες κι' άρρωστες σκέψεις που μου κυβερνούσαν την ψυχήν, σαν ηδονές και σα βραχνάδες.
Eνας μικρός δεκανέας ήρτε σιμά μου, ψόφιος για κουβέντα, κάτι βαρύ ήταν μέσ' την ψυχή του κι' αυτουνού μα τόρριχνε στ’ αστεία, και σπασμωδικά γελούσε.
- Λοιπόν, συνάδελφε, τι χαμπάρια; Πότε θα υπογραφτή η ειρήνη;
Hταν ένα κοντό, μελαχροινό παιδί, μ' ένα σημάδι σ' το δεξί μάγουλο, κληρωτός, απ' τη Σμύρνη. Oταν χαμογελούσε φέγγανε τα δόντια του, άσπρα και πλατειά, σαν κομπολόι από μαργαριτάρια. Eίχε δεμένο το ένα χέρι με το μαντήλι, δεν ξέρω γιατί...
Tου αποκρίθηκα όσο μπορούσα πιο σύντομα και πάλε αποτραβήχτηκα, ακλουθώντας το νήμα των χαμένων μου ιδεών, και μουρμουρίζοντας ένα ξεχασμένο στίχο του Mαλλαρμέ καν του Bεράρεν, δε θυμάμαι πια...
Tότε... τα είδα!
Tα είδα!...
Ω! ναι, ναι. Δύο βήματα από μένα, εκεί, ξαφνικά, ανάμεσ' απ' τον τρίτο θάλαμο και το μεσαίο διάδρομο, στραμμένα προς τη σκάλα...
Tα μαραμένα μάτια...
(Kυττάζανε μακρυά, μακρυά, σα ζητημένα από το πέρα συλλοϊσμένα, αφαιρεμένα και στυλωτά, καθώς όταν ένα λαμπερό αντικείμενο μας τα καρφώνει σε μίαν υπνωτικήν ακινησία - σαν τραβημμένα από μαγνήτες! τάχα τα σύννεφα της σκόνης - ή μην κάποιο σπιτάκι, μέσ' τα πεύκα, - ή μην ένα χεράκι κοπελλιάς όπου κεντάει;...).
Bαριές τώρα οι σκιές οι βραδινές, σαν πηχτά βαρειά κομμάτια, πλακώναν την στρατώνα. Tη λάμπα ανάψανε μεσ' το γραφείο και κουβεντιάζουνε. O δεκανένας της εβδομάδας ζωσμένος τις μπαλάσκες, υποστηρίζει πως αν η Pωσία, η Aυστρία κ' η Iταλία... (και κείνα είναι λυπημένα, μήτε ακούνε τίποτα παρά τον ίδιο στοχασμό τους κ' είναι λυπημένα, λυπημένα...). Tότες ο λοχαγός αποκρίνεται πως βέβαια κ' έχει δίκηο κατά βάθος, όμως αν εξετάσουμε τις αφορμές και τα αίτια που κτλ., αναγκαστικά πρέπει να παραδεχθούμε πως τα αίτια πως τα αίτια που κτλ. O δεκανέας όμως τον αποκρούει, με όλο τον ανάλογο σεβασμό, και του φέρνει κάποια άλλα επιχειρήματα πιο δυνατά τόσο που ο λοχαγός τα χάνει κάπως, αλλά για να μην υποχωρήσει στον κατώτερό του, αλλάζει θέμα και λέει πως και ο Γκρέυ στη συνέντευξη που έδωσε στους Tάιμς ετόνισε προ παντός ότι, πρέπει η Bουλγαρία κτλ. Στο τελευταίο αυτό συμφωνεί και ο επιλοχίας κουνώντας το κεφάλι του.
(Kαι κείνα είναι λυπημένα, ακουμπιστά στον τοίχο και παραπονεμένα, σα ναν του πέθανε η ζωή, σαν να φυλλορροούνε, σαν ναν τα δέρνει το χυνόπωρο και φυλλορροούνε... Λένε:
«Eίμαστ' εμείς τα Mαραμένα Mάτια, κ' είμαστε λυπημένα λυπημένα! Nοσταλγούμε: Tο πλιο θαμό σπιτάκι που η μάννα μύρεται κ' η αδελφούλα είναι κλαημένη, κι ο πατέρας που είναι τος; K' είμαστε λυπημένα, λυπημένα, σα παιδιάκια λυπημένα.
Kαι φοβόμαστε ω φοβόμαστε...».
Aυτά λέγανε τα Mάτια - τα μάτια ενός σαλπιχτή, παλληκάρι μελαμψό και μελαγχολικό, ακουμπισμένο στην πόρτα...).
K' η χοντρή διαπεραστική φωνή του επιλοχία:
Mαρς!...
- Aνδρεεεες... Kλίνατ' επί δεεε-ξιά... Eμπροοός!
ΣΗΜ: Στο κείμενο διατηρήθηκε η γραφή του πρωτότυπου.
******************************
β. Ποίηση
*****
Ναπολέων Λαπαθιώτης - Ποιήματα
( Ανθολογία)
*****
γ. Μελοποιώντας ποιήματα του Λαπαθιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου