Το ζήτημα τίθεται με πολλούς τρόπους. Ο πιο δημοφιλής ίσως είναι:
Γιατί δεν μιλάει ο πνευματικός κόσμος;
Ανάλογα με τη θέση από την οποία διατυπώνεται, το ερώτημα μπορεί να σημαίνει είτε «γιατί δεν αντιστέκεται πιο ηχηρά στη λαίλαπα της εξαθλίωσης των αντιλαϊκών μέτρων και των μνημονίων;» είτε «γιατί δεν αποτελεί εμπροσθοφυλακή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, του αιωνίως διαφεύγοντα εκσυγχρονισμού της χώρας;».
Σε καθεμία εκ των δύο σημασιών συγκατοικούν άσπονδοι συνοδοιπόροι. Στην πρώτη, που θέλει τον πνευματικό κόσμο εκφραστή της λαϊκής αντίστασης, συναντάμε τόσο τη λαϊκιστική Αριστερά όσο και τους εθνεγερμένους αντιμνημονιακούς. Στη δεύτερη, που τον θέλει εκφραστή της μεταρρύθμισης της κρατικοδίαιτης οικονομίας, συναντάμε τόσο τη λαϊκιστική Δεξιά όσο και τους (νέο)φιλελεύθερους θιασώτες της «κοινής λογικής». Δεν έχει όμως τόση σημασία: για όλες τις κατηγορίες άσπονδων συνοδοιπόρων, το ζητούμενο από τον πνευματικό κόσμο είναι κάποιου είδους ανάληψη ευθύνης που να τον προσδιορίζει ως ελεγκτή της κατεστημένης εξουσίας και ως φορέα ρήξης με τις παθογένειες της κοινωνίας – όπως κι αν τις ορίζει η καθεμιά τους.
Αυτή η ιδέα ότι ο πνευματικός κόσμος –οι άνθρωποι του πολιτισμού, ο κόσμος της τέχνης, η διανόηση, όπως τέλος πάντων αποκαλείται κατά καιρούς– αποτελεί καταστατικά μια αβάν γκαρντ, που ίσως πρόσκαιρα χάνει το βηματισμό της αλλά πάντως φύσει διεκδικεί την αλλαγή και το μετασχηματισμό, βασίζεται σε μια παρανόηση: Με τη διατύπωση «πνευματικός κόσμος» δεν εννοούμε γενικώς τους ανθρώπους που καταπιάνονται με «πνευματικές δραστηριότητες», θεραπεύουν τέχνες ή αυτοπροσδιορίζονται ως διανοητές. Ουδείς στα σοβαρά όταν λέει «γιατί δεν μιλάει ο πνευματικός κόσμος;» εννοεί αδιακρίτως έναν αναγνωρισμένο συγγραφέα και το ψώνιο φίλο του που γράφει «τις σκέψεις του», έναν γνωστό μουσικοσυνθέτη κι έναν ερασιτέχνη κιθαρίστα που μόλις έμαθε το ριφάκι από το Paint it black. Για να μην το ευτελίζω, δεν εννοούμε καν τη δημιουργικότητα, την πνευματική έκφραση, το στοχασμό. Αυτό που εννοούμε με τη διατύπωση «πνευματικός κόσμος» έχει την έννοια μιας κοινωνικής συγκρότησης, μιας «τάξης» – όπως αναφαίνεται και στην πιο εδραιωμένη διατύπωση «τάξη διανοουμένων». Έτσι, η ενασχόληση με το «πνεύμα» είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Η ικανή συνθήκη ορίζεται πολιτικά, προκύπτει δηλαδή από τη θέση και τις σχέσεις στο κοινωνικό πεδίο.
Αν είναι κάτι καταστατικά λοιπόν ο πνευματικός κόσμος, είναι σύμμαχος της κατεστημένης εξουσίας – όχι φορέας ρήξης μαζί της. Πρώτον, γενικά, επειδή πολιτικά προσδιορίζεται ως θεματοφύλακας του πλέον διάχυτου κοινωνικού αποκλεισμού: αυτού που παράγεται από τη σχετική πρόσβαση στη γνώση. Τα πανεπιστημιακά και τα βουλευτικά έδρανα, το βήμα της διάλεξης και η εξέδρα της πολιτικής ομιλίας, η επιφυλλίδα στην εφημερίδα και το νομοσχέδιο – ακόμη και η μουσική σκηνή και ο προϋπολογισμός μάρκετινγκ σε εταιρεία τηλεφωνίας, είναι στοιχεία που συνθέτουν μία τάξη – όχι δύο αντιμαχόμενες. Δεύτερον, ειδικά ο πνευματικός κόσμος είναι εγγεγραμμένος σε μια κυρίαρχη ιδεολογία, δεν καταλαμβάνει ένα εξωτερικό σημείο θέασης από όπου την αποδομεί, αλλά την πλαισιώνει οργανικά, τη συνοικοδομεί με το λόγο του.
Η περίοδος της «ισχυρής Ελλάδας», που χαρακτηρίστηκε από την κυρίαρχη ιδεολογία της «ανάπτυξης», ήταν χαρακτηριστικά πλαισιωμένη με το λόγο του οργανικού πνευματικού κόσμου της. Η ιδεολογία αυτή, που ήθελε να μην είμαστε πλέον αντιμέτωποι με δομικές κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά μόνο με τεχνικά προβλήματα στο πλαίσιο μιας κοινωνικής συναίνεσης, γνήσιο αν και όψιμο τέκνο του τέλους της Iστορίας, έχει αναπαραχθεί από τον πληθωρισμό των νέων ελλήνων συγγραφέων και την άνθηση των πολιτιστικών φεστιβάλ –ενός εκ των οποίων υπήρξα συνδιευθυντής–, από τα δόγματα της «αστικής πολιτιστικής ανάπτυξης» και του «εξαγώγιμου σύγχρονου πολιτισμού», από τα σταχυολογήματα παραγόντων του θεάτρου και τις επιφυλλίδες πανεπιστημιακών, ιστορικών της τέχνης, νεοελληνιστών και λεξικογράφων στις σελίδες των εφημερίδων.
Γι’ αυτό και η επιμονή όλων των άσπονδων συνοδοιπόρων που ανέφερα στην αρχή να φαντασιωθούν έναν πνευματικό κόσμο που να αποπειράται να νοηματοδοτήσει την αληθινή ρήξη που γεννά η κρίση, ίσως να μην είναι στην πραγματικότητα τόσο αλλόκοτη, τόσο παραπλανημένη: αναζητούν την οργανική πλαισίωση του δικού τους, διαχειριστικού λόγου.
Γι’ αυτό και ο πνευματικός κόσμος στην πραγματικότητα δεν σιωπά: έστω και δίχως να ικανοποιεί, ακόμη, προσπαθεί την πλαισίωση αυτή να την προσφέρει. Όπως παλιά.
Ένας απρόσκλητος επισκέπτης, ένας ιδανικός ξένος, που θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τούτη την κατάσταση χωρίς να έχει εξάρτηση από καμιά πλευρά ούτε αίτημα από κανέναν, μάλλον θα αναθεωρούσε το αρχικό ερώτημα ως εξής: «Αυτός ο πνευματικός κόσμος γιατί δεν βγάζει επιτέλους τον σκασμό;»
Το κείμενο δημοσιεύεται στη στήλη «Τεχνηέντως» του UNFOLLOW #8, που κυκλοφορεί για λίγες ακόμη μέρες στα περίπτερα.
Η οιονεί συνέχεια του κειμένου θα δημοσιευτεί στα «Πολιτισμένα» του UNFOLLOW #9, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Σεπτεμβρίου.
AUGUSTINE ZENAKOS
Γιατί δεν μιλάει ο πνευματικός κόσμος;
Ανάλογα με τη θέση από την οποία διατυπώνεται, το ερώτημα μπορεί να σημαίνει είτε «γιατί δεν αντιστέκεται πιο ηχηρά στη λαίλαπα της εξαθλίωσης των αντιλαϊκών μέτρων και των μνημονίων;» είτε «γιατί δεν αποτελεί εμπροσθοφυλακή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, του αιωνίως διαφεύγοντα εκσυγχρονισμού της χώρας;».
Σε καθεμία εκ των δύο σημασιών συγκατοικούν άσπονδοι συνοδοιπόροι. Στην πρώτη, που θέλει τον πνευματικό κόσμο εκφραστή της λαϊκής αντίστασης, συναντάμε τόσο τη λαϊκιστική Αριστερά όσο και τους εθνεγερμένους αντιμνημονιακούς. Στη δεύτερη, που τον θέλει εκφραστή της μεταρρύθμισης της κρατικοδίαιτης οικονομίας, συναντάμε τόσο τη λαϊκιστική Δεξιά όσο και τους (νέο)φιλελεύθερους θιασώτες της «κοινής λογικής». Δεν έχει όμως τόση σημασία: για όλες τις κατηγορίες άσπονδων συνοδοιπόρων, το ζητούμενο από τον πνευματικό κόσμο είναι κάποιου είδους ανάληψη ευθύνης που να τον προσδιορίζει ως ελεγκτή της κατεστημένης εξουσίας και ως φορέα ρήξης με τις παθογένειες της κοινωνίας – όπως κι αν τις ορίζει η καθεμιά τους.
Αυτή η ιδέα ότι ο πνευματικός κόσμος –οι άνθρωποι του πολιτισμού, ο κόσμος της τέχνης, η διανόηση, όπως τέλος πάντων αποκαλείται κατά καιρούς– αποτελεί καταστατικά μια αβάν γκαρντ, που ίσως πρόσκαιρα χάνει το βηματισμό της αλλά πάντως φύσει διεκδικεί την αλλαγή και το μετασχηματισμό, βασίζεται σε μια παρανόηση: Με τη διατύπωση «πνευματικός κόσμος» δεν εννοούμε γενικώς τους ανθρώπους που καταπιάνονται με «πνευματικές δραστηριότητες», θεραπεύουν τέχνες ή αυτοπροσδιορίζονται ως διανοητές. Ουδείς στα σοβαρά όταν λέει «γιατί δεν μιλάει ο πνευματικός κόσμος;» εννοεί αδιακρίτως έναν αναγνωρισμένο συγγραφέα και το ψώνιο φίλο του που γράφει «τις σκέψεις του», έναν γνωστό μουσικοσυνθέτη κι έναν ερασιτέχνη κιθαρίστα που μόλις έμαθε το ριφάκι από το Paint it black. Για να μην το ευτελίζω, δεν εννοούμε καν τη δημιουργικότητα, την πνευματική έκφραση, το στοχασμό. Αυτό που εννοούμε με τη διατύπωση «πνευματικός κόσμος» έχει την έννοια μιας κοινωνικής συγκρότησης, μιας «τάξης» – όπως αναφαίνεται και στην πιο εδραιωμένη διατύπωση «τάξη διανοουμένων». Έτσι, η ενασχόληση με το «πνεύμα» είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Η ικανή συνθήκη ορίζεται πολιτικά, προκύπτει δηλαδή από τη θέση και τις σχέσεις στο κοινωνικό πεδίο.
Αν είναι κάτι καταστατικά λοιπόν ο πνευματικός κόσμος, είναι σύμμαχος της κατεστημένης εξουσίας – όχι φορέας ρήξης μαζί της. Πρώτον, γενικά, επειδή πολιτικά προσδιορίζεται ως θεματοφύλακας του πλέον διάχυτου κοινωνικού αποκλεισμού: αυτού που παράγεται από τη σχετική πρόσβαση στη γνώση. Τα πανεπιστημιακά και τα βουλευτικά έδρανα, το βήμα της διάλεξης και η εξέδρα της πολιτικής ομιλίας, η επιφυλλίδα στην εφημερίδα και το νομοσχέδιο – ακόμη και η μουσική σκηνή και ο προϋπολογισμός μάρκετινγκ σε εταιρεία τηλεφωνίας, είναι στοιχεία που συνθέτουν μία τάξη – όχι δύο αντιμαχόμενες. Δεύτερον, ειδικά ο πνευματικός κόσμος είναι εγγεγραμμένος σε μια κυρίαρχη ιδεολογία, δεν καταλαμβάνει ένα εξωτερικό σημείο θέασης από όπου την αποδομεί, αλλά την πλαισιώνει οργανικά, τη συνοικοδομεί με το λόγο του.
Η περίοδος της «ισχυρής Ελλάδας», που χαρακτηρίστηκε από την κυρίαρχη ιδεολογία της «ανάπτυξης», ήταν χαρακτηριστικά πλαισιωμένη με το λόγο του οργανικού πνευματικού κόσμου της. Η ιδεολογία αυτή, που ήθελε να μην είμαστε πλέον αντιμέτωποι με δομικές κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά μόνο με τεχνικά προβλήματα στο πλαίσιο μιας κοινωνικής συναίνεσης, γνήσιο αν και όψιμο τέκνο του τέλους της Iστορίας, έχει αναπαραχθεί από τον πληθωρισμό των νέων ελλήνων συγγραφέων και την άνθηση των πολιτιστικών φεστιβάλ –ενός εκ των οποίων υπήρξα συνδιευθυντής–, από τα δόγματα της «αστικής πολιτιστικής ανάπτυξης» και του «εξαγώγιμου σύγχρονου πολιτισμού», από τα σταχυολογήματα παραγόντων του θεάτρου και τις επιφυλλίδες πανεπιστημιακών, ιστορικών της τέχνης, νεοελληνιστών και λεξικογράφων στις σελίδες των εφημερίδων.
Γι’ αυτό και η επιμονή όλων των άσπονδων συνοδοιπόρων που ανέφερα στην αρχή να φαντασιωθούν έναν πνευματικό κόσμο που να αποπειράται να νοηματοδοτήσει την αληθινή ρήξη που γεννά η κρίση, ίσως να μην είναι στην πραγματικότητα τόσο αλλόκοτη, τόσο παραπλανημένη: αναζητούν την οργανική πλαισίωση του δικού τους, διαχειριστικού λόγου.
Γι’ αυτό και ο πνευματικός κόσμος στην πραγματικότητα δεν σιωπά: έστω και δίχως να ικανοποιεί, ακόμη, προσπαθεί την πλαισίωση αυτή να την προσφέρει. Όπως παλιά.
Ένας απρόσκλητος επισκέπτης, ένας ιδανικός ξένος, που θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τούτη την κατάσταση χωρίς να έχει εξάρτηση από καμιά πλευρά ούτε αίτημα από κανέναν, μάλλον θα αναθεωρούσε το αρχικό ερώτημα ως εξής: «Αυτός ο πνευματικός κόσμος γιατί δεν βγάζει επιτέλους τον σκασμό;»
Το κείμενο δημοσιεύεται στη στήλη «Τεχνηέντως» του UNFOLLOW #8, που κυκλοφορεί για λίγες ακόμη μέρες στα περίπτερα.
Η οιονεί συνέχεια του κειμένου θα δημοσιευτεί στα «Πολιτισμένα» του UNFOLLOW #9, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Σεπτεμβρίου.
AUGUSTINE ZENAKOS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου