“Η Σμύρνη πήρε φωτιά, καίγεται… Εκεί, κορούλα μου, ήταν τα πλοία, τα γαλλικά και τα εγγλέζικα και πήγαινε ο κόσμος μπας και σωθεί. Και τους κόβανε τα χέρια και… πέφτανε στη θάλασσα οι κοπέλες και τα παλικάρια”.
..Διαβάζοντας το προς στιγμή νόμιζα πως άκουγα τη γιαγιά μου την Αρτεμούλα , όταν, μικρό παιδί εγώ τότε, την έβαζα να μου πει την ιστορία της ζωής της.
Η Μαρία- Αρτεμησία από τη Σμύρνη βρέθηκε στα μικράτα της ( τριω χρονώ ήταν δεν ήταν) μόνη και αποκομένη απο γονείς και αδέρφια. Το πλοίο την “ξεβρασε” στο λιμάνι του Πειραιά μαζί με καμμια τριακοσσαριά άλλους που είχαν καταφέρει και είχαν στιβαχτεί στα σωθηκά του. Τα μόνα υπάρχοντα που έφερνε μαζί της η Αρτεμούλα με το σγουρό ξανθό μαλλί και τα τρομαγμένα καταγάλανα μάτια ήταν ένας χρυσός βαφτιστικός σταυρός κρεμασμένος στο λαιμό της ( με χαραγμένα επάνω τα δυο της ονόματα και την ημερομηνία γέννησης) καθως και λιγοστές μνήμες απο εάν μεγάλο ΄λόφωτο σπίτι με μανταρινόκηπο και νεραντζιές στην εσωτερική αυλή όπου έπαιζε μόνη της τα πρωινά και με τα τρια μεγαλύτερα αδέρφια της τα μεσημέρια σαν γύριζαν από το σχολέιο.
Στο λιμάνι του Πειραιά τη λυπήθηκε ο Κορυζής και την περιμάζεψε στο σπίτι του σαν ψυχοπαίδι.Οταν αργότερα ο Κορυζής ο ίδιος αυτοκτόνησε η μικρη Αρτεμούλα βρέθηκε παρακόρη στου παπου του Γιωργάκη μέχρι που στα δεκαοχτώ της την πάντρεψαν τη φτωχούλα με τον μπαρμπα Αντώνη που ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος της και του “πέθαιναν ” οι γυναίκες΄.
Μαζί του νοικοκυρεύτηκε και έκανε μια όμορφη οικογένεια. Τέσσερις κόρες κι ένα γιο μονάκριβο. Ο κυρ Αντωνης τη λάτρευε αλλά η Αρτεμούλα δεν ήταν λίγες οι φορές που πεταγόταν στον ύπνο της βλέποντας εφιάλτες. Σε κάθε ευκαιρία μιλούσε και σε μένα και στα άλλα της εγγόνια για τη “σφαγή ” όπως την έλεγε σαν βούρκωνε κι αρχιζε να διηγείτε πως έζωσαν το σπίτι τους οι φλόγες , πως η μάνα της μάζεψε τα παιδια γύρω της , πως ο πατέρας ζαλώθηκε ένα μπόγο ότι μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους .
Το βλέμμα της αγρίευε και η φωνή της τσάκιζε στη θύμιση του Τσέτη που τους κυνήγησε από κάποιο σημείο της διαδρομ’ης και πέρα .. η μνήμη θόλωνε σαν έφτανε εκεί που ο πατέρας την έδωσε σε δυο χέρια απλωμένα μέσα από μια βάρκα και μετά από αυτό τίποτε άλλο γιατί η γυναίκα που την είχε ήδη πάρει στην αγκαλιά της, γύρισε κι έκρυψε το τρομαγμένο προσωπάκι της μικρής στον κόρφο της. Ακουγε σαν σε ηχώ τη μάνα της να φωνάζει : θεέ μου βόηθα!! Αρτεμούλα , σ αγαπώ …
Θυμόταν έντονα πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει με ευχέρεια , οτι τα μάτια της έτσουζαν από κάπνα και στα αυτιά της έφταναν παρακάλια και κραυγές απόγνωσης . Η πόλη πίσω καιγόταν. Παντού φλόγες .. καπνιά, μυρρωδια από αίματα κι από τσουρουφλισμένη σάρκα .. κραυγές απόγνωσης .Γύρω γινόταν ” χαλασμός ” και ταραχή μεγάλη, συνήθιζε να λέει .
Μετά την απομάκρυνση τους απο το λιμάνι ταξίδευαν μέρες στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, χωρίς νερό και χωρίς φαί.
- ” Τρομάζεις τα παιδιά , γυναίκα, τη μάλλωνε ο παπούς”
- Ησύχασε Αντώνη μου, δεν τους λέω ψέματα. Μπορεί να σκιάζονται έτσι που τα ακούνε όμως αυτή είναι η ιστορία μου και θέλω να τη μάθουν από μένα.
Τα χρόνια πέρασαν, η Αρτεμούλα γέρασε , αλλά ποτέ δεν έπαψε να ψάχνει για τους δικούς της και να βουρκώνει κάθε φορά που έφτιαχνε γλυκό νεραντζάκι για να μας γλυκάνει.
- Να μάθω ότι γλύτωσαν από του Τσέτη τη μάχαιρα , μουρμούριζε και μια σκιά έσκιαζε σαν αστραπή το βλέμμα της.
Πέθανε με αυτό τον καημό.
Αυτή είναι περιληπτικά η ιστορία της μικρής Μαρίας_Αρτεμησίας προσφυγοπούλας από τη σφαγή της Σμύρνης όπως μου την έχει πολλάκις αυτοπροσώπως διηγηθεί και ευθαρσώς την καταθέτω .
Συνωστισμό το λες εσυ αυτό κυρά μου;; Εγώ το λέω Χαλασμό, μαρία ρεπούση !
—————————————-
Και αυτές εδώ είναι οι μνήμες της Ελευθερίας Ψαλτήρα
Πανω από 90 χρόνια έχουν περάσει από τον “μαύρο” Σεπτέμβρη του ’22 που η Σμύρνη παραδινόταν στις φλόγες και μαζί της η ζωή χιλιάδων ανθρώπων που έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Κι, όμως, η εικόνα της καιόμενης πόλης δεν “ξεθώριασε” ποτέ στη μνήμη της 96χρονης, σήμερα, Ελευθερίας Ψαλτήρα.
Μικρό παιδί, στην αγκαλιά της μητέρα της τότε, θυμάται σαν χθες τις τελευταίες ώρες που έζησε η οικογένειά της στην “πόλη του πόνου” και το μακρύ ταξίδι, με βάρκες, μέχρι την Ελλάδα και αφηγείται την προσωπική της “οδύσσεια” στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από το διαμέρισμά της στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, δηλώνοντας “μικρασιάτισσα στην καρδιά και το μυαλό”.
Ο παππούς και ο πατέρας της 96χρονης, βλέποντας τις σκηνές φρίκης που εκτυλίσσονταν μετά την κατάρρευση του ελληνικού στρατιωτικού μετώπου, λόγω της αντεπίθεσης των Τούρκων ανταρτών με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, αποφάσισαν να πάρουν την οικογένεια και μαζί με τα όποια χρήματα είχαν και κάποια απαραίτητα είδη, όπως παπλώματα, να μπουν στα καΐκια και να ξεκινήσουν για τη Θεσσαλονίκη.
“Τα πράγματα είχαν αγριέψει. Τα τρένα κουβαλούσαν πτώματα. Ο πατέρας μου σκέφτηκε να πάρει την οικογένεια του και να φύγουμε μακριά από τη Σμύρνη. Κρύψανε τα λεφτά τους, πήραν συγγενείς και κουμπάρους και σηκώθηκαν νύχτα και φύγανε. Εγώ ήμουν σχεδόν μωρό. Αρμενίζαμε μέρες με τα κουπιά- τότε δεν υπήρχαν μηχανές, μόνο πανιά” μας λέει η 96χρονη..
“Ο μπαμπάς μου, πριν εγκαταλείψουμε το σπίτι μας στη Σμύρνη, είχε πάρει ένα τσουβάλι λίρες, αλλά ήταν χάρτινες, μεγάλες. Τα λεφτά τους τα πήραν και οι υπόλοιποι συγγενείς. Για να ζήσουμε μέσα στα καΐκια καίγανε τις λίρες για να τηγανίσουνε αυγά να φάμε. Από τα συνολικά πέντε τσουβάλια έμεινε μόνο το ένα, όταν φτάσαμε. Τα άλλα τα κάψαμε στη διαδρομή γιατί νομίζαμε ότι δεν έχουν αξία” θυμάται.
Ύστερα από μια σύντομη στάση στη Μυτιλήνη και μια μεγαλύτερη στη Στυλίδα, η οικογένεια με τα εφτά καΐκια της έφτασε στη Θεσσαλονίκη. “Μόλις φτάσαμε στην Ελλάδα, κάποια στιγμή οι δικοί μου ήθελαν να δουν εάν περνάνε τα χρήματα που φέρανε από την Τουρκία. Πήγε τότε ο παππούς μου με μια χάρτινη λίρα στον μπακάλη και, όταν είδε πόσα πολλά ρέστα του έδωσε, τρελάθηκε. Γύρισε σπίτι και είπε: “τα λεφτά που φέραμε περνάνε κι εμείς τα κάψαμε…”.
Εκείνα τα καΐκια, με τα οποία ήρθαν από τη Σμύρνη, αποτέλεσαν την “προίκα” της οικογένειας, αφού τα παιδιά της κυρίας Ελευθερίας, όπως και τα εγγόνια της, συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση κι εργάζονται ως ψαράδες, ενώ η ίδια παραμένει “μικρσασιάτισσα με τα όλα της” παρά το γεγονός ότι λίγα χρόνια απομένουν για να συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής..
Διαχείριση της προσφυγικής μνήμης
“Οι πρόσφυγες με την αποβίβασή τους στο ελεύθερο έδαφος τοποθετούνταν σε καραντίνες. Το Απολυμαντήριο της Καλαμαριάς ήταν η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Για ένα διάστημα έως το καλοκαίρι του 1923, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες άφησαν την τελευταία τους πνοή στα λιμοκαθαρτήρια εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Αυτή είναι μια από τις τραγικότερες στιγμές της καταστροφής” λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ Ιάκωβος Μιχαηλίδης.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο κ. Μιχαηλίδης, “στην αυγή του 21ου αιώνα, η διαχείριση της προσφυγικής μνήμης είναι το πιο σημαντικό από αυτά που έχουν διατηρηθεί από ένα συγκλονιστικό παρελθόν”.
“Αυτό που ξεκίνησε ως τραύμα στη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων και στις διμερείς σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία θα μπορούσε, σήμερα, με έναν νηφάλιο τρόπο να χρησιμοποιηθεί ως δείγμα του πόσο ολέθρια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα των εθνικισμών και πόσο προοδευτικά μπορούν να ζήσουν δύο κοινωνίες όταν στηρίζονται στις ίδιες αξίες, της καλής γειτονίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων των προσφύγων και εν γένει των πολιτών τους” υπογραμμίζει.
Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού
Στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης λειτουργεί το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, σκοπός του οποίου είναι να συμβάλει στη διατήρηση της μνήμης και την ανάδειξη της ιστορικής “ταυτότητας”.
Οι δραστηριότητές του περιλαμβάνουν: τη συγκέντρωση, καταγραφή και μελέτη του σχετικού ιστορικού υλικού καθώς και των προφορικών μαρτυριών, την προβολή αντικειμένων που σχετίζονται με τα ήθη και τα έθιμα των προσφύγων, τη δημιουργία βιβλιοθήκης, τη διοργάνωση εκδηλώσεων κ.α.
“Λαός που δεν έχει μνήμη και δεν ξέρει την ιστορία του δεν μπορεί να βρει το βηματισμό του στο μέλλον. Αντλούμε διδάγματα από το παρελθόν, από αυτές τις μνήμες και διαμορφώνουμε την πορεία μας στο μέλλον. Για εμάς είναι χρέος τιμής να διατηρήσουμε αυτό το αρχείο. Η έρευνα είναι ανεξάντλητη, έχει ξεκινήσει από εμάς και δεν έχει τελειωμό”, τόνισε ο πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Σωτήρης Γεωργιάδης.
xeimwniatikhliakada
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου