Του Στράτου Μεϊντανόπουλου από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 9 που κυκλοφορεί
Όταν ξαφνικά σε μία κυψέλη πεθαίνει η βασίλισσα, η κοινωνική τάξη κλονίζεται. Οι αλλαγές είναι τόσο ριζικές που δικαίως χαρακτηρίζονται ως παλινδρόμηση ή και ως αταβισμός. Τη σαφέστερη αλλαγή υφίστανται οι εργάτριες, οι θηλυκές δηλαδή μέλισσες των οποίων η σεξουαλική ενέργεια είχε μετουσιωθεί σε εργασία. Μόλις ο κοινωνικός ιστός διαταράσσεται, οι εργάτριες παλινδρομούν σε προγενέστερο στάδιο συμπεριφοράς: αρχίζουν να γεννούν παρθενογενετικά αυγά… Πολλές εργάτριες δε επιστρέφουν σε ακόμα παλαιότερο στάδιο εξέλιξης, στο στάδιο που δεν ζούσαν ακόμα σε κυψέλες. Έτσι, αντί να συλλέγουν μέλι και να φροντίζουν τις νύμφες, αρχίζουν να λεηλατούν και να ληστεύουν.
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από τον Ούγγρο κοινωνιολόγο Καρλ Μανχάιμ¹. Συγκεκριμένα, από διάλεξη που έδωσε το 1937, με τίτλο «Κρίση, δικτατορία, πόλεμος»². Ο συγγραφέας έζησε στη Γερμανία από το 1919 έως το 1933, έτος κατά το οποίο αναγκάστηκε να φύγει για την Αγγλία. Οι εμπειρίες του από αυτήν την περίοδο διαμόρφωσαν φυσικά και τα επιστημονικά ερωτήματα που έθετε. Η διάλεξη αυτή είναι απάντηση στους προβληματισμούς που προκάλεσε η επικράτηση του ναζισμού.
Η διαμονή του στη Γερμανία συνέπεσε λοιπόν ακριβώς με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το ενδιαφέρον δεν είναι μόνον ιστορικό: Η σημερινή Ελλάδα έχει συγκριθεί αρκετές φορές με τη Βαϊμάρη τόσο από Έλληνες όσο και από Γερμανούς· συχνά η σύγκριση γίνεται από πολιτικούς και δημοσιογράφους που δεν διακρίνονται για κριτική στάση απέναντι στις εξελίξεις. Η σύγκριση είναι άστοχη από κάποιες απόψεις (κυρίως λόγω του ότι το γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών είναι εντελώς ανόμοιο, άρα και τα αίτια της κρίσης διαφορετικά). Ωστόσο, οι διαπιστώσεις του Μανχάιμ για τις επιπτώσεις της «κρίσης» στην κοινωνική ψυχολογία είναι πιθανόν χρήσιμες και για την ελληνική περίπτωση.
Η διαμονή του στη Γερμανία συνέπεσε λοιπόν ακριβώς με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το ενδιαφέρον δεν είναι μόνον ιστορικό: Η σημερινή Ελλάδα έχει συγκριθεί αρκετές φορές με τη Βαϊμάρη τόσο από Έλληνες όσο και από Γερμανούς· συχνά η σύγκριση γίνεται από πολιτικούς και δημοσιογράφους που δεν διακρίνονται για κριτική στάση απέναντι στις εξελίξεις. Η σύγκριση είναι άστοχη από κάποιες απόψεις (κυρίως λόγω του ότι το γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών είναι εντελώς ανόμοιο, άρα και τα αίτια της κρίσης διαφορετικά). Ωστόσο, οι διαπιστώσεις του Μανχάιμ για τις επιπτώσεις της «κρίσης» στην κοινωνική ψυχολογία είναι πιθανόν χρήσιμες και για την ελληνική περίπτωση.
Κοινωνική ψυχολογία της κρίσης
Ο Ούγγρος κοινωνιολόγος είδε μπροστά του ένα λαό, που νοιαζόταν κυρίως για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του, να γίνεται μέσα σε λίγα χρόνια επιθετικός και φιλοπόλεμος. Ξεκινώντας από την ανθρωπολογική υπόθεση ότι ο άνθρωπος δεν είναι εγγενώς καλός ή κακός, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι αυτή η ψυχολογική αλλαγή ήταν αποτέλεσμα θεσμικής δυσλειτουργίας. Προσπάθησε λοιπόν να εντοπίσει την αιτία. Και τη βρήκε εξετάζοντας τη συνάφεια μεταξύ της αποδιοργάνωσης της κοινωνίας και της αποδιοργάνωσης της προσωπικότητας. Η απάντηση που έδωσε ήταν ότι κυρίως υπεύθυνη είναι η συλλογική ανασφάλεια: αυτή οδηγεί στη διάλυση της κοινωνίας.
Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα με τις μέλισσες: Είναι παρακινδυνευμένο, λέει ο Μανχάιμ, να κάνουμε συγκρίσεις με το ζωικό βασίλειο αν δεν λαμβάνουμε υπόψη την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου. Στην περίπτωσή του ανθρώπου, έχουμε μεν παλινδρόμηση. «Όχι όμως βιολογική αλλά κοινωνική. Αντίθετα με τις μέλισσες, ο άνθρωπος δεν επιστρέφει αίφνης σε προγενέστερα στάδια στην ιστορία των ενστίκτων του. Λόγω της πλαστικότητας της φύσης του, παλινδρομεί από ένα στάδιο κοινωνικο-ιστορικής επεξεργασίας σε ένα προγενέστερο, βάσει όμως του ιδίου ενστίκτου. Μια ειρηνική κοινωνία, η οποία έγινε ανασφαλής λόγω μερικής διάλυσης, τείνει να αντικαταστήσει την, τόσο δύσκολα παγιωμένη, ειρηνική συμπεριφορά με τα κοινωνικά υπολείμματα μιλιταριστικών προτύπων που ενυπάρχουν σε αυτήν.»
Και συνεχίζει: «Όταν το ιδανικό της προσωπικής επιτυχίας διαταράσσεται και οι στάσεις που υιοθετούσε πριν το υποκείμενο δεν έχουν πλέον νόημα, οι ενορμήσεις εσωτερικεύονται και λαμβάνουν τη μορφή αυτοτιμωρίας, η οποία εκφυλίζεται σε μαζοχισμό ή ψυχολογικό αυτοακρωτηριασμό. Στην κατάσταση αυτή, ο αποδιοπομπαίος τράγος, όπως οι Εβραίοι, αποτελεί πραγματική ανακούφιση, παρέχοντας την ευκαιρία να εξωτερικευθούν και πάλι οι επιθετικές τάσεις, ευκαιρία που είναι καλοδεχούμενη σε κάθε κοινωνική τάξη». Τονίζει δε, αναφερόμενος κυρίως στην απελπισία που δημιουργεί η υψηλή ανεργία: «Ο πανικός φτάνει στα ύψη όταν το άτομο συνειδητοποιήσει ότι η ανασφάλειά του δεν είναι απλώς προσωπική αλλά κοινή σε μάζες συνανθρώπων του και όταν καταλαβαίνει ότι δεν υφίσταται πλέον καμία κοινωνική αρχή που θα θέσει αδιαμφισβήτητα πρότυπα και θα ορίσει τη συμπεριφορά του».
Σε αυτό όμως ακριβώς το στάδιο το οποίο ζήσαμε στην Ελλάδα με το «κίνημα των αγανακτισμένων» και το οποίο ο Μανχάιμ αποκαλεί «στάδιο της ανοργάνωτης ανασφάλειας», οι δυνατότητες είναι απεριόριστες: «Είναι το στάδιο του γενικού ψυχολογικού και συναισθηματικού πειραματισμού και της έκπτωσης της πίστης μας σε θεσμούς, έθιμα, παραδόσεις, και ιστορικά θεσμισμένο κύρος. Δημιουργούνται οι κοινωνιολογικές προϋποθέσεις αποκάλυψης [του ψεύδους] των ιδεολογιών. Στο στάδιο του γενικού αυτού πειραματισμού, το άτομο, που δεν μπορεί να αυτοαναδιοργανωθεί, μπορεί να χαθεί· για το κοινωνικό σώμα, όμως, σημαίνει τη δυνατότητα επιλογής νέων μοντέλων συμπεριφοράς και νέων αντιπροσωπευτικών κυρίαρχων τύπων».
Ο Μανχάιμ είναι ιδιαίτερα γλαφυρός όταν περιγράφει τον αγανακτισμένο και αποπροσανατολισμένο: «Ένα χαζό παιδί θέλει να πετάξει μια μπάλα μακριά και, παρόλο που δεν τα καταφέρνει, ικανοποιείται γιατί βρίσκει ένα υποκατάστατο στη ζωηρή κίνηση που έκανε. Το «παιδί των χειρονομιών» είναι ικανοποιημένο με τη χειρονομία, εκεί που άλλοι παλεύουν για συγκεκριμένους στόχους… Κατά την περίοδο της ανοργάνωτης ανασφάλειας, ο φυσιολογικός άνθρωπος, αφού δεν έχει άμεση και πραγματική αναγνώριση των προσπαθειών του στην εργασία του και στο πεδίο της κοινωνικής αποδοχής, τείνει να γίνει «ενήλικας των χειρονομιών» που θέτει στόχους – υποκατάστατα και ικανοποιείται με χειρονομίες και σύμβολα». Πράγματι, διαβάζουμε ή ακούμε συχνά ανθρώπους γύρω μας να ικανοποιούνται που κάποιος «τα έχωσε» ή «ξεφτίλισε» κάποιον εκπρόσωπο του ελληνικού κατεστημένου, να ικανοποιούνται δηλαδή από τη, συχνά σκηνοθετημένη και πάντως πλήρως ατελέσφορη, άσκηση αντιπολίτευσης που εκτυλίσσεται στο πλαίσιο των ΜΜΕ. Πρόκειται για μια συμβολική δικαίωση.
Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα με τις μέλισσες: Είναι παρακινδυνευμένο, λέει ο Μανχάιμ, να κάνουμε συγκρίσεις με το ζωικό βασίλειο αν δεν λαμβάνουμε υπόψη την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου. Στην περίπτωσή του ανθρώπου, έχουμε μεν παλινδρόμηση. «Όχι όμως βιολογική αλλά κοινωνική. Αντίθετα με τις μέλισσες, ο άνθρωπος δεν επιστρέφει αίφνης σε προγενέστερα στάδια στην ιστορία των ενστίκτων του. Λόγω της πλαστικότητας της φύσης του, παλινδρομεί από ένα στάδιο κοινωνικο-ιστορικής επεξεργασίας σε ένα προγενέστερο, βάσει όμως του ιδίου ενστίκτου. Μια ειρηνική κοινωνία, η οποία έγινε ανασφαλής λόγω μερικής διάλυσης, τείνει να αντικαταστήσει την, τόσο δύσκολα παγιωμένη, ειρηνική συμπεριφορά με τα κοινωνικά υπολείμματα μιλιταριστικών προτύπων που ενυπάρχουν σε αυτήν.»
Και συνεχίζει: «Όταν το ιδανικό της προσωπικής επιτυχίας διαταράσσεται και οι στάσεις που υιοθετούσε πριν το υποκείμενο δεν έχουν πλέον νόημα, οι ενορμήσεις εσωτερικεύονται και λαμβάνουν τη μορφή αυτοτιμωρίας, η οποία εκφυλίζεται σε μαζοχισμό ή ψυχολογικό αυτοακρωτηριασμό. Στην κατάσταση αυτή, ο αποδιοπομπαίος τράγος, όπως οι Εβραίοι, αποτελεί πραγματική ανακούφιση, παρέχοντας την ευκαιρία να εξωτερικευθούν και πάλι οι επιθετικές τάσεις, ευκαιρία που είναι καλοδεχούμενη σε κάθε κοινωνική τάξη». Τονίζει δε, αναφερόμενος κυρίως στην απελπισία που δημιουργεί η υψηλή ανεργία: «Ο πανικός φτάνει στα ύψη όταν το άτομο συνειδητοποιήσει ότι η ανασφάλειά του δεν είναι απλώς προσωπική αλλά κοινή σε μάζες συνανθρώπων του και όταν καταλαβαίνει ότι δεν υφίσταται πλέον καμία κοινωνική αρχή που θα θέσει αδιαμφισβήτητα πρότυπα και θα ορίσει τη συμπεριφορά του».
Σε αυτό όμως ακριβώς το στάδιο το οποίο ζήσαμε στην Ελλάδα με το «κίνημα των αγανακτισμένων» και το οποίο ο Μανχάιμ αποκαλεί «στάδιο της ανοργάνωτης ανασφάλειας», οι δυνατότητες είναι απεριόριστες: «Είναι το στάδιο του γενικού ψυχολογικού και συναισθηματικού πειραματισμού και της έκπτωσης της πίστης μας σε θεσμούς, έθιμα, παραδόσεις, και ιστορικά θεσμισμένο κύρος. Δημιουργούνται οι κοινωνιολογικές προϋποθέσεις αποκάλυψης [του ψεύδους] των ιδεολογιών. Στο στάδιο του γενικού αυτού πειραματισμού, το άτομο, που δεν μπορεί να αυτοαναδιοργανωθεί, μπορεί να χαθεί· για το κοινωνικό σώμα, όμως, σημαίνει τη δυνατότητα επιλογής νέων μοντέλων συμπεριφοράς και νέων αντιπροσωπευτικών κυρίαρχων τύπων».
Ο Μανχάιμ είναι ιδιαίτερα γλαφυρός όταν περιγράφει τον αγανακτισμένο και αποπροσανατολισμένο: «Ένα χαζό παιδί θέλει να πετάξει μια μπάλα μακριά και, παρόλο που δεν τα καταφέρνει, ικανοποιείται γιατί βρίσκει ένα υποκατάστατο στη ζωηρή κίνηση που έκανε. Το «παιδί των χειρονομιών» είναι ικανοποιημένο με τη χειρονομία, εκεί που άλλοι παλεύουν για συγκεκριμένους στόχους… Κατά την περίοδο της ανοργάνωτης ανασφάλειας, ο φυσιολογικός άνθρωπος, αφού δεν έχει άμεση και πραγματική αναγνώριση των προσπαθειών του στην εργασία του και στο πεδίο της κοινωνικής αποδοχής, τείνει να γίνει «ενήλικας των χειρονομιών» που θέτει στόχους – υποκατάστατα και ικανοποιείται με χειρονομίες και σύμβολα». Πράγματι, διαβάζουμε ή ακούμε συχνά ανθρώπους γύρω μας να ικανοποιούνται που κάποιος «τα έχωσε» ή «ξεφτίλισε» κάποιον εκπρόσωπο του ελληνικού κατεστημένου, να ικανοποιούνται δηλαδή από τη, συχνά σκηνοθετημένη και πάντως πλήρως ατελέσφορη, άσκηση αντιπολίτευσης που εκτυλίσσεται στο πλαίσιο των ΜΜΕ. Πρόκειται για μια συμβολική δικαίωση.
Προς μία νέα πραγματικότητα
Χρειαζόμαστε λοιπόν σύμβολα. Ιδίως δε «όταν ο άνθρωπος χάσει τον αρχικό σκοπό [της ζωής του] ανακουφίζεται κατασκευάζοντας συμβολικούς στόχους και συμβολικές δραστηριότητες». Ο Μανχάιμ διακρίνει τρία στάδια:
1. το σύμβολο είναι απλώς υποκατάστατο («ενήλικας των χειρονομιών»)·
2. το σύμβολο γίνεται η νέα κινητήρια δύναμη για νέες μορφές αυθόρμητης ένταξης σε ομάδα ( ουτοπικό στάδιο του συμβόλου)·
3. το σύμβολο γίνεται το παγιωμένο έμβλημα της οργανωμένης ομάδας.
«Όταν κάποιος μπορέσει να αλλάξει τους στόχους των ανθρώπων και να τους κάνει να επιδιώκουν συμβολικούς στόχους σαν να ήταν πρωταρχικοί στόχοι, έτσι ώστε αντί για βούτυρο να θέλουν εθνικό κύρος, τότε σταματούν να θεωρούν το εθνικό κύρος ως [απλό] σύμβολο». Εδώ ο Μανχάιμ αναφέρεται βέβαια στον, επιτυχή, εκμιλιταρισμό της ναζιστικής κοινωνίας. Στην Ελλάδα, αντίθετα, βλέπουμε τα πράγματα να είναι ακόμα ρευστά ή, ίσως, ακινητοποιημένα στον χρόνο. Το «κίνημα των αγανακτισμένων» δεν οδήγησε π.χ. σε κάποια αναδιάταξη του κομματοκρατικού συστήματος ή σε κάποια ριζική κοινωνική αλλαγή: Εξαίρεση αποτελεί το γεγονός ότι η κοινωνία έχει εν μέρει αναλάβει κάποιες κρατικές λειτουργίες, όπως την παροχή υγειονομικής περίθαλψης, και, συνεπώς, έχει αρχίσει να λειτουργεί ξανά με όρους αλληλεγγύης. Και βέβαια η άνοδος του ναζιστικού κόμματος, η οποία, όσο κατευθυνόμενη κι αν αποδειχτεί, ανταποκρίνεται σε –περιορισμένη– μαζική ψυχολογία φασισμού.
Αν θεωρήσουμε τις αλλαγές που γίνονται «από κάτω» σχετικά ασήμαντες, θα λέγαμε ότι, στη χώρα μας, δεν έχουμε αφήσει ακόμα το στάδιο της «ανοργάνωτης ανασφάλειας». Εάν αντίθετα τις κρίνουμε ως βαθιές και πολλά υποσχόμενες, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μεταβεί σε ένα στάδιο «οργανωμένης ανασφάλειας», ατελούς όμως, διότι δεν συνοδεύτηκε ακόμα από μία πραγματική θεσμογένεση. Και η ανάγκη νέων θεσμών είναι εμφανής: αρκεί να θυμηθεί κανείς τις συζητήσεις για ψευδομεταρρυθμίσεις όπως η προεδρική δημοκρατία ή η μείωση του αριθμού των βουλευτών για να συμπεράνει πόσο επιτακτικό ήταν το αίτημα για πραγματικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Η εποχή της ανοικοδόμησης –αν το παραπάνω σχήμα εφαρμόζεται στα ελληνικά πράγματα– δεν έχει ακόμα ξεκινήσει. Ο αντίλογος, βέβαια, είναι ότι η Ελλάδα θα απορροφήσει τρόπον τινά την κρίση, χωρίς μείζονες κραδασμούς. Ως συνήθως, η οριστική απάντηση σε τέτοια διλήμματα δίνεται, δυστυχώς, το σούρουπο.
1. το σύμβολο είναι απλώς υποκατάστατο («ενήλικας των χειρονομιών»)·
2. το σύμβολο γίνεται η νέα κινητήρια δύναμη για νέες μορφές αυθόρμητης ένταξης σε ομάδα ( ουτοπικό στάδιο του συμβόλου)·
3. το σύμβολο γίνεται το παγιωμένο έμβλημα της οργανωμένης ομάδας.
«Όταν κάποιος μπορέσει να αλλάξει τους στόχους των ανθρώπων και να τους κάνει να επιδιώκουν συμβολικούς στόχους σαν να ήταν πρωταρχικοί στόχοι, έτσι ώστε αντί για βούτυρο να θέλουν εθνικό κύρος, τότε σταματούν να θεωρούν το εθνικό κύρος ως [απλό] σύμβολο». Εδώ ο Μανχάιμ αναφέρεται βέβαια στον, επιτυχή, εκμιλιταρισμό της ναζιστικής κοινωνίας. Στην Ελλάδα, αντίθετα, βλέπουμε τα πράγματα να είναι ακόμα ρευστά ή, ίσως, ακινητοποιημένα στον χρόνο. Το «κίνημα των αγανακτισμένων» δεν οδήγησε π.χ. σε κάποια αναδιάταξη του κομματοκρατικού συστήματος ή σε κάποια ριζική κοινωνική αλλαγή: Εξαίρεση αποτελεί το γεγονός ότι η κοινωνία έχει εν μέρει αναλάβει κάποιες κρατικές λειτουργίες, όπως την παροχή υγειονομικής περίθαλψης, και, συνεπώς, έχει αρχίσει να λειτουργεί ξανά με όρους αλληλεγγύης. Και βέβαια η άνοδος του ναζιστικού κόμματος, η οποία, όσο κατευθυνόμενη κι αν αποδειχτεί, ανταποκρίνεται σε –περιορισμένη– μαζική ψυχολογία φασισμού.
Αν θεωρήσουμε τις αλλαγές που γίνονται «από κάτω» σχετικά ασήμαντες, θα λέγαμε ότι, στη χώρα μας, δεν έχουμε αφήσει ακόμα το στάδιο της «ανοργάνωτης ανασφάλειας». Εάν αντίθετα τις κρίνουμε ως βαθιές και πολλά υποσχόμενες, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μεταβεί σε ένα στάδιο «οργανωμένης ανασφάλειας», ατελούς όμως, διότι δεν συνοδεύτηκε ακόμα από μία πραγματική θεσμογένεση. Και η ανάγκη νέων θεσμών είναι εμφανής: αρκεί να θυμηθεί κανείς τις συζητήσεις για ψευδομεταρρυθμίσεις όπως η προεδρική δημοκρατία ή η μείωση του αριθμού των βουλευτών για να συμπεράνει πόσο επιτακτικό ήταν το αίτημα για πραγματικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Η εποχή της ανοικοδόμησης –αν το παραπάνω σχήμα εφαρμόζεται στα ελληνικά πράγματα– δεν έχει ακόμα ξεκινήσει. Ο αντίλογος, βέβαια, είναι ότι η Ελλάδα θα απορροφήσει τρόπον τινά την κρίση, χωρίς μείζονες κραδασμούς. Ως συνήθως, η οριστική απάντηση σε τέτοια διλήμματα δίνεται, δυστυχώς, το σούρουπο.
Επίλογος
Στην ανάλυσή του για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ο μη μαρξιστής κοινωνιολόγος του μεσοπολέμου θύμιζε τα αυτονόητα: «Οι ψυχικές διαταραχές και η γενική διάλυση καθοδηγούνται συνειδητά από αυτούς που διατηρούν τον ορθολογικό τους υπολογισμό και, επειδή είναι εκτός της γενικής κατάρρευσης, μπορούν και παραμένουν νηφάλιοι. Ενδέχεται να επιθυμούν συνειδητά πόλεμο ή αυταρχικό καθεστώς, διότι, ό,τι είναι οικονομικά ανορθολογικό για ένα ολόκληρο έθνος μπορεί να είναι επωφελές για συγκεκριμένες ομάδες – βιομηχάνους, στρατιωτικούς και αξιωματούχους. Η ψυχολογία τους εξηγείται κυρίως με όρους τυχερού παιχνιδιού στο οποίο το έθνος χάνει ενώ αυτοί κερδίζουν. Όπως η κάστα των στρατιωτικών ανασυγκροτείται χρησιμοποιώντας στη χώρα της τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούσε στα κατεχόμενα εδάφη εν καιρώ πολέμου, τα αφεντικά της βιομηχανίας και του εμπορίου θεωρούν τη χώρα τους, όταν επιτευχθεί το στάδιο της οργανωμένης ανασφάλειας, ως πεδίο εκμετάλλευσης αντίστοιχο σχεδόν με αποικία».
1. Karl Mannheim, 1893-1947. Στα ελληνικά έχει εκδοθεί μόνον το κλασσικό του έργο: Ιδεολογία και Ουτοπία, εκδόσεις Γνώση 1997, σε επιμέλεια Π. Κονδύλη και μετάφραση Γ. Ανδρουλιδάκη.
2. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ο άνθρωπος και η κοινωνία σε μια εποχή ανοικοδόμησης (Man and Society – In an Age of Reconstruction, 1940).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου