To άρθρο γράφτηκε πριν δύο χρόνια, αλλά δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε ως προς τη γενική εικόνα. Η παραγωγική αποσάθρωση στον αγροτικό τομέα σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο διατροφικό μοντέλο (τεράστια αύξηση στην κατανάλωσης κρέατος) έχουν ως αποτέλεσμα τη μαζική εισαγωγή σε βασικά είδη διατροφής, όπως το μαλακό σιτάρι και τα κτηνοτροφικά προϊόντα.
ΤΟΥ ΝIΚΟΥ ΦΙΛΙΠΠIΔΗ από την ιστοσελίδα paragogi.net
(filippidis@paragogi.net)
Σε αστρονομικά ύψη έφτασε και το 2012 η αξία των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων, σημάδι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα δεν είναι ικανή να θρέψει τους Έλληνες με δικά της αγροτικά προϊόντα. Το ποσό που πληρώθηκε εν μέσω κρίσης για εισαγωγές στο εντεκάμηνο του έτους έφτασε τα 5,7 δισ. ευρώ, ελαφρώς μειωμένο (-4,1%) από τα 5,96 δισ. ευρώ του αντίστοιχου διαστήματος του 2011.
Η Ελλάδα παραμένει μαζικός εισαγωγέας αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, ενώ η κρίση των τελευταίων χρόνων μπορεί να σταμάτησε την αύξηση της ζήτησης και να «φρέναρε» τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, όμως το ποσό που δαπανάται είναι σε κάθε περίπτωση δυσθεώρητο. Μάλιστα, ακόμα και η αύξηση των εξαγωγών κατά 14,7%, στα 4,69 δισ. ευρώ στο εντεκάμηνο του 2012, δείχνει ότι το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο παραμένει σταθερά πάνω από το 1 δισ. ευρώ.
Η επίπτωση της ύφεσης και της υποκατάστασης εισαγωγών είναι εμφανής για πρώτη φορά την περίοδο της κρίσης το 2012 και αυτό μόνο σε ορισμένους κλάδους, όπως στις εισαγωγές φρούτων και λαχανικών που ανήλθαν στα 575,4 εκατ. ευρώ στο 11μηνο ’12, σημειώνοντας πτώση κατά 11,0%, αλλά μετά από αύξησή τους κατά 4,0% το 2011, στις εισαγωγές ψαριών και παρασκευασμάτων (11μηνο ’12: -12,6%, 2011: +7,5%), στις εισαγωγές ποτών (11μηνο ’12: -12%, 2011: -16,9%) και στις εισαγωγές δημητριακών και παρασκευασμάτων (11μηνο ’12: -15,6%, 2011: +20,7%). Επίσης, οι εισαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων και αυγών ανήλθαν στα 700,4 εκατ. ευρώ στο 11μηνο ’12, σημειώνοντας πτώση κατά 6,6% σε ετήσια βάση, αλλά από αύξησή τους κατά 4,6% το 2011. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα καταναλώνει περίπου 1.200.000 τόνους αγελαδινό γάλα, αλλά μόλις 665.000 τόνοι παράγονται στη χώρα μας.
Η μεγάλη πληγή, ωστόσο, στο έλλειμμα του εμπορικού αγροτικού ισοζυγίου είναι τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Οι εισαγωγές κρεάτων και παρασκευασμάτων διαμορφώθηκαν στα 1.029,1 εκατ. ευρώ (18,0% του συνόλου των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων) στο 11μηνο ’12, σημειώνοντας αύξηση κατά 2,1% σε ετήσια βάση παρά τη λιτότητα, έναντι αύξησής τους κατά 1,8% και το 2011. Την ίδια στιγμή οι εξαγωγές κρεάτων μόλις και μετά βίας έφταναν τα 46 εκατ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αυτάρκεια της χώρας μας σε κρέας μειώθηκε δραματικά τα τελευταία χρόνια. Στα κοτόπουλα από 100%, που ήταν το 1980 μειώθηκε στο 74%, στο μοσχαρίσιο κρέας από 52% μειώθηκε στο 34%, στο χοιρινό από 95% στο 37%. Η αυτάρκεια στο αγελαδινό γάλα σήμερα ανέρχεται στο 70%. Επίσης, σημαντικά αυξημένες παρά την ύφεση και για ανεξήγητους λόγους ήταν οι εισαγωγές δερμάτων και γούνας (11μηνο ’12: +47,0%, 2011: +25,4%), ζάχαρες & μέλι (11μηνο ’12: +12,7%, 2011: +16,9%), καφέ-κακάο-τσάι (11μηνο ’12: +0,8%, 2011: +8,4%) και έλαια & λίπη (11μηνο ’12: +11,0%, +9,2%).
Σιτάρι και ζάχαρη από το εξωτερικό
Η χώρα κάποτε παρήγαγε το σιτάρι που χρειαζόταν για το ψωμί της. Εδώ και πολλά χρόνια αυτό δεν συμβαίνει. Οι ανάγκες της χώρας σε μαλακό σιτάρι καλύπτονται με εισαγωγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι εισάγαμε μέσα σε 11 μήνες δημητριακά αξίας 507 εκατ. ευρώ (μείωση 15,6%) την στιγμή που οι εξαγωγές αν και αυξημένες (+4,9%) δεν ξεπέρασαν τα 304 εκατ. ευρώ
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι και σε άλλα σημαντικά αγροτικά προϊόντα, όπου η Ελλάδα είχε μεγάλο πλεόνασμα στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο, η κατάσταση μετά το 2006 χειροτέρευσε. Για παράδειγμα, στο λάδι το πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο το 2007 ήταν 135,6 εκατ. ευρώ και το 2010 έπεσε στα 54,9 εκατ. ευρώ. Στον καπνό το πλεόνασμα το 2006 ήταν 130,7 εκατ. ευρώ, το 2008 ήταν 80,5 εκατ. ευρώ και το 2010 έπεσε στα 64,9 εκατ. ευρώ. Επίσης, στη ζάχαρη το έλλειμμα μεγάλωσε και διαμορφώθηκε το 2009 91,3 εκατ. ευρώ, από 50,4 εκατ. ευρώ το 2006.
Που είμαστε αυτάρκεις
Με βάση τη μελέτη της ΠΑΣΕΓΕΣ που παρουσιάστηκε πέρυσι, αυτάρκεια παρουσιάζει η Ελλάδα σε συγκεκριμένα προϊόντα όπως:
– Οι βρώσιμες ελιές. Η παραγωγή καλύπτει το 615% της ζήτησης, όμως το 88,3% της παραγωγής εξάγεται.
– Τα επιτραπέζια σταφύλια (θα μπορούσε να καλυφθεί το 322% της εγχώριας κατανάλωσης. Σημειωτέον ότι το 74% της ελληνικής παραγωγής καταλήγει στο εξωτερικό).
– Τα ακτινίδια (242% επάρκεια, 62% εξαγωγές).
– Η σταφίδα (209% επάρκεια, 57% εξαγωγές).
– Το ρύζι (171% επάρκεια, 51% εξαγωγές).
Επίσης θα επαρκούσε το ελαιόλαδο (151%), αν καλυπτόταν η ποσότητα που εισάγεται (4,33%), το σκληρό σιτάρι (149% η επάρκεια, μόλις 10% της ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές). Η παραγόμενη ποσότητα υπερκαλύπτει την κατανάλωση σε δημητριακά (82%), φρούτα (128%), τυροκομικά (το 80%), αιγοπρόβειο γάλα (98%) και κρέας (92%), αυγά (91%) και τα πουλερικά (82%). Πολύ χαμηλή αυτάρκεια υπάρχει στο μαλακό σιτάρι από το οποίο γίνεται το ψωμί (32%), στα όσπρια σε ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%, στο βόειο κρέας (13%) και στο χοιρινό (38%).
– Οι βρώσιμες ελιές. Η παραγωγή καλύπτει το 615% της ζήτησης, όμως το 88,3% της παραγωγής εξάγεται.
– Τα επιτραπέζια σταφύλια (θα μπορούσε να καλυφθεί το 322% της εγχώριας κατανάλωσης. Σημειωτέον ότι το 74% της ελληνικής παραγωγής καταλήγει στο εξωτερικό).
– Τα ακτινίδια (242% επάρκεια, 62% εξαγωγές).
– Η σταφίδα (209% επάρκεια, 57% εξαγωγές).
– Το ρύζι (171% επάρκεια, 51% εξαγωγές).
Επίσης θα επαρκούσε το ελαιόλαδο (151%), αν καλυπτόταν η ποσότητα που εισάγεται (4,33%), το σκληρό σιτάρι (149% η επάρκεια, μόλις 10% της ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές). Η παραγόμενη ποσότητα υπερκαλύπτει την κατανάλωση σε δημητριακά (82%), φρούτα (128%), τυροκομικά (το 80%), αιγοπρόβειο γάλα (98%) και κρέας (92%), αυγά (91%) και τα πουλερικά (82%). Πολύ χαμηλή αυτάρκεια υπάρχει στο μαλακό σιτάρι από το οποίο γίνεται το ψωμί (32%), στα όσπρια σε ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%, στο βόειο κρέας (13%) και στο χοιρινό (38%).
Σε περίπτωση που οι εισαγωγές γίνονταν απαγορευτικές λόγω κόστους, θα μας έλειπαν:
– Οι φακές. Παράγουμε 7.500 τόνους και εισάγουμε άλλες 10.000 τόνους, για να καλύψουμε τις εγχώριες ανάγκες.
– Το χοιρινό κρέας. Παράγουμε 111.000 τόνους, αλλά καταναλώνουμε 290.000 τόνους.
– Τα φασόλια. Τρώμε 35.000 τόνους, εκ των οποίων σχεδόν οι 24.000 είναι εισαγωγής.
– Το μαλακό σιτάρι. Από το ένα εκατομμύριο τόνους που απαιτείται για τον άρτον τον επιούσιον η Ελλάδα παράγει μόλις 351.000 τόνους.
– Το βόειο κρέας. Από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως, μόλις 20.000 τόνοι παράγονται στην Ελλάδα.
– Οι φακές. Παράγουμε 7.500 τόνους και εισάγουμε άλλες 10.000 τόνους, για να καλύψουμε τις εγχώριες ανάγκες.
– Το χοιρινό κρέας. Παράγουμε 111.000 τόνους, αλλά καταναλώνουμε 290.000 τόνους.
– Τα φασόλια. Τρώμε 35.000 τόνους, εκ των οποίων σχεδόν οι 24.000 είναι εισαγωγής.
– Το μαλακό σιτάρι. Από το ένα εκατομμύριο τόνους που απαιτείται για τον άρτον τον επιούσιον η Ελλάδα παράγει μόλις 351.000 τόνους.
– Το βόειο κρέας. Από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως, μόλις 20.000 τόνοι παράγονται στην Ελλάδα.
Τρώμε ρεβίθια από το Μεξικό
Ακόμα και τροφές της μεσογειακής διατροφής, όπως τα όσπρια, προέρχονται κατά κύριο λόγο από το εξωτερικό. Η εγχώρια παραγωγή οσπρίων υπολογίζεται στους 10.000 τόνους, ενώ η κατανάλωση στους 45.000 τόνους.
Συγκεκριμένα, το 90-95% της φακής που καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά προέρχεται από Καναδά, ΗΠΑ και Τουρκία, το 65-70% των ρεβιθιών προέρχεται από το Μεξικό και την Τουρκία, ενώ το 55-60% των φασολιών εισάγεται από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αλβανία και την Αργεντινή. Κι όλα αυτά σε μια αγορά που έχει να παρουσιάσει όσπρια, όπως η φακή Εγκλουβής, τα φασόλια Πρεσπών, τα ρεβίθια Λισβορίου ή τη φάβα Σαντορίνης.
Η εγκατάλειψη των εν λόγω καλλιεργειών ξεκίνησε στις δεκαετίες ’60-’70, όταν οι αγρότες στράφηκαν σε σιτάρι και βαμβάκι και επιδεινώθηκε από το υψηλό κόστος παραγωγής, τις χαμηλές τιμές παραγωγού, την έλλειψη οικονομικής ενίσχυσης και τις χαμηλές τιμές των εισαγόμενων προϊόντων.
Η εγκατάλειψη των εν λόγω καλλιεργειών ξεκίνησε στις δεκαετίες ’60-’70, όταν οι αγρότες στράφηκαν σε σιτάρι και βαμβάκι και επιδεινώθηκε από το υψηλό κόστος παραγωγής, τις χαμηλές τιμές παραγωγού, την έλλειψη οικονομικής ενίσχυσης και τις χαμηλές τιμές των εισαγόμενων προϊόντων.
Θετικό ισοζύγιο το 2013
Μπορεί η προοπτική υποκατάστασης ενός σημαντικού μέρους των σχετικά υψηλών εισαγωγών αγροτικών προϊόντων με εγχώρια ανταγωνιστική παραγωγή να μην επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων το 2012 και το 2011, ωστόσο οι οικονομολόγοι της Alpha Bank επισημαίνουν ότι αυτό μπορεί να αλλάξει φέτος.
Ειδικότερα, εκτιμούν ότι αναμένεται αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας του γεωργικού τομέα το 2013 και πλεονασματικό ισοζύγιο στις εξωτερικές συναλλαγές της γεωργίας ήδη από το τρέχον έτος, με σημαντική διόγκωσή του στα επόμενα έτη.
Η εξέλιξη αποδίδεται στην αποκατάσταση ικανοποιητικών συνθηκών ρευστότητας στην εγχώρια οικονομία, γεγονός που θα οδηγήσει στην υποκατάσταση των εισαγωγών, ιδιαίτερα στα αγροτικά προϊόντα, τη στιγμή μάλιστα που η αυξητική τάση των εξαγωγών του πρωτογενούς τομέα θα λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου