Powered By Blogger

27.1.19

Μακεδονικό: Από την βουλγαρική Εξαρχία στη Βόρεια Μακεδονία



© Παρέχεται από: 24 Media Digital S.A
Το Μακεδονικό ως ζήτημα, η αλήθεια είναι ότι ξεκινάει πολύ πριν τη δημιουργία του βόρειου γείτονα ως ανεξάρτητου κράτους, το 1991. Ήδη, από το 1870 με τη δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας και ιδίως μετά τη συγκρότηση βουλγαρικού κράτους το 1878, το Μακεδονικό ζήτημα είναι θέμα τριβής, μιας και τα εμπλεκόμενα μέρη ποτέ δεν συμφώνησαν τον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων της Μακεδονίας. Κάθε πλευρά ανάλογα μετά συμφέροντά της, τοποθετούσε τις συντεταγμένες της γεωγραφικής Μακεδονίας όπως τη βόλευε. Για αυτό λοιπόν οι "Μακεδονίες" διέφεραν κάπως μεταξύ τους, στους χάρτες της εποχής εκείνης. Η Ελλάδα περιέγραφε ως Μακεδονία τον ιστορικό χώρο της Αρχαίας Μακεδονίας που περιελάμβανε εδάφη και βορειότερα των σημερινών ελληνικών συνόρων αποκλείοντας περιοχές όμως όπου επικρατούσε το Βουλγαρικό στοιχείο. Αντιστοίχως, η Βουλγαρία περιελάμβανε και βορειότερα εδάφη αποκλείοντας περιοχές νοτιότερα με έντονο ελληνικό στοιχείο. Η τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία περιελάμβανε και το βιλαέτι του Κοσόβου στο οποίο επικρατούσε το αλβανικό και μουσουλμανικό στοιχείο. Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία», ο οποίος, σημειωτέον, είναι ελληνική λέξη, αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.

Από τον 20ο αιώνα βέβαια γίνεται διεθνώς αποδεκτό πως η γεωγραφική Μακεδονία αναφέρεται στα εδάφη της Ελληνικής Μακεδονίας, στο κομμάτι που κατέχει το βουλγαρικό κράτος (Μακεδονία του Πιρίν) και στο σημερινό κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, όπως αυτό ονομάστηκε μετά την Συμφωνία των Πρεσπών.

Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1913 το μεγαλύτερο μέρος (60%) της Μακεδονίας είχε περιέλθει στην Ελλάδα (Μακεδονία του Αιγαίου), ένα μικρότερο (30%) στη Σερβία (Μακεδονία του Βαρδάρη) και το έλασσον (10%) στη Βουλγαρία (Μακεδονία του Πιρίν). Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν βεβαίως «Μακεδόνες» με διακριτή εθνική συνείδηση. Αυτό ξεκίνησε να συμβαίνει ως αποτέλεσμα πολιτικών ζυμώσεων, όταν το Μακεδονικό πέρασε σε νέα φάση την περίοδο 1919-1943. Τότε ήταν που Σέρβοι και Βούλγαροι ανταγωνίζονταν για την εθνότητα των κατοίκων του συνόλου της Μακεδονίας, με τους δεύτερους να υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί Βουλγάρων οι οποίοι ομιλούν ένα βουλγαρικό ιδίωμα (τη σλαβομακεδονική διάλεκτο).

Για να αντιμετωπίσει ο Τίτο τον εδαφικό ανταγωνισμό, το 1944 ίδρυσε τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΛΔΜ) ως ομόσπονδο κρατίδιο της Γιουγκοσλαβίας, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους όχι μόνο σε αυτή αλλά και στις γύρω βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία και Ελλάδα) – αυτή ήταν η τρίτη φάση. Η τέταρτη φάση του Μακεδονικού ξεκίνησε το 1991 όταν η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και η νέα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ανακήρυξε την ανεξαρτησίας της με καθαρές αλυτρωτικές και αναθεωρητικές αναφορές στο Σύνταγμά της, κατάλοιπα του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού.

Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».

Ο Στρατάρχης Τίτο είχε βεβαίως πολλούς λόγους να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, με κυριότερο την πρόθεσή του να θεμελιώσει μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και να εξασφαλίσει διέξοδο στο Αιγαίο. Οι βλέψεις του Στρατάρχη Τίτο στην ευρύτερη Μακεδονία είχαν επιβεβαιωθεί ήδη από το 1944, όταν ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».

Τον Δεκέμβριο του 1944 τηλεγράφημα του State Department προς αμερικανικές Αρχές, με υπογραφή του τότε αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Stettinius, έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι: « Η (αμερικανική) Κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου μακεδονικό «έθνος», μακεδονική «Μητέρα Πατρίδα» ή μακεδονική «εθνική συνείδηση» αποτελούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».

Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991, βασίζοντας την ύπαρξη της ως ανεξάρτητο κράτος στην τεχνητή και ψευδεπίγραφη έννοια του «μακεδονικού έθνους», η οποία καλλιεργήθηκε συστηματικά μέσω της πλαστογράφησης της ιστορίας και της καπηλείας της αρχαίας Μακεδονίας, για λόγους καθαρής πολιτικής σκοπιμότητας.

Η Ελλάδα αντέδρασε έντονα στην υποκλοπή της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς και στις υφέρπουσες εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και το θέμα ήλθε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με δύο αποφάσεις του 817(1993) και 845(1993) συνιστά την εξεύρεση ταχείας διευθέτησης για το καλό των ειρηνικών σχέσεων και της καλής γειτονίας στην περιοχή.

Την 13η Απριλίου του 1992 έγινε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή που κατέληξε στο εξής κείμενο: "Η πολιτική ηγεσία της χώρας, με εξαίρεση το ΚΚΕ συμφώνησε ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει το ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων μόνο εάν τηρηθούν και οι τρεις όροι που έθεσε η ΕΟΚ στις 16 Δεκεμβρίου του 1991, με την αυτονόητη διευκρίνιση ότι στο όνομα του κράτους αυτού δεν υπάρχει η λέξη Μακεδονία".

Το 1993, κατόπιν της σύστασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε δεκτή, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, στα Ηνωμένα Έθνη με αυτήν την προσωρινή ονομασία έως ότου εξευρεθεί μια συμφωνημένη λύση.

Το 1995, η Ελλάδα και η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας συνομολόγησαν μια Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία επέβαλε έναν δεσμευτικό «κώδικα συμπεριφοράς». Επί τη βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας τα δύο μέρη άρχισαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 2018.

Η Ελλάδα είναι σταθερή στην ειλικρινή επιθυμία της για την επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας στο ζήτημα του ονόματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει προτείνει ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο πλαίσιο διευθέτησης, το οποίο στοχεύει στην εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα του ονόματος. Η θέση μας ήταν σαφής: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή.

Κατά τη Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 τα μέλη της Συμμαχίας αποφάσισαν με συλλογική και ομόφωνη απόφαση ότι θα απευθυνθεί πρόσκληση στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ένταξή της εφόσον λυθεί το ζήτημα του ονόματος, κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε και επαναλήφθηκε σε όλες τις μεταγενέστερες Συνόδους Κορυφής της Συμμαχίας στο Στρασβούργο (2009), στη Λισσαβώνα (2010) και στο Σικάγο (2012).

Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας την 17η Νοεμβρίου 2008, ισχυριζόμενη ότι η χώρα μας πρόβαλε αντίρρηση στην ένταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση αυτή δεν υπεισήλθε στην ουσία της ονοματολογικής διαφοράς, σημειώνοντας ότι δεν έχει τη σχετική δικαιοδοσία και ότι η διαφορά πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο που ορίζουν οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Κάλεσε, επίσης, τα δύο μέρη να εμπλακούν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των ΗΕ.

Οι δύο πλευρές μετά από αυτή την διαδρομή κατέληξαν τελικά στη Συμφωνία των Πρεσπών, αφού προηγήθηκαν μήνες συζητήσεων.

Τα κέρδη της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι πρωθυπουργοί Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ και οι υπουργοί Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς και Νικολά Ντιμιτρόφ, είναι, σύμφωνα με το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών:

1) Η γειτονική μας χώρα ονοματίζεται Βόρεια Μακεδονία και τερματίζεται η σταθερή δυναμική διεθνούς αναγνώρισης της ΠΓΔΜ με την συνταγματική της ονομασία (πάνω από 130 χώρες). Στο εξής, όχι μόνον το όνομα της χώρας παύει να είναι «Μακεδονία», αλλά δεν μπορούν να ονομάζονται «μακεδονικοί», χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό «Βόρεια» όλοι οι κρατικοί θεσμοί, τα δημόσια κτίρια ή ακόμη και ιδιωτικοί φορείς, εφόσον χρηματοδοτούνται από το κράτος ή έχουν συσταθεί με νόμο (άρθρο 1 παρ. 3 εδ. ζ΄)

2) Ενισχύεται η ευρωπαϊκή προοπτική και η σταθερότητα στην γειτονική χώρα και έτσι περιορίζεται ο κίνδυνος επιρροής τρίτων δυνάμεων με αλλότριους σχεδιασμούς στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας.

3) Όχι μόνο διαφυλάσσεται σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο για την αντιμετώπιση άλλων, αυξανόμενων, προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, αλλά ενισχύεται ο ρόλος της στην περιοχή ως ευρωπαϊκός πυλώνας ειρήνης και ασφάλειας και αποδυναμώνεται ο επιθετικός εθνικισμός άλλων δυνάμεων.

4) Αναβαθμίζεται ο ρόλος της Μακεδονίας και της Θράκης σε περιφερειακό οικονομικό κόμβο. Η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ, εκκρεμούντος του ονοματολογικού, έχουν ένα συμβατικό πλαίσιο διμερών σχέσεων απολύτως ανεπαρκές, το συμβατικό πλαίσιο σχέσεων της Ελλάδας με την τότε Γιουγκοσλαβία. Απουσιάζουν βασικές συμφωνίες, όπως Συμφωνία Προστασίας Επενδύσεων και Αποφυγής Διπλής Φορολογίας και όλες οι άλλες σύγχρονες οικονομικές συμφωνίες και συμφωνίες οδικών και σιδηροδρομικών συγκοινωνιών, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η έλλειψη για τις επενδύσεις μας στη γείτονα, για τις εξαγωγές μας, για την οδική, σιδηροδρομική και ενεργειακή διασυνδεσιμότητα, για το λιμένα Θεσσαλονίκης και τη φυσική του οικονομική ενδοχώρα.

5) Για πρώτη φορά η γειτονική χώρα αναγνωρίζει ότι δεν έχει σχέση με τον «αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρoνομιά» της Μακεδονίας (άρθρο 7(3),(4)). Επιπλέον δεσμεύεται (άρθρο 8 (2),(3)) για αποδόμηση του διαβόητου προγράμματος εξαρχαϊσμού (οτιδήποτε «αναφέρεται με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχαία Ελληνική ιστορία και πολιτισμό που συνιστούν αναπόσπαστο συστατικό της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας» σε υποδομές/κτίρια/μνημεία) και για αφαίρεση του Ήλιου της Βεργίνας από όλους τους δημόσιους χώρους και απόσυρση από κάθε δημόσια χρήση. Η διαδικασία αυτή μάλιστα έχει αρχίσει, με την ήδη συντελεσθείσα μετονομασία του Αεροδρομίου της γείτονος, καθώς και της Εθνικής Οδού προς τα Σκόπια.

Σημειώνεται ότι, βεβαίως, ουδέποτε τέθηκε ζήτημα περιορισμού χρήσης του όρου Μακεδονία ως προς την Ελλάδα, η οποία το διατηρεί στο ακέραιο (π.χ. Αεροδρόμιο «Μακεδονία»).

6) Η ΠΓΔΜ τροποποιεί τους επιθετικούς προσδιορισμούς όλων των κρατικών οργάνων και δημόσιων θεσμών/οργανισμών/οργανώσεων της, καθώς και όσων ιδιωτικών θεσμών/οργανισμών/οργανώσεων επιχορηγούνται από το Κράτος ή έχουν συσταθεί με νόμο, ώστε να ανταποκρίνονται στη σύνθετη ονομασία («της Βορειας Μακεδονίας» και όχι πλέον «μακεδονικός/ή/ό»).

7) Η γειτονική χώρα δεσμεύεται από την Συμφωνία (άρθρα 4, 6) και την τροποποίηση του Συντάγματός της (άρθρα 3 και 49) για την εξάλειψη οιασδήποτε μορφής αναθεωρητισμού και αλυτρωτισμού (από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς), με σεβασμό στην κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας και στην αρχή της μη ανάμιξης στις εσωτερικές μας υποθέσεις.

8) Προβλέπεται επίσης η συγκρότηση της Μεικτής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, η οποία θα εξετάσει μεταξύ άλλων και τα σχολικά εγχειρίδια, ώστε να απαλειφθούν, όπως συγκεκριμένα ορίζεται, οι αλυτρωτικές αναφορές (π.χ. χάρτες «Μεγάλης Μακεδονίας», των οποίων την απάλειψη επιδιώκαμε ανεπιτυχώς εδώ και χρόνια).

9) Απαλείφεται οποιαδήποτε, έστω έμμεση, δυνατότητα διεκδίκησης «δικαιωμάτων» για δήθεν μειονότητα στη χώρα μας. Η γειτονική μας χώρα δεσμεύεται ότι «τίποτα στο Σύνταγμα της όπως ισχύει σήμερα ή θα τροποποιηθεί στο μέλλον» δεν θα μπορεί να αποτελέσει βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας «περιλαμβανομένης της προστασίας του καθεστώτος και των δικαιωμάτων οιωνδήποτε προσώπων δεν είναι πολίτες της» (άρθρο 4(3)). Το Σύνταγμά της τροποποιείται με τρόπο που εξασφαλίζεται η στήριξη μόνο στους πολίτες της και στη Διασπορά της (και όχι «στο μακεδονικό λαό στις γειτονικές χώρες», όπως αναφέρεται έως σήμερα).

Ως προς τα ζητήματα του έθνους, εθνικότητας και ιθαγένειας τονίζει:

1) Η Συμφωνία ορίζει αποκλειστικά και μόνο την «ιθαγένεια» των πολιτών της γείτονος, που είναι ο νομικός δεσμός του πολίτη με το κράτος. Άλλωστε η ΠΓΔΜ επιβεβαίωσε επισήμως την Ελλάδα μέσω της από 16/1/2019 Ρηματικής της Διακοίνωσης, και η οποία είναι νομικά δεσμευτική για την ΠΓΔΜ, ότι η χρήση του όρου «nationality» στo αγγλικό κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών αναφέρεται αποκλειστικά στην «ιθαγένεια». Μάλιστα, τόσο η Ελλάδα όσο και η ΠΓΔΜ στις επίσημες μεταφράσεις τους της Συμφωνίας έχουν αποδώσει τον αγγλικό όρο «nationality» με τη λέξη «ιθαγένεια» (ήτοι «υπηκοότητα»). Εξάλλου και σε όλα τα διεθνή κείμενα (συμβατικά και μη) ο όρος «nationality» υποδηλώνει την ιθαγένεια και όχι την εθνική καταγωγή.

2) Σήμερα, και εδώ και πάνω από 25 χρόνια, στα διαβατήρια των πολιτών της ΠΓΔΜ, η ιθαγένεια ορίζεται με τη λέξη «Μακεδονική» («Macedonian»). Το 2009 χορηγήθηκε μάλιστα στην ΠΓΔΜ η απελευθέρωση από το καθεστώς θεωρήσεων για τα διαβατήρια των πολιτών της, όσον αφορά την είσοδό τους στον χώρο Schengen.

3) Από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα θα προστίθεται η ένδειξη «/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» στην ιθαγένεια, στον όρο που ήδη χρησιμοποιείται.

4) Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μνημονεύει και δεν ρυθμίζει θέματα εθνότητας. Άλλωστε στην τροποποίηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, διευκρινίζεται ότι «η ιθαγένεια δεν προσδιορίζει, ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποίαν ανήκουν οι πολίτες της χώρας». Αυτό αναφέρεται ρητά και δεσμευτικά για την ΠΓΔΜ και στη ρηματική διακοίνωση που απεστάλη από τα Σκόπια.

5) Η Συμφωνία, συνεπώς, δεν αναγνωρίζει «μακεδονικό λαό» ή «μακεδονικό έθνος». Η Συμφωνία, άλλωστε, δεν αμφισβητεί το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να αποκαλούν τους πολίτες της γειτονικής μας χώρας με τον/τους όρους που χρησιμοποιούν σήμερα (άρθρο 7).

Για το θέμα της γλώσσας, το υπουργείο Εξωτερικών επισημαίνει:

1) Από την Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων που πραγματοποιήθηκε το 1977 στην Αθήνα, αναγνωρίστηκε η «Μακεδονική» ως επίσημη γλώσσα. Ήδη όμως παλαιότερα, με παρέμβασή του στην Βουλή τον Σεπτέμβριο 1959, ο τότε ΥΠΕΞ Ε. Αβέρωφ υπογράμμιζε: «Eις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν».

2) Η αναφορά σε μακεδονική γλώσσα, με τους κωδικούς «MK, MKD», χρησιμοποιείται από το 1994, χωρίς αστερίσκους, όπως αποτυπώνεται στην επίσημη ιστοσελίδα του ΟΗΕ (βλ. σελ. 1 και 94)

3) Με τη Συμφωνία καθορίζεται ρητά ότι η επίσημη γλώσσα της γείτονος ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών, «δεν έχει σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό" της Μακεδονίας και "δεν έχει σχέση με [...]την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά» της Μακεδονίας (άρθρο 7(4)).

4) Επίσης, σύμφωνα με την Συμφωνία, οι Έλληνες πολίτες διατηρούν το δικαίωμα να συνεχίσουν να αναφέρονται στην ανωτέρω γλώσσα με τους όρους που χρησιμοποιούν σήμερα (άρθρο 75).

Καταργείται η συμφωνία; Πώς διασφαλίζεται η Ελλάδα;

1) Στη Συμφωνία προβλέπεται σαφώς: «οι διατάξεις της Συμφωνίας είναι αμετάκλητες» και «δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της» (άρθρο 20) ως προς τα σημαντικά ουσιαστικά και διαδικαστικά άρθρα της (άρθρο 1(3), (4)). Επίσης, η ίδια η Συμφωνία ρητά ορίζει στο άρθρο 1(1) ότι είναι τελική, ενώ στην παράγραφο (2) του ίδιου άρθρου τα μέρη αναγνωρίζουν ως δεσμευτικό το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

2) Παράλληλα, επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε η ενσωμάτωση των συμφωνηθέντων στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, ούτως ώστε, με την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας της γείτονος και με τις συνταγματικές τροποποιήσεις ως προς τα άρθρα των οποίων η διατύπωση θα ήταν δυνατό να υποκρύπτει αλυτρωτισμό, οιαδήποτε παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών να συνιστά, επίσης, παραβίαση του ίδιου του Συντάγματος της γείτονος. Η ΠΓΔΜ γνωστοποίησε επισήμως στην Ελλάδα (Ρηματική Διακοίνωση ΥΠΕΞ ΠΓΔΜ προς ΥΠΕΞ Ελλάδας από 16/1/2019) ότι ολοκλήρωσε όλες τις εσωτερικές της διαδικασίες, «βάσει του Συντάγματός της».

3) Η χώρα θα γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ αποκλειστικά με την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» και τις νέες ορολογίες και με σαφή επίκληση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο ανάγεται σε «κεκτημένο» της ίδιας της Συμμαχίας. Εφόσον διαπιστωθεί από ελληνικής πλευράς ότι δεν πληρούνται οι όροι της Συμφωνίας, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί από το ΝΑΤΟ η ενταξιακή διαδικασία. Το Πρωτόκολλο Ένταξης θα πρέπει άλλωστε να υπογραφεί από όλα τα Κράτη-Μέλη, ενώ απαιτείται και η επικύρωσή του από όλες τις Συμμάχους χώρες. Όσον αφορά τις μελλοντικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ, η Ελλάδα θα μπορεί να διακόψει τη διαδικασία σε κάθε στάδιο της σχετικής διαδικασίας (33 κεφάλαια) εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια της Συμφωνίας.

4) Τέλος, τυχόν παραβίαση της Συμφωνίας θα ενεργοποιούσε για την Ελλάδα τον σαφώς προβλεπόμενο από τη Συμφωνία (άρθρο 19) μηχανισμό επίλυσης διαφορών, με τον οποίο προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και, στη συνέχεια, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Το δημοψήφισμα στα Σκόπια

Ο Ζόραν Ζάεφ αποφάσισε να φέρει την Συμφωνία των Πρεσπών σε δημοψήφισμα. Και πώς θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά άλλωστε, όταν αυτή υπαγορεύει τεκτονικές αλλαγές που φτάνουν μέχρι την ονομασία αλλά και το Σύνταγμα της χώρας.

«Υποστηρίζετε την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ στηρίζοντας τη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και της Δημοκρατίας της Ελλάδας;» ήταν το ερώτημα που έθεσε ο Ζόραν Ζάεφ στον λαό της γειτονικής χώρας, ζητώντας τη μέγιστη δυνατή προσέλευση στις κάλπες. Η απόφαση της εθνικιστικής αντιπολίτευσης να στηρίξει την αποχή αλλά και του VMRO-DPMNEνα καλέσει σε ψήφο κατά συνείδηση, δεν λειτούργησε υπέρ της συμμετοχής. Τελικά, από τους 1.8 εκατομμύρια εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους, στις κάλπες προσήλθαν 666.344 πολίτες, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 36,89%. Εξ’ αυτών το 91,46%, δηλαδή 609.427 ψηφοφόροι, επέλεξαν το ΝΑΙ και 5,66%, δηλαδή 37.687 πολίτες επέλεξαν το ΟΧΙ.

Το κλίμα στα Σκόπια, την πρωτεύουσα της γειτονικής χώρας, δεν θύμιζε σε τίποτα την ένταση και την πόλωση που έχουν απαντηθεί παλιότερα σε δημοψηφίσματα όπως το βρετανικό ή και το ελληνικό. Όπως είχε καταγράψει τότε η αποστολή του News 24/7, τις ημέρες πριν το δημοψήφισμα, μακριά από την πρωτεύουσα, λίγα πράγματα θύμιζαν πως πρόκειται να ληφθεί μια πολύ σημαντική για τη χώρα απόφαση. Ο κόσμος στεκόταν μάλλον αδιάφορος απέναντι στις αλλαγές και απογοητευμένος από την κυβέρνηση. Οι αντιδράσεις ωστόσο, ήταν επίσης υποτονικές, με μια μικρή μόνο μερίδα να αποφασίζει να βγει στους δρόμους.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και η αποχή της τάξης του 63,11% δεν άφησε πολλά περιθώρια ενθουσιασμού στον Ζόραν Ζάεφ. «Η θέληση των πολιτών πρέπει να γίνει σεβαστή από όλους. Εγώ προχωρώ με την πλειοψηφία η οποία τάχθηκε υπέρ του "ναι"» δήλωνε μια ώρα μετά το κλείσιμο της κάλπης και με τα αποτελέσματα ήδη να διαφαίνονται. «Οι πολίτες που ψήφισαν ενέκριναν σε μεγάλο ποσοστό τη συμφωνία των Πρεσπών και την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Οι ψηφοφόροι ψήφισαν με υπερηφάνεια. Περιμένω πως η πλειοψηφία των πολιτών που ψήφισε, ψήφισε υπέρ της συμφωνίας, παρά το κάλεσμα της αντιπολίτευσης για μποϊκοτάζ. Πρέπει το VMRO να στηρίξει τις συνταγματικές αλλαγές διαφορετικά άλλος δημοκρατικός δρόμος δεν υπάρχει, παρά η προσφυγή στις κάλπες. Πρέπει να περάσουμε πλέον στην πολιτική δραστηριότητα στο κοινοβούλιο».

Η ψηφοφορία στη Βουλή των Σκοπίων και η αγωνία για την πλειοψηφία

Και η πολιτική δραστηριότητα στο κοινοβούλιο ήρθε λίγους μήνες αργότερα. Το απόγευμα της 12ης Δεκεμβρίου 2018, το υπουργικό συμβούλιο της πΓΔΜ, υιοθετούσε και κατέθετε στη Βουλή τα τελικά κείμενα των τεσσάρων τροπολογιών του Συντάγματος, στη βάση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ ημέρες, μέχρι την 20η Δεκεμβρίου, ώστε η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου της ΠΓΔΜ να ολοκληρώσει τις εργασίες της σχετικά με τις τέσσερις τελικές και τις επτά τροπολογίες επί του εφαρμοστικού νόμου του Συντάγματος που κατέθεσαν βουλευτές κομμάτων. Συγκεκριμένα, πέραν των τεσσάρων που κατέθεσε η κυβέρνηση Ζάεφ, οι επτά τροπολογίες των κομμάτων αφορούσαν την υπηκοότητα, την διαδικασία κύρωσης και τα σύνορα.

Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή ενέκρινε την τροπολογία στην οποία αναφέρεται ότι από τη στιγμή που τεθεί σε ισχύ η αλλαγή της ονομασίας της χώρας (σ.σ. Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) «η υπηκοότητα θα είναι μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, το οποίο δεν προσδιορίζει ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν οι πολίτες».Όπως αναφέρθηκε «με την τροπολογία αυτή γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της υπηκοότητας και της εθνότητας» των πολιτών της χώρας.

Ακόμη, η Επιτροπή ενέκρινε τροπολογία σύμφωνα με την οποία οι αλλαγές στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ δεν τίθενται σε ισχύ εάν η Ελλάδα δεν κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών και το πρωτόκολλο προσχώρησης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Τέλος, ενέκρινε τροπολογία που κατέθεσαν Αλβανοί βουλευτές, στην οποία αναφέρεται ότι τα κρατικά σύνορα της χώρας είναι τα υφιστάμενα σύνορά της με την Αλβανία, την Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Σερβία και το Κόσοβο». Από τις εργασίες της Επιτροπής απείχαν οι βουλευτές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης VMRO-DPMNE. Πλέον, ο λόγος περνούσε στην Ολομέλεια και η αγωνία για την εύρεση της πλειοψηφίας των δύο τρίτων κορυφωνόταν.

Λίγες ημέρες πριν ξεκινήσει η κρίσιμη συζήτηση στην Ολομέλεια, ο Ζόραν Ζάεφ δήλωνε πως υπάρχουν τουλάχιστον 76 βουλευτές που θα υπερψηφίσουν σίγουρα τις προτάσεις της κυβέρνησής του, ωστόσο ο αριθμός που έπρεπε να επιτευχθεί ήταν αυτός των 80 ψήφων στο σύνολο των 120 βουλευτών. Οι παρασκηνιακές επαφές του πρωθυπουργού της γείτονος, με τον ηγέτη του αλβανόφωνου κόμματος BESA, Μπιλάλ Κασάμι, ήταν συνεχόμενες, με τον Ζάεφ να επιχειρεί να εξασφαλίσει την στήριξη από τους δύο βουλευτές του BESA. Ο Κασάμι, ζητούσε επίμονα διασφαλίσεις για την ταυτότητα των υπόλοιπων εθνοτήτων της χώρας, πέραν της σλαβομακεδονικής.

Στις 19:00 το απόγευμα της 11ης Ιανουαρίου 2019, μετά από δύο αναβολές, ξεκινούσε η συνεδρίαση της Ολομέλειας, η οποία έμελλε ν διαρκέσει λιγότερο από εξήντα λεπτά. Έγιναν συνολικά έξι ψηφοφορίες, μία για κάθε τροπολογία, μία για το σύνολό τους και η έκτη για την προκήρυξη της συνταγματικής αναθεώρησης.Οι 39 βουλευτές του αντιπολιτευόμενου VMRO δεν παρευρέθησαν καν στη Βουλή, προτιμώντας να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις που έγιναν έξω από το κτίριο του κοινοβουλίου.

Με τη στήριξη του αλβανόφωνου BESA, με το οποίο τελικά ήρθε σε συμφωνία ο Ζάεφ, αλλά και των ανταρτών πρώην βουλευτών του VMRO, διαμορφώθηκε πλειοψηφία 81 βουλευτών, η οποία άνοιγε μια νέα σελίδα στην ιστορία της χώρας και ταυτόχρονα πετούσε, πλέον, το μπαλάκι στην Αθήνα.

Αναταράξεις στην Αθήνα και παραίτηση Καμένου

Το ωστικό κύμα της επικύρωσης, στο κοινοβούλιο των Σκοπίων, έφερε τον Πάνο Καμένο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες εκτός της ελληνικής κυβέρνησης, ανοίγοντας εκ νέου την συζήτηση για πιθανή προσφυγή στις κάλπες. Μόλις δύο ημέρες μετά την εξασφάλιση των 81 βουλευτών από τον Ζόραν Ζάεφ, ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας και πρόεδρος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων βρέθηκε αντιμέτωπος με όσα δήλωνε το προηγούμενο διάστημα, ότι δηλαδή σε περίπτωση που η συμφωνία φτάσει στο ελληνικό κοινοβούλιο θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Η Κυριακή, 13 Ιανουαρίου, έμελλε να είναι η τελευταία ημέρα μιας συγκυβέρνησης που σε δέκα πέντε ημέρες θα συμπλήρωνε 4 χρόνια.

Η συνάντηση μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμένου στο Μέγαρο Μαξίμου το πρωί εκείνης της ημέρας, κράτησε λιγότερο από μια ώρα και μετά την ολοκλήρωσή της, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ, ανακοίνωνε: «Συναντήθηκα με τον πρωθυπουργό και κάναμε μια αρκετά μεγάλη συζήτηση. Υπήρξε μια συνεργασία επι τέσσερα ολόκληρα χρόνια, σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, μια κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης. Δυο κόμματα από διαφορετικούς χώρους βρεθήκαμε και καταφέραμε να βγάλουμε την Ελλάδα μας από τα μνημόνια, ο πρώτος στόχος επευτεύχθη. Το θέμα της Μακεδονίας, θέμα για το οποίο έπεσαν χιλιάδες νεκροί δεν μου επιτρέπει να μην θυσιάσω την καρέκλα. Θα γίνουν αναλυτικές ανακοινώσεις στη συνέντευξη τύπου σε λίγο. Ευχαρίστησα τον πρωθυπουργό για τη συνεργασία και του εξήγησα, ότι για το θέμα το εθνικό δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η συνεργασία. Οι ΑΝΕΛ, αποχωρούν από την κυβέρνηση».

Ο Αλέξης Τσίπρας, έπρεπε πλέον να αναζητήσει τουλάχιστον έξι βουλευτές, πέραν της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, που θα ήταν διατεθειμένοι να στηρίξουν την Συμφωνία στην Βουλή και να συγκεντρωθούν έτσι οι 151 ψήφοι. Μην έχοντας όμως πλέον κυβέρνηση πλειοψηφίας, ο πρωθυπουργός αποφάσισε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του από το ελληνικό κοινοβούλιο. «Επί σχεδόν τέσσερα χρόνια είχα μία έντιμη και ειλικρινή συνεργασία με τον Πάνο Καμένο και είναι γνωστό ότι προερχόμαστε από διαφορετικές πολιτικές οικογένειες» δήλωνε εξερχόμενος από το Μέγαρο Μαξίμου, ενημερώνοντας πως έχει ήδη επικοινωνήσει με τον Πρόεδρο της Βουλής, ώστε να προχωρήσουν οι διαδικασίες για την ψήφο εμπιστοσύνης.

Η εβδομάδα που θα ακολουθούσε, περιείχε τα πάντα. Εντός της Βουλής και στα τηλεοπτικά παράθυρα η πολιτική κόντρα άγγιζε πρωτοφανή επίπεδα πόλωσης. Εκτός της Βουλής, πολίτες που ήταν εναντίον της Συμφωνίας, μαζί με αρκετούς πατριδοκάπηλους που βρήκαν ευκαιρία να ψαρέψουν ψήφους στα θολά νερά των Πρεσπών, ετοίμαζαν το δεύτερο μεγάλο συλλαλητήριο για το θέμα της Μακεδονίας στην πλατεία Συντάγματος.

Η συγκέντρωση των απαραίτητων ψήφων για την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, ήταν πλέον δυσκολότερη από την αντίστοιχη για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Με ορισμένους ανεξάρτητους βουλευτές αλλά και κάποιους από το Ποτάμι να έχουν δηλώσει πως θα στηρίξουν τη Συμφωνία, το μεγάλο στοίχημα ήταν η εξασφάλιση των 151 που θα έδιναν τη νομιμοποίηση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει το έργο της. Η συζήτηση ξεκίνησε άμεσα και πλέον, εκτός της Κατερίνας Παπακώστα, της Έλενας Κουντουρά, του Θανάση Παπαχριστόπουλου και του Βασίλη Κόκκαλη που ξεκαθάρισαν γρήγορα ότι στηρίζουν την κυβέρνηση, τα βλέμματα όλων επικεντρώθηκαν στον Κώστα Ζουράρι που είχε ταχθεί κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών και τον Σπύρο Δανέλλη που ήταν υπέρ της Συμφωνίας αλλά ανήκε στην κοινοβουλευτική ομάδα του Ποταμιού. Τελικώς, αμφότεροι αποφάσισαν να δώσουν την ψήφο τους στην κυβέρνηση η οποία εξασφάλισε τους 151 βουλευτές. 

Συλλαλητήρια, ακροδεξιά και απόπειρα εφόδου στη Βουλή

Όμως και η Κυριακή 20 Ιανουαρίου, δεν ήταν μια ήρεμη ημέρα για την Αθήνα. Οι διοργανωτές της επιτροπής Αγώνα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, μαζί με πλήθος φορέων και συλλόγων, τη στήριξη της ΚΕΔΕ και της Εκκλησίας, είχαν προγραμματίσει το δεύτερο μεγάλο συλλαλητήριο ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών, μπροστά στη Βουλή. Το πρώτο, στις 4 Φεβρουαρίου 2018, οι διαδηλωτές έφτασαν τους 140.000 σύμφωνα με την εκτίμηση της Αστυνομίας, γεμίζοντας την πλατεία Συντάγματος. Με δεδομένη την συμμετοχή της προηγούμενης χρονιάς και με την συμφωνία να είναι πλέον προ των πυλών, οι διοργανωτές περίμεναν σαφώς περισσότερο κόσμο. Οι εκτιμήσεις τους ωστόσο δεν επαληθεύτηκαν, με το πλήθος να είναι μεγάλο, φτάνοντας ωστόσο τις 60.000, σύμφωνα πάντα με την Αστυνομία.

Στο συλλαλητήριο του Φεβρουαρίου του 2018, είχε προκαλέσει αίσθηση η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ σε αυτό του Γενάρη του 2019, μόλις πέντε ημέρες πριν την ψήφιση της συμφωνίας, κύριο αίτημα ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος, με μέλη του καλλιτεχνικού χώρου να συνυπογράφουν, μαζί με πολίτες.

Ανάμεσα στους χιλιάδες διαδηλωτές που έσπευσαν να διαδηλώσουν ενάντια στη συμφωνία, βρέθηκαν και εκατοντάδες ακροδεξιοί, μαζί με τους υπόδικους βουλευτές του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής με σκοπό την εισβολή στο κοινοβούλιο.

Τα επεισόδια δεν άργησαν να ξεσπάσουν και ενώ η συγκέντρωση στην κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος εξελισσόταν, οι ακροδεξιές ομάδες, φορώντας κράνη και κουκούλες και κρατώντας φωτοβολίδες, βόμβες ΑΚ, λοστούς, μεταλλικά αντικείμενα, πέτρες και μάρμαρα ξεκίνησαν τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις των ΜΑΤ που βρίσκονταν στα σκαλιά πίσω από τον Άγνωστο Στρατιώτη, στις πλαϊνές εισόδους της Βουλής, αλλά και στην είσοδο του γκαράζ. Η αστυνομία έκανε εκτεταμένη χρήση χημικών προσπαθώντας να απωθήσει τους επιτιθέμενους, ενώ η κάμερα του News 24/7 συνέλαβε τον υπόδικο χρυσαυγίτη βουλευτή Γιάννη Λαγό να βρίσκεται μαζί με τους ακροδεξιούς στον χώρο των επεισοδίων.

Η συγκέντρωση ολοκληρώθηκε, με τον κόσμο να αποχωρεί μετά τα επεισόδια, αφού πρώτα οι ομάδες των νεοναζί επιτέθηκαν σε φωτογράφους και δημοσιογράφους που κάλυπταν το συλλαλητήριο χτυπώντας βάναυσα ορισμένους από αυτούς. Το Σύνταγμα έμεινε βεβηλωμένο με ναζιστικά σύμβολα και συνθήματα.

Πολύ μικρότερης συμμετοχής συλλαλητήρια, διεξήχθησαν και την τελευταία ημέρα συζήτησης της συμφωνίας στη Βουλή, αλλά και την ημέρα της ψήφισης, την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2019. Μάλιστα σε αυτές τις δύο συγκεντρώσεις, το χρώμα ήταν πλέον ξεκάθαρα εθνικιστικό, με τα συνθήματα που ακούγονταν να είναι υβριστικά προς τον πολιτικό κόσμο και το κοινοβούλιο. Ανάμεσα στη συνθηματολογία, εμφανίστηκε ένα παλιό ξεχασμένο σύνθημα της δεκαετίας του 1990, το οποίο τότε απευθυνόταν στους Αλβανούς, πλέον όμως στράφηκε εναντίον των γειτόνων και μετατράπηκε σε "Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Σκοπιανέ", δείχνοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις ακραίες εθνικιστικές αντιλήψεις των συμμετεχόντων.

Και εγένετο Βόρεια Μακεδονία

Το τριήμερο 23 με 25 Ιανουαρίου, ήταν και η τελευταία φάση για τη λύση ενός θέματος που ταλάνιζε τα Βαλκάνια για δεκαετίες. Η ελληνική Βουλή ήταν εκείνη που είχε τον τελευταίο λόγο.

«Ειλικρινά, θα προτιμούσα να μην είχε γίνει αυτή η συνεδρίαση, ούτε και να μιλώ, τώρα, για το σημερινό θέμα» είπε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στην Βουλή, επιμένοντας στη θέση πως η Συμφωνία αποτελεί ήττα, αναγνωρίζοντας στους γείτονες μακεδονική υπηκοότητα και γλώσσα. «Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε υπογραφεί και, βέβαια, δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε φτάσει στη Βουλή των Ελλήνων προς κύρωση. Γιατί αποτελεί εθνική ήττα, που έχει ήδη ακυρωθεί στη συνείδηση του λαού. Και εθνικό λάθος, που προσβάλλει την αλήθεια και την Ιστορία της χώρας»

«Η ιστορία δεν θα δικαιώσει εμάς» απάντησε ο Αλέξης Τσίπρας, κατά την ομιλία του. «Η ιστορία θα δικαιώσει την Ελλάδα. Την Ελλάδα που τόλμησε, την Ελλάδα που πάλεψε, την Ελλάδα που γίνεται ο εγγυητής της σταθερότητας και της συνανάπτυξης στα Βαλκάνια. Την Ελλάδα που η βαριά της ιστορία και το πολύτιμο αξιακό της φορτίο, δεν της επιτρέπουν να γίνει ο κομπάρσος των εξελίξεων. Όταν η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να γίνουν αποδεκτές όλες οι καίριες και κομβικές διαπραγματευτικές θέσεις της χώρας, τότε ο κ. Μητσοτάκης άρχισε να μιλά για εκχώρηση γλώσσας και εθνότητας και όταν οι ίδιοι οι γείτονές μας διευκρίνισαν στη ρηματική διακοίνωση ότι η Συμφωνία δεν αναγνωρίζει εθνότητα αλλά ιθαγένεια και η γλώσσα τους είναι Σλαβική, τότε ανακάλυψε το οξύμωρο ότι παραχωρούμε λαό».

Μετά από ένα τριήμερο έντονων συζητήσεων, η Συμφωνία των Πρεσπών, υπερψηφίστηκε από 153 βουλευτές και συγκεκριμένα τους 145 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τους Κατερίνα Παπακώστα, Έλενα Κουντουρά, Θανάση Παπαχριστόπουλου, Σπύρο Δανέλλη, Σπύρο Λυκούδη, Γιώργο Μαυρωτά, Θανάση Θεοχαρόπουλο -που για αυτή του την απόφαση διεγράφη από το Κίνημα Αλλαγής- και Σταύρο Θεοδωράκη, στον οποίο η Συμφωνία των Πρεσπών κόστισε την ύπαρξη κοινοβουλευτικής ομάδας, καθώς λίγες ημέρες πριν, αποχώρησαν από αυτήν ο Γιώργος Αμυράς και ο Γρηγόρης Ψαριανός, κατηγορώντας τον για την απόφασή του να μην αντιταχθεί στη συμφωνία.

Στις 15:25 της Παρασκευής, 25 Ιανουαρίου 2019, η Συμφωνία των Πρεσπών είχε πλέον εξασφαλίσει την έγκριση και των δύο κοινοβουλίων και η Βόρεια Μακεδονία είχε μόλις γεννηθεί.

4 σχόλια:

  1. Από τον 20ο αιώνα βέβαια γίνεται διεθνώς αποδεκτό πως η γεωγραφική Μακεδονία αναφέρεται στα εδάφη της Ελληνικής Μακεδονίας, στο κομμάτι που κατέχει το βουλγαρικό κράτος (Μακεδονία του Πιρίν) και στο σημερινό κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, όπως αυτό ονομάστηκε μετά την Συμφωνία των Πρεσπών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1913 το μεγαλύτερο μέρος (60%) της Μακεδονίας είχε περιέλθει στην Ελλάδα (Μακεδονία του Αιγαίου), ένα μικρότερο (30%) στη Σερβία (Μακεδονία του Βαρδάρη) και το έλασσον (10%) στη Βουλγαρία (Μακεδονία του Πιρίν). Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν βεβαίως «Μακεδόνες» με διακριτή εθνική συνείδηση. Αυτό ξεκίνησε να συμβαίνει ως αποτέλεσμα πολιτικών ζυμώσεων, όταν το Μακεδονικό πέρασε σε νέα φάση την περίοδο 1919-1943. Τότε ήταν που Σέρβοι και Βούλγαροι ανταγωνίζονταν για την εθνότητα των κατοίκων του συνόλου της Μακεδονίας, με τους δεύτερους να υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί Βουλγάρων οι οποίοι ομιλούν ένα βουλγαρικό ιδίωμα (τη σλαβομακεδονική διάλεκτο).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
    Ο Στρατάρχης Τίτο είχε βεβαίως πολλούς λόγους να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, με κυριότερο την πρόθεσή του να θεμελιώσει μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και να εξασφαλίσει διέξοδο στο Αιγαίο. Οι βλέψεις του Στρατάρχη Τίτο στην ευρύτερη Μακεδονία είχαν επιβεβαιωθεί ήδη από το 1944, όταν ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τον Δεκέμβριο του 1944 τηλεγράφημα του State Department προς αμερικανικές Αρχές, με υπογραφή του τότε αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Stettinius, έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι: « Η (αμερικανική) Κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου μακεδονικό «έθνος», μακεδονική «Μητέρα Πατρίδα» ή μακεδονική «εθνική συνείδηση» αποτελούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».

    ΑπάντησηΔιαγραφή