Powered By Blogger

11.4.12

ΤAIΣ ΗΜΕΡAIΣ ΕΚΕΙΝΕΣ ΜΥΣΤΙΚΩΣ... Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης;

ΤΟΥ ΚΥΡ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται…
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται…
Ράπισμα κατεδέξατο…
Ήλοις προσηλώθη…
Λόγχη εκεντήθη…
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη…
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν…


«Εξέδυσάν με τα ιματιά μου και ενέδυσάν με χλαμύδαν κοκκίνην· έθηκαν επί την κεφαλήν μου στέφανον εξ΄ ακανθών και επί την δεξιάν μου χείραν έδωκαν κάλαμον, ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως».

«...Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγούν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τʼ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, πουʼλεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απʼτα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου ναʼναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σʼολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρα απʼτην άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα…»

ΕΝΑ το χελιδονι * κι η Ανοιξη ακριβη
Για να γυρισει ο ηλιος * θελει δουλεια πολλη
Θελει νεκρους χιλιαδες * να 'ναι στους Τροχους
Θελει κι οι ζωντανοι * να δινουν το αιμα τους.
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εχτισες μεσα στα βουνα
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εκλεισες μες στη θαλασσα!
Παρθηκεν απο Μαγους * το σωμα του Μαγιου
Το 'χουνε θαψει σ' ενα * μνημα του πελαγου
Σ' ενα βαθυ πηγαδι * το 'χουνε κλειστο
Μυρισε το σκοτα * δι κι ολη η Αβυσσο.
Θε μου Πρωτομαστορα * μεσα στις πασχαλιες και Συ
Θε μου Πρωτομαστορα * μυρισες την Ανασταση!
Σαλεψε σαν το σπερμα * σε μητρα σκοτεινη
Το φοβερο της μνημης * εντομο μες στη γη
Κι οπως δαγκωνει αραχνη * δαγκωσε το φως
Ελαμψαν οι γιαλοι * κι ολο το πελαγος.
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εζωσες τις ακρογιαλιες

Θε μου Πρωτομαστορα * στα βουνα με θεμελιωσες!

ΟΔΥΣΕΑ ΕΛΥΤΗ «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ»

8 σχόλια:

  1. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος11/4/12, 10:03 μ.μ.

    ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος11/4/12, 10:03 μ.μ.

    .Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγούν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τʼ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…
    Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται…
    Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται…
    Ράπισμα κατεδέξατο…
    Ήλοις προσηλώθη…
    Λόγχη εκεντήθη…
    Προσκυνούμεν σου τα Πάθη…
    Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος11/4/12, 11:08 μ.μ.

    «Εξέδυσάν με τα ιματιά μου και ενέδυσάν με χλαμύδαν κοκκίνην· έθηκαν επί την κεφαλήν μου στέφανον εξ΄ ακανθών και επί την δεξιάν μου χείραν έδωκαν κάλαμον, ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος11/4/12, 11:37 μ.μ.

    Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα…»

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος12/4/12, 3:58 π.μ.

    Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απʼτα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου ναʼναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σʼολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρα απʼτην άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης;

    ΑπάντησηΔιαγραφή