του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 91
Εδώ και πολλά χρόνια διεξάγεται μια συζήτηση γύρω από τα ζητήματα του προσανατολισμού της χώρας, η οποία έχει αναζωπυρωθεί την τελευταία περίοδο, εξ αιτίας των μνημονίων και της μεταβολής της χώρας σε γερμανική ημιαποικία. Έτσι πολλοί φίλοι, καλοπροαίρετα –κάποιοι άλλοι όχι πάντα–, δεν κατανοούν εύκολα τη θέση της Κίνησης Πολιτών Άρδην, η οποία, ενώ αρνείται αυτή την αποικιοποίηση και θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν ανήκει οργανικά στη Δύση, ταυτόχρονα δεν επιλέγει αυτή τη στιγμή μια λογική άμεσης ρήξης με την ΕΕ και την ευρωζώνη.
Ας δούμε το ζήτημα σφαιρικότερα. Κατά αρχάς, υπάρχει ένα γενικότερο θέμα πολιτικής, το οποίο ισχύει για όλα τα μεγάλα πολιτικά και πνευματικά ζητήματα. Πώς αποφεύγει κανείς τους δύο σκοπέλους μιας ριζοσπαστικής και ταυτόχρονα πλειοψηφικής πολιτικής πρακτικής, που συνιστούν από τη μια πλευρά η ενσωμάτωση και η υποταγή και από την άλλη η απομόνωση; Πιστεύουμε πως η ιδιαιτερότητα της άποψής μας συνίσταται ακριβώς σε αυτή την προσπάθεια να παραμείνουμε ριζοσπάστες, χωρίς ταυτόχρονα να μεταβληθούμε σε περιθώριο. Και, πιστέψτε μας, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο και δεν σημαίνει ότι πάντοτε κατορθώσαμε να αποφύγουμε δολιχοδρομίες προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Και αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, όχι μόνο γενικά στη διαδρομή ενός ανθρώπου, μιας ομάδας, ή ενός πολιτικού σχηματισμού, αλλά ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για την Ελλάδα. Γιατί, όπως έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές, η Ελλάδα είναι η δυσκολότερη χώρα στον κόσμο, συνιστά από μόνη της… τον τετραγωνισμό του κύκλου και γι’ αυτό καμία επιλογή δεν είναι εύκολη ή αυτονόητη. Μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, αναπτυγμένη και υπανάπτυκτη, εξαρτημένη και ημιαποικία, ενώ ταυτόχρονα μετέχει διά των ελίτ της στη Δύση. Πιεσμένοι και ταυτόχρονα ανοικτοί από όλα τα σημεία του ορίζοντα, με μια ιστορική διαδρομή χιλιάδων χρόνων από την οποία είναι εύκολο ο καθένας να επιλέγει ό,τι του αρέσει ή τον βολεύει περισσότερο, με αποτέλεσμα η αρμονία της σύνθεσης ανάμεσα σ’ αυτές τις πολλαπλές συνιστώσες να μεταβάλλεται συχνά σε αφόρητη κακοφωνία. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, είμαστε υποχρεωμένοι να πορευόμαστε από τη μια «γυμνοί, όπως μας γέννησε η μάνα μας Ισπανία», και από την άλλη μέτοχοι του «συναμφότερου» του ελληνικού κόσμου.
Έτσι, λοιπόν, τα ζητήματα των συμμαχιών και των επιλογών αυτών των συμμαχιών ήταν πάντα το δυσκολότερο πράγμα στην ελληνική πολιτική ζωή. Τις περισσότερες φορές, πίσω από το πρόσχημα των συμμαχιών, μια βασικά ξενόδουλη ελίτ υπέτασσε, με το αζημίωτο, την ίδια της τη χώρα, στη μία ή την άλλη μεγάλη δύναμη. Και όμως, από την άλλη πλευρά, σε μια χώρα ανοικτή γεωγραφικά και ιστορικά προς όλα τα αζιμούθια, μια χώρα που έχει υποστεί τις περισσότερες επιδρομές και εισβολές στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, η άρνηση των συμμαχιών οδηγεί υποχρεωτικά στο περιθώριο, την ήττα, την κυριαρχία –εκ του αντιθέτου – των προσκυνημένων, που κατορθώνουν να εμφανίζονται ως οι μόνοι «ρεαλιστές».
Για να υπερκεράσει δημιουργικά αυτή η διελκυστίνδα ανάμεσα στην υποταγή και την απομόνωση, θα πρέπει η εναλλακτική πρόταση να θεμελιωθεί σε ισχυρές βάσεις. Πρώτον, στη στήριξη στις δικές σου δυνάμεις, για οποιοδήποτε βήμα επιχειρείς, πράγμα που προϋποθέτει παραγωγική αυτονομία και ευρωστία, πνευματική και πολιτιστική αυτονομία, εύψυχο και αξιόμαχο λαό. Πάνω σε μια τέτοια βάση, που πρέπει να αποτελεί το κατεξοχήν μέλημά μας, μπορούν να οικοδομηθούν, εν συνεχεία, οι αναγκαίες συμμαχίες, που με τη σειρά τους θα πρέπει να διαρθρώνονται σε πολλαπλά επίπεδα. Ένα πρώτο επίπεδο είναι οι στρατηγικές συμμαχίες, με τις δυνάμεις που θεωρείς ότι είναι δυνατό σε βάθος χρόνου να συμπορευτείς και ο ένας να στηρίζει τον άλλον. Το δεύτερο επίπεδο είναι οι τακτικές συμμαχίες και επιλογές με βάση την πολιτική και γεωπολιτική συγκυρία, αλλά που έχουν μια κάποια διάρκεια σε ένα σχετικό βάθος χρόνου. Το τρίτο επίπεδο είναι οι ευκαιριακές συμμαχίες καθαρά συγκυριακού χαρακτήρα. Και, βέβαια, πρέπει να έχεις ορίσει πολύ καθαρά τους αντιπάλους σου, και να έχεις μια ιεραρχημένη αποτίμησή τους.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη συγκεκριμένη, σημερινή ελληνική πραγματικότητα; Πρώτον, το ελλαδικό κράτος πρέπει να έχει ως βασική στρατηγική του συμμαχία εκείνη με το κυπριακό κράτος, μια και αποτελούν τις δύο πολιτειακές εκφράσεις του ενιαίου ελληνισμού. Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να οικοδομεί και να αγωνίζεται για να συγκροτήσει μια στρατηγική συμμαχία του βαλκανικού χώρου, ως ιδιαίτερου πόλου στο εσωτερικό της Ευρώπης και ως αντίπαλου δέους στον μικρασιατικό τουρκικό πόλο. Ιδιαίτερα, ένας στρατηγικός άξονας Ελλάδας-Σερβίας και ει δυνατόν με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, μπορεί να αποτελέσει τη θεμελιώδη βάση για μια νέα εξωτερική, οικονομική και όχι μόνο πολιτική. Στρατηγικού χαρακτήρα είναι επίσης η συμμαχία με το κουρδικό έθνος, διότι τα συμφέροντά μας ενάντια στον οθωμανικό ηγεμονισμό συμπίπτουν απόλυτα.
Σε αυτά τα πλαίσια, έχει σημασία μία μακροπρόθεσμη πολιτική προσέγγισης με τη Ρωσία και τον ορθόδοξο σλαβικό χώρο ιδιαίτερα, με τον οποίο μας συνδέουν παλιοί ιστορικοί δεσμοί, κοινές παραδόσεις, αλλά και η σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα.
Αυτές οι επιλογές σημαίνουν και μια ορισμένη πολιτική σε σχέση με τα τρέχοντα ζητήματα. Και φωτίζουν και τη σχέση μας με την ευρωπαϊκή ένωση και τη Δύση.
Σε αντίθεση με τους ευρωπαϊστές (ευρωλιγούρηδες, κατά Ζουράρι), δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα αποτελεί οργανικό τμήμα της Δυτικής Ευρώπης. Αντίθετα, θεωρούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της κακοδαιμονίας μας είναι συνέπεια της αποικιακής και ημιαποικιακής, στη συνέχεια, σχέση μας με τη δυτική Ευρώπη. Έτσι, η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη θα πρέπει να εξετάζεται υπό το φως αυτής της αρχικής στρατηγικής διαπίστωσης.
Γιατί όμως δεν συμφωνούμε σήμερα με όλους εκείνους που υποστηρίζουν πως θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη, θέση που σε κάποιους μοιάζει παράδοξη, δεδομένης της στρατηγικής μας δυσπιστίας προς τη Δύση;
Πολύ απλά, διότι απέναντί μας βρίσκεται η τουρκική και ισλαμική Ανατολή, η οποία δεν μας απειλεί απλώς με αποικιοποίηση, αλλά με ιστορική εξαφάνιση. Σήμερα, σε μια εποχή παρακμής της Δύσης, που το κέντρο βάρους της οικονομίας και των πολιτικών εξελίξεων μετατίθεται σταδιακά προς την Ανατολή, επιθετικά, επεκτατικά χαρακτηριστικά, διαθέτει κατεξοχήν η τελευταία, και μάλιστα η ισλαμική Τουρκία. Η ιστορία μας των τελευταίων χιλίων χρόνων χαρακτηρίζεται από την οικονομική και αποικιακή κάποτε υποταγή στη Δύση, και από τον εξανδραποδισμό και την εθνοτική συρρίκνωση που μας επιβάλλει η Ανατολή. Ανάλογα με τις ιστορικές περιόδους, το ένα ή το άλλο στοιχείο γινόταν κυρίαρχο, κάποτε και τα δύο μαζί. Ο ελληνισμός, από την εποχή της εμφάνισης του ισλάμ, ακριβώς διότι βρισκόταν σε μόνιμη σύγκρουση μαζί του, συρρικνώθηκε από την Αντιόχεια ως την Κωνσταντινούπολη, απώλεσε την οικονομική και πληθυσμιακή κοιτίδα της Μ. Ασίας και περιορίστηκε στην ελλαδική χερσόνησο, το αρχιπέλαγος και την Κύπρο. Σήμερα – δηλαδή από το 1974 και μετά– αντιμετωπίζει μια νέα φάση επέκτασης του ισλαμικού κόσμου και κατεξοχήν της Τουρκίας, ενώ σε μια προηγούμενη περίοδο, από το 1922 έως το 1974, αντιμετώπισε κατεξοχήν την αποικιακή Δύση (εισβολή και κατοχή το 1940, εμφύλιος, αμερικανοκρατία, διδακτορία των συνταγματαρχών). Από το 1974 και εφεξής η συγκυρία αλλάζει. Η Τουρκία μεταβάλλεται σταδιακώς σε νεοθωμανική και μας απειλεί –χρησιμοποιώντας και το ισλάμ– με μετάθεση του συνόρου, μεταξύ ισλαμικού και δυτικού κόσμου, στο εσωτερικό της Ελλάδας και των Βαλκανίων.
Αυτή είναι η βασική στρατηγική παραδοχή, πάνω στην οποία είναι υποχρεωμένος ο οποιοσδήποτε να οικοδομήσει συμμαχίες και πολιτικές.
Με βάση την ανάλυση των στρατηγικών και τακτικών συμμαχιών που περιγράψαμε παραπάνω, είμαστε υποχρεωμένοι να ορίσουμε την τακτική μας στην παρούσα συγκυρία. Είναι προφανές πως, όπως προείπαμε, η στρατηγική μας συμμαχία αφορά στην Κύπρο και τα Βαλκάνια. Θα θέλαμε μια Ευρώπη η οποία θα αρχίζει από τα Ουράλια και θα φτάνει μέχρι τον Ατλαντικό, δηλαδή θα περιλαμβάνει μια ισχυρή ορθόδοξη και ανατολικοευρωπαϊκή συνιστώσα. Σε μια τέτοια Ευρώπη, τα Βαλκάνια και η Ελλάδα δεν θα αποτελούσαν μια ημιαποικιακή απόφυση της Δυτικής Ευρώπης, αλλά ένα κομμάτι μιας ενιαίας ηπείρου. Και σε μια τέτοια περίπτωση, ο βαλκανικός πόλος θα είχε αναβαθμισμένο οικονομικό και στρατηγικό ρόλο.
Όμως η πραγματικότητα είναι πως σήμερα, μετά την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, η πρωτοβουλία για την ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει περάσει στη Δύση, η οποία έχει ενσωματώσει στο μεγαλύτερο μέρος της και τον βαλκανικό και ανατολικοευρωπαϊκό χώρο (Πολωνία, Σλοβακία κ.λπ.), ενώ μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει γίνει στη Μεσόγειο και η Μάλτα και η ελληνική Κύπρος. Η στρατηγική της Ελλάδας σ’ αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να στοχεύει αρχικά στην ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ, σε μια ενίσχυση των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία και προοπτικά στην οικοδόμηση μιας νέας και ισόρροπης Ευρώπης, με τη συμμετοχή της Ανατολής και της Ρωσίας, είτε με την διάλυση της παλιάς ΕΕ είτε με τη ριζική αναδόμησή της. Προφανώς δε, θα πρέπει να αποτραπεί η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Κατά δεύτερο λόγο η Ελλάδα, στα πλαίσια του υπάρχοντος ευρωπαϊκού μορφώματος, θα έπρεπε και θα μπορούσε να ενισχύσει τις σχέσεις συνεργασίας της με τη Νότια Ευρώπη, που υφίσταται σήμερα την πίεση του ευρωπαϊκού Βορρά, και πάρα πέρα με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου.
Είναι προφανές πως, μια Ελλάδα που πατάει αυτόνομα στα πόδια της, θα ανέπτυσσε ισχυρές σχέσεις κατεξοχήν με την Κίνα, αλλά και άλλες χώρες.
Ας δούμε το ζήτημα σφαιρικότερα. Κατά αρχάς, υπάρχει ένα γενικότερο θέμα πολιτικής, το οποίο ισχύει για όλα τα μεγάλα πολιτικά και πνευματικά ζητήματα. Πώς αποφεύγει κανείς τους δύο σκοπέλους μιας ριζοσπαστικής και ταυτόχρονα πλειοψηφικής πολιτικής πρακτικής, που συνιστούν από τη μια πλευρά η ενσωμάτωση και η υποταγή και από την άλλη η απομόνωση; Πιστεύουμε πως η ιδιαιτερότητα της άποψής μας συνίσταται ακριβώς σε αυτή την προσπάθεια να παραμείνουμε ριζοσπάστες, χωρίς ταυτόχρονα να μεταβληθούμε σε περιθώριο. Και, πιστέψτε μας, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο και δεν σημαίνει ότι πάντοτε κατορθώσαμε να αποφύγουμε δολιχοδρομίες προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Και αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, όχι μόνο γενικά στη διαδρομή ενός ανθρώπου, μιας ομάδας, ή ενός πολιτικού σχηματισμού, αλλά ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για την Ελλάδα. Γιατί, όπως έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές, η Ελλάδα είναι η δυσκολότερη χώρα στον κόσμο, συνιστά από μόνη της… τον τετραγωνισμό του κύκλου και γι’ αυτό καμία επιλογή δεν είναι εύκολη ή αυτονόητη. Μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, αναπτυγμένη και υπανάπτυκτη, εξαρτημένη και ημιαποικία, ενώ ταυτόχρονα μετέχει διά των ελίτ της στη Δύση. Πιεσμένοι και ταυτόχρονα ανοικτοί από όλα τα σημεία του ορίζοντα, με μια ιστορική διαδρομή χιλιάδων χρόνων από την οποία είναι εύκολο ο καθένας να επιλέγει ό,τι του αρέσει ή τον βολεύει περισσότερο, με αποτέλεσμα η αρμονία της σύνθεσης ανάμεσα σ’ αυτές τις πολλαπλές συνιστώσες να μεταβάλλεται συχνά σε αφόρητη κακοφωνία. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, είμαστε υποχρεωμένοι να πορευόμαστε από τη μια «γυμνοί, όπως μας γέννησε η μάνα μας Ισπανία», και από την άλλη μέτοχοι του «συναμφότερου» του ελληνικού κόσμου.
Έτσι, λοιπόν, τα ζητήματα των συμμαχιών και των επιλογών αυτών των συμμαχιών ήταν πάντα το δυσκολότερο πράγμα στην ελληνική πολιτική ζωή. Τις περισσότερες φορές, πίσω από το πρόσχημα των συμμαχιών, μια βασικά ξενόδουλη ελίτ υπέτασσε, με το αζημίωτο, την ίδια της τη χώρα, στη μία ή την άλλη μεγάλη δύναμη. Και όμως, από την άλλη πλευρά, σε μια χώρα ανοικτή γεωγραφικά και ιστορικά προς όλα τα αζιμούθια, μια χώρα που έχει υποστεί τις περισσότερες επιδρομές και εισβολές στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, η άρνηση των συμμαχιών οδηγεί υποχρεωτικά στο περιθώριο, την ήττα, την κυριαρχία –εκ του αντιθέτου – των προσκυνημένων, που κατορθώνουν να εμφανίζονται ως οι μόνοι «ρεαλιστές».
Για να υπερκεράσει δημιουργικά αυτή η διελκυστίνδα ανάμεσα στην υποταγή και την απομόνωση, θα πρέπει η εναλλακτική πρόταση να θεμελιωθεί σε ισχυρές βάσεις. Πρώτον, στη στήριξη στις δικές σου δυνάμεις, για οποιοδήποτε βήμα επιχειρείς, πράγμα που προϋποθέτει παραγωγική αυτονομία και ευρωστία, πνευματική και πολιτιστική αυτονομία, εύψυχο και αξιόμαχο λαό. Πάνω σε μια τέτοια βάση, που πρέπει να αποτελεί το κατεξοχήν μέλημά μας, μπορούν να οικοδομηθούν, εν συνεχεία, οι αναγκαίες συμμαχίες, που με τη σειρά τους θα πρέπει να διαρθρώνονται σε πολλαπλά επίπεδα. Ένα πρώτο επίπεδο είναι οι στρατηγικές συμμαχίες, με τις δυνάμεις που θεωρείς ότι είναι δυνατό σε βάθος χρόνου να συμπορευτείς και ο ένας να στηρίζει τον άλλον. Το δεύτερο επίπεδο είναι οι τακτικές συμμαχίες και επιλογές με βάση την πολιτική και γεωπολιτική συγκυρία, αλλά που έχουν μια κάποια διάρκεια σε ένα σχετικό βάθος χρόνου. Το τρίτο επίπεδο είναι οι ευκαιριακές συμμαχίες καθαρά συγκυριακού χαρακτήρα. Και, βέβαια, πρέπει να έχεις ορίσει πολύ καθαρά τους αντιπάλους σου, και να έχεις μια ιεραρχημένη αποτίμησή τους.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη συγκεκριμένη, σημερινή ελληνική πραγματικότητα; Πρώτον, το ελλαδικό κράτος πρέπει να έχει ως βασική στρατηγική του συμμαχία εκείνη με το κυπριακό κράτος, μια και αποτελούν τις δύο πολιτειακές εκφράσεις του ενιαίου ελληνισμού. Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να οικοδομεί και να αγωνίζεται για να συγκροτήσει μια στρατηγική συμμαχία του βαλκανικού χώρου, ως ιδιαίτερου πόλου στο εσωτερικό της Ευρώπης και ως αντίπαλου δέους στον μικρασιατικό τουρκικό πόλο. Ιδιαίτερα, ένας στρατηγικός άξονας Ελλάδας-Σερβίας και ει δυνατόν με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, μπορεί να αποτελέσει τη θεμελιώδη βάση για μια νέα εξωτερική, οικονομική και όχι μόνο πολιτική. Στρατηγικού χαρακτήρα είναι επίσης η συμμαχία με το κουρδικό έθνος, διότι τα συμφέροντά μας ενάντια στον οθωμανικό ηγεμονισμό συμπίπτουν απόλυτα.
Σε αυτά τα πλαίσια, έχει σημασία μία μακροπρόθεσμη πολιτική προσέγγισης με τη Ρωσία και τον ορθόδοξο σλαβικό χώρο ιδιαίτερα, με τον οποίο μας συνδέουν παλιοί ιστορικοί δεσμοί, κοινές παραδόσεις, αλλά και η σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα.
Αυτές οι επιλογές σημαίνουν και μια ορισμένη πολιτική σε σχέση με τα τρέχοντα ζητήματα. Και φωτίζουν και τη σχέση μας με την ευρωπαϊκή ένωση και τη Δύση.
Σε αντίθεση με τους ευρωπαϊστές (ευρωλιγούρηδες, κατά Ζουράρι), δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα αποτελεί οργανικό τμήμα της Δυτικής Ευρώπης. Αντίθετα, θεωρούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της κακοδαιμονίας μας είναι συνέπεια της αποικιακής και ημιαποικιακής, στη συνέχεια, σχέση μας με τη δυτική Ευρώπη. Έτσι, η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη θα πρέπει να εξετάζεται υπό το φως αυτής της αρχικής στρατηγικής διαπίστωσης.
Γιατί όμως δεν συμφωνούμε σήμερα με όλους εκείνους που υποστηρίζουν πως θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη, θέση που σε κάποιους μοιάζει παράδοξη, δεδομένης της στρατηγικής μας δυσπιστίας προς τη Δύση;
Πολύ απλά, διότι απέναντί μας βρίσκεται η τουρκική και ισλαμική Ανατολή, η οποία δεν μας απειλεί απλώς με αποικιοποίηση, αλλά με ιστορική εξαφάνιση. Σήμερα, σε μια εποχή παρακμής της Δύσης, που το κέντρο βάρους της οικονομίας και των πολιτικών εξελίξεων μετατίθεται σταδιακά προς την Ανατολή, επιθετικά, επεκτατικά χαρακτηριστικά, διαθέτει κατεξοχήν η τελευταία, και μάλιστα η ισλαμική Τουρκία. Η ιστορία μας των τελευταίων χιλίων χρόνων χαρακτηρίζεται από την οικονομική και αποικιακή κάποτε υποταγή στη Δύση, και από τον εξανδραποδισμό και την εθνοτική συρρίκνωση που μας επιβάλλει η Ανατολή. Ανάλογα με τις ιστορικές περιόδους, το ένα ή το άλλο στοιχείο γινόταν κυρίαρχο, κάποτε και τα δύο μαζί. Ο ελληνισμός, από την εποχή της εμφάνισης του ισλάμ, ακριβώς διότι βρισκόταν σε μόνιμη σύγκρουση μαζί του, συρρικνώθηκε από την Αντιόχεια ως την Κωνσταντινούπολη, απώλεσε την οικονομική και πληθυσμιακή κοιτίδα της Μ. Ασίας και περιορίστηκε στην ελλαδική χερσόνησο, το αρχιπέλαγος και την Κύπρο. Σήμερα – δηλαδή από το 1974 και μετά– αντιμετωπίζει μια νέα φάση επέκτασης του ισλαμικού κόσμου και κατεξοχήν της Τουρκίας, ενώ σε μια προηγούμενη περίοδο, από το 1922 έως το 1974, αντιμετώπισε κατεξοχήν την αποικιακή Δύση (εισβολή και κατοχή το 1940, εμφύλιος, αμερικανοκρατία, διδακτορία των συνταγματαρχών). Από το 1974 και εφεξής η συγκυρία αλλάζει. Η Τουρκία μεταβάλλεται σταδιακώς σε νεοθωμανική και μας απειλεί –χρησιμοποιώντας και το ισλάμ– με μετάθεση του συνόρου, μεταξύ ισλαμικού και δυτικού κόσμου, στο εσωτερικό της Ελλάδας και των Βαλκανίων.
Αυτή είναι η βασική στρατηγική παραδοχή, πάνω στην οποία είναι υποχρεωμένος ο οποιοσδήποτε να οικοδομήσει συμμαχίες και πολιτικές.
Με βάση την ανάλυση των στρατηγικών και τακτικών συμμαχιών που περιγράψαμε παραπάνω, είμαστε υποχρεωμένοι να ορίσουμε την τακτική μας στην παρούσα συγκυρία. Είναι προφανές πως, όπως προείπαμε, η στρατηγική μας συμμαχία αφορά στην Κύπρο και τα Βαλκάνια. Θα θέλαμε μια Ευρώπη η οποία θα αρχίζει από τα Ουράλια και θα φτάνει μέχρι τον Ατλαντικό, δηλαδή θα περιλαμβάνει μια ισχυρή ορθόδοξη και ανατολικοευρωπαϊκή συνιστώσα. Σε μια τέτοια Ευρώπη, τα Βαλκάνια και η Ελλάδα δεν θα αποτελούσαν μια ημιαποικιακή απόφυση της Δυτικής Ευρώπης, αλλά ένα κομμάτι μιας ενιαίας ηπείρου. Και σε μια τέτοια περίπτωση, ο βαλκανικός πόλος θα είχε αναβαθμισμένο οικονομικό και στρατηγικό ρόλο.
Όμως η πραγματικότητα είναι πως σήμερα, μετά την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, η πρωτοβουλία για την ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει περάσει στη Δύση, η οποία έχει ενσωματώσει στο μεγαλύτερο μέρος της και τον βαλκανικό και ανατολικοευρωπαϊκό χώρο (Πολωνία, Σλοβακία κ.λπ.), ενώ μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει γίνει στη Μεσόγειο και η Μάλτα και η ελληνική Κύπρος. Η στρατηγική της Ελλάδας σ’ αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να στοχεύει αρχικά στην ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ, σε μια ενίσχυση των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία και προοπτικά στην οικοδόμηση μιας νέας και ισόρροπης Ευρώπης, με τη συμμετοχή της Ανατολής και της Ρωσίας, είτε με την διάλυση της παλιάς ΕΕ είτε με τη ριζική αναδόμησή της. Προφανώς δε, θα πρέπει να αποτραπεί η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Κατά δεύτερο λόγο η Ελλάδα, στα πλαίσια του υπάρχοντος ευρωπαϊκού μορφώματος, θα έπρεπε και θα μπορούσε να ενισχύσει τις σχέσεις συνεργασίας της με τη Νότια Ευρώπη, που υφίσταται σήμερα την πίεση του ευρωπαϊκού Βορρά, και πάρα πέρα με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου.
Είναι προφανές πως, μια Ελλάδα που πατάει αυτόνομα στα πόδια της, θα ανέπτυσσε ισχυρές σχέσεις κατεξοχήν με την Κίνα, αλλά και άλλες χώρες.
Να επιστρέψουμε στη δραχμή;
Εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης ανέκυψε για πρώτη φορά ένας έντονος και σοβαρός προβληματισμός γύρω από τα υπέρ και τα κατά της συμμετοχής μας στο ευρώ, αλλά και στην ίδια την ΕΕ. Και άρχισε να γίνεται κατανοητό αυτό που πολλοί τονίζαμε από παλιότερα, ότι δηλαδή η ένταξη στο ευρώ αποτελούσε λανθασμένη οικονομική επιλογή, διότι επέτεινε τα παρασιτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Ο υποφαινόμενος και το Άρδην, όταν πολλοί πανηγύριζαν για την ένταξη στην ευρωζώνη, είχαμε αντιταχθεί σε μια τέτοια επιλογή, προβάλλοντας ακριβώς αυτή την επιχειρηματολογία, πως δεν μπορείς να ανταγωνίζεσαι τη γερμανική οικονομία, χωρίς να διαθέτεις το τελευταίο όπλο της οικονομικής αυτοτέλειας, δηλαδή το όπλο του νομίσματος. Έτσι, στα χρόνια της παραμονής μας στο ευρώ η αποβιομηχάνιση επιτάθηκε και η ελληνική οικονομία έγινε ακόμα περισσότερο «οικονομία υπηρεσιών», στηριγμένη στο χαμηλό κόστος εργασίας των μεταναστών και δη των λαθρομεταναστών.
Κατασκευάστηκε μια ευημερία επίπλαστη, η οποία ευνοούνταν από τη δυνατότητα χαμηλότοκου δανεισμού που επέτρεπε τη συμμετοχή στο ευρώ τόσο στο κράτος αλλά και στους ιδιώτες, με αποτέλεσμα, όταν ήρθε η οικονομική κρίση της Δύσης, η Ελλάδα να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Με βάση αυτή την παραδοχή, υποστηρίζουν πολλοί πως θα πρέπει να επιλέξουμε την έξοδο από το ευρώ και, αν χρειαστεί, και από την ΕΕ, για να ανακτήσουμε την οικονομική μας αυτονομία.
Αν όμως ήταν δυνατό και επιβεβλημένο να μην προσχωρήσουμε στο ευρώ, απαιτεί πολύ διαφορετικές συνθήκες και δυνάμεις η έξοδος από αυτό. Διότι, αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε δύο περιπτώσεις. Πρώτον, έξοδος και ταυτόχρονα παύση πληρωμών, δηλαδή συνολική ρήξη με το παγκόσμιο σύστημα. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι προφανές πως η Ελλάδα θα βρισκόταν αποκλεισμένη από πρώτες ύλες και προϊόντα και διπλωματικά απομονωμένη στην περιοχή. Στη δεύτερη περίπτωση, με αποχώρηση από το ευρώ, αλλά με παραμονή στην ΕΕ, το οικονομικό βάρος από τον δανεισμό θα γινόταν επαχθέστερο στα όρια του αδιανόητου, φθάνοντας στο 350 έως 450 του ΑΕΠ, μια και η υποτίμηση του ελληνικού νομίσματος θα ήταν αναπόφευκτη, οπότε οδηγούμαστε πάλι στο ίδιο αποτέλεσμα. Η έξοδος από το ευρώ, από οικονομική άποψη, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με σχετικά μικρότερο κόστος μόνο όταν και αφού η ελληνική οικονομία θα είχε αποκτήσει μια στοιχειώδη αυτάρκεια και δεν θα εξαρτιόταν απόλυτα από εισαγωγές. Εξάλλου, η πιθανή στήριξη στους υδρογονάνθρακες, που συχνά εμφανίζεται ως πανάκεια, δεν μπορεί να υλοποιηθεί πριν περάσουν δέκα χρόνια τουλάχιστον. Κατά συνέπεια, αυτή τη στιγμή, από οικονομική άποψη η έξοδος από το ευρώ αποτελεί μια καταστροφική επιλογή.
Οι γεωπολιτικές συνέπειες μιας τέτοιας εξόδου θα ήταν ακόμα επαχθέστερες. Η Ελλάδα θα βρισκόταν πολιτικά και διπλωματικά απομονωμένη, σε κατάσταση τεράστιας εσωτερικής κρίσης απέναντι στη νεοθωμανική απειλή, που χρησιμοποιεί και την Αλβανία και τα Σκόπια για να την περικυκλώσει. Η Κύπρος θα απομονωνόταν ακόμα περισσότερο από το ελληνικό κράτος και τα Βαλκάνια, που επιθυμούν διακαώς την ένταξή τους στην ΕΕ, θα απομακρύνονταν ακόμα περισσότερο από εμάς.
Επιπλέον, μια πολιτική ρήξης, με όλες τις υπάρχουσες συμμαχίες, θα προϋπέθετε ένα εσωτερικό πολιτικό μέτωπο και δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν έστω και στοιχειωδώς τις συνέπειες μιας τέτοιας ρήξης. Συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο; Όχι μόνο δεν συμβαίνει, αλλά αντίθετα η συντριπτική πλειοψηφία των παραγόντων είναι αρνητική. Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, άγνοια των γεωπολιτικών πραγματικοτήτων, ενώ ο ελληνικός λαός δεν είναι καθόλου προετοιμασμένος για μια σύγκρουση τόσο υψηλής κλίμακας.
Ας δούμε την πολιτική πραγματικότητα. Προφανώς, στις δυνάμεις που θα μπορούσαν να παίξουν έναν αντιστασιακό ρόλο, οι υποστηρικτές της ρήξης δεν περιλαμβάνουν τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗ.ΜΑΡ. Μήπως όμως μια τέτοια πολιτική θα μπορεί να τη διεκπεραιώσει ένα κόμμα μέχρι χθες εθνομηδενιστικό, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ή μήπως ο Καμμένος; Όσο για το ΚΚΕ, η ακινησία του μοιάζει πιο πολύ με την ακαμψία ενός αρτηριοσκληρωτικού οργανισμού.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν ούτε οι οικονομικοί ούτε οι γεωπολιτικοί ούτε οι πολιτικοί όροι για μια βίαιη ρήξη με το status quo.
Αυτό όμως σημαίνει παραίτηση και εγκατάλειψη των προσπαθειών για μια Ελλάδα αυτόνομη και ανεξάρτητη; Όχι βέβαια. Απλούστατα, καταδεικνύει πως για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, απαιτείται ένας βαθύς οικονομικός και πολιτικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας. Απαιτείται μια μετάβαση προς ένα οικονομικό μοντέλο μεγαλύτερης αυτάρκειας, με την ανατροπή των παρασιτικών ελίτ και του κυρίαρχου εθνομηδενιστικού ιδεολογικού κλίματος που επικρατεί στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς και τα ΜΜΕ, και η διαμόρφωση πολιτικών σχηματισμών ικανών να ανταποκριθούν σε αυτές τις νέες ανάγκες. Και, βέβαια, απαιτείται η σταδιακή αλλαγή των γεωπολιτικών δεδομένων προς την κατεύθυνση που περιγράψαμε, ενίσχυση του ρωσικού ανατολικοευρωπαϊκού παράγοντα στην Ευρώπη, δημιουργία βαλκανικού πόλου στο εσωτερικό της ΕΕ, απόκρουση της τουρκικής απειλής στην Κύπρο, ανάπτυξη του κινήματος της κουρδικής αυτονομίας και, τέλος, απαρχή εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων που πιθανότατα υπάρχουν στην Ελλάδα.
Γι’ αυτό ακριβώς και υποστηρίζουμε όλη την προηγούμενη περίοδο πως δεν υπάρχει καμία μαγική λύση ικανή να απαντήσει στην κρίση. Απαιτείται μια περίοδος μετάβασης πνευματικής, παραγωγικής, πολιτικής, γεωπολιτικής, που θα τείνει να διαμορφώνει στα μυαλά των ανθρώπων, αλλά και στην κοινωνία, νέα προτάγματα και αξίες και θα επιτρέψει και τη συγκρότηση εναλλακτικών πολιτικών σχημάτων. Στο μεταξύ, σε ό,τι αφορά στα ζητήματα του ευρώ και της ευρωζώνης, θα πρέπει να αποφύγουμε κάθε λογική μοναχικής πορείας, να συμπήξουμε μέτωπα, όπου είναι δυνατόν, κυρίως με τις χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης. Να απορρίψουμε τη γερμανοποίηση της Ευρώπης που επιδιώκει, με την ευκαιρία της κρίσης, το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε. Και, προπαντός, να θέτουμε τις βάσεις της παραγωγικής μας αυτονομίας. Έτσι, αν το ευρώ δεν αντέξει στην κρίση, θα πρέπει να βρισκόμαστε μαζί με άλλους και όχι μόνοι μας. Τότε και μόνο θα μπορούσαμε να περάσουμε χωρίς καταστροφικές συνέπειες στο εθνικό νόμισμα.
Αν λοιπόν συνυπολογίσουμε το σύνολο όλων αυτών των παραγόντων, μοιάζει μάλλον παιδαριώδης ή μυωπική η διεκδίκηση μιας άμεσης και μονομερούς ρήξης με την ευρωζώνη. Και μπορεί να γίνει δεκτή μόνο ως έκφραση αγανάκτησης του ελληνικού λαού και όχι βέβαια ως συνεκτική πολιτική πρόταση. Αντίθετα, με τους παρόντες πολιτικούς συσχετισμούς, αποτελεί αυτοκτονία.
Η ανάκτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας συνιστά μια διαδικασία μακράς διάρκειας και έναν παρατεταμένο αγώνα και δεν μπορεί να επιτευχθεί με ευχολόγια.
Η αυτονομία την οποία επιδιώκουμε επί τέλους, οκτώ αιώνες μετά το 1204, δεν αποτελεί μια ευκαιριακή και εύκολη παρόλα. Απαιτεί πριν απ’ όλα πνευματική αυτονομία, συνείδηση της ταυτότητάς μας, στήριξη του εκσυγχρονισμού μας στην ίδια τη δική μας παράδοση και όχι στις εισαγόμενες ιδέες και προϊόντα. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Και από εκεί ακολουθούν όλα τα υπόλοιπα. Αλλά αυτονομία δεν σημαίνει απομονωτισμό, που θα ήταν καταστροφικός για τα σημερινά μας μεγέθη. Γι’ αυτό έχουμε τόσες φορές υποστηρίξει πως, επειδή τα αφήσαμε όλα πολλά πάρα πολλά χρόνια να εξελίσσονται αρνητικά, βρεθήκαμε σήμερα μπροστά σε μια κυριολεκτικά υπαρκτική κρίση. Την οποία, για να την αντιμετωπίσουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε ανυποχώρητοι και άκαμπτοι στις βασικές μας επιλογές, επιστρατεύοντας τα αναρίθμητα παραδείγματα της ιστορίας μας, από τις Θερμοπύλες μέχρι την αντίσταση στους Γερμανούς, και ταυτόχρονα πολυμήχανοι σαν τον Οδυσσέα, για να μπορέσουμε να φθάσουμε στην Ιθάκη. Γιατί η Ιθάκη παραμένει ο στόχος μας, δηλαδή η άρση του ανολοκλήρωτου που χαρακτηρίζει την ιστορία μας, το ξεπέρασμα του «καημού της ρωμιοσύνης».
Κατασκευάστηκε μια ευημερία επίπλαστη, η οποία ευνοούνταν από τη δυνατότητα χαμηλότοκου δανεισμού που επέτρεπε τη συμμετοχή στο ευρώ τόσο στο κράτος αλλά και στους ιδιώτες, με αποτέλεσμα, όταν ήρθε η οικονομική κρίση της Δύσης, η Ελλάδα να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Με βάση αυτή την παραδοχή, υποστηρίζουν πολλοί πως θα πρέπει να επιλέξουμε την έξοδο από το ευρώ και, αν χρειαστεί, και από την ΕΕ, για να ανακτήσουμε την οικονομική μας αυτονομία.
Αν όμως ήταν δυνατό και επιβεβλημένο να μην προσχωρήσουμε στο ευρώ, απαιτεί πολύ διαφορετικές συνθήκες και δυνάμεις η έξοδος από αυτό. Διότι, αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε δύο περιπτώσεις. Πρώτον, έξοδος και ταυτόχρονα παύση πληρωμών, δηλαδή συνολική ρήξη με το παγκόσμιο σύστημα. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι προφανές πως η Ελλάδα θα βρισκόταν αποκλεισμένη από πρώτες ύλες και προϊόντα και διπλωματικά απομονωμένη στην περιοχή. Στη δεύτερη περίπτωση, με αποχώρηση από το ευρώ, αλλά με παραμονή στην ΕΕ, το οικονομικό βάρος από τον δανεισμό θα γινόταν επαχθέστερο στα όρια του αδιανόητου, φθάνοντας στο 350 έως 450 του ΑΕΠ, μια και η υποτίμηση του ελληνικού νομίσματος θα ήταν αναπόφευκτη, οπότε οδηγούμαστε πάλι στο ίδιο αποτέλεσμα. Η έξοδος από το ευρώ, από οικονομική άποψη, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με σχετικά μικρότερο κόστος μόνο όταν και αφού η ελληνική οικονομία θα είχε αποκτήσει μια στοιχειώδη αυτάρκεια και δεν θα εξαρτιόταν απόλυτα από εισαγωγές. Εξάλλου, η πιθανή στήριξη στους υδρογονάνθρακες, που συχνά εμφανίζεται ως πανάκεια, δεν μπορεί να υλοποιηθεί πριν περάσουν δέκα χρόνια τουλάχιστον. Κατά συνέπεια, αυτή τη στιγμή, από οικονομική άποψη η έξοδος από το ευρώ αποτελεί μια καταστροφική επιλογή.
Οι γεωπολιτικές συνέπειες μιας τέτοιας εξόδου θα ήταν ακόμα επαχθέστερες. Η Ελλάδα θα βρισκόταν πολιτικά και διπλωματικά απομονωμένη, σε κατάσταση τεράστιας εσωτερικής κρίσης απέναντι στη νεοθωμανική απειλή, που χρησιμοποιεί και την Αλβανία και τα Σκόπια για να την περικυκλώσει. Η Κύπρος θα απομονωνόταν ακόμα περισσότερο από το ελληνικό κράτος και τα Βαλκάνια, που επιθυμούν διακαώς την ένταξή τους στην ΕΕ, θα απομακρύνονταν ακόμα περισσότερο από εμάς.
Επιπλέον, μια πολιτική ρήξης, με όλες τις υπάρχουσες συμμαχίες, θα προϋπέθετε ένα εσωτερικό πολιτικό μέτωπο και δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν έστω και στοιχειωδώς τις συνέπειες μιας τέτοιας ρήξης. Συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο; Όχι μόνο δεν συμβαίνει, αλλά αντίθετα η συντριπτική πλειοψηφία των παραγόντων είναι αρνητική. Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, άγνοια των γεωπολιτικών πραγματικοτήτων, ενώ ο ελληνικός λαός δεν είναι καθόλου προετοιμασμένος για μια σύγκρουση τόσο υψηλής κλίμακας.
Ας δούμε την πολιτική πραγματικότητα. Προφανώς, στις δυνάμεις που θα μπορούσαν να παίξουν έναν αντιστασιακό ρόλο, οι υποστηρικτές της ρήξης δεν περιλαμβάνουν τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗ.ΜΑΡ. Μήπως όμως μια τέτοια πολιτική θα μπορεί να τη διεκπεραιώσει ένα κόμμα μέχρι χθες εθνομηδενιστικό, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ή μήπως ο Καμμένος; Όσο για το ΚΚΕ, η ακινησία του μοιάζει πιο πολύ με την ακαμψία ενός αρτηριοσκληρωτικού οργανισμού.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν ούτε οι οικονομικοί ούτε οι γεωπολιτικοί ούτε οι πολιτικοί όροι για μια βίαιη ρήξη με το status quo.
Αυτό όμως σημαίνει παραίτηση και εγκατάλειψη των προσπαθειών για μια Ελλάδα αυτόνομη και ανεξάρτητη; Όχι βέβαια. Απλούστατα, καταδεικνύει πως για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, απαιτείται ένας βαθύς οικονομικός και πολιτικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας. Απαιτείται μια μετάβαση προς ένα οικονομικό μοντέλο μεγαλύτερης αυτάρκειας, με την ανατροπή των παρασιτικών ελίτ και του κυρίαρχου εθνομηδενιστικού ιδεολογικού κλίματος που επικρατεί στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς και τα ΜΜΕ, και η διαμόρφωση πολιτικών σχηματισμών ικανών να ανταποκριθούν σε αυτές τις νέες ανάγκες. Και, βέβαια, απαιτείται η σταδιακή αλλαγή των γεωπολιτικών δεδομένων προς την κατεύθυνση που περιγράψαμε, ενίσχυση του ρωσικού ανατολικοευρωπαϊκού παράγοντα στην Ευρώπη, δημιουργία βαλκανικού πόλου στο εσωτερικό της ΕΕ, απόκρουση της τουρκικής απειλής στην Κύπρο, ανάπτυξη του κινήματος της κουρδικής αυτονομίας και, τέλος, απαρχή εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων που πιθανότατα υπάρχουν στην Ελλάδα.
Γι’ αυτό ακριβώς και υποστηρίζουμε όλη την προηγούμενη περίοδο πως δεν υπάρχει καμία μαγική λύση ικανή να απαντήσει στην κρίση. Απαιτείται μια περίοδος μετάβασης πνευματικής, παραγωγικής, πολιτικής, γεωπολιτικής, που θα τείνει να διαμορφώνει στα μυαλά των ανθρώπων, αλλά και στην κοινωνία, νέα προτάγματα και αξίες και θα επιτρέψει και τη συγκρότηση εναλλακτικών πολιτικών σχημάτων. Στο μεταξύ, σε ό,τι αφορά στα ζητήματα του ευρώ και της ευρωζώνης, θα πρέπει να αποφύγουμε κάθε λογική μοναχικής πορείας, να συμπήξουμε μέτωπα, όπου είναι δυνατόν, κυρίως με τις χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης. Να απορρίψουμε τη γερμανοποίηση της Ευρώπης που επιδιώκει, με την ευκαιρία της κρίσης, το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε. Και, προπαντός, να θέτουμε τις βάσεις της παραγωγικής μας αυτονομίας. Έτσι, αν το ευρώ δεν αντέξει στην κρίση, θα πρέπει να βρισκόμαστε μαζί με άλλους και όχι μόνοι μας. Τότε και μόνο θα μπορούσαμε να περάσουμε χωρίς καταστροφικές συνέπειες στο εθνικό νόμισμα.
Αν λοιπόν συνυπολογίσουμε το σύνολο όλων αυτών των παραγόντων, μοιάζει μάλλον παιδαριώδης ή μυωπική η διεκδίκηση μιας άμεσης και μονομερούς ρήξης με την ευρωζώνη. Και μπορεί να γίνει δεκτή μόνο ως έκφραση αγανάκτησης του ελληνικού λαού και όχι βέβαια ως συνεκτική πολιτική πρόταση. Αντίθετα, με τους παρόντες πολιτικούς συσχετισμούς, αποτελεί αυτοκτονία.
Η ανάκτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας συνιστά μια διαδικασία μακράς διάρκειας και έναν παρατεταμένο αγώνα και δεν μπορεί να επιτευχθεί με ευχολόγια.
Η αυτονομία την οποία επιδιώκουμε επί τέλους, οκτώ αιώνες μετά το 1204, δεν αποτελεί μια ευκαιριακή και εύκολη παρόλα. Απαιτεί πριν απ’ όλα πνευματική αυτονομία, συνείδηση της ταυτότητάς μας, στήριξη του εκσυγχρονισμού μας στην ίδια τη δική μας παράδοση και όχι στις εισαγόμενες ιδέες και προϊόντα. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Και από εκεί ακολουθούν όλα τα υπόλοιπα. Αλλά αυτονομία δεν σημαίνει απομονωτισμό, που θα ήταν καταστροφικός για τα σημερινά μας μεγέθη. Γι’ αυτό έχουμε τόσες φορές υποστηρίξει πως, επειδή τα αφήσαμε όλα πολλά πάρα πολλά χρόνια να εξελίσσονται αρνητικά, βρεθήκαμε σήμερα μπροστά σε μια κυριολεκτικά υπαρκτική κρίση. Την οποία, για να την αντιμετωπίσουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε ανυποχώρητοι και άκαμπτοι στις βασικές μας επιλογές, επιστρατεύοντας τα αναρίθμητα παραδείγματα της ιστορίας μας, από τις Θερμοπύλες μέχρι την αντίσταση στους Γερμανούς, και ταυτόχρονα πολυμήχανοι σαν τον Οδυσσέα, για να μπορέσουμε να φθάσουμε στην Ιθάκη. Γιατί η Ιθάκη παραμένει ο στόχος μας, δηλαδή η άρση του ανολοκλήρωτου που χαρακτηρίζει την ιστορία μας, το ξεπέρασμα του «καημού της ρωμιοσύνης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου