Το ακόλουθο άρθρο είναι απόσπασμα από πολυσέλιδη ανέκδοτη ιστορική εργασία μου. Κρίνω σκόπιμη τη δημοσίευσή του, στις δύσκολες ώρες που βιώνουμε ως λαός και έθνος, έχοντας την πεποίθηση ότι η γνώση της ιστορίας είναι το καλύτερο «γιατρικό» στην αντιμετώπιση κάθε κρίσης, πολιτικής, πολιτισμικής, εθνικής…
Γράφει ο Στέφανος Μυτιληναίος
Ο Μιχαήλ Δούκας αναφέρει, ότι...ο Οθωμανόςστρατάρχης Χαλίλ, που διορίστηκε σε αυτή τη θέση από τον Μουράτ τον Α΄ (1362-1389) «ήταν Ρωμαίος στην καταγωγή»[1], δηλαδή ήταν κατά πάσα πιθανότητα Έλληνας και μετά απόλυτης βεβαιότητας ελληνόφωνος.
Μετά την οριστική κατάλυση του πελοποννησιακού δεσποτάτου του Μυστρά από τους Οθωμανούς (1460), άρχισαν εχθροπραξίες των Τούρκων εισβολέων με τους Ενετούς (1463), που διατηρούσαν αρκετές σημαντικές κτήσεις στα ελληνικά εδάφη ήδη από την εποχή των σταυροφοριών. Εκείνα τα χρόνια, ως μεγάλος βεζίρης της Υψηλής Πύλης αναφέρεται ο Μαχμούτ Πασάς, ο οποίος ήταν (κατά γενική παραδοχή όλων των ιστορικών) ελληνικής καταγωγής[2].
Ο διάδοχός του στο ίδιο αξίωμα κατά την αποτυχημένη εισβολή του Μωάμεθ του Πορθητή στη Ρόδο το έτος 1467, ο μεγάλος βεζίρης Μεζίχ Παλαιολόγος, από το επώνυμο φαίνεται πως όχι μόνο ήταν ελληνικής καταγωγής αλλά κρατούσε κιόλας «ως εφημίζετο, εκ του ομωνύμου αυτοκρατορικού οίκου»[3]. Ο μεγάλος βεζίρης Μεζίχ Παλαιολόγος ονομαζόταν πριν Μανουήλ, και ήταν ο γιος του τελευταίου δεσπότη του Μυστρά Θωμά και ανιψιός του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου[4].
Επίσης, ο τελευταίος πρωτοβεστιάριος της ποντιακής αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας Γεώργιος Αμοιρούτζης, μετά την συνθηκολόγηση και παράδοση του αυτοκράτορα Δαβίδ το 1461, έγινε μουσουλμάνος και πέρασε στην υπηρεσία του Μωάμεθ του Πορθητή ως αξιωματούχος και λόγιος:
Γράφει ο Στέφανος Μυτιληναίος
Ο Μιχαήλ Δούκας αναφέρει, ότι...ο Οθωμανόςστρατάρχης Χαλίλ, που διορίστηκε σε αυτή τη θέση από τον Μουράτ τον Α΄ (1362-1389) «ήταν Ρωμαίος στην καταγωγή»[1], δηλαδή ήταν κατά πάσα πιθανότητα Έλληνας και μετά απόλυτης βεβαιότητας ελληνόφωνος.
Μετά την οριστική κατάλυση του πελοποννησιακού δεσποτάτου του Μυστρά από τους Οθωμανούς (1460), άρχισαν εχθροπραξίες των Τούρκων εισβολέων με τους Ενετούς (1463), που διατηρούσαν αρκετές σημαντικές κτήσεις στα ελληνικά εδάφη ήδη από την εποχή των σταυροφοριών. Εκείνα τα χρόνια, ως μεγάλος βεζίρης της Υψηλής Πύλης αναφέρεται ο Μαχμούτ Πασάς, ο οποίος ήταν (κατά γενική παραδοχή όλων των ιστορικών) ελληνικής καταγωγής[2].
Ο διάδοχός του στο ίδιο αξίωμα κατά την αποτυχημένη εισβολή του Μωάμεθ του Πορθητή στη Ρόδο το έτος 1467, ο μεγάλος βεζίρης Μεζίχ Παλαιολόγος, από το επώνυμο φαίνεται πως όχι μόνο ήταν ελληνικής καταγωγής αλλά κρατούσε κιόλας «ως εφημίζετο, εκ του ομωνύμου αυτοκρατορικού οίκου»[3]. Ο μεγάλος βεζίρης Μεζίχ Παλαιολόγος ονομαζόταν πριν Μανουήλ, και ήταν ο γιος του τελευταίου δεσπότη του Μυστρά Θωμά και ανιψιός του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου[4].
Επίσης, ο τελευταίος πρωτοβεστιάριος της ποντιακής αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας Γεώργιος Αμοιρούτζης, μετά την συνθηκολόγηση και παράδοση του αυτοκράτορα Δαβίδ το 1461, έγινε μουσουλμάνος και πέρασε στην υπηρεσία του Μωάμεθ του Πορθητή ως αξιωματούχος και λόγιος:
«Αυτός ο κατά τα άλλα μορφωμένος και ταλαντούχος Τραπεζούντιος μπορεί να χρησιμέψει σαν υπόδειγμα στρεβλωμένου απ’ τη δουλεία υποκριτή ραγιά. Σε μίαν επιστολή προς τον Βησσαρίωνα θρηνεί πικρά την πτώση της Τραπεζούντας, ο ίδιος όμως αλλαξοπίστησε× εγκωμίαζε το σουλτάνο ως νέο Αχιλλέα και Αλέξανδρο, ως γιο της Ελληνίδας μούσας κι έγραψε γι’ αυτόν ποιήματα στον τύπο των χριστιανικών ύμνων προς την Παναγία»[5].
Ογδόντα χρόνια περίπου μετά, βρίσκουμε στην αυλή του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (δισέγγονου του Μωάμεθ) να διορίζεται κατά το 1523 στο αξίωμα του μεγάλου βεζίρη ο Ιμπραήμ Πασάς, εξισλαμισμένος Έλληνας και αυτός, που ως αιχμάλωτος είχε μεγαλώσει μαζί με τον σουλτάνο στο παλάτι και είχε γίνει ο πιο στενός του φίλος. O Σουλεϊμάν ένα χρόνο μετά το διορισμό του τον πάντρεψε με την αδελφή του, τη Χαλίς[6]. Επίσης, ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας των Οθωμανών Σινάν, γεννημένος το 1497, σε ηλικία 13 ετών είχε στρατολογηθεί αρχικά στο πλαίσιο του «ντεβσιρμέ», δηλαδή του βίαιου ετήσιου παιδομαζώματος προικισμένων χριστιανών (συνήθως ελληνικής καταγωγής) για να εξισλαμιστούν και να πυκνώσουν τις τάξεις των γενιτσάρων. Το έτος 1529, στο στρατηγικής σημασίας κάστρο της Μεθώνης, βρίσκουμε δύο Έλληνες μουσουλμάνους σε καίριες θέσεις. Τον κυρ Καλογιάννη Μεθωναίο ως λιμενάρχη, και τον Ζακυνθινό Νικόλαο Σκανδάλη στη θέση του τελώνη και του διοικητή των πύργων της προκυμαίας.
Αποτέλεσμα της ευρείας αξιοποίησης όλων αυτών των ελληνικής καταγωγής εξισλαμισμένων αξιωματούχων ήταν, η Ελληνική γλώσσα να εκτοπίσει εντελώς την βάρβαρη και ακατέργαστη τουρκική μέσα από το παλάτι. Μάλιστα και ο ίδιος ο σουλτάνος, ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, πέρα από τη φημολογούμενη ελληνική του καταγωγή, ο ίδιος μίλαγε άπταιστα και έγραφε Ελληνικά, ενώ μελετούσε επισταμένα την αρχαία Ελληνική Παιδεία[7]. Έτσι, ήδη από το έτος 1479 σώζονται οθωμανικά διπλωματικά έγγραφα «γεγραμμένα πάντα εν τη Ελληνική», η οποία ήταν «επισήμω τότε γλώσση του Οθωμανικού κράτους»[8].
Κατά την πρώτη λοιπόν περίοδο της τουρκοκρατίας η Ελληνική γλώσσα όχι μόνο δεν αντιμετώπισε κανένα κίνδυνο από τους Οθωμανούς, αλλά απ’ ό,τι βλέπουμε επειδή η άρχουσα τάξη των μουσουλμάνων είχε στελεχωθεί από Έλληνες εξωμότες, εξαιτίας της μόρφωσης και της προηγούμενης κυβερνητικής εμπειρίας τους, πήρε τη θέση της επίσημης διπλωματικής γλώσσας της ισλαμικής αυτοκρατορίας, αλλά και της γλώσσας της σουλτανικής διοίκησης! Με λίγα λόγια, η Ελληνική παρέμεινε ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας σε όλους τους τομείς!
Βεβαίως οι Οθωμανοί (όπως και οι Ρωμαίοι πριν από αυτούς) δεν διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα από κάποια αγάπη προς τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους, αλλά για εντελώς πρακτικούς και πολιτικούς λόγους. Εφόσον τα Ελληνικά ακόμα τότε ομιλούνταν από τη συντριπτική πλειοψηφία όχι μόνο των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου, αλλά και από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία Έλληνες «τουρκεμένοι» και ως τέτοιοι παρέμεναν ελληνόφωνοι.Επίσης, η Ελληνική ήταν απαραίτητη ως διπλωματική γλώσσα με τις αυλές της Δύσης,διότι τα τουρκικά δεν τα γνώριζε και δεν τα αναγνώριζε κανείς.
Παράλληλα, ο Μωάμεθ ο Πορθητής, που είχε γνώση της μακρινής ρωμαίικης του καταγωγής και μάλιστα από την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών όπως μαρτυρεί ο Φραντζής[9], ήθελε να αναγνωριστεί από τις δυτικές αυλές ως γνήσιος Ρωμαίος αυτοκράτωρ, παρά ως Οθωμανός σουλτάνος. Και αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο αν αναλογιστεί επιτέλους κανείς ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε ως παγανιστική, έπειτα έγινε χριστιανική και πλέον θα μπορούσε να γίνει και ισλαμική! Εξάλλου ο Μωάμεθ είχε δώσει στον εαυτό του και τον τίτλο του Καίσαρα!
Η χρήση της Ελληνικής ως μοναδικής επίσημης γλώσσας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διατηρήθηκε και μέχρι τα χρόνια πριν και κατά την Επανάσταση του 1821. Ο Άγγλος λοχαγός William Martin Leake, που περιηγήθηκε την Ελλάδα από το 1804 έως το 1810 ως κατάσκοπος υπέρ των βρετανικών συμφερόντων, φιλοξενήθηκε σε μία στάση του και στο σπίτι του Γιουσούφ αγά Αράπη στο Τεπελένι, από τις 28 Δεκεμβρίου 1804 έως και τις 6 Ιανουαρίου 1805. Η δουλειά του ήταν να παρατηρεί τα πάντα προσεχτικά και να τα αναφέρει με σχολαστικότητα στους προϊσταμένους του. Αναφερόμενος στις συνήθειες του περιβόητου Αλβανού τυράννου της Ηπείρου Αλή Πασά των Ιωαννίνων, επισημαίνει:
Αποτέλεσμα της ευρείας αξιοποίησης όλων αυτών των ελληνικής καταγωγής εξισλαμισμένων αξιωματούχων ήταν, η Ελληνική γλώσσα να εκτοπίσει εντελώς την βάρβαρη και ακατέργαστη τουρκική μέσα από το παλάτι. Μάλιστα και ο ίδιος ο σουλτάνος, ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, πέρα από τη φημολογούμενη ελληνική του καταγωγή, ο ίδιος μίλαγε άπταιστα και έγραφε Ελληνικά, ενώ μελετούσε επισταμένα την αρχαία Ελληνική Παιδεία[7]. Έτσι, ήδη από το έτος 1479 σώζονται οθωμανικά διπλωματικά έγγραφα «γεγραμμένα πάντα εν τη Ελληνική», η οποία ήταν «επισήμω τότε γλώσση του Οθωμανικού κράτους»[8].
Κατά την πρώτη λοιπόν περίοδο της τουρκοκρατίας η Ελληνική γλώσσα όχι μόνο δεν αντιμετώπισε κανένα κίνδυνο από τους Οθωμανούς, αλλά απ’ ό,τι βλέπουμε επειδή η άρχουσα τάξη των μουσουλμάνων είχε στελεχωθεί από Έλληνες εξωμότες, εξαιτίας της μόρφωσης και της προηγούμενης κυβερνητικής εμπειρίας τους, πήρε τη θέση της επίσημης διπλωματικής γλώσσας της ισλαμικής αυτοκρατορίας, αλλά και της γλώσσας της σουλτανικής διοίκησης! Με λίγα λόγια, η Ελληνική παρέμεινε ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας σε όλους τους τομείς!
Βεβαίως οι Οθωμανοί (όπως και οι Ρωμαίοι πριν από αυτούς) δεν διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα από κάποια αγάπη προς τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους, αλλά για εντελώς πρακτικούς και πολιτικούς λόγους. Εφόσον τα Ελληνικά ακόμα τότε ομιλούνταν από τη συντριπτική πλειοψηφία όχι μόνο των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου, αλλά και από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία Έλληνες «τουρκεμένοι» και ως τέτοιοι παρέμεναν ελληνόφωνοι.Επίσης, η Ελληνική ήταν απαραίτητη ως διπλωματική γλώσσα με τις αυλές της Δύσης,διότι τα τουρκικά δεν τα γνώριζε και δεν τα αναγνώριζε κανείς.
Παράλληλα, ο Μωάμεθ ο Πορθητής, που είχε γνώση της μακρινής ρωμαίικης του καταγωγής και μάλιστα από την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών όπως μαρτυρεί ο Φραντζής[9], ήθελε να αναγνωριστεί από τις δυτικές αυλές ως γνήσιος Ρωμαίος αυτοκράτωρ, παρά ως Οθωμανός σουλτάνος. Και αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο αν αναλογιστεί επιτέλους κανείς ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε ως παγανιστική, έπειτα έγινε χριστιανική και πλέον θα μπορούσε να γίνει και ισλαμική! Εξάλλου ο Μωάμεθ είχε δώσει στον εαυτό του και τον τίτλο του Καίσαρα!
Η χρήση της Ελληνικής ως μοναδικής επίσημης γλώσσας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διατηρήθηκε και μέχρι τα χρόνια πριν και κατά την Επανάσταση του 1821. Ο Άγγλος λοχαγός William Martin Leake, που περιηγήθηκε την Ελλάδα από το 1804 έως το 1810 ως κατάσκοπος υπέρ των βρετανικών συμφερόντων, φιλοξενήθηκε σε μία στάση του και στο σπίτι του Γιουσούφ αγά Αράπη στο Τεπελένι, από τις 28 Δεκεμβρίου 1804 έως και τις 6 Ιανουαρίου 1805. Η δουλειά του ήταν να παρατηρεί τα πάντα προσεχτικά και να τα αναφέρει με σχολαστικότητα στους προϊσταμένους του. Αναφερόμενος στις συνήθειες του περιβόητου Αλβανού τυράννου της Ηπείρου Αλή Πασά των Ιωαννίνων, επισημαίνει:
«Όλα περνούν από το χέρι του εκτός από την αλληλογραφία. Υπαγορεύει τις επιστολές στον Τούρκο ή Ρωμιό γραμματικό. Το γράψιμό του είναι φριχτό κι’ ακόμα χειρότερη η ελληνική ορθογραφία του. Τα λίγα γράμματα που έμαθε τα ξέχασε γιατί δεν τα χρησιμοποίησε ποτέ, αφού στην οθωμανική Ανατολή κάθε μεγάλος έχει το γραμματικό του. Διάβαζε αραβικά μα δεν δοκίμασε ποτέ να γράψει. Οι συνεννοήσεις του με την Πύλη γίνονται σε ελληνική γλώσσα διαμέσου του αρχιτζοχαντάρη του, του επίσημου δηλαδή αντιπροσώπου του στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και με τους Αρβανίτες του αλληλογραφούσε στα ελληνικά, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις που επιθυμούσε να διαβαστεί η διαταγή του στα αρβανίτικα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις επιστρατεύει τα αρβανίτικα αλλά γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες»[10].
Γι’ αυτό και βλέπουμε όχι μόνο επί τουρκοκρατίας αλλά και κατά την περίοδο της Επανάστασης τους Οθωμανούς αξιωματούχους να συνοδεύονται πάντα από έναν Έλληνα γραμματικό, όπου ορισμένοι από αυτούς τους γραμματικούς λειτουργούσαν και ως άξιοι κατάσκοποι υπέρ των μαχητών της ελευθερίας. Οι Έλληνες γραμματικοί ήταν άκρως απαραίτητοι στους Τούρκους και στους Αλβανούς πασάδες, διότι αυτοί συνέτασσαν την κρατική αλληλογραφία τους, η οποία ήταν γραμμένη στην Ελληνική γλώσσα. Όλες οι αναφορές, τα διατάγματα ακόμα και τα φιρμάνια γράφονταν στην Ελληνική. Οπότε, απορίας άξιον είναι (ρητορικό βεβαίως το ερώτημα) ποια γλώσσα άραγε παινεύεται ότι διέσωσε η Εκκλησία; Την επίσημη κρατική και διπλωματική γλώσσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας;
Η μαρτυρία ενός Διαφωτιστή: Ότι οι Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι δεν ήταν Τούρκοι, αλλά ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί που εξισλαμίστηκαν, ήταν γνωστό και στους πνευματικούς πατέρες του έθνους και της Επανάστασης του 1821. Ένας από αυτούς, ο ξενιτεμένος διαφωτιστής Γρηγόριος Ζαλίκογλου (1776–1827), έγραφε στον πρόλογό του στο «Γαλλοελληνικό Λεξικό» το έτος 1809:
Η μαρτυρία ενός Διαφωτιστή: Ότι οι Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι δεν ήταν Τούρκοι, αλλά ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί που εξισλαμίστηκαν, ήταν γνωστό και στους πνευματικούς πατέρες του έθνους και της Επανάστασης του 1821. Ένας από αυτούς, ο ξενιτεμένος διαφωτιστής Γρηγόριος Ζαλίκογλου (1776–1827), έγραφε στον πρόλογό του στο «Γαλλοελληνικό Λεξικό» το έτος 1809:
«Οι περί ημάς Τούρκοι καλούμενοι δεν είν’, οι πλείστοι αυτών, απόγονοι των Ελλήνων; δεν είναι αδελφοί μας; δεν είναι Έλληνες; Τω όντι όσα μιλλιώνα αυτών κατοικούσι την σήμερον την Ελλάδα δεν ήλθαν εκ της Ασίας ούτε άλλοθεν· αλλ’ αφού άφησαν την γλώσσαν και το όνομα προγόνων, δεν μετέχουσιν ούτε της ευδοξίας αυτών. Καυχάται την σήμερον ο Αθηναίος δια την φρόνησιν του Θεμιστοκλέους, ο Μακεδών δια την ανδρίαν του Αλεξάνδρου· αλλά τις; και ποίος; όστις φυλάττει εις το στόμα του και εις την ακοήν του, και την φωνήν εκείνων. Όσοι δεν σώζουσιν εκείνων την γλώσσαν, ούτε τολμώσιν, ούτε φαντάζονται να καυχηθώσιν επί τοιούτοις προγόνοις, όχι διότι επίστευσαν εις το Κοράνι· επειδή ούτε ο Θεμιστοκλής εγνώριζε το Ευαγγέλιον: αλλά διότι δεν έχουσι πλέον την γλώσσαν του»[11].
Εθνικό μας ταυτοτικό στοιχείο είναι μόνο η Ελληνική μας γλώσσα, σύμφωνα με τον Ζαλίκογλου. Άσχετα αν ο ελληνόφωνος πιστεύει στο Κοράνι ή στο Ευαγγέλιο, διότι, όπως έγραψε χαρακτηριστικά, «ούτε ο Θεμιστοκλής εγνώριζε το Ευαγγέλιον».
Αναφορές
[1] Μιχαήλ Δούκας, «Βυζαντινοτουρκική Ιστορία», XXVIII. 12, εκδόσεις «Κανάκη», Αθήνα 1997.
[2] Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελίδα 13, Αθήνα 1869, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», Αθήνα 1995.
[3] Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελίδα 30, Αθήνα 1869, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», Αθήνα 1995.
[4] Ο οίκος των Παλαιολόγων χάθηκε με αξιοθρήνητο τρόπο. Ο Δημήτριος (αδελφός του βασιλιά) πέθανε στα 1470, καλόγερος στην Αδριανούπολη. O Θωμάς (ο άλλος αδελφός) πέθανε στη Ρώμη στα 1465. Από τους γιους του ο Μανουήλ πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι απόγονοί του τούρκεψαν και αναδείχτηκαν σε αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης, και ο Ανδρέας στη Ρώμη, όπου πέθανε ξεπεσμένος το 1502. Απ’ τις κόρες του η Ελένη, χήρα του βασιλιά των Σέρβων Λαζάρου, πέθανε καλόγρια στη Λευκάδα, ενώ η Ζωή παντρεύτηκε στα 1472 το μεγάλο δούκα της Ρωσίας Ιβάν Γ΄ τον Τρομερό και έτσι του απένειμε τον τίτλο του Καίσαρα (Τσάρου) και δικαιώματα στο θρόνο της Νέας Ρώμης.
[5] Φέρντιναντ Γκρεγκορόβιους, «Μεσαιωνική Ιστορία των Αθηνών», τέταρτο βιβλίο, κεφάλαιο έβδομο, τόμος τρίτος, σελίδες 427-428, εκδόσεις «Κριτική», Αθήνα 1994.
[6] Τζον Φρίλι, «Κωνσταντινούπολη, Από τον Χριστιανισμό στο Ισλάμ» σελίδα 222, εκδόσεις «Περίπλους», Αθήνα 2001.
[7] «Ο Μωάμεθ υπήρξε ένα άτομο που εμπνεόταν και που τυραννιόταν από τη συνείδηση της ιστορίας. Αν πιστέψουμε τις αναφορές πως διάβαζε τις περιπέτειες του Αλεξάνδρου και την Ιλιάδα, παράλληλα βέβαια με τις ιστορίες και τους θρύλους των παλαιών σουλτάνων και του εθνικού ήρωα των Τούρκων Dede Korkut, πως μιλούσε πέντε γλώσσες, πως συζητούσε για την ελληνιστική φιλοσοφία και πως έγραφε ποιήματα, θα καταλάβουμε πως υπήρχε στην προσωπικότητά του ένα ισχυρό αισθητικό στοιχείο…», Βρασίδας Καραλής, εισαγωγή στην «Ελληνοτουρκική Ιστορία» τουΜιχαήλ Δούκα, σελίδα 48, εκδόσεις «Κανάκη», Αθήνα 1997.
[8] Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελίδα 25, Αθήνα 1869, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», Αθήνα 1995.
[9] Σύμφωνα με τον Γεώργιο Φραντζή, «Χρονικόν» Α΄, 20, ο γενάρχης της βασιλικής δυναστείας των Οθωμανών (Οσμανίδων) ήταν ένας ανιψιός του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118-1143). Αυτός, που ονομαζόταν επίσης Ιωάννης, εξαιτίας διαφωνιών του με τον θείο του και αυτοκράτορα αυτομόλησε στους Τούρκους. Αλλαξοπίστησε γινόμενος μουσουλμάνος και πήρε το όνομα Τζελεπής. Παντρεύτηκε την κόρη του αμηρά των βαρβάρων, κάποια Καμερώ, και απέκτησε μαζί της έναν γιο τον Σολιμάν. Ο Σολιμάν γέννησε τον Ερτογρούλ, τον ιδρυτή της δυναστείας των Οσμανίδων και θεμελιωτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και πατέρα του Οσμάν. Με λίγα λόγια, ο Οσμάν ήταν δισέγγονος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) πρίγκιπα Ιωάννη, ανιψιού του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και πρόγονος του Μωάμεθ του Πορθητή! (Γεώργιος Φραντζής, «Χρονικόν», εκδόσεις «Γεωργιάδη», Αθήνα 2001).
[10] Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμος Γ1΄, σελίδα 337, εκδόσεις «Στάχυ», Έκτη Έκδοση, Αθήνα 1999.
[11] Γρηγόριος Ζαλίκογλου, πρόλογος στο «Γαλλοελληνικό Λεξικό», Παρίσι 1809, πηγή: Κ. Θ. Δημαράς, «Ο Κοραής και η εποχή του», σελίδα 292, εκδόσεις: «Ιωάννης Ν. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα 1958.
tsantiri.gr
Αναφορές
[1] Μιχαήλ Δούκας, «Βυζαντινοτουρκική Ιστορία», XXVIII. 12, εκδόσεις «Κανάκη», Αθήνα 1997.
[2] Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελίδα 13, Αθήνα 1869, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», Αθήνα 1995.
[3] Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελίδα 30, Αθήνα 1869, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», Αθήνα 1995.
[4] Ο οίκος των Παλαιολόγων χάθηκε με αξιοθρήνητο τρόπο. Ο Δημήτριος (αδελφός του βασιλιά) πέθανε στα 1470, καλόγερος στην Αδριανούπολη. O Θωμάς (ο άλλος αδελφός) πέθανε στη Ρώμη στα 1465. Από τους γιους του ο Μανουήλ πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι απόγονοί του τούρκεψαν και αναδείχτηκαν σε αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης, και ο Ανδρέας στη Ρώμη, όπου πέθανε ξεπεσμένος το 1502. Απ’ τις κόρες του η Ελένη, χήρα του βασιλιά των Σέρβων Λαζάρου, πέθανε καλόγρια στη Λευκάδα, ενώ η Ζωή παντρεύτηκε στα 1472 το μεγάλο δούκα της Ρωσίας Ιβάν Γ΄ τον Τρομερό και έτσι του απένειμε τον τίτλο του Καίσαρα (Τσάρου) και δικαιώματα στο θρόνο της Νέας Ρώμης.
[5] Φέρντιναντ Γκρεγκορόβιους, «Μεσαιωνική Ιστορία των Αθηνών», τέταρτο βιβλίο, κεφάλαιο έβδομο, τόμος τρίτος, σελίδες 427-428, εκδόσεις «Κριτική», Αθήνα 1994.
[6] Τζον Φρίλι, «Κωνσταντινούπολη, Από τον Χριστιανισμό στο Ισλάμ» σελίδα 222, εκδόσεις «Περίπλους», Αθήνα 2001.
[7] «Ο Μωάμεθ υπήρξε ένα άτομο που εμπνεόταν και που τυραννιόταν από τη συνείδηση της ιστορίας. Αν πιστέψουμε τις αναφορές πως διάβαζε τις περιπέτειες του Αλεξάνδρου και την Ιλιάδα, παράλληλα βέβαια με τις ιστορίες και τους θρύλους των παλαιών σουλτάνων και του εθνικού ήρωα των Τούρκων Dede Korkut, πως μιλούσε πέντε γλώσσες, πως συζητούσε για την ελληνιστική φιλοσοφία και πως έγραφε ποιήματα, θα καταλάβουμε πως υπήρχε στην προσωπικότητά του ένα ισχυρό αισθητικό στοιχείο…», Βρασίδας Καραλής, εισαγωγή στην «Ελληνοτουρκική Ιστορία» τουΜιχαήλ Δούκα, σελίδα 48, εκδόσεις «Κανάκη», Αθήνα 1997.
[8] Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», σελίδα 25, Αθήνα 1869, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», Αθήνα 1995.
[9] Σύμφωνα με τον Γεώργιο Φραντζή, «Χρονικόν» Α΄, 20, ο γενάρχης της βασιλικής δυναστείας των Οθωμανών (Οσμανίδων) ήταν ένας ανιψιός του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118-1143). Αυτός, που ονομαζόταν επίσης Ιωάννης, εξαιτίας διαφωνιών του με τον θείο του και αυτοκράτορα αυτομόλησε στους Τούρκους. Αλλαξοπίστησε γινόμενος μουσουλμάνος και πήρε το όνομα Τζελεπής. Παντρεύτηκε την κόρη του αμηρά των βαρβάρων, κάποια Καμερώ, και απέκτησε μαζί της έναν γιο τον Σολιμάν. Ο Σολιμάν γέννησε τον Ερτογρούλ, τον ιδρυτή της δυναστείας των Οσμανίδων και θεμελιωτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και πατέρα του Οσμάν. Με λίγα λόγια, ο Οσμάν ήταν δισέγγονος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) πρίγκιπα Ιωάννη, ανιψιού του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και πρόγονος του Μωάμεθ του Πορθητή! (Γεώργιος Φραντζής, «Χρονικόν», εκδόσεις «Γεωργιάδη», Αθήνα 2001).
[10] Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμος Γ1΄, σελίδα 337, εκδόσεις «Στάχυ», Έκτη Έκδοση, Αθήνα 1999.
[11] Γρηγόριος Ζαλίκογλου, πρόλογος στο «Γαλλοελληνικό Λεξικό», Παρίσι 1809, πηγή: Κ. Θ. Δημαράς, «Ο Κοραής και η εποχή του», σελίδα 292, εκδόσεις: «Ιωάννης Ν. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα 1958.
tsantiri.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου