Το γάλα και το λάδι στο στόχαστρο των δανειστών
Του Νίκου Ντάσιου από τη Ρήξη φ. 102
Ως συνεχιστής της παράδοσης των δυτικών αποικιοκρατών, η τρόικα μεταθέτει το κέντρο βάρους του νέου γύρου διαπραγματεύσεων από τα δημοσιονομικά στον έλεγχο και στη αποδιάρθρωση της εγχώριας παραγωγής, προς όφελος των πολυεθνικών εταιρειών.
Επικαλούμενοι την έκθεση του ΟΟΣΑ, οι δανειστές μας, σε πλήρη συγχορδία με τη γερμανική καγκελαρία, επιμένουν μετ’ επιτάσεως –μεταξύ άλλων: φαρμάκων, ψωμιού, βιβλίων κ.λπ., στην απελευθέρωση της αγοράς για δυο βασικά προϊόντα μας: το γάλα και το λάδι, θέτοντας στο στόχαστρο τον πρωτογενή τομέα της χώρας.
Οι προθέσεις τους έχουν γίνει αντιληπτές από καιρό, αφού, μετά τις ποσοστώσεις στην εγχώρια παραγωγή ζωοτροφής και γάλακτος στο πλαίσιο της ΚΑΠ, ακολούθησαν στα χρόνια του μνημονίου: η πώληση της συνεταιριστικής ΔΩΔΩΝΗΣ στον επικεφαλής της τουρκικής Κόκα-Κόλα, οι επιβαρύνσεις στο πετρέλαιο κίνησης, η φορολόγηση των αγροκτημάτων και η συνεχής επιβάρυνση του κόστους παραγωγής ανά μονάδα αγροτικού προϊόντος, προς όφελος των μεγάλων εκμεταλλεύσεων.
Η επιμονή της τρόικας στην παράταση των ημερών του «φρέσκου γάλακτος» πέραν των πέντε, οδηγεί στην απελευθέρωση της αγοράς γάλακτος, αφού αυτό θα μπορεί να εισάγεται ,-είτε σε μορφή σκόνης είτε σαν πάγος-, και να πωλείται ως φρέσκο στην εγχώρια αγορά. Το όριο των πέντε ημερών είναι αποτρεπτικό για τις ξένες εταιρείες αφού δεν προλαβαίνουν να ολοκληρώσουν τον κύκλο: παραγωγή, παστερίωση, μεταφορά και διάθεση, προκειμένου να επωφεληθούν από την τιμή πώλησης του φρέσκου γάλακτος στα ράφια των σουπερ μάρκετ. Η προοπτική αυτή θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη πτώση της τιμής του παραγωγού που σήμερα για το αγελαδινό γάλα φτάνει περίπου στα 0,44 €/kg, οδηγώντας σε κατάρρευση τον κλάδο και σε ματαίωση κάθε σχεδίου διατροφικής αυτάρκειας για τη χώρα, την ώρα που αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη επισιτιστική κρίση στη μεταπολεμική της ιστορία και η παραγωγική αναδιάρθρωση είναι μονόδρομος για την εθνική επιβίωση.
Να σημειωθεί ότι, η συνολική ετήσια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, που κυμαινόταν στους 750.000 τόνους κατά μέσο όρο έως το 2005, παρουσιάζει κάμψη στους 640.000 τόνους το 2012 και φτάνει μόλις τους 600.000 τόνους το 2013 (στοιχεία ΠΑΣΕΓΕΣ), γεγονός που αντανακλά την ελάττωση των μικρομεσαίων γαλακτοκομικών εκμεταλλεύσεων, που παράγουν μέχρι 50.000 κιλά γάλα ετησίως, από 25.000 στις αρχές του ’90 σε μόλις 2.000 το 2012, με τάση διαρκούς συρρίκνωσης!
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι πιέσεις «των ντίλερ», για πρόσμιξη του ελαιολάδου μας με σπορέλαια: σογιέλαια, κανόλες, φοινικέλαια, καλαμποκέλαια, βαμβακέλαια, κλπ., με απώτερο στόχο τη νόθευση του βασικότερου εγχώριου προϊόντος της μεσογειακής διατροφής.
Για την εμπορική περίοδο 2013/2014 αναμένεται αύξηση κατά 7% της παραγωγής σπορέλαιων στην Ευρώπη, αγγίζοντας τους 17 εκατομμύρια τόνους, στους οποίους, αν προστεθούν 8,5 εκατομμύρια εισαγωγών ελαιοκάρπων (κυρίως γενετικά τροποποιημένης σόγιας) από τρίτες χώρες και άλλα 2 εκατομμύρια τόνων από αποθέματα, ισοδυναμούν με 27-28 εκατομμύρια τόνοι σπορέλαιων. Η Ευρωπαϊκή ένωση απορροφά περί τους 13-14 εκατομμύρια τόνους ετησίως για τη βιομηχανία τροφίμων και άλλα 8-10 εκ. για καύσιμα (βιο-ντήζελ) χωρίς κάποια αυξητική τάση στα τελευταία χρόνια. Οι διαθέσιμοι 2-3 εκατομμύρια τόνοι, στο τέλος της εμπορικής περιόδου, επιλέγεται να εισαχθούν στη διατροφική αλυσίδα του φτωχού Νότου, αλλάζοντας τις διατροφικές συνήθειες. Η επιλογή αυτή των εμπόρων –μεταπρατών γίνεται παρά τις ενστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που θεωρεί τα σπορέλαια πηγή μεγάλων βλαβών για τον ανθρώπινο οργανισμό, λόγω του υψηλού ποσοστού πολυακόρεστων λιπαρών, που προκαλούν προ-καρκινική δράση, ευνοούν δηλαδή την εμφάνιση καρκίνου μέσω μηχανισμών που σχετίζονται με τον μεταβολισμό των λιπαρών ουσιών. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα καλείται ν’ αποτελέσει και εδώ το πειραματόζωο των νέων σχεδιασμών, θέτοντας σε κίνδυνο την δημόσια υγεία.
Στον αντίποδα, η ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας προϋποθέτει ένα εθνικό σχέδιο προστασίας της εγχώριας παραγωγής και ανάπτυξης με βάση τους μικρομεσαίους παραγωγούς και κεντρικό στόχο την αυτάρκεια αγροτικών προϊόντων και την κάλυψη των διατροφικών αναγκών ολόκληρου του πληθυσμού με ασφαλή και οικολογικά παραγόμενα προϊόντα. Ένα σχέδιο που να ενισχύει νέες αναγκαίες δομές στον αγροτικό χώρο, με χαρακτηριστικά αποκέντρωσης και τοπικοποίησης, σε συνδυασμό με μια νέα συλλογική-συνεταιριστική συνείδηση και οργάνωση. Δομές και δίκτυα που θα αξιοποιούν το νεότερο επιστημονικό δυναμικό της χώρας (που τα τελευταία χρόνια, όντας απαξιωμένο, αποδημεί) με ταυτόχρονη αναβάθμιση των ερευνητικών ιδρυμάτων και αξιοποίηση της πείρας και της γνώσης των ανθρώπων του χωραφιού.
Ειδικότερα η ανάκαμψη του κτηνοτροφικού τομέα θα προϋπέθετε ένα εθνικό σχέδιο κινήτρων για την απασχόληση νέων ανθρώπων σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Βάση αυτού του σχεδίου θα έπρεπε να είναι παραγωγικοί συνεταιρισμοί περιφερειακής εμβέλειας, που ως ενιαίες μονάδες, θα έχουν την ευθύνη για την ταυτόχρονη παραγωγή αγροτικών προϊόντων και ζωοτροφών, θα αναλαμβάνουν την παραγωγή και αναπαραγωγή του ζωικού κεφαλαίου στηριζόμενοι στις ντόπιες ποικιλίες και, παραπέρα, την παραγωγή και επεξεργασία ζωοκομικών προϊόντων για την κάλυψη περιφερειακών και εθνικών αναγκών.
Σε συνεργασία δε με καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, θα έπρεπε να προωθούνται άμεσα προγράμματα κάλυψης επισιτιστικών αναγκών ευπαθών κοινωνικών ομάδων, καθώς και η στήριξη των κοινωνικών δομών των δήμων για όσους αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο προαπαιτούμενα προκειμένου να οικοδομηθεί μια νέα προσέγγιση-σχέση του παραγωγού με το προϊόν που παράγει και με τον καταναλωτή για τον οποίο προορίζεται, αμβλύνοντας κατά το δυνατόν την αντίθεση αυτή.
Επικαλούμενοι την έκθεση του ΟΟΣΑ, οι δανειστές μας, σε πλήρη συγχορδία με τη γερμανική καγκελαρία, επιμένουν μετ’ επιτάσεως –μεταξύ άλλων: φαρμάκων, ψωμιού, βιβλίων κ.λπ., στην απελευθέρωση της αγοράς για δυο βασικά προϊόντα μας: το γάλα και το λάδι, θέτοντας στο στόχαστρο τον πρωτογενή τομέα της χώρας.
Οι προθέσεις τους έχουν γίνει αντιληπτές από καιρό, αφού, μετά τις ποσοστώσεις στην εγχώρια παραγωγή ζωοτροφής και γάλακτος στο πλαίσιο της ΚΑΠ, ακολούθησαν στα χρόνια του μνημονίου: η πώληση της συνεταιριστικής ΔΩΔΩΝΗΣ στον επικεφαλής της τουρκικής Κόκα-Κόλα, οι επιβαρύνσεις στο πετρέλαιο κίνησης, η φορολόγηση των αγροκτημάτων και η συνεχής επιβάρυνση του κόστους παραγωγής ανά μονάδα αγροτικού προϊόντος, προς όφελος των μεγάλων εκμεταλλεύσεων.
Η επιμονή της τρόικας στην παράταση των ημερών του «φρέσκου γάλακτος» πέραν των πέντε, οδηγεί στην απελευθέρωση της αγοράς γάλακτος, αφού αυτό θα μπορεί να εισάγεται ,-είτε σε μορφή σκόνης είτε σαν πάγος-, και να πωλείται ως φρέσκο στην εγχώρια αγορά. Το όριο των πέντε ημερών είναι αποτρεπτικό για τις ξένες εταιρείες αφού δεν προλαβαίνουν να ολοκληρώσουν τον κύκλο: παραγωγή, παστερίωση, μεταφορά και διάθεση, προκειμένου να επωφεληθούν από την τιμή πώλησης του φρέσκου γάλακτος στα ράφια των σουπερ μάρκετ. Η προοπτική αυτή θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη πτώση της τιμής του παραγωγού που σήμερα για το αγελαδινό γάλα φτάνει περίπου στα 0,44 €/kg, οδηγώντας σε κατάρρευση τον κλάδο και σε ματαίωση κάθε σχεδίου διατροφικής αυτάρκειας για τη χώρα, την ώρα που αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη επισιτιστική κρίση στη μεταπολεμική της ιστορία και η παραγωγική αναδιάρθρωση είναι μονόδρομος για την εθνική επιβίωση.
Να σημειωθεί ότι, η συνολική ετήσια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, που κυμαινόταν στους 750.000 τόνους κατά μέσο όρο έως το 2005, παρουσιάζει κάμψη στους 640.000 τόνους το 2012 και φτάνει μόλις τους 600.000 τόνους το 2013 (στοιχεία ΠΑΣΕΓΕΣ), γεγονός που αντανακλά την ελάττωση των μικρομεσαίων γαλακτοκομικών εκμεταλλεύσεων, που παράγουν μέχρι 50.000 κιλά γάλα ετησίως, από 25.000 στις αρχές του ’90 σε μόλις 2.000 το 2012, με τάση διαρκούς συρρίκνωσης!
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι πιέσεις «των ντίλερ», για πρόσμιξη του ελαιολάδου μας με σπορέλαια: σογιέλαια, κανόλες, φοινικέλαια, καλαμποκέλαια, βαμβακέλαια, κλπ., με απώτερο στόχο τη νόθευση του βασικότερου εγχώριου προϊόντος της μεσογειακής διατροφής.
Για την εμπορική περίοδο 2013/2014 αναμένεται αύξηση κατά 7% της παραγωγής σπορέλαιων στην Ευρώπη, αγγίζοντας τους 17 εκατομμύρια τόνους, στους οποίους, αν προστεθούν 8,5 εκατομμύρια εισαγωγών ελαιοκάρπων (κυρίως γενετικά τροποποιημένης σόγιας) από τρίτες χώρες και άλλα 2 εκατομμύρια τόνων από αποθέματα, ισοδυναμούν με 27-28 εκατομμύρια τόνοι σπορέλαιων. Η Ευρωπαϊκή ένωση απορροφά περί τους 13-14 εκατομμύρια τόνους ετησίως για τη βιομηχανία τροφίμων και άλλα 8-10 εκ. για καύσιμα (βιο-ντήζελ) χωρίς κάποια αυξητική τάση στα τελευταία χρόνια. Οι διαθέσιμοι 2-3 εκατομμύρια τόνοι, στο τέλος της εμπορικής περιόδου, επιλέγεται να εισαχθούν στη διατροφική αλυσίδα του φτωχού Νότου, αλλάζοντας τις διατροφικές συνήθειες. Η επιλογή αυτή των εμπόρων –μεταπρατών γίνεται παρά τις ενστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που θεωρεί τα σπορέλαια πηγή μεγάλων βλαβών για τον ανθρώπινο οργανισμό, λόγω του υψηλού ποσοστού πολυακόρεστων λιπαρών, που προκαλούν προ-καρκινική δράση, ευνοούν δηλαδή την εμφάνιση καρκίνου μέσω μηχανισμών που σχετίζονται με τον μεταβολισμό των λιπαρών ουσιών. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα καλείται ν’ αποτελέσει και εδώ το πειραματόζωο των νέων σχεδιασμών, θέτοντας σε κίνδυνο την δημόσια υγεία.
Στον αντίποδα, η ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας προϋποθέτει ένα εθνικό σχέδιο προστασίας της εγχώριας παραγωγής και ανάπτυξης με βάση τους μικρομεσαίους παραγωγούς και κεντρικό στόχο την αυτάρκεια αγροτικών προϊόντων και την κάλυψη των διατροφικών αναγκών ολόκληρου του πληθυσμού με ασφαλή και οικολογικά παραγόμενα προϊόντα. Ένα σχέδιο που να ενισχύει νέες αναγκαίες δομές στον αγροτικό χώρο, με χαρακτηριστικά αποκέντρωσης και τοπικοποίησης, σε συνδυασμό με μια νέα συλλογική-συνεταιριστική συνείδηση και οργάνωση. Δομές και δίκτυα που θα αξιοποιούν το νεότερο επιστημονικό δυναμικό της χώρας (που τα τελευταία χρόνια, όντας απαξιωμένο, αποδημεί) με ταυτόχρονη αναβάθμιση των ερευνητικών ιδρυμάτων και αξιοποίηση της πείρας και της γνώσης των ανθρώπων του χωραφιού.
Ειδικότερα η ανάκαμψη του κτηνοτροφικού τομέα θα προϋπέθετε ένα εθνικό σχέδιο κινήτρων για την απασχόληση νέων ανθρώπων σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Βάση αυτού του σχεδίου θα έπρεπε να είναι παραγωγικοί συνεταιρισμοί περιφερειακής εμβέλειας, που ως ενιαίες μονάδες, θα έχουν την ευθύνη για την ταυτόχρονη παραγωγή αγροτικών προϊόντων και ζωοτροφών, θα αναλαμβάνουν την παραγωγή και αναπαραγωγή του ζωικού κεφαλαίου στηριζόμενοι στις ντόπιες ποικιλίες και, παραπέρα, την παραγωγή και επεξεργασία ζωοκομικών προϊόντων για την κάλυψη περιφερειακών και εθνικών αναγκών.
Σε συνεργασία δε με καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, θα έπρεπε να προωθούνται άμεσα προγράμματα κάλυψης επισιτιστικών αναγκών ευπαθών κοινωνικών ομάδων, καθώς και η στήριξη των κοινωνικών δομών των δήμων για όσους αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο προαπαιτούμενα προκειμένου να οικοδομηθεί μια νέα προσέγγιση-σχέση του παραγωγού με το προϊόν που παράγει και με τον καταναλωτή για τον οποίο προορίζεται, αμβλύνοντας κατά το δυνατόν την αντίθεση αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου