Νίκος Νικολούδης
Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου του Λονδίνου (King’s College)
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση», τ. 506,
σελ. 71-77 έκδοση ΥΙΝ/ΓΕΝ, ΙΟΥΛ-ΑΥΓ 1997. Αναδημοσίευση
στο Περί Αλός με την έγκριση της ΝΕ και του συγγραφέως Ν.Ν.
Η ναυμαχία στη Πρέβεζα. Έργο του Ohannes Umed Behzad (1866) Turkish Naval Museum. Κωνσταντινούπολη. ΦΩΤΟ: Wikipedia |
Μία από τις σημαντικές καινοτομίες που σημάδεψαν την εξελικτική πορεία από τους μεσαιωνικούς χρόνους προς την Αναγέννηση ήταν η εφεύρεση των πυροβόλων όπλων, ειδικότερα των κανονιών. Η εμφάνιση του πυροβολικού στο πεδίο της μάχης άλλαξε ριζικά τις συνθήκες των πολεμικών αναμετρήσεων αχρηστεύοντας ακόμη και τις ισχυρότερες οχυρώσεις και εξουδετερώνοντας τη δύναμη κρούσης που εξασφάλιζε μέχρι τότε η παρουσία των θωρακοφόρων ιππέων. Βέβαια η αργή διάδοσή τους έκανε εφικτή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των αμυντικών μεθόδων. Κατά τον 15ο αιώνα όμως το πυροβολικό ήταν ακόμη ένα νέο όπλο η παρουσία του οποίου βάραινε αποφασιστικά στην εξέλιξη των μαχών, παρά τις μέχρι τότε ατέλειές του.
Τα κανόνια έκαναν τις πρώτες εμφανίσεις τους σε πολεμικές συγκρούσεις των αρχών του 14ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Ειδικότερα αναφέρεται η παρουσία τους στους στις πολιορκίες του Μετς (1324), του Τσιβιντάλε (1331) και του Καμπραί (1339), ενώ φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν και από τον Άγγλο βασιλέα Εδουάρδο Γ’ στο Κρεσύ (1346), κατά τη διάρκεια της νικηφόρας σύγκρουσής του με τους Γάλλους. Στα Βαλκάνια εισήχθησαν μάλλον από τη ναυτική δημοκρατία της Ραγούζας, περί τα μέσα του 14ου αιώνα, για να διαδοθεί στη συνέχεια η χρήση τους κατά μήκος των παραλίων της Αδριατικής και του Ιονίου, καθώς και στο εσωτερικό των Βαλκανίων. Το κράτος όμως το οποίο έκανε εκτεταμένη χρήση τους ευθύς εξαρχής ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι γνωστό ότι οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα την εποχή του σουλτάνου Μωάμεθ Α’ (1413-1421), χωρίς να αποκλείεται η χρήση τους να ήταν γνωστή σ΄ αυτούς και νωρίτερα.
Παράλληλα με τη χρησιμοποίησή τους σε χερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις, τα κανόνια αξιοποιήθηκαν και σε συγκρούσεις κατά θάλασσα. Οι Βενετοί αποπειράθηκαν να χρησιμοποιήσουν πυροβόλα κατά τη διάρκεια του ναυτικού πολέμου τους εναντίον των Γενοβέζων, το 1377. Η αξιοποίησή τους όμως σε πλοία αποδείχθηκε περισσότερο προβληματική απ ότι στην ξηρά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ράνσιμαν, "τα πλοία της εποχής δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος βαριών μηχανών και τα βλήματα που ρίχνονταν από τα ναυτικά πυροβόλα της εποχής, αν και μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές, σπάνια ήταν αρκετά ισχυρά για να βυθίσουν ένα πλοίο".
Οι περιορισμένες πάντως δυνατότητες αξιοποίησης πυροβόλων σε πλοία δεν φαίνεται να απέτρεψαν εντελώς τη χρήση τους σ’ αυτά, ειδικότερα μάλιστα προκειμένου για πλοία που ταξίδευαν στις θάλασσες του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου. Οι θάλασσες αυτές είχαν πάψει να είναι ασφαλείς τον 15ο αιώνα, καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία άλλοτε αστυνόμευε τα παράλιά τους, δεν ήλεγχε πια παρά μόνο ορισμένα σημεία τους, έχοντας ουσιαστικά απολέσει τον γενικότερο έλεγχό τους υπό τα πλήγματα του ανερχόμενου οθωμανικού κράτους. Για τις ναυτικές όμως δημοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας, οι νηοπομπές των οποίων μετέφεραν σε τακτά διαστήματα τα πολύτιμα προϊόντα μακρινών αποικιών, η εξασφάλιση της απρόσκοπτης διέλευσης των πλοίων τους από αυτές τις ζωτικές διόδους είχε τεράστια σημασία. Έτσι τον 15ο αιώνα τα εμπορικά πλοία των δύο αυτών κρατών φαίνεται ότι είχαν ήδη εξοπλιστεί με κανόνια. Παράλληλα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε περί τα μέσα του 15ου αιώνα να εξοπλίζει με κανόνια ορισμένα παράκτια οχυρά και τουλάχιστον ένα μέρος του υποτυπώδους στόλου της. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε ειδικότερα από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ (1451-1481) που παρακολουθούσε συστηματικά τις τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες επραγματοποιούντο στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Ο εξοπλισμός των ιταλικών και των τουρκικών πλοίων αλλά και των τουρκικών παράκτιων φρουρίων με κανόνια, είχε ως αποτέλεσμα την αξιοποίηση του πυροβολικού ως όπλου σε συγκρούσεις όχι μόνο κατά ξηρά αλλά και κατά θάλασσα. Οι πρώτες συγκρούσεις αυτού του είδους σε ελληνικές θάλασσες πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο περίπου 1440 - περίπου 1460 και κορυφώθηκαν κατά την τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1453). Η άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας απέδειξε άλλωστε τις πραγματικές δυνατότητες του νέου όπλου, τις οποίες δυστυχώς δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν οι Βυζαντινοί, πιθανόν λόγω του συνδυασμού έλλειψης πρώτων υλών και τεχνογνωσίας, αλλά και της οικονομικής εξαθλίωσης του βυζαντινού κράτους.
Κατά τις ναυτικές συγκρούσεις των μέσων του 15ου αιώνα στις ελληνικές θάλασσες, τα πυροβόλα χρησιμοποιήθηκαν κατά δύο τρόπους: σε αγώνες μεταξύ πλοίων και παράκτιων οχυρών και σε ναυμαχίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό των γνωστών ναυτικών συγκρούσεων της περιόδου και μπορεί να διακριθεί σε δύο υποκατηγορίες: την επίθεση πλοίου εξοπλισμένου με κανόνια εναντίον παράκτιου οχυρού, και τον κανονιοβολισμό πλοίων από παράκτια οχυρά. Δεν μαρτυρούνται δηλαδή περιπτώσεις αγώνων πλοίων με παράκτια οχυρά κατά τις οποίες έγινε χρήση κανονιών και από τα δύο μέρη.
Α’. Επίθεση πλοίων εναντίον παράκτιου οχυρού με συνδυασμένη χρήση πυροβόλων.
Άποψη από το κάστρο της Λήμνου. ΦΩΤΟ: Elina Zaprondi my.opera.com |
Είναι γνωστές τρεις σχετικές περιπτώσεις. Κατά την πρώτη, αναφέρεται από το Λαόνικο Χαλκοκονδύλη κανονιοβολισμός του φρουρίου Κότζινος (σημ. Κότσινας) της βυζαντινής Λήμνου από τους Τούρκους επί 27 ημέρες, τον Αύγουστο του 1442. Στο φρούριο αυτό είχε αναζητήσει καταφύγιο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με την έγκυο δεύτερη σύζυγό του, Αικατερίνη Γατελούζου, καταδιωγμένος από τον Τούρκο στόλαρχο Αχμέτ. Σύμφωνα με την περιγραφή του Χαλκοκονδύλη, παρά τις ζημιές που προκάλεσαν στα τείχη τα τουρκικά κανόνια (τα οποία προφανώς μεταφέρθηκαν γι’ αυτό τον σκοπό από τα πλοία), το οχυρό δεν έπεσε και οι πολιορκητές αποχώρησαν άπρακτοι. Η δράση πάντως των τουρκικών κανονιών είχε ένα αξιομνημόνευτο θύμα, την Αικατερίνη Γατελούζου, η οποία πέθανε τρομοκρατημένη από τον κρότο των άγνωστων μέχρι τότε γι’ αυτήν όπλων. Τα κανόνια που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πολιορκία προφανώς είχαν μεταφερθεί από τα τουρκικά πλοία: τον 15ο αιώνα οι Τούρκοι συνήθιζαν να μεταφέρουν μαζί τους ποσότητα μετάλλου για επιτόπια κατασκευή κανονιών, και όχι ολόκληρα κανόνια. Εξάλλου, υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η πολιορκία (δηλαδή σε ένα εχθρικό νησί μικρής σχετικά έκτασης, χωρίς μεταλλευτικό πλούτο) και δεδομένης της μικρής χρονικής διάρκειάς της, δεν φαίνεται πιθανή η κατασκευή κανονιών στη Λήμνο.
Η δεύτερη περίπτωση σχετίζεται με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β’. Τον Απρίλιο του 1453, παράλληλα με την πολιορκία της βυζαντινής πρωτεύουσας ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε στις τελευταίες βυζαντινές κτήσεις στη Θράκη. Μία μοίρα του τουρκικού στόλου υπό τον ναύαρχο Μπαλτόγλου ανέλαβε να καταλάβει τα Πριγκηπόννησα, στη θάλασσα της Προποντίδας. Τα νησιά καταλήφθηκαν χωρίς αντίσταση, εκτός από την Πρίγκηπο. Η μικρή φρουρά των 30 στρατιωτών της πρόβαλε αντίσταση από έναν πύργο στην κορυφή του λόφου ο οποίος δεσπόζει στο νησί. Προκειμένου να καμφθεί η αντίστασή τους, ο Μπαλτόγλου κανονιοβόλησε τον πύργο, χωρίς όμως επιτυχία. Τελικά υποχρεώθηκε να του βάλει φωτιά εξαναγκάζοντας τους υπερασπιστές του να βγουν έξω, όπου και σκοτώθηκαν. Όπως στην περίπτωση του Κότζινου, έτσι και εδώ φαίνεται ότι τα κανόνια που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονταν από τα τουρκικά πλοία, με αποτέλεσμα να έχουν μικρή ισχύ πυρός. Διαφορετικά είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πώς το τουρκικό πυροβολικό, το οποίο έδρασε με επιτυχία εναντίον του διπλού τείχους της Κωνσταντινούπολης, δεν μπόρεσε να καταστρέψει τον πύργο της Πριγκήπου.
Ο Κριτόβουλος αναφέρει ότι κατά τον σχεδιασμό της τελικής τουρκικής επίθεσης εναντίον της Κωνσταντινούπολης, μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Μωάμεθ Β’ είχε διατάξει τον διάδοχο του Μπαλτόγλου, Χαμζά, να κανονιοβολήσει από τα πλοία του τα θαλάσσια τείχη της πόλης, εν είδει αντιπερισπασμού. Η σχετική διαταγή φαίνεται ότι εκτελέστηκε, χωρίς όμως να αναφέρονται λεπτομέρειες.
Τις περιπτώσεις του Κότζινου και της Πριγκήπου θυμίζει και η κατάληψη της Μυτιλήνης από τους Οθωμανούς, το 1462: η πόλη δέχθηκε την επίθεση του τουρκικού στόλου, κανονιοβολήθηκε επί 27 ημέρες και τελικά αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Η φρασεολογία όμως του Χαλκοκονδύλη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σ’ αυτή την περίπτωση δεν χρησιμοποιήθηκαν τα κανόνια του τουρκικού στόλου αλλά άλλα, τα οποία προφανώς είχαν μεταφερθεί στο νησί ειδικά για τους σκοπούς της πολιορκίας (16).
Β’. Κανονιοβολισμός πλοίων από παράκτια κανονιοστάσια.
Οι κανονιοβολισμοί εναντίον πλοίων από παράκτιες οχυρωμένες θέσεις κατά την ίδια περίοδο είναι περισσότεροι και συνδέονται αποκλειστικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ως επί το πλείστον, πρόκειται για κανονιοβολισμούς ιταλικών πλοίων από τουρκικά κανονιοστάσια λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης.
Οι πρώτες σχετικές περιπτώσεις αφορούν τον κανονιοβολισμό βενετικών εμπορικών πλοίων που διέσχιζαν τα νερά του Βοσπόρου. Στο στενότερο σημείο αυτού του πορθμού, στην ευρωπαϊκή ακτή, ο Μωάμεθ Β’ είχε κατασκευάσει το καλοκαίρι του 1452 το φρούριο Ρούμελι Χισάρ το οποίο είχε εξοπλίσει με κανόνια. Με την υποστήριξη ενός άλλου, παλαιότερου φρουρίου, του Αναντολού Χισάρ στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, εξασφαλιζόταν απόλυτα ο έλεγχος του περάσματος από την Προποντίδα στον Εύξεινο Πόντο. Το γεγονός αυτό έγινε σαφές με τον κανονιοβολισμό και τη βύθιση ενός βενετικού πλοίου στις 26 Νοεμβρίου 1452 που περιγράφεται παραστατικά από τον Βενετό ιστοριογράφο Νικολό Μπάρμπαρο: "Αυτό το κάστρο που ανέφερα ήταν πολύ καλά οχυρωμένο από την πλευρά της θάλασσας και με κανένα τρόπο δεν κινδύνευε να κυριευτεί, γιατί διέθετε πάρα πολλές βομβάρδες [δηλ. κανόνια] στην ακτή και πάνω στα τείχη. Κι από τη στεριά όμως ήταν ισχυρό, αλλά όχι τόσο όσο από τη θάλασσα. Το πρώτο βλήμα που ξαπόστειλε η μεγάλη βομβάρδα του κάστρου βύθισε το πλοίο του Αντωνίου Ρίζου [Ρίτζο] που ερχόταν από τη Μαύρη Θάλασσα και ο καπετάνιος του δεν ήθελε να καλάρει [δηλ. να υποστείλει τα πανιά και να πληρώσει φόρο] και ήταν φορτωμένο με κριθάρι το οποίο επροορίζετο για επικουρία της Κωνσταντινούπολης. Αυτό συνέβη στις 26 Νοεμβρίου του 1452".
Καλλιτεχνική απεικόνιση κανονιοβολισμού πλοίου από οθωμανικό πυροβόλο του φρουρίου Ρούμελι Χισάρ, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κων/πολης το 1453. ΦΩΤΟ: ottomanmilitary.devhub.com |
Ένα παρόμοιο περιστατικό είχε συμβεί κατά τον Μπάρμπαρο και στις 10 Νοεμβρίου με δύο άλλα βενετικά πλοία, τα οποία όμως κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τα τουρκικά βλήματα.
Με την έναρξη της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης, την άνοιξη του 1453, οι πολεμικές επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στον περίγυρο της πόλης. Οι πολιορκημένοι είχαν στη διάθεσή τους έναν στολίσκο 27 μεγάλων πλοίων και μερικών μικρότερων, προφυλαγμένων πίσω από μια μεγάλη αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του Κερατίου κόλπου, στο άνοιγμα μεταξύ των τειχών της Κωνσταντινούπολης και του γειτονικού γενοβέζικου προαστίου του Πέραν. Αυτός ο στολίσκος έγινε επανειλημμένα στόχος των τουρκικών κανονιών που είχαν τοποθετηθεί γύρω από τα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας. Στις 28 Απριλίου υπέστη τις πρώτες σημαντικές του απώλειες κατά τη διάρκεια μιας καταδρομικής επιχείρησης η οποία απέβλεπε στην καταστροφή της μοίρας του τουρκικού στόλου την οποία ο Μωάμεθ Β’ είχε κατορθώσει να μεταφέρει στις 22 Απριλίου δια ξηράς, με χρήση διόλκου, από την Προποντίδα στο βάθος του Κερατίου κόλπου. Η επιχείρηση είχε οργανωθεί από τον Βενετό πλοίαρχο Τζιάκομο Κόκο που τέθηκε επικεφαλής των έξι πλοίων τα οποία επρόκειτο να τη φέρουν σε πέρας με την κάλυψη του σκοταδιού της νύκτας. Το σχέδιο όμως είχε προδοθεί. Τα πλοία δέχθηκαν ισχυρό κανονιοβολισμό από τις παράκτιες τουρκικές συστοιχίες πυροβόλων και δύο από αυτά βούλιαξαν, παρά τη "θωράκισή" τους με μπάλες από μαλλί και βαμβάκι. Το ένα μάλιστα, του Κόκο, βυθίστηκε αύτανδρο. Οι συνολικές απώλειες έφθασαν τους 90 ναύτες.
Αλλά και τα υπόλοιπα πλοία των αμυνομένων υφίσταντο σοβαρές ζημιές από τις βολές τουρκικών πυροβόλων που είχαν τοποθετηθεί στους λόφους έξω από το Πέραν. Παρά τη μεγάλη απόσταση που μεσολαβούσε μεταξύ των κανονιών και του στόχου τους, τα τουρκικά βλήματα τροχιοδρομούσαν επάνω από τα κτίρια του Πέραν με αρκετή ευστοχία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μπάρμπαρο (η αφήγηση του οποίου είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική όσον αφορά τη χρήση πυροβολικού και από τους δύο αντιπάλους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας), "ακόμα και αγκυροβολημένα πλοία και γαλέρες κάτω από τα τείχη του Πέραν, όχι μόνο μας βομβάρδιζαν οι Τούρκοι, αλλά πάθαμε πολύ μεγάλες ζημιές και είχαμε το φόβο του θανάτου, επειδή κάθε πέτρα που εξαπέλυαν οι βομβάρδες τους αφάνιζε τους άντρες που βρίσκονταν πάνω στις γαλέρες μας. Μια σκότωνε τέσσερεις, άλλη δύο, αλλά σε γενικές γραμμές κάθε λίθος μας στερούσε κι έναν άντρα και ρήμαζε τις γαλέρες και τις ολκάδες [εμπορικά πλοία]". Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη υπήρξε η βύθιση ενός γενοβέζικου εμπορικού πλοίου στις 5 Μαΐου, αν και ενδεχομένως πραγματοποιήθηκε κατά λάθος, καθώς οι Γενοβέζοι του Πέραν τηρούσαν φαινομενικά ουδέτερη (στην πραγματικότητα διπρόσωπη) στάση κατά την πολιορκία.
Η ευθυβολία των τουρκικών κανονιών θα πρέπει να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην "τεχνική υποστήριξη" την οποία είχε ο τουρκικός στρατός από ξένους ειδικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον αρχιπυροβολητή του τουρκικού στρατού, Ουρβανό, μνημονεύεται ότι ήταν Ούγγρος ή Ρουμάνος (Σάξωνας) από την Τρανσυλβανία. Ο Δούκας εξάλλου αναφέρει ότι σε μία περίπτωση ένας απεσταλμένος του Ούγγρου βασιλέα, ο οποίος έτυχε να παρευρίσκεται στο τουρκικό στρατόπεδο, συμβούλεψε τους Τούρκους πυροβολητές με ποιό τρόπο οι βολές τους εναντίον των τειχών της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσαν να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα.
Χρήση όμως πυροβόλων έγινε και από τους πολιορκημένους, οι οποίοι βομβάρδιζαν τα τουρκικά πλοία από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Δύο τέτοια περιστατικά τα οποία συνέβησαν αντίστοιχα στις 3 και στις 17 Μαΐου αναφέρονται από τον Μπάρμπαρο. Κατά το πρώτο βυθίστηκαν ορισμένα τουρκικά πλοία από αυτά τα οποία είχαν εισχωρήσει στον Κεράτιο, ενώ το συμβάν κατέληξε σε δεκαήμερη μονομαχία πυροβολικού, καθώς τα τουρκικά πλοία υποστηρίχθηκαν από τα παράκτια τουρκικά πυροβόλα. Κατά το δεύτερο περιστατικό, ο τουρκικός στόλος της Προποντίδας, ο οποίος είχε πλησιάσει στην αλυσίδα του Κερατίου, βομβαρδίστηκε από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά και από τα πλοία των αμυνομένων, χωρίς όμως να βυθιστεί κανένα πλοίο.
Η περιορισμένη ευστοχία των χερσαίων κανονιών των πολιορκημένων ήταν απότοκος των τεχνικών δυσκολιών που συνεπαγόταν η χρήση τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χαλκοκονδύλης, η εκπυρσοκρότησή τους προκαλούσε κραδασμούς στα γερασμένα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Εξάλλου, το μέγεθος και ο αριθμός τους ήταν μικρότερα από των Τούρκων, ενώ ορισμένα φαίνεται ότι είχαν εξαρχής περιορισμένες δυνατότητες καθώς, ενώ προορίζονταν αρχικά για χρήση σε πλοία, είχαν μεταφερθεί εσπευσμένα στα τείχη για να ενισχύσουν την άμυνα σε επικίνδυνα σημεία.
Γ’. Ναυμαχίες με χρήση πυροβόλων.
Οι παλαιότερες αναφορές σε χρήση πυροβολικού κατά τη διάρκεια ναυμαχίας που πραγματοποιήθηκε σε ελληνική θάλασσα ανάγονται στην τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη ναυμαχία της Καλλίπολης (1416) μεταξύ του βενετικού και μοίρας του τουρκικού στόλου δε φαίνεται να έγινε χρήση πυροβόλων όπλων, παρόλο που είχαν ήδη γίνει γνωστά στα Βαλκάνια. Αντίθετα, κατά τη ναυμαχία που έγινε στα νερά του Βοσπόρου στις 20 Απριλίου 1453 φαίνεται ότι έγινε χρήση κανονιών. Συγκεκριμένα, στη ναυμαχία αυτή ο τουρκικός στόλος αποπειράθηκε να καταστρέψει τέσσερα χριστιανικά πλοία (τρία γενοβέζικα και ένα βυζαντινό με κυβερνήτη τον Φλαντανελά) τα οποία μετέφεραν εφόδια στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη. Το επεισόδιο αναφέρεται σε όλες τις πηγές της Άλωσης ορισμένες από τις οποίες μνημονεύουν σαφώς τη χρήση πυροβολικού.
Συστηματικότερη χρήση πυροβολικού έγινε από τα πλοία που προστάτευαν την είσοδο του Κερατίου για την απόκρουση επιθέσεων του τουρκικού στόλου, αλλά και από τουρκικά πλοία τα οποία συμμετείχαν σε παρόμοιες απόπειρες. Οι πηγές της Άλωσης μνημονεύουν ειδικότερα τρία σχετικά περιστατικά. Κατά τον Μπάρμπαρο, τα χριστιανικά πλοία χρησιμοποίησαν με επιτυχία τα κανόνια τους εναντίον μοίρας του τουρκικού στόλου που αποπειράθηκε να προσεγγίσει την αλυσίδα του Κερατίου τις νύκτες της 16ης και της 17ης Μαΐου. Ο Κριτόβουλος εξάλλου αναφέρει προγενέστερη επίθεση του τουρκικού στόλου εναντίον του θαλασσίου αυτού φράγματος με παράλληλη χρήση κανονιών. Το περιστατικό δεν χρονολογείται με ακρίβεια, φαίνεται όμως ότι συνέβη πριν από τη ναυμαχία με τα πλοία του Φλαντανελά και πάντως δεν είχε ιδιαίτερες συνέπειες.
ottomanmilitary.devhub.com Ενετική γαλέρα τέλη του 14ου αιώνος, η οποία φέρει πυροβόλο στην πλώρη της. ΦΩΤΟ: |
Όπως γίνεται αντιληπτό από το σύνολο των περιπτώσεων που προαναφέρθηκαν, η αποτελεσματικότητα των πυροβόλων στις ναυτικές συγκρούσεις των μέσων του 15ου αιώνα είναι αμφίβολη. Σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες έγινε χρήση χερσαίων πυροβόλων εναντίον θαλάσσιων στόχων τα αποτελέσματα υπήρξαν αρκετά θεαματικά, όπως π.χ. συνέβη με την καταβύθιση των πλοίων του Ρίτζο ή του Κόκο. Αντίθετα, η χρήση πυροβόλων σε πλοία εναντίον άλλων πλοίων ή χερσαίων στόχων υπήρξε αναποτελεσματική. Η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί στο σχόλιο του Ράνσιμαν που παρατέθηκε στην αρχή της μελέτης μας, αλλά και στον γενικότερα πειραματικό χαρακτήρα τον οποίο είχε η χρήση του πυροβολικού. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ο Μωάμεθ Β’ ήταν ο πρώτος ηγεμόνας ο οποίος κατανόησε τον ουσιαστικό ρόλο τον οποίο μπορούσε να ασκήσει το νέο όπλο και ότι γι’ αυτό τον λόγο ήταν ο πρώτος ο οποίος το χρησιμοποίησε σε ευρεία έκταση. Δεδομένου όμως ότι οι επεκτατικές διαθέσεις των Οθωμανών δεν απέβλεπαν στον έλεγχο των θαλασσών αλλά χερσαίων εκτάσεων, τα πυροβόλα αξιοποιήθηκαν ως χερσαίο όπλο, ενώ η προσαρμογή τους στις ιδιαιτερότητες των θαλάσσιων συγκρούσεων καθυστέρησε. Στην καθυστέρηση αυτή θα πρέπει να συνέβαλε εξάλλου και η κατασκευή των πλοίων της εποχής που διέπλεαν τη Μεσόγειο, καθώς δεν διευκόλυνε ούτε τον εξοπλισμό τους με μεγάλο αριθμό πυροβόλων ούτε τη χρήση μεγάλων κανονιών.
http://perialos.blogspot.com/2012/01/blog-post_28.html
http://perialos.blogspot.com/2012/01/blog-post_28.html
ΠΗΓΕΣ:
1. Νικολό Μπάρμπαρο, Χρονικό της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης (μετάφραση: Βανέσα Λάππα), στο Η πόλις εάλω, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 1993.
2. Κριτόβουλος, Ιστορίαι, έκδ. D.R. Reinsch, Bερολίνο 1983.
3. Γεώργιος Σφραντζής, Chronicon Minus, έκδ. R. Maisano (στη σειρά Corpus Fontium Historiae Byzantinae), Ρώμη 1990.
4. Νικόλαος Νικολούδης, Λαόνικου Χαλκοκονδυλη, Βυζαντίου Άλωσις, Εκδόσεις Αντώνη Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2006.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Mark Bartusis, The Late Byzantine Army, University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια 1992.
2. Eric McGear, λήμμα "Firearms", Oxford Dictionary of Byzantium, τ. Β’, σελ. 786.
3. Charles Oman, History of the Art of War in the Middle Ages, τ. B’, Nέα Yόρκη 1969.
4. V.J. Parry, λήμμα "Barud", Encyclopaedia of Islam (β’ έκδοση), τ. Α’, σελ. 1061.
5. Paul Wittek, "The Earliest References to the Use of Fire by the Ottomans" (=Appendix II, στο David Ayalon, Gunpowder and Firearms in the Mamluk Kingdom, Λονδίνo 1956, σελ. 141-142).
6. Σπυρίδων Λάμπρος, "Τα ονόματα του πυροβόλου, του τυφεκίου και της πυρίτιδος παρά τοις Βυζαντινοίς", Νέος Ελληνομνήμων, τ. 5 (1908).
7. Donald M. Nicol, Ο αθάνατος αυτοκράτορας, Εκδόσεις Eurobooks, Αθήνα 2010.
8. Νίκος Νικολούδης, "Η εξάπλωση των πυροβόλων όπλων στα Βαλκάνια", Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 6 (Ιανουάριος 1997), σελ. 63-67.
9. Νίκος Νικολούδης, "Το βυζαντινό πυροβολικό. Μία επισκόπηση", Στρατιωτική Επιθεώρηση, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1997, σελ. 85-89.
10. Στήβεν Ράνσιμαν, Η άλωση της Κωνσταντινούπολης, 1453, (μετάφραση-επιμέλεια: Νίκος Νικολούδης), Εκδόσεις Δ. Παπαδήμα, Αθήνα 2002.
9. Γουσταύος Σλουμπερζέ, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453, Αθήνα 1914 (ανατύπωση: 1996, Εκδόσεις Δημιουργία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου