Ο φόβος μήπως σε καταλάβω, με κάνει να ζω ακόμη πιο πολύ μαζί σου.
Η απόρριψη που φοβάμαι από τους συγγενείς ανθρώπους, με κάνει να μην θέλω να σε απορρίψω.
Μα αν σε αγγίξω θαρρώ θα απορριφθώ.
Βλέπεις δεν γνωρίζουν όλοι εκείνο τον όρκο, στον οποίο πολύ καλά πιστεύω.
Πώς σαν ανοίξεις τα χαρτιά σου, ξεκινάει αυτόματα ο πόλεμος των άστρων.
Και εγώ αυτό είναι που λαχταράω σε κάθε επαφή μας, σε κάθε λέξη που ανταλλάσσουμε, σε κάθε βήμα της πνοής μεταξύ μας. Όχι της δικής σου πνοής, ούτε της δικής μου. Της πνοής μας. Γενική ενικού, με αντικειμενική πληθυντικού. Μία πνοή να γεννιέται και ένας πόλεμος αστεριών να ξεδιπλώνεται. Μία οξύμωρη εικόνα που με γεμίζει. Ως το πέρας της φαντασίας και ως τον ορίζοντα του νου μου, με γεμίζει. Όχι κυριολεκτικά. Απλώς ζωτικά.
Και έπειτα, δεσμεύομαι για να μην σε απορρίψω. Για να νικήσω την αξία των κοινωνικών βλεμμάτων. Γιατί, μη νομίζεις, είναι άρρωστα τα κοινωνικά βλέμματα. Όχι αυτά τα ίδια. Η λειτουργία τους. Το κοινωνικό βλέμμα, είναι τα όσα ακούς να φωνάζουν στις καφετέριες. Είναι οι εύηχες λέξεις. Είναι η επιλεκτική φωνή που αρθρώνεται όταν το άτομο θέλει να νιώσει ευυπόληπτο. Είναι το κάθε πράγμα που κάνει, λέει, και δείχνει για να το δουν. Με λίγα λόγια κοινωνικό βλέμμα δεν είναι ο τρόπος που κοιτάει η κοινωνία. Κοινωνικό βλέμμα είναι ο τρόπος με τον οποίο πιστεύεις ότι θα κριθούν τα όσα κάνεις. Αυτή την αξία παίρνουν. Αυτή η αξία διαρρέει. Αυτή η αξία επικρατεί.
Θέλω να πω πως ετούτη η ντροπή που κυλά στα σωθικά σου, η αμηχανία της πρώτης φοράς που καρφώνει τα μυαλά σου και η σκοτεινιά που κεντρίζει τα ενδιαφέροντά σου, σαν να μην προλαβαίνεις να ολοκληρώσεις τη ζωή σου μέσα σε τούτη τη ζωή, είναι αφημένες πνοές, πνοές ατίθασες, αγριεμένες, που από τότε που άνοιξαν τα μάτια σου στον κόσμο ετούτο, δεν αξιώθηκες να τις κυριεύσεις.
Βλέπεις, όταν κάθεσαι στην πολυθρόνα το πλαίσιο είναι λίγο πολύ το ίδιο. Ένα τραπέζι μπροστά σου. Μία τηλεόραση πιο πέρα. Φώτα δωματίου. Σιγαστήρες ανέμων, ηλιοφάνειας ή βροχής. Με άλλα λόγια η πολυθρόνα ανήκει σε ελεγχόμενο πεδίο. Δηλαδή σου προσφέρει περιθώριο κίνησης «μέσα-έξω», «κλειστό-ανοιχτό», «βρώμικο-καθαρό».
Καλά καταλαβαίνεις, οι δύο πόλοι, δεν είναι άλλοι από τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Μα τώρα μέσα στο περιβάλλον ο άνθρωπος γέννησε κάτι έξω από αυτόν. Κάτι που δίνει εντολές, δέχεται εντολές. Προγραμματίζεται, αποθηκεύει, υποθηκεύει, συντηρεί και τρέφει την ανθρώπινη σκέψη. Ο άνθρωπος έφτιαξε νέο χώρο ασφαλείας. Μέσα από αυτόν το σώμα κουράζεται λιγότερο. Η σκέψη περισσότερο. Μέσα από αυτό το νέο περιβάλλον ο χρόνος κυλάει διαφορετικά, μονότονα, ανέλπιστα ανώδυνα. Μέσα σε αυτό το νέο μέσο ο άνθρωπος κάθεται στον καναπέ και ταυτόχρονα δουλεύει, τρώει, φλερτάρει, δικτυώνεται, συζητάει, παρανομεί, επικοινωνεί, συνεννοείται.
Τώρα έχουμε δύο σπίτια. Το ένα μας φιλοξενεί εντός του, και στο άλλο καθρεφτίζουμε το εντός μας. Η συνείδηση χωρίστηκε στα δύο, στο μέσα και στο πιο μέσα. Το κοινωνικό βλέμμα έγινε πια μία πανάκεια μιμήσεων, καθρεπτισμών και αντικατοπτρισμών. Γιατί όλα τούτα δεν είναι άλλο, από σχέσεις, δυναμικές και χωρικοί εγκλωβισμοί. Στην πραγματικότητα οι αισθήσεις είναι πέντε. Μα ο νους της εποχής μας τις αντικατέστησε όλες εξαιτίας του αυτοματισμού. Τα πνευματικά εντόσθια μας σπαρταράνε σαν ψάρια έξω από τα νερά τους. Και εκτός αυτού ντυνόμαστε τόσο καλά, τόσο χλιδάτα, με γούνες σκληρόπετσες, για να μην αφήσουμε τα σπαρταρίσματα να ξυπνήσουν κανέναν.
Μα πώς γίνεται όταν ήσουν παιδί να πήγαινε να σπάσει η καρδιά σου κάθε που εγκλώβιζες στα χέρια σου ένα κοτσίφι, ή έπιανες στα στεγνά σου χέρια ένα χρυσόψαρο; Τώρα; Την ψυχή σου δεν τη συλλογιέσαι; Ξέρεις καλά ότι δεν σε χωράει ο τόπος. Ξέρεις πως οι λέξεις πια γίναν λίγες μπροστά στο σπαρτάρισμα της ψυχής. Κάπου μέσα σου αχνοφαίνεται το φως. Ήξερες δεν ήξερες τι εστί παραμύθι, τώρα οι αισθήσεις σου είναι τόσο αδειανές που τα φώτα δωματίου σε τρομάζουν.
Παραδέξου πως έκανες λάθος. Δεν μιλάω σε εσένα ανθρωπάκο που λες πως δεν έφταιξες σε τίποτα. Μιλάω σε εσένα ανθρωπάκο που κάθισες στην πολυθρόνα σαν να ήταν η αγκαλιά της μάνας σου να σε θηλάσει. Μιλάω σε εσένα που σε τάισε η μαμά Unilever. Δεν έφταιξες εσύ ανθρωπάκο. Φταίνε οι γονείς σου. Και δεν μιλάω για τους φυσικούς γονείς. Μιλάω για τους χωρο-χρονικούς γονείς. Γιατί όταν ζεις στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, στην εποχή των δύο σπιτιών, και στην εποχή του ’00, τότε η οικογένεια αλλάζει. Οι γονείς γίνονται συγγενείς και οι πολιτείες οι γονείς σου. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι που στην πραγματικότητα αφορούν μόνο τη Δύση και κάποιες εύπορες χώρες της Ανατολής γίνονται η απειλή του σπιτιού σου και ιστορία της πολιτείας σου αποτελεί το εδώ και τώρα και όχι αυτή των προγόνων σου.
Παραδέξου πως αγάπησες τους γονείς σου γιατί όλα ήρθαν βολικά. Γιατί είδαμε το χάσμα γενεών να σπηλώνει την ουσία της παρακαταθήκης και μετατρέψαμε την αγάπη σε αποδοχή άνευ όρων. Μα ποιοι ήταν οι αγώνες των γονέων και ποια τα λάθη των αγώνων;
Τελικά ρε άνθρωπε, σπαρταράει η ψυχή σου και εσύ με κοιτάς καθισμένος στα νωπά από τα δάκρυα σου πούπουλα. Κατάφερες πολλά, κατέκτησες ακόμη περισσότερα. Μα τόσες συνθήκες ειρήνης, τόσες μη κερδοσκοπικές συμφωνίες και τόσες σχέσεις μεταξύ γονέων, δεν είχαν άλλο σκοπό από το να στριμώξουν κάτω από το χαλί όλα τα ένστικτα εκείνα που μας έκαναν να μοιάζουμε με απολίτιστα όντα, με ψάρια ελεύθερα.
Πώς στα αλήθεια περίμενες να επιβιώσει η ανθρώπινη φυλή τόσο μακρυά από τη φύση; Πώς στα αλήθεια περίμενες να μην δημιουργηθεί ανισόρροπη συσσώρευση κοινωνικών κατασκευασμάτων, κοινώς χρημάτων και υπηρεσιών, έτσι μακρυά από τη φύση που έφτασες; Η καρδιά σου χτυπάει σαν χρυσόψαρο στα χέρια μικρού παιδιού, γιατί εκεί ανήκει η ιστορία του σώματός σου.
Η νέα εποχή σε θέλει υπεράνθρωπο του καναπέ. Κάτι τέτοιο κρούει τον κώδωνα για ολιστική αλλαγή. Όταν επιλέξεις να γίνεις διανοούμενος, η ζωή θα γίνει λέξεις, μόνο λέξεις, σκέψεις, συλλογισμοί και ακαδημαϊκές ορθολογίες, έτσι το σώμα σου θα υπομένει την καθιστική ζωή μα το μυαλό θα είναι ικανό να αφουγκράζεται την συμπαντική μουσική του Πλάτωνα. Μα πώς; Αφού η μουσική είναι εξωτερικό ερέθισμα. Τι και αν κάποιος Άγγλος βρήκε τον κώδικα του Πλάτωνα στα χαρτιά; Τι και αν διέρρευσε ο μύθος του σε όλη την Οικουμένη; Τι και αν τα έμαθες όλα αυτά; Είσαι ένας καθιστός υπεράνθρωπος. Ένα χρυσόψαρο έξω από τη θάλασσα. Δεν με νοιάζει και αν εισαι υπεράνθρωπος. Με νοιάζει να σε δω όρθιο.
Γιατί άνθρωπε όταν είσαι όρθιος σε φοβάμαι μα σε καταλαβαίνω. Όταν είσαι καθιστός με κάνεις να φοβάμαι ότι θα με απορρίψεις και μοιάζω σαν να πεθαίνω.
Θέλω τον πόλεμο των άστρων σου να δω να νικάει την ντροπή μας. Ίσως τότε σηκωθώ για να σπαρταρήσει η ψυχή μας.
Πηγή: Της πολυθρόνας τον ανθό να τον εμυρίσεις... - RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου