Το εισαγωγικό κείμενο από το Άρδην τ. 91 που κυκλοφορεί
Οκτώ μήνες μετά τις εκλογές του Ιουνίου, η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι σε πολιτικό αδιέξοδο. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχίσει να κυβερνάει και η αντιπολίτευση δεν είναι ικανή να την αντικαταστήσει. Και αυτό αντανακλάται ακόμα και σε δημοσκοπικό επίπεδο.
Η Ν.Δ. και ο Σαμαράς έρχονται τώρα να εισπράξουν τα επίχειρα της ενδοτικής τους πολιτικής απέναντι στην τρόικα και τη Μέρκελ, μια και οδηγήθηκαν σε μια υπογραφή και αποδοχή μέτρων που είναι αδύνατο να αποδώσουν και να γίνουν αποδεκτά από την ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό και η μόνη απάντηση που διαθέτουν είναι ο αυξανόμενος αυταρχισμός, όχι μόνο στο πεδίο του δρόμου και των διαδηλώσεων, αλλά και στο οικονομικό πεδίο, με απειλές για κατασχέσεις καταθέσεων, συντάξεων κ.ο.κ. Και όμως, παρ’ όλα αυτά, οι αριθμοί δεν βγαίνουν και οποιαδήποτε συζήτηση για λήψη νέων μέτρων θα οδηγήσει σε νέα έκρηξη την ελληνική κοινωνία και σε διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού. Έτσι, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κυβερνάει αποτελεσματικά και πραγματικά τη χώρα.
Παράλληλα όμως, και η αντιπολίτευση δεν είναι ικανή να την αντικαταστήσει. Κατ’ εξοχήν ο ΣΥΡΙΖΑ, που προβάλλει ως κύριος αντιπολιτευτικός πόλος, σπαράσσεται από τεράστιες εσωτερικές αντιθέσεις, ενώ δεν διαθέτει και καμία εναλλακτική στρατηγική εξουσίας. Και αυτό δεν είναι μόνο συνέπεια των διαφορετικών στρατηγικών στο εσωτερικό του («ρεαλιστές» προεδρικοί, «επαναστάτες» της αριστερής πλατφόρμας, πασοκογενείς και αρκετοί άλλοι ακόμα). Αλλά, κυρίως, διότι δεν διαθέτει τέτοιους δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα ώστε να μπορεί να στηρίξει μια οποιαδήποτε ριζική και ταυτόχρονα εφικτή πρόταση εξόδου από την κρίση. Η διόγκωση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ (εκλογικών και δημοσκοπικών) αποτελεί φαινόμενο εκλογικού χαρακτήρα και όχι δημιουργία ενός συνεκτικού λαϊκού κινήματος, τέτοιου που θα απαιτούσαν οι συνθήκες.
Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα, οξύνονται και εντείνονται οι διαμαρτυρίες, χωρίς να προσλαμβάνουν ακόμα χαρακτήρα ενιαίου κινήματος. Η πλειοψηφία των Ελλήνων διαμαρτύρεται ατομικά, αρνείται να καταβάλει τους φόρους, δεν πληρώνει τα χαράτσια και τη ΔΕΗ, φοροδιαφεύγει σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα και αντιδρά τμηματικά, όπως οι εργαζόμενοι στο ΜΕΤΡΟ, οι αγρότες κ.λπ.
Κοινωνικά και πολιτικά ζούμε σε συνθήκες μιας αυξανόμενης εντροπίας, που τους επόμενους μήνες κινδυνεύει να οδηγήσει σε γενικευμένο αδιέξοδο. Διότι βέβαια δεν υπάρχει ούτε κάποιος εν δυνάμει «Βοναπάρτης» για να καλύψει το κοινωνικό και πολιτικό κενό, και επομένως η Ελλάδα πλέει σαν ένα καράβι χωρίς πυξίδα και χωρίς πλοηγό, έρμαιο στα χέρια των μεγάλων οικονομικών και γεωπολιτικών δυνάμεων. Και στο δεύτερο ελληνικό κράτος, την Κύπρο, επιτείνονται τα ίδια φαινόμενα.
Αυτή η αδιέξοδη πραγματικότητα είναι που συγκροτεί το γενικό κλίμα της κατάθλιψης της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Διότι, χωρίς μια υπαρκτή εναλλακτική πρόταση, κοινωνική ή πολιτική, και σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης, προκρίνονται οι ατομικές ή μερικές λύσεις (φυγή στο εξωτερικό, αναδίπλωση, οι αποσπασματικοί ή μερικοί αγώνες). Τους επόμενους μήνες είναι δυνατόν το πολιτικό σύστημα να τιναχθεί στον αέρα και να οδηγηθούμε σε νέα μεγάλη σύγκρουση με τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη.
Και όμως, σήμερα διαθέτουμε περισσότερα ατού από ό,τι μερικούς μήνες πριν. Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει άμεσα με μονομερή έξοδο από το ευρώ και, αν υπάρξει κρίση του ευρώ, θα αφορά περισσότερες χώρες και όχι μόνο εμάς, ενώ αναπτύσσεται και η αντιπαράθεση μεταξύ Αμερικής και Γερμανίας. Σε αυτές τις συνθήκες, μπορούμε πολύ πιο εύκολα να απαιτήσουμε τη συνολική αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, να αρνηθούμε όχι μόνο τη λήψη νέων μέτρων, αλλά και την εφαρμογή ενός μεγάλου μέρους από όσα έχουν υπογραφεί (εξάλλου, η παραδοχή του ΔΝΤ περί λάθους στον πολλαπλασιαστή λειτουργεί ευνοϊκά για μια τέτοια κατεύθυνση). Το ερώτημα είναι εάν υπάρχει το πολιτικό προσωπικό που θα μπορέσει να επιβάλει μία τέτοια κατεύθυνση. Μπορεί άραγε μία κυβέρνηση, που μόλις χθες υπέγραψε τα πάντα, να εμφανιστεί έστω και στο ελάχιστο διεκδικητική; Ή μήπως ένα κόμμα που ακόμα μέχρι σήμερα δεν έχει παρουσιάσει κανένα συνεκτικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ;
Αυτόν το ρόλο, επομένως, θα πρέπει να τον επωμιστούν οι πολίτες, οι οποίοι ήδη έχουν κάνει το πρώτο βήμα με την ατομική τους άρνηση να αποδεχτούν τα συγκεκριμένα μέτρα. Για άλλη μια φορά, είναι ανάγκη να ξεπεραστεί η προσδοκία μιας «πολιτικής λύσης» και οι αγανακτισμένοι Έλληνες να βγουν και πάλι αυτόνομα στους δρόμους της χώρας. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να φοβίσουν και τους ξένους τραπεζίτες και το ελληνικό κατεστημένο, ότι τα πράγματα θα τους ξεφύγουν από τα χέρια. Σε αυτές τις συνθήκες της ασταθούς και αδιέξοδης πολιτικής ισορροπίας, πρέπει το ρόλο του καταλύτη των εξελίξεων, ένα χρόνο μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις του Φλεβάρη του 2012, να τον πάρουν και πάλι οι ίδιοι οι πολίτες.
Ένα νέο μεγάλο λαϊκό κύμα διαμαρτυρίας και κινητοποίησης, που θα έχει ξεφύγει από τη μερικότητα και την αποσπασματικότητα, είναι και πάλι αναγκαίο για να κινηθούν τα πράγματα προς τα μπρος. Και μόνο ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να θέσει επί τάπητος και το ζήτημα των πολιτικών υποκειμένων που απαιτούνται.
Η Ν.Δ. και ο Σαμαράς έρχονται τώρα να εισπράξουν τα επίχειρα της ενδοτικής τους πολιτικής απέναντι στην τρόικα και τη Μέρκελ, μια και οδηγήθηκαν σε μια υπογραφή και αποδοχή μέτρων που είναι αδύνατο να αποδώσουν και να γίνουν αποδεκτά από την ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό και η μόνη απάντηση που διαθέτουν είναι ο αυξανόμενος αυταρχισμός, όχι μόνο στο πεδίο του δρόμου και των διαδηλώσεων, αλλά και στο οικονομικό πεδίο, με απειλές για κατασχέσεις καταθέσεων, συντάξεων κ.ο.κ. Και όμως, παρ’ όλα αυτά, οι αριθμοί δεν βγαίνουν και οποιαδήποτε συζήτηση για λήψη νέων μέτρων θα οδηγήσει σε νέα έκρηξη την ελληνική κοινωνία και σε διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού. Έτσι, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κυβερνάει αποτελεσματικά και πραγματικά τη χώρα.
Παράλληλα όμως, και η αντιπολίτευση δεν είναι ικανή να την αντικαταστήσει. Κατ’ εξοχήν ο ΣΥΡΙΖΑ, που προβάλλει ως κύριος αντιπολιτευτικός πόλος, σπαράσσεται από τεράστιες εσωτερικές αντιθέσεις, ενώ δεν διαθέτει και καμία εναλλακτική στρατηγική εξουσίας. Και αυτό δεν είναι μόνο συνέπεια των διαφορετικών στρατηγικών στο εσωτερικό του («ρεαλιστές» προεδρικοί, «επαναστάτες» της αριστερής πλατφόρμας, πασοκογενείς και αρκετοί άλλοι ακόμα). Αλλά, κυρίως, διότι δεν διαθέτει τέτοιους δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα ώστε να μπορεί να στηρίξει μια οποιαδήποτε ριζική και ταυτόχρονα εφικτή πρόταση εξόδου από την κρίση. Η διόγκωση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ (εκλογικών και δημοσκοπικών) αποτελεί φαινόμενο εκλογικού χαρακτήρα και όχι δημιουργία ενός συνεκτικού λαϊκού κινήματος, τέτοιου που θα απαιτούσαν οι συνθήκες.
Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα, οξύνονται και εντείνονται οι διαμαρτυρίες, χωρίς να προσλαμβάνουν ακόμα χαρακτήρα ενιαίου κινήματος. Η πλειοψηφία των Ελλήνων διαμαρτύρεται ατομικά, αρνείται να καταβάλει τους φόρους, δεν πληρώνει τα χαράτσια και τη ΔΕΗ, φοροδιαφεύγει σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα και αντιδρά τμηματικά, όπως οι εργαζόμενοι στο ΜΕΤΡΟ, οι αγρότες κ.λπ.
Κοινωνικά και πολιτικά ζούμε σε συνθήκες μιας αυξανόμενης εντροπίας, που τους επόμενους μήνες κινδυνεύει να οδηγήσει σε γενικευμένο αδιέξοδο. Διότι βέβαια δεν υπάρχει ούτε κάποιος εν δυνάμει «Βοναπάρτης» για να καλύψει το κοινωνικό και πολιτικό κενό, και επομένως η Ελλάδα πλέει σαν ένα καράβι χωρίς πυξίδα και χωρίς πλοηγό, έρμαιο στα χέρια των μεγάλων οικονομικών και γεωπολιτικών δυνάμεων. Και στο δεύτερο ελληνικό κράτος, την Κύπρο, επιτείνονται τα ίδια φαινόμενα.
Αυτή η αδιέξοδη πραγματικότητα είναι που συγκροτεί το γενικό κλίμα της κατάθλιψης της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Διότι, χωρίς μια υπαρκτή εναλλακτική πρόταση, κοινωνική ή πολιτική, και σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης, προκρίνονται οι ατομικές ή μερικές λύσεις (φυγή στο εξωτερικό, αναδίπλωση, οι αποσπασματικοί ή μερικοί αγώνες). Τους επόμενους μήνες είναι δυνατόν το πολιτικό σύστημα να τιναχθεί στον αέρα και να οδηγηθούμε σε νέα μεγάλη σύγκρουση με τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη.
Και όμως, σήμερα διαθέτουμε περισσότερα ατού από ό,τι μερικούς μήνες πριν. Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει άμεσα με μονομερή έξοδο από το ευρώ και, αν υπάρξει κρίση του ευρώ, θα αφορά περισσότερες χώρες και όχι μόνο εμάς, ενώ αναπτύσσεται και η αντιπαράθεση μεταξύ Αμερικής και Γερμανίας. Σε αυτές τις συνθήκες, μπορούμε πολύ πιο εύκολα να απαιτήσουμε τη συνολική αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, να αρνηθούμε όχι μόνο τη λήψη νέων μέτρων, αλλά και την εφαρμογή ενός μεγάλου μέρους από όσα έχουν υπογραφεί (εξάλλου, η παραδοχή του ΔΝΤ περί λάθους στον πολλαπλασιαστή λειτουργεί ευνοϊκά για μια τέτοια κατεύθυνση). Το ερώτημα είναι εάν υπάρχει το πολιτικό προσωπικό που θα μπορέσει να επιβάλει μία τέτοια κατεύθυνση. Μπορεί άραγε μία κυβέρνηση, που μόλις χθες υπέγραψε τα πάντα, να εμφανιστεί έστω και στο ελάχιστο διεκδικητική; Ή μήπως ένα κόμμα που ακόμα μέχρι σήμερα δεν έχει παρουσιάσει κανένα συνεκτικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ;
Αυτόν το ρόλο, επομένως, θα πρέπει να τον επωμιστούν οι πολίτες, οι οποίοι ήδη έχουν κάνει το πρώτο βήμα με την ατομική τους άρνηση να αποδεχτούν τα συγκεκριμένα μέτρα. Για άλλη μια φορά, είναι ανάγκη να ξεπεραστεί η προσδοκία μιας «πολιτικής λύσης» και οι αγανακτισμένοι Έλληνες να βγουν και πάλι αυτόνομα στους δρόμους της χώρας. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να φοβίσουν και τους ξένους τραπεζίτες και το ελληνικό κατεστημένο, ότι τα πράγματα θα τους ξεφύγουν από τα χέρια. Σε αυτές τις συνθήκες της ασταθούς και αδιέξοδης πολιτικής ισορροπίας, πρέπει το ρόλο του καταλύτη των εξελίξεων, ένα χρόνο μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις του Φλεβάρη του 2012, να τον πάρουν και πάλι οι ίδιοι οι πολίτες.
Ένα νέο μεγάλο λαϊκό κύμα διαμαρτυρίας και κινητοποίησης, που θα έχει ξεφύγει από τη μερικότητα και την αποσπασματικότητα, είναι και πάλι αναγκαίο για να κινηθούν τα πράγματα προς τα μπρος. Και μόνο ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να θέσει επί τάπητος και το ζήτημα των πολιτικών υποκειμένων που απαιτούνται.
Άρδην
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου