Όλα θα πάνε καλά;
«Να τους πάρεις σπίτι σου!». Ο αγανακτισμένος οδηγός δεν ξέρει τι του φταίει περισσότερο, οι ξένοι που περπατούν στη μέση του δρόμου ελπίζοντας ότι θα περάσουν τα σύνορα ή όποιος υπερασπίζεται το δικαίωμά τους στην απόγνωση.
Δεν έχεις και πολλά να πεις σε εκείνον που εξοργίζεται με τον εγκλωβισμό χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στη χώρα μας. Είναι μια ασφυκτική, ανυπόφορη, φρικτή κατάσταση, πνιγόμαστε και βουλιάζουμε, όμως δεν φταίνε αυτοί που έφυγαν από την κόλαση της πατρίδας τους, θα έφευγες και εσύ στη θέση τους.
Δεν θα πάψουν να υπάρχουν ακόμη και αν καταφέρεις να τους απομακρύνεις από τον κόσμο σου. Θα βρίσκονται εκεί, όσο αντέχουν, προσπαθώντας να φτάσουν στην ευρωπαϊκή ουτοπία. Μόνο προσωρινά μπορεί να αναχαιτιστούν οι «μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές» όπως περιγράφονται στα κοινοτικά κείμενα τα ταξίδια των κάτω προς τα πάνω. Ακόμη και αν δημιουργηθούν κέντρα κράτησης κλειστού τύπου, ακόμη και αν σταλεί το μήνυμα στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ασία ότι οι δρόμοι είναι κλειστοί και όσοι αποπειρώνται την έξοδο προς τον πρώτο κόσμο θα φυλακίζονται, θα υπάρχει πάντα η ελπίδα ότι αν πατήσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος, κάποια στιγμή, κάπως, θα προχωρήσουν παραπέρα, εκεί που βρίσκονται ήδη συγγενείς, φίλοι ή συμπατριώτες τους, εκεί που ξέρουν πως υπάρχουν δουλειές και κράτος δικαίου.
Με φράχτες, με τείχη και με συρματοπλέγματα δεν εμποδίζεται η εκδίκηση της ιστορίας. Συνέβησαν πάρα πολλά για να δημιουργηθεί τόση αδικία στον πλανήτη και για να βυθιστούν στην απελπισία τόσο μεγάλοι πληθυσμοί που δεν γίνεται πια να προστατευθούμε από την πραγματικότητα των άλλων.
Αν αυτό είχε γίνει δεκτό από την αρχή, η ΕΕ θα ακολουθούσε την ακριβώς αντίστροφη πορεία. Θα ανέπτυσσε πολιτικές ενσωμάτωσης και θα στήριζε διαδικασίες υποδοχής, ταυτοποίησης και μετεγκατάστασης, ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες κάθε χώρας, που είναι μεγάλες.
Το λάθος ήταν ότι αποφάσισε η λαϊκή βάση τι δεν θέλει και παρέσυρε τις ηγεσίες που επιλέγουν σύμφωνα με το ανεβοκατέβασμα του δείκτη της δημοτικότητάς τους. Οι κοινωνίες δεν θέλουν αναστάτωση και τους κραδασμούς των μεγάλων αλλαγών, φοβούνται μήπως χάσουν αυτά που έχουν και ήδη δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις απώλειες που έφερε η κρίση, πόσο μάλλον να αντέξουν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών που θα αλλάξουν την πόλη και τη χώρα.
Είναι το «διαρκές ανεξάντλητο παρόν» για το οποίο μίλησε ο Γκι Ντεμπόρ στην «κοινωνία του θεάματος». Δεν υπάρχει το πριν της βαρβαρότητας, η φρικτή κληρονομιά του φασισμού, ούτε το μετά της αναπόφευκτης αλλαγής του κόσμου. Υπάρχει μόνο το εγώ και το τώρα, το ζωώδες ένστικτο μιας απόλυτα εγωιστικής ευτυχίας.
Ας γυρίσουμε στο βράδυ της παραμονής Πρωτοχρονιάς, στην Κολωνία. Μόλις τρεις από τους συνολικά 58 που συνελήφθησαν ως ύποπτοι για τις καταγγελθείσες μαζικές σεξουαλικές επιθέσεις είναι τελικά πρόσφυγες. Αν δεν το ξέρεις είναι επειδή η είδηση πέρασε χαμηλά, σε αντίθεση με τους φανταχτερούς τίτλους που ακολούθησαν τις περίπου 1.000 καταγγελίες για άνδρες, πρόσφυγες αραβικής καταγωγής που βίαζαν, χτυπούσαν και εκφόβιζαν ανυπεράσπιστες γυναίκες. Ο πανικός μεταδόθηκε γρήγορα αλλού, χάρη και σε πλαστές φωτογραφίες κακοποιημένων γυναικών, και μαθαίναμε ότι ανάλογα περιστατικά συνέβησαν στη Σουηδία, στην Ελβετία και αλλού, πλήττοντας τα επιχειρήματα όσων λίγων επέμεναν και επιμένουν στα ανοιχτά σύνορα και την παροχή ασύλου σε όσους το δικαιούνται με βάση το διεθνές δίκαιο.
Μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, το 1945, η Lefevre Gallery στη Νew Βond Street του Λονδίνου διοργάνωσε μια ομαδική έκθεση με έργα καλλιτεχνών που διατήρησαν την αισιοδοξία τους και στα χρόνια του αιματοκυλίσματος. Ήταν μια παρηγορητική προσπάθεια, να επουλωθούν τα τραύματα, να σκεπάσει το φως το σκοτάδι, και γι’ αυτό επελέγη ως τίτλος της έκθεσης το δυνατό μήνυμα «Όλα θα πάνε καλά». Όμως μέσα σε όλα τα έργα βρισκόταν και η δημιουργία του Φράνσις Μπέικον, «Τρεις σπουδές για φιγούρες στη βάση μιας σταύρωσης». Οι μορφές ήταν κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου, η κραυγή της οδύνης και ο μορφασμός της απόγνωσης, εικόνες τόσο βίαιες μέσα στην αλήθεια τους και τόσο εκφραστικές της πεποίθησης ότι τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
Ο σπουδαίος ζωγράφος μάς είπε πως δεν θα πάνε όλα καλά για πάντα – και δεν πάν
Το λάθος ήταν ότι αποφάσισε η λαϊκή βάση τι δεν θέλει και παρέσυρε τις ηγεσίες που επιλέγουν σύμφωνα με το ανεβοκατέβασμα του δείκτη της δημοτικότητάς τους.
ΑπάντησηΔιαγραφή«Να τους πάρεις σπίτι σου!». Ο αγανακτισμένος οδηγός δεν ξέρει τι του φταίει περισσότερο, οι ξένοι που περπατούν στη μέση του δρόμου ελπίζοντας ότι θα περάσουν τα σύνορα ή όποιος υπερασπίζεται το δικαίωμά τους στην απόγνωση.
ΑπάντησηΔιαγραφή