Powered By Blogger

1.3.13

Έναν αιώνα παίζουν με την Παιδεία...



Θεόδωρος Παπαηλίας, καθηγητής ΤΕΙ Πειραιά
Στη χώρα ήδη από την προπολεμική περίοδο παρουσιάσθηκαν αλλεπάλληλα σχέδια αναμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος (Αναλυτικά: Παπαηλίας, 2002). Η μεταρρύθμιση το 1929 έθεσε φραγμό τόσο στην εισαγωγή στα Πανεπιστήμια όσο και μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου. Οι προσπάθειες μέχρι το 1974 εντοπίζονταν, κυρίως, στην κατάργηση ή την επαναφορά των εξετάσεων μεταξύ Γυμνασίου και Λυκείου, διάλυση του Λυκείου κ.λπ. Το 1970 η δικτατορία ίδρυσε τα ΚΑΤΕ (Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαιδεύσεως), που εξελίχθησαν το 1977 σε ΚΑΤΕΕ (Κέντρα Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης), ακολούθως το 1983 σε ΤΕΙ (Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα), τα οποία το 2001 ανωτατοποιήθηκαν. Το 1976 (μεταρρύθμιση Ράλλη) η Τεχνική Εκπαίδευση αναδιαμορφώθηκε. Οι μεν Κατώτερες εξαφανίστηκαν, αφού η υποχρεωτική εκπαίδευση από εξαετής κατέστη οριστικά εννεαετής, οι δε Ανώτερες απορροφήθηκαν από τα ΚΑΤΕΕ ή παρέμεναν αδιαβάθμητες, ενώ οι Μέσες αντικατεστάθησαν από τα Τεχνικά Λύκεια και τις Τεχνικές Σχολές. Στη δεκαετία 1960 μεγεθύνθηκε ο αριθμός των Πανεπιστημίων. Ιδρύθηκαν τα Πανεπιστήμια Πατρών, Ιωαννίνων. Μέχρι τότε λειτουργούσαν μόνο τρία (1837 Καποδιστριακό, 1925 Αριστοτέλειο και το αναμορφωμένο ΕΜΠ το 1917).
Ωστόσο, μετά το 1980 και ιδιαίτερα μετά το 1998 (μεταρρύθμιση Αρσένη) ένας κατακλυσμός Ιδρυμάτων και Τμημάτων ανά την Επικράτεια πραγματοποιήθηκε (τα Πανεπιστήμια ανήλθαν στα 20 και τα ΤΕΙ στα 16) με συνέπεια να εκτιναχτεί ο αριθμός των εισερχομένων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα έτη.
Μαθητικές και φοιτητικές εκροές 1974-2010
Στο Διάγραμμα 1 φαίνεται ότι, ενώ στα μέσα της δεκαετίας 1970, που άρχισαν να λειτουργούν τα Τεχνικά Λύκεια, η σχέση μαθητών και αποφοίτων ήταν η αναμενόμενη, από το 1981 ξεκίνησε να διευρύνεται η διαφορά, η οποία γιγαντώθηκε μετά το 2000. Το 1974-1975 ο αριθμός των μαθητών ανήρχετο σε 5 χιλιάδες. Το 2005 οι μαθητές υπερέβαιναν τις 250 χιλιάδες, ενώ οι απόφοιτοι τις 45 χιλιάδες. Στα επόμενα έτη η απόκλιση διατηρήθηκε.
Αντιθέτως, στα Γενικά Λύκεια – Διάγραμμα 2 – καθ’ όλο το διάστημα η αναλογία μαθητών – αποφοίτων υπήρξε σταθερή. Το 1974-75 οι μαθητές του Γενικού Λυκείου ανέρχονταν στις 217 χιλιάδες έναντι 245 το 2010. Οι απόφοιτοι μετρούσαν 197 χιλιάδες και 225 χιλ. τα αντίστοιχα έτη.
Στα Διαγράμματα 3 και 4 αποτυπώνεται η απόκλιση μεταξύ Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Σημειώνεται ότι η διάρκεια σπουδών στα ΤΕΙ το 2010 είναι τετραετής, ενώ σε ορισμένα τμήματα των Πανεπιστημίων (Πολυτεχνικές Σχολές, Γεωπονική κ.λπ.) πενταετής ή πλέον.
Το 1974-75 φοιτούσαν 93 χιλιάδες στα ελληνικά Πανεπιστήμια ενώ το 2010-11 εκτιμήθηκαν σε 160 χιλ. Οι πτυχιούχοι στην αρχή της περιόδου αριθμούσαν 17 χιλιάδες και στο τέλος 27 χιλιάδες.
Στα ΤΕΙ το 1974-75 ο αριθμός των φοιτητών ανήρχετο σε 5 χιλ. ενώ το 2010-11 σε 118 χιλιάδες. Οι πτυχιούχοι ήταν λιγότεροι από χίλιοι στην αρχή και περί τις 16 χιλιάδες το 2010-11.
Συγκρίνοντας τα παραπάνω δεδομένα, τεκμαίρεται ότι το μέγεθος της εκροής από τα Τεχνικά Λύκεια και τα ΤΕΙ είναι πολύ υψηλότερο από ό,τι στα Γενικά Λύκεια και τα Πανεπιστήμια. Οι διαφοροποιήσεις αυτές εξηγούνται από το γεγονός ότι οι πενέστεροι και γενικότερα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα οδηγούνται στην Τεχνολογική Εκπαίδευση, ενώ τα μεσαία στρώματα στα Γενικά Λύκεια και Πανεπιστήμια. Η ανώτερη τάξη καταφεύγει στα ιδιωτικά Εκπαιδευτήρια και στα Πανεπιστήμια της αλλοδαπής (Παπαηλίας, 2006β).
Υπερβάλλουσα ζήτηση για σπουδές τριτοβάθμιας
Θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι η Ελλάς μέχρι το 2006 ήταν η χώρα με τη μεγαλύτερη φοιτητική μετανάστευση στην υφήλιο. Το 1974 το σύνολο των εγγεγραμμένων στην αλλοδαπή υπερέβαινε τις 45 χιλιάδες (όταν στην Ελλάδα οι σπουδάζοντες στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ ανέρχονταν σε 95,5 χιλιάδες), ενώ το 2002 σε 90 χιλ. (φοιτητές Τεχνολογικής και Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 270 χιλ). Συνεπώς, το 1974 οι νέοι που παρακολουθούσαν κάποιο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ημεδαπή και αλλοδαπή ξεπερνούσαν τις 140 χιλ. έναντι 306 το 2002 και 380 το 2006. Αν συμπεριληφθούν και τα άτομα που εγγράφονταν σε κολλέγια, ΙΕΚ κ.λπ., τότε το 2006 πλέον των 420 χιλ. σπούδαζαν σε κάποιο τμήμα μεταλυκειακού επιπέδου. Τουτέστιν, στις ηλικίες 18 έως 24 ετών μικρός θα ήταν ο πληθυσμός που στα έτη1980-2006 δεν θα δήλωνε φοιτητής. Αυτή η εκπληκτική έκρηξη για σπουδές μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μια από τις ταχύτερες σε διεθνές επίπεδο, οδήγησε την Ελλάδα να έχει τέτοιον αριθμό φοιτητών, που μόνο οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Σουηδία μπορούν να επιδείξουν (Παπαηλίας, 2006β).
Ακόμη πιο ραγδαία, η πλέον γοργή παγκοσμίως, υπήρξε η ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές. Τα μεταπτυχιακά Τμήματα ήταν δύο (2) το 1981-82 και το 2006 έφταναν τα 520 τμήματα, ενώ ο αριθμός των φοιτητών υπερέβη τις 90 χιλιάδες (μόνο στα όρια του ελληνικού κράτους). Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Με βάση την υπανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τη διαφθορά κ.λπ., που μαστιγώνει δημόσιους οργανισμούς και ιδιωτικές επιχειρήσεις, άτομα με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές εργάζονται ως ταμίες, λόγου χάριν, σε τράπεζα (βλέπε διαγωνισμούς στην ΑΤΕ, ΕΤΕ κ.λπ.). Ελάχιστα κράτη μπορούν να επιδείξουν παρόμοιο «κάψιμο» ανθρώπινου κεφαλαίου.
Τα αίτια για αυτόν τον σπάνιο φοιτητικό κατακλυσμό πηγάζουν από τις κοινωνικές δομές. Η απόκτηση ενός τίτλου ανεβάζει στην κοινωνική κλίμακα τον ενδιαφερόμενο. Στην Ελλάδα, επειδή δεν σχηματίσθηκε σταθερή κοινωνική συγκρότηση (όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη), ο πλουτισμός επιτυγχάνετο, μέχρι την προπολεμική περίοδο, κατά μέγα μέρος μέσω μηχανισμών εκτός χώρας (εφοπλιστικό κεφάλαιο, τραπεζικό κ.λπ.). Αργότερα, οι όποιοι θύλακες περιουσίας εντοπίζονται σε συγκεκριμένους τομείς, οι οποίοι μορφοποιήθηκαν στο αμέσως του Μεσοπολέμου διάστημα και κατά τεκμήριο με αδιαφανείς και φαύλους τρόπους (διαρπαγή ορυκτού πλούτου, σχεδίου Marshal κ.λπ.), ή σε συνέργεια της κρατικής συμμετοχής (της πολιτικής διαπλοκής). Τοιουτοτρόπως, έχει εγκαθιδρυθεί η πεποίθηση ότι η μόρφωση, το «χαρτί», οδηγεί στην τάξη των honestiores.
Περιφερειακή ανάπτυξη και τριτοβάθμια εκπαίδευση
Το συγκεντρωτικό υπόδειγμα διοίκησης άρχισε να διαρρηγνύεται σταδιακά. Η δομική αδυναμία περιφερειακής ανάπτυξης είχε ως απόρροια την προσπάθεια στήριξης της επαρχίας μέσω ίδρυσης ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία 1980). Η λειτουργία των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ διατήρησε τη συνολική κατανάλωση στις πόλεις, και στους νομούς ευρύτερα, σε υψηλά επίπεδα. Στις περισσότερες περιοχές, ιδιαίτερα σε μικρές πόλεις – Καλαμάτα, Καβάλα, Άρτα κ.λπ. – το εισόδημα εξαιτίας των φοιτητών αυξήθηκε από 7% μέχρι 18%. Παρόμοια πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα δεν επέδειξε κανείς κλάδος (ούτε οι γούνες στην Καστοριά ούτε ο Τουρισμός στην Πρέβεζα ούτε τα έργα στο Πισοδέρι στη Φλώρινα κ.λπ., κ.λπ.). Η οικιστική ανάπτυξη των πόλεων μεταμορφώθηκε, οι χρήσεις γης διαφοροποιήθηκαν και η ανάπλαση των περιοχών, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, έλαβε νέες διαστάσεις. Αντίστοιχα, οι δημογραφικές εξελίξεις τροποποιήθηκαν, όχι μόνο διότι ορισμένοι εκ των σπουδαζόντων παρέμειναν στον χώρο, αλλά και διότι η όποια δραστηριότητα συγκράτησε στην ευρύτερη ζώνη αρκετούς, ιδιαίτερα νέους.
Η κρίση, μετά το 2008, φέρνει τα νοικοκυριά σε τέτοια κατάπτωση, ώστε αδυνατούν να ανταποκριθούν σε ένα κόστος διαβίωσης, που κυμαίνεται μεταξύ 500-900 ευρώ ανά φοιτητή (στις δαπάνες αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι μετακινήσεις από και προς την επαρχία). Άρα, τα περιφερειακά Ιδρύματα επλήγησαν καίρια.
topontiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου