γράφει η τσαούσα
Έξι η ώρα το πρωί. Να πάω να κοιμηθώ ή να γράψω;
Αποφάσισα το δεύτερο.
Νύσταζα, τα βλέφαρα μου βάραιναν, αλλά ο ύπνος πια είναι άνοστος.
Πάντα το βαριόμουν να κοιμάμαι, μα τώρα απόγινε.
Δεν βλέπω και όνειρα πια, να περνάει με ενδιαφέρον η ώρα.
Εδώ και πολύ καιρό δεν βλέπω όνειρα. Είναι αδύνατον να μην τα θυμάμαι.
Ξέρω. Δεν ονειρεύομαι πια στον ύπνο μου, επειδή δεν κάνω πλέον όνειρα στον ξύπνιο μου.
Και για τι πράγμα να κάνω; Για τη δουλειά; Τις διακοπές; Τους φίλους; Το σπίτι;
Σήμερα δεν είναι για να κάνεις όνειρα, μονάχα σχέδια. Όχι από αυτά τα ευθαρσώς μεγαλεπήβολα που κάναμε παλιά.
Σχέδια της μιας ημέρας. Πώς θα βρεις λεφτά να βάλεις βενζίνη, να πληρώσεις το τηλέφωνο, το νοίκι, να πάρεις από το σούπερ μάρκετ και μαγιονέζα.
Αυτό θα μπορούσε να είναι όνειρο. Το να αγοράζω μαγιονέζα όποτε τελειώνει, τη λιχουδιά που μου αρέσει ιδιαίτερα.
Αλλά τα όνειρα έχουν διαστάσεις ακριβείας. Ένα βαζάκι μαγιονέζα δεν χωράει πουθενά, θα πρέπει να γεμίσει το όνειρο και μ’ άλλα πράγματα, μην περισσεύει τόσος χώρος.
Τι άλλα να ζητήσω όμως; Στο σχολείο μάθαμε πως η ικανοποίηση μιας ανάγκης δημιουργεί αμέσως μια καινούρια ανάγκη.
Ε, έχω ανάγκες, δε θέλω άλλες.
Όσα συνιστούσαν τη ρουτίνα μου παλιότερα, σήμερα είναι όλα πια σχεδόν, ανάγκη.
Κι όσα απέρριψα εδώ και είκοσι χρόνια, τώρα είναι κόψιμο.
Το εφηβικό μου δωμάτιο με περιμένει πίσω, σαν τον εραστή που παρατάς άκαρδα και κάποια στιγμή ξαναγυρνάς κοντά του όπως το δαρμένο το σκυλί, γιατί μονάχα αυτός έχει μια σίγουρη αγκαλιά για σένα.
Το σκέφτεσαι πολύ πριν πας, αλλά στο τέλος θα το κάνεις. Δεν περισσεύουν έξω οι εραστές που σ΄αγαπάνε, ούτε η ελευθερία να ζεις μονάχα όπως σου αρέσει.
Αντιστέκομαι μήνα το μήνα να μη φύγω από το σπίτι που νοικιάζω.
Στριμώχνομαι, πληρώνω άλλο ένα νοίκι, ελπίζοντας πως κάτι θα αλλάξει και θα το κρατήσω.
Να άλλο ένα όνειρο που θα μπορούσα να βλέπω. Ότι παραμένω στο αγαπημένο μου διαμέρισμα και δεν γυρνάω στο πατρικό, γιατί ξαφνικά εξασφαλίζω χρήματα για νοίκι.
Αλλά δε γίνεται, κάνουμε εκλογές σε αυτή τη χώρα. Με την ανάπτυξη θα ασχοληθούμε τώρα ή με το τρίκουμπο που ράβει ο wannabe πρωθυπουργός;
Εκλογές και κόντρα εκλογές, μέχρι να κάτσει οριστικά η μπίλια στο χρώμα κάποιου κόμματος που θέλει να ασκήσει την απόλυτη εξουσία.
Ποιος ξέρει τώρα πόσους μήνες θα βαράμε στη ρουλέτα.
Μια μαγιονέζα θέλω εγώ κι αυτοί ολόκληρη κυβέρνηση. Δεν υπάρχει πιθανότητα λοιπόν, να συνεννοηθούμε.
Να κι άλλο ένα όνειρο.
Να απαγορευόταν η πλειοψηφική κυβέρνηση της χώρας. Μονάχα συγκυβέρνηση κομμάτων που θα μπαίναν στη βουλή όποτε συμπληρώνανε συγκεκριμένο αριθμό μελών. Και θα ‘βγαιναν απ΄τη βουλή όταν τα μέλη αποχωρούσαν.
Κόμματα με κριτήριο επιτυχίας την επισκεψιμότητα μελών.
Σαν σάιτ ένα πράγμα. Μ΄αρέσεις, κάθομαι. Δε σε γουστάρω, φεύγω. Γίνε ενδιαφέρον κόμμα άμα θες, να σου ξανάρθω.
Μα τι όνειρο, ούτε το ίδιο δεν θα ονειρευόταν κάτι τέτοιο.
Τα όνειρα που θέλω δεν τα βλέπω, να ένα πρόβλημα ακόμα.
Αυτό που νιώθω τόσο καιρό χωρίς τα όνειρα, αλλά τώρα τελευταία όλο πιο έντονα, είναι η αίσθηση του delete.
Πώς όταν διαγράφεις ένα μεγάλο αρχείο από τον υπολογιστή σου, το οποίο κάποτε θεωρούσες σημαντικό και φυλούσες σε δυο-τρία αντίγραφα, μην τυχόν και γίνει κάτι και το χάσεις;
Όταν το σβήνεις μένεις στο κενό της αμφιβολίας αν έκανες σωστά ή αν ήταν χαζομάρα που το είχες για σπουδαίο και το κράταγες.
Φαντάσου όταν διαγράφεις όχι ένα, αλλά μπόλικα αρχεία.
Delete στο delete, φτάνεις να έχεις έναν υπολογιστή κενό και άχρηστο.
Βεβαίως, τον υπολογιστή μπορεί να τον γεμίσεις πάλι σε μια ώρα, με ό,τι αρχείο βρεις μπροστά σου, αν θες να έχει λόγο ύπαρξης.
Τα όνειρα όμως δεν υπάρχουν πουθενά για να τα κατεβάσεις, να τα σώσεις.
Γιατί εσύ έχεις λόγο ύπαρξης, αλλά τα πάντα υπάρχουν μια χαρά και χωρίς εσένα.
Η μαγιονέζα είναι εκεί, στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Το να μη μπορώ να την πάρω, είναι δικό μου πρόβλημα, δεν έπαψε ο κόσμος να διαθέτει μαγιονέζα.
Το να μη βλέπω όνειρα, δεν σημαίνει ότι χάθηκε η ζωή.
Εδώ είναι, αλλά με έκαναν να μη μπορώ να αδειάσω το βαζάκι της.
Με κάνανε, βεβαίως, ευθαρσώς το λέω και ρίχνω την ευθύνη και στους άλλους.
Ακόμα και στη σπιτονοικοκυρά μου, που αν δεν της πληρώσω νοίκι θα με πετάξε σαν αδέσποτο σκυλί.
Πώς με πετάξανε απ΄τα όνειρα αυτοί που βρίζει και εκείνη για ό,τι ζούμε; Έτσι ολόιδια κι απαράλλαχτα μου σβήνει τα όνειρα κι η ίδια.
Τι λέω τόση ώρα όμως; Ότι δε βλέπω όνειρα;
Οι εφιάλτες τι είναι;
eyedoll
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου