Πόσα χρόνια ἄρα γέ νά μετρήσω;
Πόσους νεκρούς;
Πόσο πιά θά μένουν ἄταφα τά πτώματα;
Πόσο πιό δυνατά θά οὐρλιάζουν οἱ νεκροί μας;
Πόσο νά ἀντέξουμε τόσες προδοσίες;
Πόσο γενναῖοι νά γίνουμε γιά νά συγχωρήσουμε;
Ὀκτώ ἡμέρες… Ὀκτῶ ἡμέρες κι ὁ πόνος ἀκόμη ἐδῶ…
Ξεκίνησε πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια… Παιδάκι ἐγώ, δίπλα ἡ γιαγιὰ Πολυξένη, ἔλεγε, ἔκλαιγε, σφούγγιζε τὰ δάκρυα ἄλλες φορὲς κι ἄλλες πάλι τὰ ἄφηνε νὰ κυλοῦν ἐλεύθερα..
Τότε δὲν καλοκαταλάβαινα. Μὲ κούραζε ἡ γριούλα μας.
Τυφλή, τσακισμένη ἀπὸ τὸ σάκχαρον, κομματιασμένη ἀπὸ τοὺς νεκρούς της….
Τί νά πῇ μία γριά σέ ἕνα παιδί;
Αὐτὴ δὲν ἤξερε νὰ λέῃ παραμύθια.. Μόνον γιὰ θανάτους καὶ σφαγὲς ἤξερε νὰ μιλᾶ…
Καὶ νὰ τὰ δάκρυα.. .Νὰ τὰ «ὤι, ὤι, βάι βάι μανούλα μου….»
Κι ἐμεῖς παιδιά, ἀνόητα, ἄσκεφτα… Ποῦ μυαλό νά κρατήσουμε στήν καρδία μας αὐτά πού μᾶς ἱστοροῦσε;
Βαρυγκωμούσαμε, ἀγανακτούσαμε, θυμώναμε…
Πέρασαν τὰ χρόνια.. Μεγαλώσαμε…
Ἔφυγε καὶ ἡ γιαγιὰ Πολυξένη νὰ πάῃ νὰ βρῇ τοὺς ἀγαπημένους της νεκρούς…
Κι ἐμεῖς ξεχάσαμε… Πετάξαμε ἀπὸ μέσα μας κάθε ἀνάμνησιν, κάθε σκέψιν, κάθε τὶ ποὺ μᾶς ἔδενε μὲ τὸ παρελθόν μας.
Κάποιαν στιγμή, δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς πότε, βρέθηκα σὲ μίαν ἐκδήλωσιν γιὰ τὴν ἐπέτειον τῆς 19ης Μαΐου, κάπου στὴν Κρήτη. Κόντεψα στὴν ἀρχὴ νὰ βαρεθῶ, ὥς ποὺ «ἔτυχε» νὰ βρεθῇ δίπλα μου ἔνας γέροντας…
Δὲν μιλοῦσε, μόνον ἔκλαιε. Βουβά, ὅπως ἡ γιαγιὰ Πολυξένη…
Ὅταν ἔπιασαν τὰ παλληκάρια καὶ οἰ κοπελιὲς τοὺς χορούς, τότε ὁ γέρων ἄφησε τὰ δάκρυα νὰ ξεσπάσουν….
Βρύσες τὰ μάτια του.
Τρόμαξα. Τί νά τοῦ πῶ τοῦ παπποῦ; Ποῦ νά ξέρω ἐγώ τώρα τό γιατί σπαρταράει;
Τοῦ ἔπιασαν τὸ χέρι, μᾶλλον τυπικῶς, παρὰ οὐσιαστικῶς.
Μά τί χέρι ἦταν αὐτό; Τί φωτιά μέ ἔκαψε; Τί μανιασμένη θύελλα μέ συνεπῆρε;
Τότε ξεκίνησα νὰ γεμίζω κι ἐγὼ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὁ γέρων ζοῦσε. Ξεκίνησα νὰ γεμίζω ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἡ γιαγιὰ Πολυξένη μᾶς χάριζε… Ξεκίνησα νὰ γεμίζω μὲ θάνατο!
Καὶ κάθε χρόνο ἀπὸ τότε αὐτὸ κρατᾶ ὅλο καὶ περισσότερο.
Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἔνα μὲ δύο εἰκοσιτετράωρα…
Μετὰ τρία.. Μετὰ τέσσερα…
Τώρα δὲν μετριοῦνται πιά.. Δὲν σταματοῦν!
Δὲν ὑπάρχει ἡμέρα μέσα στὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, ποὺ νὰ μὴν ταξειδέψῃ τὸ μυαλό μου στὸν Πόντο καὶ στοὺς νεκρούς μας!
Οὔτε μία ἡμέρα!
Καὶ γύρω στὶς 19 Μαΐου, μία τὸ πολὺ ἡμέρα νωρίτερα, ξεκινᾶ ὁ θάνατος νὰ προελαύνῃ μέσα μου!
Εἶμαι ἐκεῖ, νεκρὴ κι ἐγώ, ὅπως τόσες ἄλλες χιλιάδες!
Περνῶ μέσα ἀπὸ τὰ ἄψυχα κορμιά τους, τοὺς ὁμιλῶ, μοῦ ἀπαντοῦν, μοῦ ἐξιστοροῦν τὴν φρικτή τους ἱστορία…
Διαβιῶ ἐκεῖ, μαζύ τους, γιὰ ἡμέρες… Κάθε χρόνο καὶ περισσότερες ἡμέρες…Κάθε χρόνο καὶ περισσότεροι νεκροί! Κάθε χρόνο καὶ περισσότερος θάνατος!;
Γ Ι Α Τ Ι ;;;;;;;;;;;;
Αὐτὸ τὸ τεράστιο ΓΙΑΤΙ μὲ πνίγει!
Λογικῶς ξέρω τὶς ἀπαντήσεις!
Συναισθηματικῶς ὅμως ἀρνοῦμαι, ἀκόμη καὶ σήμερα, σχεδὸν ἕναν αἰώνα μετά, νὰ δεκτῶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν πραγματικότητα!
Δὲν ἦταν ἡ μόνη γενοκτονία ποὺ ὑπέστημεν!
Ὄχι βέβαια!
Ἀπό ποῦ νά ξεκινήσουμε; Ἀπό τούς κατακλυσμούς; Ἀπό τόν Ἀλάριχον; Ἀπό τήν Σκυθόπολιν; Ἀπό τήν Μικρά Ἀσία; Ἀπό τήν κατοχή; Ἀπό τήν Κύπρο; Ἀπό ποῦ; Καί ποῦ νά σταματήσουμε;
Γ Ι Α Τ Ι ;;;;;;;;;;;;
Γιά πόσο ἀκόμη αὐτό τό κτῆνος πού κυβερνᾶ τόν πλανήτη θά ἔχῃ δικαίωμα στήν ζωή καί στόν θάνατο;
Γιά πόσο;
Ποιός θεός στάθηκε δίπλα στούς γενοκτονημένους κάθε ἐποχῆς; Ποιός «φιλέσπλαχνος» θεός σιώπησε πρό κειμένου νά γίνουν ὅλες αὐτές οἱ γενοκτονίες; Ποιός θεός ἀνέχθηκε, κι ἀνέχεται, οἱ θῦτες νά κυκλοφοροῦν ἀτιμώρητοι καί τά θύματα νά δοκιμάζονται ὅλο καί σκληρότερα;
Πάλι μὲ θάνατο γέμισα. Ὀγδόη ἡμέρα σήμερα… Θὰ τραβήξῃ ἀπὸ ὄσο βλέπω… Δὲν ἀντέχεται…
Καὶ δὲν πρέπῃ νὰ τὸ ἀφήσω νὰ φύγῃ ἀπὸ μέσα μου!
Πρέπει νὰ τὸ ζήσω!
Νὰ ξέρω!
Νὰ νοιώσω κάθε πόνο, κάθε κραυγή, κάθε σιωπή…
Καὶ ξανά… Καὶ ξανά.. Καὶ ξανά…
Ὀγδόη ἡμέρα… Ὀγδόη… Ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ τὸ βίωσαν γιὰ 1008 ἡμέρες… Κι ἄντεξαν… Πῶς λοιπόν ἐγώ νά μήν τό ἀντέξω; Δὲν ἔχω κανέναν δικαίωμα!Φιλονόη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου