© Παρέχεται από: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Φτωχότερη είναι από σήμερα η Ελλάδα, καθώς ένα κομμάτι της «έφυγε», αφήνοντας πίσω μια από τις σπουδαιότερες παρακαταθήκες στον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού. Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν περιορίστηκε στα σύνορα της «πολύ μικρής και πολύ μεγάλης συνάμα Ελλάδας» -όπως είχε πει και ο μεγάλος Οδυσσέας Ελύτης- αλλά έγινε γνωστός σε όλη την οικουμένη, μεταφέροντας ένα κομμάτι της ψύχης του μέσα από τα τραγούδια του. Ένα κομμάτι που θα μείνει για πάντα ζωντανό.
Η είδηση για τον θάνατο του 96χρονου σπουδαίου δημιουργού, από καρδιοαναπνευστική ανακοπή, έγινε γνωστή λίγο μετά τις 9 το πρωί και όπως ανέφερε η κόρη του, Μαργαρίτα, η οποία ήταν στο πλευρό του συνέχεια, «ξεκουράζεται τώρα, γιατί υπέφερε πολύ τις τελευταίες ημέρες. Να τον αγαπάτε».
Είναι από τις λίγες φορές που ένα πρόσωπο, γίνεται συνώνυμο του αγωνιστή, ενός πανέλληνα -όπως έγραψε η πρόεδρος της Δημοκρατίας-, ικανού να ενώσει ανθρώπους με εκ διαμέτρου αντίθετες καταβολές και απόψεις.
Τριήμερο εθνικό πένθος
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε τριήμερο εθνικό πένθος, κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση στο υπουργικό συμβούλιο.
Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε: «Τη σημερινή μας συνεδρίαση σκιάζει δυστυχώς μία πολύ θλιβερή είδηση: Ο Μίκης Θεοδωράκης περνά πια στην αιωνιότητα. Η φωνή του σίγησε και μαζί του σίγησε και ολόκληρος ο Ελληνισμός.
Όπως είχε γραφτεί και για τον Παλαμά, «όλοι είχαμε ξεχάσει πως είναι θνητός». Όμως, μας αφήνει παρακαταθήκη τα τραγούδια του, την πολιτική του δράση, αλλά και την εθνική του προσφορά σε κρίσιμες στιγμές.
Η Ρωμιοσύνη σήμερα κλαίει.
Και γι’ αυτό και με απόφαση της κυβέρνησης από σήμερα κηρύσσεται τριήμερο εθνικό πένθος.
Όπως ξέρετε, είχα την τιμή να τον γνωρίζω για πολλά χρόνια και σχετικά πρόσφατα μάλιστα τον είχα επισκεφτεί. Οι συμβουλές του ήταν πάντα πολύτιμες για μένα, κυρίως αυτές που αφορούσαν στην ενότητα του λαού μας και στην υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών.
Πιστεύω πως η καλύτερη τιμή προς αυτόν τον παγκόσμιο Έλληνα θα είναι εμείς, με το καθημερινό μας έργο, να κάνουμε πράξη αυτό ακριβώς το μήνυμά του. Ο Μίκης είναι η Ιστορία μας και πρέπει να τη συνεχίσουμε όπως θα ήθελε και εκείνος».
Παράλληλα, στην Ολομέλεια τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή, με τον αντιπρόεδρο της Βουλής, Νικήτα Κακλαμάνη, να τονίζει πως «ο Μίκης Θεοδωράκης ξεκίνησε το ταξίδι του για την γειτονιά των Αγγέλων για να συναντήσει άλλους μεγάλους εκεί με πρώτο και καλύτερο τον φίλο του τον Μάνο Χατζηδάκι. Η Βουλή την ώρα που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, θα τιμήσει την μνήμη του Μίκη Θεοδωράκη. Εμείς όμως σήμερα να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για την μεγάλη απώλεια».
Η προσωπική επιθυμία του εκλιπόντος
Με μια προσωπική του επιστολή προς τον Δημήτρη Κουτσούμπα, ο Μίκης Θεοδωράκης, στις 5 Οκτωβρίου του 2020 είχε δώσει το στίγμα των τελευταίων του επιθυμιών.
Στην επιστολή, την οποία δίνει στη δημοσιότητα το 902.gr, ανέφερε:
«Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομουνιστής».
Με την επιστολή του ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης ζητούσε επίσης από τον γ.γ. της ΚΕ του ΚΚΕ να επιληφθεί εκείνος προσωπικά ώστε, όπως έγραφε: «να γίνει σεβαστή όχι μονάχα η ιδεολογία μου αλλά και οι αγώνες μου για την ενότητα των Ελλήνων. Καθώς επίσης βέβαια και όλα αυτά που ήδη έχω ρυθμίσει, σε συνεννόηση με την γραμματέα μου Ρένα Παρμενίδου και τον φίλο και Πρόεδρο του Παγκρητίου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργο Αγοραστάκη».
Επιπλέον, όπως έγινε γνωστό, η τελευταία επιθυμία του Μίκη Θεοδωράκη, την οποία είχε μεταφέρει στον Δημήτρη Κουτσούμπα, τη γραμματέα του Ρένα Παρμενίδου και τον Πρόεδρο του «Παγκρητίου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη», Γιώργο Αγοραστάκη, ήταν η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή να πραγματοποιηθούν στην πατρίδα του, το Γαλατά Χανίων.
Πλήθος κόσμου έξω από την οικία του
Κλίμα συγκίνησης επικρατεί έξω από το σπίτι του κορυφαίου δημιουργού. Φίλοι, συγγενείς, γείτονες, καλλιτέχνες, έχουν συγκεντρωθεί έξω από την κατοικία του στη συμβολή των οδών Επιφανούς και Γαριβάλδι στο κέντρο της Αθήνας για να αποχαιρετίσουν τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη κρατώντας άσπρα και κόκκινα λουλούδια.
Ο ξένος τύπος αποχαιρετά τον Ελληνα μουσικοσυνθέτη: «Το Συρτάκι ταξίδεψε παντού»
«Ακούω την ανάσα των ποιητών, τους παλμούς της καρδιάς και το τραγούδι τους», έγραφε ο ίδιος ο συνθέτης, αναφερόμενος στα ποιήματα των εξίσου σπουδαίων καλλιτεχνών που μελοποίησε. Την ανάσα του, όμως, άκουσαν και ξένοι που δεν ήξεραν τίποτα για την Ελλάδα και τη μουσική της.
Τον γύρο του κόσμου κάνει η είδηση του θανάτου του, με τα διεθνή ΜΜΕ να αναφέρονται τόσο στο καλλιτεχνικό έργο όσο και στην πολιτική δράση του αστείρευτου μουσικοσυνθέτη.
«Ο Μίκης Θεοδωράκης, Έλληνας συνθέτης και μαρξιστής επαναστάτης πέθανε στα 96 του» γράφουν οι New York Times .
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει και το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Ria Novosti, σημειώνοντας πως άφησε πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά.
Το ρωσικό πρακτορείο Ria Novosti μετέδωσε πως έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών ο διάσημος Έλληνας συνθέτης, ο οποίος άφησε πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά.
Μεταξύ των έργων του, το ρωσικό πρακτορείο αναφέρεται στο «Συρτάκι» από την ταινία «Ο Ζορμπάς», που του έφερε παγκόσμια φήμη και είναι η πιο αναγνωρίσιμη ελληνική μουσική στον κόσμο.
Ο «Επιτάφιος» 60 χρόνια πριν και σήμερα
Όπως γράφει η «Κ», από την πρώτη κιόλας εγγραφή του, ο «Επιτάφιος» του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου προκάλεσε. Ηταν τον Αύγουστο του 1960 όταν κυκλοφόρησε στη Fidelity η άποψη του Μάνου Χατζιδάκι με τη Νάνα Μούσχουρη και ένα μήνα αργότερα στην Columbia, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση όπως ήθελε ο Θεοδωράκης.
Οι δύο εκδοχές αναστάτωσαν, προκάλεσαν αρθρογραφία, αντιδράσεις, οξύτητα. Σε μια Ελλάδα ταραγμένη, φτωχή και διχασμένη ο «Επιτάφιος» του Θεοδωράκη ήταν μία επανάσταση για το ελληνικό τραγούδι. Σε αυτό το έργο, υπάρχουν το μανιάτικο μοιρολόγι, η Ζακυνθινή καντάδα, το λαϊκό τραγούδι, το κρητικό ριζίτικο, το αιγαιοπελαγίτικο και οι εκκλησιαστικές μας μελωδίες, είπε αργότερα ο συνθέτης.
Η τολμηρή πλευρά της αριστερής διανόησης
Οι δύο εκδοχές εκπροσωπούσαν και δύο πλευρές της κοινωνίας του ’60. Από τη μία ο αστικός κόσμος του Μ. Χατζιδάκι και από την άλλη η πιο τολμηρή πλευρά της αριστερής διανόησης που θέλησε να πλησιάσει τον λαό μέσω του λαϊκού τραγουδιού.
Βέβαια ο Γ. Ρίτσος εμπνεύστηκε τον «Επιτάφιο» από τον θάνατο του Τάσου Τούση στην απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το 1936. Οταν είδε στο πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία της μάνας του να θρηνεί πάνω από το άψυχο κορμί του.
Στην επανέκδοση του βιβλίου του το 1958, έστειλε ένα αντίτυπο στον Μ. Θεοδωράκη στο Παρίσι. Λίγες ημέρες αργότερα ο συνθέτης περιμένοντας στο αυτοκίνητο τη σύζυγό του να ψωνίσει στο ελληνικό μπακάλικο, άρχισε να διαβάζει τη συλλογή του Ρίτσου. Το ίδιο απόγευμα μελοποίησε τα περισσότερα ποιήματα.
Στην Ελλάδα επέστρεψε με τη σκέψη να ηχογραφήσει τα τραγούδια με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, όπως είπε τότε στην ομιλία του στην Ενωση Κρητών Φοιτητών. «Είχα να κάνω μ’ έναν άνθρωπο της γενιάς μου, δηλαδή μ’ έναν που να ’χει πολύ υποφέρει και πιο πολύ ελπίσει». Είχε βρει τον άνθρωπο που «με φωνή λεβέντικη και φωτεινή θα ’κανε αυτές τις προσωπικές, τις ατομικές ελπίδες παλλαϊκά τραγούδια».
Την εκδοχή Χατζιδάκι-Μούσχουρη περιέγραψε ως έναν άλλο «Επιτάφιο», λυρικό, επιθαλάμιο «επιτάφιος αδερφής σε αδερφό και αγαπημένης σε αγαπημένο πιότερο, παρά μάνας σε γιο».
Ακολούθησαν πολλές διασκευές. Σήμερα το έργο παρουσιάζεται σε διασκευή Γιάννη Μπελώνη με σολίστ την Μπέττυ Χαρλαύτη και πρώτη φορά με χορωδία, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής. Χωρίς φυσική παρουσία αλλά θα μεταδοθεί από το Δεύτερο Πρόγραμμα. Μαζί και ο «Διόνυσος» με τον Ζαχαρία Καρούνη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης με δικά του λόγια
Η «Κ» σταχυολογεί ορισμένα από όσα είχε μοιραστεί μέσα από συνεντεύξεις του στη Γιώτα Συκκά.
• Ζω όταν γράφω και όταν παίζω μουσική. Ζω επίσης όταν υπάρχουν γύρω μου έντονα γεγονότα. Όταν υπάρχει ιστορική δίνη που τυλίγει τους πάντες και τα πάντα και που αν τελικά βγεις σώος μέσα απ’ αυτήν, δεν είσαι πια ο ίδιος. Όταν όμως λείψει το ένα ή το άλλο-η Μουσική είτε η Δίνη- αρχίζω να κουράζομαι, Και αν ποτέ λείψουν και τα δύο, τότε υποθέτω ότι δεν θα έχω λόγο να υπάρχω.
• Ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη ήταν ένας χωρικός. Ο Ζορμπάς ο δικός μου ήταν ένας Λαμπράκης που το μυστικό της ζωής του ήτανε οι «άλλοι», η νέα κοινωνία που οραματιζόταν να χτίσει και που θα είχε για θεμέλια τους δικούς του ρυθμούς. (…) Με τον Ζορμπά ξαναδίνω το όνειρο και με την Αντιγόνη ξαναβρίσκω τους φοβισμένους που έχουν κρυφτεί πίσω από τους θάμνους της στέπας.
• Εγώ βασανίστηκα χωρίς να πιστεύω, εκείνη τη στιγμή, στο κομμουνιστικό κόμμα. Αλλά ποτέ δεν το αρνήθηκα. Πάλεψα μαζί του. Οι ηγεσίες με απογοήτευσαν. Απ’ όλους τους κομμουνιστές είμαι ο πιο μετριοπαθής. Συνέδεσα τη ζωή μου με τους άλλους. Δεν μπορώ μόνος…(…) Μου λείπει η πνοή του λαού. Στους αστούς καλλιτέχνες ήμουν αμφισβητούμενος γιατί ήμουν συνθέτης των μαζών.
• Θα προτιμούσα να ζήσω σαν πλατάνι πλάι σε δροσερό ποτάμι… Δεν είμαι περήφανος που γεννήθηκα άνθρωπος. Οπως όλοι και όλες, είμαι κι εγώ ένα λάθος της φύσης… «Το τραγούδι της γης δεν τ’ άκουσες ποτέ ούτε θα τ’ ακούσεις πια. Σκότωσες όλα τα πουλιά. Τα δάση. Το νερό. Το λαμπερό νερό. Τον ποταμό. Πάει… Σκότωσες το χώμα, τον ήλιο, την καρδιά σου. Ποτέ δεν θα ξαναδείς το χρώμα τ’ ουρανού. Δεν θα ξανακούσεις τον ήχο των χρωμάτων. Σαν βολίδα προχωράς στο χάος. Στερνή φορά ας ακουστεί μες στη σιωπή το Τραγούδι της Γης. Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος, ένα “γεια σου” θα πω στη ζωή» (Συμφωνία αρ. 2).
• Το φιλί της μουσικής με οδήγησε στο κέντρο της αρμονίας. Τα πρόσωπα που αγάπησα ήταν κατά κάποιο τρόπο προέκταση του αρμονικού κόσμου μέσα στον οποίο ζούσα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μουσική και πρόσωπα ταυτίζονται μέσα μου.
• Εάν γινόταν κάποιο θαύμα και μπορούσα να ζήσω δέκα λεπτά της ώρας στο παρελθόν, θα διάλεγα ένα γεύμα γύρω από το τραπέζι, στον Πύργο το 1939 ή στην Τρίπολη το 1942, με τη μητέρα, τον πατέρα και τον αδελφό μου να τραγουδάμε όλοι μαζί.
Οι καλλιτέχνες αποχαιρετούν τον Μίκη – Δηλώσεις στην «Κ»
Τα λόγια του καλλιτεχνικού χώρου για τον Μίκη Θεοδωράκη είναι δηλωτικά για το μέγεθος σπουδαίου μουσικοσυνθέτη.
Κώστας Καζάκος
Έζησε ευτυχώς πολλά χρόνια μαζί μας και προλάβαμε, όσοι τον αγαπούσαν και εκείνοι που η δουλειά του τους συγκινούσε και οι μεμψίμοιροι, να φτιάξουμε μια εικόνα που μας στήριξε σε δύσκολες ώρες. Ο Μίκης Στήριξε τον ελληνικό λαό με τη δουλειά του, την παρουσία του, το πάθος, τον ψυχικό και πνευματικό πλούτος που έβγαινε από μέσα του. Έγινε ένα κομμάτι της ζωής μας, είναι από τα ακριβά και πολύτιμα κομμάτια της ζωή μας. Ο καθένας μας παίρνει από αυτό τον πλούτο που έχουμε συλλέξει τόσα χρόνια στη συνείδηση μας. Όταν είχες την τύχη να συνεργαστείς μαζί του και στη μουσική και στο θέατρο, όταν είχες μια φιλική σχέση μαζί του ήταν ένας πλούτος. Μια ευτυχισμένη συνάντηση.
Μανώλης Μητσιάς
Σήμερα ορφάνεψε πολιτιστικά η Ελλάδα όσο ποτέ άλλοτε. Έφυγε μια κολώνα του Παρθενώνα, ο μέγιστος των Ελλήνων. Ο Μίκης ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα, μουσικά, πολιτικά, ήταν άνθρωπος των αγώνων, της Δημοκρατίας και της αλήθειας. Ήταν μέγας μουσικός, τα τραγούδια του χρωμάτισαν όλη μας τη ζωή. Προσωπικά, ήταν η αιτία που έγινα τραγουδιστής, έχω ζήσει μεγάλες στιγμές μαζί του. Υπήρξε ο πολιτισμός, η Ελλάδα γενικότερα.
Μίλτος Πασχαλίδης
Όσοι είμαστε λίγο πιο κοντά στον Μίκη ξέραμε ότι δεν είναι καλά. Είχαμε προετοιμαστεί μέσα μας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν φεύγουν ποτέ για εμάς, φεύγουν για τους οικείους τους. Είναι τόσο μεγάλο το έργο τους και τόσο χειμαρρώδης η προσωπικότητα αυτών των ανθρώπων που έχουν αφήσει ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στη χώρα. Ο Μίκης ήταν μια παγκόσμια προσωπικότητα.
Διαβάστε ακόμη: Αρβελέρ για Θεοδωράκη: Ορφάνεψε ο τόπος, ήταν η σύμπτυξη της τραγικής του ιστορίας
Η διαδρομή του
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, γι’ αυτό πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, από τη Μυτιλήνη, τη Σύρο και την Αθήνα έως τα Ιωάννινα, το Αργοστόλι, την Πάτρα, τον Πύργο και την Τρίπολη. Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν οι ψαλμωδίες της ορθόδοξης εκκλησίας, στις οποίες έπαιρνε μέρος σαν ψάλτης.
Τη διετία 1937-1939 πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού στο Ωδείο Πατρών και δημιούργησε τα πρώτα του τραγούδια, συνθέσεις οι οποίες βασίστηκαν σε στίχους των Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη, τους οποίους έβρισκε άλλοτε στα σχολικά βιβλία και άλλοτε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή» και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται.
Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου το 1943 ξεκινάει μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και γνωρίζεται με την έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική. Ως εκείνη την εποχή, έχει επηρεαστεί από τη βυζαντινή μουσική, έχει σχηματίσει χορωδία και έχει συνθέσει τραγούδια και κομμάτια για βιολί και πιάνο. Παράλληλα αναπτύσσει αντιστασιακή δράση. Εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και το 1944 γίνεται γραμματέας εκπολιτισμού. Τον ίδιο χρόνο εντάσσεται στον εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθηνών και λαμβάνει μέρος σε μάχες κατά των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς και στα Δεκεμβριανά. Λόγω των προοδευτικών του ιδεών, καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Το 1947 εξορίζεται στην Ικαρία και ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Μακρόνησο, από την οποία απολύεται τον Αύγουστο του 1949.
Εξαιτίας της πολιτικής του δράσης και των διώξεων που υπέστη καθυστέρησε να πάρει το δίπλωμά του από το Ωδείο στην αρμονία, την αντίστιξη και τη φούγκα, γεγονός που συνέβη το 1950. Από το 1954 μέχρι το 1957, σπούδασε στο Παρίσι με υποτροφία και συνέγραψε τις τρεις μουσικές μπαλέτου «Αντιγόνη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποίες γνώρισαν επιτυχία στη γαλλική πρωτεύουσα και στο Λονδίνο, ενώ την ίδια περίοδο συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους Τύραννος». Το 1957 λαμβάνει το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Μόσχας για την «Πρώτη Συμφωνία για πιάνο και ορχήστρα».
Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήδη από το Παρίσι είχε πάρει τις μεγάλες μουσικές αποφάσεις του. Διαφωνώντας ριζικά με τις νέες τάσεις και φορτωμένος συναισθηματισμό, λυρισμό και παράδοση, συνέθεσε το 1958 τον «Επιτάφιο», σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, έργο που έμελλε να επηρεάσει σοβαρά την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Το «Άξιον εστί» θα γίνει το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία, το οποίο ο συνθέτης ονομάζει «λαϊκό ορατόριο – μετασυμφωνικό», χαρακτηρισμός που δηλώνει «όχι τόσο την χρονική απόσταση όσο την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη δυτική και την νεοελληνική μουσική τέχνη». Έμπνευσή του είναι η ποίηση του Ελύτη, αλλά και το δημοτικό τραγούδι, ενώ πολλά είναι τα νεωτεριστικά στοιχεία που πλαισιώνουν το έργο, όπως η ταυτόχρονη παρουσία αφενός του αφηγητή-ψάλτη και του λαϊκού τραγουδιστή και αφετέρου της κλασικής και της λαϊκής ορχήστρας.
Το 1963 ιδρύει μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ’ όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. Στο μεταξύ, συνεχίζει την πολιτική του δράση. Γίνεται ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος (1964-67), ενώ το 1963 συλλαμβάνεται επειδή έλαβε μέρος στην 1η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης και ενώ ήταν ήδη γνωστός ως συνθέτης και μάλιστα με μεγάλη δημοτικότητα.
Το 1964 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής της ΕΔΑ στη Β’ εκλογική περιφέρεια Πειραιά και, ένα χρόνο αργότερα, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ίδιου κόμματος. Το 1967, η δικτατορία των συνταγματαρχών απαγορεύει την εκτέλεση, την πώληση και την ακρόαση των τραγουδιών του. Την ίδια χρονιά (1967) γίνεται ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ) και λόγω της δράσης του συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας και, τέλος, το στρατόπεδο Ωρωπού. Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς, ενώ πολλά από τα έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολιβιέ και Ιβ Μοντάν, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά, το 1970, υπό τις πιέσεις αυτές και με τη μεσολάβηση του Γάλλου πολιτικού και συγγραφέα Ζαν Ζακ Σρεβάν Σρεμπέρ, η δικτατορία τον αφήνει να φύγει στο Παρίσι.
Το ίδιο έτος γίνεται πρόεδρος του ΠΑΜ και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕεσ. Από την απελευθέρωσή του και μέχρι την πτώση της δικτατορίας τον Αύγουστο του 1974, δίνει συναυλίες σε όλο τον κόσμο προπαγανδίζοντας την αντίσταση του ελληνικού λαού και ζητώντας την πτώση της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα τα τραγούδια του ακούγονται παράνομα και γίνεται σύμβολο αντίστασης.
Το 1972 ιδρύει την πολιτική κίνηση «Νέα Ελληνική Αριστερά» και γίνεται συνιδρυτής του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Το 1974 ήταν υποψήφιος βουλευτής Β΄ Πειραιά με την «Ενωμένη Αριστερά». Το 1975 επανεξελέγη μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ, ενώ το 1978 συμμετείχε στις δημοτικές εκλογές ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ. Έναν χρόνο αργότερα έγινε ιδρυτικό μέλος της Κίνησης για την Ενότητα της Αριστεράς (ΚΕΑ).
Μουσικά, στο διάστημα 1967 έως 1980 στρέφεται ιδιαίτερα στη σύνθεση κύκλων τραγουδιών, συνθέτοντας 22 κύκλους, ανάμεσά τους και τα «Τραγούδια του αγώνα», «Ο ήλιος και ο χρόνος», «Μυθιστόρημα», «Αρκαδίες I, II, III, IV, VIII, X, XI», «Μπαλάντες» και άλλα. Αξιομνημόνευτη είναι η σύνθεση του Canto General, ένα παγκοσμίως αγαπημένο έργο βασισμένο στο ποίημα του Πάμπλο Νερούντα. Το έργο άρχισε να συντίθεται στο Παρίσι το 1972, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε στο φεστιβάλ της Humanité τον Σεπτέμβριο του ’74, ενώ στην Ελλάδα ακούστηκε για πρώτη φορά στις μεγάλες συναυλίες που έγιναν στο Στάδιο Καραϊσκάκη και στο Γήπεδο του Παναθηναϊκού τον Αύγουστο του 1975.
Το 1981 εξελέγη βουλευτής Β΄ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ και το 1985 βουλευτής Επικρατείας πάλι με το ΚΚΕ. Το 1987 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνοτουρκικής Επιτροπής Φιλίας. Το 1989 γίνεται, μαζί με τον σκηνοθέτη Θεόδωρο Αγγελόπουλο, ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, η οποία απονέμει τα βραβεία «Φελίξ». Στις 16 Οκτωβρίου 1989 συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Εξελέγη στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου και επανεξελέγη στις εκλογές του Απριλίου του 1990. Και στις δύο περιπτώσεις κατέθεσε δήλωση ανεξαρτήτου βουλευτή, συνεργαζόμενου με τη ΝΔ. Όπως είχε δηλώσει στον Τύπο, στρατεύτηκε με τη ΝΔ «η οποία είναι η ισχυρή έπαλξη που μπορεί να βγάλει τον τόπο από τα εθνικά αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε από την οκτάχρονη πολιτική του ΠΑΣΟΚ». Από τις 29 Νοεμβρίου 1989, έως τις εκλογές της 8ης Απριλίου 1990 υπήρξε ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία.
Τον Απρίλιο του 1990 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα ως υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μέχρι τον Αύγουστο του 1991, οπότε ανέλαβε υπουργός Επικρατείας. Στις 30 Μαρτίου 1992, παραιτήθηκε από το αξίωμα του υπουργού για να αφοσιωθεί, όπως ανέφερε, στο συνθετικό του έργο. Ταυτόχρονα, δήλωσε υποστήριξη στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και συμμετοχή στις εργασίες της Βουλής ως ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη ΝΔ.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1992 υπέβαλε την παραίτησή του από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, επειδή δέχθηκε στο διαγωνιστικό της τμήμα ταινία προερχόμενη από τη δημοκρατία των Σκοπίων, ως προερχόμενη από τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το 1992 συνέθεσε τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης και την ίδια χρονιά, στις 12 Οκτωβρίου, κατέθεσε δήλωση ανεξαρτησίας στο προεδρείο της Βουλής, τερματίζοντας τη συνεργασία του με την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι στηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στις 9 Μαρτίου 1993 παραιτήθηκε από βουλευτής και ανέλαβε γενικός διευθυντής των μουσικών προγραμμάτων της ΕΡΤ.
Στις 16 Ιουνίου 1994 παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού διευθυντή των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου και τη γενική διεύθυνση της ΕΡΤ για προσπάθεια θανάτωσης του οργανισμού δια της μεθόδου της ασφυξίας. Η παραίτησή του έγινε δεκτή από το ΔΣ της ΕΡΤ στις 5 Οκτωβρίου. Τον Ιούνιο του 1996, ορίστηκε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Τουρισμού που συστάθηκε από την υπουργό Ανάπτυξης Βάσω Παπανδρέου.
Την 1η Δεκεμβρίου του 2010 ανακοίνωσε την ίδρυση Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών με το όνομα «Σπίθα» ενάντια στο καθεστώς του «Μνημονίου», με στόχο τη συμμετοχή του κάθε ανεξάρτητου πολίτη για την έξοδο της χώρας από τη βαθιά κρίση, στην οποία την υποχρέωσαν η διεθνής κρίση του καπιταλισμού και οι εξαρτημένοι από διεθνή κέντρα εξέχοντες πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι. Την 1η Φεβρουαρίου 2012 μαζί με τον Μανώλη Γλέζο και τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργο Κασιμάτη παρουσίασαν την πολιτική κίνηση «ΕΛΑΔΑ» (Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση) με σκοπό τη συγκρότηση ενός μεγάλου αντιμνημονιακού μετώπου.
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 2013 ανακοίνωσε την «αποστρατεία» του από την πολιτική ζωή της χώρας, χωρίς ωστόσο να σταματήσει τις παρεμβάσεις ως το τέλος, όπως όταν τον Μάιο του 2017, μαζί με άλλους ανθρώπους του πνεύματος, καλούσε τον κόσμο να κατέβει στο Σύνταγμα για να διαμαρτυρηθεί «ενάντια στο πραξικοπηματικό και καταστροφικό 4ο μνημόνιο».
Τέλος, δυο σημαντικά μουσικά γεγονότα σημάδεψαν το 2017 όσον αφορά τον σπουδαίο συνθέτη: Η συναυλία που έδωσε στις 24 Μαΐου 2017 στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας η ιστορική ορχήστρα της πόλης, παίζοντας τρία συμφωνικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη (2η και 3η Συμφωνία και το «Οιδίπους Τύραννος») υπό τη διεύθυνση του Baldur Brönnimann, καθώς και η παράσταση – αφιέρωμα «ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΗ» στο Καλλιμάρμαρο στις 19 Ιουνίου. Για πρώτη φορά 1.000 χορωδοί από 30 πόλεις της Ελλάδας σχημάτισαν μία πελώρια χορωδία, η οποία με τη συνοδεία Συμφωνικής Μαντολινάτας απέδωσαν μερικά από τα αριστουργήματα του μεγάλου δημιουργού.
Βραβεία και διακρίσεις
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, όπως το βραβείο ειρήνης «Λένιν» της Σοβιετικής Ένωσης (1983), το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος που του απονεμήθηκε στις 24 Ιουλίου 1995 από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο , καθώς και το παράσημο του αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής, ανώτατη διάκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας (Μάρτιος 1996). Στις 27 Μαΐου 1996 το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον αναγόρευσε «ομοθύμως» επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών και τον Μάρτιο του 2000 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Τον Ιούλιο του 2002 τιμήθηκε με το γερμανικό μουσικό βραβείο «Έριχ Κόρνγκολντ» και τον Μάιο του 2005 με το διεθνές βραβείο μουσικής για το 2005 από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσικής και την UNESCO. Επίσης, τον Μάρτιο του 2007 τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, ενώ τον Μάιο του 2013 η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έγινε η επίσημη τελετή υποδοχής του.
Φωτ. AP
O πολιτικός Μίκης
Η εμπλοκή του Μίκη Θεοδωράκη, με την πολιτική ξεκίνησε από πολύ νωρίς, όταν αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά άρχισε να διώκεται από τις αστυνομικές Αρχές.
Το 1947, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη και εστάλη στην Ικαρία, απ’ όπου και απέτυχε, παρά την οργανωμένη προσπάθεια, να αποδράσει. Με τη γενική αμνηστία που έδωσε η κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο Θεοδωράκης περνάει στην παρανομία και συμμετέχει στη δράση του Δημοκρατικού Στρατού. Καταλήγει εκ νέου στην Ικαρία, ύστερα από τη σύλληψή του στο πατρικό του σπίτι, όπου κατέφυγε άρρωστος από πλευρίτιδα. Ακολουθεί εκτοπισμός στη Μακρόνησο, όπου και υπομένει πολύ σκληρά βασανιστήρια. Μετά από παρέμβαση του πατέρα και του θείου του, που ήταν ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, ο Μίκης θα απελευθερωθεί ως ανάπηρος (τα βασανιστήρια του προκάλεσαν παράλυση). Το 1963 ιδρύεται η Νεολαία Λαμπράκη, ως αντίδραση στη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, και ο Θεοδωράκης εκλέγεται πρόεδρος. Σύντομα θα εκλεγεί και βουλευτής της ΕΔΑ.
Τα χρόνια της δικτατορίας
Με την επιβολή της δικτατορίας, στις 21 Απριλίου του 1967, ο Θεοδωράκης περνάει και πάλι στην παρανομία και έναν μήνα αργότερα ιδρύει την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΜ, κηρύσσοντας πανστρατιά εναντίον του καθεστώτος. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς φυλακίζεται στο κτίριο της Ασφάλειας επί της οδού Μπουμπουλίνας. Τα γεγονότα είναι πυκνά και διαδέχονται με ταχύτητα το ένα το άλλο: απομόνωση, φυλακές Αβέρωφ, μεγάλη απεργία πείνας, αποφυλάκιση και κατ’ οίκον περιορισμός, εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα και, τέλος, στρατόπεδο Ωρωπού.
Στον Ωρωπό ο Θεοδωράκης αντιμετωπίζει εκ νέου προβλήματα με την υγεία του ενώ στο εξωτερικό ξεσπά θύελλα διαμαρτυριών. Πρόσωπα όπως ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ιβ Μοντάν, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς και ο Λόρενς Ολίβιε ζητούν επιτακτικά την απελευθέρωσή του κι έτσι καταλήγει εν έτει 1970 στο Παρίσι, απ’ όπου και απευθύνει ξανά έκκληση για την ανάγκη πτώσης του δικτατορικού καθεστώτος. Το 1972 συναντά τον Γιασέρ Αραφάτ στο Ισραήλ, όπου πηγαίνει για να δώσει συναυλίες, και ενθαρρύνει τις συνομιλίες μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών.
Δράση και πρωτοβουλίες κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, όταν πλέον η χούντα έχει καταρρεύσει, ο Θεοδωράκης έχει μετατραπεί σε κάτι περισσότερο από το σύμβολο της Αριστεράς που εκπροσωπούσε κατά τη διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Απαλλαγμένος από κομματικές δεσμεύσεις, μιλάει για τα λάθη της Αριστεράς, υπερασπίζεται όμως την ενότητά της και αποτελεί μια κορυφαία προσωπικότητα του αντιδικτατορικού αγώνα που απευθύνεται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι δεν υπάγονται στη σφαίρα της αριστερής επιρροής. Πρόκειται πλέον για ένα πρόσωπο με διεθνή αναγνώριση και καταξίωση, που θεωρεί ότι η λύση του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι η μόνη η οποία μπορεί να εγγυηθεί τη διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία. Ο Θεοδωράκης θα βάλει υποψηφιότητα για τη Β’ Πειραιά με τον σχηματισμό της Ενωμένης Αριστεράς, αλλά δεν θα εκλεγεί. Παρόλα αυτά συνεχίζει την πολιτική του δραστηριότητα, αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, να προσκαλέσει στην Ελλάδα τον Φρανσουά Μιτεράν. Τον Οκτώβριο του 1978 θα κατέβει ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων με το ΚΚΕ, λαμβάνοντας ποσοστό 16,7% των ψήφων. Εν συνεχεία συγκροτεί την Κίνηση για Ενιαία Αριστερά (ΚΕΑ), φιλοδοξώντας να συσπειρώσει ανθρώπους που επιθυμούν μιαν ανεξάρτητη, χωρίς κομματική ένταξη, συνεργασία με το ΚΚΕ. Το 1981 εκλέγεται βουλευτής με το ΚΚΕ στη Β΄ Πειραιά και το 1985, πάντα με το ΚΚΕ, εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας. Έναν χρόνο αργότερα θα παραιτηθεί.
Το 1986 δημιουργούνται οι επιτροπές ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα με πρόεδρο τον ίδιο και στην Τουρκία με τη συμμετοχή μορφών της τέχνης και της λογοτεχνίας όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασάρ Κεμάλ και ο Ζουλφί Λιβανελί. Ο Θεοδωράκης δίνει πολλές συναυλίες στην Τουρκία και μεταφέρει μηνύματα των πρωθυπουργών Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς την τουρκική κυβέρνηση. Το 1988 διοργανώνονται στην τότε Δυτική Γερμανία με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη, το ένα στο Τίμπινγκεν και το άλλο στην Κολωνία. Το 1990 δίνει συναυλίες σ’ όλη την Ευρώπη, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας, για την ηλιακή ενέργεια, όπως και κατά του αναλφαβητισμού και των ναρκωτικών. Παράλληλα δίνει μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε χώρες όπως η Αλβανία και η Τουρκία.
Στη Βουλή ο Θεοδωράκης θα επανέλθει ως ανεξάρτητος, συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία, τον Νοέμβριο του 1989. Επανεκλεγείς τον Απρίλιο του 1990, θα αναλάβει χρέη, για δυόμισι χρόνια, υπουργού Άνευ Χαρτοφυλακίου και στη συνέχεια υπουργού Επικρατείας, για να παραιτηθεί όμως για άλλη μια φορά τον Οκτώβριο του 1992 από υπουργός και τον Μάρτιο του 1993 από βουλευτής.
Τον Δεκέμβριο του 2010 ο Θεοδωράκης ανακοινώνει την ίδρυση Κινήματος Ανεξάρτητων Πολιτών με την ονομασία «Σπίθα». Τον Σεπτέμβριο του 2013 αποστρατεύει εαυτόν από τη «Σπίθα». Το 2015 συμπαρατάσσεται με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αργότερα της ασκεί έντονη κριτική. Η τελευταία πολιτική πράξη του Θεοδωράκη είναι η συμμετοχή του στο αθηναϊκό συλλαλητήριο του Ιανουαρίου του 2018 για τη Μακεδονία, που προκάλεσε πολύ διαφορετικές αντιδράσεις, με καταγωγή από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.
Μετέχοντας στις τάξεις της Αριστεράς, ο Θεοδωράκης υπερασπίστηκε πάντοτε σθεναρά τις αρχές της: τη σημασία της ως ηγετικής δύναμης που μάχεται για το έθνος, την ικανότητά της να συζητήσει και να λύσει το Κυπριακό, μέσα από μια ζωτική συνεννόηση με την Τουρκία, όπως και το βάρος της στη θεμελίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Θα πρέπει, βεβαίως, να προστεθεί ότι υψηλή παρέμεινε η πίστη του και στις κοινωνικές αξίες της Αριστεράς, όπως ο αγώνας κατά της οικονομικής ανισότητας και το αίτημα για μια δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ
Συγκίνηση για την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη – Τριήμερο εθνικό πένθος στη χώρα (msn.com)
Συγκίνηση για την απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη – Τριήμερο εθνικό πένθος στη χώρα.
ΑπάντησηΔιαγραφή