Γράφει ο Στέφανος Τζουμάκας
Συνειδητά δεν συμμετείχα στο δημόσιο διάλογο την τελευταία περίοδο καθότι «ενέσκυψε» ορυμαγδός αποπροσανατολιστικών απόψεων σε σχέση με την ουσία ένθεν και ένθεν, μέσα σε ένα κατακλυσμό «οπαδισμού», πρωτοφανούς για τον προοδευτικό χώρο. Πλέον όμως, η «σκόνη έκατσε» και είναι αναγκαίο να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους. Είναι αναγκαίο να προσδιορίσουμε τις αλήθειες, τα ψέματα και τις αυταπάτες για την παρούσα πολιτική εξέλιξη.
Έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει ότι η κρίση στην Ευρωζώνη θα είναι διαρκής όσο συνεχίζονται οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας, της ύφεσης και της ανεργίας και μέσω της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Και αν μια φορά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο οδήγησε σε ήττα το κενσυανό, ήδη η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού είναι καταφανής στην Ευρωζώνη, σε σχέση με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις.
Η κρίση θα ταλανίζει χώρες και λαούς εφόσον οι ηγεσίες τους συνεχίζουν να επιμένουν στο συντηρητικό δρόμο των δημοσιονομικών προοπτικών που αποτελεί βέβαια, προνομιακό πεδίο των απανταχού νεοφιλελεύθερων, της σύγχρονης Δεξιάς πολιτικής.
Η Κυβέρνηση ασφαλώς και δεν ευθύνεται για την κατάσταση της διάλυσης της χώρας. Την ευθύνη έχουν όσοι ενέταξαν τη χώρα στο ΔΝΤ και τα μνημόνια, οι οποίοι τώρα αντί να κάνουν την αυτοκριτική τους και να σιωπούν, συμπράττουν εκ νέου με το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης, στην ολοκλήρωση της πλήρους υποτίμησης της χώρας.
Τα κεντρικά θέματα για την Κυβέρνηση ήταν δύο: Η πολιτική στρατηγική για τη διαπραγμάτευση και η διαπραγματευτική της τακτική. Ήταν φυσικό επακόλουθο να αποτύχει. Διότι επέλεξε ως πολιτική στρατηγική την κρίση χρέους. Ενώ το κυρίαρχο πρόβλημα της χώρας είναι η διάλυση της παραγωγικής της βάσης και η υποτίμηση που υπέστη στο σύνολο της η χώρα και ιδιαίτερα στην πραγματική Οικονομία. Αντί να απαιτήσει πόρους και ένα νέο σχέδιο «Μάρσαλ» για επανεκκίνηση της Οικονομίας, η Κυβέρνηση ενεπλάκη στη δημοσιονομική στρατηγική του Διευθυντηρίου της Ε.Ε. που έχει ως προτάγματα το έλλειμμα, το χρέος και το δανεισμό της χώρας, δηλαδή τη στρατηγική της λιτότητας. Όσον αφορά, δε στη διαπραγματευτική τακτική, η αποτυχία ήταν προφανής, εκκίνησε με παρωδίες και show, με κλεφτοπόλεμο απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις εκβιασμού, με απειλές χωρίς αντίκρισμα και το κυριότερο με όχι σαφή θέση ότι ο συμβιβασμός ήταν η επιδίωξη.
Η θέληση των προοδευτικών δυνάμεων να οδηγήσουν σε αλλαγές, γνωστό και ως βολονταρισμός, είναι άλλο πράγμα από τις τυχοδιωκτικές πολιτικές και είναι επίσης, γνωστό ότι για να αποφεύγουμε τον τυχοδιωκτισμό, βασιζόμαστε σε αρχές και λαμβάνουμε υπόψη τον συσχετισμό δυνάμεων καθώς και δεν αναγάγουμε στρατηγικούς στόχους σε τακτικούς και το αντίστροφο. Τρία καθοριστικά στοιχεία στην εξέλιξη του προοδευτικού κινήματος. Εκ των προτέρων και από το Φεβρουάριο, είχαμε επισημάνει και τις πρακτικές του τότε Υπουργού Οικονομικών και την ανάγκη να υπάρξει άμεσα συμφωνία.
Η Κυβέρνηση Α. Τσίπρα επέλεξε διαπραγματευτικές τακτικές καθόλη τη διάρκεια της 6μήνης παράτασης της διαπραγμάτευσης, μη λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη της ένα σύμπλεγμα δυνάμεων μέσα και έξω από την Ευρωζώνη, που έχουν κάθε συμφέρον να αποτύχει μια προοδευτική διακυβέρνηση στη χώρα. Δυνάμεις του μονόδρομου, δυνάμεις τρίτων χωρών και άλλων νομισμάτων και δυνάμεις εγχώριων, παρασιτικών οικονομικών και πολιτικών κύκλων.
Η αποτυχία στην 6μηνη διαπραγμάτευση της Κυβέρνησης ήταν φυσικό επακόλουθο της αδιέξοδης στρατηγικής της, που οδήγησε σε μια ετεροβαρή συμφωνία στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης στις 12 Ιουλίου.
Αυτό που προέχει να επισημάνουμε για την εν λόγω διαπραγμάτευση είναι η αποτυχία της διαπραγματευτικής ομάδας της Κυβέρνησης. Οι πρακτικές «αγοράς χρόνου» και απροσδιοριστίας, οι παλινωδίες και οι καθυστερήσεις με επικοινωνιακά show και «ταξιδιωτικές δηλώσεις» αποδοχής του 70% έναντι του 30% των μέχρι τώρα ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών, ενίσχυσαν εντέλει περαιτέρω το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης που επεδίωκε τη διατήρηση του νεοφιλελεύθερου «μονόδρομου», τη περαιτέρω καθήλωση όλων των παραγόντων των ευρωπαϊκών εξελίξεων στη δημοσιονομική στρατηγική, του ελλείμματος και του χρέους και την υποταγή της Κυβέρνησης σε βάθος 3ετίας, φέρνοντας εντέλει τη χώρα αλλά και τις προοδευτικές της δυνάμεις σε περαιτέρω αδυναμία.
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ήταν αποτέλεσμα της διακοπής των διαπραγματεύσεων εκ μέρους του Πρωθυπουργού Α. Τσίπρα, ως απάντηση στην εκβιαστική τακτική των εκπροσώπων των δανειστών γιατί το πραγματικό όνομα της Ευρωζώνης είναι οι «εκπρόσωποι των δανειστών». Αν είχε αίσια έκβαση η διαπραγμάτευση, είναι προφανές ότι δε θα προέβαινε στην προκήρυξη του. Το δημοψήφισμα ήταν το αποτέλεσμα και της αποτυχίας της Κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις και του ανάλογου αδιεξόδου καθώς και του εκβιασμού της Κυβέρνησης και της χώρας από το Διευθυντήριο.
Υποστηρίξαμε ως Σοσιαλιστικό Κόμμα, το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για λόγους αρχής καθότι η Ελλάδα αλλά και κάθε ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να συμμετέχει σε μια ένωση, στα πλαίσια της οποίας υπόκειται σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα. Η διενέργεια δημοψηφίσματος αποτελεί προφανώς, αναφαίρετο δικαίωμα κάθε Κυβέρνησης και δημοκρατικό δρόμο για τους πολίτες.
Ασφαλώς όμως, υπάρχουν και οι δυνάμεις των «προθύμων» και ιδιαίτερα οι δυνάμεις εκείνες που αν και προκάλεσαν οικονομική και κοινωνική διάλυση στη χώρα, σε σύμπνοια με τις δυνάμεις της διαπλοκής και τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, αποτελούν ένα «μαύρο μέτωπο» με επιδιώξεις «παλινόρθωσης», που είναι δεδομένο ότι επιχείρησαν και μέσω του δημοψηφίσματος αλλά και ότι θα εξακολουθήσουν να υπονομεύουν κάθε προοδευτική εξέλιξη στη χώρα γιατί έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της.
Καταφανής ήταν και η κατάπτωση ευρωπαϊκών ηγεσιών που ενεπλάκησαν υπέρ του ΝΑΙ ή που προσπάθησαν να αλλοιώσουν το πολιτικό περιεχόμενο του δημοψηφίσματος που αφορούσε την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας, εντός του Ευρώ. Ορισμένοι αγωνιστές του αντιμνημονιακού μπλοκ επιχειρούν να κάνουν σημαία το ΟΧΙ, ερμηνεύοντας το ως πεδίο διαμόρφωσης ενός «οχήματος» με προμετωπίδα την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται ορισμένοι που θεωρούν ότι με την υποκατάσταση της Οικονομίας είτε από την κρίση χρέους, είτε από την αλλαγή του νομίσματος, θα διαμορφωθούν όροι εξόδου από την κρίση. Οι εν λόγω όροι όμως, αυτοί είναι ανάπηροι.
Από το αρνητικό αυτό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με επαχθείς όρους, προέκυψε ένα κρίσιμο θέμα που δεν αφορά μόνο σε θέματα ιδεολογίας και πολιτικού σχεδίου αλλά έχει σχέση με την ίδια τη φυσιογνωμία του κυβερνητικού επιτελείου σχετικά με την πραγματική κατάσταση και την Οικονομία της χώρας και αφορά σε ορισμένους από το στελεχικό δυναμικό της Κυβέρνησης που έδειχναν να μην έχουν αίσθηση και γνώση για βασικά θέματα διαχείρισης κρατικών υποθέσεων.
Εάν ο σκοπός ήταν πράγματι ο συμβιβασμός δεν θα είχαν χρησιμοποιηθεί αυτά τα μέσα. Αυτό είναι το πολιτικό μάθημα από αυτή τη διαπραγμάτευση που αφορά στο ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται άλλα πολιτικά μέσα για άλλους πολιτικούς σκοπούς.
Συγκεκριμένα, η θέση της Κυβέρνησης ήταν εξαιρετικά δυσχερής και προσδιοριζόταν από τα «ούτε, ούτε», δηλαδή ούτε υποταγή, ούτε ρήξη. Προφανώς τα «ούτε» δεν δείχνουν δυνατή ηγετική πολιτική με σαφείς στόχους που να κατατείνουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα. Και η θετική έκβαση ορίζεται από την προοδευτική έξοδο από την κρίση της χώρας.
Η Κυβέρνηση δεν είχε στρατηγική νίκης, ουδέποτε μίλησε για νίκη ούτε προεκλογικά, ούτε μετεκλογικά. Η στρατηγική της ήταν ένας «συμβιβασμός» με τη διατύπωση ότι θα είναι αμοιβαία επωφελής, πράγμα αδιανόητο με τον παρόντα συσχετισμό δυνάμεων στην Ευρωζώνη.
Ως εκ τούτου, διατυπώσεις, όπως αυτή του Πρωθυπουργού στο Κοινοβούλιο ότι «ηττηθήκαμε» που αποσκοπεί στο να δημιουργήσει και «συμπάσχοντες και συν-αποδέκτες», δεν βασίζεται στην αλήθεια. Αυτή η ακατάσχετη φιλολογία περί της ήττας είναι πολιτικά «αφασιακή» και ψευδής. Το ερώτημα είναι σαφές και άμεσο: ποιος είχε στρατηγική νίκης και πότε τι διατύπωσε; Ποιο ντοκουμέντο περί στρατηγικής νίκης, υπήρξε; Κανένα. Προς τι λοιπόν, οι οιμωγές, οι κλαυθμοί και οδυρμοί περί ήττας από την μια μεριά και πύρρειου νίκης από την άλλη; Ήταν ένας εκβιαστικός ετεροβαρής συμβιβασμός. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Όλη η δικαιολογητική βάση της πολιτικής της Κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση ήταν ο «έντιμος συμβιβασμός». Η διαπραγματευτική ομάδα ωστόσο, ήταν ανερμάτιστη και χωρίς αρχές, στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης για συμβιβασμό, διότι μπορούσε να τον εξασφαλίσει από τον πρώτο μήνα της διαπραγμάτευσης και με ηπιότερες συνέπειες από τον ετεροβαρή συμβιβασμό που εντέλει υποχρεώθηκε να δεχτεί τόσο από την επικυριαρχία του νεοφιλελεύθερου Διευθυντηρίου της Ευρωζώνης αλλά και λόγω των δικών της πολιτικών ευθυνών που συνέβαλαν σε αυτό το έκτρωμα εκβιασμού που ονομάστηκε συμφωνία.
Τα άλλα όλα είναι εκ περισσού γιατί ήταν και είναι γνωστά. Και ακριβώς έναντι εκβιαστών, μια διαπραγματευτική ομάδα με προοδευτικές αρχές, δεν κάνει κλεφτοπόλεμο και δήθεν ρήξη αντί του συμβιβασμού, για τον οποίο και είχε εντολή από το εκλογικό σώμα.
Αυτή η αποτυχημένη διαπραγματευτική τακτική του στυλ «απειλώ για ρήξη ενώ επιδιώκω συμβιβασμό», θα μνημονεύεται στο μέλλον, ως εκ των πιο πολιτικά άστοχων και επιζήμιων στον προοδευτικό χώρο.
Ήταν αυτονόητο ότι θα μετατρεπόταν σε μπούμερανγκ για την Κυβέρνηση και για τη χώρα.
Δεν έγινε κανένα λάθος. Ανάλογα με τους στόχους, προσδιορίστηκε και το αποτέλεσμα. Άλλες ανάγκες είχε η χώρα, άλλους στόχους είχε η διαπραγματευτική ομάδα.
Άλλη ήταν η πραγματικότητα και άλλη όριζαν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη ως πραγματικότητα, υιοθετώντας την περίφημη θέση: «Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα»…
Συγκεκριμένα, η χώρα είχε τρεις επείγουσες ανάγκες που αφορούσαν στην παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, στην απρόσκοπτη χρηματοδότηση του δημοσίου τομέα, και στην αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας καθώς και στην έξοδο στις αγορές. Αυτά ήταν τα κυρίαρχα. Παράλληλες ήταν οι επιδιώξεις της Κυβέρνησης -και όχι οι κυρίαρχες για τη χώρα- για τη διεθνοποίηση του «ελληνικού ζητήματος» και την ιδεολογική αντιπαράθεση με τον νεοφιλελευθερισμό στην Ευρωζώνη, υπό τον παρόντα δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων στην Ε.Ε.
Η ηγετική ομάδα της Κυβέρνησης υπέθεσε άτοπα, ότι οι εταίροι και δανειστές, θα έδιναν τώρα μια περίοδο χάριτος προκειμένου το ελληνικό δημόσιο να απαλλαγεί από την αποπληρωμή των χρεών και ότι με τα εν λόγω κονδύλια θα μπορούσε να εφαρμόσει μια πολιτική δικαιότερης διανομής και αναδιανομής, μια πάγια επιλογή των προοδευτικών δυνάμεων, επιτυγχάνοντας έτσι την υλοποίηση μέρους από τις θέσεις του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Είναι προφανές ότι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης βασίστηκε τόσο στην άμεσα υποτιθέμενη περίοδο χάριτος αποπληρωμής του χρέους όσο και στη μη αύξηση της «πίτας», καθότι η χώρα είναι σε 6ετή ύφεση και σε συνεχή μείωση του εθνικού της πλούτου, προκειμένου να εκκινήσει αυτή η διαδικασία διανομής καθώς και ότι εντέλει θα επικρατούσε πολιτικά έναντι των δανειστών.
Είναι προφανής η ανάγκη για να τεθούν το σύνολο των στοιχείων στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης συζήτησης για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων στη χώρα, που οξύνθηκαν σημαντικά την τελευταία 6ετία. Προφανές όμως, ήταν και είναι ότι θα χρειαστεί χρόνος και πολιτικό-οικονομικές προσπάθειες για να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις υλοποίησης του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Η άγνοια βλάπτει κάθε προοδευτική προσπάθεια.
Στα πλαίσια αυτά, αποτελεί πρωτοφανή πολιτική απάτη και το λεγόμενο «πρόγραμμα Γιούνκερ» και όσων το διακίνησαν και το διακινούν, περί δήθεν πακέτου 35 δις ευρώ που από πολλούς θεωρήθηκε ως πρόσθετη αναπτυξιακή βοήθεια στη χώρα ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για κονδύλια που έχουν εγκριθεί για την περίοδο 2014-2020 και ανέρχονται πρώτον, στα 19.5 δις ευρώ μέσω των διαρθρωτικών ταμείων και δεύτερον, για συνολικές ενισχύσεις 15.5 δις ευρώ, που δικαιούται η χώρα στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε. Ένα μικρό μέρος από το σύνολο αυτών των ενισχύσεων θα αποδοθεί στη χώρα για εμπροσθοβαρείς δράσεις για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Όμως, αυτό απέχει πολύ από το να παρουσιάζουν ορισμένοι, τις ενισχύσεις αυτές που δικαιούται η χώρα, ως δήθεν νέα, αυτοτελή κονδύλια για επενδύσεις.
Το νεοφιλελεύθερο Διευθυντήριο της Ε.Ε. πέτυχε να επιβάλλει μια επαχθή συμφωνία στη χώρα και την αντίστοιχη επιτήρηση μέσω της «τετραμερούς εκπροσώπησης» για την υλοποίηση της με όρους μνημονίου. Ταυτόχρονα επέβαλε μια νέα «οιονεί» πολιτική κηδεμονία και επέμβαση στην πολιτική ζωή της χώρας με υποστηρικτικό «προγεφύρωμα» τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις που άλλες επέβαλαν και εφάρμοσαν και άλλες υποστήριξαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενόψει των προσεχών εκλογών, ορισμένοι έχουν αποθρασυνθεί και θέτουν τη συνταγματική άσκηση των δικαιωμάτων και την εφαρμογή της εκλογικής νομοθεσίας υπό την αίρεση των θελήσεων του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Μιλάμε πλέον, όχι μόνο για μια νέο-αποικιακή πολιτική χρέους αλλά και για νέα απόπειρα επιβολής νέο-αποικιακών πρακτικών πολιτικής διακυβέρνησης.
Ήδη έχουν διαμορφωθεί νέα πολιτικά δεδομένα όσον αφορά τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις και την αναδιάταξη των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Μετά την ομαδική καταψήφιση κατά τη διαδικασία κύρωσης της απόφασης της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης από δεκάδες βουλευτών του κυβερνητικού κόμματος, το ρήγμα στο Σύριζα καταλήγει και στη δημιουργία νέου κόμματος. Το νέο κόμμα ήδη αυτοπροσδιορίζεται στον αντιμνημονιακό χώρο και στη δημιουργία προϋποθέσεων εξόδου από το ευρώ και επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στην απώλεια της κυβερνητικής αυτοδυναμίας.
Την ηγεσία του Σύριζα την ευνοεί πολιτικά και εκλογικά, η άμεση προσφυγή στις κάλπες. Η μνημονιακή αντιπολίτευση, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και το υπό ίδρυση αντιμνημονιακό κόμμα επιδιώκουν μετάθεση της διενέργειας εκλογών. Το δε μνημονιακό μπλοκ μέσα και έξω από τη χώρα διακινεί συστηματικά τη συγκρότηση ¨Κυβέρνησης εμπιστοσύνης» με επικεφαλής τον Α. Τσίπρα, για μια ορισμένη περίοδο. Η προκλητική δήλωση της Κ. Λαγκάρντ περί του ποιος θα είναι ο «ιδιοκτήτης» εφαρμογής των συμφωνηθέντων, δεν έχει προηγούμενο.
Μετά το δημοψήφισμα, η Κυβέρνηση δε βασίζεται πλέον μόνο στη ψήφο της 25ης Ιανουαρίου αλλά και στη διακομματική επιτροπή που πραγματοποιήθηκε την επομένη του δημοψηφίσματος ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, στα 5 σημεία που τέθηκαν εκεί και αποτελούν τη βάση μιας ετεροβαρούς διαπραγμάτευσης, στη ψήφο των μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων που κατεξοχήν τη θεωρούν «ψήφο πλυντήριο» και έχουν ως στρατηγική τη ρεβάνς.
Οι δυνάμεις που ενέταξαν τη χώρα στο ΔΝΤ και στα μνημόνια, αντί να κάνουν την αυτοκριτική τους, «σηκώνουν το χέρι» και υπερψηφίζουν στη Βουλή. Οι δυνάμεις που ισχυρίζονταν ότι αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια, έπρεπε να τα εφεύρουμε, που οδήγησαν σε κοινωνικά και οικονομικά ερείπια, οι δυνάμεις που αποτελούν μέρος του προβλήματος της χώρας και οι πολίτες τους οδήγησαν με τη ψήφο τους στην πολιτική ήττα, επιδιώκουν να εμφανιστούν εκ νέου ως μέρος της λύσης για τη χώρα.
Είναι και αυτό μια από τις συνέπειες της αποτυχίας της διαπραγμάτευσης.
Περαιτέρω, τίθενται ερωτήματα για το αν το ισοζύγιο είναι αρνητικό ή θετικό σχετικά με τις ευρύτερες διεθνείς συνεργασίες και τη συμπόρευση της Κυβέρνησης με χώρες στην παρούσα πολιτική συγκυρία, όσον αφορά τη διεθνή πολιτική της όψη. Και το βασικό ερώτημα που τίθεται, είναι προφανές: θέλουμε ως χώρα, διεθνείς συνεργασίες στη βάση της συμπόρευσης ή χρήστη των διεθνών εξελίξεων;
Συγκεκριμένα, από την διαδικασία διαπραγμάτευσης, προκύπτει ότι οι ΗΠΑ παραμένουν αμετακίνητες στο να εφαρμοστεί ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο εργασιακών σχέσεων και αμοιβών στην Ελλάδα που ήδη επικρατεί πολλά χρόνια στις ΗΠΑ και που δεν έχει καμία σχέση με την κοινωνική Ευρώπη, τη δημόσια υγεία και τη δημόσια ασφάλιση. Σε αυτό δεν έχουμε τίποτα κοινό. Οι ΗΠΑ στην προηγούμενη περίοδο της κρίσης προέτασσαν την ποσοτική χαλάρωση ενώ σε αυτή την περίοδο προτάσσουν την κρίση χρέους για εντελώς διαφορετικούς λόγους από ότι η ελληνική Κυβέρνηση και κυρίως ως πίεση προς την «γερμανική Ευρώπη». Ταυτόχρονα, προωθούν την περαιτέρω υποτίμηση της χώρας προκειμένου να γίνουν επενδύσεις με τριτοκοσμικούς όρους στην Ελλάδα και να κερδοσκοπήσουν ορισμένα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η Ιταλία και η Γαλλία αξιοποίησαν και θα συνεχίσουν να αξιοποιούν την αντιπαράθεση με την Γερμανία και τις σχέσεις αντιπαλότητας Αθηνών-Βερολίνου προκειμένου να προωθήσουν δικές τους πολιτικές στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, αυτή την περίοδο ανεπίσημα διεξάγονται συζητήσεις για την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωζώνης, όπου μετά την τραπεζική ένωση, θα ακολουθήσει ενιαίο πλαίσιο κοινής δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής και η θεσμοθέτηση Υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης. Με αφορμή την ένταση, ορισμένες ηγεσίες στην Ευρωζώνη κάνουν πολιτική ευκαιριών χωρίς όραμα για ένα άλλο πολιτικό σχέδιο στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε.
Όσον αφορά τη Ρωσία, η υπόθεση του αγωγού φυσικού αερίου ήδη ετέθη ως θέμα περαιτέρω διαλόγου μεταξύ της ελληνικής και ρωσικής πλευράς. Η Ρωσία προωθεί πλαίσιο περαιτέρω συνεργασίας της με την Ουκρανία για τη διέλευση του φυσικού αερίου από τον ήδη υπάρχον αγωγό της όσο και συμφωνία με Α. Μέρκελ - Φ. Ολάντ για διενέργεια εκλογών το φθινόπωρο στις ρωσόφωνες περιοχές της Ουκρανίας.
Συμμετέχοντας στην Πρωτοβουλία για την Προοδευτική Έξοδο από την Κρίση που μετεξελίχθηκε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, είχαμε επιτυχώς προσδιορίσει τις δύο στρατηγικές για την έξοδο από την κρίση όπου η συντηρητική στρατηγική οριζόταν και εξακολουθεί να ορίζεται από την εμμονή στο δημοσιονομικό ζήτημα και στο ζήτημα της κρίσης χρέους , στρατηγική που οδηγεί σε αποτυχίες ήδη για έκτο χρόνο και την προοδευτική στρατηγική που η κατεύθυνση της έχει ως αναφορά την παραγωγική βάση και ανασυγκρότηση, την καινοτομία, τη δημιουργία, την πραγματική Οικονομία, τις θέσεις εργασίας. Είναι ο δρόμος για να ξαναποκτήσει η χώρα και η ελληνική κοινωνία και να δημιουργήσει όσα κατέστρεψαν πολιτικές ηγεσίες και συμφέροντα στη χώρα και στην Ευρωζώνη.
Η αποτυχία της διαπραγμάτευσης έφερε τη χώρα σε δυσμενέστερη θέση, δηλαδή οι τράπεζες χωρίς ρευστότητα, το δημόσιο χωρίς χρηματοδότηση. Η δε έξοδος στις αγορές μετατίθεται σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ταυτόχρονα με μία ετεροβαρή συμφωνία και νέο μνημόνιο στην στρατηγική της λιτότητας. Αυτά είναι αποτελέσματα τόσο της καταστροφικής πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρωζώνη αλλά και αποτέλεσμα της κρίσης στρατηγικής της ηγεσίας της Κυβέρνησης και της κυβερνητικής πολιτικής, η οποία ήδη έχει εξελιχθεί σε εσωκομματική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Η επιμονή σε αυτή τη στρατηγική θα διαιωνίζει την κρίση και την αποτυχία πρώτα από όλα για τη χώρα αλλά και για τις προοδευτικές δυνάμεις. Αποτελεί κατεπείγον ζήτημα η αλλαγή στρατηγικής της Κυβέρνησης και η απεμπλοκή της από το τέλμα.
Μέρος αυτής της συντηρητικής στρατηγικής αποτελεί και το σχίσμα στην κυβερνητική παράταξη από στελέχη της, που με μία ευκαιριακή και ανάπηρη στρατηγική περί επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Η άνιση διανομή του πλούτου και η ανισότητα ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης δεν καθορίζεται από το νόμισμα αλλά από τις σχέσεις κυριαρχίας, πολιτικών παραγωγής, διανομής και συγκέντρωσης πλούτου και πλεονασμάτων σε βάρος ελλειμματικών χωρών και περιοχών που δεν έχουν τις ίδιες παραγωγικές και αναπτυξιακές δυνατότητες για τη δημιουργία πλούτου και δίκαιης διανομής του.
Το ρήγμα που προκλήθηκε στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία βασίστηκε στο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Καμία πλευρά την προηγούμενη περίοδο δεν αμφισβητούσε τον συμβιβασμό αλλά μόνο την αξιολόγηση του. Για να πούμε ότι ανάγεται σε στρατηγική διαφορά το περιεχόμενο της διένεξης, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα, είναι μνημονιακό κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην άσκηση, επιρροή και διαμόρφωση εξουσίας συμμετέχουν πολλά κέντρα δύναμης στη χώρα και για αυτό αποτελεί άλλο παράγοντα το Κράτος, άλλο η Κυβέρνηση, άλλο το Κοινοβούλιο, άλλο τα κόμματα, άλλο οι κοινωνικές οργανώσεις. Ανεξάρτητα από τους επιμέρους δεσμούς, η ελληνική κοινωνία θα καθορίσει την περαιτέρω εξέλιξη στη διαδικασία εφαρμογής του νέου μνημονίου και της στρατηγικής της λιτότητας που από τη μέχρι τώρα εμπειρία δεν θα είναι επιτυχής. Η ύφεση, η ανεργία και η μείωση των εισοδημάτων θα είναι τα χαρακτηριστικά της.
Η κύρια αντίθεση στην παρούσα κρίση είναι ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό και τους λαούς και όχι σε μια όψη της νομισματικής πολιτικής, όπως η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα που οδηγεί στο να υποτιμηθεί εκ νέου η χώρα και που υπόβαθρο αυτής της πολιτικής, αποτελεί η θεωρία του αδύναμου κρίκου της Ευρωζώνης. Η διάσπαση της Ευρωζώνης με αποχώρηση της Ελλάδας, δεν είναι υπέρ της χώρας. Είναι μια μηχανιστική μεταφορά αγωνιστών της παραδοσιακής Αριστεράς από τη θεωρία του Λένιν περί του «αδύναμου κρίκου του ιμπεριαλισμού». Τα ερωτήματα που τίθενται, σε αυτό το επίπεδο είναι τεράστια: Είναι ιμπεριαλιστική δύναμη που προωθεί τα μονοπώλια η Ε.Ε.; Είμαστε σε περίοδο επαναστατική στην Ελλάδα και μπορούμε «εξ εφόδου» να δημιουργήσουμε ρήγμα στην Ε.Ε. μέσω του «αδύναμου κρίκου» της; Συνδέεται η ρήξη με την Ευρωζώνη με την προοδευτική έξοδο της χώρας από την κρίση;
Έχει σημασία μια στρατηγική αν είναι μια στρατηγική που πατάει στα πόδια της για το προοδευτικό κίνημα ή αν ορισμένες πλευρές της συνδέονται με την παράδοση αποτυχημένων επιλογών στο προοδευτικό κίνημα λόγω αδιεξόδων.
Είμαστε απέναντι σε μια πολιτική, σε μια ιδεολογία και σε ένα σύστημα. Το ζήτημα είναι ποιες είναι οι δυνάμεις που είναι ενσωματωμένες σε αυτό. Έχει σημασία ο ριζοσπαστισμός δυνάμεων που δεν θα είναι ενσωματώσιμος στο σύστημα.
Χρειάζεται συμπαράταξη και συνεργασία όλων των προοδευτικών δυνάμεων που θα συμβάλλουν στην ανόρθωση της χώρας. Δε χρειαζόμαστε μέτωπα γιατί στην πρώτη δοκιμασία από τη μέχρι τώρα εμπειρία έχει φανεί πως οδηγούνται σε αποτυχίες.
Περαιτέρω, σε αυτή τη λογική της μη αίσθησης της πραγματικότητας και των άμεσων αναγκών της χώρας διατυπώθηκε από αγωνιστές και φίλους ότι το πρόβλημα είναι η «απεμπλοκή από το μνημόνιο». Αυτή είναι μια προοδευτική θέση που συμφωνούμε αλλά και η μισή αλήθεια. Με βάση τις μέχρι τώρα συμφωνίες, τα μέτρα των δύο προηγούμενων μνημονίων παραμένουν σε ισχύ. Χαρακτηριστικά, το ΤΑΙΠΕΔ θα είναι το «κακό ταμείο» των προηγούμενων μνημονίων που επιδίωξη έχει την εκποίηση δημόσιου πλούτου, τις λεγόμενες αποκρατικοποιήσεις, όπως περιφερειακά αεροδρόμια, ελληνικό, ΔΕΣΦΑ, ΟΛΠ, ΟΛΘ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος κλπ με σκοπό τα κονδύλια να διατεθούν για την απομείωση του χρέους. Το νέο μνημόνιο προβλέπει τη σύσταση νέου Ταμείου, που θα ελέγχεται από την ελληνική Κυβέρνηση και θα εποπτεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κέρδη θα αξιοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, για την ανάπτυξη και για την αποπληρωμή του χρέους.
Αρνητική εξέλιξη αποτελεί επίσης, η πρόβλεψη για τη σύσταση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου που θα αποτελεί ένα ανεξάρτητο από την Κυβέρνηση όργανο για τον διαρκή έλεγχο του προϋπολογισμού και που θα έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε οριζόντιες περικοπές. Η εν λόγω θεσμοθέτηση είναι αντίθετη με τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της δυνατότητας πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας.
Ορισμένοι προκειμένου να παρακάμψουν το περιεχόμενο μιας στρατηγικής εισαγάγουν τη θεωρία της «νέας αρχής», δεν υπάρχει νέα αρχή χωρίς αλλαγή στρατηγικής και η ενότητα πρέπει να βασιστεί σε κοινούς στόχους. Και κοινούς στόχους δεν μπορούμε να έχουμε με τις δυνάμεις που οδήγησαν στην υποτίμηση της χώρας κατά 40% και με μεγάλη ευκολία υποστηρίζουν και τη νέα εσωτερική υποτίμηση.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι να απεμπλακεί η χώρα από το φαύλο κύκλο της ύφεσης, της λιτότητας, της ανεργίας και της φτωχοποίησης. Να οδηγηθεί σε έξοδο από την κρίση με προοδευτικούς όρους, με όρους βιώσιμους κοινωνικά και οικονομικά. Και για να συμβεί αυτό θα χρειαστούν μακροπρόθεσμοι συλλογικοί αγώνες.
Η αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των πολιτών, η ανάκτηση των απολεσθέντων δημοκρατικών, εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και εισοδηματικών απωλειών της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, απαιτεί μακροπρόθεσμη συλλογική προσπάθεια.
Και πρώτη προτεραιότητα για αυτό είναι η Οικονομία και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Έξοδος από την κρίση σημαίνει την εκπόνηση καινοτόμων προγραμμάτων παραγωγής και ανάπτυξης τόσο σε κάθε κλάδο όσο και σε κάθε Περιφέρεια της χώρας. Σημαίνει επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές, επιχειρήσεις, θέσεις εργασίας, προϊόντα, εξαγωγές, υπηρεσίες, καινοτομία, τεχνολογικοί εξοπλισμοί. Και δε θα ανακάμψει η χώρα με το να μεταφέρει πόρους διαρκώς στις υποδομές και στους αυτοκινητόδρομους, λόγω του ότι δεν απορροφώνται τα επενδυτικά σχέδια καθότι οι επιχειρήσεις δε διαθέτουν κεφάλαια και οι Τράπεζες δε διαθέτουν ρευστότητα για να συμβάλλουν στη δανειοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων. Σε αυτά τα πλαίσια, πρέπει να αναφέρουμε ότι από τις πιο επιτυχημένες επιλογές της Κυβέρνησης είναι η υπό σύσταση αναπτυξιακή Τράπεζα για την υποστήριξη επενδυτικών δραστηριοτήτων στη χώρα.
Η αντιπαράθεση εντέλει, όλων των πλευρών – του Διευθυντηρίου της Ευρωζώνης, του Β. Σόιμπλε, της Κυβέρνησης, των «δυνάμεων της απεμπλοκής και του νομίσματος» - δεν εντάσσεται στο στρατόπεδο της Οικονομίας αλλά της συντηρητικής δημοσιονομικής στρατηγικής. Ερίζουν μόνο για τους κανόνες του δημοσιονομικού προβλήματος και όχι για τη δημιουργία πραγματικής Οικονομίας.
Και είναι προφανούς σημασίας η απόσταση που χωρίζει το να δημιουργείς Οικονομία σε μια χώρα από το να επιλέγεις ως κυρίαρχο θέμα αντιμετώπισης, τους δημοσιονομικούς κανόνες. Η συγκέντρωση της προσοχής στην πολύμηνη διαπραγμάτευση με την οποία προκλήθηκε περαιτέρω βλάβη στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία, λειτούργησε αποπροσανατολιστικά και έβγαλε από την μεγάλη εικόνα ότι η χώρα έχει χάσει την τελευταία 5ετία σωρευτικά στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μαζί με την αξία των ακινήτων και τις απώλειες εισοδημάτων, πλέον των 800 δις ευρώ.
Και μια Κυβέρνηση με στρατηγική θα έπρεπε να αναδεικνύει αυτό, ως καθοριστικό θέμα και να αναζητήσει λύσεις για τη σταδιακή και σε βάθος τουλάχιστον 5ετίας, αποκατάσταση της ζημιάς μέσω προσέλκυσης κεφαλαίων ιδιωτικών και δημόσιων με κατεύθυνση τη δημιουργία προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και θέσεων εργασίας.
Το κεντρικό θέμα της χώρας πριν ακόμη από την κρίση του 2009, ήταν η διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Οι μνημονιακές Κυβερνήσεις σκοπίμως, το παρουσίασαν ως πρωτίστως, κρίση ελλειμμάτων, κρίση δημοσίων δαπανών και ενός δήθεν μεγάλου και σπάταλου κράτους και στη συνέχεια ως κρίση δημόσιου χρέους. Αυτό και αποτέλεσε το «βούτυρο στο ψωμί» της χρηματοπιστωτικής και χρηματιστηριακής ολιγαρχίας, οδηγώντας στα κοινωνικά και οικονομικά ερείπια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των μνημονίων.
Το στρατηγικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι το δημόσιο χρέος αλλά η επείγουσα ανάγκη για την ανοικοδόμηση της παραγωγικής της βάσης.
Στην κρίση χρέους που αποτελεί μια επιμέρους όψη του προβλήματος της χώρας, στήνουν καριέρες μια σειρά από πανεπιστημιακούς και πολιτικούς κύκλους στο τρίγωνο Ουάσινγκτον-χώρα του δολαρίου- , Λονδίνου -χώρα της λίρας- και Αθηνών, πολιτική που διευκολύνει τα μέγιστα όλους τους συνενόχους που οδήγησαν τη χώρα να χάσει 800 δις σωρευτικά, να απολέσει το 25% του ΑΕΠ της, να κλείσουν 300000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να οδηγηθούν 4 εκατομμύρια πολίτες κάτω από τα όρια της φτώχειας, 1.5 εκατομμύριο στην ανεργία και το 20% του πλέον εξειδικευμένου, επιστημονικού προσωπικού της χώρας στη μετανάστευση.
Η Κυβέρνηση επέλεξε ως στρατηγική της, την κρίση χρέους και ήδη υπέστη την αποτυχία και εξακολουθεί να υιοθετεί αυτή την αποτυχημένη πολιτική στρατηγική ενώ το πραγματικό πρόβλημα της χώρας είναι η πραγματική Οικονομία.
Το νέο μνημόνιο αποτελεί πρόγραμμα νέας δημοσιονομικής προσαρμογής στην στρατηγική της λιτότητας της Ευρωζώνης που η Κυβέρνηση το χαρακτήρισε ως ήπια προσαρμογή που αφήνει περιθώρια στη χώρα για ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα δε θα είναι επιτυχή για την ελληνική Οικονομία, όπως δεν ήταν και τα προηγούμενα. Η στρατηγική της λιτότητας, της επιτήρησης και του μονόδρομου θα έχει την ίδια τύχη: ύφεση, ανεργία και φτωχοποίηση.
Πρόσφατα διατυπώθηκε και από τα δεξιά και από τα αριστερά ότι τα μνημόνια δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Στα μνημόνια κυριαρχούν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που είναι η σύγχρονη σκληρή δεξιά. Είναι γνωστό –σε διεθνές επίπεδο- ότι προοδευτικά και αριστερά κόμματα έχουν εφαρμόσει συντηρητικές πολιτικές. Αυτό που είναι το καθοριστικό, είναι τι κυριαρχεί, ποιο είναι το ισοζύγιο. Για ποια συμφέροντα και για ποιους σκοπούς.
Η χώρα χρειάζεται μια σταθερά προοδευτική πολιτική που θα προωθεί αλλαγές και θα απομονώνει τη συντήρηση και τις καταστροφικές δυνάμεις του μονόδρομου. Αλλά επίσης, είναι προφανές ότι χρειάζεται ανασύνταξη των προοδευτικών, των αντί-νεοφιλελεύθερων και αντί-μνημονιακών δυνάμεων με μια κριτική στα αρνητικά και μια υποστήριξη στα θετικά της κυβερνητικής πολιτικής.
Η χώρα πρέπει να αποκτήσει σαφή διακυβέρνηση που θα έχει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και θα διαμορφώσει μια κουλτούρα συνέπειας και έμπρακτης απόδειξης λόγων. Απαιτείται και επανακαθορισμός της δημόσιας συζήτησης στη χώρα. Ο δημόσιος λόγος με τα ούτε και ούτε, του τύπου «ούτε ρήξη ούτε υποταγή», χρειάζεται θετικό προσανατολισμό μετά την αποτυχία του “plan a” και την «αφασία» του “plan b”.
Η Κυβέρνηση θα πρέπει να αλλάξει τη στρατηγική της και να στραφεί από τη δημοσιονομική καθήλωση στην αντιμετώπιση της διάλυσης της παραγωγικής βάσης της χώρας και στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Ένα επιμέρους μόνο θέμα αυτής της στρατηγικής, πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους με ρήτρα ανάπτυξης και εξαγωγών.
Η εμμονή ότι το πρόβλημα της χώρας είναι η κρίση χρέους, θα διαιωνίζει την κρίση που οφείλεται στην πραγματικότητα στη διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Όλες οι πρωτοβουλίες της πρέπει να στραφούν στην πραγματική Οικονομία, στην παραγωγή, στις θέσεις εργασίας, στα εισοδήματα, στην παραγωγή πλούτου και στην καινοτομία. Ο εν λόγω οδικός χάρτης και δρόμος δεν είναι εύκολος για τακτικές του τύπου απεμπλοκής, ρήξης, διατυπώσεις του «εμείς ή αυτοί», συσπειρώσεις και αντί-συσπειρώσεις, πρακτικές που κατατείνουν στη μειοψηφία με νέα βερσιόν της κρίσης να αποτελεί το «φετίχ του νομίσματος» ή το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, που είναι ΟΧΙ όλων των προοδευτικών δυνάμεων και όχι μόνο ορισμένων.
Η χώρα χρειάζεται κουλτούρα δημοκρατικής πλειοψηφίας και μεταβατικές συμφωνίες στη βάση του συσχετισμού δυνάμεων καθώς και ένα 5ετές μεταβατικό πρόγραμμα ανασύνταξης της χώρας, όπου η πρώτη φάση θα μπορούσε να είναι η αποπληρωμή της τελευταίας δόσης του δανείου στο ΔΝΤ.
Όπως χρειαζόμαστε μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων με συνεργασίες και συμμαχίες για να οδηγήσουμε σε ήττα το Βερολίνο, για να απελευθερώσουμε την Ευρωζώνη από σφαίρα επιρροής του Βερολίνου και να ανακτήσουμε την ισοτιμία τόσο της χώρας μας όσο και κάθε άλλης χώρας στην Ε.Ε., για να ξαναγυρίσουμε σε προοδευτικές πολιτικές όπου οι δημόσιες και κρατικές πολιτικές θα κυριαρχήσουν πάνω στις αγορές, το ίδιο χρειαζόμαστε μια βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάκαμψης της χώρας για να μπορέσει να ανατρέψει τις μνημονιακές πολιτικές στην πράξη με στόχο και να απαλλάξουμε τη χώρα από τη νέα 3ετή επιτήρηση, οικονομική και πολιτική.
Μια προοδευτική Κυβέρνηση που θέλει αλλαγές, χρειάζεται προϋποθέσεις και όχι αποτυχίες προκειμένου να οργανώσει επιμέρους και διαδοχικές ρήξεις απέναντι στη συντήρηση και να οδηγήσει τη χώρα στην παραγωγή, στην ανάπτυξη και στην εργασία. Και οι διατυπώσεις περί οριστικών λύσεων δεν ανταποκρίνονται στις παρούσες συνθήκες. Θα χρειαστούν μεταβατικές πολιτικές και μεταβατικές περίοδοι.
Οι θιασώτες των μετωπικών συγκρούσεων και ρήξεων καθώς και των οριστικών λύσεων ιστορικά έχουν ηττηθεί και στη χώρα μας και διεθνώς.
Αυτές είναι ορισμένες βασικές προϋποθέσεις για να μπορούμε να μιλάμε για προοδευτική πολιτική και για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Για να οδηγήσουμε σε πολιτική ήττα τον νεοφιλελευθερισμό στη χώρα και στην Ε.Ε.
Για να ανοίξουμε τον προοδευτικό δρόμο της δημιουργίας, της συνοχής και των δικαιωμάτων θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες, χρόνος και ενότητα όλων των προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων της χώρας πέρα από άγνοια και σκοπιμότητες.
Στο ηθικό και ιδεολογικό πεδίο οι συντηρητικές δυνάμεις επιδιώκουν να εμπεδωθεί η κουλτούρα του μιθριδατισμού στη βάση της θεωρίας της συλλογικής ευθύνης και όλοι το ίδιο είναι, της αναδίπλωσης και του αναχωρητισμού ενώ τώρα προκύπτει ακόμη περισσότερο η απαίτηση της κοινωνίας για ανασύνταξη όλων των προοδευτικών δυνάμεων της που επιδιώκουμε την προοδευτική έξοδο της χώρας από την κρίση.
Οι δυνάμεις της δημιουργίας, της εργασίας και της παραγωγής θα αποτελέσουν την πρωτοπορία και όχι της ρητορικής και των διενέξεων της τηλε-δημοκρατίας.
Πέρα από τα άμεσα προβλήματα της χώρας που συνδέονται με την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, ρευστότητα στις τράπεζες χρηματοδότηση δημοσίου και βιώσιμο χρέος, το κυρίαρχο είναι ότι η χώρα χρειάζεται πόρους και κεφάλαια για επενδύσεις και για αυτό η χώρα πρέπει να απαιτήσει αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη λόγω της άσκησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των μνημονίων την τελευταία 5ετία.
Για μια Ελλάδα προοδευτική και δημοκρατική, για μια Ευρώπη της ειρήνης, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.
12 Αυγούστου 2015
Στέφανος Τζουμάκας
www.stefanostzoumakas.blogspot.com
mail@stefanostzoumakas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου