Σε κάποιο πανεπιστήμιο των ΗΠΑ ζητήθηκε από τους φοιτητές της φυσικής να λύσουν το εξής πρόβλημα:
«Πως μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ένα βαρόμετρο για να υπολογίσετε το ύψος ενός ψηλού κτιρίου;»
Η «σωστή» απάντηση (και θα καταλάβετε σύντομα προς τι τα εισαγωγικά), η απάντηση που ήθελε ο καθηγητής και έδωσαν όλοι οι φοιτητές πλην ενός, ήταν να μετρηθεί η πίεση του αέρα στην κορυφή και στη βάση του κτιρίου και από τη διαφορά –με τη χρήση του κατάλληλου τύπου- να βρεθεί το ύψος.
Όμως κάποιος σπουδαστής είχε μια διαφορετική ιδέα:
«Δένω το βαρόμετρο σε ένα σκοινί και το κατεβάζω ως το δρόμο. Το μήκος του σκοινιού είναι προφανώς ίσο με το ύψος του κτιρίου.»
Ο καθηγητής βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ο φοιτητής είχε δώσει σωστή απάντηση, αφού στη διατύπωση δεν αναφερόταν τίποτα για την πίεση του αέρα ή για τη μη-χρήση σκοινιών.
Ζήτησε τη βοήθεια ενός άλλου καθηγητή και συμφώνησαν ότι ο φοιτητής έπρεπε να απαντήσει ξανά στην ερώτηση, προκειμένου να δείξει ότι έχει γνώσεις φυσικής. Ο φοιτητής δεν είχε καμία αντίρρηση. Τους έδωσε πέντε καινούριες απαντήσεις:
1) Ρίχνεις το βαρόμετρο από την κορυφή του κτιρίου και χρονομετράς την πτώση. Έπειτα με τη χρήση του τύπου S=1/2at² υπολογίζεις το ύψος του κτιρίου.
2) Μια ηλιόλουστη μέρα βγάζεις το χρονόμετρο έξω και μετράς το ύψος του, το μήκος της σκιάς του και το μήκος της σκιάς του κτιρίου, και μετά, με τη χρήση απλής αναλογίας υπολογίζεις το ύψος του.
3) Παίρνεις το βαρόμετρο και αρχίζεις να ανεβαίνεις τις σκάλες. Χρησιμοποιείς το βαρόμετρο ως μονάδα μέτρησης για να μετρήσεις το ύψος κάθε σκαλοπατιού. Πολλαπλασιάζεις τα σκαλιά με το ύψος του βαρόμετρου και έχεις το ύψος του κτιρίου.
4) Στερεώνεις το βαρόμετρο στην άκρη μιας χορδής το κουνάς σαν εκκρεμές και καθορίζεις την τιμή του g (επιτάχυνση της βαρύτητας) στο επίπεδο του δρόμου και στην κορυφή του κτιρίου. Από τη διαφορά των δύο τιμών του g μπορείς να υπολογίσεις το ύψος του κτιρίου.
5) (το καλύτερο!) Πηγαίνεις στον επιστάτη του κτιρίου και του λες: «Αν μου πείτε το ύψος του κτιρίου θα σας δώσω αυτό το πολύ ωραίο βαρόμετρο.»
Ο φοιτητής πήρε άριστα, αλλά δεν γνωρίζω τι έκανε μετά στη ζωή του.
Ο τρόπος που σκέφτηκε ο φοιτητής, στη θεωρία της νοημοσύνης καλείται «αποκλίνουσα ενόραση».
Τις περισσότερες φορές (και οι περισσότεροι άνθρωποι) όταν αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα ψάχνουμε μια λύση που μας παγιδεύει στην αρχική του διατύπωση.
Για παράδειγμα στην ερώτηση: «Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την οικονομική κρίση στην Ελλάδα;», οι απαντήσεις μπορούν να είναι πολύ περισσότερες απ’ όσες φανταζόμαστε, αρκεί πρώτα να κατανοήσουμε τη φύση της ερώτησης (τη φύση της κρίσης μάλλον).
Όπως το βαρόμετρο σε παγιδεύει στη λύση μέσω της μέτρησης της πίεσης, έτσι και η «οικονομική κρίση» σε παγιδεύει στη λύση μέσω της οικονομίας.
Ένα άλλο παράδειγμα αυτοπεριορισμού της σκέψης είναι το ερώτημα που έχει να κάνει με τη χρήση ενός συνδετήρα. Είναι απλό: «Με πόσους τρόπους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα συνδετήρα;»
Σε αυτό το ερώτημα οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν πέντε έως είκοσι τρόπους.
Κάποιοι όμως (ειδικά τα παιδιά) μπορούν να βρουν έως και χίλιους πεντακόσιους τρόπους, μπορεί και περισσότερους.
Για παράδειγμα η απάντηση μπορεί να ξεκινήσει ως εξής: «Ο συνδετήρας είναι φτιαγμένος από φελιζόλ και έχει ύψος 800 μέτρα...»
Αν ξανακοιτάξετε το πρόβλημα θα δείτε ότι πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο συνδετήρας είναι ο οικείος σε όλους συνδετήρας γραφείου. Ούτε το μέγεθος του αναφέρεται ούτε το υλικό κατασκευής (ένας χρυσός συνδετήρας φοριέται και ως κόσμημα, ένας συνδετήρας από καθαρό ουράνιο ως όπλο μαζικής καταστροφής).
Όταν, μάλιστα, έγινε μια σχετική έρευνα σε σχολεία βγήκαν τα εξής πορίσματα: Τα παιδιά ηλικίας 5-8 μπορούσαν να δώσουν απεριόριστες απαντήσεις. Τα ίδια παιδιά, μετά από λίγα χρόνια εκπαίδευσης, έδιναν πολύ λιγότερες από τις μισές. Και ως ενήλικες είχαν τις συνηθισμένες 5-10 λύσεις.
Αυτό δεν μας προκαλεί εντύπωση, αφού –όπως είχε πει κάποιος συγγραφέας του οποίου το όνομα δε θυμάμαι: «Εκπαίδευση είναι ο τρόπος να δημιουργείς έναν ηλίθιο ενήλικα από ένα πανέξυπνο παιδί».
Συμπερασματικά: Όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με πολύ περισσότερους τρόπους από αυτούς που θεωρούμε ως τους μόνους δυνατούς, αρκεί να επανεξετάσουμε το ερώτημα και να σκεφτούμε κάπως πιο... ελεύθερα.
Μήπως, λοιπόν, να αναθέταμε τη διακυβέρνηση του κόσμου στα παιδιά;
Η φαντασία στην εξουσία.
(Το –αληθές- περιστατικό με το βαρόμετρο το βρήκα στο βιβλίο του David Perkins, «Το φαινόμενο Εύρηκα», εκδόσεις Λιβάνη).
Η αξία του τίποτα
«Κι αν όλα είναι μια ψευδαίσθηση; Κι αν τίποτα δεν υπάρχει τελικά; Τότε μάλλον πλήρωσα πολύ ακριβά το καινούριο μου χαλί!»
Γούντι Άλεν
Σήμερα άκουσα στο Τρίτο τη συνέντευξη ενός γηραιού πανεπιστημιακού. Δεν συγκράτησα το όνομα του ούτε άκουσα την ηλικία του, αλλά ήταν εύκολο να την καταλάβεις αφού –όπως είπε κάποια στιγμή- είχε καθηγητή τον Αντόρνο.
Αυτός ο κύριος, λοιπόν, ισχυριζόταν ότι η κρίση ξεκίνησε στο τέλος του εξήντα και είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των κεφαλαιοκρατών να βρουν έναν καινούριο τρόπο για να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Μέχρι τότε ακολουθούσαν τη λογική του «παραγόμενου προϊόντος»: Παρήγαγαν προϊόντα και ο κόσμος τα αγόραζε.
Στη δεκαετία του πενήντα ανακαλύφτηκε ουσιαστικά ο καταναλωτισμός. Κάθε νοικοκυρά μπορούσε να έχει πλυντήριο, ψυγείο, φούρνο και όμορφα ρούχα. Κάθε άντρας μπορούσε να έχει αυτοκίνητο, μηχανή του γκαζόν και ρολόι.
(Δεν αναφερόμαστε στην Ελλάδα, η οποία ήταν μια υπανάπτυκτη χώρα, όπου οι άνθρωποι έκαναν την ανάγκη τους στο δρόμο.)
Η λογική του παραγόμενου προϊόντος είχε ένα ελάττωμα: Τα προϊόντα πουλιούνταν μια φορά και συνήθως –τότε- είχαν μεγάλο χρόνο ζωής. Συγκεκριμένα ο καθηγητής ανέφερε ότι ένα φορντ τ-μπερντ είχε μέσο όρο «ζωής» τριάντα ή σαράντα χρόνια, μπορεί και περισσότερα (ενώ τώρα ένα αυτοκίνητο δεκαετίας είναι ένα ασύμφορο –λόγω των επισκευών που χρειάζεται κάθε τόσο- σαράβαλο).
Έτσι, αφού όλοι όσοι μπορούσαν είχαν αγοράσει το αυτοκίνητο και το ψυγείο τους, η αγορά άρχισε να μην έχει άνοδο (ο επιχειρηματίας δεν αρκείται στο παγιωμένο κέρδος ακόμα κι αν αυτό του φτάνει για να εξασφαλίσει τους απογόνους του σε βάθος αιώνων. Χρειάζεται αύξηση των κερδών του).
Προτού ανακαλύψουν τα προϊόντα που «πρέπει» να αντικαθιστούνται σχεδόν κάθε χρόνο (αυτό είναι χαρακτηριστικό των προϊόντων τεχνολογίας) οι εταιρείες έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Και ανακάλυψαν την αγοραπωλησία του τίποτα.
Τη δεκαετία του ογδόντα έκανε την εμφάνιση του ένα νέο είδος κεφαλαιοκράτη ο οποίος δεν παρήγαγε κάτι. Αγόραζε και πουλούσε χρήμα. Μετοχές, ομόλογα και ποσοστά άλλαζαν χέρια κάνοντας κάποιους πολύ πλούσιους. Ήταν η ιερή εποχή της Γουόλ Στρίτ και των γιάπηδων.
Σύντομα και αυτή η τακτική έπαψε να είναι αρκετά προσοδοφόρα.
Τότε το αγοραστικό κοινό «έμαθε» -εκπαιδεύτηκε ουσιαστικά- ότι μπορούσε να ξοδεύει πολύ περισσότερα από όσα κατείχε. Δε χρειαζόταν να έχει λεφτά, αρκεί να είχε πιστωτική κάρτα ή να έπαιρνε ένα δάνειο, και όλα τα (καταναλωτικά) όνειρα του μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.
Στην Ελλάδα μπήκαμε στον καταναλωτικό παράδεισο των δανείων (γιατί και η πιστωτική κάρτα τι άλλο είναι από δάνειο;) μόνο όταν αποκτήσαμε τη σταθερότητα του ευρώ.
Ξαφνικά όλοι μπορούσαν να πάρουν στεγαστικό για να αποκτήσουν το σπίτι τους (ή το εξοχικό τους) και όλοι μπορούσαν να πάρουν ένα δάνειο για να πάνε διακοπές ή να αγοράσουν ό,τι τους «έλειπε» χρεώνοντας την πιστωτική τους κάρτα.
Στην ίδια παγίδα έπεσαν και οι υπόλοιπες χώρες της «μικρής» Ευρώπης, Ισλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία κλπ.
Το οικονομικό σύστημα κέρδιζε πολλά πουλώντας... λεφτά.
Και μόλις φάνηκε ότι και αυτό το σύστημα δεν αποδίδει αρκετά βρέθηκε ένας νέος τρόπος πλουτισμού για αυτούς που ήδη ήταν αρκετά πλούσιοι: «Αφού δεν μπορούμε να αυξήσουμε τα έσοδα μας πρέπει να ελαττώσουμε τα έξοδα μας.»
Ενώ οι πολυεθνικές εταιρείες και τα παρακλάδια συνέχιζαν να κερδίζουν εκατομμύρια εκατομμύριων προχώρησαν σε μειώσεις μισθών και απολύσεις: Στην Αμερική και στην Αγγλία αυτό συνέβη τον προηγούμενο αιώνα.
Όμως οι άνεργοι και οι μερικώς απασχολούμενοι δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνεια που είχαν πάρει τον καιρό της υποτιθέμενης ευημερίας.
Έτσι δημιουργήθηκε η «κρίση» του εικοστού πρώτου αιώνα, όπου οι τράπεζες και τα κράτη καταρρέουν -ή επιβιώνουν τρώγοντας την ουρά τους.
Καθώς όμως η ουρά τελειώνει και η υπομονή των ανθρώπων εξαντλείται το οικονομικό σύστημα θα πρέπει να βρει ένα καινούριο τρόπο για να αυξήσει τα κέρδη του.
Σε χώρες αδύναμες όπως η δική μας, φαίνεται ότι αυτός ο τρόπος είναι η κινεζοποίηση –όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και ζωής- και της αφρικανοποίησης –όσον αφορά την εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας και του ορυκτού πλούτου.
Ο καπιταλισμός (ή αν προτιμάτε πείτε ‘τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό, δεν έχει σημασία τι χρώμα είναι ο γάτος ή πως τον φωνάζουμε, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια) έχει ανάγκη να αυξάνει διαρκώς τα κέρδη του και θα το κάνει με οποιοδήποτε τρόπο.
Και ουσιαστικά αυτή τη στιγμή της ιστορίας οι πολιτικοί είναι υπόλογοι των αγορών, όπως κάποτε ήταν υπόλογοι των ιεραρχών.
Είναι σίγουρο ότι αυτό δε θα διαρκέσει για πάντα, αφού τίποτα δε διαρκεί για πάντα.
Η αυτοκρατορία της αγοράς κάποια στιγμή θα παρακμάσει και θα καταρρεύσει.
Το μόνο κακό –για εμάς- είναι ότι συνήθως οι αυτοκρατορίες «ζουν» πολύ περισσότερο καιρό από τους υπηκόους τους.
(Αυτή δεν είναι μια απόπειρα οικονομικής ανάλυσης, αφού ο Γελωτοποιός δεν τα πάει καθόλου καλά με τα οικονομικά. Είναι μόνο μια ελεύθερη και απλοϊκή απόδοση όσων είπε αυτός ο γηραιός κύριος που είχε καθηγητή τον Αντόρνο.)
Sanejoker
Πηγή: Το βαρόμετρο της καινοτομικής σκέψης - RAMNOUSIA «Πως μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ένα βαρόμετρο για να υπολογίσετε το ύψος ενός ψηλού κτιρίου;»
Η «σωστή» απάντηση (και θα καταλάβετε σύντομα προς τι τα εισαγωγικά), η απάντηση που ήθελε ο καθηγητής και έδωσαν όλοι οι φοιτητές πλην ενός, ήταν να μετρηθεί η πίεση του αέρα στην κορυφή και στη βάση του κτιρίου και από τη διαφορά –με τη χρήση του κατάλληλου τύπου- να βρεθεί το ύψος.
Όμως κάποιος σπουδαστής είχε μια διαφορετική ιδέα:
«Δένω το βαρόμετρο σε ένα σκοινί και το κατεβάζω ως το δρόμο. Το μήκος του σκοινιού είναι προφανώς ίσο με το ύψος του κτιρίου.»
Ο καθηγητής βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ο φοιτητής είχε δώσει σωστή απάντηση, αφού στη διατύπωση δεν αναφερόταν τίποτα για την πίεση του αέρα ή για τη μη-χρήση σκοινιών.
Ζήτησε τη βοήθεια ενός άλλου καθηγητή και συμφώνησαν ότι ο φοιτητής έπρεπε να απαντήσει ξανά στην ερώτηση, προκειμένου να δείξει ότι έχει γνώσεις φυσικής. Ο φοιτητής δεν είχε καμία αντίρρηση. Τους έδωσε πέντε καινούριες απαντήσεις:
1) Ρίχνεις το βαρόμετρο από την κορυφή του κτιρίου και χρονομετράς την πτώση. Έπειτα με τη χρήση του τύπου S=1/2at² υπολογίζεις το ύψος του κτιρίου.
2) Μια ηλιόλουστη μέρα βγάζεις το χρονόμετρο έξω και μετράς το ύψος του, το μήκος της σκιάς του και το μήκος της σκιάς του κτιρίου, και μετά, με τη χρήση απλής αναλογίας υπολογίζεις το ύψος του.
3) Παίρνεις το βαρόμετρο και αρχίζεις να ανεβαίνεις τις σκάλες. Χρησιμοποιείς το βαρόμετρο ως μονάδα μέτρησης για να μετρήσεις το ύψος κάθε σκαλοπατιού. Πολλαπλασιάζεις τα σκαλιά με το ύψος του βαρόμετρου και έχεις το ύψος του κτιρίου.
4) Στερεώνεις το βαρόμετρο στην άκρη μιας χορδής το κουνάς σαν εκκρεμές και καθορίζεις την τιμή του g (επιτάχυνση της βαρύτητας) στο επίπεδο του δρόμου και στην κορυφή του κτιρίου. Από τη διαφορά των δύο τιμών του g μπορείς να υπολογίσεις το ύψος του κτιρίου.
5) (το καλύτερο!) Πηγαίνεις στον επιστάτη του κτιρίου και του λες: «Αν μου πείτε το ύψος του κτιρίου θα σας δώσω αυτό το πολύ ωραίο βαρόμετρο.»
Ο φοιτητής πήρε άριστα, αλλά δεν γνωρίζω τι έκανε μετά στη ζωή του.
Ο τρόπος που σκέφτηκε ο φοιτητής, στη θεωρία της νοημοσύνης καλείται «αποκλίνουσα ενόραση».
Τις περισσότερες φορές (και οι περισσότεροι άνθρωποι) όταν αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα ψάχνουμε μια λύση που μας παγιδεύει στην αρχική του διατύπωση.
Για παράδειγμα στην ερώτηση: «Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την οικονομική κρίση στην Ελλάδα;», οι απαντήσεις μπορούν να είναι πολύ περισσότερες απ’ όσες φανταζόμαστε, αρκεί πρώτα να κατανοήσουμε τη φύση της ερώτησης (τη φύση της κρίσης μάλλον).
Όπως το βαρόμετρο σε παγιδεύει στη λύση μέσω της μέτρησης της πίεσης, έτσι και η «οικονομική κρίση» σε παγιδεύει στη λύση μέσω της οικονομίας.
Ένα άλλο παράδειγμα αυτοπεριορισμού της σκέψης είναι το ερώτημα που έχει να κάνει με τη χρήση ενός συνδετήρα. Είναι απλό: «Με πόσους τρόπους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα συνδετήρα;»
Σε αυτό το ερώτημα οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν πέντε έως είκοσι τρόπους.
Κάποιοι όμως (ειδικά τα παιδιά) μπορούν να βρουν έως και χίλιους πεντακόσιους τρόπους, μπορεί και περισσότερους.
Για παράδειγμα η απάντηση μπορεί να ξεκινήσει ως εξής: «Ο συνδετήρας είναι φτιαγμένος από φελιζόλ και έχει ύψος 800 μέτρα...»
Αν ξανακοιτάξετε το πρόβλημα θα δείτε ότι πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο συνδετήρας είναι ο οικείος σε όλους συνδετήρας γραφείου. Ούτε το μέγεθος του αναφέρεται ούτε το υλικό κατασκευής (ένας χρυσός συνδετήρας φοριέται και ως κόσμημα, ένας συνδετήρας από καθαρό ουράνιο ως όπλο μαζικής καταστροφής).
Όταν, μάλιστα, έγινε μια σχετική έρευνα σε σχολεία βγήκαν τα εξής πορίσματα: Τα παιδιά ηλικίας 5-8 μπορούσαν να δώσουν απεριόριστες απαντήσεις. Τα ίδια παιδιά, μετά από λίγα χρόνια εκπαίδευσης, έδιναν πολύ λιγότερες από τις μισές. Και ως ενήλικες είχαν τις συνηθισμένες 5-10 λύσεις.
Αυτό δεν μας προκαλεί εντύπωση, αφού –όπως είχε πει κάποιος συγγραφέας του οποίου το όνομα δε θυμάμαι: «Εκπαίδευση είναι ο τρόπος να δημιουργείς έναν ηλίθιο ενήλικα από ένα πανέξυπνο παιδί».
Συμπερασματικά: Όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με πολύ περισσότερους τρόπους από αυτούς που θεωρούμε ως τους μόνους δυνατούς, αρκεί να επανεξετάσουμε το ερώτημα και να σκεφτούμε κάπως πιο... ελεύθερα.
Μήπως, λοιπόν, να αναθέταμε τη διακυβέρνηση του κόσμου στα παιδιά;
Η φαντασία στην εξουσία.
(Το –αληθές- περιστατικό με το βαρόμετρο το βρήκα στο βιβλίο του David Perkins, «Το φαινόμενο Εύρηκα», εκδόσεις Λιβάνη).
Η αξία του τίποτα
«Κι αν όλα είναι μια ψευδαίσθηση; Κι αν τίποτα δεν υπάρχει τελικά; Τότε μάλλον πλήρωσα πολύ ακριβά το καινούριο μου χαλί!»
Γούντι Άλεν
Σήμερα άκουσα στο Τρίτο τη συνέντευξη ενός γηραιού πανεπιστημιακού. Δεν συγκράτησα το όνομα του ούτε άκουσα την ηλικία του, αλλά ήταν εύκολο να την καταλάβεις αφού –όπως είπε κάποια στιγμή- είχε καθηγητή τον Αντόρνο.
Αυτός ο κύριος, λοιπόν, ισχυριζόταν ότι η κρίση ξεκίνησε στο τέλος του εξήντα και είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των κεφαλαιοκρατών να βρουν έναν καινούριο τρόπο για να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Μέχρι τότε ακολουθούσαν τη λογική του «παραγόμενου προϊόντος»: Παρήγαγαν προϊόντα και ο κόσμος τα αγόραζε.
Στη δεκαετία του πενήντα ανακαλύφτηκε ουσιαστικά ο καταναλωτισμός. Κάθε νοικοκυρά μπορούσε να έχει πλυντήριο, ψυγείο, φούρνο και όμορφα ρούχα. Κάθε άντρας μπορούσε να έχει αυτοκίνητο, μηχανή του γκαζόν και ρολόι.
(Δεν αναφερόμαστε στην Ελλάδα, η οποία ήταν μια υπανάπτυκτη χώρα, όπου οι άνθρωποι έκαναν την ανάγκη τους στο δρόμο.)
Η λογική του παραγόμενου προϊόντος είχε ένα ελάττωμα: Τα προϊόντα πουλιούνταν μια φορά και συνήθως –τότε- είχαν μεγάλο χρόνο ζωής. Συγκεκριμένα ο καθηγητής ανέφερε ότι ένα φορντ τ-μπερντ είχε μέσο όρο «ζωής» τριάντα ή σαράντα χρόνια, μπορεί και περισσότερα (ενώ τώρα ένα αυτοκίνητο δεκαετίας είναι ένα ασύμφορο –λόγω των επισκευών που χρειάζεται κάθε τόσο- σαράβαλο).
Έτσι, αφού όλοι όσοι μπορούσαν είχαν αγοράσει το αυτοκίνητο και το ψυγείο τους, η αγορά άρχισε να μην έχει άνοδο (ο επιχειρηματίας δεν αρκείται στο παγιωμένο κέρδος ακόμα κι αν αυτό του φτάνει για να εξασφαλίσει τους απογόνους του σε βάθος αιώνων. Χρειάζεται αύξηση των κερδών του).
Προτού ανακαλύψουν τα προϊόντα που «πρέπει» να αντικαθιστούνται σχεδόν κάθε χρόνο (αυτό είναι χαρακτηριστικό των προϊόντων τεχνολογίας) οι εταιρείες έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Και ανακάλυψαν την αγοραπωλησία του τίποτα.
Τη δεκαετία του ογδόντα έκανε την εμφάνιση του ένα νέο είδος κεφαλαιοκράτη ο οποίος δεν παρήγαγε κάτι. Αγόραζε και πουλούσε χρήμα. Μετοχές, ομόλογα και ποσοστά άλλαζαν χέρια κάνοντας κάποιους πολύ πλούσιους. Ήταν η ιερή εποχή της Γουόλ Στρίτ και των γιάπηδων.
Σύντομα και αυτή η τακτική έπαψε να είναι αρκετά προσοδοφόρα.
Τότε το αγοραστικό κοινό «έμαθε» -εκπαιδεύτηκε ουσιαστικά- ότι μπορούσε να ξοδεύει πολύ περισσότερα από όσα κατείχε. Δε χρειαζόταν να έχει λεφτά, αρκεί να είχε πιστωτική κάρτα ή να έπαιρνε ένα δάνειο, και όλα τα (καταναλωτικά) όνειρα του μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.
Στην Ελλάδα μπήκαμε στον καταναλωτικό παράδεισο των δανείων (γιατί και η πιστωτική κάρτα τι άλλο είναι από δάνειο;) μόνο όταν αποκτήσαμε τη σταθερότητα του ευρώ.
Ξαφνικά όλοι μπορούσαν να πάρουν στεγαστικό για να αποκτήσουν το σπίτι τους (ή το εξοχικό τους) και όλοι μπορούσαν να πάρουν ένα δάνειο για να πάνε διακοπές ή να αγοράσουν ό,τι τους «έλειπε» χρεώνοντας την πιστωτική τους κάρτα.
Στην ίδια παγίδα έπεσαν και οι υπόλοιπες χώρες της «μικρής» Ευρώπης, Ισλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία κλπ.
Το οικονομικό σύστημα κέρδιζε πολλά πουλώντας... λεφτά.
Και μόλις φάνηκε ότι και αυτό το σύστημα δεν αποδίδει αρκετά βρέθηκε ένας νέος τρόπος πλουτισμού για αυτούς που ήδη ήταν αρκετά πλούσιοι: «Αφού δεν μπορούμε να αυξήσουμε τα έσοδα μας πρέπει να ελαττώσουμε τα έξοδα μας.»
Ενώ οι πολυεθνικές εταιρείες και τα παρακλάδια συνέχιζαν να κερδίζουν εκατομμύρια εκατομμύριων προχώρησαν σε μειώσεις μισθών και απολύσεις: Στην Αμερική και στην Αγγλία αυτό συνέβη τον προηγούμενο αιώνα.
Όμως οι άνεργοι και οι μερικώς απασχολούμενοι δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνεια που είχαν πάρει τον καιρό της υποτιθέμενης ευημερίας.
Έτσι δημιουργήθηκε η «κρίση» του εικοστού πρώτου αιώνα, όπου οι τράπεζες και τα κράτη καταρρέουν -ή επιβιώνουν τρώγοντας την ουρά τους.
Καθώς όμως η ουρά τελειώνει και η υπομονή των ανθρώπων εξαντλείται το οικονομικό σύστημα θα πρέπει να βρει ένα καινούριο τρόπο για να αυξήσει τα κέρδη του.
Σε χώρες αδύναμες όπως η δική μας, φαίνεται ότι αυτός ο τρόπος είναι η κινεζοποίηση –όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και ζωής- και της αφρικανοποίησης –όσον αφορά την εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας και του ορυκτού πλούτου.
Ο καπιταλισμός (ή αν προτιμάτε πείτε ‘τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό, δεν έχει σημασία τι χρώμα είναι ο γάτος ή πως τον φωνάζουμε, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια) έχει ανάγκη να αυξάνει διαρκώς τα κέρδη του και θα το κάνει με οποιοδήποτε τρόπο.
Και ουσιαστικά αυτή τη στιγμή της ιστορίας οι πολιτικοί είναι υπόλογοι των αγορών, όπως κάποτε ήταν υπόλογοι των ιεραρχών.
Είναι σίγουρο ότι αυτό δε θα διαρκέσει για πάντα, αφού τίποτα δε διαρκεί για πάντα.
Η αυτοκρατορία της αγοράς κάποια στιγμή θα παρακμάσει και θα καταρρεύσει.
Το μόνο κακό –για εμάς- είναι ότι συνήθως οι αυτοκρατορίες «ζουν» πολύ περισσότερο καιρό από τους υπηκόους τους.
(Αυτή δεν είναι μια απόπειρα οικονομικής ανάλυσης, αφού ο Γελωτοποιός δεν τα πάει καθόλου καλά με τα οικονομικά. Είναι μόνο μια ελεύθερη και απλοϊκή απόδοση όσων είπε αυτός ο γηραιός κύριος που είχε καθηγητή τον Αντόρνο.)
Sanejoker
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου