Έχει τεράστια σημασία να αντισταθείς ακόμα και αν ηττηθείς
Με το Νίκο «γνωριζόμαστε» χρόνια χωρίς ποτέ να τον έχω δει! Στη νιότη του έγραφε καταπληκτικά πολιτικά κείμενα –ψάχναμε, όλοι, να μάθουμε ποιος είναι αυτός ο Σιδέρης που γράφει τόσο εύστοχα και εξαιρετικά. Σαράντα χρόνια μετά [!] γνωριστήκαμε και δια ζώσης. Φτασμένος ψυχίατρος μ’ ένα βιβλίο που είχε γίνει best seller –«Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχίατρο. Γονείς θέλουν!»- έπεσε στα χέρια μου το νέο του βιβλίο «Μιλώ για την κρίση με το παιδί». Και εκεί ανακάλυψα ένα πολιτικό βιβλίο, την πολιτική ψυχολογία της κρίσης. Αράδα – αράδα αντιλαμβάνεσαι το πώς λειτουργούν οι συστημικές δυνάμεις, το πώς προσπαθούν να μπλοκάρουν τη σκέψη, πως μέσα από μηνύματα - «αν αντισταθείς, χάθηκες», «αν υποκύψεις, χάθηκες», «απαγορεύεται να σκεφτείς»- μπλοκάρουν το μυαλό των ανθρώπων. Ένα επιστημονικό πολιτικό βιβλίο που εξηγεί γιατί η πλειοψηφία είναι σαστισμένη απέναντι στην κρίση.
Τη συνέντευξη πήρε
ο Θόδωρος Μιχόπουλος
Φτώχεια, εξαθλίωση, αδιέξοδα, αυτοκτονίες. Η χώρα δεν έχει ούτε φανερή ούτε εύκολη διέξοδο, τουλάχιστον όσο συνεχίζεται αυτή η πολιτική. Πώς βιώνουν οι πολίτες αυτή την κατάσταση;
Το ψυχολογικό στίγμα της περιόδου είναι ένα πολύ συγκεκριμένο «πένθιμο μούδιασμα». Οι άνθρωποι βιώνουν αλλεπάλληλες, συναισθηματικά βαριά φορτισμένες απώλειες. Όχι μόνο υλικές, όπως είναι φανερό σε μισθούς, δουλειά, κατοικία… Αλλά και σε όλο το σύστημα των ευχαριστήσεων που καλλιεργούσαν τόσα χρόνια οι αυταπάτες, τις οποίες τρέφαμε για το είδος της κοινωνίας που «θέλαμε» και που ονομάζεται «καταναλωτικός ναρκισσισμός». Το σύνολο αυτών των απωλειών προκαλεί το πένθος. Όμως το πιο ιδιαίτερο στοιχείο της κατάστασης είναι το μούδιασμα. Κυριολεκτώ. Μούδιασμα της σκέψης, μούδιασμα της πράξης, μούδιασμα και των συναισθημάτων ακόμη.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν κατεβαίνει ο κόσμος στους δρόμους; Έχει μπλοκάρει;
Παλαιότερα για το ένα εκατοστό από όσα συμβαίνουν σήμερα χάλαγε ο κόσμος. Σήμερα συμβαίνουν αδιανόητα πράγματα, απίστευτης βίας και έκτασης αλλαγές, προς το χειρότερο για τη ζωή των ανθρώπων και, ας μην αυταπατόμαστε, δεν υπάρχει ουσιαστική αντίδραση.
Υπάρχει φόβος στη κοινωνία; Γι’ αυτό και δεν αντιδρούν;
Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει σήμερα τις ζωές των ανθρώπων είναι ότι δεν μπορούν να επεξεργαστούν, ούτε σε προσωπικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο -και παρά τις προσπάθειες διαφόρων πολιτικών φορέων-, μια αντίσταση που να μπορούν να την υποστηρίξουν διανοητικά, πρακτικά και συναισθηματικά. Και αυτό συμβαίνει επειδή, μέσα από μια συγκεκριμένη επικοινωνιακή πολεμική μηχανή που παράγει διανοητική εμπλοκή, δημιουργούνται μια σειρά «βαριών» συναισθημάτων, τα οποία λειτουργούν ανασταλτικά και στην καθαρή σκέψη αλλά και στην αντίσταση σ’ αυτό που υφίστανται. Κυρίαρχη είναι η απόγνωση, η οποία δεν είναι απλά απελπισία (δεν έχω ελπίδα, όμως το παλεύω), αλλά παράδοση, μια και χωρίς ορίζοντα, χωρίς μια ιδέα περί του σκοπού και του τρόπου, δεν «παλεύεις». Είναι ακόμη η οργή: Μια οργή ανήμπορη, ωστόσο, που ή καταλήγει σε σπασμωδικές αντιδράσεις χωρίς συνέχεια, προκαλώντας απογοήτευση και παραίτηση, ή στρέφεται ενάντια στον εαυτό σου, προκαλώντας παθητικότητα, άγχος, κατάθλιψη και ψυχοσωματικές παθήσεις. Είναι ο φόβος, ο οποίος, εν μέρει, είναι έλλογος. Υπάρχουν, δηλαδή, πραγματικές απειλές για τη χώρα, αφού δεν είμαστε στο χείλος της καταστροφής, αλλά μέσα στην καταστροφή! Υπάρχει, όμως, και ο άλογος φόβος: μια ολόκληρη σειρά από «φαντάσματα» και «μπαμπούλες», που άλλα τα γεννά η εμπειρία των ανθρώπων, ενώ τα περισσότερα τα καλλιεργούν συστηματικά ο κυρίαρχος πολιτικός και μιντιακός λόγος. Υπάρχει τέλος η αγωνιώδης αναμονή. Οι άνθρωποι, δηλαδή, ζουν, λίγο ως πολύ, αυτό που συμβαίνει στη χώρα σαν να είναι ένα θέαμα, σαν να είναι απ’ έξω αυτοί και περιμένουν να δουν τι θα γίνει. Δηλαδή, δεν κοιτάνε τι θα κάνουν οι ίδιοι -και δεν εννοώ να βγουν στους δρόμους με σημαίες και ταμπούρλα–, το ελάχιστο ας κάνουν: ας αλλάξουν δημοσκοπικές απαντήσεις! Αλλά περιμένουν, μέσα σε μια άγονη αγωνία, να δουν τι θα συμβεί.
Ο διπλός δεσμός
Στο βιβλίο σου γράφεις ότι τρία χρόνια συστηματικά και σχεδιασμένα υποσκάπτεται η ικανότητα των Ελλήνων να σκέπτονται πολιτικά. Πώς το στηρίζεις;
Υπάρχει μια μακρά διαδικασία ευνουχισμού της πολιτικής σκέψης των Ελλήνων. Έχει τρία στάδια. Πρώτο στάδιο είναι η διάλυση του νοήματος των λέξεων. Ξεκινάει στη δεκαετία του 1980, με το πιο εμβληματικό παράδειγμα: «Οι βάσεις φεύγουν για πάντα». Που, στην πράξη, σημαίνει ότι οι βάσεις δεν θα φύγουν ποτέ και κανείς δεν θα ξαναμιλήσει γι’ αυτό! Τώρα τελευταία με τη Συρία συζητάνε για το πώς θα χρησιμοποιηθεί η βάση της Σούδας και κανείς δεν απορεί. Αυτό είναι η διάλυση του νοήματος των λέξεων. Χωρίς, όμως, έγκυρες λέξεις δεν μπορείς και να σκεφτείς. Οι άνθρωποι σκέφτονται με λέξεις. Ελάχιστοι, όπως κάποιοι καλλιτέχνες (μουσικοί ή ζωγράφοι) δεν σκέφτονται με λέξεις. Και η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα λόγου. Έγκυρου λόγου.
Υπάρχουν σήμερα συνθήματα και παρεμβάσεις του πολιτικού συστήματος που ακυρώνουν τις λέξεις;
Πολύ πρόσφατο είναι το «Λεφτά υπάρχουν». Και αποδείχθηκε στην πράξη ότι ένα μεγάλο ποσοστό [εκλογές 2009] των ανθρώπων είχε υποστεί τόση ζημιά στο επίπεδο των λέξεων, που δεν κατάλαβαν ότι ήταν ψεύτικες λέξεις. Το ίδιο συμβαίνει με το «Δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα»… Το δεύτερο στάδιο είναι η διάλυση του νοήματος των πραγμάτων -την δεκαετία του 1990. Την περίοδο, δηλαδή, της «ευμάρειας», τότε που καλλιεργήθηκε η μεγάλη αυταπάτη και οι άνθρωποι έχασαν την αίσθηση του μέτρου στη σχέση τους με τα πράγματα και με τους ανθρώπους κι έγιναν ενεργούμενα του καταναλωτικού ναρκισσισμού. Η τρίτη περίοδος, από τις αρχές του 2000, είναι όταν η ίδια η σκέψη των ανθρώπων γίνεται ανεπιθύμητο γεγονός! Η διαδικασία διακυβέρνησης, δηλαδή, όχι μόνο μέσω εκβιαστικών διλημμάτων, αλλά και πέρα απ’ αυτό: Πόλεμος ενάντια στην ίδια την σκέψη. Τα τελευταία τρία χρόνια, με κορύφωση τις εκλογές του 2012, μπήκε σε λειτουργία ένας ολόκληρος μηχανισμός πολιτικού και μιντιακού λόγου, ο οποίος ενορχηστρωμένα καλλιεργεί ένα επικοινωνιακό περιβάλλον, που είναι γνωστό στην ψυχολογία με την ονομασία «διπλός δεσμός». Είναι ένας μηχανισμός που παράγει εμπλοκή της σκέψης και κατ’ επέκταση παραφροσύνη. Τα καθοριστικά συστατικά αυτού του επικοινωνιακού περιβάλλοντος, που κάνει τους ανθρώπους να φαίνονται τρελαμένοι και να είναι μουδιασμένοι, είναι τρία επάλληλα μηνύματα – τα εξής: Το πρώτο μήνυμα λέει «Αν αντισταθείς, χάθηκες» (χρεοκοπία, δεν θα έχουν γάλα τα παιδιά σου, κ.λπ.). Μαζί μ’ αυτό έρχεται ένα δεύτερο μήνυμα, που προκύπτει από την εμπειρία και άλλα σήματα. Και λέει «Αν υποκύψεις, χάθηκες» (φτώχια, ανεργία, κλείνουν μαγαζιά, τα παιδιά φεύγουν στα ξένα, κ.λπ.). Και τέλος έρχεται και «κλειδώνει» το σύστημα ένα τρίτο μήνυμα, που σου απαγορεύει να σκεφτείς: «Το μνημόνιο είναι μονόδρομος, το είπε η τρόικα». Αυτά τα τρία μηνύματα -«αν αντισταθείς, χάθηκες», «αν υποκύψεις, χάθηκες», «απαγορεύεται να σκεφτείς»- μπλοκάρουν το μυαλό των ανθρώπων. Εξαρθρώνουν τις ψυχές. Τους κάνουν ανήμπορους να αρθρώσουν σκέψη και λόγο. Πρόκειται, εμφανώς, για κούρεμα της σκέψης, και μάλιστα με την ψιλή.
Κοινωνικό πείραμα
Θεωρείς ότι αυτό έγινε σκόπιμα και συστηματικά στην Ελλάδα. Χρησιμοποιήθηκε, δηλαδή, η χώρα ως πειραματόζωο;
Όπως γνωρίζετε, η Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ ήταν το πειραματικό εργαστήριο του νεο-φιλελευθερισμού, ως προς την οικονομική πολιτική του. Θεωρώ ότι, αντιστοίχως, η Ελλάδα του μνημονίου είναι το πειραματικό εργαστήριο της στρατηγικής που έχει στόχο την κατάλυση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου, του κράτους προνοίας και κάθε πολιτικής ρύθμισης του νεο-φιλελεύθερου αγριανθρωπισμού, χωρίς αντίσταση, με εργαλείο ακριβώς τον ευνουχισμό της πολιτικής (και όχι μόνο) σκέψης των ανθρώπων. Η Ελλάδα φαίνεται να είναι ένα εξαιρετικό πειραματόζωο: έχει μικρό μέγεθος και «παράξενους», δύστροπους ανθρώπους. Αν αυτοί υποταχθούν θα πει ότι και άλλοι λαοί, που είναι πιο πειθήνιοι -οι Ελβετοί ή οι Βόρειοι, για παράδειγμα-, είναι πολύ πιο εύκολο να τους χειριστείς. Πιστεύω ότι εξελίσσεται ένα αληθινό κοινωνικό πείραμα. Και δεν χρειάζεται πάντα η συνομωσία για να έχεις ένα κέντρο που οργανώνει τις ψυχολογικές επιχειρήσεις επηρεασμού της κοινής γνώμης. Κάθε κράτος και κάθε κόμμα, που σέβεται τον εαυτό του, έχει αντίστοιχες «υπηρεσίες». Και επισήμως, άλλωστε, υφίσταται σε διάφορες χώρες και περιόδους «Υπουργείο τύπου και πληροφοριών», δηλαδή προπαγάνδας! Άλλωστε, η ενορχήστρωση των μνημονιακών μέσων, εντός και εκτός Ελλάδος, είναι θαυμαστή και πασίδηλη. Αν και αυτό δεν είναι πειστήριο ως προς τον παρατεταμένο ψυχολογικό πόλεμο που διεξάγεται με στόχο τα μυαλά των πολιτών, τότε ζούμε σε μια υπερκόσμια, παραδείσια χώρα, όπου στην πολιτική δεν υφίσταται σκοπιμότητα, δόλος, στρατηγική και προπαγάνδα.
Πώς αντιμετωπίζεται και ο διάχυτος φόβος στη κοινωνία;
Ο φόβος έχει μια λειτουργία προστατευτική, αν είναι έλλογος. Αν εκτιμά, δηλαδή, τα αντικειμενικά δεδομένα, με λίγο έως πολύ ρεαλιστικό τρόπο, και παίρνει σοβαρά υπόψη τις απειλές που ενδέχεται να υπάρχουν ή εντοπίζονται. Μας προστατεύει από κακοτοπιές: από τον πειρασμό της άγνοιας ή της υποτίμησης του κινδύνου, από το εκλαμβάνουμε τη φαντασία μας ως πραγματικότητα. Υπάρχει, όμως, και ένας άλογος φόβος όπου καλλιεργούνται, από τη δική μας φαντασία και από άλλους μηχανισμούς, μυθοπλασίες. Διάφορα σενάρια με θηρία και κακούς που θα μας φάνε, κ.λπ. Και στην πολιτική ζωή πάντοτε ο φόβος είναι καθοριστικό στοιχείο. Ο Μακιαβέλι εδώ και πεντακόσια χρόνια έχει τονίσει ότι στην πολιτική αξιοποιούμε πάντοτε καθολικά πάθη, όπως είναι το μίσος και ο φόβος. Στον Ηγεμόνα, για παράδειγμα, ο Μακιαβέλι θέτει το ερώτημα αν είναι προτιμότερο να σε αγαπούν ή να σε φοβούνται. Και απαντά ότι ο Ηγεμόνας έχει συμφέρον να τον φοβούνται περισσότερο παρά να τον αγαπούν, αν δεν μπορεί να συνδυάσει και τα δύο. Κι’ αυτό γιατί το να σε αγαπούν εξαρτάται από τους άλλους, ενώ το να σε φοβούνται από σένα! Μην ξεχνάμε ότι στην εκκλησία μια από τις κορυφαίες στιγμές είναι όταν λέγεται «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Δηλαδή ο Θεός, που τα έπλασε όλα μια χαρά, βάζει μέσα και το φόβο, το σεβασμό, το δέος των δούλων Του. Ο φόβος, λοιπόν, είναι κάτι που ενυπάρχει στην πολιτική ζωή. Σ’ ένα περιβάλλον με συγκρουσιακή πολιτική δεν μπορεί να μην υπάρχουν απειλές, και κατ’ επέκταση φόβος. Όμως, εδώ έγκειται η κρίσιμη διάκριση: Αν μπορείς να σκεφτείς, ο φόβος νικιέται. Αν δεν μπορείς να σκεφτείς, ο φόβος είναι ανίκητος –ιδίως ο άλογος φόβος. Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα σήμερα, η νηφάλια και ορθολογική σκέψη μπλοκάρει μέσω του «διπλού δεσμού». Και το να μη σκέπτεσαι σε κάνει και παγώνεις. Αυτό συμβαίνει σήμερα και είναι τρομακτικά εντυπωσιακό να «χαλάει ο κόσμος» και να μην μετακινείται σχεδόν τίποτα. Οι άνθρωποι απλά κοιτάζουν να δουν τι θα γίνει στο τέλος – κάτι σαν ταινία, δηλαδή.
Υπάρχει αντίδοτο στην κρίση;
Υπάρχει, και έχει κάποια ευρύτερα συστατικά, μεγάλης κλίμακας, όπως μια διανοητική και ηθική μεταρρύθμιση, μια θεραπεία αλήθειας (να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους) και την επιστροφή στους ανθρώπους, στην ανθρώπινη σχέση ως μέτρο των πάντων. Υπάρχει, όμως, και ένα μικρότερης κλίμακας, προσωπικό αντίδοτο. Ένα είδος προσωπικής στάσης που σε θωρακίζει απέναντι στην αντιξοότητα και σου επιτρέπει, μάλιστα, μέσα από τα δύσκολα να γίνεις και καλύτερος άνθρωπος. Η φρικτή εμπειρία της ανθρωπότητας είναι ότι όποτε πέφτουμε στη μαλθακότητα –εκεί που αναφέρεται ο Περικλής όταν λέει «φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας»- γινόμαστε χειρότεροι. Είναι γνωστό πώς εκφυλίζονται και παρακμάζουν τα έθνη, τα κράτη, οι πολιτισμοί, οι κοινωνίες, κ.λπ.
Αξιοπρέπεια στην κρίση
Τα συστατικά του αντίδοτου της προσωπικής στάσης είναι: Πρώτον, η ανθρώπινη σχέση. Δηλαδή το να είμαστε κοντά, να είμαστε μαζί, να δείχνουμε αλληλεγγύη και ενδιαφέρον για τον άλλο, να σκεφτόμαστε τι θα προσφέρουμε σ’ όσους δοκιμάζονται. Όπως κάνανε τα παιδιά στα Δεμένικα της Αχαΐας που δεν πήγαν εκδρομή για να βοηθήσουν ένα άγνωστο παιδί να κάνει εγχείρηση. Το δεύτερο είναι ότι πρέπει να μη «στενεύει το μυαλό» μας και να βλέπει μόνο το κακό που μας απειλεί και μας πλήττει, αλλά να έχουμε μια ευρυγώνια ματιά. Να βλέπουμε πλατιά την κατάσταση, να δούμε ποιοι τρόποι υπάρχουν, ποιοι δρόμοι, ποιες δυνάμεις, ποιοι άνθρωποι, ποιοι χώροι θα μπορούσαν να είναι αλληλέγγυοι με εμάς σε μια κοινή προσπάθεια. Το τρίτο είναι η σκέψη. Σκέψη και πάλι σκέψη, καθώς η νηφάλια και η ορθολογική σκέψη, όσο μπορούμε, είναι το απόλυτο όπλο. Στα δύσκολα ο άνθρωπος αυτό τον τρόπο υπέρβασης διαθέτει: τη σκέψη του. Αλλιώς θα αντιδρούσε άστοχα, σπασμωδικά. Και τέλος είναι η αξιοπρέπεια. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, είναι πολύ μεγάλος ο πειρασμός να ξεπουλήσεις τα πάντα. Πολλοί άνθρωποι δεν αντέχουν και υποκύπτουν. Αλλά όσα και να κερδίσεις, αν χάσεις την αξιοπρέπειά σου τα έχασες όλα. Και ότι και να χάσεις, αν κρατήσεις την αξιοπρέπειά σου δεν έχεις χάσει απολύτως τίποτα. Αυτό πιστεύω.
Είσαι αισιόδοξος;
Θέλω να τοποθετούμαι έξω από το δίπολο «αισιόδοξος – απαισιόδοξος». Θέλω να είμαι ρεαλιστής. Γι’ αυτό θέλω να βλέπω το συνολικό τοπίο και τους πραγματικούς κινδύνους. Και πιστεύω, πάντα, ότι κάτι μπορούμε να κάνουμε, έστω και μόνο για να καθυστερήσουμε το κακό. Να εμποδίσουμε το δρόμο του, να μην κάνει περίπατο. Γιατί και μόνο να πεις ότι δεν συμφωνείς ακόμη και αν σε νικήσουν, έχει αξία το «όχι» που είπες. Πιστεύω, δηλαδή, ότι, το να πεις ένα «όχι», το να αντισταθείς ακόμη και αν νικηθείς, έχει τεράστια σημασία!
Τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν είμαστε όλοι αδέλφια…
Αν οι μεγάλοι, που δοκιμάζονται σκληρά, δεν αντέχουν, τι σημαίνει αυτό για τα παιδιά; Πώς εισπράττουν την κρίση και πώς πρέπει να αντιδρά ο γονιός;
Η σχέση παιδιών και μεγάλων είναι μια σχέση ασύμμετρη. Οι μεγάλοι έχουν παραπάνω υποχρεώσεις, όπως και παραπάνω εξουσίες -αποφασίζουν σε ποιο σχολείο θα πάει το παιδί, σε ποια πόλη θα ζήσουν, κ.λπ. Όταν υπάρχει μια απειλητική κατάσταση που βαραίνει πάνω απ’ όλους, οι γονείς πρέπει να αποτελέσουν την «ομπρέλα» των παιδιών. Αυτό σημαίνει ασυμμετρία της σχέσης. Το πρώτο, λοιπόν, που πρέπει να κάνουν οι γονείς είναι να συνειδητοποιήσουν ότι τα παιδιά τους περιμένουν από αυτούς, ειδικά σε συνθήκες κρίσης, όποια και αν είναι η δική τους προσωπική κατάσταση, να αποτελέσουν την «ομπρέλα», δηλαδή να τα προστατεύσουν. Οι γονείς πρέπει να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν για να έχουν τα παιδιά τους να φάνε και να πάνε σχολείο… Και γι’ αυτό να μην ντραπούν ακόμη και να ζητήσουν από το γείτονα, να αφήσουν κάθε ντροπή στην άκρη αν χρειαστεί. Η Ελλάδα είναι κοινωνία αλληλεγγύης, απλά είμαστε περήφανοι, γι’ αυτό πολλές φορές δεν δείχνουμε προς τα έξω πόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε.
»Οι γονείς δεν πρέπει να μεταφέρουν στα παιδιά τους το δικό τους ψυχολογικό φορτίο. Και αυτό πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από πόσα περνούν οι ίδιοι. Ο καλύτερος τρόπος για να καταφέρουν να αντέξουν είναι να κατανοήσουν τι ακριβώς συμβαίνει. Γι’ αυτό στο βιβλίο μου υπάρχει και η πολιτική διάσταση της κρίσης. Ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο, που είναι η πολιτική ψυχολογία της κρίσης. Και βοηθάει τους μεγάλους να καταλάβουν τι είναι αυτό που ζουν οι ίδιοι. Να ξεμπλοκάρει, δηλαδή, το μυαλό τους, για να μπορέσουν στη συνέχεια να υποστηρίξουν το παιδί τους που είναι θολωμένο, με τα συναισθήματά του κουβάρι. Οι γονείς πρέπει να έχουν μια αρκετά ρεαλιστική εικόνα της κατάστασης για να μπορέσουν να μιλήσουν στα παιδιά τους. Δεν πρέπει να τους μεταφέρουν τα άγχη τους -«ωχ πάμε χαμένοι»- κάτι που συχνά γίνεται, π.χ., την ώρα του φαγητού. Δεν πρέπει μπροστά στο παιδί να συζητάμε τα βάσανα, την ανασφάλειά μας, καθώς δεν μπορεί να τα επεξεργαστεί -όπως ακριβώς δεν συζητάμε τις συναισθηματικές μας εμπλοκές. Προφυλάσσουμε, δηλαδή, τα παιδιά από πληροφορίες που θα τα πνίξουν, ενώ δεν μπορούν να τις κάνουν τίποτα. Τους εξηγούμε, όμως, το τι συμβαίνει για να μπορούν να σταθούν.
»Η ερμηνεία που παρέχουμε στα παιδιά έχει δύο πυλώνες: Πρώτο, ότι ζούμε σ’ ένα κόσμο σκληρό, άνισο και άδικο. Κι’ αυτό πρέπει να το ξέρουν τα παιδιά. Να γνωρίζουν ότι είναι παραμύθι ότι είμαστε όλοι αδέρφια. Ότι η αδελφοσύνη είναι ζητούμενο που το κατακτάς. Δεν είναι μια βεβαιότητα την οποία αν θες τη χρησιμοποιείς, αν θες όχι. Και ότι όλα τα ευγενή πράγματα δυστυχώς δεν τα υποστηρίζει αυτός ο κόσμος. Αλλά, αντίθετα, παράγει φαινόμενα όπως η κρίση, η δυστυχία των ανθρώπων, η μιζέρια της ψυχής, η ερήμωση του πολιτισμού, κ.λπ. Αυτό πρέπει να το μάθουν τα παιδιά για να έχουν μια αίσθηση της πραγματικής κατάστασης του κόσμου. Για να μην «φάνε τα μούτρα» τους. Και γιατί, αν δεν έχουν μια αίσθηση του κόσμου στον οποίο ζούνε, τότε την ταλαιπωρία του σπιτιού, την χρηματική στενοχώρια και τα νεύρα των γονιών κινδυνεύουν να τα μεταφράσουν με το δικό τους μυαλό σε υπαιτιότητα και ανικανότητα των γονιών τους. Η μη κατανόηση του κόσμου, δηλαδή, θα οδηγήσει το παιδικό μυαλό να στραφεί εναντίον των γονιών του. Και αυτοί που είναι οι κύριοι προστάτες του θα θεωρούνται ανήμποροι ή και εχθροί του. Είναι απαραίτητο να καταλάβει το παιδί ότι πρόκειται για ένα συστημικό φαινόμενο, ότι κρίση δεν περνά μόνο η Ελλάδα αλλά ολόκληρη η Ευρώπη, τουλάχιστον η Νότια.
»Όσο για τον δεύτερο πυλώνα, είναι ότι υπάρχει αντίδοτο στην κρίση: Αυτό που ήδη περιγράψαμε, αλλά διατυπωμένο σε γλώσσα που μιλάει το παιδί και με τρόπο που να πιάνει τόπο μέσα στην ψυχή του παιδιού –κυρίως μιλώντας του με ιστορίες.»
ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ
Ο σαδισμός και ο μαζοχισμός ως τρόπος πολιτικής συγκρότησης
«Οι αποκαλύψεις ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση δεν μπορούν να αποδομήσουν το φόβο της κοινωνίας που είχαν καλλιεργήσει, ως ένα βαθμό, οι κυρίαρχες δυνάμεις. Η ΧΑ είναι ένα πολύ συγκεκριμένο μόρφωμα το οποίο διαφοροποιείται από όλα τα άλλα. Επειδή δεν αρκείται απλώς στο να αναγνωρίζει ότι η βία, φυσική ή ψυχολογική, νόμιμη ή μη, είναι συστατικό της πολιτικής ζωής. Προτείνει, πέρα από αυτό, σαν σχέδιο και τρόπο πολιτικής δράσης και κοινωνικής ζωής, την απόλαυση της βίας. Βγαίνουν και κυνηγούν αλλοδαπούς για διασκέδαση. Αυτό είναι σαδισμός.
Στη ΧΑ, εκτός από την απόλαυση της βίας που κάποιος (συνήθως ασήμαντος) ασκεί σε άλλους, υπάρχει και η απόλαυση της βίας που ασκείται πάνω στον ίδιον. Η αρχή του αρχηγού ακριβώς αυτό το πράγμα λέει: ο καθένας υφίσταται μαζοχιστικά τη βία και υποτάσσεται στον ανώτερό του. Είναι η βία που ασκείται πάνω στα μέλη στη διάρκεια της εκπαίδευσης ή όποτε κάνει κάποιο λάθος ο εκπαιδευόμενος. Κι αυτό, στη ΧΑ, το θεωρούσαν συστατικό μέρος της εμπειρίας τους. Απολάμβαναν, δηλαδή, τη βία που οι ίδιοι υφίστανται. Άρα η ΧΑ χαρακτηρίζεται, κι’ αυτό την κάνει μοναδικό φαινόμενο, από το γεγονός ότι υιοθετεί και προβάλει την απόλαυση της βίας. Όχι τη βία ως εργαλείο -«τι να κάνουμε, δεν γίνεται αλλιώς»-, αλλά ως απόλαυση. Και έχει τεράστια ποιοτική διαφορά να προτείνεις το σαδισμό και το μαζοχισμό ως τρόπο πολιτικής συγκρότησης -αυτό δεν το προτείνει κανένα άλλο κόμμα. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι η αντιμετώπιση της ΧΑ πρέπει να είναι τελείως ιδιαίτερη, πέρα από το πολιτικό και κοινωνικό, και στο ψυχολογικό επίπεδο.
Δυστυχώς, πρέπει να το παραδεχτούμε, πολλοί άνθρωποι έβλεπαν τη ΧΑ ως κάτι το αποκρουστικό, αλλά μακρινό ως προς αυτούς, ή ως κάτι που θα μπορούσε να τους παράσχει περισσότερο προστασία παρά απειλή. Αυτή είναι η πραγματικότητα, αυτό δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις. Πολλοί, άλλωστε, που στηρίζουν ΧΑ το κάνουν είτε για να προστατευτούν από το φόβο τους, είτε επειδή υπάρχει και η αίσθηση ταπείνωσης και εξευτελισμού της χώρας παγκοσμίως, η οποία μας θίγει όλους. Σχεδόν ντρέπεσαι να πεις πως είσαι Έλληνας. Δεν θεωρώ, λοιπόν, ότι πηγή του φόβου είναι η ΧΑ. Η ΧΑ είναι μια μηχανή παραγωγής και διάχυσης της βίας με διακριτικό της γνώρισμα την απόλαυση της βίας».
Ο Νίκος Σιδέρης (www.siderman.gr) είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας. Στο βιβλίο του «Μιλώ για την κρίση με το παιδί» (Μεταίχμιο 2013) αναλύεται διεξοδικά η Πολιτική Ψυχολογία της κρίσης και ο μηχανισμός του διπλού δεσμού.
Η Εποχή
Με το Νίκο «γνωριζόμαστε» χρόνια χωρίς ποτέ να τον έχω δει! Στη νιότη του έγραφε καταπληκτικά πολιτικά κείμενα –ψάχναμε, όλοι, να μάθουμε ποιος είναι αυτός ο Σιδέρης που γράφει τόσο εύστοχα και εξαιρετικά. Σαράντα χρόνια μετά [!] γνωριστήκαμε και δια ζώσης. Φτασμένος ψυχίατρος μ’ ένα βιβλίο που είχε γίνει best seller –«Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχίατρο. Γονείς θέλουν!»- έπεσε στα χέρια μου το νέο του βιβλίο «Μιλώ για την κρίση με το παιδί». Και εκεί ανακάλυψα ένα πολιτικό βιβλίο, την πολιτική ψυχολογία της κρίσης. Αράδα – αράδα αντιλαμβάνεσαι το πώς λειτουργούν οι συστημικές δυνάμεις, το πώς προσπαθούν να μπλοκάρουν τη σκέψη, πως μέσα από μηνύματα - «αν αντισταθείς, χάθηκες», «αν υποκύψεις, χάθηκες», «απαγορεύεται να σκεφτείς»- μπλοκάρουν το μυαλό των ανθρώπων. Ένα επιστημονικό πολιτικό βιβλίο που εξηγεί γιατί η πλειοψηφία είναι σαστισμένη απέναντι στην κρίση.
Τη συνέντευξη πήρε
ο Θόδωρος Μιχόπουλος
Φτώχεια, εξαθλίωση, αδιέξοδα, αυτοκτονίες. Η χώρα δεν έχει ούτε φανερή ούτε εύκολη διέξοδο, τουλάχιστον όσο συνεχίζεται αυτή η πολιτική. Πώς βιώνουν οι πολίτες αυτή την κατάσταση;
Το ψυχολογικό στίγμα της περιόδου είναι ένα πολύ συγκεκριμένο «πένθιμο μούδιασμα». Οι άνθρωποι βιώνουν αλλεπάλληλες, συναισθηματικά βαριά φορτισμένες απώλειες. Όχι μόνο υλικές, όπως είναι φανερό σε μισθούς, δουλειά, κατοικία… Αλλά και σε όλο το σύστημα των ευχαριστήσεων που καλλιεργούσαν τόσα χρόνια οι αυταπάτες, τις οποίες τρέφαμε για το είδος της κοινωνίας που «θέλαμε» και που ονομάζεται «καταναλωτικός ναρκισσισμός». Το σύνολο αυτών των απωλειών προκαλεί το πένθος. Όμως το πιο ιδιαίτερο στοιχείο της κατάστασης είναι το μούδιασμα. Κυριολεκτώ. Μούδιασμα της σκέψης, μούδιασμα της πράξης, μούδιασμα και των συναισθημάτων ακόμη.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν κατεβαίνει ο κόσμος στους δρόμους; Έχει μπλοκάρει;
Παλαιότερα για το ένα εκατοστό από όσα συμβαίνουν σήμερα χάλαγε ο κόσμος. Σήμερα συμβαίνουν αδιανόητα πράγματα, απίστευτης βίας και έκτασης αλλαγές, προς το χειρότερο για τη ζωή των ανθρώπων και, ας μην αυταπατόμαστε, δεν υπάρχει ουσιαστική αντίδραση.
Υπάρχει φόβος στη κοινωνία; Γι’ αυτό και δεν αντιδρούν;
Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει σήμερα τις ζωές των ανθρώπων είναι ότι δεν μπορούν να επεξεργαστούν, ούτε σε προσωπικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο -και παρά τις προσπάθειες διαφόρων πολιτικών φορέων-, μια αντίσταση που να μπορούν να την υποστηρίξουν διανοητικά, πρακτικά και συναισθηματικά. Και αυτό συμβαίνει επειδή, μέσα από μια συγκεκριμένη επικοινωνιακή πολεμική μηχανή που παράγει διανοητική εμπλοκή, δημιουργούνται μια σειρά «βαριών» συναισθημάτων, τα οποία λειτουργούν ανασταλτικά και στην καθαρή σκέψη αλλά και στην αντίσταση σ’ αυτό που υφίστανται. Κυρίαρχη είναι η απόγνωση, η οποία δεν είναι απλά απελπισία (δεν έχω ελπίδα, όμως το παλεύω), αλλά παράδοση, μια και χωρίς ορίζοντα, χωρίς μια ιδέα περί του σκοπού και του τρόπου, δεν «παλεύεις». Είναι ακόμη η οργή: Μια οργή ανήμπορη, ωστόσο, που ή καταλήγει σε σπασμωδικές αντιδράσεις χωρίς συνέχεια, προκαλώντας απογοήτευση και παραίτηση, ή στρέφεται ενάντια στον εαυτό σου, προκαλώντας παθητικότητα, άγχος, κατάθλιψη και ψυχοσωματικές παθήσεις. Είναι ο φόβος, ο οποίος, εν μέρει, είναι έλλογος. Υπάρχουν, δηλαδή, πραγματικές απειλές για τη χώρα, αφού δεν είμαστε στο χείλος της καταστροφής, αλλά μέσα στην καταστροφή! Υπάρχει, όμως, και ο άλογος φόβος: μια ολόκληρη σειρά από «φαντάσματα» και «μπαμπούλες», που άλλα τα γεννά η εμπειρία των ανθρώπων, ενώ τα περισσότερα τα καλλιεργούν συστηματικά ο κυρίαρχος πολιτικός και μιντιακός λόγος. Υπάρχει τέλος η αγωνιώδης αναμονή. Οι άνθρωποι, δηλαδή, ζουν, λίγο ως πολύ, αυτό που συμβαίνει στη χώρα σαν να είναι ένα θέαμα, σαν να είναι απ’ έξω αυτοί και περιμένουν να δουν τι θα γίνει. Δηλαδή, δεν κοιτάνε τι θα κάνουν οι ίδιοι -και δεν εννοώ να βγουν στους δρόμους με σημαίες και ταμπούρλα–, το ελάχιστο ας κάνουν: ας αλλάξουν δημοσκοπικές απαντήσεις! Αλλά περιμένουν, μέσα σε μια άγονη αγωνία, να δουν τι θα συμβεί.
Ο διπλός δεσμός
Στο βιβλίο σου γράφεις ότι τρία χρόνια συστηματικά και σχεδιασμένα υποσκάπτεται η ικανότητα των Ελλήνων να σκέπτονται πολιτικά. Πώς το στηρίζεις;
Υπάρχει μια μακρά διαδικασία ευνουχισμού της πολιτικής σκέψης των Ελλήνων. Έχει τρία στάδια. Πρώτο στάδιο είναι η διάλυση του νοήματος των λέξεων. Ξεκινάει στη δεκαετία του 1980, με το πιο εμβληματικό παράδειγμα: «Οι βάσεις φεύγουν για πάντα». Που, στην πράξη, σημαίνει ότι οι βάσεις δεν θα φύγουν ποτέ και κανείς δεν θα ξαναμιλήσει γι’ αυτό! Τώρα τελευταία με τη Συρία συζητάνε για το πώς θα χρησιμοποιηθεί η βάση της Σούδας και κανείς δεν απορεί. Αυτό είναι η διάλυση του νοήματος των λέξεων. Χωρίς, όμως, έγκυρες λέξεις δεν μπορείς και να σκεφτείς. Οι άνθρωποι σκέφτονται με λέξεις. Ελάχιστοι, όπως κάποιοι καλλιτέχνες (μουσικοί ή ζωγράφοι) δεν σκέφτονται με λέξεις. Και η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα λόγου. Έγκυρου λόγου.
Υπάρχουν σήμερα συνθήματα και παρεμβάσεις του πολιτικού συστήματος που ακυρώνουν τις λέξεις;
Πολύ πρόσφατο είναι το «Λεφτά υπάρχουν». Και αποδείχθηκε στην πράξη ότι ένα μεγάλο ποσοστό [εκλογές 2009] των ανθρώπων είχε υποστεί τόση ζημιά στο επίπεδο των λέξεων, που δεν κατάλαβαν ότι ήταν ψεύτικες λέξεις. Το ίδιο συμβαίνει με το «Δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα»… Το δεύτερο στάδιο είναι η διάλυση του νοήματος των πραγμάτων -την δεκαετία του 1990. Την περίοδο, δηλαδή, της «ευμάρειας», τότε που καλλιεργήθηκε η μεγάλη αυταπάτη και οι άνθρωποι έχασαν την αίσθηση του μέτρου στη σχέση τους με τα πράγματα και με τους ανθρώπους κι έγιναν ενεργούμενα του καταναλωτικού ναρκισσισμού. Η τρίτη περίοδος, από τις αρχές του 2000, είναι όταν η ίδια η σκέψη των ανθρώπων γίνεται ανεπιθύμητο γεγονός! Η διαδικασία διακυβέρνησης, δηλαδή, όχι μόνο μέσω εκβιαστικών διλημμάτων, αλλά και πέρα απ’ αυτό: Πόλεμος ενάντια στην ίδια την σκέψη. Τα τελευταία τρία χρόνια, με κορύφωση τις εκλογές του 2012, μπήκε σε λειτουργία ένας ολόκληρος μηχανισμός πολιτικού και μιντιακού λόγου, ο οποίος ενορχηστρωμένα καλλιεργεί ένα επικοινωνιακό περιβάλλον, που είναι γνωστό στην ψυχολογία με την ονομασία «διπλός δεσμός». Είναι ένας μηχανισμός που παράγει εμπλοκή της σκέψης και κατ’ επέκταση παραφροσύνη. Τα καθοριστικά συστατικά αυτού του επικοινωνιακού περιβάλλοντος, που κάνει τους ανθρώπους να φαίνονται τρελαμένοι και να είναι μουδιασμένοι, είναι τρία επάλληλα μηνύματα – τα εξής: Το πρώτο μήνυμα λέει «Αν αντισταθείς, χάθηκες» (χρεοκοπία, δεν θα έχουν γάλα τα παιδιά σου, κ.λπ.). Μαζί μ’ αυτό έρχεται ένα δεύτερο μήνυμα, που προκύπτει από την εμπειρία και άλλα σήματα. Και λέει «Αν υποκύψεις, χάθηκες» (φτώχια, ανεργία, κλείνουν μαγαζιά, τα παιδιά φεύγουν στα ξένα, κ.λπ.). Και τέλος έρχεται και «κλειδώνει» το σύστημα ένα τρίτο μήνυμα, που σου απαγορεύει να σκεφτείς: «Το μνημόνιο είναι μονόδρομος, το είπε η τρόικα». Αυτά τα τρία μηνύματα -«αν αντισταθείς, χάθηκες», «αν υποκύψεις, χάθηκες», «απαγορεύεται να σκεφτείς»- μπλοκάρουν το μυαλό των ανθρώπων. Εξαρθρώνουν τις ψυχές. Τους κάνουν ανήμπορους να αρθρώσουν σκέψη και λόγο. Πρόκειται, εμφανώς, για κούρεμα της σκέψης, και μάλιστα με την ψιλή.
Κοινωνικό πείραμα
Θεωρείς ότι αυτό έγινε σκόπιμα και συστηματικά στην Ελλάδα. Χρησιμοποιήθηκε, δηλαδή, η χώρα ως πειραματόζωο;
Όπως γνωρίζετε, η Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ ήταν το πειραματικό εργαστήριο του νεο-φιλελευθερισμού, ως προς την οικονομική πολιτική του. Θεωρώ ότι, αντιστοίχως, η Ελλάδα του μνημονίου είναι το πειραματικό εργαστήριο της στρατηγικής που έχει στόχο την κατάλυση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου, του κράτους προνοίας και κάθε πολιτικής ρύθμισης του νεο-φιλελεύθερου αγριανθρωπισμού, χωρίς αντίσταση, με εργαλείο ακριβώς τον ευνουχισμό της πολιτικής (και όχι μόνο) σκέψης των ανθρώπων. Η Ελλάδα φαίνεται να είναι ένα εξαιρετικό πειραματόζωο: έχει μικρό μέγεθος και «παράξενους», δύστροπους ανθρώπους. Αν αυτοί υποταχθούν θα πει ότι και άλλοι λαοί, που είναι πιο πειθήνιοι -οι Ελβετοί ή οι Βόρειοι, για παράδειγμα-, είναι πολύ πιο εύκολο να τους χειριστείς. Πιστεύω ότι εξελίσσεται ένα αληθινό κοινωνικό πείραμα. Και δεν χρειάζεται πάντα η συνομωσία για να έχεις ένα κέντρο που οργανώνει τις ψυχολογικές επιχειρήσεις επηρεασμού της κοινής γνώμης. Κάθε κράτος και κάθε κόμμα, που σέβεται τον εαυτό του, έχει αντίστοιχες «υπηρεσίες». Και επισήμως, άλλωστε, υφίσταται σε διάφορες χώρες και περιόδους «Υπουργείο τύπου και πληροφοριών», δηλαδή προπαγάνδας! Άλλωστε, η ενορχήστρωση των μνημονιακών μέσων, εντός και εκτός Ελλάδος, είναι θαυμαστή και πασίδηλη. Αν και αυτό δεν είναι πειστήριο ως προς τον παρατεταμένο ψυχολογικό πόλεμο που διεξάγεται με στόχο τα μυαλά των πολιτών, τότε ζούμε σε μια υπερκόσμια, παραδείσια χώρα, όπου στην πολιτική δεν υφίσταται σκοπιμότητα, δόλος, στρατηγική και προπαγάνδα.
Πώς αντιμετωπίζεται και ο διάχυτος φόβος στη κοινωνία;
Ο φόβος έχει μια λειτουργία προστατευτική, αν είναι έλλογος. Αν εκτιμά, δηλαδή, τα αντικειμενικά δεδομένα, με λίγο έως πολύ ρεαλιστικό τρόπο, και παίρνει σοβαρά υπόψη τις απειλές που ενδέχεται να υπάρχουν ή εντοπίζονται. Μας προστατεύει από κακοτοπιές: από τον πειρασμό της άγνοιας ή της υποτίμησης του κινδύνου, από το εκλαμβάνουμε τη φαντασία μας ως πραγματικότητα. Υπάρχει, όμως, και ένας άλογος φόβος όπου καλλιεργούνται, από τη δική μας φαντασία και από άλλους μηχανισμούς, μυθοπλασίες. Διάφορα σενάρια με θηρία και κακούς που θα μας φάνε, κ.λπ. Και στην πολιτική ζωή πάντοτε ο φόβος είναι καθοριστικό στοιχείο. Ο Μακιαβέλι εδώ και πεντακόσια χρόνια έχει τονίσει ότι στην πολιτική αξιοποιούμε πάντοτε καθολικά πάθη, όπως είναι το μίσος και ο φόβος. Στον Ηγεμόνα, για παράδειγμα, ο Μακιαβέλι θέτει το ερώτημα αν είναι προτιμότερο να σε αγαπούν ή να σε φοβούνται. Και απαντά ότι ο Ηγεμόνας έχει συμφέρον να τον φοβούνται περισσότερο παρά να τον αγαπούν, αν δεν μπορεί να συνδυάσει και τα δύο. Κι’ αυτό γιατί το να σε αγαπούν εξαρτάται από τους άλλους, ενώ το να σε φοβούνται από σένα! Μην ξεχνάμε ότι στην εκκλησία μια από τις κορυφαίες στιγμές είναι όταν λέγεται «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Δηλαδή ο Θεός, που τα έπλασε όλα μια χαρά, βάζει μέσα και το φόβο, το σεβασμό, το δέος των δούλων Του. Ο φόβος, λοιπόν, είναι κάτι που ενυπάρχει στην πολιτική ζωή. Σ’ ένα περιβάλλον με συγκρουσιακή πολιτική δεν μπορεί να μην υπάρχουν απειλές, και κατ’ επέκταση φόβος. Όμως, εδώ έγκειται η κρίσιμη διάκριση: Αν μπορείς να σκεφτείς, ο φόβος νικιέται. Αν δεν μπορείς να σκεφτείς, ο φόβος είναι ανίκητος –ιδίως ο άλογος φόβος. Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα σήμερα, η νηφάλια και ορθολογική σκέψη μπλοκάρει μέσω του «διπλού δεσμού». Και το να μη σκέπτεσαι σε κάνει και παγώνεις. Αυτό συμβαίνει σήμερα και είναι τρομακτικά εντυπωσιακό να «χαλάει ο κόσμος» και να μην μετακινείται σχεδόν τίποτα. Οι άνθρωποι απλά κοιτάζουν να δουν τι θα γίνει στο τέλος – κάτι σαν ταινία, δηλαδή.
Υπάρχει αντίδοτο στην κρίση;
Υπάρχει, και έχει κάποια ευρύτερα συστατικά, μεγάλης κλίμακας, όπως μια διανοητική και ηθική μεταρρύθμιση, μια θεραπεία αλήθειας (να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους) και την επιστροφή στους ανθρώπους, στην ανθρώπινη σχέση ως μέτρο των πάντων. Υπάρχει, όμως, και ένα μικρότερης κλίμακας, προσωπικό αντίδοτο. Ένα είδος προσωπικής στάσης που σε θωρακίζει απέναντι στην αντιξοότητα και σου επιτρέπει, μάλιστα, μέσα από τα δύσκολα να γίνεις και καλύτερος άνθρωπος. Η φρικτή εμπειρία της ανθρωπότητας είναι ότι όποτε πέφτουμε στη μαλθακότητα –εκεί που αναφέρεται ο Περικλής όταν λέει «φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας»- γινόμαστε χειρότεροι. Είναι γνωστό πώς εκφυλίζονται και παρακμάζουν τα έθνη, τα κράτη, οι πολιτισμοί, οι κοινωνίες, κ.λπ.
Αξιοπρέπεια στην κρίση
Τα συστατικά του αντίδοτου της προσωπικής στάσης είναι: Πρώτον, η ανθρώπινη σχέση. Δηλαδή το να είμαστε κοντά, να είμαστε μαζί, να δείχνουμε αλληλεγγύη και ενδιαφέρον για τον άλλο, να σκεφτόμαστε τι θα προσφέρουμε σ’ όσους δοκιμάζονται. Όπως κάνανε τα παιδιά στα Δεμένικα της Αχαΐας που δεν πήγαν εκδρομή για να βοηθήσουν ένα άγνωστο παιδί να κάνει εγχείρηση. Το δεύτερο είναι ότι πρέπει να μη «στενεύει το μυαλό» μας και να βλέπει μόνο το κακό που μας απειλεί και μας πλήττει, αλλά να έχουμε μια ευρυγώνια ματιά. Να βλέπουμε πλατιά την κατάσταση, να δούμε ποιοι τρόποι υπάρχουν, ποιοι δρόμοι, ποιες δυνάμεις, ποιοι άνθρωποι, ποιοι χώροι θα μπορούσαν να είναι αλληλέγγυοι με εμάς σε μια κοινή προσπάθεια. Το τρίτο είναι η σκέψη. Σκέψη και πάλι σκέψη, καθώς η νηφάλια και η ορθολογική σκέψη, όσο μπορούμε, είναι το απόλυτο όπλο. Στα δύσκολα ο άνθρωπος αυτό τον τρόπο υπέρβασης διαθέτει: τη σκέψη του. Αλλιώς θα αντιδρούσε άστοχα, σπασμωδικά. Και τέλος είναι η αξιοπρέπεια. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, είναι πολύ μεγάλος ο πειρασμός να ξεπουλήσεις τα πάντα. Πολλοί άνθρωποι δεν αντέχουν και υποκύπτουν. Αλλά όσα και να κερδίσεις, αν χάσεις την αξιοπρέπειά σου τα έχασες όλα. Και ότι και να χάσεις, αν κρατήσεις την αξιοπρέπειά σου δεν έχεις χάσει απολύτως τίποτα. Αυτό πιστεύω.
Είσαι αισιόδοξος;
Θέλω να τοποθετούμαι έξω από το δίπολο «αισιόδοξος – απαισιόδοξος». Θέλω να είμαι ρεαλιστής. Γι’ αυτό θέλω να βλέπω το συνολικό τοπίο και τους πραγματικούς κινδύνους. Και πιστεύω, πάντα, ότι κάτι μπορούμε να κάνουμε, έστω και μόνο για να καθυστερήσουμε το κακό. Να εμποδίσουμε το δρόμο του, να μην κάνει περίπατο. Γιατί και μόνο να πεις ότι δεν συμφωνείς ακόμη και αν σε νικήσουν, έχει αξία το «όχι» που είπες. Πιστεύω, δηλαδή, ότι, το να πεις ένα «όχι», το να αντισταθείς ακόμη και αν νικηθείς, έχει τεράστια σημασία!
Τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν είμαστε όλοι αδέλφια…
Αν οι μεγάλοι, που δοκιμάζονται σκληρά, δεν αντέχουν, τι σημαίνει αυτό για τα παιδιά; Πώς εισπράττουν την κρίση και πώς πρέπει να αντιδρά ο γονιός;
Η σχέση παιδιών και μεγάλων είναι μια σχέση ασύμμετρη. Οι μεγάλοι έχουν παραπάνω υποχρεώσεις, όπως και παραπάνω εξουσίες -αποφασίζουν σε ποιο σχολείο θα πάει το παιδί, σε ποια πόλη θα ζήσουν, κ.λπ. Όταν υπάρχει μια απειλητική κατάσταση που βαραίνει πάνω απ’ όλους, οι γονείς πρέπει να αποτελέσουν την «ομπρέλα» των παιδιών. Αυτό σημαίνει ασυμμετρία της σχέσης. Το πρώτο, λοιπόν, που πρέπει να κάνουν οι γονείς είναι να συνειδητοποιήσουν ότι τα παιδιά τους περιμένουν από αυτούς, ειδικά σε συνθήκες κρίσης, όποια και αν είναι η δική τους προσωπική κατάσταση, να αποτελέσουν την «ομπρέλα», δηλαδή να τα προστατεύσουν. Οι γονείς πρέπει να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν για να έχουν τα παιδιά τους να φάνε και να πάνε σχολείο… Και γι’ αυτό να μην ντραπούν ακόμη και να ζητήσουν από το γείτονα, να αφήσουν κάθε ντροπή στην άκρη αν χρειαστεί. Η Ελλάδα είναι κοινωνία αλληλεγγύης, απλά είμαστε περήφανοι, γι’ αυτό πολλές φορές δεν δείχνουμε προς τα έξω πόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε.
»Οι γονείς δεν πρέπει να μεταφέρουν στα παιδιά τους το δικό τους ψυχολογικό φορτίο. Και αυτό πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα από πόσα περνούν οι ίδιοι. Ο καλύτερος τρόπος για να καταφέρουν να αντέξουν είναι να κατανοήσουν τι ακριβώς συμβαίνει. Γι’ αυτό στο βιβλίο μου υπάρχει και η πολιτική διάσταση της κρίσης. Ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο, που είναι η πολιτική ψυχολογία της κρίσης. Και βοηθάει τους μεγάλους να καταλάβουν τι είναι αυτό που ζουν οι ίδιοι. Να ξεμπλοκάρει, δηλαδή, το μυαλό τους, για να μπορέσουν στη συνέχεια να υποστηρίξουν το παιδί τους που είναι θολωμένο, με τα συναισθήματά του κουβάρι. Οι γονείς πρέπει να έχουν μια αρκετά ρεαλιστική εικόνα της κατάστασης για να μπορέσουν να μιλήσουν στα παιδιά τους. Δεν πρέπει να τους μεταφέρουν τα άγχη τους -«ωχ πάμε χαμένοι»- κάτι που συχνά γίνεται, π.χ., την ώρα του φαγητού. Δεν πρέπει μπροστά στο παιδί να συζητάμε τα βάσανα, την ανασφάλειά μας, καθώς δεν μπορεί να τα επεξεργαστεί -όπως ακριβώς δεν συζητάμε τις συναισθηματικές μας εμπλοκές. Προφυλάσσουμε, δηλαδή, τα παιδιά από πληροφορίες που θα τα πνίξουν, ενώ δεν μπορούν να τις κάνουν τίποτα. Τους εξηγούμε, όμως, το τι συμβαίνει για να μπορούν να σταθούν.
»Η ερμηνεία που παρέχουμε στα παιδιά έχει δύο πυλώνες: Πρώτο, ότι ζούμε σ’ ένα κόσμο σκληρό, άνισο και άδικο. Κι’ αυτό πρέπει να το ξέρουν τα παιδιά. Να γνωρίζουν ότι είναι παραμύθι ότι είμαστε όλοι αδέρφια. Ότι η αδελφοσύνη είναι ζητούμενο που το κατακτάς. Δεν είναι μια βεβαιότητα την οποία αν θες τη χρησιμοποιείς, αν θες όχι. Και ότι όλα τα ευγενή πράγματα δυστυχώς δεν τα υποστηρίζει αυτός ο κόσμος. Αλλά, αντίθετα, παράγει φαινόμενα όπως η κρίση, η δυστυχία των ανθρώπων, η μιζέρια της ψυχής, η ερήμωση του πολιτισμού, κ.λπ. Αυτό πρέπει να το μάθουν τα παιδιά για να έχουν μια αίσθηση της πραγματικής κατάστασης του κόσμου. Για να μην «φάνε τα μούτρα» τους. Και γιατί, αν δεν έχουν μια αίσθηση του κόσμου στον οποίο ζούνε, τότε την ταλαιπωρία του σπιτιού, την χρηματική στενοχώρια και τα νεύρα των γονιών κινδυνεύουν να τα μεταφράσουν με το δικό τους μυαλό σε υπαιτιότητα και ανικανότητα των γονιών τους. Η μη κατανόηση του κόσμου, δηλαδή, θα οδηγήσει το παιδικό μυαλό να στραφεί εναντίον των γονιών του. Και αυτοί που είναι οι κύριοι προστάτες του θα θεωρούνται ανήμποροι ή και εχθροί του. Είναι απαραίτητο να καταλάβει το παιδί ότι πρόκειται για ένα συστημικό φαινόμενο, ότι κρίση δεν περνά μόνο η Ελλάδα αλλά ολόκληρη η Ευρώπη, τουλάχιστον η Νότια.
»Όσο για τον δεύτερο πυλώνα, είναι ότι υπάρχει αντίδοτο στην κρίση: Αυτό που ήδη περιγράψαμε, αλλά διατυπωμένο σε γλώσσα που μιλάει το παιδί και με τρόπο που να πιάνει τόπο μέσα στην ψυχή του παιδιού –κυρίως μιλώντας του με ιστορίες.»
ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ
Ο σαδισμός και ο μαζοχισμός ως τρόπος πολιτικής συγκρότησης
«Οι αποκαλύψεις ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση δεν μπορούν να αποδομήσουν το φόβο της κοινωνίας που είχαν καλλιεργήσει, ως ένα βαθμό, οι κυρίαρχες δυνάμεις. Η ΧΑ είναι ένα πολύ συγκεκριμένο μόρφωμα το οποίο διαφοροποιείται από όλα τα άλλα. Επειδή δεν αρκείται απλώς στο να αναγνωρίζει ότι η βία, φυσική ή ψυχολογική, νόμιμη ή μη, είναι συστατικό της πολιτικής ζωής. Προτείνει, πέρα από αυτό, σαν σχέδιο και τρόπο πολιτικής δράσης και κοινωνικής ζωής, την απόλαυση της βίας. Βγαίνουν και κυνηγούν αλλοδαπούς για διασκέδαση. Αυτό είναι σαδισμός.
Στη ΧΑ, εκτός από την απόλαυση της βίας που κάποιος (συνήθως ασήμαντος) ασκεί σε άλλους, υπάρχει και η απόλαυση της βίας που ασκείται πάνω στον ίδιον. Η αρχή του αρχηγού ακριβώς αυτό το πράγμα λέει: ο καθένας υφίσταται μαζοχιστικά τη βία και υποτάσσεται στον ανώτερό του. Είναι η βία που ασκείται πάνω στα μέλη στη διάρκεια της εκπαίδευσης ή όποτε κάνει κάποιο λάθος ο εκπαιδευόμενος. Κι αυτό, στη ΧΑ, το θεωρούσαν συστατικό μέρος της εμπειρίας τους. Απολάμβαναν, δηλαδή, τη βία που οι ίδιοι υφίστανται. Άρα η ΧΑ χαρακτηρίζεται, κι’ αυτό την κάνει μοναδικό φαινόμενο, από το γεγονός ότι υιοθετεί και προβάλει την απόλαυση της βίας. Όχι τη βία ως εργαλείο -«τι να κάνουμε, δεν γίνεται αλλιώς»-, αλλά ως απόλαυση. Και έχει τεράστια ποιοτική διαφορά να προτείνεις το σαδισμό και το μαζοχισμό ως τρόπο πολιτικής συγκρότησης -αυτό δεν το προτείνει κανένα άλλο κόμμα. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι η αντιμετώπιση της ΧΑ πρέπει να είναι τελείως ιδιαίτερη, πέρα από το πολιτικό και κοινωνικό, και στο ψυχολογικό επίπεδο.
Δυστυχώς, πρέπει να το παραδεχτούμε, πολλοί άνθρωποι έβλεπαν τη ΧΑ ως κάτι το αποκρουστικό, αλλά μακρινό ως προς αυτούς, ή ως κάτι που θα μπορούσε να τους παράσχει περισσότερο προστασία παρά απειλή. Αυτή είναι η πραγματικότητα, αυτό δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις. Πολλοί, άλλωστε, που στηρίζουν ΧΑ το κάνουν είτε για να προστατευτούν από το φόβο τους, είτε επειδή υπάρχει και η αίσθηση ταπείνωσης και εξευτελισμού της χώρας παγκοσμίως, η οποία μας θίγει όλους. Σχεδόν ντρέπεσαι να πεις πως είσαι Έλληνας. Δεν θεωρώ, λοιπόν, ότι πηγή του φόβου είναι η ΧΑ. Η ΧΑ είναι μια μηχανή παραγωγής και διάχυσης της βίας με διακριτικό της γνώρισμα την απόλαυση της βίας».
Ο Νίκος Σιδέρης (www.siderman.gr) είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας. Στο βιβλίο του «Μιλώ για την κρίση με το παιδί» (Μεταίχμιο 2013) αναλύεται διεξοδικά η Πολιτική Ψυχολογία της κρίσης και ο μηχανισμός του διπλού δεσμού.
Η Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου