Καθώς νυχτώνει άκου τις
κραυγές μου
που ξεσκίζουν σαν πληγωμένα σκυλιά τον ουρανό
που ξεσκίζουν σαν πληγωμένα σκυλιά τον ουρανό
σαν αιμορραγώ άνεμος
που χάθηκε στους δρόμους
σαν αιμορραγώ θητεία στη σιωπή που έλκει τις πληγές
σαν αιμορραγώ νύχτα που μεσουρανούν φαντάσματα
σαν αιμορραγώ θητεία στη σιωπή που έλκει τις πληγές
σαν αιμορραγώ νύχτα που μεσουρανούν φαντάσματα
μέσα σ’ ευδιάκριτες
σκιές και ήλιους της Περσεφόνης
σαν ακούω τον δοξαστικό ύμνο των νεκρών
σαν ακούω τον δοξαστικό ύμνο των νεκρών
εισχωρώ απρόσκλητη στο
λευκό παραπέτασμα
από μια ενδοφλέβια
σχισμή παλιού κυκλώνα
σαν λύκο και σαν αετό
σε νιώθω
είσαι το αγρίμι μέσα μου ο ογκώδης βωμός μου
κι η δίψα μιας άνυνδρης βάτου
είσαι το αγρίμι μέσα μου ο ογκώδης βωμός μου
κι η δίψα μιας άνυνδρης βάτου
σε ζω αβάσταχτα σχεδόν
ανίερα
σε κρατώ ως φλόγα
κραταιή
για να φωτίζω τις νύχτες μου
κι αυτό το ανήλιαγο δωμάτιο
για να φωτίζω τις νύχτες μου
κι αυτό το ανήλιαγο δωμάτιο
θυμήσου με, άγιε πόνε,
ξανά
όταν πεθάνουν τ’ αστέρια
όταν πεθάνουν τ’ αστέρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου