Του Γιάννη Μπαμπαδήμα από την ιστοσελίδα leonidion.gr
Στον τόπο μας, η φυγή των νέων ανθρώπων στο εξωτερικό αποτελεί γνώριμο φαινόμενο, οφειλόμενο σε μια σειρά από δυσμενείς παράγοντες, που σφράγισαν τη νεότερη ιστορία μας. Από τη μια, οι κατακτήσεις, οι πόλεμοι και η μόνιμη υπανάπτυξη, αποτέλεσμα της διπλής πίεσης από Ανατολή και Δύση, οδηγούσαν πολλούς Έλληνες στη μετανάστευση, γεγονός που προκαλούσε περιοδικά μια πραγματική δημογραφική και κοινωνική αιμορραγία. Από την άλλη, οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ ήταν διαρκώς προσανατολισμένες προς τη Δύση, έχοντας δεσμούς με την Εσπερία, τόσο οικονομικούς, όσο και πνευματικούς. Για τους γόνους των οικογενειών αυτών, οι σπουδές και η εργασία στο εξωτερικό αντιμετωπίζονταν ως επιθυμητό προσόν και προνόμιο, αντίληψη που σταδιακά εξαπλώθηκε σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Πέρα από την κοσμοπολίτικη ζωή των ελίτ, όμως, η προσφυγιά θεωρούνταν ανέκαθεν κατάρα και οι ξενιτεμένοι ζούσαν με τον μόνιμο καημό της επιστροφής. Οι Έλληνες που ξενιτεύονταν, διατηρούσαν τους δεσμούς τους με την Πατρίδα και επιδίωκαν την οργάνωση σε παροικίες και ελληνικές συνοικίες. Παράλληλα, ενδιαφέρονταν να επιστρέψουν και να προσφέρουν στον τόπο τους με τα χρήματα ή τις γνώσεις που κέρδισαν στο εξωτερικό.
Σήμερα, τα χαρακτηριστικά αυτά ατονούν. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο του νεοφιλελευθερισμού, όπου η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα θεωρούνται σημαντικά εργασιακά προσόντα, η μετανάστευση αντιμετωπίζεται ως … ένα απλό στάδιο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Τα τελευταία χρόνια, στην Ελλάδα, βλέπουμε την κατάρρευση του εκσυγχρονιστικού παρασιτικού μοντέλου της τελευταίας εικοσαετίας. Η μεσαία τάξη και η μικροϊδιοκτησία διαλύονται από τα μνημόνια, στερώντας από ένα αυξανόμενο ποσοστό ανθρώπων το βιοτικό επίπεδο, που θεωρούνταν μέχρι χθες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εξασφαλισμένο.
Πολλοί νέοι άνθρωποι έχουν αρκετά εκπαιδευτικά εφόδια για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Ποια είναι, όμως, η πολιτισμική προίκα που αφήνει στους νέους αυτούς η εποχή που φεύγει; Ο καταναλωτισμός, ο εγωκεντρισμός, η περιφρόνηση της χειρωνακτικής εργασίας (που οδηγεί στο φαινόμενο των καταρτισμένων «μάνατζερ» των 500 ευρώ), το λάϊφ στάϊλ του τουρίστα, του κοσμοπολίτη. Δεν είναι τυχαίο που, για πολλούς, η φυγή είναι αυτόματη επιλογή, μόλις ζορίσουν λίγο τα πράγματα. Ο Άρης Πορτοσάλτε, εκλαϊκεύοντας την κυρίαρχη ιδεολογία, έγραφε στο τουΐτερ, στις 8/5/2013: «Το να ονομάζεται, ακόμη, μετανάστευση, σαν του ’60, η κινητικότητα των εργαζομένων εντός Ε.Ε., συντηρεί, φαίνεται, την…ανάγκη κάποιων για κλαψούρα!». Προφανώς, το άρθρο αυτό κινείται στον χώρο της…κλαψούρας.
Η διαρροή εγκεφάλων αποτελεί διέξοδο, κατά πρώτο λόγο για τους γόνους των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων. Οι νέοι αυτοί πληρούν ευκολότερα τις προϋποθέσεις για μια επιτυχή καριέρα στο εξωτερικό. Διαθέτουν, κατά κανόνα, περισσότερα πτυχία, καλύτερες διασυνδέσεις, επάρκεια ξένων γλωσσών και περισσότερο χρήμα και χρόνο για την εξεύρεση εργασίας.
Παράλληλα, τη μετανάστευση προτιμούν τα πιο παγκοσμιοποιημένα και κοσμοπολίτικα στρώματα της κοινωνίας, που έχουν μεγαλύτερη οικειότητα με τη δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα, σε αντίθεση με όσους έχουν ισχυρότερους δεσμούς με τη χώρα και την οικογένειά τους. Οι «μοντέρνοι» και «προοδευτικοί» νέοι είναι, ασφαλώς, περισσότερο εκτεθειμένοι στην «ιδεολογία της φυγής».
Διαβάστε ακόμα: Για τη μοντέρνα ξενιτιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου