Από το 2010, στις ισχυρότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες, με την υποστήριξη και των μεγάλων μέσων μαζικής ενημέρωσης, εκθειάζουν με πρωτοσέλιδα των εφημερίδων (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) την δήθεν γενναιοδωρία τους προς τον ελληνικό λαό και τις άλλες ευάλωτες χώρες στη ζώνη του ευρώ.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αποκαλούν «σχέδιο διάσωσης» μια σειρά μέτρων που βουλιάζουν ακόμη περισσότερο τις οικονομίες των χωρών που τα δέχονται και τις οδηγούν σε μια άνευ προηγουμένου κοινωνική οπισθοδρόμηση, επιστρέφοντας 65 χρόνια πριν.
Του Ερίκ Τουσέν
Το σχέδιο μείωσης του χρέους της Ελλάδος που υιοθετήθηκε το Μάρτιο 2012 και που προβλέπει τη μείωση των οφειλών της Ελλάδας στις ιδιωτικές τράπεζες κατά 50%, ήταν μια απάτη (1) αφού αυτές οι απαιτήσεις είχαν ήδη χάσει το 65 με 75% της αξίας τους στη δευτερογενή αγορά. Η μείωση των χρεών των ιδιωτικών τραπεζών αντισταθμίστηκε με την αύξηση του δημόσιου χρέους στα χέρια της Τρόικας και οδηγεί σε νέα μέτρα πρωτοφανούς βαρβαρότητας και αδικίας.
Αυτή η συμφωνία μείωσης του χρέους, που στόχο έχει να αλυσοδέσει τον ελληνικό λαό σε μόνιμη λιτότητα, αποτελεί προσβολή και απειλή για όλους τους λαούς της Ευρώπης και αλλού.
Σύμφωνα με τις υπηρεσίες μελετών του ΔΝΤ, το 2013, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αντιπροσωπεύσει το 164% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, που σημαίνει ότι η μείωση που ανακοινώθηκε το Μάρτιο του 2012 δεν θα οδηγήσει σε πραγματική ανακούφιση του βάρους που ταλανίζει τον ελληνικό λαό.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αλέξης Τσίπρας σε επίσκεψη του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 τόνισε την ανάγκη για μια πραγματική πρωτοβουλία για τη μείωση του ελληνικού χρέους και αναφέρθηκε στην ακύρωση ενός μεγάλου μέρους του γερμανικού χρέους στο πλαίσιο της συμφωνίας του Λονδίνου του Φεβρουαρίου 1953.
Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτή τη συμφωνία.
Η συμφωνία του Λονδίνου του 1953 για το γερμανικό χρέος
Η ριζική μείωση του χρέους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) και η ταχεία ανοικοδόμηση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν δυνατόν, χάρη στην πολιτική βούληση των πιστωτών της, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών και των βασικών δυτικών συμμάχων τους (Βρετανία, Γαλλία).
Τον Οκτώβριο του 1950, οι τρεις σύμμαχοι διατύπωσαν ένα σχέδιο στο οποίο η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει την ύπαρξη των χρεών στις περιόδους πριν και μετά τον πόλεμο.
Οι σύμμαχοι σε κοινή δήλωση που επισύναψαν, ανέφεραν ότι «οι τρεις χώρες συμφώνησαν σε έναν κατάλληλο διακανονισμό των απαιτήσεων προς τη Γερμανία, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση της οικονομίας της μέσω ανεπιθύμητων συνεπειών ούτε να επηρεαστούν υπερβολικά τα πιθανά αποθέματα συναλλάγματος.
Οι τρεις χώρες ήταν πεπεισμένες ότι η γερμανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συμμερίζεται τη θέση τους και η αποκατάσταση της γερμανικής πίστωσης υπόκειται σε κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους που εξασφάλιζε σε όλους τους συμμετέχοντες μια δίκαιη διαπραγμάτευση, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας» (2).
Το διεκδικούμενο χρέος της Γερμανίας πριν από τον πόλεμο ανερχόταν σε 22,6 δισεκατομμύρια μάρκα με εκτοκισμό. Το χρέος μετά τον πόλεμο εκτιμήθηκε σε 16,2 δισ. μάρκα.
Στη διάρκεια της συμφωνίας του Λονδίνου στις 27 Φεβρουαρίου 1953 (3) τα ποσά μειώθηκαν σε 7,500 δισ. μάρκα για την πρώτη περίοδο και σε 7 δισ. μάρκα για τη δεύτερη (4). Σε ποσοστό, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση κατά 62,6%.
Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική αλλαγή που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων (5).
Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας έμπαινε πραγματικά σε επανεκκίνηση ώστε να αποτελεί ένα κεντρικό και σταθερό στοιχείο στο ατλαντικό μπλοκ ενώπιο του ανατολικού μπλοκ, οι Σύμμαχοι πιστωτές έκαναν πολύ σημαντικές παραχωρήσεις προς τις χρεωκοπημένες γερμανικές αρχές και εταιρείες που υπερβαίνουν κατά πολύ μια απλή μείωση του χρέους.
Ξεκίνησαν με την αρχή ότι η Γερμανία θα έπρεπε να ήταν σε θέση να αποπληρώσει, διατηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού. Αποπληρωμή χωρίς να φτωχαίνει.
Για το σκοπό αυτό, οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες...).
Το σχέδιο μείωσης του χρέους της Ελλάδος που υιοθετήθηκε το Μάρτιο 2012 και που προβλέπει τη μείωση των οφειλών της Ελλάδας στις ιδιωτικές τράπεζες κατά 50%, ήταν μια απάτη (1) αφού αυτές οι απαιτήσεις είχαν ήδη χάσει το 65 με 75% της αξίας τους στη δευτερογενή αγορά. Η μείωση των χρεών των ιδιωτικών τραπεζών αντισταθμίστηκε με την αύξηση του δημόσιου χρέους στα χέρια της Τρόικας και οδηγεί σε νέα μέτρα πρωτοφανούς βαρβαρότητας και αδικίας.
Αυτή η συμφωνία μείωσης του χρέους, που στόχο έχει να αλυσοδέσει τον ελληνικό λαό σε μόνιμη λιτότητα, αποτελεί προσβολή και απειλή για όλους τους λαούς της Ευρώπης και αλλού.
Σύμφωνα με τις υπηρεσίες μελετών του ΔΝΤ, το 2013, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αντιπροσωπεύσει το 164% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, που σημαίνει ότι η μείωση που ανακοινώθηκε το Μάρτιο του 2012 δεν θα οδηγήσει σε πραγματική ανακούφιση του βάρους που ταλανίζει τον ελληνικό λαό.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Αλέξης Τσίπρας σε επίσκεψη του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 τόνισε την ανάγκη για μια πραγματική πρωτοβουλία για τη μείωση του ελληνικού χρέους και αναφέρθηκε στην ακύρωση ενός μεγάλου μέρους του γερμανικού χρέους στο πλαίσιο της συμφωνίας του Λονδίνου του Φεβρουαρίου 1953.
Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτή τη συμφωνία.
Η συμφωνία του Λονδίνου του 1953 για το γερμανικό χρέος
Η ριζική μείωση του χρέους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) και η ταχεία ανοικοδόμηση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν δυνατόν, χάρη στην πολιτική βούληση των πιστωτών της, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών και των βασικών δυτικών συμμάχων τους (Βρετανία, Γαλλία).
Τον Οκτώβριο του 1950, οι τρεις σύμμαχοι διατύπωσαν ένα σχέδιο στο οποίο η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει την ύπαρξη των χρεών στις περιόδους πριν και μετά τον πόλεμο.
Οι σύμμαχοι σε κοινή δήλωση που επισύναψαν, ανέφεραν ότι «οι τρεις χώρες συμφώνησαν σε έναν κατάλληλο διακανονισμό των απαιτήσεων προς τη Γερμανία, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση της οικονομίας της μέσω ανεπιθύμητων συνεπειών ούτε να επηρεαστούν υπερβολικά τα πιθανά αποθέματα συναλλάγματος.
Οι τρεις χώρες ήταν πεπεισμένες ότι η γερμανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συμμερίζεται τη θέση τους και η αποκατάσταση της γερμανικής πίστωσης υπόκειται σε κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους που εξασφάλιζε σε όλους τους συμμετέχοντες μια δίκαιη διαπραγμάτευση, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας» (2).
Το διεκδικούμενο χρέος της Γερμανίας πριν από τον πόλεμο ανερχόταν σε 22,6 δισεκατομμύρια μάρκα με εκτοκισμό. Το χρέος μετά τον πόλεμο εκτιμήθηκε σε 16,2 δισ. μάρκα.
Στη διάρκεια της συμφωνίας του Λονδίνου στις 27 Φεβρουαρίου 1953 (3) τα ποσά μειώθηκαν σε 7,500 δισ. μάρκα για την πρώτη περίοδο και σε 7 δισ. μάρκα για τη δεύτερη (4). Σε ποσοστό, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση κατά 62,6%.
Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική αλλαγή που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων (5).
Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας έμπαινε πραγματικά σε επανεκκίνηση ώστε να αποτελεί ένα κεντρικό και σταθερό στοιχείο στο ατλαντικό μπλοκ ενώπιο του ανατολικού μπλοκ, οι Σύμμαχοι πιστωτές έκαναν πολύ σημαντικές παραχωρήσεις προς τις χρεωκοπημένες γερμανικές αρχές και εταιρείες που υπερβαίνουν κατά πολύ μια απλή μείωση του χρέους.
Ξεκίνησαν με την αρχή ότι η Γερμανία θα έπρεπε να ήταν σε θέση να αποπληρώσει, διατηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού. Αποπληρωμή χωρίς να φτωχαίνει.
Για το σκοπό αυτό, οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες...).
2. ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς, επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς αυτή. Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία), το σύνολο ανήλθε στο 66%.
3. Τρίτον, οι πιστωτές επέτρεψαν στη Γερμανία να πωλεί τα προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Αυτά τα στοιχεία συγκεντρώνονται στην δήλωση που αναφέρθηκε παραπάνω:
«Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το παρόν ισοζυγίου πληρωμών της.
Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως:
1. η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών,
2. η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό,
3. οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες,
4. τα δημοσιονομικά και εσωτερικά οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος (superavit) από τις εξαγωγές».(6)
Περαιτέρω, σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση [...] απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή Αρχής διαιτησίας». Τέτοια περίπτωση είναι όταν «η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη» (σελ. 12 της Συμφωνίας του Λονδίνου).
Άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο, η εξυπηρέτηση του χρέους προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ικανότητα της γερμανικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της ανοικοδόμησης της χώρας και τα έσοδα από τις εξαγωγές.
Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων από τις εξαγωγές δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%. Αυτό σημαίνει ότι η Δυτική Γερμανία δεν θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερο από το ένα εικοστό των εσόδων από τις εξαγωγές της για να εξυπηρετεί το χρέος της. Στην πράξη, μόλις το 4.2% των εσόδων της από τις εξαγωγές θα πάνε στην εξυπηρέτηση του χρέους της (αυτό το ποσοστό ανήλθε το 1959). Έτσι και αλλιώς, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους εξοφλήθηκε σε γερμανικά μάρκα, πράγμα που σημαίνει ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα μπορούσε και εκδώσει νέο χρήμα, με άλλα λόγια, μπορούσε και έβαζε σε λειτουργία το τυπογραφείο νομίσματος (ή ρευστοποιούσε το χρέος).
Επιπροσθέτως, εφαρμόστηκε ένα εξαιρετικό μέτρο: έγινε μια δραστική μείωση των επιτοκίων, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ 0 και 5%.
Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις δωρεές σε δολάρια των ΗΠΑ προς τη Δυτική Γερμανία: 1,17 δισ. δολάρια με το σχέδιο Μάρσαλ μεταξύ 3 Απρ. 1948 και 30 Ιουνίου 1952 (ήτοι περίπου 10 δισ. σημερινά δολάρια) συν τουλάχιστον 200 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 2 δις σημερινά) μεταξύ 1954 και 1961, κυρίως μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID).
Λόγω αυτών των εξαιρετικών συνθηκών, η Δυτική Γερμανία ανάκαμψε οικονομικά πολύ γρήγορα και τελικά απορρόφησε την Ανατολική Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Σήμερα είναι μακράν η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη.
Γερμανία 1953 / Ελλάδα 2010-2012
Αν επιχειρήσουμε μια σύγκριση μεταξύ της θεραπείας στην οποία υπόκειται η Ελλάδα και αυτής που επιφυλάχτηκε στη Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διαφορές και η αδικία είναι εντυπωσιακές.
Εδώ είναι ένας κατάλογος με 11 σημεία, που δεν εξαντλούν το ζήτημα:
1. - Αναλογικά, η μείωση του χρέους που δόθηκε στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 2012 είναι πολύ μικρότερη από εκείνη που χορηγήθηκε στη Γερμανία.
2. - Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που συνοδεύουν αυτό το σχέδιο (και εκείνες που προηγήθηκαν) δεν προωθούν σε τίποτα την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ενώ συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας.
3. - Επιβάλλονται στην Ελλάδα ιδιωτικοποιήσεις υπέρ των ξένων επενδυτών κυρίως, ενώ η Γερμανία ενθαρρυνόταν να ενισχύσει τον έλεγχό της πάνω στους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, με το δημόσιο τομέα υπό πλήρη ανάπτυξη.
4. - Τα διμερή χρέη της Ελλάδας (αφορά τις χώρες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα της Τρόικας) δεν μειώθηκαν (μόνο τα χρέη προς τις ιδιωτικές τράπεζες μειώθηκαν) ενώ τα διμερή χρέη της Γερμανίας (αρχής γενομένης με εκείνα που προκύπτουν στις χώρες που το Τρίτο Ράιχ είχε επιτεθεί, εισβάλει ή ακόμη ενσωματώσει) μειώθηκαν κατά 60% ή και περισσότερο.
5. - Η Ελλάδα πρέπει να αποπληρώσει σε ευρώ, ενώ έχει έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου (και ως εκ τούτου σε έλλειψη των ευρώ) με τους Ευρωπαίους εταίρους της (κυρίως Γερμανία και Γαλλία), ενώ η Γερμανία αποπλήρωνε τα περισσότερα από τα χρέη της σε γερμανικά μάρκα σημαντικά υποτιμημένα.
6. - Η ελληνική κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να δανείζει χρήματα στην ελληνική κυβέρνηση, ενώ η Deutsche Bank δάνεισε στις γερμανικές αρχές και τύπωνε χρήμα (έστω και με μέτριο ποσοστό).
7. – Επιτρεπόταν στη Γερμανία να μη υπερβαίνει το 5% των εσόδων από τις εξαγωγές της για να πληρώσει το χρέος ενώ δεν τέθηκε κανένα όριο στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας.
8. - Τα νέα χρεόγραφα του ελληνικού χρέους που αντικαθιστούν τα προηγούμενα οφειλόμενα στις τράπεζες δεν επιπίπτουν πλέον στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, αλλά στα δικαστήρια του Λουξεμβούργου και του Ηνωμένου Βασιλείου, που είναι αρμόδια (και ξέρουμε πόσο είναι ευνοϊκά για τους ιδιώτες πιστωτές ), ενώ τα γερμανικά δικαστήρια (ναι, αυτή η πρώην επιθετική και επεμβατική δύναμη…) ήταν αρμόδια.
9. - Όσον αφορά την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, τα γερμανικά δικαστήρια μπορούσαν να αρνηθούν να εκτελέσουν αποφάσεις των αλλοδαπών δικαστηρίων ή διαιτητικών δικαστηρίων σε περίπτωση που η εφαρμογή τους απειλούσε τη δημόσια τάξη. Στην Ελλάδα, η Τρόικα αρνείται φυσικά ότι τα δικαστήρια μπορούν να επικαλούνται τη δημόσια τάξη για να ανασταλεί η αποπληρωμή του χρέους. Ωστόσο, οι τεράστιες κοινωνικές διαμαρτυρίες και η άνοδος των νεο-ναζιστικών δυνάμεων, είναι τα άμεσα αποτελέσματα των μέτρων που υπαγορεύονται από την Τρόικα και την αποπληρωμή του χρέους. (7) Παρά τις διαμαρτυρίες των Βρυξελλών, του ΔΝΤ και των «χρηματοπιστωτικών αγορών» που θα προκαλούσε, οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να επικαλεσθούν εύκολα την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και δημόσιας τάξης, να αναστείλουν την πληρωμή του χρέους και να καταργήσουν τα αντικοινωνικά μέτρα που επιβλήθηκαν από την Τρόικα.
10. - Στην περίπτωση της Γερμανίας, η συμφωνία προβλέπει τη δυνατότητα να ανασταλούν οι πληρωμές για να επαναδιαπραγματευτούν οι όροι, αν υπάρχει μια ουσιαστική αλλαγή που εμποδίζει τη διαθεσιμότητα των πόρων. Τίποτα τέτοιο δεν προβλέπεται για την Ελλάδα.
11. - Στη συμφωνία για το γερμανικό χρέος, προβλέπεται ρητώς ότι η χώρα μπορεί να παράγει τοπικά προϊόντα που εισήγαγε προηγουμένως για να επιτευχθεί ένα εμπορικό πλεόνασμα και για την ενίσχυση των τοπικών παραγωγών της.
Αλλά η φιλοσοφία των συμφωνιών που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν στις ελληνικές αρχές να βοηθήσουν, να επιδοτήσουν και να προστατεύσουν τους τοπικούς παραγωγούς τους, είτε στη γεωργία, τη βιομχανία και τις υπηρεσίες, ενώπιον των ανταγωνιστών τους των άλλων χωρών της ΕΕ (που είναι οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας).
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι η Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έλαβε δωρεές σε πολύ σημαντικό ποσοστό, μεταξύ άλλων, όπως προαναφέρθηκε, στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ.
Μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, αναφέρεται στη συμφωνία του Λονδίνου του 1953 όταν απευθύνεται στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Η αδικία με την οποία αντιμετωπίζονται οι Έλληνες (καθώς άλλοι λαοί των οποίων οι αρχές ακολουθούν τις συστάσεις της Τρόικας) πρέπει να ευαισθητοποιήσει την συνείδηση ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης.
Αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες, η λόγοι που ώθησαν τις δυτικές δυνάμεις να μεταχειριστούν την Δυτική Γερμανία όπως το έκαναν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ισχύουν στην περίπτωση της Ελλάδας.
Για να δούμε μια πραγματική λύση στο δράμα του χρέους και της λιτότητας, θα χρειαστούν ακόμη ισχυρές κοινωνικές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση όπως και η ανάληψη της εξουσίας από μια κυβέρνηση του λαού στην Αθήνα.
Θα χρειαστεί μια μονομερής πράξη ανυπακοής από τις αρχές της Αθήνας (με υποστήριξη του λαού), όπως την αναστολή της αποπληρωμής και την κατάργιση των αντι-κοινωνικών μέτρων για να αναγκαστούν οι πιστωτές σε σημαντικές παραχωρήσεις και να επιβληθεί επιτέλους η ακύρωση του παράνομου χρέους. Η επίτευξη σε λαϊκή κλίμακα ενός λογιστικού ελέγχου του ελληνικού χρέους από τους πολίτες πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να προετοιμαστεί το έδαφος.
Ελλάδα-Γερμανία: ποιος χρωστάει σε ποιον;
Είναι ηθική υποχρέωση να εναντιωθούμε στους ψεύτικους λόγους περί αλληλεγγύης που δήθεν δείχνουν οι κυβερνήτες των ισχυρότερων χώρων της Ευρωζώνης προς τον ελληνικό λαό και προς τις άλλες ευάλωτες χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία ...).Τα λόγια τους, που αναμεταδίδονται συνεχώς από τα κύρια μέσα μαζικής ενημέρωσης, διαψεύδονται από τα γεγονότα.
Ξεκινήστε με μια μικρή πρακτική επαλήθευση. Ψάξτε στο Internet «Η Ελλάδα έχει λάβει» με κάποια μηχανή αναζήτησης. Θα δείτε πώς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επαναλαμβάνουν ότι αυτή η χώρα πήρε μια τεράστια βοήθεια. Π.χ. ο Hans-Werner Sinn |1|, ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους στη Γερμανία, σύμβουλος της κυβέρνησης της Άνγκελα Μέρκελ, δεν δίστασε να πει: «Η Ελλάδα έχει ωφεληθεί από την εξωτερική βοήθεια με 460 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω διαφόρων διατάξεων. Η βοήθεια προς την Ελλάδα μέχρι στιγμής αποτελεί το ισοδύναμο του 214% του ΑΕΠ της, ή περίπου δέκα φορές περισσότερο από όσο η Γερμανία είχε επωφεληθεί από το σχέδιο Μάρσαλ. Το Βερολίνο προσέφερε περίπου το ένα τέταρτο αυτής της βοήθειας προς την Ελλάδα δηλαδή 115 δισ. ευρώ, ποσόν που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον δέκα σχέδια Μάρσαλ ή δυόμισι φορές μια συμφωνία του Λονδίνου». |2|
Όλα αυτά είναι λάθος υπολογισμός. Η Ελλάδα δεν έχει λάβει ένα τέτοιο ποσόν και τα ποσά που έχει λάβει μέσω της χρηματοδότησης δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σοβαρά σαν βοήθεια. Η άποψη του Hans-Werner Sinn να τοποθετεί επί ίσοις όροις την Γερμανία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με την Ελλάδα του 2006 είναι εξωφρενική. Ξεχνάει τι έκαναν οι Ναζί ηγέτες σ αυτήν. Επιπλέον, αγνοεί τα ποσά που σωστά απαιτεί η Ελλάδα από την Γερμανία μετά από τις ζημιές που υπέστη κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, |3| καθώς και το αναγκαστικό δάνειο που η ναζιστική Γερμανία υποχρέωσε να της δώσει η Ελλάδα. Το χρέος της Γερμανίας προς την Ελλάδα ανέρχεται σε τουλάχιστον 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Όπως γράφτηκε στο ιστοτόπο A l’encontre, με βάση τις εργασίες του Karl Heinz Roth, ιστορικόυ για την λεηλασία της κατεχόμενης Ευρώπης από τη ναζιστική Γερμανία |4| «Η Γερμανία έχει δώσει στην Ελλάδα το 1,67% απ όσα όφειλε να δώσει για την καταστροφή που υπέστη από την κατοχή μεταξύ 1941 και 1944».
Μια σειρά από ισχυρά επιχειρήματα χρειάζονται για να αποδειχθεί η περίπου διανοητική ανεντιμότητα του Hans-Werner Sinn και των κυβερνητικών μέσων ενημέρωσης.
Αυτό που ακολουθεί θα μπορούσε να είναι μια άσκηση για την αλήθεια όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ μέλη της ΕΕ, καθώς και για τις χώρες (στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης) Πορτογαλία , Ιρλανδία και Ισπανία...
Αλλά, όπως θα το συζητήσουμε στο τρίτο μέρος του παρόντος άρθρου, οι σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και Ελλάδας έχουν μια ιστορία που αξίζει ιδιαίτερης προσοχής.
Ι. Τα σχέδια για "βοήθεια" εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ιδιωτικών τραπεζών και όχι αυτά του ελληνικού λαού
Το Σχέδιο «Διάσωσης», που ισχύει από το Μάιο 2010, είχε πρωταρχικό στόχο να προστατεύσει τα συμφέροντα των ιδιωτικών τραπεζών των ισχυρότερων χωρών της ευρωζώνης , των οποίων τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα και προς τις ελληνικές αρχές είχαν αυξηθεί δραματικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Τα δάνεια προς την Ελλάδα από την Τρόικα από το 2010 χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή των δυτικών ιδιωτικών τραπεζών, ώστε να τις βοηθήσει να ξεφύγουν με ελάχιστες απώλειες. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών ιδιωτικών τραπεζών, μερικές από τις οποίες είναι θυγατρικές ξένων τραπεζών, κυρίως γαλλικών.
Τα Σχέδια «Διάσωσης» είχαν στόχο να προστατέψουν τα συμφέροντα των ιδιωτικών τραπεζών των ισχυρότερων χώρων της ευρωζώνης.
Το χρέος του ελληνικού ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Τα νοικοκυριά, στα οποία οι τράπεζες και όλος ο ιδιωτικός εμπορικός τομέας (μεγάλη διανομή, αυτοκίνητα, κατασκευές...) προσέφεραν ελκυστικούς όρους, κατέφυγαν σε μαζικό δανεισμό, καθώς και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και οι τράπεζες που μπορούσαν να δανείζονται με χαμηλό κόστος (χαμηλά επιτόκια και υψηλότερος πληθωρισμός από ό, τι στις βιομηχανικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Μπενελούξ). Αυτό το ιδιωτικό χρέος υπήρξε η κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει ότι η ένταξη της Ελλάδας στη ευρωζώνη το 2001, είχει ενισχύσει τις εισροές χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων που αντιστοιχούν σε δάνεια ή επενδύσεις χαρτοφυλακίου (Non-IDE στον πίνακα, δηλαδή, εισροές που δεν αντιστοιχούν σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις), ενώ οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις (IDE – Investissement direct à l’étranger, Άμεση Επένδυση στο Εξωτερικό) παρέμειναν στάσιμες .
Με την τεράστια ρευστότητα που τέθηκε, κατά την περίοδο 2007-2009, στη διάθεση των κεντρικών τραπεζών, οι τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης (κυρίως οι γερμανικές και γαλλικές, αλλά και οι τράπεζες του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Βρετανίας, του Λουξεμβούργου, της Ιρλανδίας...) δάνεισαν μαζικά την Ελλάδα (τον ιδιωτικό τομέα και τις δημόσιες αρχές). Μετά το 2001, με την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, η τελευταία κέρδισε την εμπιστοσύνη των τραπεζιτών, που πίστευαν ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες θα τους βοηθούσαν σε περίπτωση προβλημάτων. Δεν ανησύχησαν για την ικανότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει το κεφάλαιο που είχαν δανείσει μεσοπρόθεσμα και θεώρησαν ότι μπορούσαν να πάρουν πολύ υψηλούς κινδύνους. Η ιστορία τους έδωσε δίκιο μέχρι τώρα: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ειδικότερα οι γαλλικές και γερμανικές κυβερνήσεις, παρείχαν ακλόνητη υποστήριξη στους ιδιώτες τραπεζίτες της Δυτικής Ευρώπης.
Το παρακάτω γράφημα δείχνει ότι οι τράπεζες των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αύξησαν τα δάνειά τους προς την Ελλάδα για πρώτη φορά μεταξύ Δεκεμβρίου 2005 και Μαρτίου 2007 (κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο όγκος των δανείων αυξήθηκε κατά 50%, περνώντας από 80 δισεκατομμύρια σε 120 δισεκατομμύρια δολάρια). Ενώ η κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου ξέσπασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα δάνεια αυξήθηκαν +33% από τον Ιούνιο 2007 μέχρι το καλοκαίρι 2008 (περνώντας από 120 σε 160 δισ. δολάρια), στη συνέχεια κρατήθηκαν σε πολύ υψηλό επίπεδο (περίπου 120 δισεκατομμύρια δολαρια). Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιωτικές τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης χρησιμοποιούσαν τα χρήματα που τους δάνειζε μαζικά και με χαμηλό κόστος η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών για να αυξήσουν το δανεισμό τους σε χώρες όπως η Ελλάδα [6] . Εκεί, τα επιτόκια ήταν υψηλότερα, και συνεπώς αποκόμισαν μεγάλα κέρδη. Οι ιδιωτικές τράπεζες φέρουν συνεπώς βαριά ευθύνη για την υπερχρέωση της Ελλάδας.
Εξέλιξη των δεσμεύσεων των δυτικοευρωπαϊκών τραπεζών σε σχέση με την Ελλάδα
(Σε δισεκατομμύρια δολάρια)
Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού χρέους το 2008 (ισχυεί μέχρι το 2010 συμπεριλαμβανόμενο) βρίσκεται στα χέρια των ευρωπαϊκών τραπεζών, όπως των γαλλικών, γερμανικών, ιταλικών, βελγικών, ολλανδικών, λουξεμβουργέζικων και βρετανικών.
Ξένοι ιδιοκτήτες (σχεδόν αποκλειστικά ξένες τράπεζες και άλλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες) των τίτλων του ελληνικού χρέους (τέλος 2008) [8]
Τα δάνεια που χορηγούνται από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης (άμεσα ή μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που ιδρύθηκε το 2010) στοχεύουν, μεταξύ άλλων, να διασφαλιστούν ότι η Ελλάδα θα συνεχίζει να πληρώσει τις τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης (οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες ήταν περισσότερο εκτεθειμένες στην Ελλάδα). Εν ολίγοις, τα χρήματα που χορήγησαν στην Ελλάδα επέστρεψαν στα ταμεία των τραπεζών της Γερμανίας, της Γαλλίας και άλλων χωρών για την πληρωμή των ελληνικών ομολόγων, τα οποία οι τράπεζες είχαν αγοράσει μαζικά μέχρι το τέλος του 2009 [9] . Επέστρεψαν επίσης στα ταμεία των χωρών-δανειστών, στο ταμείο της ΕΚΤ, στο ΔΝΤ και στο EFSF (βλέπε παρακάτω).
2. Τα δάνεια που δόθηκαν στην Ελλάδα κερδίζουν χρήματα… εκτός Ελλάδας!
Τα δάνεια που καταβλήθηκαν στην Ελλάδα υπό την αιγίδα της Τρόικας αμείβονται. Οι διάφορες χώρες που συμμετέχουν σε αυτά τα δάνεια κερδίζουν χρήματα. Όταν εγκρίθηκε το πρώτο σχέδιο δανεισμού ύψους 110 δισεκατομμυρίων ευρώ, η Κριστίν Λαγκάρντ, τότε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας |10|, παρατήρησε δημοσίως ότι η Γαλλία δάνειζε στην Ελλάδα με επιτόκιο 5%, ενώ η ίδια δανειζόταν με ένα πολύ χαμηλότερο ποσοστό.
Η κατάσταση είναι τόσο σκανδαλώδης (υψηλό επιτόκιο εφαρμόστηκε επίσης στην Ιρλανδία από το Νοέμβριο 2010 και στην Πορτογαλία από τον Μάιο 2011) ώστε οι κυβερνήσεις-δανειστές και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισαν τον Ιούλιο 2011 ότι το απαιτούμενο επιτόκιο από την Ελλάδα έπρεπε να μειωθεί |11|. Τι ομολογία! Παρά το γεγονός ότι η απόφαση μπήκε σε εφαρμογή, η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου δανεισμού με το οποίο χρηματοδοτούνται αυτές οι χώρες και του επιτοκίου δανεισμού που απαιτείται από την Ελλάδα παρέμεινε μεγάλη.
Υπό τις διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης και ενώπιον της βαθιάς λαϊκής δυσαρέσκειας που εκφράζεται από μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα, οι χώρες-δανειστές αποφάσισαν τελικά να επιστρέφουν στην Ελλάδα ένα μέρος του κέρδους από τις πιστώσεις που χορηγήσαν στην Αθήνα |12|. Αλλά αυτό είναι σαν να δώσεις πίσω ένα κέρμα μετά το άδειασμα της τσέπης του ελληνικού λαού, και προσοχή!, αυτές οι επιστροφές θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή του χρέους!
3. Η κρίση της ευρωζώνης μειώνει το κόστος του χρέους για τη Γερμανία και τις άλλες ισχυρές χώρες
Αλλά η ιστορία δεν σταματά εδώ. Οι χώρες που κυριαρχούν στη ζώνη του ευρώ βγάζουν κέρδος από τη δυστυχία των χωρών της περιφέρειας (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ μέλη της ΕΕ). Η εμβάθυνση της κρίσης στη ευρωζώνη, λόγω της πολιτικής των ηγετών της και όχι λόγω εξωτερικών φαινόμενων, προκαλεί την μετατόπιση κεφαλαίων από την περιφέρεια προς το κέντρο. Η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία και το Βέλγιο τα αποδέχονται και απολαμβάνουν μια πολύ σημαντική μείωση του κόστους χρηματοδότησης των χρεών τους.
Την 1η Ιανουαρίου 2010 (πριν από την ελληνική κρίση και της ευρωζώνης), η Γερμανία έπρεπε να πληρώσει επιτόκιο 3,4% για την έκδοση 10-ετούς ομολόγου, ενώ στις 23 Μαΐου 2012, το επιτόκιο του ίδου ομολόγου ανήλθε στο 1,4%! Αυτό αντιστοιχεί σε μείωση 60% του κόστους χρηματοδότησης |13|. Σύμφωνα με τη γαλλική οικονομική εφημερίδα Les Echos, «ένας πρόχειρος υπολογισμός δείχνει ότι η οικονομία που δημιουργείται μέσω του χαμηλότερου επιτοκίου του κόστους χρηματοδότησης εδώ και 3 χρόνια είναι 63 δισεκατομμύρια ευρώ» |14|. Ποσό που πρέπει να συγκριθεί με τα 15 δισ. ευρώ (από σύνολο 110 που κατανέμονται μεταξύ των διαφόρων πιστωτών), που πραγματικά χορήγησε (με τόκο - βλέπε παραπάνω) η Γερμανία προς την Ελλάδα μεταξύ Μάιο 2010 και Δεκέμβριο 2011, ως μέρος της συνεισφοράς της στο πρώτο σχέδιο «διάσωσης» από την Τρόικα. Το σύνολο των γερμανικών δεσμεύσεων προς την Ελλάδα, αν προσθέσουμε τις ευρωπαϊκές αποφάσεις που ελήφθησαν μεταξύ 2010 και 2012, ανήλθε σε 67 δισεκατομμύρια ευρώ. Προσοχή όμως, τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα δεν έχουν ακόμη εκταμιευθεί, ενώ η πραγματική εξοικονόμηση του κόστους χρηματοδότησης του γερμανικού χρέους, σύμφωνα με τον υπολογισμό της Les Echos, ανέρχεται ήδη στα 63 δισ. ευρώ.
Μιλήσαμε για τα 10-ετή και 6-ετή επιτόκια που ισχύουν για τα δάνεια της Γερμανίας. Αν πάρουμε το 2-ετές επιτόκιο για παράδειγμα, η Γερμανία εξέδωσε τίτλους για αυτή τη διάρκεια στις 23 Μάιου 2012 με μηδενικό επιτόκιο |15|. Αρχές του 2012, η Γερμανία δανείστηκε για 6 μήνες το ποσό των 3,9 δισεκατομμυρίων ευρώ με αρνητικό επιτόκιο. Σχετικά με αυτό το γεγονός, η βελγική Le Soir έγραφε στις 23 Μάιου 2012: «Οι επενδυτές θα λάβουν στο τέλος του εξαμήνου λίγο λιγότερο (0,0112%) από ό,τι δάνεισαν» |16|.
Αν υπήρχε μια ουγγιά αλήθειας στην πλημμύρα ψεμάτων σχετικά με την Ελλάδα (Πορτογαλία, Ισπανία ...), θα έπρεπε να διαβάσουμε ότι η Ελλάδα επιτρέπει στη Γερμανία και σε άλλες ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης να κερδίσουν τεράστια ποσά.
Ο κατάλογος των απολαβών της Γερμανίας και άλλων χωρών του Κέντρου θα πρέπει να συμπληρωθεί με τα παρακάτω στοιχεία.
4. Τι αποκομίζουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις των χωρών του Κέντρου με το Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων.
Τα μέτρα λιτότητας που επεβλήθησαν στην Ελλάδα περιλαμβάνουν ένα ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων |17| από τις οποίες τα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Γαλλίας, θα επωφεληθούν επειδή τα δημόσια αγαθά πωλούνται σε τιμές εκποίησης.
Ο ιστοτόπος A l’encontre αναφέρει αποσπάσματα και σχόλια από μια μακρά συνέντευξη του Κώστα Μητρόπουλου, ενός από τα άτομα που επιφορτίστηκαν με το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα. Λέει λοιπόν στην ελβετική εφημερίδα Le Temps της 7ης Απριλίου 2012: «Τα γραφεία του Ελληνικού Αναπτυξιακού Ταμείου (« Hellenic Republic Asset Development Fund ») βρίσκονται στην Αθήνα, δίπλα από ένα μουσείο αφιερωμένο στην ιστορία της ελληνικής πρωτεύουσας. Τραγική Ειρωνεία, αφού η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων που πραγματοποιείται με την σύμπραξη 20 εμπειρογνωμόνων, υπό την καθοδήγηση του πρώην τραπεζίτη Κώστα Μητρόπουλου, θα αλλάξει ριζικά το πρόσωπο της Ελλάδας» και συνεχίζει: «Αυτό το ταμείο συνεστήθη μετά από αίτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και το ελληνικό κράτος μεταφέρει σ αυτό σταδιακά τις περιουσίες, τις συμβάσεις παραχώρησης και τις μετοχικές επενδύσεις που θα βρει ο αγοραστής. Με στόχο, σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια της ΕΕ, να συγκεντρώσει έσοδα τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2017».
Ο Κώστας Μητρόπουλος, τραπεζίτης, δούλευε στη Γενεύη και τόνισε ότι «η μεταβίβαση των ακινήτων στο ταμείο μας, από την ελληνική πολιτεία, έχει επιταχυνθεί». Και συνεχίζει: «Το πρώτο μήνυμα που πρέπει να μεταδώσουμε είναι: δεν είμαστε το ελληνικό κράτος. Είμαστε ένα ανεξάρτητο ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, που κατέχει από δω και στο εξής το 3% της ελληνικής Περιουσίας όλης της Επικράτειας. Έχουμε εντολή για μια τριετή θητεία. Είμαστε προστατευμένοι από πολιτικές παρεμβάσεις».
Ο δημοσιογράφος της Le Temps επέμεινε: «Είστε πραγματικά; Οι ιδιωτικοποιήσεις σε όλο τον κόσμο είναι πάντα πολύ «πολιτικές» και το ελληνικό κράτος, που θα εξακολουθήσει να είναι παρόν στο κεφάλαιο πολλών εταιρειών, έχει πολύ κακή φήμη...».
Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη: «Εγώ, ως τραπεζίτης επενδύσεων, προέδρευα τις διαπραγματεύσεις μίας από τις μεγαλύτερες συγχωνεύσεις και εξαγορά στην Ελλάδα: η εξαγορά, από το διεθνή όμιλο Watson, του ελληνικού φαρμακευτικού συγκροτήματος Specifa για σχεδόν 400 εκατομμύρια ευρώ. Γνωρίζω τους κανόνες: ένας επενδυτής, για να ενδιαφερθεί σήμερα για μια ελληνική ιδιωτικοποίηση, πρέπει να ελπίζει να τριπλασιάσει ή να τετραπλασιάσει την επένδυση του. Ένα επενδυμένο ευρώ πρέπει να αποδώσει τρία ή τέσσερα». |18|
5. Οι θυσίες που επιβάλλονται στους εργαζομένους επιτρέπουν να συγκρατηθεί ένα ξέσπασμα διαμαρτυριών στις χώρες του Κέντρου
Οι οπισθοδρομήσεις που επιβλήθηκαν στους Έλληνες εργαζομένους (αλλά και Πορτογάλους, Ιρλανδούς, Ισπανούς ...), θέτουν σε άμυνα τους εργαζομένους στη Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Γαλλία, Βέλγιο. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες τους φοβούνται να κατέβουν στη μάχη. Αναρωτιούνται πώς να διεκδικήσουν αυξήσεις μισθών εάν σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, μέλος της ευρωζώνης, μειώνεται ο κατώτατος μισθός κατά 20% ή και περισσότερο. Εξ άλλου έκπληξη προκαλούν οι ηγεσίες των εργατικών συνδικάτων στις σκανδιναβικές χώρες (Φινλανδία, ιδίως), οι οποίες θεωρούν ότι κάτι καλό υπάρχει στη Δημοσιονομική Συνθήκη της Ευρωζώνης και στις πολιτικές λιτότητας, επειδή υποτίθεται ότι θα ενισχυθεί η χρηστή διαχείριση του προϋπολογισμού των κρατών.
6. Και πάλι σχετικά με τη συμφωνία του Λονδίνου το 1953 για το γερμανικό χρέος και το Σχέδιο Μάρσαλ
Όπως αναφέρεται στο άρθρο «Ελλάδα-Γερμανία: Ποιος χρωστάει σε ποιον; (1) Η διαγραφή του γερμανικού χρέους στο Λονδίνο το 1953», οι όροι της συμφωνίας που υπεγράφη στο Λονδίνο έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται σήμερα η Ελλάδα. Χρειάστηκαν πολλαπλές προϋποθέσεις για να επιτραπεί στη Δυτική Γερμανία να αναπτυχτεί γρήγορα επιτρέποντας την ανοικοδόμηση του βιομηχανικού βασικού μηχανισμού της. Όχι μόνο το χρέος της Γερμανία, εκτός των δύο παγκοσμίων πολέμων, μειώθηκε κατά περισσότερο από 60%, αλλά η ρύθμιση των πολεμικών αποζημιώσεων και η πληρωμή των αποζημιώσεων στους αμάχους πολίτες θύματα και στα Κράτη, μετετέθησαν σε μια απροσδιόριστη ημερομηνία: στην πραγματικότητα, στην ημερομηνία επανένωσης της Γερμανίας που πραγματοποιήθηκε το 1990 και με τη συνθήκη ειρήνης που υπεγράφη στη Μόσχα το ίδιο έτος μεταξύ των αρχών των δύο Γερμανιών κατά την ενοποίηση, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Σοβιετικής Ένωσης, του Ηνωμένου Βασίλειου και της Γαλλίας. Το βάρος των αποζημιώσεων για τη γερμανική οικονομία αναβλήθηκε για μεγάλη περίοδο. Και στην περίπτωση των αποζημιώσεων που οφείλονται στην Ελλάδα, η Γερμανία δεν έκανε τη παραμικρή προσπάθεια, επειδή οι γερμανικές αρχές αρνούνται να ανταποκριθούν στα ελληνικά αιτήματα.
Σε αντίθεση με ό, τι συνέβη στο τέλος του Α 'Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυτικές δυνάμεις ήθελαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να αποφύγουν να επιβάλουν στην Γερμανία ένα υπερβολικό βάρος ανυπόφερτων πληρωμών, επειδή θεώρησαν ότι έτσι είχαν υποκινήσει την ανάληψη της εξουσίας από το ναζιστικό καθεστώς. Οι δυτικές δυνάμεις ήθελαν επίσης μια οικονομικά ισχυρή Δυτική Γερμανία (αλλά αφοπλισμένη και υπό στρατιωτική κατοχή) απέναντι στην Σοβιετική Ένωση και τους συμμάχους της.
Τίποτα τέτοιο δεν ισχύει για την Ελλάδα και άλλες χώρες της περιφέρειας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, όχι μόνο το βάρος του χρέους μειώθηκε πολύ σημαντικά και δόθηκε οικονομική βοήθεια υπό μορφή επιδοτήσεων στη Γερμανία, αλλά ως επί το πλείστον, της επέτρεψαν να εφαρμόσει μια αρκετά ευνοϊκή οικονομική πολιτική για την αναδιάταξη της. Τα μεγάλα ιδιωτικά βιομηχανικά συγκροτήματα μπορούσαν να εδραιωθούν, ακόμη και εκείνα που είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στη στρατιωτική περιπέτεια του Α 'Παγκοσμίου Πολέμου, που είχαν υποστηρίξει τη ναζιστική γενοκτονία του εβραϊκού λαού, των τσιγγάνων, που συμμετείχαν στη λεηλασία των κατεχομένων χωρών, καθώς και στη παραγωγή στρατιωτικού υλικού και στην γιγαντιαία υλικοτεχνική μηχανή του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Γερμανία μπόρεσε να αναπτύξει εντυπωσιακές δημόσιες υποδομές, κατάφερε να στηρίξει τις βιομηχανίες της να ανταποκριθούν στην τοπική ζήτηση και να κατακτήσουν τις ξένες αγορές.
Η Γερμανία είχε ακόμη τη δυνατότητα να καταβάλει ένα μεγάλο μέρος του χρέους της σε δικό της εθνικό νόμισμα.
Για να γίνει αυτό σαφές, αρκεί να εξετάσουμε την κατάσταση μετά τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Η Γερμανία πληρώνει, π.χ. στο Βέλγιο και στη Γαλλία, ένα μέρος των χρεών της του μεσοπολέμου σε γερμανικά μάρκα. Αυτά τα γερμανικά μάρκα που δεν είχαν ενδιαφέρον για το εμπόριο με τον υπόλοιπο κόσμο, οι Βέλγοι και οι Γάλλοι τα ξεφορτώνονταν γρήγορα αγοράζοντας αγαθά και εξοπλισμό που προέρχονταν από την Γερμανία και έτσι βοήθησαν στην ανοικοδόμηση της και την καθιέρωσαν σε μεγάλη εξαγωγική δύναμη.
Στο άλλο άκρο, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Εσθονία, η Σλοβενία και οι άλλες περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης πρέπει να αποπληρώσουν το δημόσιο χρέος τους σε ευρώ, ενώ έχουν έλλειψη αυτού του νομίσματος, λόγω του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου τους ενώπιον των ισχυρότερων χωρών της ευρωζώνης.
Την ίδια ώρα, οι δυνάμεις που κυριαρχούν στη ζώνη του ευρώ απαιτούν, μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των συνθηκών που εγκρίθηκαν, να ακολουθήσουν πολιτικές που τις εμποδίζουν τόσο να καλύψουν την εγχώρια ζήτηση όσο και τις εξαγωγές.
Αν θέλουν να εξάγουν με επιτυχία, ωθούνται σε περαιτέρω μείωση των μισθών, η οποία συμπιέζει περισσότερο την εγχώρια ζήτηση και αυξάνει την ύφεση. Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων αποτελειώνει το τοπίο, με χτυπήματα στη βιομηχανία τους, στις υποδομές τους και γενικά στην κληρονομιά τους.
Για να ξεπεραστεί αυτό το αδιέξοδο, είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί μια σειρά οικονομικών και κοινωνικών μέτρων σε ριζική ρήξη με τις πολιτικές του σήμερα, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρέπει να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της κρίσης |19|.
* Ερίκ Τουσέν, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης, Βέλγιο, πρόεδρος της CADTM Βελγίου (Επιτροπή για την κατάργηση του χρέους του Τρίτου Κόσμου,www.cadtm.org ) και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ATTAC Γαλλίας. Έγραψε με τον Damien Millet: ΑΑΑ, Audit Annulation Autre politique
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου