«Πολλοί τω όντι απέμενον ακόμη εις την Σύραν Ιταλοί πατριώται
εκ των φιλοξενηθέντων μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 1848»
Εμμανουήλ Ροΐδης («Ιστορία ενός σκύλου», 1893)
εκ των φιλοξενηθέντων μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 1848»
Εμμανουήλ Ροΐδης («Ιστορία ενός σκύλου», 1893)
Η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή τα προηγούμενα χρόνια, ως συνέπεια ευρύτερων αποσταθεροποιητικών τάσεων στην περιοχή, αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία σειράς προβλημάτων για τις ελληνικές αρχές και την κοινωνία.
Εντούτοις δεν ήταν η πρώτη φορά που η χώρα κλήθηκε να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους απρόσμενες προσφυγικές κρίσεις.
Ηδη από τον 19ο αιώνα, επαναλαμβανόμενες επαναστάσεις και πολεμικές συρράξεις στην Ευρώπη δημιούργησαν πλήθος ηττημένων στασιαστών που, όντας πλέον ανεπιθύμητοι στις πατρίδες τους, αναζητούσαν πολιτικό άσυλο σε συγκριτικά πιο φιλελεύθερα κράτη όπως η Ελλάδα.
Οι πρώτοι πρόσφυγες
Η εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830-32 συνέπεσε χρονικά με την Ιουλιανή Επανάσταση και τη δυναστική μεταβολή στη Γαλλία, με εθνικές εξεγέρσεις στην τότε πολιτικά κατακερματισμένη Ιταλία και με επανάσταση των Πολωνών κατά της ρωσικής κυριαρχίας.
Η κατάπνιξη των κινημάτων αυτών ώθησε τουλάχιστον ορισμένους Πολωνούς και Ιταλούς αγωνιστές, όπως και Γάλλους εκδιωχθέντες σοσιαλιστές (σενσιμονιστές), να καταφύγουν σε ελληνικό έδαφος, όπου ήλπιζαν πως θα τύγχαναν ευνοϊκής υποδοχής.
Ο νωπός ακόμα δεκαετής πόλεμος της ανεξαρτησίας (1821-1830) είχε ανυψώσει την Ελλάδα σε περίοπτη θέση στα μάτια των ανά την Ευρώπη επαναστατών, που αντιλαμβάνονταν το νεότευκτο κράτος ως τον πρώτο τριγμό στο συντηρητικό μεταναπολεόντειο status quo.
Στην Ελλάδα η βαυαρική Αντιβασιλεία (1833-35) όντως διόρισε κάποιους φυγάδες στον νεοσύστατο κρατικό μηχανισμό λόγω της έλλειψης κατάλληλα κατηρτισμένων γηγενών, όπως τους Γάλλους Γκιστάβ ντ’ Εϊστάλ (ως στέλεχος του γραφείου δημόσιας οικονομίας) και Φρανσουά Γκραγιάρ (ως πρώτο διοικητή της χωροφυλακής). Μολαταύτα η περίοδος της συνεργασίας αποδείχθηκε εφήμερη.
Το 1835 ο νεαρός Οθων, ενθαρρυμένος από την αυστριακή και τη ρωσική πρεσβεία, προχώρησε στην απόλυση και απέλαση των Γάλλων σενσιμονιστών λόγω των υποτιθέμενων ανατρεπτικών «πιστεύω» τους.
Το απολυταρχικό καθεστώς του Οθωνα δεν ήταν συμβατό με την προστασία ξένων επαναστατών, τάση η οποία ταίριαζε ιδεολογικά με τη γαλλική, την αυστριακή και τις λοιπές γερμανικές και ιταλικές μοναρχίες, που επίσης τάσσονταν εναντίον κινημάτων με εθνικά ή κοινωνικά αιτήματα.
Το πανευρωπαϊκό 1848
Το σύστημα της Παλινόρθωσης που είχε ισχύσει μετά το 1815 κλυδωνίστηκε σοβαρά εξαιτίας των επαναστάσεων του 1848-1849 στη Γαλλία, τα γερμανικά και ιταλικά κράτη και τις επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αψβούργων.
Η ιουλιανή μοναρχία στη Γαλλία κατέρρευσε τον Φεβρουάριο του 1848, ενώ ανατολικά και νότια του Ρήνου οι Γερμανοί και Ιταλοί επαναστάτες απαίτησαν παραχώρηση Συνταγμάτων και εθνική ενοποίηση, στοιχείο που τους έφερε σε αντίθεση με την Αυστρία. Παρά το γεγονός ότι οι «δυνάμεις της τάξης» ήταν σε θέση να ανακτήσουν τον έλεγχο (ειδικά στη Γαλλία, την Πρωσία και την Αυστρία) ώς το καλοκαίρι του 1848, η πανευρωπαϊκή αναταραχή δεν είχε λάβει ακόμα τέλος.
Στα μέσα του 1849 ξέσπασε ένας δεύτερος κύκλος ακόμη ριζοσπαστικότερων επαναστάσεων, οδηγώντας στη σύσταση βραχύβιων επαναστατικών δημοκρατιών στη Ρώμη και την Ουγγαρία (αλλά και στη Βενετία ήδη από την άνοιξη του 1848), οι οποίες ωστόσο σύντομα καταλύθηκαν βίαια από γαλλικά, αυστριακά και ρωσικά στρατεύματα.
Η αμείλικτη αυτή καταστολή είχε ως απότοκο τη δημιουργία κυμάτων πολιτικών προσφύγων που στράφηκαν σε χώρες όπως η Βρετανία, οι ΗΠΑ, το Βέλγιο, η Ελβετία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε αναζήτηση ασύλου.
Οι αριθμοί των προσφύγων, παρότι θα φάνταζαν μικροί με τα μέτρα του 21ου αιώνα, εντούτοις συγκροτούσαν τις πλέον ευμεγέθεις και συνεκτικές ομάδες πολιτικών εξόριστων που η Ευρώπη είχε μέχρι τότε αντικρίσει: ώς 4.400 φυγάδες πάτησαν σε αγγλικό έδαφος, περί τους 1.500 και 5.500 πέρασαν αντίστοιχα τα ελβετικά και οθωμανικά σύνορα, ενώ μαζικότερη εισροή παρατηρήθηκε μόνο στις ΗΠΑ, όπου οι επήλυδες ξεπέρασαν τους 30.000.
Ο επαναστατικός πυρετός του 1848-1849 δεν επηρέασε άμεσα το ελληνικό βασίλειο. Παρά τους ισχυρισμούς παλαιότερων ιστορικών πως οι σποραδικές ταραχές του 1847-1848 στην ελληνική επικράτεια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το «ελληνικό 1848», τα επεισόδια αυτά μοιάζουν περισσότερο με σπασμωδικές, τοπικιστικές αντιδράσεις εναντίον της σχετικά νεαρής ακόμα οθωνικής συγκεντρωτικής εξουσίας.
Η συνταύτιση του Οθωνα με τη Μεγάλη Ιδέα, η απουσία φεουδαρχικών υποχρεώσεων και κυρίως το Σύνταγμα του 1844 με την (πρωτοφανή για την εποχή) σχεδόν καθολική αντρική ψηφοφορία που θέσπισε, λειτούργησαν σαν βαλβίδες αποσυμπίεσης για φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, τα οποία αλλού οδήγησαν σε αιματηρές συγκρούσεις.
Η σύνδεση της Ελλάδας με τα τεκταινόμενα του 1848 θα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον εμμέσως στα κύματα των πολιτικών προσφύγων από την Ιταλία που εμφανίστηκαν στις ελληνικές πόλεις το θέρος του 1849 και υπερέβαιναν κατά πολύ τους ελάχιστους ξένους πρόσφυγες του παρελθόντος.
Από την Ιταλία στην Ελλάδα
Τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1849, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (Φεβρουάριος-Ιούλιος 1849), περίπου 280 ηττημένοι Ρωμαίοι και Ανκονέζοι επαναστάτες αποβιβάστηκαν κυρίως στην Πάτρα αλλά και στο Μεσολόγγι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, οι πρόσφυγες ήταν στη συντριπτική πλειονότητά τους άρρενες ηλικίας 16-50 ετών, ασκούσαν αστικά επαγγέλματα (τεχνίτες, επαγγελματίες, φοιτητές), έφεραν οπλισμό και ήταν ως επί το πλείστον εθνοτικά Ιταλοί, αν και μεταξύ τους υπήρχαν και λίγοι «διεθνείς επαναστάτες» (Ούγγροι, Πολωνοί, Γερμανοί) που είχαν πολεμήσει στην Ιταλία.
Ως τα μέσα Αυγούστου έφτασαν τους 450 κι ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός πρέπει να μετοίκησε αυτοβούλως στην Αθήνα σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών εργασίας και διαβίωσης.
Τα ανώτερα στρώματα των ελληνικών πόλεων πήραν συστηματικές φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες (συγκρότηση προσφυγικών συλλόγων, συγκέντρωση χρημάτων μέσω εράνων και δωρεών), ενώ και οι κεντρικές και περιφερειάκές αρχές διατάχθηκαν να περιθάλψουν τους νεοαφιχθέντες. Μολαταύτα οι ασθενικές ακόμα κρατικές υποδομές δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στην πίεση του ολοένα διογκούμενου προσφυγικού ρεύματος.
Στα τέλη Αυγούστου 1849 η επαναστατική Βενετική Δημοκρατία κατελήφθη από τους Αυστριακούς, με αποτέλεσμα ένα νέο κύμα προσφυγικών αφίξεων. Ως τα μέσα Σεπτεμβρίου περίπου 300 Βενετοί πρόσφυγες ζήτησαν άσυλο στην Πάτρα και το γεγονός ότι έπασχαν από χολέρα (εξαιτίας της πολύμηνης πολιορκίας της Βενετίας) δημιούργησε συν τοις άλλοις και πιεστικές υγειονομικές συνθήκες, τόσο για τις ελληνικές αρχές όσο και για τους κατοίκους της πόλης.
Παρά τις ηχηρές διακηρύξεις του Τύπου πως η φιλελεύθερη Ελλάδα είχε υποχρέωση να παρασταθεί στους κατατρεγμένους επαναστάτες, τα όρια της κρατικής μηχανής υπαγόρευαν διαφορετικούς χειρισμούς. Ηδη μετά την άφιξη των πρώτων εξόριστων τον Ιούλιο, το υπουργείο Εξωτερικών είχε υποδείξει στους Ελληνες προξένους να χορηγούν διαβατήρια εισόδου στη χώρα μόνο σε όσους διέθεταν επαρκή μέσα βιοπορισμού. Σύντομα ωστόσο η οδηγία αυτή κατέληξε κενό γράμμα, εφόσον τα πλοία που μετέφεραν τους πρόσφυγες προσέγγιζαν τις ελληνικές ακτές δίχως να έχουν λάβει προηγούμενη έγκριση.
Η εξέλιξη αυτή ώθησε την ελληνική κυβέρνηση να πάρει έκτακτα μέτρα. Με σειρά εγκυκλίων στα μέσα Σεπτεμβρίου 1849 ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτριος Χρηστίδης απαγόρευσε την έλευση και εγκατάσταση περαιτέρω προσφύγων στην Αθήνα, προειδοποιώντας τους κρατικούς αξιωματούχους με αυστηρές ποινές σε περίπτωση ανυπακοής. Παρ' όλα αυτά, η συνεχιζόμενη πρακτική των νομαρχών σε Αχαΐα, Αιτωλία και Αργολίδα να ανακουφίσουν τις περιφέρειές τους αποστέλλοντας πρόσφυγες στην Αθήνα χωρίς εξουσιοδότηση αποδεικνύει πως και τα μικρότερα αστικά κέντρα αντιμετώπιζαν παρόμοιες δυσχέρειες.
Λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη κατάσταση, φαντάζει ειρωνικό το γεγονός ότι οι προσφυγικές ελεύσεις κορυφώθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου υπό ιδιάζουσες συνθήκες.
Οι αφίξεις από τη Ρώμη και τη Βενετία μπορούν να χαρακτηριστούν «φυσικές» υπό την έννοια ότι επρόκειτο για το άμεσο απότοκο της κατάρρευσης του επαναστατικού μετώπου. Στα τέλη Σεπτεμβρίου ωστόσο οι αρχές του βασιλείου της Σαρδηνίας-Πεδεμόντιου μίσθωσαν πλοία προκειμένου να μεταφέρουν σχεδόν 600 ανεπιθύμητους από τη Γένοβα στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Σύρο, που ώς τότε δεν είχε δεχτεί παρά ελάχιστους πρόσφυγες.
Ο μονομερής οστρακισμός «προβληματικών στοιχείων» ιδίως προς τις ΗΠΑ αποτελούσε οικεία πρακτική διάφορων ευρωπαϊκών χωρών τον 19ο αιώνα. Είναι συνεπώς πιθανό πως το Πεδεμόντιο επέλεξε διακριτικά την ίδια τακτική, παρατηρώντας την ευκολία με την οποία η Ελλάδα προσέφερε άσυλο σε φυγάδες επαναστάτες.
Ανεξαρτήτως των πραγματικών αιτιών του, το «τεχνητό» αυτό κύμα προσφύγων αποβιβάστηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις αρχές Οκτωβρίου. Οι κάτοικοι της πόλης, πρόσφυγες οι ίδιοι ή απόγονοι προσφύγων της σφαγής της Χίου (1822), υποδέχτηκαν τους Ιταλούς προσφέροντας πόρους από το δημοτικό ταμείο για τη φροντίδα τους.
Μολαταύτα η δημοτική αρχή προέβλεπε πως αυτή η πολιτική στήριξης δεν θα μπορούσε να διαρκέσει. Το υγρό ελληνικό κλίμα και το χαμηλό επίπεδο σίτισης και στέγασης των προσφύγων καθήλωσε σύντομα πολλούς εξ αυτών στο νοσοκομείο της Ερμούπολης, ενώ και στην Πάτρα σημειώθηκαν οι πρώτοι θάνατοι προσφύγων σε συνθήκες απόλυτης ένδειας.
Αλλαγή πολιτικής
Πέραν της ανθρωπιστικής παραμέτρου, η κυβέρνηση του Οθωνα ανησυχούσε και για τις πολιτικές περιπλοκές της άφιξης τόσων μαχητών με ριζοσπαστικές ρεπουμπλικανικές ιδέες.
Σύμφωνα με τις εγκυκλίους του υπουργείου Εσωτερικών, 1.109 πρόσφυγες πάτησαν σε ελληνικό έδαφος μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου 1849, ενώ αν υπολογιστεί και η παράνομη μετανάστευση ο συνολικός αριθμός τους ανέρχεται σε περίπου 2.000 κατά τους ισχυρισμούς αυτοπτών μαρτύρων και της αυστριακής πρεσβείας. Σε αντίθεση με τις διασπαρμένες στην ύπαιθρο ληστρικές συμμορίες, οι επαναστάτες ήταν συγκεντρωμένοι στα αστικά κέντρα συνιστώντας δυνητική απειλή στην καρδιά του οθωνικού διοικητικού ιστού.
Ο συνδυασμός αυτών των πολιτικών, ιδεολογικών και υγειονομικών προκλήσεων οδήγησε την ελληνική ηγεσία σε ολοκληρωτική αλλαγή πλεύσης. Στις αρχές Οκτωβρίου η εγκατάσταση επιπλέον προσφύγων στην Πάτρα και τη Σύρο απαγορεύτηκε και οι ήδη εγκαταστημένοι πρόσφυγες αφοπλίστηκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ταυτόχρονα ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Γλαράκης διέταξε τις ελληνικές πρεσβείες και προξενεία στο εξωτερικό να διακόψουν πάραυτα τη χορήγηση διαβατηρίων σε ξένους αντιφρονούντες, κλείνοντας έτσι ολοκληρωτικά τα ελληνικά σύνορα.
Τους επόμενους μήνες η νέα πολιτική έδειξε σημεία υλοποίησης. Οι πρόξενοι πληροφόρησαν την Αθήνα πως δεν είχαν κάνει δεκτές αιτήσεις έκδοσης διαβατηρίων, ενώ οι ελληνικές λιμενικές αρχές είχαν επίσης αποπέμψει καράβια που μετέφεραν πρόσφυγες. Η γενικότερη ειρήνευση της Ευρώπης μετά το 1850, πιθανότατα και η απογοήτευση των ανά τη Μεσόγειο ριζοσπαστών πως η Ελλάδα δεν αποτελούσε πια φιλόξενο προορισμό, συντέλεσαν στην ανακοπή των ιταλικών προσφυγικών ροών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω πολιτική του ελληνικού κράτους ακολουθούσε ευρύτερες τάσεις, ειδικά στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Χώρες όπως η Σερβία, πολλά γερμανικά κράτη, οι παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρωσία ήταν επίσης αντίθετες με τη μαζική είσοδο φυγάδων για παραπλήσιους λόγους, περιορίζοντας τη χορήγηση διαβατηρίων και εντείνοντας την αστυνομική επιτήρηση κατά ύποπτων ομάδων.
Τα δίχτυα των προξένων
Οι πρόσφυγες που παρέμειναν σε ελληνικό έδαφος μετά το 1850 είδαν τον κλοιό να στενεύει γύρω τους. Υπαίτιος δεν ήταν μόνο το ελληνικό κράτος αλλά και ξένες δυνάμεις όπως η Αυστρία, το βασίλειο των δύο Σικελιών και ο Πάπας, οι οποίοι παρακολουθούσαν στενά τους εξόριστους που είχαν προξενήσει ταραχές στα εδάφη τους προκειμένου να αποτρέψουν την οργάνωση νέων επαναστατικών πρωτοβουλιών.
Η αυτοκρατορία των Αψβούργων είχε στήσει τον πυκνότερο κατασκοπευτικό μηχανισμό κατά των προσφύγων. Εκτεινόταν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και επανδρωνόταν από τους Αυστριακούς πρέσβεις και προξένους, όπως και από μυστικούς πληροφοριοδότες που συχνά προέρχονταν από τις τάξεις των ίδιων των προσφύγων.
Η αυστριακή κυβέρνηση, διαβλέποντας τις επικείμενες προσφυγικές αφίξεις, πίεσε την Αθήνα για μια διμερή συνθήκη απελάσεων, η οποία υπογράφτηκε τον Απρίλιο του 1849. Εκμεταλλευόμενοι τη συνθήκη, οι Αυστριακοί διπλωματικοί αξιωματούχοι στην Ελλάδα προσείλκυαν πρόσφυγες στα κατά τόπους προξενεία αποβλέποντας στη σύλληψη και τη μεταφορά τους σε αυστριακό έδαφος με σκοπό να δικαστούν.
Ιδιαίτερα δραστήριοι σε τοπικό επίπεδο αποδείχτηκαν οι πρόξενοι στη Σύρο, Τζιουζέπε Νιτσόλι και Γιόχαν Γκέοργκ φον Χαν, οι οποίοι συνέλεγαν συστηματικά στοιχεία για τους πρόσφυγες και αντάλλασσαν πληροφορίες με τον Ρώσο και τον Ναπολιτάνο πρόξενο στο νησί, βρισκόμενοι σε διαρκή επικοινωνία και με τις δημοτικές αρχές της Ερμούπολης. Σύμφωνα με μαρτυρίες προσφύγων, ο Νιτσόλι ήταν υπεύθυνος για τη σύλληψη μεγάλου -αν και απροσδιόριστου- αριθμού προσφύγων.
Η σχέση των προσφύγων με τους προξένους ήταν πάντως αντιφατική: μια μεγάλη μερίδα εξόριστων επιδίωκε την αμνήστευση και τον επαναπατρισμό τους και υπέβαλλε αιτήσεις χορήγησης αυστριακών διαβατηρίων στους αρμόδιους προξένους, οι οποίοι αποφαίνονταν βάσει των στοιχείων που διέθεταν για τους αιτούντες.
Ο Αυστριακός πρέσβης και οι πρόξενοι είχαν πρόσβαση σε εξαιρετικά αναλυτικές πληροφορίες, τις οποίες εν πολλοίς παρείχαν οι ποικίλοι μυστικοί πράκτορες. Λίγα είναι γνωστά για τις ταυτότητες των κατώτερων αυτών μελών της αυστριακής κατασκοπευτικής μηχανής, που σε γενικές γραμμές απέβλεπαν σε αμοιβές σε χρήμα ή σε είδος (δηλαδή αμνήστευση, αν ήταν και οι ίδιοι πρόσφυγες).
Επικεφαλής του δικτύου των πρακτόρων μετά το 1848 ήταν ο Βιεννέζος διερμηνέας ουγγρο-λεβαντίνικης καταγωγής Γκάμπριελ Γιασμάγκι, που επίσημα εργαζόταν στο γενικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης. Μεταξύ 1849 και 1853 οργάνωσε ένα δίκτυο πρακτόρων που προσκολλήθηκε στις προσφυγικές κοινότητες και εκτεινόταν από την Κέρκυρα ώς το Χαλέπι στη Συρία (μεταξύ αυτών στην Αθήνα και τη Σύρο).
Πέραν της Αυστρίας, κι άλλες δυνάμεις ακολούθησαν παρόμοιες πρακτικές. Ο Ρώσος επιτετραμμένος στην Αθήνα ενημέρωσε τον Οθωνα πως ο τσάρος δεν θα ανεχόταν η Ελλάδα να γίνει καταφύγιο φυγάδων επαναστατών. Σε διαφορετική περίπτωση, ο πρέσβης απείλησε πως η Ρωσία θα απαιτούσε την άμεση αποπληρωμή του μέρους του δανείου των εξήντα εκατομμυρίων φράγκων που της αναλογούσε. Το οικονομικά ασθενικό ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτό το τελεσίγραφο.
Οι Ναπολιτάνοι πάλι πρόξενοι συνεργάζονταν με τους Αυστριακούς συναδέλφους τους και συνέτασσαν λίστες με τους πλέον πολιτικοποιημένους πρόσφυγες που διέμεναν στην Αθήνα, το Ναύπλιο, τη Σύρο και τη Νάξο.
Τέλος, ο παπικός νούντσιος παρεμπόδιζε συστηματικά τις απόπειρες εύρεσης εργασίας των προσφύγων στην Αθήνα, ενώ οι καπουτσίνοι μοναχοί της Σύρου ασκούσαν παρασκηνιακά πιέσεις στον Οθωνα να απελάσει τους κατά βάση αντικληρικαλιστές πρόσφυγες που είχαν κατακλύσει το νησί.
Ανέχεια και καταστολή
Οι φόβοι Αυστριακών, Ναπολιτάνων και Ρώσων ότι οι επαναστάτες θα εκμεταλλεύονταν τη χαλαρότερη κρατική επιτήρηση και τις συνταγματικές ελευθερίες της Ελλάδας για να ανασυνταχτούν αποδείχτηκαν εν τέλει υπερβολικοί. Οι πρόσφυγες στόχευαν πρωταρχικά στην εξασφάλιση των προς το ζην και όχι στον σχεδιασμό επαναστατικών κινήσεων. Ωστόσο η άγνοια της ελληνικής και η αδυναμία πρόσβασης σε τοπικά δίκτυα συνιστούσαν ουσιαστική τροχοπέδη σ’ αυτές τους τις προσπάθειες.
Οπως ανακαλούσε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, οι Ιταλοί φυγάδες παρέκαμψαν αυτές τις αντιξοότητες εργαζόμενοι ως χειρώνακτες, τεχνίτες (ειδικά μεταλλουργοί ή ζωγράφοι) και δάσκαλοι ξένων γλωσσών. Εκμεταλλευόμενοι την εμπειρία τους στα όπλα, κάποιοι προσπάθησαν -ανεπιτυχώς- να ενταχθούν στον ελληνικό στρατό, ενώ ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός (πάνω από εκατό) υπέβαλαν αίτηση απόκτησης της ελληνικής υπηκοότητας.
Ο Βενετός Μάρκο Αντόνιο Κανίνι συνέλαβε το 1849 το πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο συγκρότησης ανώνυμης εταιρείας με σκοπό τη διάνοιξή της διώρυγας της Κορίνθου και τη σύσταση ιταλικής αγροτικής αποικίας στον Ισθμό, το όραμα του ωστόσο ναυάγησε λόγω έλλειψης πόρων.
Η επαγγελματική ανασφάλεια, οι πενιχροί πόροι, οι ασθένειες και η εγκληματικότητα αποτελούσαν την πραγματικότητα της πλειονότητας των προσφύγων. Ως απάντηση σε αυτές τις συνθήκες, ομάδα Ιταλών συνέστησε μια εταιρεία αλληλοβοήθειας τον Νοέμβριο του 1850 στην Αθήνα με επικεφαλής τον Πολωνό στρατιωτικό Αλεξάντερ Μίλμπιτς και τον Ιταλό Φρανσίσκο Γκεράρντι-Ντραγκομάνι, που αμφότεροι είχαν πολεμήσει στη Ρώμη. Αναμφισβήτητα η εξασφάλιση μέσων βιοπορισμού συνιστούσε την κύρια προτεραιότητα της εταιρείας.
Πολιτικές συζητήσεις μολαταύτα θα πρέπει επίσης να λάμβαναν χώρα, στοιχείο που θορύβησε την αυστριακή πρεσβεία και την ώθησε να ασκήσει πιέσεις στον Ελληνα υπουργό Εσωτερικών, Γεωργαντά Νοταρά, ώστε να απαγορεύσει την εταιρεία, ενώ σε ανάλογα διαβήματα προχώρησαν και οι πρέσβεις Ρωσίας, Νάπολης, Ρώμης και Τοσκάνης.
Οι ελληνικές αρχές είχαν αρχίσει να υιοθετούν ολοένα και πιο επιφυλακτική στάση έναντι των προσφύγων.
Τα αδιέξοδα που είχε διαμορφώσει η έλευση των προσφύγων οδήγησαν τον Οθωνα να απολύσει την κυβέρνηση Κανάρη τον Δεκέμβριο του 1849 και να διορίσει πρωθυπουργό τον συντηρητικό ναύαρχο Αντώνιο Κριεζή. Οπως ανέφερε ικανοποιημένος ο Αυστριακός πρέσβης, η νέα κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να δώσει τέλος στα συνεχή προβλήματα που οι πρόσφυγες είχαν προκαλέσει.
Η απαγόρευση εισόδου στη χώρα συνεχίστηκε, ενώ οι αρχές άρχισαν να χορηγούν μικρά βοηθήματα στους εν Ελλάδι πρόσφυγες ενθαρρύνοντάς τους να μεταναστεύσουν (ιδιαίτερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όπου οι επαγγελματικές προοπτικές φάνταζαν καλύτερες).
Παράλληλα το υπουργείο Εσωτερικών πολλαπλασίασε τις αστυνομικές περιπόλους και τοποθέτησε μυστικούς πράκτορες στις περιοχές όπου παρέμεναν πρόσφυγες. Επιπλέον ξεκίνησε τη διενέργεια απογραφών στις μεγαλύτερες προσφυγικές κοινότητες, με σκοπό την αποθάρρυνση πολιτικών δραστηριοτήτων, τη μείωση της εγκληματικότητας και τη λεπτομερή πληροφόρησή του για το υπόβαθρο, την ηλικία και την επαγγελματική απασχόληση των νεοαφιχθέντων.
Αυτή η πολιτική αυστηρότερου ελέγχου έδειξε να αποφέρει καρπούς σε πόλεις με μικρότερη προσφυγική παρουσία, όπως η Κόρινθος. Η κατάσταση ωστόσο παρέμεινε προβληματική στις πολυπληθέστερες κοινότητες της Πάτρας και της Αθήνας, όπου η αστυνομία ανέφερε συχνές φιλονικίες, τόσο ανάμεσα σε ενδεείς εξόριστους και ντόπιους όσο και μεταξύ των εξόριστων, παρά τις επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις των αρχών.
Οι περιορισμένες επιλογές βιοπορισμού και η δυνατότητα περαιτέρω μετοίκησης έφεραν αποτέλεσμα, καθώς οι προσφυγικές κοινότητες άρχισαν να φυλλορροούν το 1850-1851. Η αριθμητική τους παρακμή σε συνδυασμό με τη συνολικότερη επικράτηση συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη στα τέλη του 1851 (επάνοδος της απολυταρχίας σε Γαλλία και Αυστρία) ώθησαν τον Οθωνα να πάρει πιο δραστικές πρωτοβουλίες.
Τον Φεβρουάριο του 1852 ορισμένοι από τους πιο γνωστούς πρόσφυγες, όπως ο Μίλμπιτς και ο Γκεράρντι-Ντραγκομάνι, που είχαν καλλιεργήσει σχέσεις με Ελληνες ριζοσπάστες, όπως ο Ιωάννης Μακρυγιάννης και ο Παύλος Καλλέργης, συνελήφθησαν με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του Θρόνου. Στη Σύρο πάλι ορισμένοι Ιταλοί, με προεξάρχοντα τον Αλεσάντρο Φουμαγκάλι από τη Λομβαρδία, τέθηκαν επίσης υπό κράτηση παρά τις εκκλήσεις επιφανών Ερμουπολιτών υπέρ τους.
Οι έρευνες στην οικία τού Μίλμπιτς στην Αθήνα όντως έφεραν στο φως επαναστατικά φυλλάδια που διακήρυτταν την ίδρυση μιας ρεπουμπλικανικής ομοσπονδίας στα Βαλκάνια. Η δυνατότητα όμως υλοποίησης αυτών των σχεδίων ήταν μηδαμινή και ο κύκλος του Μίλμπιτς δεν ήταν παρά μία από τις πολλές ριζοσπαστικές πλην όμως ανίσχυρες οργανώσεις στην Αθήνα της εποχής, που υποστήριζαν ποικίλες εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας.
Συνολικά 36 ξένοι συνελήφθησαν και απελάθηκαν από τη χώρα σε διάστημα λίγων εβδομάδων, κατηγορούμενοι για αντιδυναστική συνωμοσία, ενώ η αστυνομία έκλεισε και την ιταλική εταιρεία αλληλοβοήθειας. Η επιχείρηση αυτή, εντυπωσιακής αποτελεσματικότητας για τα μέτρα της Οθωνικής Ελλάδας, πραγματοποιήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη φυλάκιση του Μακρυγιάννη (με παρόμοια αιτιολογία), τη διάλυση της υπερσυντηρητικής Φιλορθοδόξου Εταιρείας και την κατάπνιξη της εξέγερσης του μοναχού Παπουλάκου στην ύπαιθρο της Πελοποννήσου.
Η χρονική αλληλουχία των παραπάνω εξελίξεων μοιάζει υπερβολικά στενή για να είναι συμπτωματική, μαρτυρά δε συνολικά μια συντονισμένη προσπάθεια διεύρυνσης και διείσδυσης του οθωνικού διοικητικού μηχανισμού σε κοινωνικές ομάδες και περιοχές πρωτύτερα ανέγγιχτες από την κρατική εξουσία.
Μετά τις απελάσεις του 1852 οι προσφυγικές κοινότητες στην Ελλάδα απέμειναν συρρικνωμένες και πολιτικά αποκεφαλισμένες. Σποραδικές διώξεις μεμονωμένων προσώπων επαναλήφθηκαν, όπως του Ναπολιτάνου Ορόνζιο Σπινατσόλα και του Ανκονέζου Λίβιο Ζαμπεκάρι που το 1853 κατηγορήθηκαν για σχέδιο δολοφονίας του Οθωνα και απελάθηκαν, ωστόσο οι επαναστάτες πρόσφυγες του 1848 σταδιακά έπαψαν να αποτελούν μείζον πολιτικό ζήτημα.
Τα επόμενα χρόνια ο Κριμαϊκός Πόλεμος, η εξέγερση σε ΗπειροΘεσσαλία (1854) και η αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά (1854-57) μονοπώλησαν το ενδιαφέρον τόσο του ελληνικού Τύπου όσο και των ξένων πρεσβευτών, καθώς το ενδεχόμενο μιας νέας επαναστατικής έκρηξης στην Ευρώπη έδειχνε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο.
Ακόμα κι αν δεν συνέβη μια συντονισμένη έξοδος των προσφύγων από την Ελλάδα, είναι περίπου βέβαιο πως, όσοι δεν μετοίκησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επέστρεψαν στις πατρίδες τους σταδιακά μετά την ιταλική ενοποίηση (1859-70), όπως εξάλλου έπραξαν και οι πολιτικοί πρόσφυγες στη δυτική Ευρώπη.
Ενας άγνωστος εκσυγχρονισμός
Η οριστική αποχώρηση των προσφύγων γεννά ερωτήματα για την μακροπρόθεσμη συμβολή τους στη διαμόρφωση ελληνικού κράτους και κοινωνίας. Σε όμορες χώρες η παραμονή του Λάγιος Κόσουθ και άλλων Ούγγρων προσφύγων μετά το 1849 συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στη Βουλγαρία και στις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στην Ελλάδα παλαιότεροι συγγραφείς είχαν υποστηρίξει πως οι επαναστάτες πρόσφυγες είχαν αποτελέσει δίαυλο μετάδοσης των πρώιμων ακόμα σοσιαλιστικών ιδεών στον ελλαδικό χώρο. Η άποψη αυτή δεν αντέχει στην κριτική. Οπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι επαφές μεταξύ Ελλήνων και προσφύγων ήταν συχνά προβληματικές, ενώ οι περισσότεροι Ιταλοί δεν διαπνέονταν ούτως ή άλλως από σοσιαλιστικά ιδεώδη.
Η έμμεση «συμβολή» των προσφύγων θα πρέπει ν’ αναζητηθεί κυρίως στη συγκρότηση της νεοελληνικής κρατικής μηχανής. Τα μέτρα που εξωθήθηκε να πάρει το ελληνικό κράτος αναφορικά με τους πρόσφυγες οδήγησαν σε αυστηρότερη φύλαξη των συνόρων (με εξαίρεση τα θεσσαλικά), συστηματικότερους ελέγχους στην εσωτερική μετακίνηση πληθυσμών και μεθοδικότερη επιτήρηση των δυνάμει επικίνδυνων πολιτικά στοιχείων ειδικά στα αστικά κέντρα.
Από το 1849 και εξής, μια σειρά εγκυκλίων του υπουργείου Εσωτερικών περιόριζε την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση ιδίως προς την πρωτεύουσα και ρύθμιζε τις προϋποθέσεις έκδοσης διαβατηρίων. Οι νέοι αυτοί κανονισμοί, που διατηρήθηκαν και στην εποχή του Γεωργίου Α’ (1863-1913), αντλούσαν την καταγωγή τους ρητώς από τα «προσφυγικά» μέτρα του 1849-1852.
Το σύνολο αυτών των διατάξεων εφαρμόστηκε τουλάχιστον εν μέρει, στον βαθμό που επέτρεπε η εκτελεστική δυνατότητα του ελληνικού κράτους του 19ου αιώνα, με συνέπεια η αποτελεσματικότητά τους να παραμένει συζητήσιμη. Ωστόσο η ίδια η θέσπιση ενός πλαισίου συστηματικότερου ελέγχου του πληθυσμού και παρείσφρησης του κράτους σε χώρους παλαιότερα απρόσιτους, αποτελεί ισχυρή ένδειξη υπέρ μιας βαθμιαίας αλλά αδιάλειπτης πορείας μεγέθυνσης και επιβολής του ελληνικού κρατικού μηχανισμού στον πληθυσμό, η οποία ξεκίνησε στην οθωνική εποχή και συνεχίστηκε στον ύστερο 19ο και στον 20ό αιώνα.
*υποψήφιος διδάκτορας Ευρωπαϊκής Ιστορίας σττο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου