γραφει ο αρισταρχος
Ώρα 11:00 πρωινή, μπαίνω στο κατάστημα που προστατεύει την ανεργία με το να την… απασχολεί. Έτσι τουλάχιστον δηλώνει η ονομασία του. Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού. Περιμένω υπομονετικά στην ουρά πίσω από τρεις νέους και μια κοπελιά. Τους βλέπω κοντά στα τριάντα με τριάντα πέντε, όσο εγώ δηλαδή, όσο και ο υπάλληλος πίσω από τον γκισέ δηλαδή. Τις άλλες φορές που ερχόμουν έπιανα συζήτηση, παρακολουθούσα όλους αυτούς στην ίδια με μένα κατάσταση κατηφείς και λυπημένο βλέμμα. Όμως σήμερα είναι για μένα μεγάλη μέρα, ίσως η μεγαλύτερη μετά από ένα ολόκληρο χρόνο κατήφειας και λύπης. Και είμαι χαρούμενος γιατί την Δευτέρα πιάνω δουλειά. Στήθηκα εδώ στην ουρά για να ξεγραφώ από το τεφτέρι της ανεργίας του καταστήματος. Θα τόλεγα… μύγα μες το γάλα.
Καλά, όχι… μην πάει το μυαλό σας σε τίποτε μεγάλο και φανταχτερό. Πεντακόσια ρούβλια… συγνώμη, ευρώ θέλω να πω. Πεντακόσια ευρώ τον μήνα έεεε… καλά, θα δουλεύω όσο φωτίζει η μέρα με το φως της και θάχω και ασφάλεια συν αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μου. Θάχω δουλειά! Λίγο σας φαίνεται; Αφού μου έδωσε και πενήντα ευρώ μπροστάντζα γιατί… δεν ξέρω τι είδε πάνω μου που του ξύπνησε τα φιλάνθρωπα αισθήματά του. Και ήταν Θεέ μου βάλσαμο. Με επερχόμενο το Σαββατοκύριακο ψώνισα γαλατάκι για τα παιδιά, τυράκι, ψωμάκι λίγα φρούτα και εν πάσει περιπτώσει τι είναι πενήντα ευρώ σήμερα… πολύ ακρίβεια, να μα τον Άγιο Σουλπίκιο . Δεν ξέρω ούτε και μπορώ να το καταλάβω πως διάολο γίνεται τα δυό μαζί, ανεργία και ακρίβεια. Μου αποσπάτε όμως την προσοχή με τέτοιες σκέψεις και δεν μ’ αφήνετε να χαρώ.
-Ορίστε κύριε. Κύριε, ορίστε τι μπορώ να κάνω για σας. Το παλικάρι πίσω από το γκισέ, δηλαδή τι παλικάρι σαρανταπεντάρης γεμάτος με πρώϊμη φαλακρίτσα και γκρίζους κροτάφους. Από μακριά δεν του φαινόταν η ηλικία, μικροέδειχνε.
-Καλημέρα! Λέγομαι άααα, έεεε… Ξέρετε έχω κάρτα ανεργίας… να, πάρτε την. Θέλω να…
-Ορίστε κύριε άααέεε είστε άνεργος από πέρυσι, τι θέλετε; Μήπως βρήκατε δουλειά(χαχαχα). Έκανε ατέλειωτες προσπάθειες να σταματήσει το γέλιο που του ανέβαινε αλλά δεν τα κατάφερε και στο τέλος έχωσε το πρόσωπο στις τεράστιες σαν κουπιά παλάμες του και ξέσπασε εκεί μέσα για κανένα τρίλεπτο. Αφού τελείωσε με την αυθόρμητη συναισθηματική… εκδήλωση ζήτησε συγνώμη και μισοσόβαρος ξαναρώτησε
-Ορίστε, πείτε μου…
Φόρεσα πάλι το χαρούμενο ύφος και με μεγαλοπρέπεια, για να τονίσω το κατόρθωμα, είπα.
-Ξέρετε… βρήκα δουλειά και θέλω να σταματήσω το επίδομα.
Ξέσπασε πάλι σε τόσο δυνατά γέλια που κόντεψε να πέσει από την καρέκλα αλλά συνήλθε σύντομα τακτοποιήθηκε πάλι πάνω της και συνέχισε σοβαρός.
-Είστε σίγουρος; Θέλω να πω το αφεντικό το ξέρει; Δηλαδή, ωχ… Κοίτα ρε φίλε και συγνώμη για το ξέσπασμα. Ένα χρόνο τώρα και είσαι ο πρώτος που κόβει το επίδομα γιατί βρήκε δουλειά. Και βέβαια δε ρωτώ πόσα θα παίρνεις γιατί το θέμα είναι η δουλειά, και φυσικά δε ρωτώ πόσο θα δουλεύεις γιατί το πρώτο είναι η δουλειά. Ξέρεις τον αδελφό μου, που δουλεύει, τον πρότεινε το αφεντικό να τον πληρώνει κάθε… έξη μήνες! Ωραία του είπε εκείνος ρίξτα μπροστά ένα εξάμηνο. Γέλασε τ’ αφεντικό του και του είπε Ξέρεις κατά που πέφτει ο ΟΑΕΔ; Πάντως τι να πω, μπράβο που τα κατάφερες. Άντε και καλή τύχη, καλή δουλειά και καλοπλήρωτος. Είσαι ο ήρωας της χρονιάς να βάλουμε και την φωτογραφία σου στον πίνακα των ανακοινώσεων, είναι για το καλό όνομα του Οργανισμού. Κανονικά έπρεπε να φέρεις και κανένα σοκολατάκι αλλά άντε… δεν πειράζει.
Πίσω μου ουρά καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια ούτε τριάντα χρονών. Με κοιτούσαν αμήχανα με κάτι σαν χαμόγελο και κουνούσαν το κεφάλι σαν να εύχονταν. Κάποια μ’ ακούμπησαν κιόλας , ίσως για να πάρουν λίγο από την καλή ενέργεια που είχα πάνω μου, ίσως λίγο από τη τύχη μου. Και καταλάβαινα τη χαρά που απομακρύνονταν από πάνω μου. Ένιωθα από την μεριά της κοιλιάς μου να ανεβαίνει αργά κάτι σαν τυφώνας και να με πνίγει. Πριν την έξοδο κάθισα σε ένα παγκάκι και πήρα δυό βαθιές ανάσες να ανασυντάξω το είναι μου. Στο γκισέ μπροστά η ουρά όλο και μεγάλωνε με παιδιά κοντά στα τριάντα με σκυθρωπά τα μουτράκια τους χωρίς χαμόγελο, χωρίς αισιοδοξία.
Να μπορούσα, Θεέ μου, να δώσω λίγο από την δική μου χαρά, μια σαν τη δική μου τη δουλειά. Όχι ότι θάταν κάτι σπουδαίο με τα τόσο λίγα λεφτά και το λευκό ωράριο κάτεργου χωρίς καμιά σιγουριά, χωρίς κανένα μέλλον, χωρίς συμμετοχή στο όνειρο. Η αδικία φώναζε με κεφαλαία και χοντρά γράμματα.
Ένιωσα ένα πλατάγιασμα μέσα μου, μια εκχύμωση με ότι συναίσθημα μπορούσε να παραχθεί από την ψυχή μου που βασανίζονταν αφόρητα. Έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στις παλάμες μου και ξέσπασα σε βουβό κλάμα. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τον λόγο που έκλαιγα αλλά μέσα μου τίποτε δεν ηρεμούσε. Σα μουντή χειμωνιάτικη θύελλα χωρίς ίχνος καλοσύνης.
Δύο λεπτά, λευκά, κέρινα χεράκια μου πρόσφεραν ένα πλαστικό ποτηράκι με δροσερό νερό και ένιωσα κάτι σαν χάδι στην πλάτη μου. Δεν σήκωσα καν το κεφάλι μου, ήξερα πολύ καλά πως δεν θάβλεπα κανένα.
Φαίνονται οι άγγελοι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου